Τα δίκαια και προνόμια του Οικουμενικού Πατριάρχη στην καθ’ ημάς Ανατολή

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἐπιφορτίζεται μὲ τὴν ὑπὲρ δικαιοδοσιακὴ εὐθύνη μὲ τὸν 28ο Κανόνα γιὰ τὶς μελλοντικὲς ἐκκλησίες στὶς βαρβαρικὲς περιοχές. Ἡ «ἐγκατάσταση» καὶ εὐλογία ἐπισκόπου κατὰ τὸν Κώδικα 510 τῶν Παρισίων τοῦ Θ´ αἰῶνος.

Ὁ Θεοδόσιος ὁ Μικρός (401-450) διαπιστώνει τὸ 421 ὅτι δημιουργήθηκαν ἔριδες μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἰλλυρίας καὶ ἐκδίδει νόμο μὲ τὸν ὁποῖο ἐπιβάλλει γιὰ κάθε κανονικὸ θέμα ποὺ ἀναφυόταν μεταξύ τους σὲ αὐτὴν τὴν περιοχὴ καὶ κατ’ ἐπέκταση καὶ σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτειάν του ὅτι: «οὐ δεῖ τέμνεσθαι παρὰ γνώμην τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς αὐτῆς Συνόδου, ἥτις ἔχει τὰ προνόμια τῆς ἀρχαίας Ρώμης» καὶ μὲ ἄλλη νομικὴ ρύθμιση διέταξε: «ἄνευ τῆς συγκαταθέσεως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως μηδεὶς Ἐπίσκοπος χειροτονεῖται ἐν Ἀσίᾳ καὶ Θράκῃ».  Στὴν συνέχεια διαπιστώνει ὅτι ἔλαβε ἔκταση καὶ στὴν Συρία ἡ ἐνθουσιαστικὴ «προσευχητικὴ» κακοδοξία τῶν «Μασσαλιανῶν»  μὲ  τὶς πολλὲς  γνωστικίζουσες  πλάνες  της  καὶ πρέπει ἐγκαίρως νὰ ἀντιμετωπιστεῖ. Πρὸς τοῦτο συγκλήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 426 Μεγάλη Σύνοδος ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ διαδόχου τοῦ Νεκταρίου πατριάρχη Σισινίου Α´ (425-428), παρόντος μάλιστα καὶ τοῦ Ἀντιοχείας Θεοδότου (418-427), καὶ καταδίκασε τὶς κακοδοξίες τους. Οἱ συνοδικὲς ἀποφάνσεις τους περιβλήθηκαν τότε καὶ μὲ νομικὸ κῦρος ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα καὶ ἐλήφθησαν ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν αὐστηρὰ κατασταλτικὰ μέτρα.

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ὡριμότητα ἐπέβαλε ὁ πρωταρχικὸς Μικρασιατικὸς ἀποστολικὸς πυρήνας νὰ συγκεντρωθεῖ ἀρτιότερα ὡς ἡ ἀνώτερη ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχὴ τῆς ἐν Χριστῷ Ὀρθόδοξης  κοινωνίας. Ἐξ αὐτοῦ καί ἡ νέα Βασιλεύουσα Πόλη συγκέντρωσε ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις ποὺ ἦταν ἀναγκαῖες γιὰ νὰ καταστεῖ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Καθέδρας τῆς Νέας Ρώμης γιὰ νὰ καταστεῖ ἡ κατ’ Ἀνατολὰς θεσμικὴ πηγὴ τῆς ἀποστολικῆς εὐθύνης γιὰ ἱστορικοὺς καὶ γεωπολιτικοὺς λόγους. Μετὰ μία περίπου ἑβδομηκονταετία ἀπὸ τὴν Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο περὶ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀρχίζει νὰ συγκροτεῖται σύναξη τῆς ἱεραρχίας τῆς Θράκης καὶ τῆς Βυθινίας γιὰ νὰ προάγεται ὁ εὐαγγελισμὸς τοῦ πλήθους τῶν φυλῶν στὴν αὐτοκρατορία, ποὺ παρέμεναν ἀκατήχητοι καὶ ἀβάπτιστοι στὶς στέπες καὶ στὰ δάση «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς».

Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατόλιος τὸ 451 ἐνώπιον τῶν  600 Ἐπισκόπων τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος ἐπιβεβαίωσε ὅτι: «Συνήθεια ἄνωθεν κεκράτηκε τοὺς ἐνδημοῦντας τῇ μεγαλωνύμῳ πόλει ἁγιωτάτους Ἐπισκόπους, ἡνίκα καιρὸς καλέσῃ περὶ ἀναπιπτόντων τινῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων συνεῖναι καὶ διαπιστοῦν ἕκαστα καὶ ἀποκρίσεις ἀξιοῦν τοὺς δεομένους». Οἱ συνοδικοὶ Πατέρες τῇ διαγνώμῃ τους μὲ τὶς κανονικὲς ἀποφάνσεις τοῦ παρελθόντος τῆς Ἐκκλησίας ἀποφαίνονται: «….τὰ αὐτὰ καὶ ἡμεῖς ὁρίζομέν τε καὶ ψηφιζόμεθα περὶ τῶν πρεσβείων τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς αὐτῆς Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης. Καὶ γὰρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης διὰ τὸ βασιλεύειν τὴν πόλιν ἐκείνην, οἱ Πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τὰ πρεσβεῖα. Καὶ τῷ αὐτῷ σκοπῷ κινούμενοι οἱ 150 θεοφιλέστατοι Ἐπίσκοποι τὰ ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς Νέας Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ, εὐλόγως κρίναντες τὴν βασιλεία καὶ συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν καὶ τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ρώμῃ, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς, ὡς ἐκείνην, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ’ ἐκείνην ὑπάρχουσαν» καὶ τότε τοῦ ἀναθέτουν διὰ τοῦ 28ου κανόνα τὴν κανονικὴ διοργάνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς δομῆς ὅλων τῶν «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς». Ἡ «ἐξαρχικὴ» διακονία ἐκτὸς τῶν συνόρων τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Κωνσταντινουπόλεως εἶναι «ὑπερδικαιδοσιακή» καὶ παρέχεται μόνον στὸν ἀρχιεπίσκοπο τῆς Νέας Ρώμης καὶ ὄχι στα λοιπὰ Πατριαρχεῖα τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Ἡ «ὑπερόριος» (ultra montes) αὐτὴ διακονία κωδικοποιήθηκε τότε καὶ «de jure» γιὰ τοὺς ἀπαίδευτους στὸ εὐαγγέλιο καὶ στὴν καθολικὴ ὀρθόδοξο πίστη γιὰ λαοὺς «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς». Καὶ ἔκτοτε ἐπεκράτησε στὴν Ἱστορία καὶ στὴ Συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας «de facto» ἐπὶ 15 αἰῶνες ὡς συνέπεια τῆς «Χριστολογικῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας» ποὺ τότε ὁριστικὰ διατυπώθηκε σὲ αὐτὴν τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ παρέμβαση αὐτὴ εἶναι ἀπόλυτα θεμιτὴ γιατὶ οἱ λαοὶ αὐτοὶ εἶχαν παιδαγωγηθεῖ κατὰ τὰ ἀσιατικὰ ἤθη καὶ ἔθιμα στὴν ἐπιβολὴ τοῦ μονολόγου πρὸς ἐπιβολὴ τοῦ ἰδίου θελήματος, κάτι ποὺ ἀντιστρατεύεται στὸ ἀποστολικὸ «πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω» γιὰ τὴν Σωτηρία τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Οἱ Πατέρες προνοήσαντες γενικὰ κατὰ πάσης ἀταξίας ἀνέθεσαν στὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Νέας Ρώμης μὲ δύο εἰσέτι κανονικὲς ἀποφάνσεις τους τοὺς Κανόνες θ´ (9) καὶ ιζ´ (17) ποὺ ἔχουν καθοριστικὴ σημασία γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς ὑπέρτατης δικαστικῆς ἐξουσίας, ὄχι μόνον στὴν ἴδια κανονικὴ δικαιοδοσία του, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκεῖνες ποὺ ἔχουν οἱ λοιποὶ πατριαρχικοὶ θρόνοι! Τὸ πνεῦμα αὐτῶν τῶν Ἱερῶν Κανόνων περὶ τοῦ αἰωνόβιου κύρους τῶν προνομίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸν μεταγενέστερο «Παπισμὸ» ποὺ καπηλεύονται ἐμπαθεῖς καὶ ἀδιάβαστοι ἱεροκατήγοροι. Οἱ ἀποφάνσεις τῶν Β´ καὶ Δ´ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὁ 3ος  Κανὼν τῆς Β´ καὶ ὁ 28ος τῆς Δ´, ἐπικράτησαν de jure στὸ Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ διαχρονικὸς σεβασμὸς τοὺς κατέστησε de facto τηρητέους στὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν συντεταγμένων ἐκκλησιαστικὰ πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων.  Αὐτὸ τὸ επιβεβαιώνει σύμπασα ἡ Ἐκκλησία μας μὲ «Τὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας» (Θ´ αἰῶνος) ποὺ διαβάζεται «ἐπ’ ἐκκλησίαις» τὴν Α´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ «Τριώδιο». Σήμερα ἡ ἀνώτατη κρίση γιὰ τὴν «Ἔκκλητο» διαδικασία ἀσκεῖται μὀνον πρὸς τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τόσον διὰ τοὺς ἐκ τοῦ κλίματός του ἱεράρχες, ὅσον καὶ διὰ τοὺς προερχόμενους ἐκ τῶν περιοχῶν τῶν προδικαιοδοσιακῶν δικαιωμάτων του, ὡς ἀσκήσαντες τὴν παραληφθεῖσα ἀρχιερωσύνη ἐκ τῆς «Μητρικῆς Ἐκκλησίας», δηλαδὴ ἐκ τῆς ἀπαραβίαστης διαδοχῆς τῆς δικαιοδοσίας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες.

Κατὰ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας τῆς δυναστείας τοῦ Θεοδοσίου Α´ καὶ τῶν διαδόχων του Ἀρκαδίου καὶ Θεοδοσίου Β´ ἀπὸ τὸ 379-474 ἡ Αὐτοκρατορία ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὶς ρωμαϊκὲς παραδόσεις καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαιολατρεία τῶν παγανιστῶν καὶ ἐπικρατεῖ ἡ Τριαδικὴ πίστη στὸν Ἕνα Θεό κατά τὰ ἀποφασισθέντα στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 325 κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Μὲ νέες Οἰκουμενικὲς Συνόδους καταδικάζονται οἱ νέες αἱρέσεις: τοῦ Νεστοριανισμοῦ (431) καὶ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ (451) καὶ τελικὰ ἀναγορεύεται ὡς ἐπίσημη Θρησκεία τοῦ κράτους ἡ πίστη τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

Περὶ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰῶνος καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (451) ἀρχίζει νὰ ἐπεκτείνεται ἡ τιμὴ τῆς πατριαρχικῆς ἀξίας σὲ κατέχοντες ἀποστολικὲς καθέδρες Ἀρχιεπισκόπους καὶ διαμορφώνεται τὸ κανονικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς «Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν» ὡς ὁ ὕπατος θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σύστημα αυτό  δὲν ὑφίστατο ἐκ παλαιοῦ στὴν Ἐκκλησία ὅμως ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ κατασταθεῖ γιὰ νὰ λειτουργεῖ ἀποστολικὰ ἡ συνοδικότητα στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ τηρεῖται πιστὰ ἡ Κυριακὴ ἐντολὴ «ἵνα πάντες ἓν ὧμεν» οἱ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Οἱ δύο «Πρῶτοι» Ἀρχιεπίσκοποι ποὺ ἀναγορεύονται ἰσότιμοι Πατριάρχες εἶναι ὁ Ρώμης καὶ ὁ Νέας Ρώμης κεκτημένοι τὸ «πρωτεῖον  τῶν Ἀποστολικῶν «Στύλων»  καὶ οἱ Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας καὶ τέλος ἀνυψώθηκε ὡς πέμπτος Πατριάρχης καὶ ὁ Ἐπίσκοπος τῶν Ἱεροσολύμων ἐπειδὴ στὰ Ἱεροσόλυμα συντελέσθηκε «τὸ Πάθος καὶ ἡ Ἀνάσταση» καὶ ἐκεῖ συνεστήθη ἡ πρώτη Σιωνίτιδα Ἐκκλησία! Αὐτοὶ οἱ Πατριάρχες είναι «πρωτεύοντες» μὲ τὴν κληρονομίαν τους στὰ ἰσάριθμα κλίματα τῶν πέντε ἀρχαίων ἀποστολικῶν κέντρων τῆς Χριστιανοσύνης συνερχόμενοι «ἐπὶ τῷ αὐτῷ» σὲ Οἰκουμενικὴ  συνεδρίασιν ἀποτελοῦν τὴν ἀνώτατη ἔκφραση τῆς Συνειδήσεως «τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη διαχυμένης Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» καὶ ἐξ αὐτοῦ κληρονόμησαν τὸν τόπον τῶν «Στύλων» τῆς Ἐκκλησίας.  Οἱ «Κεφαλὲς» αὐτές τῶν πέντε Πατριαρχῶν λειτουργοῦν κατὰ τὸν μεγάλο κανονολόγο Θεόδωρο Βαλσαμόνα ὡς ἡ «Πεντὰς τῶν αἰσθήσεων» τῆς μιᾶς χειρὸς τοῦ ἀρχιτέκτονα καὶ πλάστη Θεοῦ καὶ δὲν συγχέωνται μεταξύ τους: «οὐ κατατρέχει τυχὸν ἡ ὅρασις τῆς ὀσφρήσεως, οὐδὲ ἡ ἀκοὴ τῆς ἀφῆς, καὶ τῆς γεύσεως».

Παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τοῦ Πατριάρχη τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, ὁ ὁποῖος πολλὲς φορὲς ἐκλαμβάνει ὡς ὑπερβολικὲς τὶς παρεμβάσεις τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἡ Καθέδρα τοῦ δευτερεύοντος βαθμηδὸν ἐπεξέτεινε τὴν ἐπιρροή του στὴν Ἀνατολή, σύμφωνα μὲ τὰ δοθέντα στὴν Ἐκκλησία του προνόμια ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἀποφάνσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὅπου διαπιστώνονταν ταραχὲς ἀπὸ θεολογικὲς ἔριδες ἢ διαφωνίες γιὰ τὴν ἀνάδειξη προσώπων στὸ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα παρενέβαινε ο Κωνσταντινουπόλεως γιὰ προληπτικοὺς ἢ κατασταλτικοὺς λόγους ὥστε  νὰ προληφθοῦν οἱ δεινότερες ἐξελίξεις καὶ πρὸς ἐπαναφορὰ τῆς κανονικῆς τάξεως συνήθως μὲ τὴν συνεργασία καὶ τοῦ πολιτειακοῦ παράγοντα. Γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ τὸ κῦρος τῶν ἀποφάσεων τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴν Συρία μὲ παρέμβαση τοῦ Αὐτοκράτορα Ἰουστίνου (518-527) ἀπομακρύνθηκε τὸ 518 ὁ Ἀντιοχείας Σεβῆρος (513-518) ἐπειδὴ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Μονοφυσίτη προκάτοχό του Φλαβιανὸ Β´ καὶ ἐκλέχθηκε ὡς Ἀντιοχείας ὁ Ὀρθόδοξος Παῦλος Β´ (518-521) ὁ ὁποῖος μὲ συνοδικὴ ἀπόφανση χειροτονήθηκε στὴν πόλη του ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο (520-535). Ὁ Ἐπιφάνιος κατὰ τὸ λεγόμενο «Ἀκακιανὸ σχίσμα» μεταξὺ τοῦ Ρώμης Φήλικος Γ´ καὶ τοῦ Νέας Ρώμης Ἀκακίου (484-519) ἐπιδίωξε νὰ γεφυρώσει τὸ σχίσμα μὲ τὸν Ρώμης Ὀρμίσδα καὶ παρενέβη στὸ στασιαζόμενο θέμα τῆς ἐγκυρότητος τῆς ἐκλογῆς στὴν Λάρισα κάποιου Στεφάνου καὶ ὑπέδειξε ὅτι ἡ Θεσσαλία δὲν ἀποτελεῖ προνόμιον τοῦ «Ἔκκλήτου» τοῦ Ἐπισκόπου της Ρώμης, γιατί ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία τῆς Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως ὡς ἑλληνικὴ περιοχὴ καὶ μὲ τὴν Σύνοδό του καθῄρεσε τὸν κατασταθέντα Στέφανον.

Κατὰ τὴν πατριαρχία τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Γ´ τοῦ Σχολαστικοῦ (565-577) ἐπαναλαμβάνεται τὸ 567  ἡ  παρέμβασή του στὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἰωάννη Δ´ τοῦ Θεοπειθοῦς (567-579) γιὰ τὸ Θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας, καὶ ὅταν ἀντιδρᾶ καὶ διαμαρτύρεται ὁ Ἀντιοχείας Ἀναστάσιος  Α´  (561-571), ἐπειδή αὐτός ἧταν Ἀντιοχειανὸς κληρικός, καὶ ἀντ’ αὐτοῦ χειροτονεῖται στὴν Ἀλεξάνδρεια ὁ Γρηγόριος Α´ (571-594). Ἡ παρέμβαση αὐτὴ στὰ λοιπὰ Πατριαρχεῖα ἀπηχεῖ τὴν κανονικὴ καὶ νομικὴ στήριξη τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ (527-565), ὅπως ὁ τῆς παλαιᾶς Ρώμης Πατριάρχης ἤλεγχε ἀπόλυτα τὶς χειροτονίες τῶν Ἐπισκόπων στὴν δικαιοδοσία του. Ἔχει ἐπικρατήσει ἤδη ὅτι ὁ δευτερόθρονος Πατριάρχης τῆς Νέας Ρώμης ἀποτελοῦσε κυρίαρχη: «Κεφαλὴ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν» καὶ ἐξ αὐτοῦ ὤφειλε νὰ κατέχει ἐξέχουσαν θέση μεταξὺ τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς. Ἐξ αὐτοῦ ὁ ἴδιος αὐτοκράτορας καθώρισε μὲ τὴν ρλα´ (131) Νεαρά του: «Τὸν ἁγιώτατον Πάπαν τῆς παλαιᾶς Ρώμης πρῶτον εἶναι πάντων τῶν ἱερέων, τὸν δὲ Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης δευτέραν τάξιν ἐπέχειν μετὰ τὸν ἁγιώτατον Ἀποστολικὸν θρόνον τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, τῶν ἄλλων πάντων προτιμᾶσθαι». Μάλιστα τότε πρώτη ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ ἀπουσίαζε ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Β´ ὁ Καππαδόκης (518-520),  οἱ συνοδικοὶ τὸν ἀπεκάλεσαν σὲ ἐπιστολή τους ἐγγράφως μὲ τὸν ἴδιο τίτλο ποὺ ἡ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποκάλεσε στὰ Πρακτικά της τὸν Πάπα Ρώμης Λέοντα ὡς: «Τῷ Ἁγιωτάτῳ καὶ Μακαριωτάτῳ Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ τῆς Μεγάλης Ῥώμης Λέοντι».  Ἐξ αὐτοῦ καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κωνσταντινουπόλεως προσφωνήθηκε καὶ κατεγράφη: «Τῷ Ἁγιωτάτῳ καὶ Μακαριωτάτῳ Πατρὶ Πατέρων Ἀρχιεπισκόπῳ καὶ Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ». Τὸ αὐτὸ ἐπαναλάμβανε καὶ ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς στοὺς νόμους καὶ στὰ διατάγματα ποὺ ἐξέδιδε γιὰ τοὺς συγχρόνους του Πατριάρχες Ἐπιφάνιο, Ἄνθιμο καὶ Μηνᾶ. Κλέος τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουστινιανοῦ παραμένει στοὺς αἰῶνες ἡ τρίτη μεγαλειώδης  ἀνακατασκευή τοῦ περίλαμπρου ναοῦ τῆς «τοῦ Θεοῦ Σοφίας», (532-537) που παραμένει διαχρονικά τὸ αἰώνιο σύμβολο τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ. Τὸ σχέδιό της μὲ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ γλῶσσα ἀπηχεῖ  τὸ μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ εἰδικά  διαιωνίζει τὴν ὀρθόδοξη πίστη στὴν «ἀσυγχύτη, ἀτρεπτη, ἀδιαίρετη ἕνωση καὶ ἀλληλοπεριχώρηση τῆς θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Ἰησοῦ, ὡς Λόγου τοῦ Θεοῦ στὸ “μυστήριο” τῆς Ἐνότητος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Τριάδος». Αὐτό εἶναι ἀκατανόητο σὲ «ἀπαίδευτους» «ἄλογους» καὶ ἐν γένει καὶ «ἀμαθεὶς»  «παράλογους» ἀσιάτες.  Καὶ τοῦτο διότι ἡ «Σοφία τοῦ Θεοῦ»,  που ἐκφράζεται στὸ ἱερό αὐτὸ κτῖσμα ποὺ τὰ πάντα «ἀρχιτεκτονεῖ» διαλαλεῖ θεολογικὰ καὶ αἰσθητικὰ τὴν  Τριαδικότητα τοῦ Ἑνὸς Θεοῦ καὶ μὲ τὸ μῆκος τῆς ἀπεραντοσύνης της καὶ μὲ τὸ ἀγκάλιασμα τοῦ εὔρους του καὶ προπαντῶς  μὲ  τὸ οὐράνιο ὕψος  τοῦ μεγαλειώδους  σημερινοῦ δευτέρου Ἰσιδωρείου τρούλου της,  πού τὸ κέντρο του σήμερα ἀποκρύπτει μὲ τὸ βαρβαρικό ἀραβούργημα τῶν ἀγαρινῶν  τὸν Παντοκράτορα  Κύριο,  ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ «Σοφίαν τοῦ Θεοῦ» που οἱ αἱρετικοὶ «ἀντιτριαδιστὲς» ἀγνοοῦντες καθυβρίζουν.

Πρῶτος ἐκ τῶν Πατριαρχῶν τῆς Νέας Ρώμης ποὺ ἀποφάσισε ἐπίσημα χρήση αὐτοῦ τοῦ τίτλου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ἧταν ὁ Ἰωάννης Δ´ ὁ Νηστευτής (582-595). Ὁ αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος στοὺς νόμους ποὺ ἐκδίδει μεταξὺ τῶν ἐτῶν 612-629 ἀποκαλεῖ τὸν σύγχρονό του Πατριάρχη Σέργιο (610-638) «Ἁγιώτατον καὶ Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον καὶ Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην».

Ὅλη ἡ πολιτικὴ ἐξουσία ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Ἰουστινιανοῦ μὲ τὰ νομοθετήματά της ὑποδεικνύει τὰ προνόμια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ προετοιμάζει καὶ τὴν πλήρη κανονικὴ συνοδικὴ ἀποδοχή τῶν προνομίων του. Τὰ ἐπίσημα κείμενά του ἐκφράζουν τὴν ἰδιάζουσα τιμὴ στὸν θεσμὸ ποὺ ἐκπροσωπεῖ ὁ Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀπήχηση τοῦ οἰκουμενικοῦ κύρους του, ἀλλὰ καὶ τῆς θεσμικῆς ἐμβέλειας τῆς διακονίας του. Αὐτὴν ἀνέλαβε τὸ 692 ἡ ἐν Τρούλλῳ ΣΤ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος νὰ τὴ διατυπώσει στὸ διηνεκὲς μὲ κάθε ἀκρίβεια μὲ τὸν λστ´ (36) Κανόνα της, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ἀνανεούμενοι τὰ παρὰ τῶν 150 ἁγίων Πατέρων, τῶν ἐν τῇ θεοφυλάκτῳ ταύτῃ καὶ βασιλίδι πόλει συνελθόντων, καὶ τῶν 630, τῶν ἐν Χαλκηδόνι συναθροισθέντων νομοθετηθέντα, ὁρίζομεν, ὥστε τὸν Κωνσταντινουπόλεως θρόνον τῶν ἴσων ἀπολαύειν πρεσβείων τοῦ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης θρόνου, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς, ὡς ἐκεῖνον, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δεύτερον μετ’ ἐκεῖνον ὑπάρχοντα, μεθ’ ὅν τῆς Ἀλεξανδρέων μεγαλοπόλεως ἀριθμείσθω θρόνος, εἶτα ὁ Ἀντιοχείας, καὶ μετὰ τοῦτον, ὁ τῆς Ἱεροσολυμιτῶν πόλεως» (Ἀποστολικοὶ Κανόνες, Β´ γ´, Δ´ κη´καὶ Ε´/ΣΤ´ λστ´).  Ὁ Κανόνας αὐτὸς ἐξ ἀρχῆς δείχνει ὅτι δὲν εἰσάγεται κάτι νεότερο μέσα στὰ Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἐπαναλαμβάνεται ἡ ἐκ παλαιοῦ κληρονομικὴ τάξη που ἐπικράτησε τελικὰ στὴν Ἐκκλησία περὶ τῆς Καθέδρας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἁρμοδιότητα ἡ ὁποία δὲν ἔχει σχέση οὔτε μὲ τὸν ὄγκο τοῦ πλήθους, οὔτε καὶ μὲ τὴν εὐμάρεια τοῦ πληρώματος μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Στηρίζεται ἀπὸ τὴν ὀρθὴ καὶ ἄφθαρτη ἀποστολικὴ μνήμη ποὺ εὔορκα καὶ ἀφοσιωμένα μεταβιβάζεται διὰ τῆς κανονικῆς διαδοχῆς καὶ τῆς πληρότητος τῆς Ἱερωσύνης. Ἡ συνέπεια αὐτῆς τῆς κανονικῆς πράξεως ἐπιβεβαιώνεται μέσα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν κατὰ κόσμο νομοθεσία.

Loading

ΣΤΟ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΛΩΖΑΝΝΕΙΑΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ

Ἡ Α.Θ.Π. ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαίος παραλαμβάνει τόμον
   τοῦ «Συνοδικοῦ» ἀπὸ τὸν ἂρχοντα  Ἀριστείδη Πανώτη.

Στὴν ἐπιθεώρηση «ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ»

ὁ καθηγητής  Ἱωάννης Μ. Κονιδάρης

γράφει γιὰ :

   ΣΤΟ «ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ» ΤΟΥ   ΠΕΡΙ ΤΗΣ  ΜΕΤΑΛΩΖΑΝΝΕΙΑΣ

               ΠΟΡΕΙΑΣ  ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ Γ. ΠΑΝΩΤΗ, Τὸ Συνοδικόν τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας, τ. Γ΄, τεῦχ. Β΄, ἐν Ἀθήναις: Ἑπτάλοφος 2021, σσ. 289-575.

Ὁ πρεσβύτερος τῶν ὀφφικιαλίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Ἄρχων Μέγας Ἱερομνήμων (1967, ἐπὶ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα) ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΝΩΤΗΣ, πολιὸς καὶ χαλκέντερος ἐρευνητὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ ἰδίως ἐκείνης τοῦ Πάνσεπτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, συνεχίζει ἀκάματος τὸ σημαντικὸ τρίτομο ἔργο του: «Τὸ Συνοδικὸν τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας», «ἤτοι Ἐπίτομος Ἱστορία τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας τοῦ εὐσεβοῦς Γένους μας», καθώς, ὅπως ὁ ἴδιος πιστεύει, «σὲ ἕνα σύγχρονο Συνοδικὸν θὰ πρέπει νὰ κατατίθεται συνοπτικὰ ἡ γνώση τοῦ παρελθόντος ποὺ ἐπιβάλλεται νὰ παραμένει ἄσβεστη στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση γιὰ νὰ φρονηματίζει τὶς νεότερες γενιὲς κληρικῶν καὶ λαϊκῶν».

Ἤδη κυκλοφόρησε, μὲ τὴ στήριξη τῆς Ἀδελφότητος τῶν Ὀφφικιάλων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «Παναγία ἡ Παμμακάριστος», τὸ δεύτερο τεῦχος τοῦ τρίτου τόμου (πρᾶγμα ποὺ δηλώνει καὶ ἡ συνέχεια στὴ σελιδαρίθμηση), τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει τὸ ὄγδοο μέρος τοῦ ἔργου, μὲ τὸν εἰδικότερο τίτλο «Ἡ “Μεταλωζάννεια” δοκιμασία τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως (1923-1928)».

Ἔχουν προηγηθεῖ ὁ πρῶτος τόμος (2008) τοῦ «Συνοδικοῦ» ποὺ καλύπτει τὴν περίοδο ἀπὸ τὴν πρώτη χιλιετία ἕως τὸ 1833/1850, ὁ δεύτερος τόμος (2009) ποὺ καλύπτει τὴν περίοδο ἀπὸ 1850 ἕως τὸ 1922 καί, ὡς εἰσαγωγὴ στὸν τρίτο τόμο τοῦ ἔργου, τὸ αὐτοτελὲς μελέτημα (2014) «Ἡ πατριαρχικὴ προστασία τῶν “Νέων Χωρῶν” κατὰ τὴ β΄ δεκαετία τοῦ 20οῦ αἰῶνα».

Ὁ τρίτος τόμος παρουσιάζεται σὲ τρία τεύχη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχει ἤδη κυκλοφορήσει τὸ πρῶτο τεῦχος (2018), ποὺ καλύπτει χρονικὰ τὶς περιπέτειες τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας κατὰ τὴν μικρασιατικὴ «Ἔξοδο» τοῦ 1922-1923, ἐκκινῶντας ἀπὸ τὴ «Μετοικεσία» τοῦ 1922 καὶ καταλήγοντας στὸν ἐπίλογο τῆς Πατριαρχίας [1921-1923] Μελετίου Δ΄ (Μεταξάκη). Ὅλα τα ἐπιμέρους τμήματα τοῦ μνημειώδους αὐτοῦ ἔργου ἔχουν παρουσιαστεῖ ἀπὸ τὶς στῆλες τῶν «Νομοκανονικῶν», μὲ ἐμπεριστατωμένες βιβλιοπαρουσιάσεις, ἀπὸ τὸν Διδάκτορα Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου τῆς Νομικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν καὶ δικηγόρο Γ. ΙΑΤΡΟΥ (Νομοκανονικὰ 1/2008, σ. 223 ἐπ.· 1/2010, σ. 175 ἐπ.· 2/2014, σ. 214 ἐπ.· 1/2019, σ. 225 ἐπ. ἀντιστοίχως), ἔτσι, ὥστε εἶναι εὔκολο στὸν ἀναγνώστη τοῦ περιοδικοῦ νὰ παρακολουθήσει τὴν ὅλη πορεία τοῦ ἐγχειρήματος ἕως σήμερα.

Ἤδη, στὸ τμῆμα τοῦ ἔργου ποὺ μόλις κυκλοφόρησε (2021), μὲ τὸν εἰδικότερο, ὅπως ἐλέχθη ἤδη, τίτλο «Ἡ “Μεταλωζάννεια” δοκιμασία τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως (1923-1928)», ὁ σ. δίνει μὲ ἐνάργεια ἀπὸ τὶς πρῶτες γραμμὲς τοῦ ἔργου τὸ στίγμα του: «Μὲ τὴν ὑπογραφὴ τῆς “Συνθήκης Εἰρήνης” στὴν Λωζάννη τῆς Ἐλβετίας γράφτηκε ὁ ἐπίλογος τῆς “Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς”. Τότε τέθηκε κάποιος συμβιβασμὸς στὶς ἑκατέρωθεν μακροχρόνιες ἐδαφικὲς διεκδικήσεις Ἑλλήνων καὶ Τούρκων, ὅμως δὲν ἐξασφαλίστηκε τὸ κλίμα ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης ποὺ εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴν διευθέτηση καὶ τῶν θρησκευτικῶν προβλημάτων κατὰ τὸ Κανονικὸ Δίκαιό της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ Ἀντιπρόσωποι τῶν κρατῶν ποὺ συνῆλθαν στὴν Λωζάννη ἐθεώρησαν πολὺ σωστὰ ἑαυτοὺς ἁρμοδίους μόνον γιὰ ἐπίλυση τῶν διακρατικῶν ζητημάτων. Τὰ θρησκευτικὰ καὶ πολιτιστικὰ ζητήματα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Τούρκων ἐθνικιστῶν, τὰ ἄφησαν ρυθμιζόμενα κατὰ τὶς παλαιότερες διεθνεῖς συνθῆκες στὴν καλὴ θέληση τῶν δύο χωρῶν, ὅπως τὰ ἀποδέχθηκαν οἱ αὐτοκρατορίες ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη μέχρι τὸν 20ὸ αἰῶνα. Οἱ συνελθόντες στὴν Λωζάννη εὐελπιστοῦσαν ὅτι ξεπέρασαν τὸ τεθὲν ἀπὸ τοὺς Τούρκους “Πατριαρχικὸ ζήτημα” μὲ διπλωματικοὺς χειρισμούς, ἴσως διότι δὲν εἶχαν ἐμπειρία τῆς ἀγριότητος τῆς ἐθνικιστικῆς ἐξάψεως τοῦ Νεοτουρκισμοῦ».

Ἀκολουθοῦν εἴκοσι ἑνότητες/παράγραφοι ποὺ ἀναφέρονται σὲ διάφορα γεγονότα ποὺ ἔλαβαν χώρα μετὰ τὴ Συνθήκη τῆς Λωζάννης. Ἡ παράθεση καὶ μόνο τῶν τίτλων τῶν ἐπιμέρους ἑνοτήτων ἀρκεῖ γιὰ νὰ καταδείξει τὴν ἐνδελεχῆ ἐξέταση τῆς περιόδου αὐτῆς: Ὁ πατριαρχικὸς «Γολγοθᾶς» ὑπὸ τὸ νέο καθεστώς· Τί ἄφησε στὴν πατρίδα τῆς Ἀνατολῆς ἡ Ρωμιοσύνη· Μιὰ χαρτογράφηση τῆς ἐν Ἑλλάδι προσφυγιᾶς· Χειρισμοὶ γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν ὁμαλότητα· Παρεμβάσεις στὴν νέα πατριαρχικὴ ἐκλογὴ μὲ συνέπειες· Ἡ πεπνυμένη πατριαρχία τοῦ ἀπὸ Χαλκηδόνος Πατριάρχη Γρηγορίου Ζ΄ [1923-1924]· Ἡ καθιέρωση τοῦ ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησιαστικοῦ Χάρτη· Τὰ περὶ τοῦ «Θέματος» τῆς Ἐκκλησίας τῶν Νέων Χωρῶν· Προτάσεις περὶ τῶν ἐν Ἑλλάδι πραγμάτων τῆς Ἐκκλησίας· Μετασχηματισμοὶ στὴν «αὐτοκέφαλη» διοίκηση· Πρώτη ἀπόπειρα φαλκιδεύσεως «Πρωτείου» ἐν Ἑλλάδι· Τριγμοὶ σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ κράτους ἐν Ἑλλάδι· Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντῖνος ΣΤ΄ [1924-1925] πρῶτο θῦμα τοῦ Νεοτουρκισμοῦ· Τὸ «Ἡμερολογιακὸ» μετὰ τὸ 1924 καὶ ἄλλα θλιβερὰ ποὺ τάραξαν τὴν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησία· Ἡ πατριαρχικὴ ἐκλογὴ πρὸς ἐπιστροφὴ στὴν ὁμαλότητα [ἔνν. τοῦ Βασιλείου Γ΄, 1925-1929)· Ἡμέρες μέριμνας πεπνυμένου Πατριάρχη· Ὑποτροπὴ δοκιμασιῶν τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας· Ἡ ἀνάδειξη τοῦ πανσέπτου Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας σὲ μνημεῖον παγκοσμίου Πολιτισμοῦ [1934]· Ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησιολογίας μας ἡ «ἐνόρια» διακονία· Τὸ Πατριαρχεῖο Ρουμανίας «στῦλος» τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.

Ὁ συγγραφέας, πέραν τοῦ γεγονότος ὅτι χρησιμοποιεῖ τὸ πολυτονικὸ σύστημα, ποὺ προσφέρεται γιὰ τὴν περιγραφὴ τῶν γεγονότων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἐπιλέγει καὶ μιὰ μεικτὴ γλῶσσα, ἡ ὁποία συνδυάζει ἁρμονικὰ στοιχεῖα τόσο τῆς λόγιας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας ὅσο καὶ πιὸ ἁπλοϊκά τοῦ καθ’ ἡμέραν βίου ἔτσι, ὥστε καθίσταται καταληπτὸς ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη του, ἀνεξαρτήτως μορφωτικοῦ ἐπιπέδου, ὁ ὁποῖος προσλαμβάνει ἀνέτως τὰ ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ περιγράφονται μὲ ἐνάργεια καὶ ἀμεσότητα.

Ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ΙΑΤΡΟΥ (Νομοκανονικὰ 1/2019, σ. 226-227), ὁ σ. «κατορθώνει μὲ τὸ γλαφυρό τῆς περιγραφῆς καὶ τοῦ σχολιασμοῦ του νὰ καταστήσει τὸν ἀναγνώστη πρῶτα αὐτόπτη μάρτυρα καὶ ἐν συνεχείᾳ σκεπτόμενο ἀναλυτὴ τῶν ὅσων διαβάζει. Ἡ αἴσθηση αὐτή, ἴσως καὶ λόγῳ τοῦ ὅτι αὐτὰ καθ’ ἑαυτοῦ τὰ περιγραφόμενα προσφέρονται πρὸς τοῦτο, εἶναι ἰδιαίτερα ἔντονη σὲ αὐτὸν τὸν τρίτο τόμο».

Ἀσφαλῶς ἐκεῖνο ποὺ μένει ἔντονα χαραγμένο στὴ μνήμη τοῦ ἀναγνώστη εἶναι ὅτι σὲ ὅλες τὶς περιόδους συγκροτήσεως τοῦ νεότερου ἑλληνικοῦ κράτους τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο κατέβαλε φόρο αἵματος, μεταφορικὰ ἀλλὰ καὶ κυριολεκτικά. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἐξάρει κανεὶς τὴ στάση καὶ τὸ φρόνημα τῶν Πατριαρχῶν καὶ Ἀρχιερέων τῆς πρωτόθρονης Κωνσταντινούπολης ποὺ ἔδωσαν μάχη γιὰ νὰ μείνει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο στὴν ἕδρα του, παρὰ τὸ μεγάλο τίμημα ποὺ εἶχε αὐτὴ ἡ ἐπιτυχία (βλ. συνοπτικά τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἰσχύουσα σήμερα διαδικασία γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Πατριάρχη σὲ Ι.Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Ἰδιαίτερα Ἐκκλησιαστικὰ καθεστῶτα στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, 2η ἔκδ. [μὲ τὴ συνεργασία Γ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ], Ἀθήνα – Θεσσαλονίκη 2017, σ. 32 ἐπ., ἰδίως σ. 36 ἐπ.).

Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου εἶναι περισσότερο ἀπὸ ἀναγκαία, ὥστε νὰ ὑπάρξει μιὰ πλήρης ἐπιτομὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῆς «ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας». Βέβαια ὁ σ. ἔχει ἤδη διακηρύξει ὅτι «μετὰ τὴν παράθεση καὶ τὴν σύνδεση τῶν ἱστορικῶν δεδομένων, ἡ συναγωγὴ κρίσεων στοχεύει στὸ νὰ μὴν ἐπαναλαμβάνονται σφάλματα ἐκτρέποντα τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἀτραποὺς ποὺ κατακερματίζουν τὴν πολύτιμη ἑνότητά της» (τ. Β΄, σ. 613). Πρέπει νὰ ὁμολογήσω πὼς δὲν συμμερίζομαι τὴ διαφαινόμενη αἰσιοδοξία του. Ἄλλωστε, τὰ τελευταῖα ἰδίως ἔτη, αὐτὴ ἡ ἑνότητα δεινῶς δοκιμάζεται καὶ ἡ σκλήρυνση τῶν θέσεων ἔνιων ἐθνικῶν Ἐκκλησιῶν δὲν προοιωνίζουν τὴν ἐπίλυση τῶν διαφορῶν ποὺ ἔχουν προκύψει καὶ τελικὰ συνοψίζονται στὴν ἀμφισβήτηση τοῦ «πρωτείου» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη.

Εὔχομαι ἀπὸ καρδιᾶς στὸν «Πρύτανη» τῶν Ἀρχόντων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του μὲ τὴν ἴδια ἐνέργεια καὶ νὰ παρουσιάσει σύντομα καὶ τὸ τρίτο τεῦχος τοῦ τρίτου τόμου, ἔτσι ὥστε νὰ ὁλοκληρωθεῖ τὸ μνημειῶδες καὶ πολύτιμο αὐτὸ ἐγχείρημα.

Ι. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ

               

Loading

Πώς το Φανάρι υπερασπίζεται την καθολικότητα της Ορθοδοξίας

Η Μοσχόβια υπόσκαψη της Β΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως 
Του καθηγητού Αριστείδη Πανώτη 
Είναι ιστορική διαπίστωση ότι παρά τα σχίσματα και των πικρών και θλιβερών γενομένων αδικιών και βιαιοπραγιών που συνέβησαν μέσα στην Εκκλησία τη δεύτερη χιλιετία, ποτέ δεν έπαυσε η νοσταλγία της εν Χριστώ αδελφότητος της πρώτης χιλιετίας. Το οικόσημο της Μίας, Αγίας Αποστολικής και Καθολικής Εκκλησίας Του φέρει την εντολή του Κυρίου της «ίνα πάντες εν ώσιν». Εξ αυτού και την δευτέρα χιλιετία συνέχισαν τις προσπάθειες αναστηλώσεως «της μιας πανταχού Αδελφότητος» της Εκκλησίας1. Στις αρχές του 20ού αιώνα το θεσμικό Κέντρο των Ορθοδόξων στην Ανατολή καθοδηγούμενο από τον εμπειρότατο πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ ιδίως μετά την καταδίκη το 1872 του ρωσικού «Εθνοφυλετισμού» και κατά την δεύτερη πατριαρχία του προς αποτροπή της σλαβοποιήσεως της Μακεδονίας (1902-1909), αποφάσισε να προωθήσει την διορθόδοξη συνεργασία με την επισήμανση των εκκλησιαστικών θεμάτων που πρέπει να λυθούν με Πανορθόδοξη Σύνοδο. Η πρωτοβουλία του αυτή έδωσε τις πρώτες διορθόδοξες προϋποθέσεις για τις σχέσεις με την ετερόδοξη Χριστιανοσύνη που εξετέθησαν συνοπτικά στην περίφημη «Συνοδικήν Εγκύκλιον του 1920». Μέσα από τον ανατρεπτικό κυκλώνα των μεταρρυθμιστικών φατριών ξεκίνησε το 1917 στη Μόσχα ο ζήλος για την εξέταση των ζητημάτων που πρέπει να βρουν λύση με Πανορθόδοξη Σύνοδο.  Όμως η σώφρων τροχοπέδη του Οικουμενικού Πατριαρχείου τότε δια του πατριάρχη Μελετίου Δ΄ έδωσε δια του «Διορθόδοξου Συνεδρίου της Κων/πόλεως» την πρώτη μορφή του θεματολογίου των εκκλησιαστικών προβλημάτων που πρέπει συνοδικά να επιλυθούν. Το ίδιο θέμα απασχόλησε και την «Διορθόδοξη Σύναξη» στη μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους το 1932 και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εκ τρίτου σταθεροποιήθηκε ο Κατάλογος των θεμάτων με την «Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη» στις 24/7-1/10- 1961 στη Ρόδο. Η πρόθυμη σύγκληση αυτής της Διασκέψεως στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου, με την συμφωνία των τεσσάρων παλαίφατων Πατριαρχείων και της Κύπρου και η πρόθυμη αποδοχή από όλες τις κληθείσες κανονικές Εκκλησίες ανάγκασε και το Πατριαρχείο της Μόσχας να πειθαρχήσει στην πανορθόδοξη συμφωνία για τη σύγκληση κατά την κρατούσα από αιώνων Τάξη. Η οκταήμερη αυτή συνάντηση εργασίας ήταν η πρώτη ελεύθερη επικοινωνία ιεραρχών, κληρικών και θεολόγων επί του ελευθέρου εδάφους και έδωσε την ευκαιρία να ανοίξουν στόματα και να μιλήσουν για ό,τι ανάδελφο έπραξε το Πατριαρχείο της Μόσχας στους ορθοδόξους άλλων «αυτοκεφάλων» Εκκλησιών υπό τον έλεγχο του Σοβιετικού κράτους. Όσοι εκ του Παραπετάσματος απεσταλμένοι είχαν σπουδάσει ή μετεκπαιδευθεί στην Θεολογική Σχολή των Αθηνών και όσοι είχαν ελληνίδες συζύγους, μίλησαν ειλικρινά και ελεύθερα στους παλαιούς συμφοιτητές τους και μορφώθηκε πλέον αντικειμενική γνώμη για το μαρτύριο που πέρασαν στον «παράδεισο» του υπαρκτού Σοσιαλισμού, πριν αυτά αποκαλυφθούν με την Περεστρόϊκα.
Όμως η σύνθεση της ρωσικής Αντιπροσωπείας όταν γνωστοποιήθηκε τέθηκε υπό παρατήρηση δεδομένης της τάσεως αυτού του Πατριαρχείου να διατελεί υπό την κρατική επιστασία από τον 18ον αιώνα και να προωθεί τις αντικανονικές αντιλήψεις του. Συμμετείχαν σε αυτήν τρία αρχιερατικά μέλη με πρώτον και πρόεδρο τον αρχιεπίσκοπο Γιαροσλάβ Νικόδημο Ρότωφ, διάδοχο του Κιέβου Νικολάου Γιαρουσέβιτς, του εκ της τρόϊκας του «Ιστορικού Συμβιβασμού» με τους Σοβιετικούς και πρώτου προϊστάμενου του αρμόδιου «οργάνου» ρυθμίσεως των σχέσεων Σοβιετίας και Εκκλησίας. Οι άλλοι δύο ιεράρχες ήταν ο Βασίλειος Κριβοσέϊν και ο Αλέξιος Ρίντιγκερ. Και οι δύο παρέμεναν «ακοινώνητοι» με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο μεν πρώτος ως «υπερόριος» Βρυξελλών και έκπτωτος εξ Αγίου Όρους και Ελλάδος ήταν σκληρός διεκδικητής της πρωτοκαθεδρίας της Τριτορωμαϊκής ουτοπίας, αλλά άριστος ελληνιστής, ο δε δεύτερος ήταν «επιβάτης» της Μητροπόλεως Ταλλίνης, κατασταθείσης αυτονόμου υπό του Οικουμενικού Θρόνου το 1923 που καταπατήθηκε πάλι το 1940 με την σοβιετική κατοχή. Η «ακοινωνησία» των δύο εγκαίρως επισημάνθηκε και ζητήθηκε η αντικατάστασή τους. Η παρουσία του πρώτου οικονομήθηκε ως μεταφραστή, ενώ του δευτέρου ήταν αδιανόητη και αντικαταστάθηκε δια του διδάκτορα της Θεολογίας Φιλάρετου Βαχρομέεφ, μετά επισκόπου στο Λένινγκραντ και μετά Μητροπολίτη Μίνσκ και Εξάρχου Ανατολικής Ευρώπης. Άπαντες ήταν επίλεκτοι του κρατικού παρεμβατισμού και της δεσποτείας της Μόσχας στις φερόμενες ως «αυτοκέφαλες» Εκκλησίες της Ανατολικής Ευρώπης. Ο μητροπολίτης Νικόδημος Ρότωφ μιλώντας στον Τύπο διασκέδασε τα διαδιδόμενα περί ανταγωνισμών Φαναρίου και Μόσχας, αφού τα αποφασισθέντα υπογράφηκαν με ομοφωνία. Όμως στην πραγματικότητα η τήρηση της κανονικής τάξεως ενοχλούσε τους Μοσχοβίτες, θηρευτές της φιλοπρωτείας και με την πρώτη ευκαιρία θέλησαν να επιδείξουν την απεξάρτησή τους από κάτι που βεβαίωνε το Πανορθόδοξο κύρος του Οικουμενικού Θρόνου.

O Παπας και οι Ρωσοι

Αυτή η ευκαιρία τους δόθηκε όταν η Ρώμη ανήγγειλε στις 25 Ιανουαρίου 1959 την σύγκληση της «Β΄  Βατικανής Συνόδου» και στις 24 Ιουλίου 1962 προσκαλούνται υπό του πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ δια του καρδιναλίου Αυγουστίνου Μπέα και δια του Οικουμενικού Πατριαρχείου οι Ορθόδοξοι να συμμετέχουν ως Παρατηρητές στην πρώτη φάση της, από τις 11 Οκτωβρίου μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου 1962. Τότε ο πατριάρχης Αθηναγόρας πραγματοποιούσε την επίσκεψή του στο Άγιον Όρος και στην Ελλάδα. Η πρόσκληση έφθασε στο Φανάρι στις αρχές Αυγούστου και ο περιοδεύων Πατριάρχης τηλεφωνικά ενημερώθηκε και έδωκε εντολή να συσκεφθούν οι συνοδικοί αρχιερείς για να την μελετήσουν ώστε να μην επαναληφθούν άτοπα παλαιοτέρων εποχών και να διασφαλιστεί το κύρος της Ορθοδοξίας ως κατά πάντα ισότιμης αδελφής Εκκλησίας. Μετά τα συνοδικά αποφασισθέντα ο πατριάρχης Αθηναγόρας αποφασίζει την σύγκληση από τις 26-29 Σεπτεμβρίου 1963 στη Ρόδο την «Β΄ Πανορθοδόξη Διάσκεψη» με θέμα την από κοινού παρουσία Παρατηρητών στην Σύνοδο του Βατικανού για να εκφραστεί η ενότητα της Ορθοδοξίας ως της Μιας του Χριστού Εκκλησίας. Η προεδρία της Διασκέψεως ανατέθηκε στον μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνα για να εξάγει το άριστον δυνατόν αποτέλεσμα από τις ανταλλαγείσες συνομιλίες. Τότε συνέβη και το αξιοθρήνητο συμβάν λόγω της έντονης «αγοροφοβίας» που καλλιεργούν τα ζηλωτικά κυκλώματα των θρησκευτικών οργανώσεων και μυθολογούσαν γελοιότητες, όπως τα περί «προδοσίας της Ορθοδοξίας» και ότι αυτή είναι μία «νέα Φλωρεντία», που τρομοκράτησαν τον γέροντα αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β΄, παλαιόν πρωτεργάτην του οικουμενικού διαλόγου που παρέσυρε με συνοδική απόφαση σε αποχή της Ελλαδικής Εκκλησίας και οι Μοσχοβίτες χαιρεκακούσαν για την ποιότητα του εκκλησιαστικού φρονήματος των Ελλαδιτών! Στη συνελθούσα Διάσκεψη τελικά αποφασίστηκε πόσο επιθυμητός είναι από όλους τους Ορθοδόξους ένας γόνιμος θεολογικός Διάλογος, χωρίς να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος, τόσον στη μεθοδολογία του Διαλόγου, όσον και στην ερμηνευτική των υφιστάμενων διαφορών. Μακρές συζητήσεις περί του χαρακτήρα αυτής της αποστολής κάλυψαν τέσσερις μέρες και η κωλυσιεργία των Μοσχοβιτών ήταν προφανής για να αναβληθεί οποιαδήποτε απόφαση και να παραμείνει το Φανάρι εκτεθειμένο ενώπιον της Ρώμης.
Το συμπέρασμα των συζητήσεων ήταν ότι θα πρέπει να δηλωθεί ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία του Χριστού Εκκλησία και ότι η Εκκλησία Κων/πόλεως υπερασπίζεται την καθολικότητα της και όχι τον εθνοφυλετισμό που την κομματιάζει και την καθιστά όργανο του κράτους. Η Ορθοδοξία δεν είναι «Συνομοσπονδία τοπικών Εκκλησιών» όπως δοξάζουν οι προτεσταντίζοντες που αθετούν τα κανονισθέντα υπό των Πατέρων σε Οικουμενικές Συνόδους. Η Ορθόδοξη Εκκλησιολογία διδάσκει ότι: «Η Εκκλησία γέγονεν, ουχ’ ίνα διηρημένοι ώμεν οι συνελθόντες, αλλ’ ίνα οι διηρημένοι συνημμένοι και τούτο η σύνοδος δείκνυσιν ….καν εκ διαφόρων τόπων (οι προσελθόντες) προσαγορεύονται».2 Το έσχατο όριο αποδοχής της προσκλήσεως ήταν η 15η Σεπτεμβρίου και η Β΄ Διάσκεψη πραγματοποιήθηκε ήδη στο τέλος Σεπτεμβρίου και στις αρχές Οκτωβρίου. Στις 10 Οκτωβρίου ανακοινωθέν της αρχιγραμματείας του Πατριαρχείου προς την αρμόδια Γραμματεία της Ρώμης γνωστοποιεί ότι εκ συμφώνου μετά των εκπροσώπων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών δεν κατέστη εφικτή η αποστολή παρατηρητών στην Β΄ Βατικανή Συνόδο, αλλά άπαντες εύχονται ευόδωση των εργασιών της και η Ορθοδοξία θα παρακολουθήσει μετά βαθέως ενδιαφέροντος και πολλής προσοχής τα πεπραγμένα της τρέφοντας την ελπίδα ότι θα διανοιγούν οδοί προς την καταλλαγήν.3 Αυτό βέβαια δεν σήμαινε ότι δεν υφίσταντο άλλοι ορθόδοξοι προσκεκλημένοι από επιστημονικά ιδρύματα, όπως ο επίσκοπος Κατάνης Κασσιανός της Ιεραρχίας του Οικουμενικού Θρόνου και άλλοι.

Ρωσοι παρατηρητες

Τελικά γνωμοδοτείται ότι για να προαχθεί ο Διάλογος μεταξύ των δύο Εκκλησιών πρέπει οι σχέσεις τους να προετοιμασθούν δια της αγάπης και να προσεγγισθούν τα θέματα των υφιστάμενων διαφορών εν πνεύματι αλληλοκατανοήσεως «επί ίσοις όροις». Και ενώ σκόπιμα παρεμποδίστηκε να ληφθεί συλλογική απόφαση περί αποστολής ορθοδόξων Παρατηρητών, το Πατριαρχείο της Μόσχας αποστέλλει δική του αντιπροσωπεία στη Ρώμη, για να επιδείξει πως είναι «υπερόρια και ανεξάρτητη» Εκκλησία και μη παρακωλυόμενη από συλλογικές πανορθόδοξες αποφάσεις συνάξεων που λαμβάνονται με τη πρωτοβουλία του Πατριαρχείου της Νέας Ρώμης! Αυτή η προκλητική, αυθάδης αντιποίηση της κανονικής Τάξεως της κατ’ Ανατολάς Εκκλησίας προκάλεσε ομόφωνη και συμψηφιστική την καταδίκη της παρασπονδίας των Μοσχοβιτών. Η Εκκλησία της Ελλάδος στο επίσημο όργανό της χαρακτηρίζει: «ατυχή την απόφαση της Μόσχας»4 καὶ πολλοὶ διαπρεπείς θεολόγοι, μεταξύ των οποίων ο Ακαδημαϊκός Αμίλκας Αλιβιζάτος5, ο Γενικός Διευθυντής Θρησκευμάτων καθηγητής Βασίλειος Ιωαννίδης6 και άλλοι, όπως και όλος ο ελληνικός και διεθνής Τύπος, ως το «ιστορικό λάθος». Η αθέτηση της Πανορθόδοξης συμφωνίας για την αναβολή της αποστολής παρατηρητών στη Β΄ Βατικανή Σύνοδο υπό της Μόσχας, στην πραγματικότητα επιδίωκε να υπονομεύσει το κύρος της Νέας Ρώμης εμπρός στην «Πρεσβυτέρα» Ρώμη από την έναρξη των καλών σχέσεων των διότι επιδίωκαν σχέσεις με την Ρώμη μόνον κατά τις υποδείξεις και τα συμφέροντα του Κρεμλίνου.

Ρωσοι παρατηρητες

Όμως η παρασπονδία αυτή των Μοσχοβιτών έδωσε την ευκαιρία η «καθεστηκυΐα υπό των Ιερών Κανόνων Καθέδρα της Οικουμένης» με την ευλογημένη πείρα της να υπερβεί την νέα δοκιμασία της ενότητος των Ορθοδόξων και να προετοιμάσει τάχιστα την από κοινού προσπάθεια συμπλησιάσεως των διαφόρων τμημάτων της όλης χριστιανοσύνης με την Γ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη που έζησα στη Ρόδο και αφιέρωσα για τα κατ’ αυτήν τεύχος και κατέγραψα το χρονικό στο περιοδικό «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ»7. Η Γ΄Διάσκεψη επιτέλεσε δύο θετικά έργα: επιβεβαίωσε την ενότητα και το άρρηκτο της Ορθοδοξίας και εχάραξε πρόγραμμα κατά στάδια να προχωρήσει την διακονία της στην ενότητα μετά των τριών Εκκλησιών: α) της «Πρεσβυτέρας» Ρώμης. β) της Αγγλικανικής «κοινωνίας» και γ) των Παλαιοκαθολικών. Έκτοτε όμως συνέβησαν τόσες συνταρακτικές εξελίξεις σε σύντομο χρονικό διάστημα που καλύφθηκαν αιώνες «ανάδελφης» εν Χριστώ ζωής.

___________________________________
1. Μ. Βασίλειο Migne P.G. τ.32. στ. 562.
2. Ιωάννης Χρυσόστομος Migne P.G. τ.61.13,228. στ. 562.
3. «Τόμος Αγάπης»1967. σ. 35 κεξ.
4. Περ. «Εκκλησία» Νο 21 της 1/11/1962.
5, Εφ. «Βήμα» 14/11/1962.
6. «Καθημερινή» 12/10/1962.
7. Τόμος Α΄. 3-4 1964.

Loading

Πολύτιμο το μελέτημα «Η Διορθόδοξη Πορεία προς τη Μεγάλη Σύνοδο (1872-2016)»

Πρόσφατα η Αδελφότητα της «Παναγίας της Παμμακαρίστου» των Οφφικιαλίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέδωσε και δεύτερη μελέτη του καθηγητή και ιστορικού Αριστείδη Πανώτη, που φέτος συμπληρώνει μισό αιώνα (1967-2017) ως το αρχαιότερο μέλος της. Η μελέτη αυτή επιγράφεται «Η Διορθόδοξη Πορεία προς τη Μεγάλη Σύνοδο (1872-2016)»και είναι ευλαβής αφιέρωση στην εικοσιπενταετία της πατριαρχίας της Α.Θ.Π. τουΠατριάρχου Βαρθολομαίου του Ιμβρίου. με την ευκαιρία της πρώτης επετείου της υπό την προεδρία του Αγίας και Μεγάλης Συνόδου του 2016. Οι 187 σελίδες της διαιρούνται σε 20 κεφάλαια με 40 περίπου ιστορικές φωτογραφίες και πλούσια βιβλιογραφία. Στη μελέτη αυτή εξιστορούνται γεγονότα 144 ετών για να προετοιμαστεί η νέα Μεγάλη Σύνοδο της Εκκλησίας μας που συνήλθε τον Ιούνιο του 2016 στη Μεγαλόνησο Κρήτη. Ο συγγραφέας είναι γνωστός ως στενός συνεργάτης των τριών τελευταίων Οικουμενικών Πατριαρχών με εργογραφία ως θεολόγος ιστορικός και ως ο αρχισυντάκτης της Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαιδείας, της εκδόσεως που γαλούχησε όλες τις νεότερες γενεές των κληρικών και των θεολόγων μας και για τη τριλογία του «Συνοδικού της εν Ελλάδι Εκκλησίας», καθώςκαι ως ένας εκ των πρωτοπόρων της «Καταλλαγής» μεταξύ των Χριστιανών.

 

Προλογίζει αυτή τη τελευταία μελέτη του με ένα κείμενο που προδιαγράφει τις προσδοκίες του Λαού του Θεού από την επαναλειτουργία του συνοδικού θεσμού της Εκκλησίας στις ημέρες μας για να επαναβεβαιωθεί η ενότητα των Ορθοδόξων και η ζωτικότητα της Εκκλησίας μας. Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε πριν μισό αιώνα (Έθνος 18 /8/ 1968) για να διαφανεί η διαχρονική φροντίδα για την επίλυση των προβλημάτων της εκκλησιαστικής ζωής. Η τελευταία Πανορθόδοξη Διάσκεψη έδειξε ότι: «επέστη ο καιρός» να ενεργοποιηθεί ο στόχος όλων των προηγηθέντων Διορθοδόξων Συνάξεων και όλες από κοινού να προετοιμάσουν τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Εκκλησίας με συγκεκριμένο σκοπό, δηλαδή με «εντελέχειας», για νααποφασιστούν τα πρέποντα και επιλυθούν χρονίζοντα προβλήματα των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Επίσης τονίζεται ότι κατά την προσυνοδική περίοδο πρέπει ο Κλήρος και ο Λαός των κατά τόπους Εκκλησιών να πληροφορηθεί την αξία της συνερχόμενης Συνόδου, ώστε να αποφευχθούν οι διαβρωτικές ενέργειες που υπηρετούν αλλότριους σκοπούς και επιδιώξεις.

 

Το 1ο κεφάλαιο αναφέρεται στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του 1872 στην οποία συμμετείχαν μόνον τα παλαίφατα Πατριαρχεία γιατί η τσαρική διπλωματία χρησιμοποιούσε τον εθνισμό ως εργαλείο προωθήσεως των συμφερόντων της μεταξύ των ορθοδόξων λαών στην ανατολική Ευρώπη. Η Μεγάλη αυτή Σύνοδος καταδίκασε τον διαιρετικό μερισμό της Εκκλησίας του Χριστού με κριτήρια φυλετικά και εθνικιστικά, δηλαδή «Εθνοφυλετικά», που ξεχώρισε τους Ορθοδόξους από ιδεοληψία σε ελληνόφωνους, σλαβόφωνους και αραβόφωνους για να «βασιλεύσει» στη μεταξύ τους διαίρεση ο ισχυρότερος κρατικός παράγοντας, που δεν ήταν άλλος από τον Καίσαρα (τον Αυτοκρατορισμό του τσάρου).

 

Το 2ο κεφάλαιο αναφέρεται στη σημειωθείσα αναταραχή που συνέβη τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη εξ αιτίας των νέων ιδεών για τη πολιτική και στη κοινωνική ζωή των λαών. Αυτό είχε ως συνέπεια να αναθεωρηθούν και οι σχέσεις των κρατών με τις κατά τόπους Εκκλησίες. Η Παλαιά Ρώμη επιχειρεί συνοδικά να ενισχύσει το κεντρομόλο αποστολικό ιδεώδες της και οι Προτεσταντικές Ομολογίες να αναπτύξουν τη βιβλική θεολογία ως τη μόνη αυθεντίας πηγή της αληθινής πίστεως. Οι Ορθόδοξοι εκ παραδόσεως διαβλέπουν την αξία του Διαλόγου και επιδιώκουν να ανιχνεύσουν τις εκκλησιολογικές πεποιθήσεις όσων απομακρύνθηκαν από τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο, μήπως νοσταλγούν την αληθινή καθολικότητα της Εκκλησίας. Οι ακαδημαϊκοί επίσκοποι και θεολόγοι της Θεολογικής Σχολής των Αθηνών πρωτοστατούν στην υπέρβαση της απομονώσεως και επιδιώκουν τη «καταλλαγή» μεταξύ των Χριστιανών.

 

Το 3ο κεφάλαιο επισημαίνει τη σοφή και εμπνευσμένη χειραγωγία του πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, που οι πατριαρχίες του το (1878) και το (1901) απετέλεσε σπουδαίο ανακαινιστικό, προοδευτικό και πνευματικό έργο που αγαπήθηκε από τον Κλήρο και το Λαό. Ο ρηξικέλευθος αυτός Πατριάρχης επωφελήθηκε του χρόνου της παραιτήσεώς του από τον Οικουμενικό Θρόνο το 1884 και επισκέφθηκε τα παλαίφατα Πατριαρχεία της Μέσης Ανατολής για άτυπες συνομιλίες επί διορθοδόξων θεμάτων που είχαν προκύψει μετά την Μεγάλη Σύνοδο του 1872, Το 1889 αποσύρθηκε στο προμαχώνα του Μυλοποτάμου στο Άγιο Όρος από όπου και παρακολουθεί το 1899 την αραβοποίηση του Πατριαρχείου Αντιοχείας και τις πονηρές κινήσεις των Βουλγάρων Σχισματικών στη Μακεδονία και στη Θράκη και αντιμετωπίζει σθεναρά την προστασία των Μητροπόλεών του στη Βόρεια Ελλάδα με σειρά ενεργειών. Παρακολουθεί από τα τέλη του 19ου αιώνα και την εγκόλπωση από τους Νεότουρκους της ιδέας του Κράτους-Εθνους, που συνεπάγεται αδίστακτες ενδοεθνικές εκκαθαρίσεις (Γενοκτονίες). Η Πατριαρχική και Συνοδική του Εγκύκλιος προς τις Ορθοδόξες Εκκλησίες για την σύσφιγξη των σχέσεων μετά των δύο άλλων «αναδενδράδων» του Χριστιανισμού θεωρείται προδρομική πρωτοβουλία για να ξεκινήσει μετά Πανορθόδοξη συμφωνία η Διορθόδοξη και η Οικουμενική κίνηση.

 

Το 4ο κεφάλαιο αναφέρεται σε ένα εκκλησιαστικό άνδρα του 20ου αιώνα, τον πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη που το τεράστιο έργο του κατασυκοφάντησε ο εμπαθής ζηλωτισμός. Την αξία της σοβαρής διοργανωτικής του ικανότητος την επισήμανε πρώτος ο σπουδαίος πολιτικός και διπλωμάτης Ίων Δραγούμης και του ανατέθηκαν πολλές εμπιστευτικές εθνικές και εκκλησιαστικές αποστολές πριν συνδεθεί με τον Βενιζέλο. Ως ιεράρχης υπηρέτησε την Εκκλησία στην Κύπρο, στο Άγιο Όρος και αργότερα στην Αθήνα, στην Αμερική και τέλος στην Αλεξάνδρεια. Ως Πατριάρχης το 1923 επισήμανε την επικινδυνότητα για την Ορθοδοξία του μεταρρυθμιστικού κινήματος μετά τη επιβολή του νέου καθεστώτος το 1917 και εισήλθε και στη Ρωσική Εκκλησία που τριχοτόμησε το Πλήρωμά της. Για να ανακόψει την ορμή του που άρχισε να απλώνεται και στους Ορθοδόξους της Βαλκανικής συγκάλεσε το 1923 το Διορθόδοξο Συνέδριο ενώ δεν είχε υπογραφεί ακόμη η Συνθήκη στη Λωζάννη. Οι ευφάνταστοι «ζηλωτές» του φόρτωσαν κάθε ιδεολογική νεοπλασία ακόμη και τη μελέτη για την αναπλήρωσης των 13 ημερών που έλειπαν από τη πραγματική εαρινή ισημερία του Ιουλιανού Ημερολογίου, χωρίς τότε να ληφθεί απόφαση για την εφαρμογή της. Αυτό έγινε για διεθνείς κρατικούς λόγους επί της πατριαρχίας Γρηγορίου Ζ΄.

 

Το 5ο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη πολιά και μαρτυρική μορφή του τρίτου Οικουμενικού Πατριάρχη Βασιλείου Γ΄ του Γεωργιάδη, ο οποίος θέλησε απ' αρχής να ομαλοποιήσει τις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Άγκυρα. Μετά επικέντρωσε το έργο του στη προάσπιση των δικαίων της Δικαιοδοσίας του Θρόνου του μέσα στο ελληνικό κράτος και ειδικά στην περιφρούρηση των πατριαρχικών επαρχιών του. Μόλις άρχισε να αιθριάζει η πολιτική ατμόσφαιρα στην Ελλάδα και άρχιζε και πάλι να επίκειται η νομιμοποίηση του Χάρτη για την Εκκλησία των Νέων Χωρών εξυφαίνεται από ελλαδίτες συνοδικούς πρωτοφανής στα εκκλησιαστικά χρονικά αντικανονική συνωμοσία κατά του Πατριαρχείου, περιφρονούν οι θέσεις του Πατριάρχου και της Συνόδου του και με σκοτεινές κομματικές ενέργειες επιδιώκουν να μη ψηφιστεί ο συνταχθείς Χάρτης των Νέων Χωρών για να φαλκιδευθεί το κανονικό προνόμιο του Οικουμενικού Πατριάρχη να ελέγχει την εκλογή των ιεραρχών του και να προωθούνται υποτακτικοί τους! Εκεί και οι κρίσεις σχέσεων των ελλαδιτών μετά της Μητρός Εκκλησίας μέχρι σήμερα.

 

Το 6ο κεφάλαιο πραγματεύεται πώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντιμετώπισε το 1927 τους «αμνήμονες» Αγιορείτες και επέβαλε τη τάξη στην Αθωνική Πολιτεία.

 

Το 7ο κεφάλαιο εξαίρει τη συμβολή της αγίας προσωπικότητος του πατριάρχου Φωτίου Β΄ για τη προώθηση του έργου της Προκαταρκτικής Επιτροπή του 1930 στο Άγιο Όρος με τη σύγκληση της Προσυνόδου το 1932 που ματαιώθηκε λόγω της τότε πτωχεύσεως του ελληνικού κράτους που θα αναλάμβανε τις δαπάνες της.

 

Το 8ο κεφάλαιο αναφέρεται στη συνδρομή του ορθοδόξου θεολογικού κόσμου να συνδράμει όλη τη περίοδο του μεσοπολέμου το έργο της Εκκλησίας για να πραγματοποιηθεί αυτή η προτεινόμενη Προσύνοδος και ξεκαθαρίστηκε ότι δεν μπορούμε οι Ορθόδοξοι πλέον να μιλούμε μόνοι για Οικουμενική Σύνοδο, όπως δυστυχώς πράττει η Παλαιά Ρώμη.

 

Τα κεφάλαια 9-15 αποτελούν μία συνοπτική Ιστορία της διωκόμενης Εκκλησίας στη Ρωσία μετά την ανασύσταση της πατριαρχίας το 1917 μέχρι τον ιστορικό «Συμβιβασμό» της ηγεσίας της με τους σοβιετικούς που τελικά ταυτίστηκαν με τις μεταπολεμικές επιδιώξεις τους όπισθεν του Σιδηρού Παραπετάσματος. Το Πατριαρχείο Μόσχας ανακτά την εμπιστοσύνη των κρατούντων και επιδιώκει να απλωθεί στη σφαίρα επιρροής τους και να επιβάλει τον έλεγχό του στις τοπικές Εκκλησίες του νότου για οικειοποίηση κανονικά προνόμια οικουμενικής καθέδρας σλαβόφωνων και αραβόφωνων.

 

Τα κεφάλαια 16 και 17 αναφέρονται στην επιστροφή στην κανονικότητα των Ορθόδοξων Εκκλησιών της Ανατολικής Ευρώπης με τις συνερχόμενες «Πανορθοδόξες Διασκέψεις» και πόσο αυτό το σύγχρονο εκκλησιαστικό γεγονός προσκόμισε κύρος στην Ορθοδοξία, ώστε και η παλαιά Ρώμη να θελήσει τις μετά της Ορθοδοξίας «Σχέσεις Αγάπης» για τη προώθηση του «επί ίσοις όροις» Διαλόγου.

 

Το 18ο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην εκ παλαιού δεδομένη στη μνήμη της Ορθοδοξίας ζωντανή εκκλησιαστικότητα των ιστορικών Εκκλησιών, παρά την υφιστάμενη μεταξύ τους πολύχρονη «ακοινωνησία».

 

Το 19ο και 20ο κεφάλαιο αναφέρονται στις εργασίες της  Δ΄ Πανορθόδοξης Διασκέψεως του 1968 που ομόφωνα αποφάσισε τη διεξαγωγή μετά Προπαρασκευή από Προσυνοδικές Διασκέψεις της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» μόνον πέντε θεμάτων εκ του μακρού συνταχθέντος Καταλόγου από την Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη του 1961.

 

Το πόνημα αυτό δια χειρός του παλαιοτέρου άρχοντα του Οικουμενικού Θρόνου, που έζησε εκ του πλησίον όλα τα μετά το 1950 Πανορθόδοξα γεγονότα και έγραψε από τότε γι’ αυτά, κατακλείεται και με τη μαρτυρία «εωρακότος» της Διορθόδοξης πορείας προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του 2016, που διαψεύδει τις κακεντρεχείς ενέργειες όσων επιχειρούν να την δυσφημίσουν. Το κείμενο σφραγίζεται με την επιλογή άρθρων που δημοσίευσε κατά το γεγονός της πραγματοποιήσεως της Συνόδου στο διαδίκτυο για την ιστόρηση στο μικρό Συνοδικό του Φαναρίου της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία διαχρονικά μεγαλύνει τη εκκλησιολογική διακονία της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.

Loading

Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ

Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥ   ΣΥΝΟΔΟΥ

Προς καταλαλούντες την Αγία Σύνοδο

                                               photo1                Ο Αναστάς Χριστός δείχνει τους τύπους των ήλων των χειρών του από τη Σταύρωσή του στους Αποστόλους Του. Μικρογραφία από τον κώδικα 587, 1β. του   ΙΑ΄αιώνα της Μονής Διονυσίου Αγίου Όρους

 

 

               «Επειδήπερ πολλοὶ επιχειρούν ανατάξασθαι την Ιστορία της συγκληθείσης Μεγάλης Συνόδου στη Κρήτη, για να προκαλέσουν ψευδείς εντυπώσεις και να παρασύρουν τον Λαό του Θεού στη σύγχυση, θεωρώ και πάλι καθήκον να καταθέσω τα προ εκατονταετίας περίπου συμβάντα για τη προετοιμασία της Συνόδου, αφού πάντα πεποίθησή μου είναι ότι «η ψυχή της Ιστορίας είναι η αλήθεια».

(more…)

Loading

« Η Θείω Πνεύματι κραταιωθείσα Σύνοδος της Κρήτης »

         

Σκέψεις επάνω στη συνερχόμενη Σύνοδο.

 

   « Η Θείω Πνεύματι κραταιωθείσα Σύνοδος της Κρήτης »

                                                                  

Του Αριστείδη Πανώτη

            

 

4

Ο μακαριστός Κρήτης Ευγένιος λιτανεύει την κάρα στη  πόλη του Ηρακλείου μετά του Αυστρίας Χρυσοστόμου  και του Κισσάμου Ειρηναίου.

 

 

 

 

                    Η σύγκληση της Μεγάλης Συνόδου στη Κρήτη κατέγραψε διάφορα μηνύματα για τον Ορθόδοξο κόσμο και για όλη τη Χριστιανοσύνη.   Παράδοξη ήταν η σύμπτωση με τον εορτασμό της Μετακομιδής στη μεγαλόνησο από τη Βενετία της σεπτής κάρας του Αποστόλου Τίτου, που με τη παρουσία του ξεκίνησε η υποδοχή των ταγών της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Ηράκλειο για να ευλογήσει τους επισκόπους που συγκεντρώθηκαν για να επιλύσουν με οξυδέρκεια λογισμών προβλήματα που επισώρευσαν οι αιώνες στην Εκκλησία και να ακροαστούν : «Τι το Πνεύμα λέγει σήμερα στις Εκκλησίες» που πρέπει να καταγραφεί στο   μνημοθέσιο της Εκκλησίας μας.

(more…)

Loading

Προανάκρουσμα στη συνερχόμενη Μεγάλη Σύνοδο

Προανάκρουσμα στη συνερχόμενη Μεγάλη Σύνοδο.

        

«Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε το Πνεύμα της Αληθείας»

Του Αριστείδη Πανώτη

                                                 p1096

                 Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ.

   Παλαιοχριστιανική μικρογραφία εκ του Ευαγγελίου του Ραμπουλά. Στ΄ αιώνας. Η Θεοτόκος ως σύμβολο της Εκκλησίαςστο μέσο των Αποστόλων καταυγάζεται και αυτή υπο του Παναγίου Πνεύματος.

           

 

 

                    

 

                    Στη γη μας υπάρχει μία δύναμη πολύ μεγαλύτερη από κάθε άλλη υλική δύναμη και είναι η δύναμη του πνεύματος. Χωρίς τη δύναμη αυτή ουδέποτε θα κατορθώσουμε να μεταμορφωθούμε ολοκληρωτικά, όχι μόνον στὴ ζωή μας, αλλά και το σύνολο της κοινωνίας μας. Η μοναδική αυτή πνευματική δύναμη την ονομάζουμε Θεό, το δε πνεύμα της, την ουσία και την υπόστασή της ερμηνεύονται επί 20 αιώνες από την Εκκλησία του Χριστού, η οποία είναι Θεοσύστατο καθίδρυμα και αξία ζωής « κανονικά συντεταγμένη» κατά το θέλημα του Θεού από τους Αποστόλους και τους Πατέρες για εκείνους που είναι κλητοί από το Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία. Δεν υπάρχει τίποτα δυνατότερο σ' αυτό το κόσμο από μία συντεταγμένη Εκκλησία που προστατεύεται από τη Χάρη του θεμελιωτή της .

(more…)

Loading

Ότι ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι

       « Ότι ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι»

         (Ρωμ. ιγ΄ 11)

                                        

        του Αριστείδη Πανώτη

pic2

         «Οι Επτά κοιμώμενοι στο σπήλαιο της Εφἐσου». Η αποκαλυπτική αυτή «κοίμηση» λέγεται πως άρχισε στην εποχή του διωγμού του Δεκίου (251) για 200 περίπου χρόνια μέχρι το Θεοδόσιο Β΄ τον Μικρό (408-440) όταν ξύπνησαν   βρέθηκαν με νομίσματα άλλης εποχής που κανείς δεν τα δεχόταν σε συναλλαγές ! Η παράδοση αυτή επιμηκύνθηκε τον 7ο αιώνα από τούς Άραβες και πέρασε στο 18ο κεφάλαιο του Κορανίου με τον τίτλο «Σπήλαιο» (ElKahf) σε 110 στίχους και ενεπλάκη με τους θρύλους όλων των ισλαμικών λαών της Μεσογείου!

 

 

«Ο σύγχρονος κόσμος, με τη χειραγωγία του Αγίου Πνεύματος, γνωρίζει σε οικουμενική κλίμακα πρωτοφανείς ανακαινιστικές εκκλησιαστικές και θεολογικές κινήσεις. Από την Ανατολή και τη Δύση, οι σάλπιγγες της χριστιανικής αυτοσυνειδησίας ηχούν εγερτήριο ευθύνης και συνοχής και πί­πτουν τα πελώρια μεσαιωνικά τείχη της πολιτικής σκοπιμότητος και της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, της φοβίας και της προκαταλήψεως, της απομονώσεως και της αυταρέσκειας, διότι «ο καιρός πολλήν εχει ροπήν προς καταστροφήν των Εκκλησιών... Ως ούν εν καιρό τοιούτο μεγάλης χρείας της σπουδής και πολ­λής της επιμελείας ευεργετηθήναι τι τας Εκκλησίας...» (Μ. Βασίλειος, Migne. PG32, 525).

(more…)

Loading

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ

Μία αναστήλωση της «Ετοιμασίας του Θρόνου»

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ   ΤΗΣ   ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ   ΕΝΟΤΗΤΟΣ

Του Αριστείδη Πανώτη.

 

1

Η πρώτη αποκαλυπτική «Ετοιμασία του Θρόνου» στο θριαμευτικό τόξο της Λιβεριανής Μείζονος Βασιλικής της Θεοτόκου

Μαρίας στη Ρώμη..

 

 

             Στα μέσα του 20ου αιώνα η έννοια της Ορθοδοξίας παρέμεινε μόνον ένα όνομα αμυντικής κυρίως διαστολής προς τους ετερόδοξους. Όμως όσοι πιστοί είδαν καθαρότερα τα σημάδια των καιρών αντελήφθηκαν πως η Εκκλησία τους δεν μπορεί να είναι ένα απλό τυποποιημένο θρησκευτικό καθίδρυμα σε «καταστολή» και να επαναλαμβάνει για τα υπαρκτά και απειλούντα την ενότητά της προβλήματά το του Αρχιμήδη : Μή μου τους κύκλους τάραττε». Κατά την ορθόδοξη πίστη η Εκκλησία   κυβερνάται από το Άγιο Πνεύμα και επομένως κατέχει όλη εκείνη τη δύναμη της αιωνιότητας για να εκφραστεί δυναμικά και να ενισχύσει τις δομές της αδελφότητας των κατά τοπους Εκκλησιών. Το φαινόμενο της εθνικιστικής φυγοκεντρίσεως απομόνωσε τους κατά τόπους Εκκλησίες και αποτέλεσε άρνηση του θελήματος του Ιδρυτή της και της αποστολικής κληρονομίας της. Η διαβρωτική και επικίνδυνη αυτή οξείδωση της εκκλησιαστικής ζωής επιβάλλει τη φωταγώγηση του φρονήματος κλήρου και λαού, ώστε να αναζητηθεί ο «εν ετέρα μορφή» ομόδοξος και ετερόδοξος αδελφό μας, χωρίς Φαρισαϊκές υψηγορίες και μικρόψυχες προκαταλήψεις.

(more…)

Loading

ΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΙ «ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΥΝΟΔΟΝ»

         ΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΙ «ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΥΝΟΔΟΝ».

 

            Από τον καθηγητή Αριστείδη Πανώτη.

 PRO1160

 

Η Α΄ Διάσκεψη των Ορθοδόξων Εκκλησιών για τη μελέτη της συγκλήσεως της Πανορθοδόξου Συνόδου.
Συνήλθε στο Πατριαρχικό Ίδρυμα του Σαμπεζύ της Γενεύης από τις 8 μέχρι τις 15 Ιουνίου 1968.

 

 

 

          

 

       

          Επί επταετίας, μετά από διετία κυκλοφορίας αναγκάστηκα να διακόψω την έκδοση του περιοδικού «Ορθὀδοξη Παρουσία», εξ αιτίας της τότε λογοκρισίας. Τότε στηριζόμενος στη φιλία του μακαρίτη Σπύρου Αλεξίου έγραφα άρθρα στο «ΕΘΝΟΣ» και σε άλλες ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών για επίκαιρα εκκλησιαστικά θέματα. Ένα από αυτά τα άρθρα, με τον τίτλο: «Προς τη Σύνοδο» δημοσιεύθηκε εκεί στις 8 Αυγούστου 1968, δύο μήνες μετά τη συνελθούσα στο Πατριαρχικό Ίδρυμα της Γενεύης «Διορθοδόξον Επιτροπήν» για τη μελέτη συγκλήσεως της Πανορθοδόξου Συνόδου, που προσωπικά παρηκολούθησα. Στο άρθρο έγραψα: 

 

(more…)

Loading