Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥ   ΣΥΝΟΔΟΥ

Προς καταλαλούντες την Αγία Σύνοδο

                                               photo1                Ο Αναστάς Χριστός δείχνει τους τύπους των ήλων των χειρών του από τη Σταύρωσή του στους Αποστόλους Του. Μικρογραφία από τον κώδικα 587, 1β. του   ΙΑ΄αιώνα της Μονής Διονυσίου Αγίου Όρους

 

 

               «Επειδήπερ πολλοὶ επιχειρούν ανατάξασθαι την Ιστορία της συγκληθείσης Μεγάλης Συνόδου στη Κρήτη, για να προκαλέσουν ψευδείς εντυπώσεις και να παρασύρουν τον Λαό του Θεού στη σύγχυση, θεωρώ και πάλι καθήκον να καταθέσω τα προ εκατονταετίας περίπου συμβάντα για τη προετοιμασία της Συνόδου, αφού πάντα πεποίθησή μου είναι ότι «η ψυχή της Ιστορίας είναι η αλήθεια».

             Η Εκκλησία μας, στὰ μέσα του 19ου αιώνα δεν παύει να παρακολουθεί τον τρόπο με τον οποίον αντιδρούν οι λοιπές Εκκλησίες της Ευρώπης εμπρός στο καταιγισμό εισχωρήσεως των νέων ιδεολογικών ρευμάτων στην ανθρωπότητα. Ήταν γνωστό από παλαιότερες εποχές της μακράς Ἱστορίας της είχε συμβεί παρόμοιο φαινόμενο και η Εκκλησία που υπηρετούσα πάντα την αποστολή της, θεωρούσε καθήκον της να επιλαμβάνεται των εξελίξεων. Ήδη από τον Γ΄ αιώνα, όπως μαρτυρεί ο Καισαρείας της Καππαδοκίας Φιρμιλιανὸς (†268) σε γράμμα του προς τον Καρχηδόνος Κυπριανό παρατηρεί ότι : « πολλά μεταβάλλονται (στην Εκκλησία) συνεπεία της διαφοράς των τόπων και των ανθρώπων». (Ἐπιστολὴ 75.) Με αυτο συμφωνεί και ο πρώτος ιστορικός της Εκκλησίας Καισαρείας Ευσέβιος γράφοντας τον Δ΄ αιώνα ότι εγκαίρως πρέπει να αποφασίζονται τα «περί των λυσιτελών ποιείσθαι», διά το «μη παραλύειν τους θεσμούς της Εκκλησίας» ( Βίος Κων/ντίνου, Μigne Ρ,G. ΧΧ, στ. 965). Το αυτό φρόνημα έχει και στους μετά ταύτα αιώνες η Εκκλησία γιατί ως « κοινωνία αγάπης πρέπει να παραμένει αδιαίρετη και αμέριστη στην ολότητά της» και προς τούτο συγκροτεί Συνόδους που αυθεντικά να διατυπώνεται η Ευαγγελική διδαχή και να θεσμοθετούνται κανόνες διοικήσεως και τάξεως για το σύνολο του πληρώματός της. Και τα μεν ζητήματα που απειλούν την ενότητά της όλα να επιλύονται με ειλικρίνεια «συλλογικά», τα μεν θεολογικά με «συμφωνία», τα δε κανονικά και διοικητικά με τη «ψήφο των πλειόνων» και όλα να στερεώνονται με αγάπη στη συνείδηση του Λαού του Θεού.

             Στην Δύση απλώθηκε η Εκκλησία κυρίως από τη Παλαιά Ρώμη με την οποία κατά περιόδους υφίστατο λόγω διαφωνειών και «ακοινωνησία». Αυτή δυστυχώς στερεώθηκε λόγω διαφόρων γεγονότων τη δεύτερη χιλιετία.   Και τη πρώτη και τη δεύτερη χιλιετία ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η εκκλησιολογική υπόσταση αυτής της Εκκλησίας απεναντίας στην Ιστορία έχουμε επανειλλημμένες απόπειρες γεφυρώσεως της διαιρέσεως των δύο Εκκλησιών της αυτής Μιάς Εκκλησίας με διαλόγους των εκατέρωθεν Ιεραρχιών τους. Συναντώντο ως Εκκλησίες και όχι η μία ως Εκκλησία και η άλλη ως «Κοινότητα», όπως ενταύθα παρανοϊκοί έξαλλοι μονομερώς αποφθέγγονται για να γελούν οι πάντες.   Οι νεές ιδεολογίες και κοινωνικές συνθήκες ανάγκασαν τη Ρώμη στα μέσα του 19ου αιώνα να αμυνθεί μήπως στερεώσει το κύρος της. Για να προλάβει τις εξελίξεις στην Ευρώπη και στην Ιταλία και να στερεωσει το κύρος της ως Εκκλησία ανέπτυξε το 1854 το δόγμα της παραδοσιακής ευσέβειας στη Θεοτόκο και το 1969-70 δογματοποίησε το αξιώμα του Επισκόπου της Ρώμης καθιστώντας τον μοναδικό εκφραστή του νοήματος της ζώσας παραδόσεως της Εκκλησίας. «Η σεβασμία Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία», κατά τη γνωστή έκφραση των «συντηρητικών» διδασκάλων μου Παναγιώτη Μπρατσιώτη και Παναγιώτη Τρεμπέλα, τότε και στις δύο περιπτώσεις αναζήτησε τη συνεργασία της Ορθόδοξης Εκκλησία μας,   παρ΄ότι   είχε στις τάξεις της και «ενωτικούς» ( Ουνίτες) πιστούς. Η Καθέδρα της Ρώμης δεν αναπαυόταν που οι δογματικές και διοικητικές υπερβολές της την απομάκρυναν από την κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής. Μερικοί ορθοφρονούντες δυτικοί διαφώνησαν με τις πρόσφατες λατινικές ακρότητες απετέλεσαν τους Παλαιοκαθολικούς και η Εκκλησία μας δεν αρνήθηκε να συμμετάσχει κληθείσα στα Ενωτικά Συνέδρια τους (1871- 1875) με διαπρεπείς τότε εκπροσώπους της, Αυτή η επικοινωνία κατά τα νεότερα χρόνια θεωρείται προδρομική γιατί έδειξε πόσο κοντά βρίσκονται οι ελληνορθόδοξοι με τους λατινογενείς χριστιανούς και πόσο ανοικτοί είναι οι κατ' Ανατολάς στη προσέγγιση άν εγκαταλείφθούν οι υπερβολές και αναδειχθούν ό,σα συνάρμοζαν την αρχαία ενότητα της Μιάς Εκκλησίας μας.

       Στο λυκαυγές του 20ου αιώνα επανέρχεται στη πατριαρχία ο Ιωακείμ Γ΄. Ήταν πλέον εμπνευσμένος απὸ τις πνευματικὲς εμπειρίες που απέκτησε στο Άγιον Όρος από τη μακρά εκεί παραμονή του και πληροφορήθηκε τις πολλὲς επαφές των Ρώσων θεολόγων με τους ετεροδόξους. * Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Ὁ Ὀρθόδοξος Οἰκουμενισμὸς τὸν ΙΘ΄αἰῶνα στὰ «Θέματα Ἐκκλ. Ἱστορίας», Θεσσαλονίκη 1979, σσ. 247-323. Αποφάσισε η νέα του πατριαρχία να ξεκινήσει μακριὰ από φυλετισμούς και άγονους «αντιλόγους» γιατί οι χριστιανοί πρέπει να «κοινωνούνστη πίστη και στην αγάπη εν Χριστώ και εγκαινίασε αρχικά τη Διορθόδοξη συνεργασία για την επισήμανση των σοβούντων εκκλησιαστικών ζητημάτων και την ανταλλαγή γνώσεων και εμπειριών προς επίλυση τους. Παρόμοια τάση υφίστατο και στον ετερόδοξο κόσμο, όπου υπήρχαν πρωτοπόροι τῶν διεκκλησιαστικῶν σχέσεων, που έβλεπαν πλέον την Ανατολή μὲ διαφορετικὸ μάτι, γιατί άρχισαν να μελετούν και να εκδίδουν τις αρχαίες πηγές της κοινής εκκλησιαστικής ζωής. Τα συμπεράσματά τους επέδρασαν και σε ὀλους τους κλάδους της Θεολογίας και επέδρασαν να εγκαταληφθεί η παλαιά επιφυλακτικότητα και ο απομονωτισμός των Ορθοδόξων από τους Δυτικούς ετεροδόξους.

           Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως το θεσμικό κέντρο των Ορθοδόξων έχει τὸ κανονικὸ προνόμιο να προστατεύει την ύπαρξη των κατά τόπους Εκκλησιών στις οποίες χορήγησε την εκκλησιαστικότητα και την ανεξάρτητη (αυτοκέφαλη) διοίκηση και αποφάσισε να τις επανασυναγάγει για να επισημανθούν δι' ἀλληλογραφίας τα εκκλησιαστικά προβλήματα που θα συνεξεταστούν συνοδικά. Έκτοτε άρχισε στον ορθόδοξο χώρο ζωηρότατο το ενδιαφέρον για την επισήμανση και μελέτη των διαφόρων θεμάτων και δημοσιεύθηκαν αξιόλογες προτάσεις κληρικών και λαϊκών θεολόγων μέχρι που εξεδήμησε εις Κύριον ο μεγάλος πατριάρχης Ιωακείμ Γ. Τη σκυτάλη της πατριαρχίας άνέλαβε ο εκ των παλαιών διεκδικητών της Γερμανός Ε΄. Αυτός ως ο πολύπειρος ιεράρχης στάθηκε εθνάρχης του Γένους στη δύσκολη περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και τότε εἰδαν το φως άρθρα και μελέτες από εξέχουσες εκκλησιαστικές και θεολογικές προσωπικότητες που διατύπωναν προτάσεις για τη λύση π.χ. του «Ημερολογιακού», του «χωρισμού της Ιερωσύνης από το Γάμου καιτης σχέσεως με τον ετερόδοξο χριστιανικό κόσμο. Έτσι σχηματίστηκε μια πλούσια βιβλιογραφία γιὰ τη συνταξη του θεματολόγιου της μελλούσης Συνόδου, όμως με βαθειά τη συνείδηση πως η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει στη διαχρονική Ιστορία της πληρότητα της Αληθείας. Ήταν τα χρόνια που δεν δαιμονοποιουντο οι εκατέρωθεν προσεγγίσεις ως φρικτή «Παναίρεση», όπως διασπείρει ο ανάδελφος ζηλωτισμός.          

             Όταν περατώθηκε η πρώτη παγκόσμια φονική διαμάχη του 20ου αιώνα, ελευθερώθηκε η επικοινωνία μεταξύ των ορθοδόξων λαών της ανατολικής Ευρώπης και ξεκίνησε πάλι το ενδιαφέρον για τη σύγκληση της Συνόδου. Τώρα η κίνηση για τη συγκρότηση Διορθοδόξου Συνόδου αγκαλιάστηκε και από τις Θεολογικές Σχολές των ορθοδόξων κρατών και άρχισε η επικοινωνία με την ανταλλαγή επισκέψεων των καθηγητών τους για να γίνει η σύγκληση της Συνόδου μόλις παγιωθεί η Συνθήκη Ειρήνης. Η Θεολογική Σχολή των Αθηνών, τότε εκοσμήτο από διαπρεπείς διδασκάλους και απέστειλε τον αρχιμανδρίτη και καθηγητή της Εκκλ. Ιστορίας Χρυσόστομο Παπαδόπουλο στις Σχολές του Βελιγραδίου, του Βουκουρεστίου και της Βαρσοβίας για άμεση ενημέρωση. Όταν ο Παπαδόπουλος επέστρεψε στην Αθήναν εξέθεσε τα συμπεράσματα εκ των συζητήσεών στους συναδέλφους του και στον άλλοτε μαθητή του από τη Σχολή του Σταυρού των Ιεροσολύμων και τώρα μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιο Μεταξάκη. Αντίστοιχες κινήσεις επισκέψεων όπως η Σχολή των Αθηνών πραγματοποίησαν και καθηγητές των ἀλλων Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών.

             Τη προϊστορία αυτής της εργώδους κινησεώς μας παρουσίασε ο διακεκριμένος Ρουμάνος καθηγητής της Θεολογίας Δραγομήρος Δημητρέσκου, άρχοντας Νομοφύλαξ της Μ. του Χριστού Εκκλησίας. αφιχθείς στη Κων/πολη εκ Βουκουρεστίου στον πατριάρχη Μελετίου και με την ευλογία του την παρουσίασε στην ολομέλεια του εκεί συνερχόμενου Συνεδρίου την Παρασκευή στις 18/31 Μαΐου 1923. Η εξόχως διαφωτιστική αυτή παρέμβασή του διασώθηκε στα «Πρακτικά και τις αποφάσεις του εν Κων/πόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου», που εκδόθηκαν εκ πατριαρχικού τυπογραφείου το 1923 στις σελίδες 41-48.   Όταν η Ρουμανική κυβέρνηση έμαθε τα συμφωνηθέντα το 1920 με τη Συνθήκη των Σεβρών, τα οποία και προστάτευαν τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Τουρκίας, η Ιερά Σύνοδο του Βουκουρεστίου, μαζί με τους συναδέλφους του στη Σχολὴ και με τη συμφωνία του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών της χώρας του, συμφώνησαν να καταθέσουν τη συμβολή τους για τη Σύνοδο, αφού η ειρήνευση έδιδε τη δυνατότητα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο να την συγκαλέσει στα ελεύθερα εδάφη της δικαιοδοσίας του. Ήταν η εποχή που όλοι πίστευαν ότι η Κων/πολη θα απαλλασσόταν οριστικά από την επικυριαρχία των εξ Ανατολών εθνικιστών και θα αναγνωριζόταν ως διεθνής Πόλη! Όμως ο σοφός πατριάρχης Γερμανός Ε΄, δυστυχώς αναγκάστηκε να παραιτηθεί λίγο πριν την Ανακωχή του 1918 γιατί η Ομογένεια δεν κατάλαβε τότε τη παραίνεσή του για σωφροσύνη   αφού: «Οι Πόλεμοι δεν κερδίζονται στα πεδία των μαχών, αλλα μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης από εκείνους που διεξάγουν στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις κατά τα στενά συμφέροντά τους». Απόφθεγμα που δυστυχώς επεληθεύτηκε!

           Ο Δημητρέσκου, διηγήθηκε ὀτι τον Αὔγουστον του 1921 ήλθε στην Πόλη και ανακοίνωσε τη πρωτοβουλία τους στον Τοποτηρητἠ Καισαρείας Νικόλαο και στους συνοδικούς αρχιερείς, την οποία και την επευλόγησαν. Ακολούθως μετέβη στην Αθήνα, όπου παρουσίασε την εισήγησή του συνεδριαζούσης της Ιερἀς Συνόδου υπὸ των Αθηνών Μελέτιο την οποία όλοι οι ασυνοδικοί «ενθουσιωδώς την αποδέχθηκαν». Ακολούθως μετέβηκε στην Ιερὰ Σύνοδο του Βελιγραδίου και στους Ρώσους αρχιερεἰς του Καρλοβιτσίου, οι οποἰοι εθεωροὐντο και ἀκρως συντηρητικοί. Αυτοἰ μάλιστα ζήτησαν την επίσπευση επιλύσεως των προβλημάτων εκ των οποίων προέχει το ζήτημα του β΄ Γάμου των εν χηρείᾳ ιερέων! Στη συνέχεια μετέβηκε επί διήμερο στη Σόφια, όπου η εκεί Σύνοδος προθυμότατα απεδέχθηκε το θεματολόγιο για τη σύγκληση της Συνόδου, διαβλέποντας σ' αυτήν τη συνάντηση ευκαιρία για την «Ἀρση του Βουλγαρικού Σχίσματος» και την αποκατάσταση των κανονικων σχέσεών τους με τους λοιπούς ορθοδόξους.

           Το πόρισμα όλων αυτών των διαβουλεύσεων ήταν η «απόλυτη συμφωνίαόλων των Συνόδων», :γιατί «η Ορθοδοξία ως ζωντανή κοινωνία πιστών οφείλει να προχωρήσει χωρίς αναστολές καί αναβολές στην εξέταση των προβλημάτων της». Στη συνέχεια ζήτησε την άδεια του Πατριάρχου για να απαριθμήσει τα ζωτικότατα ζητήματα που επισημάνθηκαν. Αυτὰ είναι:

* Η σύνταξη κοινής «Ομολογίας Πίστεως» γιατί οι υπάρχουσες ειναι «ιδιωτικὲς» και ανεπαρκείς ή και διατυπωμένες κατά τις υποκειμενικές ιδεοληψίες των συντακτών τους.

* Οι αποφάνσεις επί γεγονότων και ζητημάτων Πανορθοδόξου χαρακτήρα να είναι δι ’ όλους δεσμευτικές.

* Να καθοριστεί η θέση και τα δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου απέναντι στις Εκκλησίες που συνεστήθηκαν με κανονικές αποφάσεις του εντός της Δικαιοδοσίας του για να αποφευκτούν οι μερισμοί από εθνοφυλετικά πολιτικά κίνητρα και να περιφρουρείται η ενότητα συμπάσης της Ορθοδοξίας.

*   Να εγκριθεί η σύσταση αυτοκεφάλων Εκκλησιών κατ’ έθνος.

* Να μελετηθεί και να αποφασιστεί ο ομοιόμορφος εσωτερικός βίος και ο διοικητικός οργανισμός των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, καθώς και οι μεταξύ τους σχέσεις.

* Να αποφανθεί επί ζητημάτων που φέρουν εσωτερικό χαρακτήρα σε εκάστη αυτοκέφαλη Εκκλησία, αλλά ενδιαφέρουν όλους τους Ορθοδόξους και δημιουργούν τις ανώμαλες σχέσεις μεταξύ τους.

* Να αποφανθεί επί της κανονικής θέσεως των ιεραρχών που λόγο των πολιτικών μεταβολών απομακρύνθηκαν από τις εκκλ. επαρχίες τους.

* Να μελετηθεί ο τρόπος μεταβιβασμού μίας επισκοπής σε αυτοκέφαλη Εκκλησία ἀλλου κράτους κατά την διαρρύθμιση των συνόρων.

* Να καθοριστεί ομοιόμορφο σύστημα διοικήσεως σε όλες τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες για να μην υπάρχει διαφορά μεταξύ πατριαρχικής και μητροπολιτικής αξίας κατά τη μνημόνευση των Διπτύχων.

* Να καθοριστεί η θέση της Εκκλησίας και της Ιεραρχίας της έναντι του κράτους για την εμπρέπουσα τιμή της στα ορθόδοξα κράτη και να παύσει η ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας στις αρχιερατικές εκλογές.

* Να καθοριστούν τα όρια και ο κύκλος της δράσεως της Εκκλησίας στο εκασταχοὐ κράτος και η σχέση της προς αυτό.

* Να αποφανθεί η Σύνοδος περί του κανονικού τρόπου εκλογής των ιεραρχών της και ποιά η θέση πλησίον τους των Βοηθών Επισκόπων.

* Συνοδικά να καθοριστεί η τύχη των Ορθοδόξων της Διασποράς, εν μέσῳ ομοδόξων αλλοεθνών η ετεροδόξων και αλλοεθνών. Επί τούτο να μελετηθεί το κύρος του 28ου κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου που παρέχει το εξαρχικό δικαίωμα μονον στην Εκκλησία της Κων/πόλεως σε χώρους εκτός της καθορισμένης υπ’ αυτής αυτοκεφαλίας των τοπικών Εκκλησιών. Θέμα που ενδιαφέρει όλη την Ορθοδοξία.

* Να αποφανθεί επί του β΄ Γάμου των εν χηρείᾳ κληρικών και γενικά επί του γάμου ολοκλήρου του ἱιερατείου της Ορθοδοξίας, αφού είναι γνωστό ότι οι κανονικές αποφάσεις που αφορούν την οικογενειακή κατάσταση των κληρικών πρέπει να αξιολογούνται σε συνάφεια με τις αιτίες και τις ιστορικές συνθήκες που κάποτε τις προκάλεσαν και δεν εκφράζουν σήμερα την συνείδηση της Εκκλησίας, δεδομένου ότι ο γάμος παραμένει πάντοτε «τίμιος» στον έγγαμον βίον.

* Να καθοριστεί η σχέση των εκκλησιαστικών νόμων περί γάμου και διαζυγίου προς εκείνους τους νόμους της Πολιτείας.

* Να αποφανθεί επί της καταστάσεως της εν γένει λατρείας και των τελετών που υφίστανται σήμερα στην Εκκλησία μας.

* Να αποφανθεί επί του Ημερολογίου καθ' ότι το ζήτημα πιέζει πολύ ολόκληρη την Ορθοδοξία ἐναντι της Πολιτείας για να τηρείται ακριβώς η ομοιομορφία τιμής των ακινήτων και των κινητών εορτών της.

* Να μελετηθεί και να αποφανθεί επί των τηρουμένων σήμερον νηστειών.

* Να αποφανθεί επί της ομοιοφόρφου διαδικασίας και εμφανίσεως του ορθοδόξου κλήρου και τέλος

* Να καθοριστεί ομοιόμορφος τρόπος τελέσεως των ιερών ακολουθιών και να γίνει με βάση τη Γραφή και την Παράδοση μας ανασύνταξη και εμπλουτισμός του κοινού Εὐχολογίου.

             Η μελέτη του θεματολόγιου αυτού επισημαίνει πραγματικά ζητήματα που υφίστανται στην Εκκλησία μας από μακρού και μη επιλυθέντα μέχρι σήμερα!  Μερικά μόνον από αυτά μελετήθηκαν τόσον στο εν Κων/πόλει συνελθόν το 1923 Παρθόδοξο Συνέδριο, όπως το Ημερολογιακό και του β΄ Γάμου των χηρευόντων κληρικών. Αλλα προστέθηκαν   από την Προκαταρκτική Διορθόδοξη Επιτροπή στο Άγιο Όρος το 1930, που προήδρευσε ο σοφός ιστορικός Γέροντας μητροπολίτης Ηρακλείας Φιλάρετος Βαφείδης. Τότε την Ελλαδική Εκκλησία εκπροσώπησε ο Κερκύρας Αθηναγόρας. Την αναθεώρηση του θεματολόγιου πραγματοποίησε   και στη Γ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη στη Ρόδο το 1961. Και τότε, παρουσία μου, μόνον ένα veto ακούστηκε από ελλαδική οργανωσιακή σεμνοτυφία για τον Β΄ Γάμο των κληρικών με παρέμβαση του εκ Κύπρου εκπροσώπου! Το σπουδαίο είναι ότι από το 1920 και η ακαδημαϊκή Θεολογία επισήμανε προβλήματα απτόμενα της διακονίας της Εκκλησίας Κων/πόλεως στην ορθόδοξη Οικουμενη. Αυτά εξακολουθούν να είναι επίκαιρα γιατί συνεχώς ανακυκλώνονται και απασχολούν. Όμως πολλοί θα διερωτηθούν γιατί δεν επισημάνθηκε αυτό στο πρώτο θεματολόγιο το ζήτημα των Διαχριστιανικών σχέσεων ; Η απάντηση είναι πώς την ίδια ακριβώς εποχή ο Οικουμενικός Θρόνος ανάλαβε να τροχοδρομίσει τις ορθόδοξες γραμμές επανακτήσεως του πνεύματος της «καταλλαγῆς»χαράσσοντας τη καλλιέργια του ἀλληλοσεβασμού και της συνεργασίας, μακρυά από την αλαζονεία του προσηλυτισμού και τη ματαιοδοξία της επικυριαρχίας. Το απόσταγμα σοφίας της καθ' ημάς Ανατολής προσφέρθηκε στην Οικουμένη με τη περίφημη «Συνοδική Εγκύκλιος του 192Ο». η οποία και απετέλεσε τον Καταστατικός Χάρτης της Οικουμενικής Κινήσεως, όπως ομολογούν όλοι πολύ πριν αυτή λάβει συγκεκριμμένη οργανωτική μορφή. ( Συνοδικό τόμος Β΄σσ. 484-490)

             Ό,σοι καταλαλούν τις αποφάνσεις της πρόσφατης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου αριστοτεχνικά προ αιώνων σκιαγραφηθηκαν από τον μέγιστο Πατέρα της Εκκλησίας, Ναζιανζού Γρηγόριο τον Θεολόγο που γράφει ότι: «Ο πρώτος τυχών νομίζει ότι κατέχει την γνώσιν και τα βάθη του Αγίου Πνεύματος του Θεού. και όλοι μας είμεθα «ευσεβείς» από μίαν μόνον ενέργειά μας, δηλαδή από το να καταλογίζουμε εις τους άλλους την ασέβεια. Έχομεν δε ανοίξει δι’ όλους ευκαιρίας, όχι δια να γίνωνται καλύτεροι, αλλά για να τους κατηγορούμε και δια να συναγωνιζόμεθα μεταξύ μας με αναίδεια. (MigneP.G. 35.485 έξ).              

                                                                                                                          Α.Π.

Loading