Σχολιάζοντας τη δεύτερη πατριαρχική λειτουργία στην Έφεσο.
Το «αρεστόν» - adlibitum- στον Απόστολον Ιωάννη
\
Η πρόσοψη της Βασιλικής του Αποστόλου Ιωάννου στην Έφεσο. κατά
λιθογραφία του 1806 του E. G. Mayer's .
Από τον καθηγητή Αριστείδη Πανώτη
Μ.Ιερομνήμονα-ιστορικό.
Η αποστολική εμβέλεια του Πατριάρχη μας, με την αλιευτική εμπειρία της, φαίνεται πως έπεισε τελικά τους κυρίαρχους της χώρας που εδρεύει η Καθέδρα του για την καθαρά θρησκευτική διακονία του.
Γι' αυτό και άνοιξαν οι κλειστές πύλες πολλών ιερών τόπων, ναών και μονών, προκειμένου να ασκήσει το καθήκον του ως Οικουμενικού ποιμένα για να μνημονευθούν οι γενεές που πέρασαν και εκείνες που πορεύονται και έρχονται να παιδαγωγηθούν χωρίς σοβινισμούς και θρησκευτικές διακρίσεις, που συνήθως πληρώνονται από τους αθώους με συμφορές. Ένας από τους ευσεβής πόθους του Πατριάρχου μας είναι να ερευνηθεί και να αξιοποιηθεί η από αιώνες σιωπώσα αλλά πάντα «λαλέουσα πηγή» αποστολικότητος της Μικρασιατικής Εκκλησίας που αναβλήζει στην άλλοτε πρωτεύουσα πόλη της Ασίας, στον σημερινό ερειπιώνα της Εφέσου. Η Πόλη αυτή ήταν η τρίτη σε μέγεθος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μετά την Ρώμη και την Αλεξάνδρεια και σταυροδρόμη των πολιτισμών στην Ανατολή επάνω από 2.500 χρόνια και η αρχαιολογική έρευνά του χώρου της ήταν επιβεβλημένη γιατί μόνον η αποκάλυψη της παραχωμένης ζωής της θα πλουτιζε την την εκκλησιαστική σημασία της και τη πολιτιστική προσφορά της στην Ανθρωπότητα.
Μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων και μέχρι την αρχή της δεύτερης εκατονταετίας, επί Τραϊανού, (72-105) η Έφεσος είναι επί τρείς δεκαετίες κατά διαλείμματα το κέντρο δράσεως του Ευαγγελιστή Ιωάννη στην Μικρά Ασία η δε ταφή και Μετάστασή του την ανέδειξε στους επόμενους αιώνες πηγή της «Ιωάννειας αποστολικής παραδόσεως». Την πληροφορία για τη παρουσία στην Έφεσο του Αποστόλου την επιβεβαίωσε ο διάδοχός του Εφέσου Πολυκράτης (193-202), όταν γράφει προς τον Ρώμης Βίκτωρα (189-199) στα τέλη του 2ου αιώνα ότι «εν Εφέσω κεκοίμηνται» προσωπικότητες της Εκκλησίας, κάτι που σημαίνει και ασφαλή γνώση του τόπου ταφής τους. Επί του τόπου της αναπαύσεώς του Αποστόλου ανεγέρθηκε απ' αρχής «μνημοθέσιο» (inmemoria) για να τιμηθεί ο Απόστολος το οποίο, όπως διαπιστώθηκε κατά τις ανασκαφές, έλαβε διάφορες εξελίξεις.. Το πρώτο που κάλυψε τον τάφο του Αποστόλου ήταν ένα «κιβώριο», όπως συνηθιζόταν στην Ανατολή για εξαίρετα πρόσωπα. Η ιερότητα που προσέλαβε ο τόπος ταφής του μακροβιώτερου Αποστόλου από τα πλήθη των προσερχόμενων προσκυνητών συνετέλεσε στο να μεγενθύνθεί περί το 196-8 το αρχικό μνημείο με μορφή «Μαρτυρίου». Στα πλευρά του κτίσματος αυτού επί Θεοδοσίου, περί το 400, εξ ανάγκης προστασίας των μυριάδων που τον επεσκέπτοντο και προέκυψε η ανάγκη να επεκταθεί σταυροειδώς με τέσσερα κλίτη βασιλικών. Την ίδια εποχή η μεγάλη βασιλική της Ρωμαϊκής Αγοράς «του τότε λιμένα» της πολυάνθρωπης Εφέσου μετεσκευάστηκε σε δύο συνεχόμενες τρίκλιτες βασιλικές με νάρθηκα, αίθριο και βαπτιστήριο για την επικραούσα πλέον χριστιανική λατρεία σε όλη την Ιωνία. Αυτό απέδειξαν οι αυστριακές αρχαιολογικές έρευνες από το 1932 μέχρι το 1951 των J.Keil και H.Hormann. Στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου κατά μίμηση της Παλαιάς Ρώμης ιδρύθηκε και «Αποστολείο», στη Νέα Ρώμη και μεταφέρθηκαν σ' αυτό από την Ελλάδα οι θήκες των λειψάνων των Αποστόλων Ανδρέα και Λουκά και από την Έφεσο μόνον του Αποστόλου Τιμοθέου. Αυτό δείχνει ότι ήδη τότε ήταν κενό το «μνημοθέσιον» του Αποστόλου Ιωάννη στην Έφεσο. Στη βασιλική αυτή συγκλήθηκε η Γ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος το 431 κατά του Νεστοριανισμού και όταν οι Πατέρες συγκεντρώθηκαν εκεί για να επιλύσουν την διαφωνία περί της ενότητος του Λόγου του Θεού με την ανθρώπινη υπόσταση που προσελήφθη εκ της Αγίας Παρθένου Μαρίας και τόνισαν την αξία της μητρότητος στην κατά σάρκα γέννηση του Ιησού Χριστού, Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αλεξανδρείας Κυρίλλου τότε οι συνοδικοί Πατέρες : «ανήλθαν και προσκύνησαν» εκεί τον τάφο του Αποστόλου Ιωάννου. Λόγω των θεσπισμάτων της συνελθούσης εκεί Συνόδου περί της Θεοτόκου Μαρίας οι βασιλικές αυτές «του λιμένα» θεωρήθηκαν ότι αφιερώθηκαν στη τιμή «της Θεοτόκου». Μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίστηκε η άποψη ότι τάφηκε στην Έφεσο η Παναγία, που κατά αρχαιότατη ιπαράδοση «εκοιμήθη» στη Γεσθημανή. Όταν η Ρώμη δεν απέκτησε δικαίωμα όπως οι όρθόδοξοι και οι Γρηγοριανοί Αρμένιοι να λειτουργούν στο Θεομητορικό προσκύνημα της Γεσθημανής τότε με «όραμα» της Γερμανίδας μοναχής Αννας Αικατερίνης Έμεριχ, ανευρέθηκε στην Έφεσο ένα βυζαντινό κτίσμα που το ονόμασαν «Τάφο της Παναγίας» για το Ρωμαιοκαθολικό Πλήρωμα.
¨Η κάτοψη των διαφόρων κτισμάτων που περιβάλουν τον αρχικό τάφο του Ευαγγελιστή από τον Β μέχρι τον ΣΤ αιώνα.
Στα μέσα του 5ου αιώνα το πρώτο Αποστολείο του Ιωάννη ήταν σαθρωμένο από τους σεισμούς και επί Ιουστινιανού αναγέρθηκε η μεγάλη και περικαλής λατινικού σταυρού σταυρόσχημη πεντάτρουλλη βασιλική μήκους 125 μέτρων η οποία ολοκληρώθηκε το 565 και περιγράφεται από τον ιστορικό Προκόπιο. * MigneP.G. τ.150. στ. 162-165 Όμως η μεγάλη σημασία της Έφεσου για την Έκκλησία είναι οτι μέσα από την διαδοχή των επισκόπων της διατηρείτο ζώσα η Αποστολική Παράδοση αυτού του μητροπολιτικού κέντρου της Άσίας που επιστατούσε τις Μικρασιατικές Εκκλησίες και στις οποίες απέστειλε ο «ηγαπημένος» Μαθητής του Ιησού εμπιστεύθηκε το Δ Εύαγγέλιό του και τις τρεις γνωστές Καθολικές επιστολές του, καθώς και προς αυτές από τη Πάτμο την Αποκάλυψή του. Μάλιστα πάπυρος με στίχο του Ευαγγελίου αυτού βρέθηκε σε ανασκαφές στην Αίγυπτό χρονολογημένο ασφαλώς το 115 που δείχνει την αρχαιότητα αυτού του Δ Εύαγγελίου! .Τα συντελεσθέεντα από την πόλη αύτή είναι ισάξια με εκείνα που έπραξαν οι Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι από την Παλαιά Ρώμη.γιατί το κύρος της Ιωάννειας παραδόσεως εκπέμπεται μεν από την Έφεσο, αλλά συνεχωνεύθηκε μετά την κληρονομία του Πρωτοκλήτου στην Καθέδρα της Νέας Ρώμης από τις Οικουμενικές Συνόδους κάτι που υποδεικνύει στο διηνεκές την ιδιάζουσα Αποστολική Εύθύνη της Εκκλησίας Κων/πόλεως για την κανονική πορεία της Δικαιοδοσίας της.
Η κάτοψη της πεντάτρουλλης σταυροειδούς βασιλικής του Ιουστινιανού που ανασκάφηκε από το 1922 μέχρι σήμερα.
Το ενδιαφέρον για την Έφεσο γίνεται μεγάλο από το 1863 για να ερευνηθούν τα ερείπια της διάσημης πόλεως μετά τους σεισμούς και τις επάλληλες επιδρομές λαών της Ανατολής που κατά καιρούς την κατέκτησαν. Με βάση τις διηγήσεις αρχαίων και νεότερων περιηγητών αρχικά προχώρησε η ανασκαφική έρευνα γύρω από τον παραχωμένο παλαιό λιμένα της πόλεως και ήλθαν στο φως από Άγγλους και Αυστριακούς αρχαιολόγους πολλά σπουδαία κτίσματα βασιλικών από τις αρχές του 20ου αιώνα. Την ίδια εποχή μια άλλη διαφορετική πρωτοβουλία αρχίζει από ορθοδόξου πλευράς για να ακουστεί η φωνή των Εκκλησιών της Μικράς Ασίας μέσα από τις διασωζόμενες γραπτές πηγές και τα διασωθέντα ερείπια. Αυτή την επιχείρει ο ενθουσιώδης μελετητής της χριστιανικής αρχαιότητος και υφηγητής Γεώργιος Λαμπάκης. για να επανατονώσει την πνευματική ζωή του χριστιανικού ποιμνίου που ζούσε στις εκεί τότε μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου. * Γ.Λαμπάκη. «Οι επτά αστέρες της Αποκαλύψεως», που δημοσιεύθηκε το 1909 . Θ.Η.Ε. τ.8, στ.100-102 Ο Λαμπάκης είχε ταυτίσει τα ορατά κατάλοιπα των ερειπίων του λόφο «Αγιασολούκ» της Εφέσου με τον πιθανό τόπο ταφής του Ευαγγελιστή. Όμως προέκυψε ο αδόκητος θάνατός του το 1914. Το ζήλο του για τη Μικρασιατική Εκκλησία συνέχισαν οι πρώτοι ασχολούμενοι με τις λεγόμενες «βυζαντινές σπουδές» .
'Αναπαράσταση του κεντρικού κλίτους της τελευταίας Βασιλικής.
Η συναφθείσα «Ανακωχή» το 1918 έδωσε το έναυσμα για τη μελέτη των περιοχών της Ιωνίας που τότε ήκμαζε το χριστιανικό στοιχείο, * Κ. Άμαντου. Ο Ελληνισμός της Μ.Ασίας κατά τον Μεσαίωνα. Αθήναι 1919 και Π. Κοντογιάννη. Η ελληνικότητα των νομών Προύσης και Σμύρνης. Αθήναι 1919. κ.α.. Εξ αυτού και η «Επιτροπεία Εθνικών Δημοσιευμάτων» ανέθεσε την εκπόνηση σχετικής μελέτης στον τότε νέο έφορο Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Αθηνών Γεώργιο Σωτηρίου, που εκδόθηκε το 1920 στην Αθήνα με τον τίτλο : «Χριστιανικά Μνημεία της Μικράς Ασίας». * Αριθμ.9, εν Αθήναις εκδ. Ι. Σιδέρη 1920. Το δημοσίευμα αυτό προκάλεσε συγκίνηση στον απανταχού ορθόδοξο κόσμο και όταν ανατέθηκε από τους Συμμάχους η «εντολή» το 1919 για τη προστασία της δημοσίας τάξεως της Ιωνίας από τον ελληνικό στρατό, η κοινή γνώμη εκ των πρώτων ζητημάτων που θέλησε να επιληφθεί ήταν να επιχορηγηθεί η ανασκαφική έρευνα στην Έφεσο για να βρεθεί ο τάφος του Ιωάννη του Θεολόγου. Η ερευνητική αποστολή ανατέθηκε ως αρμόδιο στον αείμνηστο διδάσκαλό μου Γεώργιο Σωτηρίου, που και με την πρόσφατη μελέτη του έδειξε βαθειά μελέτη της διεθνούς βιβλιογραφίας για την Έφεσο και είχε ειδικό ενδιαφέρον για τα Μικρασιατικά χριστιανικά μνημεία.* Του Γ. Σωτηρίου υπήρξα ο τελευταίος επιστημονικός βοηθός στη Θεολ.Σχολή Αθηνών. Ο Σωτηρίου αναζήτησε το γνωστό ως «Αποστολείο» του Θεολόγου στην περίοπτη θέση του λόφου «Αγιασολούκ», όπου υπήρχε συσσωρευμένο τεράστιο οικοδομικό υλικό μάλλον από τους μεγάλους σεισμούς του 8ου αιώνα. * Οι Σελζουκίδες Τούρκοι για να οικοδομήσουν το 1375 το παρακείμενο τέμενος του ΙsaBeyαποδόμισαν τον ναό και ότι απέμεινε το κατέστρεψε ο φοβερός Ταμερλάνος το 1404 που έφθασε μέχρι την Έφεσο. Άρχισε το έργο της ανασκαφής τον Ιούνιο του 1921 από την δυτική πλευρά των ερειπίων και αρχικά απεκάλυψε το αίθριο με τις στοές, τον εξωνάρθηκα και τον νάρθηκα ναού και μετά προχώρησε στον κεντρικό χώρο του κτίσματος. Εκεί διαπίστωσε πως πρόκειται περί μιας βασιλικής σε σταυροειδές σχήμα με δύο κλίτη που έφεραν επάνω και υπερώα. Οι τέσσερις ισχυροί βραχίονες στο κέντρο του Σταυρού απλώνοταν ακτινωτά και εντόπιζαν στο κέντρο τους όρυγμα ταφής καλυπτόμενο από μαρμάρινο κιβώριο, ενδεικτικό της επισημότητας του ταφέντος προσώπου, στεφόμενο προς ανατολάς από ημικύκλιο Σύνθρονο. Αυτό το πρόσωπο δεν μπορούσε να είναι άλλο από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Ιωάννη τον Θεολόγο, γεγονός που ταύτιζε πλέον την βασιλική με το γνωστό Ιουστινιάνειο «Αποστολείο» του 6ου αιώνα.
Αναπαράσταση του εξωτερικού της Πεντάτρουλλης Βασιλικής επί του λόφου «Αγιά Σουλούκ» ( Άγιος Ιωάννης) στην Έφεσο.
Η ανακάλυψη αυτή «θεωρήθηκε βαρυσήμαντο εκκλησιαστικό γεγονός για την Χριστιανοσύνη» και ο τότε μητροπολίτης Φιλαδελφείας και τοποτηρητή της Μητροπόλεως Εφέσου Χρυσόστομος Χατζησταύρου το ανήγγειλε αμέσως στον πατριάρχη Μελέτιο με έκθεσή του στην οποία μεταξύ των άλλων του γράφει ότι: «Ο τάφος ούτος ανεσκάφη επιμελώς και ανευρέθηκαν εν αυτώ συντρίμματα κανδυλών, διαφόρων εκκλησιαστικών σκευών και οστά τινά, μετά προσοχής ιδιαιτέρως φυλαττόμενα. Ευθύς εκλήθην και προσεκύνησα το φρέαρ τούτο της ζωής εξ ου αθάνατοι εις τον αιώνα αναδίδονται φωναί Θεολογίας και μυσταγωγίας θείας του υιού της Βροντής». Ο Πατριάρχης δέχθηκε περιχαρής την είδηση γιατί επαληθεύθηκε η αρχαία μαρτυρία όχι μόνον πως στην Εφέσο «αναπαύεται» ο Ευαγγελιστής , αλλά διότι και αυτή η κληρονομία της αποστολικότητος αναδεικνύει τις διαστάσεις της Καθέδρα του. Έτσι στην εκθεσή του προς τον Πατριάρχη ο τότε Φιλαδελφείας Χρυσόστομος δίδει περιγραφή των επί διετία ανασκαφών, η οποία το πρώτον δημοσιεύθηκε και στο νέο τότε περιοδικό της μητροπόλεώς του η «Έφεσος». * Την αναφορά του Φιλαδελφείας Χρυσοστόμου προς τον πατριάρχη Μελέτιο βλέπε στην Εφ. Εκκλ. Αλήθεια, Κπόλεως 1922 .σ. σ. 344-346, ενώ η πρώτη έκθεση του Γεωργίου Σωτηρίου δημοσιεύεται αυτόθι σ.351-353 τα δε επιστημονικά του πορίσματα δημοσιεύθηκαν: Γ. Σωτηρίου. Ανασκαφαί του Βυζαντινού ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου εν Εφέσω στο Αρχ. Δελτίο των Αθηνών 7 (1921-22), 1923 σ. 115-226 . Το ανασκαφικό έργο συνεχίστηκε και τον Ιούνιο του 1922 και συνοπτικά το περιέγραψε στο μνημειώδες έργο του Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, * Τόμος Α . Εν Αθήναις. 1942. σσ. 362-364 και την Κυριακή μάλιστα 8/21 Αυγούστου 1922 ο Φιλαδελφείας Χρυσόστομος με τον κλήρο του και πλήθος χριστιανών ανήλθε επί του λόφου και τέλεση στο κέντρο του ναού την πρώτη μετά από αιώνες Θεία Λειτουργία, που όμως επέπρωτο να είναι και η τελευταία λόγω των τραγικών γεγονότων που ακολούθησαν.
Η αναστύλωση μέρους της Βασιλικής από την αρχαιολογική υπηρεσία της σημερινής .Τουκίας.
Κατά τις μετά το 1927 ανασκαφές οι αυστριακοί αρχαιολόγοι ανεκάλυψαν και τις αρχικές κατασκευές περί τον τάφο του Αποστόλου, καθώς και άλλα κτίσματα μεταξύ των οποίων και εκείνου του επισκοπείου της Ιεράς Μητροπόλεως Εφέσου. Από το 1957 η Αρχαιολογική Υπηρεσία της Άγκυρας προχώρησε εκτός των ανασκαφικών ερευνών και σε αναστηλώσεις μεταξύ των οποίων και των ερειπίων της πεντάτρουλλης Ιουστινειάνειας Βασιλικής του Ευαγγελιστή. Ο Γ. Σωτηρίου, διαπίστωσε ότι η κεντρική διάταξη του Αποστολείου της Εφέσου, αντέγραφε το Ιουστινιάνειο πεντάτρουλο Αποστολείο της Κων/πόλεως, το οποίο πολύ μεταγενέστερα αντέγραψε ο ναός του Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Η πληροφορία που παρέχει το Ευαγγέλιο του Αποστόλου της Ανατολής για λόγια του Ιησού προς τον Πέτρο, παρουσία του Ιωάννη (Ιω. κα 22), φαίνεται πως εξελήφθηκαν αρχικά ως προφητικά και αυτά διαμόρφωσαν τον πυρήνα της ιεράς παραδόσεως για την «Μετάσταση» του Ευαγγελιστή,Ιωάννου όπως και εκείνα της Θεοτόκου στις απόκρυφες «Πράξεις του Ιωάννη». Αυτή η παράδοση μάλλον συνετέλεσε για να καθοριστεί η 26η Σεπτεμβρίου γιατί τότε συγκεντρωνόταν από τον τάφο του ο εκπεμπόμενος «ορογισμός η τρυγητός του μάνα», δηλαδή «της ιερής κόνεως» προς αγιασμό και ευλογία των προσκυνητών. (Βλ.μαρτυρία στον Κώδικα Πάτμου 266) Όμως η καθιερωμένη μνήμη του Ευαγγελιστή της 8ης Μαΐου άπό τους Ορθοδόξους μάλλον πρέπει να συνδέεται με το τέλεσμα του θαύματος της διασώσεώς του από «τον ταγηνισμό σε καυτό λάδι» που προέρχεται από τον πυρήνα του εν Ρώμη μαρτυρικού κύκλου του τοῡ Αποστόλου. Η Δυτική Εκκλησία τον τιμά τον Ιωάννη την τρίτη ημέρα μετά την Γέννηση του Σωτήρος, στις 27 Δεκεμβρίου, ως το πρότυπο της παρθενικής αφιερώσεως για την ακώλυτη από δεσμεύσεις διακονία του αποστολικού έργου.
Η Α.Θ.Π. ο Οίκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος γονηπετής προ του σημείου της ταφής του Αποστόλου .
Ο σύνδεσμος Ιωάννου του Θεολόγου με το πρόσωπο του Χριστού και η βαθύτερη μελέτη του κύκλου της Ιωάννειας παραδόσεως προκάλεσε την προσοχή και την μείζονα εύλάβεια του σημερινού Προκαθημένου της Εκκλησιας μας και άρχισε να επισκέπτεται συγχνά για προσευχή τον πάνσεπτο τόπο που καθαγίασε η ταφη του Αποστόλου της Αγάπης. Και αυτὸ γιατί είναι τὸ «φρέαρ τῆς ζωής» από το οποίο αντλήθηκε με ασφάλεια η αρχιερατική χάρη όλων των ιεραρχών της Οικουμένης και ιδιαίτερα των ελληνόφωνων. Και όταν έφθασε ο καιρός η Α. Θ. Παναγιότης για πρώτη φορά στις 26 Σεπτεμβρίου 2004, μετά 82 χρόνια από την πρώτη Εύρεση του τάφου του Αποστόλου το 1922 ακολούθησε την «Αρεστή στους Αποστόλους» (AdlibitumApostolorum ) αρχαιότατη συνήθεια των επισκόπων να τιμούν με τη Θεία Εύχαριστία την Ευσεβή Πηγή της Ιερωσύνης τους. Έκτοτε και άλλες φορές προσκύνησε τὸν ιερό τόπο με χοροστασίες του με λειτουργό τον Μυτιληνιό Αρχιμανδρίτη π. Κύριλλο Συκή, προϊστάμενο της Ορθοδόξου Κοινότητος της Σμύρνης, όπως στις 28 Μαΐου 2011. Αυτό συνετέλεσε στο να ανέρχονται στὸ λόφο τοῦ Αγίου Θεολόγου πολλές ψυχές για να τιμήσουν τον «Ηγαπημένο» κήρυκα τοῦ «Αγαπάτε αλλήλους». Τώρα και πάλι μετά δεκαετία γιὰ δεύτερη φορά πανηγυρίζει η Έφεσος με Πατριαρχική χοροστασία στον Εσπερινό στη Βασιλική της Θεοτόκου, όπου συνήλθε η Γ Οικουμενικὴ Σύνοδος, με Όρθρο και Πατριαρχική Λειτουργίαπαρά τον τάφο του Αποστόλου στη Βασιλική του Αγίου Ιωάννη. Αυτά δείχνουν την «Αρεστή»προσήλωση τῆς Μητέρας Εκκλησίας μας στη πολύτιμη αποστολική παρακαταθήκη του τελευταίου επιζήσαντος και κοιμηθέντος ειρηνικά Μαθητή του Κυρίου και δι' αυτής στις απανταχού Εκκλησίες της Οικουμένης. .-
Α.Π.
Ο Πατριάρχης μας λειτουργεί στις 26 Σεπτεμβρίου 2004 παρά τον τάφο Ιωάννου του Θεολόγου για πρώτη φορά. |
Η πατριαρχική χοροστασία το Σάββατο 28 Μαΐου 2011 ιερουργούντος του Προϊσταμένου Σμύρνης Αρχιμ. Κυρίλλου Συκή του Μυτιληναίου. |
O Πατριάρχης μας λειτουργεῖ παρά τον τάφο του Αποστόλου
της Αγάπης την Παρασκευή 8 Μαΐου 2015 για δεύτερη φορά.