ΤΟ «ΦΑΡΜΑΚΙΔΕΙΟ ΑΓΟΣ» ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Με αφορμή ασεβούς και φθηνής αντιδικίας
Του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη
Από τα αρχαϊκά χρόνια στην Αθήνα ενδημεί ένα «άγος», δηλαδή ένα «μίασμα» που εξελίχθηκε σε κατάρα και τελικά προκάλεσε την «οργή του Θεού». Το «κλεινό Άστυ» το βάρυνε κάποτε το «Κυλώνειο άγος», που προκλήθηκε από παρασπονδία των «εναγών» και καταπάτηση του δικαίου των «ικετών» και επιβαλλόταν «κάθαρση» πριν προκληθεί η άνωθεν οργή.
Και τη χώρα μας ταλαιπωρεί από το 1833 ένα «άγος» γιατί περιφρονήθηκαν προκλητικά τα δίκαια της Μητέρας Εκκλησίας, παρά τη θέληση του σοφού κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και των αγωνιστών ιεραρχών του 1821. Το συσταθέν Νεοελληνικό κράτος παρασπόνδισε το 1833 με το Δίκαιο της Εκκλησίας μας και αυθαίρετα επέβαλε μια επαναστατική «αυτοκεφαλία»που απορρίπτει το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας με συνέπεια να τη καταχραστεί κυρίως το κράτος για να εξουθενώσει οικονομικά τη τοπική Εκκλησία και να διαλύσει τον μοναστηριακό ιστό της. Στο διάστημα των 17 χρόνων της «ακοινωνησίας» (1833-1850) η τοπική Εκκλησία από τη σύνταξη της αντισυνταγματικής εκκλησιαστικής νομοθεσίας του 1852 κρατήθηκε δέσμια για επτά δεκαετίες! Ο βασικός εισηγητής της κανονικής αταξίας με τη Μητέρα Εκκλησία ήταν ο ελευθερόφρονας κληρικός Θεόκλητος Φαρμακίδης που μπόλιασε όλη την Νεοελληνική εκκλησιαστική ζωή μέχρι σήμερα με ιστορικά και κανονικά ψεύδη και ο νομοθέτης που με το πολιτειοκρατικό ιδεολόγημά του έδεσε την Εκκλησία στο κρατισμό ήταν ο Προτεστάντης Μάουρερ, γιός Καλβινιστή «ποιμένα»! Έτσι, εισήχθη στα καθ’ ημάς εκκλησιαστικά πράγματα ένα νέο «ιερόσυλο άγος», που με τον συνδυασμό φοβίας και αμάθειας ξεπέταξε από τον συνοδικό κορμό της Εκκλησίας και «λαίμαργα βλαστήματα», που ζημιώνουν την ενότητα της μιας Εκκλησίας του Γένους μας. Ο κεραυνοβόλος θάνατο το 1860 του εισηγητή προσέδωσε σε όλη αυτή την επαναστατική απεξάρτηση από την Ευσεβή Πηγή του Γένους την ονομασία: «Φαρμακίδειο άγος». Το «μείασμα» αυτό από ετών ενδημεί στην Ελλάδα και κατά καιρούς ταλαιπωρεί εγκεφάλους που δεν θέλησαν να καταλάβουν ότι η Ελλαδική απέκτησε αναγνωρισμένη διοικητική ανεξαρτησία (αυτοκεφαλία)το 1850 μέσα στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως διότι αυτή προηγείται πάσης μεταγενέστερης εκκλησιαστικο-κανονικής ρυθμίσεως και η δικαιοδοσία ούτε κατακυριεύεται ουτε και απορροφάται από εθνισμό και κρατισμό. Το 1850 με την ευλογία του αποστολικού Θρόνου της Νέας Ρώμης-Κων/πόλεως αποσπάστηκε από την κανονική δικαιοδοσία του ένα μικρό μέρος των τότε ελευθερωθέντων εκκλησιαστικών επαρχιών τοῦ Οικουμενικού Θρόνου σε αυτές ανατέθηκε το καθήκον για ιστορικούς λόγους ανεξάρτητες να διακονήσουν τον ελληνικό λαό, μακριά από έσωθεν παρεμβάσεις και έξωθεν υποψίες. Όμως στον 20ο αιώνα συνέβησαν τεράστιες πολιτικές ανακατατάξεις όπως οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-1913), η Συνθήκη της Λωζάννης (1923), η Απόφαση των Παρισίων (1946), που ελευθέρωσαν και άλλα τμήματα της πατριαρχικής δικαιοδοσίας στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στη Δυτική Θράκη και στα Δωδεκάνησα τα οποία επί 12 τουλάχιστον αιώνες διοικούντο κατά την «κανονική τάξη» από την Μητέρα Εκκλησία. Όμως άρχισαν και οι οδύνες των επάλληλων διωγμών από τους Νεόπουρκους των Ελληνορθόδοξων της Ανατολής που δημιούργησαν το τεράστιο «Προσφυγικό ζήτημα». Αναρίθμητο πλήθος αναζήτησε ασφάλεια όπισθεν των ελληνικών συνόρων το 1915-1918, και με τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και κατά την Έξοδο των Ποντίων το 1920-1922 και με την Ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 και με τη καταδίωξη της Μειονότητας το 1942, με τό βάρβαρο «πογκρόμ» του 1955 και τα μέτρα του 1963. Η Εκκλησία της Κων/πόλεως πλήρωσε τα λάθη του κάθε ελλαδικού διχασμού και της πολιτικής. Στην ελεύθερη ελληνική επικράτεια κατέφυγε από το 1915 μέχρι το 1924 ο κλήρος και ο λαός των διαλυθέντων
τριανταπέντε (35) αρχαίων Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου όπως των Μητροπόλεων Καισαρείας, Εφέσου, Ηρακλείας, Κυζίκου, Νικομηδείας, Νικαίας, Αμασείας, Προύσης, Νεοκαισαρείας, Τραπεζούντος, Φιλιππουπόλεως, Σμύρνης, Ικονίου, Σάρδεων και Πισιδίας, Σηλυβρίας, Ροδοπόλεως, Ηλιουπόλεως και Θείρων, Μεσημβρίας, Βιζύης, Γάνου και Χώρας, Περγάμου, Βρυούλων, Χαλδίας, Προικοννήσου, Λιτίτσης, Κολωνίας, Καλλιουπόλεως, Κρήνης, Τυρολόης, Κυδωνιών, Μυριοφύτου, Μετρών, Δαρδανελλίων, Αννέων, Μοσχονησίων. Το πλήρωμά τους διεσπάρη από τις ανατολικές στις δυτικές τριανταέξι (36) πατριαρχικές εκκλησιαστικές επαρχίες της Βόρειας Ελλάδος, αλλά και των νήσων του Αιγαίου και στις τότε οκτώ (8) Μητροπόλεις της Κρήτης και από το 1946 στις τέσσερις (4) Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων. Στους εξ Ανατολών πρόσφυγες προστέθηκε από το 1925 -1963 και το πλήθος της μη «Ανταλλαγείσης» μειονότητας μετά από τις επάλληλες δυσμενείς αποφάσεις της Άγκυρας Δηλαδή το τεράστιο πλήθος του προσφυγικού κόσμου μοιράστηκε σε όλη την Παλαιά Ελλάδα και στα νησιά από το Ιόνιο μέχρι το Αιγαίο και αυτό έγινε η μαγιά της επιχειρηματικότητας, της βιομηχανικής αναπτύξεως και του εμπορίου, αλλά και της παιδείας στην Ελλάδα. Ειδικά στην Αττική εισέρρευσε τόσο προσφυγικό στοιχείο που δημιούργησε στις γύρω ακατοίκητες εκτάσεις πολίσματα συνοικισμών, που διατήρησαν τη μνήμη της προελεύσεως των κατοίκων τους, ως Νέα Σμύρνη, Νέα Φιλαδέλφεια, Νίκαια, Βύρωνας, Νέα Ερυθραία (Αττικής), Νέα Μάδυτος, Νέα Καλλίπολη (Πειραιώς), κ.ά. καθώς και στη Θεσσαλονίκη που αναδείχθηκε μητρόπολη της προσφυγιάς. Όλοι οι συνοικισμοί των δύο αυτών μεγαλουπόλεων αργότερα, τιμήθηκαν και με ομώνυμες Μητροπόλεις που θυμίζουν τις παλαιές πατρίδες του προσφυγικού κόσμου, κάτι που δεν παρατηρείται με τους τουρκογενείς που με την «Ανταλλαγή» κατοίκησαν στην Τουρκία.
Μέσα στον 20ου αιώνα εντελώς μεταβλήθηκε ο Εκκλησιαστικός Χάρτης της Ελλάδος. Αναγνωρίζεται de facto πως η «αυτοκέφαλη διοίκηση» δεν μπορεί να έχει συνεδαφικότητα στη δικαιοδοσία της Μητρός της Εκκλησίας στην Ελλάδα αφού το προσφυγοποιημένο πλήρωμα των 35 πατριαρχικών επαρχιών της Ανατολής και οι 36 Μητροπόλεις των Ν. Χωρών, καθώς και η Εκκλησίες της Κρήτης, της Δωδεκανήσου και η Μοναστική Πολιτεία του Άθωνα συνυπάρχουν μαζί της στον ίδιο «Αμπελώνα» της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι, σήμερα στην Ελλάδα υφίσταται ένα ιδιόμορφο εκκλησιαστικό καθεστώς για το οποίο δεν ευθύνεται ο ύπατος Θεσμός του Γένους, αλλά κυρίως η δωρηθείσα από το 1850 και μετά στην «αυτοκεφαλία» γιατί ήδη έχει διαμορφωθεί ήδη μία Θεματική διοικητική Τάξη, που φατριάζοντες οι ελλαδικοί συνοδικοί παρακώλυσαν το 1927-1928!
Σήμερα, συνδιοικούνται έμμεσα οι 36 Μητροπόλεις των Νέων Χωρών έχουσες «πνευματική Αρχή τους» τον Οικουμενικό Πατριάρχη και απ’ ευθείας 14 Μητροπόλεις στην ελληνική επικράτεια, δηλαδή το σύνολο 50 Μητροπόλεις. Από το ιερό κέντρο μας εξαρτώνται οι τέσσερις (4) Μητροπόλεις στη Τουρκία και οι Αρχιεπισκοπές Αμερικής και Αυστραλίας με τις δώδεκα (12) Μητροπόλεις στην Βόρεια και Νότια Αμερικής και του Καναδά, καθώς και τις οκτώ (8) Μητροπόλεις στην Ευρώπη και τις τρεις (3) Μητροπόλεις στην Ασία. Δηλαδή το σύνολο των ομογενών αρχιερέων του Θρόνου ανέρχεται σε 77 ιεράρχες, χωρίς να προστεθούν σε αυτούς οι «εν ενεργεία» μητροπολίτες που εγκαταβιώνουν πλησίον του Πατριάρχου μας. Σήμερα μόνοι οι ανά την Οικουμένη μητροπολίτες του Θρόνου χωρίς τους επισκόπους τους είναι υπερδιπλάσιοι του αριθμού των 45 ελλαδικών μητροπολιτών και επισκόπων και γνωρίζουμε από την Εκκλησιαστική Ιστορία πώς δεν υπάρχει προηγούμενο «απορροφήσεως του μείζονος από το έλασσον» επισκοπικό σώμα. Όσοι δέχθηκαν την αρχιερατική αξία από την «Ευσεβή Πηγή του Γένους» κατά τον «όρκο της χειροτονίας» τους προστατεύουν τα δίκαια του Οικουμενικού Θρόνου μας από τον κάθε επίδοξο Ερμοκοπίδη, που αναμοχλεύει το ιερόσυλο «άγος του Φαρμακίδη» όπως ο ελλαδικός αρχιερεύς που «δεν τον έμαθε η μαμά του να σέβεται τη γιαγιά του», όπως του είπε ο μακαριστός Εφέσου Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης όταν ήλθε στο Φανάρι το 2003 και αντί να εκφράσει την «οικογενειακή του ευγνωμοσύνη» στο Πατριαρχείο μας διεκδίκησε με αμετρωπία τα ανύπαρκτα «δίκαια της αυτοκεφαλίας». Χρόνια τώρα κάποιοι στυγνοί πλεονέκτες αρνούνται να προσφέρουν στη Μητέρα τους Εκκλησία ένα μόνιμο θυσιαστήριο με οίκο στεγάσεως της κληρονομίας της μέσα στην ίδια τη Δικαιοδοσία της. Αυτοί φαίνεται να αγνοούν ότι τον Ιούλιο του 1923 ο πατριάρχης Μελέτιος Δ΄ λίγο πριν αναχωρήσει από το Φανάρι διατύπωσε κανονικά τη γραπτή απόφανσή του ότι ο «Πρόεδρος» της Συνόδου των Αθηνών είναι «Έξαρχος πάσης Ελλάδος», όταν η «Παλαιά» Ελλάδα έφθανε μέχρι το Σπερχειό και είχε τέσσερις Πατριαρχικές Σταυροπηγιακές μονές ο Πατριάρχης μέσα στα όρια της. Την αξία του «Υπερτίμου και Εξάρχου» μπορεί να κατέλυσαν το 1833 οι Βαυαροί από τις Μητροπόλεις της Π. Ελλάδος για να ξεχαστεί η ιστορική μνήμη στην ελλαδική Ιεραρχία.
Στις ημέρες η επιστημονική έρευνα έχει ξεδιαλύνει τη διαχρονική σημασία αυτού του αξιώματος με τη διδακτορική εργασία του π. Χρυσόστομου Συμεωνίδη «Exarque et Droit selon la tradition canonique orthodoxe». Paris 2016. Αυτή τη κανονική τάξη τώρα των Εξάρχων την υπενθυμίζει προς τους ενταύθα Φαρμακιδιστές ὁ πατριάρχης της Μόσχας Κύριλλος με τις «Εξαρχίες» του στην Ουκρανία και στη Μολδαβία κ.ἀ. Ο Αθηνών Χρυσόστομος, αυθαίρετα διέγραψε τον τίτλο του μητροπολίτη που απένειμε στον Αθηνών ο πατριάρχης Άνθιμος Ζ΄ με τον τόμο του 1850, αν και σπουδαίος ιστορικός προτίμησε τον ελάσσονα τίτλο του αρχιεπισκόπου για να μοιάσει περισσότερο με τους αρχιεπισκόπους Καντουαρίας και Κύπρου για τους λόγους που φάνηκαν στο μέλλον.
Σήμερα όλοι γνωρίζουν πώς όσοι δωρίζουν τούς κόπους τους για το έργο της Εκκλησίας αργά ή γρήγορα αυτοί ρευστοποιούνται από τρίτους. Όμως πρέπει να γνωρίζουν πως ότι περιέρχεται στή Μητέρα Εκκλησία αυτό διασφαλίζεται κανονικά με «διεθνή προστασία», όπως και η εν Ελλάδι ιερή περιουσία της Αγίας Έδρας. Αυτό ας ληφθεί σοβαρά υπόψη γιατί ευδοκιμούν οι σύγχρονοι Ερμοκοπίδες.-
Α.Π.