Το «Μικρό Συνοδικό» του Πατριαρχικού Οίκου
Μία ιστόρηση με βαθύ συνοδικό νόημα στο Φανάρι
Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των λαών όταν εκφράζονται δημόσια και ιστορούν σπουδαία γεγονότα δεν διακηρύττουν μόνον τις αξίες που διατηρούν στη μνήμη και στη ζωή τους, αλλά φανερώνουν και το πνευματικό τους βάθος.
Με τις εικαστικές απεικονίσεις σημαντικών γεγονότων διασφαλίζεται η συνέχεια της μνήμης στις διάδοχες γενεές. Με αυτό περίπου το σκεπτικό την αρχαία εποχή ιστορήθηκαν και ηρωϊκές σκηνές, όπως π.χ. στο ψηφιδωτό με τη μάχη της Ισσού του Μ. Αλεξάνδρου. Αυτή η συνήθεια εικαστικής διαδόσεως της ιστορικής μνήμης υιοθετήθηκε και από την Εκκλησία. Όταν άρχισε τη μνημειώδη απεικόνιση ιερών γεγονότων σε επίσημους χώρος, όπως στο Ιερό Παλάτιο και στο κτίσμα του Μιλίου της Βασιλεύουσας απ' όπου ξεκινούσε η αφετηρία των αποστάσεων των οδών της αυτοκρατορίας. Ο «ομφαλός» αυτός της Οικουμένης βρισκόταν στη βόρεια πλευρά της πλατεία του Αυγουσταίου, δυτικά του ναού της του Θεού Σοφίας και είχε εντοίχιες ψηφιδωτές εικόνες των Οικουμενικών Συνόδων. Αυτή ήταν μία πρόταση για να διαδοθεί με εικαστικό τρόπο στα πέρατα της Οικουμένης ως μήνυμα η αξία της «συνοδικής πίστεώς» της Εκκλησίας, όπου κατευθυνόταν οι βασικοί δρόμοι της αυτοκρατορίας για τη πληροφόρηση και καθοδήγηση του Χριστεπώνυμου Πληρώματός προς εμπέδωση της Ορθοδοξίας και αποφυγή των κακόδοξων σχισμάτων. Όμως αυτές οι σπουδαίες συνθέσεις των Οικουμενικών Συνόδων δυστυχώς βρίσκονταν κοντά στο κέντρο των πολιτικών αποφάσεων και γι' αυτό δέχθηκαν εκ των πρώτων τη καταστροφική μανία της αποψιλώσεως των φανατικών Εικονομάχων. Όμως η μνήμη αυτών των ιστορικών συνθέσεων παρέμενε στη Συνείδηση του λαού του Θεού και δεν εξαλείφθηκε τα χρόνια αποκαταστάσεως των εικόνων και πάλι άρχισε η ιστόρηση των Συνόδων με φθηνότερες τεχνικές κυρίως σε μοναστηριακά κέντρα, όπου είχε καταφύγει η βασική αντίσταση της υγιούς «ευσεβείας» του Γένους των Ορθοδόξων σε διάφορες δύσκολες ιστορικές περιόδους δοκιμασίας.
Σημαντικό γεγονός για την Ιστορία της Εκκλησίας Κων/πόλεως ήταν η εκ νέου ανοικοδόμηση του καμένου κατά το ήμισυ το 1941 Πατριαρχικού Οίκου. Αποτέλεσε το μέλημα επί μισό περίπου αιώνα των κατά σειρά τριών Πατριαρχών, του Βενιαμίν, του Μαξίμου και του Αθηναγόρα, προκειμένου να στεγαστεί σε ευπρεπή και λειτουργικό κτίσμα για να επιτελεί τη Πανορθόδοξη διακονία του το Πατριαρχείο μας στη μεγαλούπολη της κοιτίδας του. Τελικά το θαύμα συντελέστηκε με τη γενναία χορηγία του αείμνηστου επιχειρηματία Παναγιώτη Αγγελόπουλο και την οικογένειά του (1987 -1989) επί της πατριαρχίας του «εν τη ταπεινώσει» σπουδαίου πατριάρχη Δημητρίου. Εγνώριζε ο Πατριάρχης ότι το 1966 ως αρχισυντάκτης της Θ.Η.Ε. (τ. Θ΄ σσ. 833 εξ.) είχα δημοσιεύσει ανέκδοτες φωτογραφίες των πινάκων των Πατριαρχών που κάηκαν το 1941 και βρήκα σε αρχείο φίλου μου και τις σπουδές μου στην Αθήνα κοντά στο Γεώργιο Σωτηρίου και στο Παρίσι στον Ανδρέα Γκραμπάρ, και όταν προέκυψε θέμα ιστορήσεως των εσωτερικών χώρων του νέου κτηρίου έκρινε κατά τη φιλοτιμία του ότι μπορούσα εντελώς «άτυπα» και για να αποφευχθούν πολυπραγμοσύνες γνωμών, πως μπορούσα υπεύθυνα να βοηθήσω στην εικονογράφηση του νέου Πατριαρχικού Οίκου του. Για το διακόνημα αυτό διάλεξα με πολύ προσοχή τα διάφορα θέματα, αρχίζοντας από τη κλιμακωτή είσοδο μέχρι το Μεγάλο Συνοδικό μήπως το νέο οικοδόμημα τουλάχιστον εσωτερικά παύσει να δίδει την εντύπωση ψυχρού κοσμικού κτίσματος.
Κατά την αρχιτεκτονική διαμόρφωση του χώρου από τον μακαριστό αρχιτέκτονα Αριστείδη Πασαδαίο είχαν αφεθεί για ιστόρηση διάφορες επιφάνειες από την είσοδο μέχρις το Μεγάλο Συνοδικό. Στο χώρο της εισόδου όπου το κλιμακοστάσιο είχαν αφεθεί τρις χώροι. Ένας στη κορυφή και έτεροι δύο στους πλάγιους τοίχους. Στη κορυφή, ο Ιωακείμ Γ΄ είχε τοποθετήσει τη «Φιλοξενεία του Αβραάμ»μ ομως η στενότητα του χώρου δεν επέτρεπε πολυπρόσωπη σύνθεση και προτιμήθηκε σύνθεση μόνου του Ιησού Xριστού όπως ο «Υπεράγαθος» της μονής της Παμμακαρίστου ή του Ιησού Χριστού ως της «Χώρας των ζώντων» της μονής της Χώρας, συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν. Δεξιά ιστορήθηκε η συνάντηση του Αποστόλου Ανδρέα με τον πρώτο επίσκοπο Στάχυ στις οχθες του Βοσπόρου και αριστερά εικονίστηκε ο Μωάμεθ Β΄ και ο πατριάρχης Γεννάδιος όταν μετά την Άλωση παραλαμβάνει επικύρωση των προνομίων του. τα ψηφιδωτά είναι έργα του εξαίρετου παραδοσιακού καλλιτέχνη Σωτήρη Βάρβογλη, όπως και άλλα μεταγενέστερα στον πατριαρχικό ναό.
Στον εσωτερικό χώρο συνεδριάσεως τῆς Αγίας και Ιεράς Συνόδου αφέθηκαν κενές στη ξύλινη επένδυση επτά κενές εγκοπές. Στη «κατενώπιον» της εισόδου πλευρά αφέθηκε τετράγωνη επιφάνεια για παραλληλόγραμμη θέση και στις τέσσερις γωνίες της αίθουσας αφέθηκαν ορθογώνιες εγκοπές για ιστόρηση. Η ιερότητα του χώρου έπρεπε να επισημαίνεται με εικόνες που να προδιαθέτει εισόδευση σε ιερό τόπο «υπερώου» στους εκεί διασκεπτόμενους αρχιερείς υπό τον Πατριάρχη. Αναζήτησα πηγή εμπνεύσεως και την εντόπισα στο πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο. Είναι το Ευαγγελιστάριο του ΙΒ΄ αιώνα εκ της μονής της Καμαριώτισσας της Χάλκης. Την αξία των άριστων μικρογραφιών του πρώτος σημείωσε σε υπόμνημά του Βαρθολομαίος ο Κουτλουμουσιανός και μετά ο αλήστου μνήμης ιστορικός Ηλιουπόλεως Γεννάδιος το 1932. Ο διδάσκαλός μου Ακαδημαϊκός Γ. Σωτηρίου τον παρουσίασε το 1937 ως Κώδικα 3 στα «Κειμήλια του Οικουμενικού Πατριαρχείου» ( σελ. 70-86 πίνακας 54). Η άριστη αυτή μικρογραφία του φύλλου 2β, περιλάμβανε στο άνω μέρος τη Δέησημε ορθίους τον Κύριο και τη Θεοτόκου και τον Τίμιο Πρόδρομοκαι στο κάτω μέρος πάλι σε όρθιες στάσεις τους τέσσερις Ευαγγελιστές. Αυτές οι πέντε μικρές παραστάσεις του χειρογράφου μεγεθύνθηκαν στα «ανθίβολα» για να ιστορηθούν. Την Δέηση ανέλαβε ο μαθητής του Κόντογλου μακαρίτης Κώστας Γεωργακόπουλος. Στο κέντρο εικόνος ιστορήθηκε η μοναδική κεφαλή της Εκκλησίας ο Ιησούς Χριστός (Εφ.α΄22-23. Κολ.α΄ 18. Α΄ Κορ. γ'11), που υπενθυμίζει στους συνερχόμενους εκεί το: «Μεθ' υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.κη΄20). Εκατέρωθεν Του δέονται με πλάγιες ικετήριες στάσεις πλήρεις χάριτος τα δύο αρχέτυπα της ανθρωπότητος, η Θεοτόκος και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος υποβάλλοντες στο Κύριο την ευλάβεια και τις επικλήσεις μεσιτείας των πιστών. Η Παναγία Μητέρα είναι το πρότυπο της τελειότητος και της ακεραιότητας και εκ τούτου «εξαιρέτως» κήδεται της ενότητας της Εκκλησίας. Ο Πρόδρομος Ιωάννης είναι «ο μείζων εν γεννητοίς γυναικών προφήτης» (Λουκ. ζ΄. 28), «ο τω δακτύλω δεικνύων τον Αμνόν του Θεού» {Ιω.α΄29). Οι εικόνες των Ευαγγελιστών στις τέσσερις γωνίες με την ολόσωμη πορευόμενη όρθια παρουσία τους, δείχνουν την «τετρακτίδα» των κηρύκων του θείου Λόγου στο χρυσό βάθος της Οικουμένης. Απέναντι από τη Δέηση, ιστορήθηκε η Πεντηκοστή σε σχήμα Π, την οποία ανέλαβε ο Πέτρος Βαμπούλης. Ο εξαίρετος αυτός καλλιτέχνης εμπνεύστηκε μία πρότυπη απεικόνισή της στο εσωτερικό περιθύρωμα της εξόδου εκ του «Συνοδικού» με πρόσωπα από τις διάφορες φυλές και γλώσσες της ανθρωπότητος, που δέχθηκαν τη θεία Χάρη της Πεντηκοστής και βαπτίστηκαν, ώστε οι εξερχόμενοι συνοδικοί να λογίζονται την αποστολική τους κλήση υπό την έννοια της πορείας προς «Πάντα τα Έθνη» για τη μαρτυρία της Αναστάσεως.
Στην αριστερή πλευρά του «Συνοδικού», όπισθεν του τόπου της νέας πατριαρχικής Καθέδρας - σε σχέση με τον παλαιό «Συνοδικό» του πέτρινου κτηρίου- υπήρχε μία τετράγωνη εγκοπή. Η θέση της έδειχνε ότι εκεί έπρεπε να ιστορηθεί γεγονός από την Ιστορία της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως που να υπενθυμίζει βασικό γεγονός για τα Δίκαια της. Σπουδαιότερη Οικουμενική Σύνοδος για να υπενθυμίζονται αυτά είναι η Δ΄ που συνήλθε από την 8η Οκτωβρίου μέχρι τη 1η Νοεμβρίου του 451 στη Χαλκηδόνα. Η Σύνοδος αυτή θέσπισε της μεγάλης αλήθειας της «περιχωρήσεως» του θείου στα ανθρώπινα, του ενός μέσα στο άλλο, καθιστώντας τη θεανδρικότητα του Χριστού βαθύ χαρακτηριστικό της Ορθοδοξίας για να διδάξει το Χριστολογικό μυστήριο και τη τάξη ενότητος και ειρήνης στην Εκκλησία και γι' αυτό ρύθμισε τη θέση και τις αρμοδιότητες της θεσμικής Καθέδρας της Νέας Ρώμης-Κων/πόλεως στη «καθ'ημάς Ανατολή». Οι συνοδικές αποφάνσεις για την ασύγχυτη ακεραιότητα των δύο εν Χριστώ φύσεων και οι κανονικές διατάξεις αποτελούν κλείδα για την ενότητα της Εκκλησίας μέχρι σήμερα όχι τόσο γιατί αριθμητικά ήταν η μεγαλύτερη σε Πατέρες (630) Οικουμενική Σύνοδος στην Ιστορία ης αρχαίας Εκκλησίας, αλλά γιατί το δόγμα της Χαλκηδόνος ενώνει και το θείο με το ανθρώπινο δίκαιο για να συγκεραστεί τελικά το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας, που κανόνισε ότι άνευ Οικουμενικής Συνόδου: «καινοτονήσαι πίστιν αδύνατον». Η διαχρονική αξία της Συνόδου αυτής υπογραμμίστηκε στην 1500 επέτειό της το 1951 με την πρώτη Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο τη; πατριαρχίας Αθηναγόρου του Ηπειρώτη.
Τα της Συνόδου αυτής μελέτησα από τα «Συνοδικά Πρακτικά» της παλαιότατης εκδόσεώς τους του αρχιμανδρίτη Σπυρίδωνα Μήλια (1761), καθώς και από τη νεότερη έκδοση του E. Schwartz, για να συναχθούν τα ακριβή συμπεράσματα. Για την απεικόνιση Οικουμενικής Συνόδου εντόπισα την αρχαιότερη στον κώδικα 510 της Παρισινής Βιβλιοθήκης με τις Ομιλίες Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Αυτή ιστορήθηκε σε μικρογραφία το 880-886 στη Κων/πολη στο ( f 355) και παριστά τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο του 381. Το πρότυπό της ακολούθησε η σχεδίαση της σύγχρονης εικόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, χωρίς να αγνοηθούν στοιχεία από κάποια μεταγενέστερα χειρόγραφα και μονές, καθώς και η «Ερμηνεία των Ζωγράφων» του Διονυσίου καθώς και η αποκείμενη στον πατριαρχικό ναό εικόνα του 1741 της Αγίας Ευφημίας.
Η ιστόρηση της Δ΄ Οικουμενικής τοποθετήθηκε στην αψίδα του αρχαίου Μαρτυρίου στη Χαλκηδόνα της Αγίας Ευφημίας, όπου «εν τω μεσαιτάτω θρόνω πρόκειται το Άγιον Ευαγγέλιον και Αυτόν ημίν παρόντα τον Χριστόν δεικνύοντος», για να αποφασίσουν οι Πατέρες τα πρέποντα. Στο μέσον κυριαρχεί της συνοδικής ιστορήσεως ο μεγαλοπρεπής Θρόνος, σύμβολο δόξης και δυνάμεως της Τριαδικής Θεοφάνιας του Ενός Θεού και στο ανοικτό ευαγγέλιο γράφεται λόγιον του Κυρίου : «Ειρήνη την ημίν... δίδωμι υμίν» (Ιω ιδ΄27) και «Εγώ ειμί η θύρα...» (Ιω. ι. ΄9). Αυτή η ρήση απαντάται και στα ανοικτά ευαγγέλια του ορειχάλκινου υπέρθυρο της Βασιλικής Πύλη και στην άνωθεν αυτού Δέηση στον καθεδρικό ναό της «Του Θεού Σοφίας». Στο κέντρο του θρόνου, πίσω από το ανοικτό ευαγγέλιο, συγχωνεύθηκαν και δύο άλλα σύμβολα: ο Τίμιος Σταυρός και η Περιστερά του Αγίου Πνεύματος, το οποίο στέφεται άνω με χρίσμα σε ένδειξη της «εν Χριστώ αθάνατης» ακεραιότητα της παρουσίας του, όπως δείχνει ψηφιδωτό του αυτού θέματος και της αυτής χρονικής περιόδου, που υπήρχε στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Νίκαια της Βιθυνίας και καταστράφηκε το 1922! (Αυτό το ανακατασκεύασα αργότερα πιστά «εγχρώμοις ψήφοις» και εντοιχίστηκε στο ναΐδριο του Σωτήρος του προγονικού μου κτήματος στη νήσο Κέα των Κυκλάδων).
Για τα εικονιζόμενα πρόσωπα στη Σύνοδο αναζητήθηκαν πρότυπα από νομίσματα, ψηφιδωτά, χειρόγραφα και τοιχογραφίες παλαιοτέρων εποχών. Στη δεξιά πλευρά της εικόνος πρώτη τοποθετήθηκε από νόμισμα της εποχής του η μορφή του γηραιού αυτοκράτορα Μαρκιανού που εκπροσωπεί το λαϊκό στοιχείο. Με τη υψωμένη δεξιά του προσκαλεί τους συνοδικούς Πατέρες να διαλέγονται και να ειρηνεύουν, ενώ στην αριστερά του κρατεί τη «σφαίρα της εν Χριστώ Οικουμένης» στην οποία έχει αποτυπωθεί ο χάρτη του Ερατοσθένους. Όπισθεν αυτού είναι οι «ενδοξότατοι άρχοντες» Ανατόλιος και Παλλάδιος με όμιλο ανδρών και γυναικών μορφών εμπνευσμένων από τους πίνακες της Ραβέννης. Παρά τον αυτοκράτορα παρακάθονται ο Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιος και ο Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος. Ο πρώτος κρατεί σε ειλητάριο την απόφαση του ιζ΄ κανὀνα περί της «Εκκλήτου» του θρόνου του, που γράφει: «Ει τις αδικοίτο...παρά τω Κων/πόλεως θρόνω δικαζέσθω». Ο δεύτερος κρατεί την απόφαση του ιθ΄κανόνα αυτής της Συνόδου ότι: «Δις του ενιαυτού επί το αυτο συντρέχειν καθ' εκάστην επαρχίαν τους επισκόπους», δηλαδή δύο φορές το χρόνο να συγκαλείται η κάθε Ιεραρχίας της εκασταχού τοπικής Εκκλησίας. Κάτω από τους ιεράρχες αυτούς υπάρχουν δύο ακόμη: ο Αλεξανδρείας Διόσκουρος, που κρατεί την απόφαση της Συνόδου ότι: «Γίνωσκε εαυτόν καθηρημένον δι' υπεροψίαν και απειθειαν», σε αντιδιαστολή με τον αρχιμανδρίτη Ευτυχή, που γονυπετής επιμένει στην κακοδοξία του ότι: «Μετά την ένωσιν (των δύο φύσεων), μίαν φύσιν ομολογώ» γενόμενος αιρεσιάρχης του Μονοφυσιτισμού, ως μη αποδεχόμενος τον Τόμον του ορθοδόξου επισκόπου Ρώμης Λέοντος, υποδειχθέντος δια σημείου «Θεοδικίας» στις χείρες του σκηνώματος της επί Διοκλητιανού μάρτυρος της Χαλκηδόνος Αγίας Ευφημίας ( 243-313) κατά τη συναξαριστική παράδόση. Στο χειρόγραφο που βρίσκεται επί του σκηνώματος ό διατυπώνεται ο ορθόδοξος Όρος της Συνόδου που γράφει: «Τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον αυτόν εν ανθρωπότητι Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς», ο οποίος αποκαλύπτει την σωτηριολογική αξία του ουσιώδους δόγματος ποιός ήταν στην πραγματικότητα ο Ιησούς Χριστός, κυρίως σε σχέση με τους παρουσιασθέντες κατά καιρούς στο κόσμο διάφορους «μύστες» του πανανθρώπινου θρησκευτικού βιώματος.
Στην αριστερή πλευρά της εικόνος επικεφαλής τέθηκαν «οι τοποτηρητές» του Αποστολικού Θρόνου της Ρώμης επίσκοποι Λιλυβαίου της Σικελίας Πασχασίνος και Ερκουλάνων της Καμπανίας Λουκένσιος, καθώς και ο Ρωμαίος πρεσβύτερος Βονιφάτιος. Οι μορφές τους αναζητήθηκαν σε παλαιοχριστιανικά πρότυπα από την Κάτω Ελλάδα της Ιταλίας. Ὁ Πασχασίνος στο εις χείρας του ειλητάριο γράφει: «Μία πίστις δια της αγαθής ειρήνης εν πάσαις ταις Εκκλησίαις φυλάττηται». ΄Οπισθέν του ο Λουκένσιος και Βονιφάτιος συμφωνούν μαζί του για τον Τόμο που εκόμισαν εκ Ρώμης. Δευτερος κατά την τάξη είναι ο Αντιοχείας Μάξιμος που στο ειλητάριό του αναφέρει: «Και ημείς σύμψηφοι γινόμεθα» των αποφάσεων της Συνόδου. Δίπλα του τιμητικά ιστορήθηκε ο Χαλκηδόνος Ελευθέριος, που τότε ανυψώθηκε σε μητροπολίτη και έκτοτε ως «ο οικείος επίσκοπος» παρακάθηται στη Σύνοδο. Στα πρακτικά διασώθηκε η φράση του: «Τα δίκαια του Κωνσταντινουπόλεως μεθ΄ ηδονής υπέγραψα». Όπισθεν του Χαλκηδόνος βρίσκεται ο «πριμικήριος των νοταρίων» αρχιδιάκονος του Πατριαρχείου Αέτιος, που επίσης διακηρύττει:«Τα προνόμια του Κωνσταντινουπόλεως μη απόληται» από αλλότριες κατά κόσμον αντιλήψεις και πίσω από τον Χαλκηδόνος το πλήθος Κλήρου και λαού που εκφράζουν τη Συνείδηση της Εκκλησίας. Ὀρθριος πλησίον του Χαλκηδόνος ίσταται ο Λαοδικείας Νουνέχιος, εκπρόσωπος των επτά Μικρασιατικών Εκκλησιών της Αποκαλύψεως, που δηλώνει στο ειλητάριό του πως : «Η δόξα του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως δόξα ημών εστί» απευθυνόμενη προς πάντα εκ κενοδοξίας, φθόνου, κενών δαιμονίων ρέποντα στην ανατροπή κανονικών θεσπισμάτων ως π.χ. τα Δίπτυχα ή τηναυτόβουλη διεύρυνση ορίων διοικήσεων κτλ. Ο Δορυλαίου Ευσέβιος ιστάμενος άνωθεν της κεφαλής της Αγίας Ευφημίας είναι ο εισηγητής του επίμαχου κη΄ κανότα της Συνόδου. Η απόφανση αυτή κανονίζει η πρόνοια του Κωνσταντινουπόλεως να ασκείται προς διατήρηση της ενότητας της καθ' ημάς Ανατολής πέραν της δικαιοδοσία του εφ' όσον : «Τα ίσα πρεσβεία ορίζομεν τω της Νέας Ρώμης Αγιωτάτω θρόνω προς τα της Παλαιάς»,η οποία επιστατεί την ενότητα όλης της κατά Δύση Εκκλησίας. Η απόφανση αυτή επιβεβαιώνεται από την Ιστορία της Εκκλησίας επί 18ο αιώνες και συνδέθηκε και με την τιμή της Αγίας Ευφημίας και καθιερώνεται από τον πατριάρχη Γαβριήλ Γ΄ το 1704 η «μετά πομπής» τιμή του σκηνώματός της στο Φανάρι στις 11 Ιουλίου για το θαύμα του 451 και στις 16 Σεπτεμβρίου για το μαρτύριό της.
Σε διηνεκή ένδειξη μνήμης της εικόνος αυτής τέθηκε η επιγραφή: «Η συνελθούσα εν τω Μαρτυρίω της Αγιωτάτης μάρτυρος Ευφημίας εν Χαλκιδόνι συνελθούσα Αγία και Οικουμενική Δ΄ Σύνοδος επί υπατείας Μαρκιανού και Πουλχερίας εν έτει ,υνα΄ συγκροτηθείσα υπό των , χλ΄ Αγιων Πατέρων, καθήρεσε Ευτυχή και Διόσκουρον και τας δύο φύσεις Ιησού Χριστού του Θεού ημών αδιαίρετως και ασυγχύτως ετράνωσέ τε και ανεκήρυξε και ανύψωσεν δε εις πρωτόθρονον περιωπήν την Εκκλησίαν της Νέας Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, ιστορήθη δε αύτη δια χειρός Χρίστου Λιόντα του Μακεδόνος εν έτει ,αϠπθ΄ ( 1979) ιε΄ Οκτωβρίου, της ΙΓ΄ Ινδικτιώνος».
Η ιστόρηση αυτή επαληθεύει το λεγόμενο ότι: «μία εικόνα συνήθως εκφράζει χίλιες λέξεις, γιατί η εικαστική παράδοσή μας μεταγγίζει πνευματικές αλήθειες της πίστεώς και ιστορεί, αλλά εδώ και διακηρύττει διαγνώμες και ιερές αποφάσεις της Εκκλησίας, έναντι των κατά καιρούς αμφισβητήσεων των κανονικών διατάξεων και των προνομίων της, χάρη της ενότητάς της. Πολλές φορές οι εικόνες με τα χρώματα και τις επιγραφές εκφράζουν αληθινά βιώματα και ουράνιες υποδείξεις μήπως απομακρυνθούν από τη ζωή της Εκκλησίας ΄διαφωνίες και αντιδικίες εμπνεόμενες από επιρροές ενδοκοσμικών αλλότριων θεωριών και θνησιγενών αντιλήψεων. Η εκκλησιαστική τέχνη δεν καταδικάστηκε σε ακινησία και απονέκρωση. Οφείλει να αναπτύσσει την μέχρι τώρα δεδομένη παράδοση και να εκφράζει με εσωτερική δύναμη τη προσέγγιση των ουρανίων πραγμάτων. Οι εικονογραφήσεις ενός ναού πρέπει να οδηγούν σε ανώτατο αποτέλεσμα εμπνεύσεως της θείας ωραιότητας του μυστηρίου του Ιησού Χριστού. Σε αυτό τον ιερό χορό κορυφαίοι στάθηκαν στις εμπνεύσεις τους οι Ορθόδοξοι καλλιτέχνες, όπως αποδείχθηκε και στην εικονογράφηση του εν Φαναρίω «Μικρού Συνοδικού» της Μητρός Μεγάλης Εκκλησίας.-
Α.Π.