Η ΚΡΟΥΣΗ ΤΟΥ ΤΑΛΑΝΤΟΥ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ   ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

 

 

 

sinodos1

 

 

 

 

 

 

 

 του Αριστείδη Πανώτη

                                                              

                                                                                

        

Μία αρχαία μοναστική παράδοση διηγείται ότι ο Νώε για να προσκαλέσει στη Κιβωτό τα τέκνα του και τα ζεύγη του ζωϊκού βασιλείου ολίγο προ της ενάρξεως του κατακλυσμού παίρνει μία εύηχη σανίδα από φλαμουριά και με μία ξυλοσφύρα άρχισε να το κτυπά ρυθμικά το τάλαντο για να προσκληθούν όσοι έπρεπε να σωθούν εκ των πλασμάτων του Θεού για τη διαδοχή των γενεών.

Το ίδιο σήμερα πράττει και ο «Πρώτος» του «Ευσεβούς Γένους των Ορθοδόξων», ο Παναγιότατος Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και κρούει το τάλαντο για να αφυπνίσει τους Ορθοδόξους με την εμπειρίας που διαθέτει από τα εικοσιπέντε χρόνια της πατριαρχίας του και να επιστήσει τη γενική ευθύνη να τερματιστεί η παρατεταμένη αναβλητικότητα συγκροτήσεως ανακαινιστικής Συνόδου προς επίλυση ζητημάτων που απορυθμίζουν τη κανονική ευταξίας από διελκυνστίδα σκέψεων, κλονισμό της εν Χριστώ αδελφότητας και αχαλιναγώγητης ζυλωτικής ασυναρτησίας.    

 

       Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα υπάρχει πληθώρα υπομνημάτων και αξιόλογων μελετών και άρθρων σε έγκυρα εκκλησιαστικά περιοδικά, που επισημαίνουν τα προβλήματα και φανερώνουν το Πανορθόδοξο ενδιαφέρον από τις αρχές του 20ου αιώνα. Αυτό δείχνει πως δεν υπήρξε ποτέ επιρροή από τον ετερόδοξο χώρο ή από διαχριστιανικό ενδιαφέρον όπως μυθολογούν ανεύθυνοι «θεολογούντες». Από τότε αρχίζει η πρωτοβουλία του μεγάλου πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ να ξεκινήσει ο Διάλογος στις κατά τόπους Ορθοδόξες Εκκλησίες ό,τι προκαλεί διάσταση και διευκολύνει την ασυναρτησία που σκορπίζει καταχνιά και στις ψυχές των απλών ανθρώπων για τα εκκλησιαστικά ζητήματα. Μεσολαβεί ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που αιματοκύλησε την ανθρωπότητα και έφερε στην Εκκλησία μας σε νέα δεδομένα. Εν μέσω θυέλλης για το Πατριαρχείο μας, το 1923 μία δυναμική μορφή Κρητός ο Μελέτιος Μεταξάκης, ως Πατριάρχης παρακολουθούσε το Μετεπαναστατικό χάος στην εν Ρωσία Εκκλησία και τα επισημανθέντα προβλήματα που επιχειρούσαν να επιλύσουν οι διάφορες φατρίες εκεί και στη Ρουμανία και οσφραινόμενες τις συνέπειες αυτής της Μεταρρυθμίσεως  για την Ορθοδοξία προχώρησε στο πρώτο προσδιορισμό των επίκαιρων θεμάτων και κάλεσε σε Συνέδριο «εκ των ενόντων» τη πρώτη μελέτη μερικών επειγόντων θεμάτων εκδίδοντας τις πρώτες εισηγήσεις. Το 1930 συνήλθε στη μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους η Διορθόδοξη Προκαταρκτική Επιτροπή που πρώτη συστηματικά κατέγραψε αυτά τα προβλήματα που θα εξήταζε μελλοντικά Γενική Σύνοδος. Όμως ο σκληρός διωγμός των Ορθοδόξων στη Ρωσία τη περίοδο του Μεσοπολέμου ανέστειλε κάθε σκέψη και αντ' αυτής συνήλθε στην Αθήνα το 1936 το Α΄ Διορθόδοξο θεολογικό Συνέδριο. Ακολούθησε όμως ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που ανέβαλλε κάθε σύναξη μέχρι το 1962, όταν και πάλι εγκαινιάστηκε η σειρά των Πανορθόδοξων Διασκέψεων από τον πατριάρχη Αθηναγόρα, κίνηση που έφθασε μέχρι τα χρόνια μας.

 

          Η αρχιεπισκοπή Κων/πόλεως και Νέας Ρώμης από τα τέλη του Δ΄ αιώνα (381) συγκέντρωσε στη τότε βασιλεύουσα Πόλη όλη την αποστολική πίστη και κληρονομία που διασώθηκε μέχρι τότε στη Μικρασία και στη Θράκη, ώστε «μηδέν συγχέειν ταις Εκκλησίες» (Καν. 2 της Β΄ Οικ. Συνόδου) Ο θησαυρός της παραδοθείσης αποστολικής πίστεως και παραδόσεως ανατέθηκε στους πρώτους πυρήνες των παροικιών με την αρχή της τάξεως (Α΄ Κορ. ιδ΄40) για την αυτοτελή διαχείριση των πραγμάτων και ζητημάτων της κάθε τοπικής Εκκλησίας. Η κληρονομία αυτή βεβαιώθηκε όταν ολοκληρώθηκε το «Σύμβολο της Πίστεως» και οι ίδιοι Πατέρες της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου το 381 συνέστησαν τον θεσμό της Δευτερόθρονης τότε Εκκλησίας Κων/πόλεως που από τότε μέχρι σήμερα αυτή «Καθεδρεύει» και βιώνει καρτερικά τη μαρτυρία της  Εκκλησιαστική Συνείδησή της, μάλλον κατά θεία παραχώρηση στο μέσο αλλόθρησκων προκατειλημμένων σύνοικων, παρά στην ελληνική επικράτεια για να μη προπηλακίζεται συνεχώς καθ' υποτροπή από ομογενείς και ομόδοξους, που επιδιώκουν συνεψώς «πονηρευόμενοι» (Ψαλμ. κε΄4-5) να φαλκιδεύουν τα δικαία του ευεργέτη θεσμού τους και χαιρέκακα συγχαίρουν για την εμπάθεια των αγνώμονων και εμπαθών χλευαστών των αποφάσεων της Μητέρας τους Εκκλησίας, κρυπτόμενων όπισθεν της ελλαδικής «αυτοκεφαλαρχίας» και της ασφαλείας των ελληνικών συνόρων!

 

         Ή «ελέω Θεού» «Πηγή της Ευσεβείας»μας είναι αποστολικός θεσμός και δεν είναι οργανωμένος σε βάση εδαφική και εθνική. Πορεύθηκε «στα έθνη» και επιμελήθηκε τη διδαχή, τη βάπτιση και την οργάνωση της εκκλησιαστικής ζωής στη περιοχή. που αργότερα πιστώθηκε ως η κανονική δικαιοδοσία του κλίματός του. Εξ αυτού και μέσα στη δικαιοδοσία του κάθε Αποστολικού Θρόνου είναι απαραίτητη η συγκατάθεσή του με κανονική απόφανση διατυπωμένη σε Τόμο ή Πράξη με όρους για κάθε νέα σύσταση εκκλησιαστικής οντότητας. Οι μητροπόλεις της επαναστατημένης το 1821 Παλαιάς Ελλάδος που βίαια αποσπάστηκαν από τον Οικουμενικό Θρόνο παρέμειναν σε «ακοινωνησία» για 17 χρόνια (1833-1850). Δεν μπορούσαν οι αγωνιστές αρχιερείς να χειροτονήσουν νέους ιεράρχες χωρίς άδεια του Πατριάρχη μας γιατί θα καθαιρύντο και τότε ο νεοσύστατος θεσμός του Βασιλείου της Ελλάδος επικαλέσθηκε τη συγχώρηση του πατριαρχικού ωμοφορίου και το θεσμικό κέντρο της Εκκλησίας Κων/πόλεως έκανε χρήση του «πνεύματος της οικονομίας» των Ιερών Κανόνων. Αυτή προέκυψε από το πνεύμα του 39ου κανόνα της Ε΄/Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου, όταν κανονίστηκε η μετεγκατάσταση της Κυπριακής Εκκλησίας στη «Νέα Ιουστινιανή» της περιοχής Κυζίκου μετά την εκδίωξή της από τη νήσο υπό των Αράβων. Αυτός ο κανόνας έδωσε διευθέτηση της οργανώσεως στην ελεύθερη τότε ελληνική επικράτεια ανεξάρτητης διοικήσεως πάντα μέσα στό κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επομένως είναι απόλυτα ανακριβής η μυθολογία ότι υπάρχουν κανόνες που ευνοούν τη πολυδιάσπαση της διοικητικής ενότητας της Εκκλησίας. Τόσο η γνωστή Φώτεια ρήτρα, όσο και η σύνταξη του 17ου της Δ΄΄ και του 38ου της Ε΄/ΣΤ¨ Οικουμενικῆς Συνόδου δεν υπονοούν την «αυτοκεφαλία». Γραμματικά, αναλυτικά και ιστορικά διαπιστώθηκε πως αναφέρονται σε τακτοποίηση της εσωτερικής ευταξίας κρατικής υποστάσεως όταν πρέπει η εκκλησιαστική διοίκηση φεύγει από μιά μικρή πολίχνη και πηγαίνει σε άλλη πόλη που υφίσταται το κέντρο της πολιτικής διοικήσεως. Αυτή την παρερμηνεία στήριξαν οι διάφοροι πολιτειοκράτες για να δικαιολογήσουν την αποσκίρτηση της ελλαδικής ιεραρχίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ανεξέλεκτοι να διασπαθήσουν την ιερή κληρονομία της τοπικής Εκκλησίας. Εξ αυτού και μέχρι σήμερα όταν το κράτος αυθαιρετεί και θεσπίζει νομοθετικά μέτρα που θίγουν την Εκκλησία οι ελλαδικοί αρχιερείς αντιπαρατάσσουν την άρση της «δοτής αυτοκεφαλίας» και την επιστροφή τους στο Οικουμενικό Πατριαρχείο που μόνον αυτός ο Αποστολικός Θεσμός τους προστατεύει, όπως τούς ενταύθα Ρωμαιο- καθολικούς η Αγία Έδρα της Παλαιάς Ρώμης.

 

             Το Φανάρι έχει αποθησαυρίσει γνώση και εμπειρία αιώνων και πάντοτε μακροπρόθεσμα διαβλέπει την εξέλιξη των ζητημάτων του μέσα στη δικαιοδοσία του. Από τις αρχές του 20ου αιώνα οργάνωσε θεματικά τη τοπική   διοίκηση της Εκκλησίας της Κρήτης. Αυτή η απόφασή του ανέδειξε τη θαυμάσια πνευματική και εθνική ζωτικότητά των εκεί μητροπόλεων ιδίως μετά τη ασήκωτη Μικρασιατική οδύνη του 1922. Τότε το πάντα φωτισμένο Φανάρι συμφώνησε με την Ελληνική Πολιτεία οι επαρχίες του στη βόρεια και στη νησιωτική χώρα, οι λεγόμενες των Νέων Χωρών,  να οργανωθούν θεματικά ως ζωντανή διοίκηση, όπως στο νότο ήταν η Εκκλησία της Κρήτης η οποία θα είχε το πλεονέκτημα να αντλεί επιφανή στελέχη από το Αγιορείτικο πνευματικό λειμώνα όπως και στο παρελθόν. Όμως η βούληση του πατριάρχου Γρηγορίου Ζ΄ και της εμπερίστατης Ιεραρχίας του δέχθηκε τη ραδιουργία ανενδοίαστα εκκλησιαστικών και πολιτικών «πονηρευόμενων» κατά τον Ψαλμωδό (Ψαλ.κε΄5). Οι ελλαδικοί αρχικά εμμανώς επεδίωκαν την αφομοίωση των μητροπόλεων αυτών και στη συνέχεια με δόλιες «ακάνονες» ενέργειες πέτυχαν τη συνδιοίκησή τουςικανοποιώντας το «καταθύμιό» τους. Προφασίζονταν την δήθεν εθνική ενότητα για να έχουν περισσότερους θρόνους να προωθούν πρώτα με συναλλαγές τους υποτακτικούς τους και μετά με διαβουλεύσεις τους καραδοκούντες στα γραφεία και στα ιερορραφεία της οδού Φιλοθέης!

 

             Όμως εκείνο που εμπόδισαν να εφαρμοστεί το 1928 στις Νέες Χώρες το έπραξε η Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων το 1946 και παραδόθηκαν οι ευρισκόμενες εντός της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Θρόμου μητροπόλεις της Δωδεκανήσου στον δικαιούχο ιερό θεσμό του Γένους. Έκτοτε το Φανάρι συνέχισε να εκλέγει τους ιεράρχες της επιλέγοντας πατριώτες και αγαπητούς ποιμενάρχες που αποκατέστησαν την εκκλησιαστική ευταξία, χωρίς να παρασυρθούν από εκκεντρικούς παρασυνάγωγους . Και οι μητροπόλεις αυτές έζησαν Διασκέψεις και Συνέδρια που «μεγάλυναν εν τοις εκκλησιαστικοίς πράγμασει» τη Μητέρα Εκκλησία μας.

 

       Οι αγκιστρωμένοι στον «επαρχιωτισμό» εραστές του «αυτοκεφαλισμού» δεν θέλησαν ποτέ να καταλάβουν: Ότι μετά το 1922 στην ελληνική επικράτεια μεταβλήθηκε ριζικά ο εκκλησιαστικός χάρτης της Ελλάδος. Η μετακίνηση στα ελεύθερα ελληνικά εδάφη μυριάδων Ελληνορθοδόξων της Ανατολής κατέλυσε κάθε περιχαράκωση της ελλαδικής αυτοκεφαλίας από «ακάνονες» και νοσηρές εθνικιστικές ιδεοληψίες, που δεν συμπίπτουν με το γνήσιο πατριωτισμό. Όλες οι εκκλησιαστικές διοικήσεις στο ελληνικό χώρο «κανονίστηκαν» από την Οικουμενική Καθέδρα και συνοικούν και «περιχωρούν» έχουσες συνεδαφικότητα μέσα στην ακλόνητη δικαιοδοσία του πατριαρχικού κλίματος και είναι θεσμικά δοσμένη στον εκάστοτε εν ενεργεία Οικουμενικό Πατριάρχη γιατι ο Αποστολικός Θεσμός που διακονεί είναι   Ομοταγής, Ομότακτος και Ομόκυρος,με τον οργανωμένο επίσης κρατικά θεσμό της κάθε Πολιτείας. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο Θεσμών οικονομούνται κατά το Κανονικό και το Διεθνές Δίκαιο με Διμερή Διάλογο, στον οποίο δεν εισχωρεί ποτέ «δευτερογενής» τρίτος συνομιλητής. Το Ισότιμο των δύο θεσμών απορρέει από την όλη ίδια συγκρότηση αμφοτέρων τους. Ο ένας στηρίζεται σε κανονικές διατάξεις Οικουμενικών Συνόδων, στην Ιστορία και στην αδιάκοπη επί αιώνες λειτουργία του και γι' αότό συμβολικά θεωρείται ως «κράτος του Θεού» και ο «ύπατο άνακτα» ισότιμο «με κάθε άλλο αρχηγό κοσμικού κράτους». Ο δεύτερος θεσμόςτης Πολιτείας είναι επίσης συντεταγμένος με θεσμικές αποφάσεις, νόμους και διατάξεις, κατά τη θέληση του κυβερνώμενου λαού του. Η Εκκλησία εξουσιοδοτεί την Πολιτεία να εκδόσει την νομοθεσία της εσωτερικής λειτουργίας της τοπικής Εκκλησίας σύμφωνα με τα συνομολογηθέντα και επικυρωθέντα από τον Πατριάρχη και τη Σύνοδό του. Εκ μακροτάτης ιστορικής παραδόσεως κάθε θεσμός δικαιούται για την ομαλή πρόοδο των μεταξύ τους σχέσεων να έχει στον αντίστοιχο θεσμό και αντιπρόσωπο. Εκπρόσωπος της Ελληνικής Πολιτείας στο Φανάρι είναι ο πρεσβευτής της Ελλάδος στην Άγκυρα η αποστελλόμενος υπουργός, Σ' αυτόν αποδίδονται οι πρέπουσες τιμές και επισήμως ανέρχεται «επ'εκκλησίαις» στο Παραθρόνιο του Πατριάρχου και συνομολογεί εκ μέρους του ορθοδόξου λαού της Πολιτείας του το «Σύμβολον της Πίστεως». Το ίδιο ισχύει και για τον Αποκρισιάριο της Εκκλησίας που εξέλεξε ο Πατριάρχης κατά την βούλησή του να εκπροσωπεί τα δίκαια του Θρόνου του στην Ελλάδα, Το Πατριαρχείο δεν εξετάζει αν είναι αρεστός η όχι ο εκπρόσωπος της Πολιτείας. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του εκπροσώπου του Πατριάρχη και μάλιστα όταν στο κράτος υφίστανται πλείονες πατριαρχικές διοικήσεις και η «αυτοκεφαλία» συνδιοικείται επιτροπικά από το ήμιση των αρχιερέων του Θρόνου οι οποίοι οφείλουν να «μνημονεύουν» μόνον τον Πατριάρχη τους κατά τους Ϊερούς Κανόνες και την διαχρονική εκκλησιαστική ευταξία.

 

             Ο Πατριάρχης μας κατά την εικοσιπενταετή πατριαρχία του δεν λησμόνησε ότι «:Είναι ο λαχών την επιστασίαν σύμπαντος του κόσμου των Ορθοδόξων», κατά τον Καισαρείας Προκόπιο. Η βαθύνοια των κανονικών γνώσεων του, η ευστροφία της σκέψεώς του, ακόμη και το οργανωτικό χάρισμα του ακοίμητα κατοπτεύει από πολύ πριν το 1991 τα υφιστάμενα προβλήματα στην Εκκλησία και στον θύραθεν κόσμο. Ο Παράκλητος τον αξίωσε να είναι ο παλαιότερος των εν ενεργεία Ορθόδοξων Πατριαρχών. Όλους τους απελθόντες σε «ουράνιες μονές» Πατριάρχες και Πάπες προσωπικά εγνώρισε. Όμως ποτέ δεν σαγηνεύθηκε από αλλότριο θεσμό όπως της Παπωσύνης, γιατί ως «Πρώτος» η ευθύνη του στηρίζεται από ακλόνητο κανονικό οπλοστάσιο ! Το όλο ενδιαφέρον του εστιάζεται στην επάνοδο της ευταξίας στην Ορθοδοξία με σύμπραξη της πλέον κεκαθαρμένης εκκλησιαστικής συνειδήσεως από κανονικές ατασθαλίες παρελθόντος και από όθνειες ιδεολογίες, καταστάσεις αλλότριες του ορθόδοξο ήθους της Εκκλησίας. Η μετακύλιση απο γενεά σε γενεά των προβλημάτων από την εθνικιστική και αριθμητική «Εκκλησιολογίας» έβλαψε τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Δυστυχώς πρόσφατα χιμαιρικές διεκδικήσεις στη Μέση Ανατολή εύκολα κατέλυσαν την εν Χριστώ αδελφοσύνη και βλάπτουν ακόμη και διορθόδοξες συνάξεις. Η διαταραχή της διορθοδόξου αρμονίας είναι η μέγιστη δοκιμασία μας ενώπιον Θεού και της Οικουμένης. Ο πολιός φρενών γεραρός φύλακας της ενότητος των Ορθοδόξων επιτελεί το παράδοξο της αποστολής του, όπως έπραξαν στο παρελθόν προκάτοχοί του για να περισώσουν τα τρία πρεσβυγενή Πατριαρχεία της Μέσης Ανατολής και την «Αυτοκρατορική Εκκλησία»της Ρωσίας από τα τραγικά λάθη της και πρόσφατα ακόμη την Εκκλησία στη Βουλγαρία. Τα τελευταία χίλια χρόνια ο κορυφαίος Θεσμός της Εκκλησίας Κων/πόλεως έδωσε εκκλησιολογική υπόσταση σε όλες τις τοπικές Εκκλησίες της Ανατολικής Ευρώπης γιατί πάντα πιστεύει στη ανακαίνιση των εκκλησιαστικών πραγμάτων και στην προοδευτική αποκατάσταση της ενότητας των χριστιανών μέσα στην μία Εκκλησία, αφού : « εν εσμέν οι πάντες σχέσει και διαθέσει τη κατ' αγάπην ταυτοβουλία και συναινέσει εις το θέλημα του Θεού» (Κύριλλος Αλεξανδρείας MigneP. G. τ.74. στ. 556.) διότι «Τούτο μάλιστα εστί χάρις, το μη διαιρείσθαι, αλλ' εφ' ἐνί κείσθαι θεμελίω». ( Ιω. Χρυσόστομος. Migne P.G. τ.61 στ.72).

 

                                                                                                Α.Π.

 

                                                                                                                      

                        

 

 

Υ.Γ. Για τους επιθυμούντες βιβλιογραφία βλέπε στο «Συνοδικό»

μου Α΄και Β΄ τόμοι

Loading