Αφιέρωμα στην Θρονική εορτή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας
Στα τέλη του 19ου αιώνα η προσπάθεια της σχισματικής Βουλγαρικής «Εξαρχίας» να μεταλλάξει γλωσσικά βίαια την διγλωσσία περιοχών της Μακεδονίας που ανήκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, προκάλεσε την αγανάκτηση των ελεύθερων Ελλήνων που το 1897 παρέσυραν την απαράσκευη ελληνική κυβέρνηση στο να εμπλακεί στον ατυχή «Ελληνοτουρκικό Πόλεμο» που είχε σοβαρές συνέπειες στην εκκαθάριση του λεγόμενου «Μακεδονικού ζητήματος».
Τότε αγανάκτησε ένας Ρώσος άριστος γνώστης των εκκλησιαστικών πραγμάτων στην Τσαρική Ρωσία για τον αγώνα της υπέρ του «Βουλγαρισμού» και απηύθυνε ανώνυμη επιστολή στον πατριάρχη Κων/πόλεως Κωνσταντίνου Ε΄ (1897-1901) «Περί της εν Ρωσία τελουμένης δράσεως κατά των Ορθοδόξων της Ανατολής Εκκλησιών». Το γράμμα αυτό είναι μια «συστηματική έκθεση» των δρώμενων στην Ρωσία προς αθέτηση της κανονικής τάξεως που υπερασπίζεται η Ελληνορθόξη Εκκλησία μέχρι σήμερα. Ο εκδοτικός οίκος των Αθηνών του Ανέστη Κωνσταντινίδη το δημοσίευσε το 1899 σε τεύχος 32 σελίδων. Εκ των υστέρων το κείμενο αυτό αποδείχθηκε πολύτιμη Έκθεση των τσαρικών πεπραγμένων του 19ου αιώνα! Η ταυτότητα του αποστολέα αποκαλύφθηκε μετά εξαετία όταν εξελέγη καθηγητής στην Θεολογική Ακαδημία της Πετρουπόλεως και δημοσίευσε το έργο του «Περί των Πατριαρχών της Κων/πόλεως του 19ου αιώνα». Ήταν ο Ιβάν Ιβάνοβιτς Σοκολόφ που το 1905 ως εντεταλμένος καθηγητής οδήγησε τον τότε εκεί σπουδάζοντα θεολογία Γρηγόριο Παπαμιχαήλ να ασχοληθεί με την Θεολογία του Γρηγορίου Παλαμά και ο οποίος το 1945 με κλήτευσε ως μειράκιο για να σπουδάσω τα θεολογικά γράμματα στη Χάλκη, όπως εκείνος αρχικά έπραξε προ του μεγάλου σεισμού 1894 που κατέστρεψε την εκεί Θεολογική Σχολή και μετά στάλθηκε στην Ακαδημία της Πετρουπόλεως. Ο Ιωακείμ Γ΄, κατά τη δεύτερη πατριαρχία του, αναγνώρισε την σπουδαιότητα της προσφοράς του Σοκολόφ στην Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τον τίμησε με το οφφίκιο του Μεγάλου Ιερομνήμονος. Ο Ρώσος καθηγητής από την αρχή του 20ου αιώνα αγωνίστηκε για την επαναφορά της πατριαρχίας στη Ρωσία. Πρωτοστάτησε στην οργάνωση της «Πανρωσικής Τοπικής Συνόδου» του Αυγούστου - Οκτωβρίου 1917, που αποφάσισε την επανίδρυση του Πατριαρχείου Μόσχας και μάλιστα υπό τις οδηγίες του διεξήχθη η εκλογή του νέου Πατριάρχη από τριπρόσωπο διά κληρώσεως. Ίσως γι΄αυτό όταν επικράτησε το σοβιετικό καθεστώς σκληρά τον καταδίωξε στην Πετρούπολη και στο Κίεβο ως καθηγητής των «Ελληνικών» και τελικά τον εξόρισε στην Ούρφα όπου και απεβίωσε πένης τον Μάϊο του 1939.
Ο Σοκολόφ στην επιστολή που απευθύνει στον πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε΄ εξιστορεί την ιστορία του επιθέτου «Οικουμενικός Πατριάρχης» σε σχέση με τον αρχιεπίσκοπο της Κωνσταντινουπόλεως και γιατί στην τοπική Σύνοδος του 381 αδείχθηκε ως «Οικουμενική» για το δόγμα περί του Αγίου Πνεύματος ο επίσκοπος της Πρεσβυτέρας Ρώμης ως εκ παλαιού «Πρώτος» της τότε Ιεραρχίας απένειμε στον προκαθήμενο της Νέας Ρώμης τα «ίσα πρεσβείων τιμής». Η τιμή αυτή της «ομοταξίας» των «δύο» είναι μόνον λειτουργική διάκριση τάξεως ή σχετίζεται και με το μοίρασμα της αποστολικής κληρονομίας του «Στυλοβάτη» της γνήσιας ευαγγελικής αληθείας για την Εκκλησίας της Ανατολής; Το «ίσο πρωτείο τιμής» ανακαλεί στη μνήμη μας πράξη του Ιδρυτή της Εκκλησίας εν ζωή, ο οποίος όταν αναθέτει ειδική αποστολή στους μαθητές του χρησιμοποιεί συνήθως την «δυάδα» (Ματθ. κα΄1 κ.α.). Ακόμα και την Ανάσταση του Κυρίου Ιησού διαπιστώνουν οι δύο μαζί ο Πέτρος και ο Ιωάννης (Ιω. κ΄,3-4). Αυτοί οι «δοκούντες είναι Στύλοι» ( Γαλ. β΄. 9) αποτελούν τους εγγυητές της ακριβείας της εις Χριστόν πίστεως και των Διπτύχων της Εκκλησίας. Η συμπροεδρία αυτή είναι προφητική γιατί μετά τον θάνατον του Μεγάλου Θεοδοσίου το 395 διαιρέθηκε στα δύο η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με κέντρα την «Πρεσβυτέρα και την Νέα Ρώμη». Μετά περίπου μισό αιώνα από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνος ο Αρχιεπίσκοπος της Νέας Ρώμης, είναι ο μόνος που επιφορτίζεται την Τετάρτη 31 Οκτωβρίου του 451 με την «υπερόρια» διακονία κατοικουμένην γην της δικαιοδοσία του «εν τοις βαρβαρικοίς» (28ος κανών). Αυτόν τον κανόνα περι των του Κ)πόλεως προνομίων την αναγνώρισαν δια κανόνων όλες οι μετά ταύτα Οικουμενικές Σύνοδοι. Η σταθερή άσκηση αυτού του διακονήματος από την Νέα Ρώμη αρχίζει στα τέλη του 6ου αιώνα από τον πατριάρχη Ιωάννη Νηστευτή (575-590) και όπως γράφει ο Σοκόλοφ «υπό Αγίων και ενδόξων Πατριαρχών, οίτινες ουδέποτε διαλιπόντων το της Εκκλησίας συμφέρον και ως ασπίδα αδιατριτον την προς τον Ιησού πίστιν προβάλλοντες, δεν απεδειλίων, ουδέ ἐπλησσον προ των αντιξόων και μαινομένων καταιγίδων, ουδέποτε αφιέμενος βοράν και έρμαιον σκοπών πλεονεκτικών και βλέψεων υπονομευτικών». Και συνεχίζει ο Σοκολόφ για την εκλογήν των Ελλήνων ιεραρχών στην Καθέδρα της Νέας Ρώμης: «εφ’όσον χρόνον η θεία Πρόνοια ώρισεν ίνα υφίσταται το Ορθόδοξον Ελληνικόν έθνος». Εξ αυτών και ο Ρωσικός λαός παραμένει πιστός στην παραδοθείσα πίστη της Ορθοδοξίας: «μηδέποτε τα προς την Μητέρα Εκκλησίαν οφειλόμενα τροφεία επιλανθανομένου», και ως εκ τούτου «φέρω εις γνώσιν υμών και παντώς ενδιαφερομένου την εν Ρωσία τελουμένην κατά των Ορθοδόξων της Ανατολής Εκκλησιών συστηματικήν εργασίαν.. ίνα ληφθεί φροντίς δραστική και σύντονος προς ανακοπήν και επίσχεσιν του τελουμένου κακού».
Ο ιστορικός Σοκολόφ επισημαίνει ότι: «πολλοί κατέχοντες αξιώματα στη Ρωσία σκοτισθέντες υπό υπερηφάνων εθνικών πανσλαυϊστικών βλέψεων, λησμονούν ότι τα έθνη και τα βασίλεια κυβερνά η θεία Πρόνοια και δεικνύουσι επιθυμίαν όπως ανατρέψουν άπαντα τα εν τη Ανατολή Ορθόδοξα Πατριαρχεία, ίνα αρπάξωσι και αυτήν την Κων/πολιν»! Ως τέτοια πρόσωπα καταγγέλλονται: «η αυτόκλητη κεφαλή της Ρωσικής Εκκλησίας» που είναι ο Αυτοκρατορικός Επίτροπος της ονομαζόμενης Διοικούσης Συνόδου Κ.Π. Ποπεδονόστεφ, «ουχί άπαξ εκφράσας και δια του Τύπου την επιθυμίαν του πειθαναγκασμού των Πατριαρχών Ανατολής για να εξώσουν εκ της Συρίας και της Παλαιστίνης την Ελληνικήν Ιεραρχίαν»,σε συνεργασία μετά της «Παλαιστίνειας Εταιρείας», που τότε διευθύνει ο Β.Ν. Χιτροβώ και μαζί με τον πανίσχυρο διευθυντή του Ρωσικού Τύπου Μ.Π. Σαλαβιώφ, ο οποίος έφθασε στην ακρότητα να λέγει: «να αφεθούν να εξισλαμιστούν όλοι οι Ελληνορθόδοξοι Μικρασιάτες η να εξωστούν εκ της πατρίδος των» ώστε να μην υπάρχουν εκεί ποίμνια Μητροπόλεων προκειμένου να εξουδενωθεί το γόητρον των Ελλήνων Πατριαρχών (Βλ. Εφημερίς της Μόσχα 1896, αρθμ. 11).
Από την εποχή της πατριαρχίας του Μόσχας Φιλάρετου Ρομανώφ (1619-1633) η Εκκλησία εν Ρωσία ταυτίστηκε με το κράτοςκάτι που απάρεσκε στην κοσμική εξουσία. Έτσι μετά την συνθήκη του «Περεγιεσλάβ» η Μόσχα υπό τις πιέσεις των πολιτικών επειδιώκει να ανατρέψει την κανονική τάξη γιά να υφαρπάξει τη Μητρόπολη Κιέβου. Τις προσπάθειες αρχίζει επί του Μόσχας Νίκωνα (1652-1658) και αυτό αυθαίρετα το κατορθώνει επί Μόσχας Ιωακείμ το 1685. Τελικά επί Μεγάλου Πέτρου το 1721 καταργήθηκε η πατριαρχία στην Ρωσία και η τοπική Εκκλησία υποκύπτει στον «Κρατισμό» με εκτελεστικό όργανο τον «Αυτοκρατορικό Επίτροπο», που είναι ο «πραίτορας» του κράτους στην Εκκλησία.
Η τσαρίνα Αικατερίνη Β΄ όταν ανέλαβε με πραξικόπημα το 1867 την εξουσία από τον σύζυγό της, θέλησε να περάσει από τον παραδοσιακό τρόπο διοικήσεως του κράτους στο μοντέρνο κόσμο της "πεφωτισμένης δεσποτείας". Στα φιλόδοξα σχέδιά της ήταν ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η εκδίωξη των Οθωμανών από την Ευρώπη ἠταν στην εξωτερική πολιτική της και το λεγόμενο «Ελληνικό Σχέδιο». Αυτού του σχεδίου πρώτη εφαρμογή έγινε στα Ορλωφικά (1768-1774) όταν ο Ρωσικός Στόλος κατέλαβε τις Κυκλάδες και τις ενσωμάτωσε στην επικράτεια του ρωσικού κράτους! Τότε υποχρέωσε τους κανονικούς αρχιερείς των νἠσων που ανήκαν στον Οικουμενικόν Θρόνον να διακόψουν την «μνημόνευση» του Κων/πόλεως και αντ’ αυτής να «μνημονεύουν ως Αρχήν την Σύνοδο της Πετρουπόλεως». Το ίδιο είχε πράξει η Μόσχα στο Κίεβο το 1686 για να το ενσωματώσει την Ουκρανία στην ρωσική επικράτεια. Όμως όταν υπεγράφη το 1774 η «Συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζ» και επέστρεψε στις Κυκλάδες ο καπουδάν πασάς, συνέλαβε τον αρχιεπίσκοπον Τζίας και Θερμίων Γρηγόριον Μιγαδά, που δεν έφυγε μαζί με τους Ρώσους όπως άλλοι, και τον κρέμασε στο κατάρτι της ναυαρχίδας του στο λιμάνι της Κορρησίας!
Η δραστήρια τσαρίνα διευρύνει το κράτος της με πολέμους και συνθἠκες γιατί πίστευε στην πολιτική δοξασία ότι: «όπου υπάρχει η παρουσία της ρωσικής Εκκλησίας εκεί βρίσκονται και τα όρια του ρωσικού κράτους της». Εξ αυτού και στήριξε με άφθονες οικονομικές χορηγίες τις ρωσικές ιεραποστολές πέραν της Σιβηρίας και των Ουραλίων, προς την Ασία και μέχρι του Βεριγγείου πορθμού για να φθάσει στην Αλάσκα και από εκεί στην Αμερική! Στα χρόνια της και δια των ιεραποστολών σχηματίστηκε αυτός ο κρατικός Γολιάθ που με την σειρά του υπέκρυπτε ιμπεριαλιστικούς στόχους και στην Εκκλησία. Όταν η Αικατερίνη Β΄ απεβίωσε το 1796 στέφθηκε τσάρος ο γιός της Παύλος Α΄ πρόσωπο περίεργης ιδιοσυγκρασίας βασίλευσε μέχρι τη δολοφονία του το Μάρτιο του 1801. Τον διαδέχθηκε ο γιός του Αλέξανδρος Α΄(1801-1825), ο οποίος το πρώτο μισό της βασιλείας του στηρίζει τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, ενώ στο δεύτερο μισό συνέχισε την τακτική της γιαγιάς του Αικατερίνης Β΄ και κυβερνά «εθνοφυλετικά» την Εκκλησία όπου απλώνεται η εξουσία του κράτους και αρχίζει τον εκρωσισμό των ορθοδόξων ποιμνίων που με διάφορα προσχήματα καταλαμβάνει. Έτσι το 1811 προσάρτησε στο κράτος του τις επαρχίες της Βεσσαραβίας που ανήκαν στην Ιερή Μητρόπολη της Μολδοβλαχίας του Οικουμενικού Θρόνου. Τον Μολδαβικό πληθυσμό της Βεσσαραβίας τον αποτελούσαν 1.400.000 ψυχές που οι Ρώσοι τον ενσωμάτωσαν στο κράτος τους. Η «Διοικούσα Σύνοδος» της Πετρουπόλεως απαγόρευσε στους Μολδαβούς κάθε ιεροπραξία στην μητρική τους γλώσσα και αντικατέστησε τους αρχιερείς τους και τον κλήρο τους με Ρώσους για να διακόψουν κάθε επαφή τους με την μακρά Δακική κληρονομία τους που προστάτευε η Μητέρα Εκκλησία της Κων/πόλεως. Τα ίδια έπραξαν και το 1821 όταν τα ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν τα εδάφη της Ιβηρίας και της Ημερετίας. Η «Σύνοδος της Πετρουπόλεως» δεν σεβάστηκε την αρχαία αυθυπαρξία των Εκκλησιών της ανατολικής πλευράς του Εύξεινου Πόντου και αμέσως παρά την θέληση των Γεωργιανών ιεραρχών εκμηδένισε το αρχαίο «αυτοκέφαλό» τους και έπαυσε τον Ίβηρα «Καθολικόν» αρχιεπίσκοπον Αντώνιον και αφού διέλυσε 20 εκκλησιαστικές επαρχίες στην Ιβηρία, στην Ιμερετία, στην Μιγγρελία και στην Γουρία έπαυσε όλη τη χορεία των ιεραρχών τους. Και οι Ίβηρες ιερείς εκδιώχθηκαν από τα θυσιαστήρια της πατρίδος των και αυτά τα κατέλαβαν Ρώσοι κληρικοί και: «απεστέρησαν τον λαόν το μέσον του προσεύχεσθαι εν τη μητρική αυτών γλώσση και εν αυτώ ακόμη τω τάφω της την Γεωργίαν διαφωτισάσης ισαποστόλου Αγίας Νίνας». Οι Ρώσοι ως κατακτητές της χώρας των Ιβηρων δεν σεβάστηκαν την ρητή απόφανση των Πατριαρχών της Συνόδου του 1593 που καθόριζε ότι για να λάβει την πατριαρχία η Μητρόπολη Μόσχας μετά από 10 αιώνες πρέπει να σέβεται εσαεί την τάξη των αρχαιοτέρων Εκκλησιών που είναι καθορισμένη στα «Ιερά Δίπτυχα της Ορθοδοξίας», όπως μαρτυρούν τόσον ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος, όσο και ο Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς. Αυτά που συνέβαιναν στη Γεωργία επιβλήθηκαν και στην γειτνιάζουσα επαρχία της Σουχούμης κατά «άνωθεν εντολήν» και ο Ρώσος επίσκοπος Αρσένιος επέβαλε την τέλεση των ιεροπραξιών στη ρωσική γλώσσα, όταν το 65% είναι Γεωργιανοί και Έλληνες μέχρι την Μαριούπολη και το Νοβορροσσίσκη.
Τελικά ο τσάρος απεβίωσε από τύφο στις 19 Νοεμβρίου 1825 και για τον τρόπο επιλογής της διαδοχής του υπάρξε προβληματισμός. Στις 14 Δεκεμβρίου 1825 εκδηλώθηκε το πραξικόπημα των «Δεκεμβριστών», που ζήτησαν από τον μητροπολίτη Μόσχας ΙννοκέντιονΒενιαμίνοβιτς να αρνηθεί να στέψει τσάρο τον εγγονό της Μ. Αικατερίνης, Νικόλαο, γιατί ήταν διορισμένος από παράνομη αυτοκρατορική κυβέρνηση. Όμως ο Νικόλαος αμέσως τέθηκε επικεφαλής των δυνάμεων καταστολής και αμείλικτα διέλυσε τους στασιαστές και εκτέλεσε τους πρωταίτιους αξιωματικούς. Τελικά στις 3 Σεπτεμβρίου 1826 στον Καθεδρικό Ναό του Κρεμλίνου, γίνεται η ανάρρηση στον Τσαρικό θρόνο του Νικόλαου Α΄ και της αυτοκράτειρας Αλεξάνδρας, ενώ ήταν τεταμένη η επαναστατική ατμόσφαιρα στη Ρωσία και για να επιβληθεί ο νέος τσάρος αναζήτησε στήριγμα: α) στην Ορθόδοξη Εκκλησία, β) στην δοξασία ότι συνεχίζει την Βυζαντινή μοναρχία και γ) τον εθνικό πατριωτισμό την Σλαβικής φυλής. Αυτά εκφράστησαν με την τριλογία «Ορθοδοξία, Απολυταρχία και Έθνος» που τέθηκε ως θυρεως του τσαρικού οίκου και ανέπτυξε μετά το 1840 τον φυλετικό εθνισμό καταγωγή των Ρώσων ενώ το 1845 ιδρύθηκε στη Μόσχα το πρώτο «Κεντρικό Σλαβικό Κομιτάτο», αυτό που διοργάνωσε το «Α΄ Πανσλαβιστικό Συνέδριο» στη Πράγα το 1848 και φιλοδόξησε να αφυπνίσει το σλαβικό στοιχείο της Ανατολικής Ευρώπης και να συνενώσει τους υπόδουλους λαούς των Βαλκανίων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι όταν στο μέσο του 19ου αιώνα συμβαίνει ο Κριμαϊκός πόλεμος (1853-1856) αναπτύσσεται η θεωρία του «Πανσλαβισμού» υπό μορφή κινήσεως του τσαρικού κράτους που άναψε τον πόθο εθνικής αποκαταστάσεως του ομόδοξου στοιχείου των λαών της χερσονήσου του Αίμου με διάφορες εκφάνσεις του τα κινήματα του «Βουλγαρισμού» και του «Βλαχισμού» το 1854, που αφύπνισαν τον ελληνισμό το 1855 και το 1862 του «Νοτιοσλαβισμού», αλλά και αργότερα το 1870 του «Πανρουμανισμού».
Οι Τσάροι πάντα καραδοκούσαν την ευκαιρία να αναστήσουν την φιλόχριστη Αυτοκρατορία των Μέσων χρόνων στα νότια εδάφη της Χερσονήσου του Αίμου και γι’ αυτό οι διπλωμάτες τους αγκάλιασαν πρώτα τον εθνικισμό των Βουλγάρων για να ανοίξουν δρόμο και κατέβουν προς το Αιγαίο. Ομόφυλοι αρχιερείς των Βουλγάρων «Εθνικιστών» επεδίωξαν δυναμικά να δείξουν την εθνική τους οντότητα και παραδειγματισθέντες από την «Ελλαδική Αντιβασιλεία» του 1832 και την χορηγηθείσα με Τόμο το 1850 «Ανεξαρτησία» στη Εκκλησία της Παλαιάς Ελλάδος, πραγματοποίησαν μετά δεκαετία, το 1860, «κανονικήν ανταρσίαν» κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Με το ζήτημα αυτό ασχολήθηκαν τέσσερις Οικουμενικοί Πατριάρχες: οι Ανθιμος Δ΄, Κύριλλος Ζ΄, Ιερεμίας Β΄και Γρηγόριος Στ΄, μέχρι που με την παρέμβαση της σουλτανικής εξουσίας, που το 1870 συνεστήθη υπό της Οθωμανικής Εξουσίας η «Βουλγαρική Εξαρχία». Προς αντιμετώπιση αυτής της αναμείξεως αλλόθρησκης εξουσίας στα της Ορθοδόξου Εκκλησίας συνέρχεται το 1872 η Μεγάλη Σύνοδος, μόνον εκ των «πρεσβυγενών» Πατριαρχείων και της Εκκλησίας της Κύπρου, και καταδίκασε ως αίρεση τον «Εθνοφυλετισμόν» γιατι εισάγει την «φυλετική καταγωγή» στην καθολικότητα της Εκκλησίας και ως ύπατη αρχή εισάγει τον «Εθνισμόν» στην ζωή της Εκκλησίας των Εθνών. Οι Ρώσοι «Πανσλαβιστές» που ταύτιζαν το κράτος τους με την επέκταση της Εκκλησίας τους οργάνωσαν επιχείρηση διασπάστεως της Ιεραρχίας του Αντιοχειανού θρόνου σε αραβοφώνους και ελληνοφώνους! Τους αραβοφώνους ήλεγχε οικονομικά ο πρεσβευτής της Ρωσίας στον σουλτάνο Νικολάϊ Παύλοβιτς Ιγνάτιεφ (1864-1877) με την συνεργασία του προξένου της Ρωσίας στη Δαμασκό Μπελιάεφ και επιδίωξαν την εκπόρθηση της πατριαρχίας της Δαμασκού των αραβόφωνων. Αρχικά εμφανίζεται ως προσκυνητής στη Μέση Ανατολή ο αρχιμανδρίτης Πορφύριος Ουσπένσκη, γνωστός Πανσλαβιστής για να προωθήσει τα ρωσικά συμφέροντα. Το 1882 συνεστήθη στη Ρωσία η «Ορθόδοξη Ρωσική Αυτοκρατορική Παλαιστίνεια Εταιρεία», η οποία έδρασε για να αναγκασθεί να παραιτηθεί ο Ιεροσολυμίτης Πατριάρχης Αντιοχείας Σπυρίδων (1891-1898) και για την νέα εκλογή να αποκλεισθούν πλέον οι Ιεροσολυμίτες και να γίνει κατάλογος εκλόγιμων με πρόσωπα από τα άλλα Πατριαρχεία. Με τις παρεμβάσεις των Ρώσων συγκατένευσε η Υψηλή Πύλη και εξελέγη Πατριάρχης ο από Λαοδικείας αραβόφωνος Μελέτιος Ντουμάνι (1899-1916). Εξ αιτίας αυτού προκλήθηκε το εικοσάχρονο «σχίσμα» που έληξε με τον θάνατό του το 1916. Η χηρεία του θρόνου συνέπεσε με την πτώση του τσαρικού καθεστώτος στην Ρωσία το 1917 που τερμάτισε κάθε χρηματοδότηση εκ Μόσχας και εξελέγη πατριάρχης Αντιοχείας ο Γρηγόριος Δ΄ (1916-1928), που επικοινώνησε με την Πρωτόθρονη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και ήρθη η «ακοινωνησία» με την Αντιοχειανή Εκκλησία. Με την κατάρρευση του τσαρικού καθεστώτος εξαφανίστηκε και ο εικονιζόμενος στην φωτογραφία «Αυτοκρατορικός Επίτροπος».
Όλο τον 19ον αιώνα η εν Ρωσία Εκκλησία δεν «προκάθηται της Αγάπης» παρά μόνον με αντάλλαγμα για να επικάθεται στη ζωή των πενέστερων ορθοδόξων Εκκλησιών ως «αντικανονικός επιβάτης». Το Ρωσικό κράτος με τα «αργύρια της δωροδοκίας»επιδίωξε να είναι ο ρυθμιστής των πραγμάτων της Εκκλησίας όχι μόνον στην ρωσική επικράτεια αλλά και εκτός αυτής. Αυτό πληρώθηκε πανάκριβα με τον αμείλικτο διωγμό μισού περίπου αιώνα. Όμως ο κρατικός έλεγχος επανήλθε στην εν Ρωσία Εκκλησία επί Στάλιν κατά τον λεγόμενο «Ιστορικό Συμβιβασμό» του 1943. Από τότε το αθεϊστικό σοβιετικό κράτος επέβαλε νέο «πραίτορα» επί της Εκκλησίας «εν ετέρα μορφή» και λέγεται «Επίτροπος του Λαού». Πρώτος ήταν ο πρώην ιεροσπουδαστής με τον Στάλιν Γεώργιος Καρπώφ. Αυτός ως εντολοδόξος της K.G.B. διόριζε ὀλους τους επικαθήμενους σε αρχιερατικούς θρόνους και μερικοί εκ νεότητος τους ζούν ακόμη ταλαιπωρούντες την ζωή της εκεί Εκκλησίας. Τα γεγονότα της «Περεστρόϊκας» πρόσφερες επιτήδειες συγκαλύψεις στην Μοσχόβια πατριαρχία. Όμως το «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» έχει από αιώνες στιγματίσει τους αθετούντες τις αποφάνσεις της Δ΄και Ε/Στ΄ Οικουμενικών Συνόδων περί των δικαίων και προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι αναθεματισμένοι και «ακοινώνητοι» και το τραγικό είναι με την δική τους ευθύνη και επιλογή. Στο Μίνσκ της Λευκορωσίας έλαβαν Μοσχόβιοι την απόφαση της «ακοινωνησίας» τους και εκεί διαιωνίζεται με τον ανδριάντα του Μόσχας Αλεξίου Β΄ ως μάλλον «εξιλεωτική πράξη» η σκοτεινή και ανεξιχνίαστη αιφνίδια εκδημία του το 2008. Πιθανόν για να επικαθίσει στον θρόνο του ο ολέθριος εραστής της «υψηγορίας». Όλα τα ανωτέρω ιστορικά γεγονότα ενδεικτικά της κοσμικής «οιησίσοφης δοξομανίας» κατά τους Πατέρες των προς Άρκτον ομοδόξων, δεν τα γνωρίζουν οι στην Κύπρον και στον Άθωνα «Αμαθούντες»;