Η δοκιμασία της «Εκκλήτου» στην Ελλαδική Εκκλησία

          του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη

          Μ. Ιερομνήμονα της Εκκλησίας

 

Ενθρόνιση του Αθηνων Ιερωνύμου Α τον Μαιο του 1967

Ενθρόνιση του Αθηνων Ιερωνύμου Α τον Μαιο του 1967

 

         

Το επίκαιρο θέμα της ανώτατης δικαστικής κρίσεως για μία αμφιλεγόμενη δικαστική απόφαση για κάποιο ανώτατο θρησκευτικό λειτουργό από Συνοδικό δικαστήριο παραπέμπεται «εφέσιμα» με την «επίκληση της Εκκλήτου» στο σεπτό πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Αυτό το δικαίωμα το επιφυλάσσει το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας στον «Πρώτο» της Δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Θρόνου. Πρόσφατα κυκλοφορούν στο διαδίκτυο διάφορες ενστάσεις που φανερώνουν τη τεράστια έκταση της άγνοια σε ακατάρτιστους «θεολογούντες», όσο και από παλαιό δημοσιογράφο που ενίσχυσε την αρχιεπισκοπική ματαιοδοξία.

 

             Η κομματική ισχύς κάποιου πολιτικού άνδρα της Κεφαλλωνιάς στάθηκε ικανή το 1979 να εκθρονίσει τον μακαριστό μητροπολίτη του νησιού Προκόπιο Μενούτη με αμφιλεγόμενες κατηγορίες από μία οργανωμένη αντίδραση πολιτικών φίλων. Αυτό μάθαμε πώς προκάλεσε τη παιδαγωγία του «πνευματικού νόμου» και τελικά δεν γλύτωσαν κανείς που βουλεύτηκε πονηρά για την άδικη εξόντωση του αγαθού αρχιερέως. Το περιστατικό αυτό   φέρνει στη μνήμη μου και τα όσα συνέβησαν πάλι στην ελλαδική Εκκλησία την περίοδο 1967-68 και σκέφτηκα με αυτά να ασχοληθώ σήμερα..

 

              ΄Οσοι κατέχονται από τη Φαρμακίδεια ιδεοληψία ταράζονται όταν υπενθυμίζεται η αποστολική ευθύνη του πάνσεπτου Οικουμενικού Θρόνου με τα ιερά προνόμιά του μεταξύ των οποίων είναι η ανώτατη και τελεσίδικη δικαστική κρίση επί υποθέσεων που εκδικάζονται από τοπικές συνόδους τῆς Δικαιοδοσίας του. Αυτό το προνόμιο αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη της Μητρός Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και το σεβάστηκαν γενεές-γενεών αγίων επισκόπων για την απόλυτη χρησιμότητά του στη στερέωση της κατά τάξη λειτουργίας της διοικήσεως του σώματος του Πληρώματός της. Αυτό μελέτησε προ ετών με βαθειά γνώση των πηγών και της διεθνούς βιβλιογραφίας ένας σπουδαίος Ρώσος διανοητής και καθηγητής της Θεολογίας στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου των Παρισίων ο Αντώνιος Καρτασώφ (†1960), όταν έγραψε: «περί της Εκκλήτου στη πράξη της Εκκλησίας Κων/πόλεως ». Με τη μελέτη του αυτή ο σοφός διανοητής ανέτρεψε τις άφρονες φλυαρίες ημετέρων εκκλησιολογούντων που ενορχηστρώνονται με τις εκ βορρά επιδιώξεις. Οι θιασώτες αυτών των σκέψεων από χρόνια καλλιεργούν την απεξάρτηση από την «Πηγή της Ευσεβείας» τους τον Οικουμενικό Θρόνο και να οικειοποιήθούν τα προνόμιά του και προς τούτο άφρονα επιστράτευσαν τούς κόπους του μεγάλου Αποστόλου των Εθνών ως του «μόνου ιδρυτή της Εκκλησίας ημών», χωρίς ποτέ να καταλάβουν από κουφόνοια φιλοπρωτίας πόσον τον σμικραίνουν και διαφοροποιούν την αξία της Παύλειας ιεραποστολής που η αρχαία Εκκλησία τη συνταύτησε με εκείνη του Πρωτοκορυφαίου Πέτρου του αυταδέλφου του Πρωτοκλήτου Ανδρέα.

 

     Άς επιστρέψουμε όμως στο θέμα περί της Εκκλήτου, όπως αυτό εξελίχθηκε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Το 1965 ο μητροπολίτης πρώην Δράμας Φίλιππος Τσοβλάς εκπίπτει της μητροπόλεώς του λόγω προκλήσεως σκανδάλου. Επικαλείται τον στ΄ όρο της Πράξεως του 1928 και προσφεύγει για την Έκκλητο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ομως η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με πρόεδρο τότε τον αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β Χατζησταύρου κατακρατεί την αίτηση γιά την Έκκλητο και δεν διαβιβάζει το αίτημα στο Φανάρι. Για να ξεπεράσει την πίεση του εκθρονισθέντος συνέστησε Συνοδική Επιτροπή υπο την προεδρία του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα Παπαγεωργίου η οποία τόλμησε να γνωμοδοτήσει ότι: «έπαυσε να υφίσταται δια το Οικουμενικό Πατριαρχείον το προνόμιον του «εκκαλείν» της μνημονευομένης Πράξεως του 1928 μη ούσης κεκυρωμένης δια νόμου». Με αλλα λόγια, «ναι, μεν υπάρχει η Πατριαρχική Πράξη του 1928, αυτή που προβλέπει όντως το «Έκκλητο», αλλά ο ν. 3615/1928 που νομικά προηγήθηκε της Πράξεως του 1928, αυτού του δόλια ψηφισμέντος νόμου που πρόσφατα διαπίστωσα την πανούργα μεθόδευση για να ικατοποιηθούν προεκλογικά οι αθηνοκεντρικοί συνοδικοί της εποχής, δεν περιλαμβάνει κάτι περί της «Εκκλήτου»! Επομένως για εμάς, τους σημερινούς αρχιερείς, δεν υφίσταται το «Έκκλητο» και δεν δεχόμαστε ότι έχει δικαίωμα το Πατριαρχείο να επανακρίνει την προσφυγή του Δράμας και κάθε άλλη ιεράρχη της Εκκλησίας της Ελλάδος…»! Ο Αθηνών Ιερόνυμος Α προσκυνητής της Ευαγγελιστρίας της Τήνου

 

           Τη θέση αυτή διατύπωσαν γιατι απέκρυβαν ότι ο νόμος αυτός ήταν απαύγασμα πολύμηνης συνωμοσίας ελλαδιτών συνοδικών και καθηγητών που ασεβέστατα προκλητικά περιφρόνησαν «ακάνονα» τους ρητά καθορισμένους στις 17 Ιανουαρίου 1928 από τον Πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδό του προς την κυβέρνηση της Ελλάδος κανονικούς   όρους. και τους αντικατέστησαν με τούς δικούς τους όρους, τους οποίους ο Αθηνών Χρυσόστομος και ο Μεσσηνίας Μελέτιος μέσω της επιτροπής μελέτης των «εκκλησιαστικών ζητημάτων» του Υπουργείου Παιδείας φρόντισαν να ενσωματώσουν στο νόμο 3615/1928 που εσπευσμένα ψηφίστηκε στὶς 28/6/1928 από τη Βουλή (ΦΕΚ.Α΄. 120. 11-7-1928! Με την ενέργεια αυτή δόλια εισπήδησε η Σύνοδος των Αθηνών ως τρίτος παράγοντας στο ζητήματος των Νέων Χωρώνκαι ανέτρεψε την απόφαση του Πατριαρχείου με τούς ρητούς όρους και τη διαχρονική κανονική τάξη να προηγείται η Πράξη και να έπεται ο νόμος του κράτους, όπως είχε και συμφωνηθεί στην επιτροπή συντάξεως του Συντάγματος του 1927! Όταν κοινοποιήθηκε στο Φανάρι ο νόμος κινδύνευσε να ανατραπεί ο πατριάρχης Βασίλειος Γ΄ από τους συνοδικούς αν δεν συντασσόταν μετά ενάμιση μήνα η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928, που κάπως θεράπευσε την αθηνοκεντρική ύβρις προς τον πανίερον θεσμόν της Μητρός Εκκλησίας! Εξ αυτού και το ζήτημα των μητροπόλεων Νέων Χωρών, αντί να συντελέσει στη συσφιξη των σχέσεων Αθηνών και Φαναρίου και στην ενότητα του αυτού Γένους, παραμένει αιτία αντιλογίας (casuscontradictum) που κατά καιρούς δηλητηριάζει τις σχέσεις Μητρός και θυγατρός Εκκλησίας. Και αυτό γιατί με το νόμο αυτό, χωρίς προσχήματα, επαναλήφθηκε η παλαιά Φαρμακίδεια δοξασία περί παραγραφής των ιερών προνομίων της Μητρός Εκκλησίας.

 

           Στις δίσεκτες ημέρες του 1967 η αυτοκέφαλη διοίκηση παραδίδεται από τους κινηματίες με μία πράξη τους σε μη προβλεπόμενη από τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850 «Αριστίνδην Σύνοδο». Ἀπ' αυτές συγκροτούνται πάντα απο αρχιερείς φίλους των κρατούντων. Αυτοί ήθελαν να απομακρυθοούν από τα γενόμενα στην αυτοκεφαλία γεγονότα του 1962-1966 και εισηγήθηκαν διάταγμα για εφαμογή του «ορίου ηλικίας» των αρχιερέων. Αυτό εκκένωσε τον θρόνο των Αθηνών και σε μερικές μητροπόλεις που αμέσως πληρώθηκαν. Στην Αθήνα εκλέκτηκε ο πρωθιερέας των Βασιλικών Ανακτόρων και καθηγητής Ιερώνυμος Κοτσώνης, που άφρονα απορρίφθηκε από την Ιεραρχία το 1965 ως μητροπολίτης Σύρου. Άν τότε εκλεγόταν θα είχε αποδείξει τις ικανότητες και τις τάσεις του και δεν θα ἐπιβαλλόταν ως καταλύτης της τότε εκκλησιαστικής κακοδαιμονίας. Στη συνέχεια πληρώθηκαν με τον Φαρμακίδειο τρόπο της οθωνικής εποχής οι χηρεύουσε επαρχίες με αρχιερείς. Η Σύνοδος κατέθεται το λεγόμενο «τριπρόσωπο» ψηφοδέλτιό της και η κυβέρνηση τῆς 21ης Απριλίου σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες της εξέλεγε τον υποδεικνυόμενο ιεροκρυφίως ως μητροπολίτη! Όταν πληρώθηκαν οι πρώτες χειρεύουσες μητροπόλεις ξεκίνησε και ο ευρύτερος κύκλος αντικανονικής κενώσεως μητροπολεων με τον αντικανονικό νόμο 214/1967 «περί εκκαθαρίσεως του κλήρου με την έξωθεν μαρτυρία». Απ αυτόν σκόπιμα παραλήφθηκε το θέμα της Εκκλήτου εφέσεως για τους ανεπιθύμητους αρχιερείς των Νέων Χωρών!  

 

                   Ένας των εκθρονισθέντων μητροπολιτών στις 28 Φεβρουαρίου 1968 ήταν ο Θεσσαλονίκης Παντελεήμων με επιχειρήματα τις εμπαθείς δημοσιεύσεις σε πολιτική εφημερίδα ενός ασυγκράτητα ματαιόδοξου αρχιμανδρίτη υποψήφιου διά πάσαν κενωθείσα θέση και ήδη αποθανόντος! Έτσι ο «απολυθείς» αρχιερεύς, που αλλοτε είχε αρνηθεί στο πρώην Δράμας Φίλιππο την Έκκλητο έφεση, προσέφυγε στις 3 Μαρτίου 1968 στον Οικουμενικόν Πατριάρχην Αθηναγόρα ποιούμενος χρήση του δικαιώματός του εκ της Πράξεως του 1928! Όμως η δοτή Αριστίνδην Σύνοδος αρνήθηκε να διαβιβάσει την έφεση του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο! Ακολούθησαν και άλλες ακραίες παρεμβάσεις από το καθεστώς της 21ης Απριλίου για να κενωθούν αρχιερατικοί θρόνοι στους οποίους αμέσως εξελέγοντο πρόσωπα εκθειάζοντα τα επιβληθέντα στην Εκκλησία. Πολλοὶ νέοι αρχιερείς διακρίνονταν για άψογη ζωή και κατάρτηση, αλλά ήταν διαπαιδαγωγημένοι με την οργανωσιακή νοοτροπία που αποδεχόταν τα Φαρμακίδεια φρονήματα των προϊστάμενων της κάθε κινήσεως. ¨Ομως τότε προς εκπληξη σημειώθηκε και μια φωτεινή εξαίρεση σεβομένου την τάξη της Εκκλησίας. Ο βοηθός επίσκοπος Βρεσθένης Δημήτριος Τρακατέλλης δεν δέχθηκε την εκλογή του στην μητρόπολη Αττικής, γιατί αυτή κενώθηκε με τον αντικανονικό νόμο 214/1967. Έτσι παρέμεινε στα περιθώρια της εκκλησιαστικής διοικήσεως επί 40 ολόκληρα χρόνια! Το Φανάρι διέγνωσε τον παροπλισμό αυτού του σεμνού προσώπου από την τοπική διοίκηση και το 1999 τον εξέλεξε αρχιεπίσκοπο Αμερικής! Το ίδιο συνέβη και με τον έτερο «καππαδόκη», τον Ανδρούσης Αναστάσιο. Ο καταρτισμός και ο ζήλος του συστηματικά διαστρεβλωνόταν από άφρονες αρχιερείς για να μην εκλεγεί Κεφαλληνίας το 1979, μήπως η προσωπικότητά του εμποδίσει τα σχέδια καταλήψεως του προεδρικού θρόνου των Αθηνών της πρώτης συσταθείσας ενταύθα εγχώριας τρόϊκας! Όμως ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος επισήμανε την αξία του ανδρός και τον κατέστησε έξαρχό του στην Αλβανία και όταν η αποστολή του ανέστησε την Εκκλησία στην Αλβανία τον ανέδειξε εκεί αρχιεπίσκοπο και έκτοτε πορεύεται στον αμπελώνα του πραγματικά αποστολικά και διαβλέπω ότι η Εκκλησία κάποτε του επιφυλάξει τη τιμὴ Ισαποστόλου !              

 

             Οι αθρόες χειροτονίες για άγρευση στηριγμάτων, όπως συμβαίνει σε κάθε ανασφαλή πρόεδρο της ελλαδικής Συνόδου, πέρασε τη «ψήφο των πλειόνων» της Ιεραρχία στα χέρια νεότευκτων αρχιερέων. Η λεγόμενη «Πρεσβυτέρα Ιεραρχία» τότε εκτοπίστηκε στο περιθώριο της αυτοκέφαλης διοικήσεως. Από τότε ξεκίνησε αυθαίρετα ο αγνώμων λογισμός κάποιων αδιάβαστων εραστών της φιλοπρωτίας ότι η «η σώτηρα του Γένους Μητέρα εξελίχθηκε σε Μητρυιά»!   Με αυτή την ιδεοληψία ξεκίνησε μυστικά νέος Καταστατικός Χάρτης (Ν.Δ. 126/10-2-1969) που προκλητικά καταλιμπάνονταν σαφείς όροι του Τόμου του 1850 και της Πράξεως του 1928, οπως ήταν η «αλληλοδιαδοχή των Πρεσβείων χειροτονίας» για τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, η οποία και εγγυάτο την κανονική τάξη στην τοπική Εκκλησία. Έτσι, συγκροτήθηκε πλέον μία Διαρκής Σύνοδος κατ' επιλογήν του αρχιεπισκόπου, που δίκη «καρδιναλίων» ήταν πρόεδροι των συνοδικών επιτροπών, κατ΄ αντιγραφή της Συνόδου της ελεγχόμενης τότε από το κομμουνιστικό καθεστώς Εκκλησίας στη Ρουμανία!

 

       Πρόθεση αυτού του Χαρτη ήταν να παρουσιαστεί η τοπική Εκκλησία σαν ένα εντελώς ανεξάρτητο εθνικό κατασκεύασμα κατά τις πλανεμένες εκκλησιαστικά Φαρμακίδειες απόψεις! Η αυθαίρετη αυτή συγκρότηση της Διαρκούς Συνόδου προκάλεσε τις αντιδράσεις στις συνειδήσεις παλαιών και νέων ιεραρχών και έτσι βρέθηκαν δύο άτεγκτοι μητροπολίτες των Νέων Χωρών, ο Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης και ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος Νικολάου που πρόσβαλαν τον αυθαίρετο τρόπο συγκροτήσεως της Συνόδου ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας. Τότε το Πατριαρχείο με ρητή δήλωσή του έλυσε την σιωπή και είπε πως επιμένει στην ακριβή τήρηση των όρων του Τόμου του 1850 και της Πράξεως του 1928. Η απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας δυσκόλεψε πλέον τα σχέδια του αρχιεπισκόπου και των συνεργατών του, αφού μια Σύνοδος συγκροτημένη κατά τα «Πρεσβεία χειροτονίας» επανέφερε στη διοίκηση και την «Πρεσβύτερη» Ιεραρχία!

 

               Μετά την 17η Νοεμβρίου 1973, συνέβη το ενδοχουντικό πραξικόπημα και η κυβέρνησή Ανδρουστόπουλου ορκίστηκε από τον Ιωαννίνων Σεραφείμ Τίκα ενεργόντας «παρ' ενορία» που κολάζεται αυστηρά από το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας. Όμως τότε ανέλαβε ως υπουργός Παιδείας ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου, που από φίλος κάποτε του Αθηνών Ιερώνυμου Κοτσώνη εἶχε μεταβληθεῖ σε αντίπαλό του στην Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης και τον είχε εμποδίσει τον Αύγουστο του 1967 να διαδεχθεί στο Υπουργείο Παιδείας τον παραιτηθέντα αρεοπαγίτη Κωνστ. Καλαμποκιά! Η παρουσία αυτή του Π. Χρήστου στο Υπουργείο Παιδείας ενήργησε ωςκαταλύτης για τη συνέχιση της αρχιερατίας του Αθηνών Ιερώνυμου Α΄ και τον ωδήγησε στην περιπετειώδη παραίτησή του, που γνωρίζω άριστα εκ του οικείου μου τότε αντιπροέδρου της Συνόδου μητροπολίτη Καλαβρύτων Γεωργίου Πάτση. Οι απορφανισθέντες φίλοι του Ιερωνύμου αναζητούσαν διάδοχο γιατί είχαν τότε τη πλειονοψηψία. Όμως τους πρόλαβαν τα μέλη της «Πρεσβύτερης» Ιεραρχίας και με τη βοήθεια του τότε υπουργού Παιδείας καθηγητή Π. Χρήστου δόθηκε πολιτική και όχι εκκλησιαστική λύση, δεδομένου ότι το επιβληθέν το 1967 καθεστώς στη τοπική Εκκλησία πήγασε από σφετεριστές της κοσμικής πολιτικής εξουσίας!

 

       Έτσι, αποφαστίστικε η ενεργοποίηση Συντακτικών Πράξεων για την επαναφορά της προ του 1967 εκκλησιαστικής τάξεως και για τη διενέργεια της εκλογής νέου αρχιεπισκόπου, Τότε εκλέκτηκε ως Αθηνών ο ριψοκίνδυνος που αψήφισε την επικρεμάμενη τότε απειλή εναντίον του, ο από Ιωαννίνων Σεραφείμ Τίκας! Είχα σταλεί εκ Φαναρίου για να πληροφορηθώ ασφαλώς τα διατρέχοντα στον πρώην Αθηνών και Πρόεδρο Αττικῆς Ιάκωβο. Τότε κατοικούσε στη δεξιά πλευρά του άλσους της Κηφησιάς. Τότε ὁ πιστός βοηθός του Θανάσης ανήγγειλε τον ερχομό του Ιωαννίνων Σεραφείμ. Ήλθε για να συμβουλευτεί τον πολύπειρο γέροντα και να εξασφαλίσει την υποστήριξή του. Τον δέχθηκε ο Μακαριότατος και συζήτησε μαζί του. Αποσύρθηκα σε παρακείμενο χώρο και έφθασε σε λίγο και ο παλαιός μου φίλος μακαριστός π. Γεώργιος Πυρουνάκης. Όταν απεχώρισε ο Ιωαννίνων επιστρέψαμε στο γραφείο του γέροντα για να πληροφορηθούμε τις εξελίξεις από τα διαμειφθέντα.
             Η ραγδαία αυτή επάνοδος στα εκκλησιαστικά πράγματα των παλαιών ιεραρχών αναστάτωσε τους «Ιερωνυμικούς» αρχιερείς και επιχείρησαν να «συνασπιστούν» κάτι που περιήλθε εγκαίρως σε γνώση της «Πρεσβυτέρας» Ιεραρχίας και ζήτησε από τον υπουργό την έκδοση και νέας Συντακτικής Πράξεως» (7/1974), αυτή που απομάκρυνε από τους θρόνους τους πλέον ασυβίβαστους αντιπάλους της με κάποια επιλεκτική σκληρότητα. Στους θρόνους που τότε χείρευσαν οι ισχυρότεροι των «γερόντων» μητροπολιτών εξέλεξαν αμέσως κληρικούς της «προβλήσεώς» τους, οι οποίοι και ευχαρίστως απεδέχθηκαν «την ανέλπιστη αυτή εξέλιξη» την οποία και έκτοτε ποικιλοτρόπως υπερασπίστηκαν. Στην αυτοκέφαλη διοίκηση δυστυχώς οι ανωμαλίες συντρέχουν με τις πολιτικές εξελίξεις αφού ο συνεκτικός θεσμός της τοπικής ενότητας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, βρίσκεται στο Φανάρι.

 

     Εκ των πρώτων ενεργειών της νέας Συνόδου ήταν η κατάργηση του αντικανονικού νόμου 214/1967, που δίκασε χωρίς κανονική διαδικασία. Τότε ο πρώην Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ζήτησε την αναψηλάφιση της δίκης του 1968 και αποκαταστάθηκε ηθικά, χωρίς, όμως και να επανέλθει στο θρόνο του που είχε πληρωθεί με πνευματικό τέκνο του τον από Σάμου μητροπολίτη Παντελεήμονα Χρυσοφάκη. Τότε διαβιβάσθηκε στο Φανάρι και ο φάκελλος του πρώην Δράμας. Ο πατριάρχης Δημήτριος επικύρωσε την απόφαση του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος για την έκπτωση του Δράμας από τον θρόνο του αλλά απακατέστησε το ακώλυτο της αρχιεροσύνης του. Προσέφυγαν απ’ ευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και οκτώ από τούς δώδεκα παυθέντες αρχιερείς. Εξ αυτών οι τέσσερις ήταν εκ των Νέων Χωρών και οι άλλοι τέσσερις εκ της Αυτοκεφάλου Διοικήσεως. Το Πατριαρχείο καίτοι παρατήρησε ότι και «ούτοι εν καιρώ ήσαν πρωτεργάται και συντελεσταί διαγραφής του δικαιώματος της Εκκλήτου του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκ του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», υπέδειξε στους προσφυγόντες να υποβάλουν το αίτημά τους, «κατά την τάξιν» μέσω της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτό έγινε και ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ «τη ομοφωνώ αποφάσει» της περί αυτόν Δ.Ι.Σ. παρέπεμψε το θέμα «εις το αδιάβλητον κριτήριον του Οικουμενικού Πατριαρχείου», επικαλούμενος τους καθιερούντες την ΄Εκκλητον ιερούς κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων γ’ της Β’, θ’, ιζ’ και κη’ της Δ’ και λστ’της Πενθέκτης προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη και κατὰ τις διατάξεις του Τόμου του 1850, «δια των οποίων προσδιορίζονται οι κανονικοί όροι ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου (της Εκκλησίας της Ελλάδος) και αι έναντι της Μητρός Εκκλησίας υποχρεώσεις αυτής», καθώς και κατά τον Ζ΄ όρο της Πράξεως του 1928 και το άρθρο 3, παρ. 1 του ισχύοντος τότε Συντάγματος, κατά το οποίο η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να «τηρεί και επι του προκειμένου θέματος την υπό των ιερών κανόνων και των ιερών παραδόσεων επιβαλλομένην κανονικήν εκκλησιαστικήν διαδικασίαν».

 

     Όμως την κανονική απόφανση του Πατριαρχείου παρακώλυσαν:

 

     α) Ότιτι οι εκπτώσεις προκλήθηκαν από πολιτικές αποφάσεις και όχι από εκκλησιαστικές δίκες, που κρίνονται από την Έκκλητον και ότι αυτοί εκλέκτηκαν αρχιερείς από μια πολιτικά δοτή Αριστίνδην Σύνοδο του 1967, που προέκυψε και ανέτρεψε την εκκλησιαστική τάξη.

 

     β) Η κυβέρνηση Καραμανλή και όλα τα κόμματα της Μεταπολιτεύσεως που επανήλθαν στην κοσμική εξουσία καταδίκαζαν τους προαιτίους και τα πεπραμένα του πραξικοπήματος του 1967-1973 και το εν γένει κλίμα ήταν δυσμενέστατο κατά παντός συνεργάτη των Απριλιανών και θεωρούσαν όσους αρχιερείς ανέλαβαν διοικητικές ευθύνες καὶ καταστάθηκαν ανώμαλα σε διάφορες τότε μητροπόλεις έμπρακτα φιλοχουντικους. Η τότε κυβέρνηση πρόβαλε το «εκκλησιαστικό» προηγούμενο που συνέβη στην Γαλλία μετά το πέρας του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν επανήλθε από την εξορία στη Γαλλία η κυβέρνηση του στρατηγοὔ Ντε Γκώλ αξίωσε απο το Βατικανό να απομακρύνει από τις επισκοπές της Γαλλίας τους ιεράρχες που δέχθηκαν διορισμό με διατάγματα από την φιλοναζιστική κυβέρνηση του Βισύ, γιατί τους θεώρησε συνεργάτες της! Για να διασωθούν μερικοί επιστρατεύθηκε η διπλωματική ικανότητα του τότε νουντσίου στο Παρίσι Άγγελου Ρονκάλι, του από το 1958 πάπα Ιωάννη ΚΓ΄, και μερικοί δεν απομακρύνθηκαν.            

 

       ¨Οταν όμως άρχισε να αμβλύνεται το αντιχουντικό μένος του ελληνικού λαού τότε ο υφυπουργός Παιδείας από το 1974 στην κυβέρνηση Καραμανλή Χρυσόστομος Καραπιπέρης, θεολόγος της Σχολής της Χάλκης και νομικός, θεώρησε καθήκον να θεραπεύσει τη διάσταση στο στ ἐπισκοπικό σώμα της εν Ελλάδι Ιεραρχίας καὶ άνοιξε τον δρόμο της καταλλαγής με την απόφασή του το 1976 να γεφυρώσει την αντίθεση των σχολαζόντων επισκόπων με την «Πρεσβυτέρα» Ιεραρχία. Όμως οι απομακρυθέντες είχαν αρχίσει τις προσφυγές στο Συμβούλιο Επικρατείας για νομική δικαίωσή τους, παρά τους ιερούς κανόνες, και οι αποφάσεις που εξεδόθηκαν περιεπλεξαν περισσότερο τα πράγματα. Έτσι άρχισε ο στυγερός «αρχιερατικός εμφύλιος» των συμφερόνων έκπτωτων και κατεστημένων ιεραρχών. αλλά και πάλι η καραδοκία όσων τότε ανέμειναν επισκοπική προαγωγή! Τελικά προέκυψε η ανάγκη συντάξεως του νέου Καταστατικού Χάρτη και με την εισήγηση της Εκκλησιας της Ελλάδος το κράτος νομοθέτησε με στο άρθρο 44 του 590/1977 πλήρως το κανονικό δικαίωμα της Εκκλήτου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο μετά από εκκλησιαστική δίκη των αρχιερέων των λεγόμενων Νέων Χωρών και κατ' επέκταση και της αυτοκέφαλης διοικήσεως. Την συνταγματικότητα του άρθρου αυτού αποδέχθηκε παμψηφί και η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. (Απόφαση 825/1988). Γιά πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε το άρθρο 44 του νέου Καταστατικού περί της Εκκλήτου στην υπόθεση του πρώην Ιερισσού Παύλου Σοφού, που είχε συνοδικά εκπέσει του θρονου του το 1980. Αυτός προσέφυγε στην «έκκλητον ψήφον» του Οικουμενικού Πατριάρχου και ο Αθηνών Σεραφείμ διεβίβασε τον όλο φάκελλο στο Φανάρι. Τότε η Συνοδική Κανονική Επιτροπή του Πατριαρχείου εισηγήθηκε στον πατριάρχη Δημήτριο την επικύρωση της αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και αυτή κοινοποιήθηκε στους ενταύθα.

 

           Ο Αρχιπίσκοπος Αθηνών  Σεραφείμ με την Πρεσβυτέρα Ιεραρχεία  Η «Εκκλητος», για τον αποστολικό Θρόνο της Εκκλησίας Κων/πόλεως αποτελεί θεμελιώδους σημασίας κορυφαίο κανονικό δικαίωμά του και με τη χρήση της αποδεικνύεται η και έκταση της οικουμενικής ευθύνης αυτού του πανίερου θεσμού. Όποιος αμφισβητεί αυτό το δικαίωμα και μάλιστα ώμοσε επί του ιερού ευαγγελίου τον «όρκον ασφαλείας» του Οικουμενικού Πατριαρχείου για να χειροτονηθεί και μετά αναζήτησε αλλού τύχη. Όποιος επιχειρεί με τις σφηκοφωλιές κενόδοξων επικριτών να προσβάλλει τις διαχρονικά σταθερές αρχές της Εκκλησίας καινα φαλκιδεύσει το «δίκαιο της χειροτονίας» του Πατριάρχη, και τη μοναδική του ευθύνη του να καθιερώνει «σταυροπήγια» στη δικαιοδοσία του, πρέπει να αναμένει την άμεση παιδαγωγία του «πνευματικού νόμου», όπως έδειξε πρόσφατα το ραγδαίο τέλος κάποιου που προσπάθησε να προσβάλει τα δίκαιο του πανίερου Θρόνου!

 

     Ο εξόριστος στη Νίκαια Πατριάρχης Κων/πόλεως Γερμανός Β΄ μετέβη αυτοπροσώπως το 1238 (ΙΓαἰώνας) στην Άρτα, όπου τότε ήταν το κέντρο του τότε Δεσποτάτου της Ηπείρου, μία προδρομική μορφή του σημερινού ελληνικού κράτους, και αξίωσε και πέτυχε τη περιφρούρηση των δικαίων του, μεταξύ των οποίων ήταν και η προστασία των Σταυροπηγιακών μονών από την εκδικητική μανία της αυθαιρεσίας των ισχυρών της ημέρας!

 

       Ο τόσο λοιδορούμενος από όσους αγνοούν τον βίο και την πολιτεία του πατριάρχης Αθηναγόρας κάποτε μου έλεγε: «Μη λησμονείς ότι τον αγνώμονα πάντα τον πληρώνει ο Ίδιος ο Θεός»!                               Α.Π.    

 

Loading