Οι Κρήτες θυμούνται και τιμούν πρόσωπα και γεγονότα

Του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη

 1

 Η Ημερίδα για τον πατριάρχη Αθηναγόρα στη Κρήτη και την Μετακομιδή της κάρας του Αποστόλου Τίτου στο Ηράκλειο το 1966.

 

Η Εκκλησία της Κρήτης, η αρχαιότερη των εκκλησιαστικών διοικήσεων εν Ελλάδι δια της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της τίμησε το περασμένο Σαββατοκύριακο στο Ηράκλειο με Συνοδική Ημερίδα δύο ιστορικά γεγονότα: α) Τα 50 χρόνια της πρώτης επισκέψεως Οικουμενικού Πατριάρχη στη μεγαλόνησο και β) τα 47 χρόνια από την μετακομιδή της σεπτής κάρας του Αποστόλου Τίτου από την Βενετία.

Το Σάββατο κατατέθηκαν οι ιστορικές πληροφορίες για τα τότε γενόμενα και την Κυριακή πραγματοποιήθηκαν η Συνοδική Θεία Λειτουργία, ενώ την εσπέρα έγινε η λιτάνευση στην πόλη του Ηρακλείου του σεπτού λειψάνου της κάρας του Αποστόλου Τίτου προς αγιασμό του ευσεβούς λαού και των μυριάδων παρακολουθούντων ξένων. Τον όλο εορτασμό ελάμπρυνε η παρουσία του απεσταλμένου της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου Σεβ. συνοδικού μητροπολίτη Γέροντα Χαλκηδόνος Αθανασίου, ο οποίος και μετέφερε τον ασπασμόν της Μητρός Εκκλησίας στο εν Κρήτη πλήρωμα της.

Ο διήμερος αυτός εορτασμός ήταν οργανωμένος με εξαιρετική προσοχή και προς τούτο εξελίχθηκε μέσα στα πλαίσια της ιστορικής και θεολογικής γνώσεως, αλλά και της λατρευτικής παραδόσεως της Μητρός Εκκλησίας. Γι' αυτό και είναι υπόδειγμα νουνεχούς προσφοράς απόψεων προς διασάφηση της διακονίας σεπτών προσώπων και κατάθεση προσωπικών μαρτυριών ζώντων προσώπων που αποσαφηνίζουν τα τότε γεγονότα προς πραγματική οικοδομήν του πληρώματος και όχι για τη προβολή φιλοεριστικών απόψεων φθηνής δοκησισοφίας του Αντιοικουμενικού Μονοθελητισμού.

Με την πρόσκληση της Ιεράς Συνόδου της Κρήτης η Συνοδική Ημερίδα πραγματοποιήθηκε επί τετράωρο το πρωί και επί τετράωρο το απόγευμα στον σημερινό προσκυνηματικό ναό του Αποστόλου Τίτου και έκλεισε με την τέλεση του Μεγάλου Εσπερινού της Ακολουθίας της Μετακομιδής της κάρας με την παρουσία του Γέροντος Χαλκηδόνος Αθανασίου και του αρχιεπισκόπου Κρήτης Ειρηναίου και των Ιεραρχών της μεγαλονήσου, καθώς και πολλών κληρικών και θεολόγων και πλήθους λαού. Την προεδρία της Συνοδικής Επιτροπής της Ημερίδας είχε ο Σεβ. μητροπολίτης Πέτρας Νεκτάριος, ο οποίος και παρουσίασετο πρώτο θέμα: «Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας στη Κρήτη το 1963 και για τα της σημερινής πορείας του Θεολογικού Διαλόγου» καθώς και τους ομιλητές.

 

 

 

 

Πρώτος ομιλητής ήταν ο θεολόγος και φιλόλογος κ. Ιωάννης Τσερεβελάκης που εξέφρασε την ευλάβεια του κρητικού λαού στο σεπτό πρόσωπο του πατριάρχη Αθηναγόρα που εκδηλώθηκε από την μεγαλειώδη υποδοχή του και τις εκεί συγκλονιστικές ιερουργίες του καθώς και με τους βαρυσήμαντους λόγους του. Παρουσίασε την απήχηση της πατριαρχικής παρουσίας στην κοινή γνώμη των Κρητών και στον Τύπο από τις επισκέψεις του σε επαρχίες, μονές και καθιδρύματα της πιστότερης θυγατέρας Εκκλησίας του Οικουμενικού Θρόνου.

Δεύτερος ομιλητής ήταν ο καθηγητής της Ιστορίας των Δογμάτων στη Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης κ. Γεώργιος Μαρτζέλος μέλος των διεξαχθέντων επιτυχώς Διαλόγων με τις αρχαίες ιστορικές Εκκλησίες της Ανατολής μαζί με τον μακαριστόν και άγιο ιεραρχή Νικοπόλεως Μελέτιο. Ο καθηγητής αναφέρθηκε στην πρόοδο του Διαλόγου αυτού και στην επιτευχθείσα συμφωνία η οποία αποδεικνύει πώς δεν υφίσταται πλέον Μονοφυσιτισμός στις Εκκλησίες αυτές, ούτε η αιτίασή τους για την Ορθοδοξία ότι Νεστοριανίζει, αλλά υπάρχει μια συνέπεια στην αρχαϊκότερη Κυρίλλεια Θεολογία περί των δύο φύσεων του Χριστού και η υφιστάμενη διαφωνία βρίσκεται μάλλον στα πρόσωπα που ενεπλάκησαν τον Ε΄ αιώνα στα γεγονότα, των οποίων η έρευνά τους ανήκει σε άλλους επιστημονικούς τομείς που εξετάζουν τις τότε ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις των διαφωνιών στις διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας.

Τρίτος ομιλητής ήταν ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Τσέτσης ο οποίος άντλησε από τις προσωπικές του αναμνήσεις για να περιγράψει την πολύπλευρη προσωπικότητα του πατριάρχη Αθηναγόρα. Σχολίασε την μαθητεία του κοντά σε φωτισμένους δασκάλους της Θεολογικής Σχολής Χάλκης και την έμπρακτη παιδαγωγία του ως διακόνου μέσα στα μίση των Βαλκανικών Πολέμων και του Εθνικού Διχασμού και την σπουδή του επί διετία κοντά στην δυσφημισμένη από τους αντιπάλους του μεγάλη προσωπικότητα του Κρητός Μελετίου Μεταξάκη. Μίλησε για τις πολλές εμπειρίες του από Κερκύρας και Αμερικής καθώς από τις επαφές που είχε ως γλωσσομαθής μεταξύ των ετών 1924-1930 από τις εκπροσωπήσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος σε διάφορα συνέδρια. Και όταν το 1949 έφθασε σαν Πατριάρχης στο Φανάρι έδωσε νέα πνοή στις Διορθόδοξες και Διαχριστιανικές σχέσεις, διέσπασε την εσωστρέφεια του απομονωτισμού των Ορθοδόξων της ανατολικής Ευρώπης και πέτυχε με Πανορθόδοξη συμφωνία τον «εν ίσοις όροις» Διάλογο με τις λοιπές Εκκλησίες που σήμερα δρέπει τούς καρπούς η Χριστιανοσύνη και η Οικουμένη.

 

2

Ο καθηγητής Αριστείδης Πανώτης στο βήμα της Ημερίδας.

 

Τελευταίος ομιλητής ήταν ο υπογράφων. Κατ' αρχή ζήτησε την ευλογία των παρισταμένων Ιεραρχών για να καταθέσει διαζώσης την δική του μαρτυρία. Είπε πως μέσα στον 20ο αιώνα ο Παράκλητος έδειξε πώς: «όπως και όπου θέλει πνέει» θέλημά Του για να ανατραπούν οδυνηρές καταστάσεις αιώνων και να επινεύσει η «καταλλαγή» στην Εκκλησία Του. Όπως είναι γνωστό επειδή στάθηκα επί οκταετία κοντά στον πατριάρχη Αθηναγόρα μαθήτευσα παρά τους πόδας ενός σύγχρονου Γαμαλιήλ. Έγραψα μερικά για τον μεγάλο αυτό Πατριάρχη και γνωρίζω περισσότερα για την προσφορά του στην Εκκλησία εν μέσω σκληρών αντιξοοτήτων αλλά στην ομιλία μου αναφέρθηκα σε κάποιο άλλο σημαντικό πρόσωπο που σε κάποια στιγμή της πορείας του συνδέθηκε με τον Αθηναγόρα και φώτισε ο Παράκλητος να ανοίξει πόρτες και παράθυρα στην Καθολική Εκκλησία της Παλαιάς Ρώμης για να ανανεωθεί το κλίμα της και να αναζητήσει την αδελφότητα της με την Καθολική Εκκλησία της Νέας Ρώμης. Αυτός ήταν Άγγελος Ρονκάλλι, μετά πάπα Ιωάννη ΚΓ΄, που από την εποχή που ήταν πατριάρχης Βενετίας έδειξε άμεσο ενδιαφέρον για την επιστροφή της σεπτής κάρα του Αποστόλου Τίτου στους Κρήτες.

Ο «άνθρωπος αυτός του Θεού» με την απλότητά του αναδείχθηκε στον 20ο αιώνα «η μεγαλοφυέστερη φυσιογνωμία» της Εκκλησίας του. Όταν εγκαταστάθηκε το 1926 στην Πόλη ως Δελεγάτος της Αγίας Έδρας ήταν αρχιεπίσκοπος Μεσημβρίας και έμαθε πως εκκρεμούσε η ανταπόδοση κατά το πρωτόκολλο της πρώτης επίσημης συγχαρητηρίου επισκέψεως του Οικουμενικού Πατριάρχη Μελετίου Δ΄ στο Παγκάλτι για την εκλογή Πίου του ΙΑ΄. Η αντεπίσκεψη δεν πραγματοποιήθηκε λόγω των τραγικών γεγονότων του 1922 και των ταλαιπωριών του Πατριαρχείου από την Άγκυρα, που ακολούθησαν. Έτσι αποφάσισε την ανταπόδοση στον τότε πατριάρχη Βασίλειο Γ΄.

 

 

Στο Φανάρι έγινε δεκτός με όλες τις προβλεπόμενες τιμές και έκτοτε συνδέθηκε στενά με τον σοφό Πατριάρχη και με τους διάδοχους του, Φώτιο και Βενιαμίν, οι οποίοι εκτίμησαν το εκκλησιαστικό ήθος του και προ πάντων την ταπείνωσή του και τον τίμησαν με τις συστάσεις τους σε ιεράρχες του Θρόνου και με την άδειά τους να γίνει δεκτός στο Άγιο Όρος και σε πολλές άλλες μονές για να ζήσει από κοντά την ορθόδοξη ζωή και λατρεία, το ήθος της και την πνευματικότητά της. Όταν επεκτάθηκαν οι αρμοδιότητές του στην Ελλάδα στις δύσκολες ημέρες της Γερμανικής Κατοχής συνδέθηκε στενά με τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και πολλούς αρχιερείς και καθηγητές μου που μου διηγήθηκαν πολλά για την αγαθοποιό προσφορά του στον επισιτισμού των Αθηναίων εκ Τουρκίας. Για τις ημέρες εκείνες έγραφε στο Ημερολόγιο του που εκδόθηκε και στα ελληνικά: «Όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα είμαι σαν το ψάρι που το ξαναρίχνουν στο νερό του». Στο διάστημα των 19 χρόνων που έζησε στη Βουλγαρία, στη Πόλη και στην Ελλάδα σπούδασε εκ του σύνεγγυς την Ορθοδοξία και την θεώρησε πηγή των εμπνεύσεών του για την Εκκλησία. Φαίνεται ότι από εκεί ξεκινά η σκέψη του να διορθωθούν τα λάθη του παρελθόντος με μια νέα Σύνοδο και να ξεχαστεί η ερεθιστική προτροπή: «Επιστρέψτε για να ενωθείτε μαζί μας»!

 

 

 

Το 1944 μετακαλείται στο Παρίσι για να επιλύσει το πρόβλημα συνεργασίας Γάλλων επισκόπων με την δωσίλογη κυβέρνηση του Βισσύ, κάτι σάν τα ημέτερα της Αριστίνδην Συνόδου του 1967-1969. Παρέμεινε εκεί οκτώ χρόνια και επειδή σοφά τα διευθέτησε αναγορεύθηκε το 1953 και καρδινάλιος πατριάρχης Βενετίας, όπου διακόνησε πάλι επί εξαετία μέχρι την εκλογή το 1958 σε ηλικία 77 ετών σε πάπα Ρώμης. Την περίοδο της πατριαρχίας του δέχεται επιστολή του Κρήτης Ευγενίου που ζητά πληροφορίες περί της τύχης του ιερού λειψάνου της κάρας του Αποστόλου Τίτου και του απαντά με ευγένεια και προθυμία μέσα στα τότε κρατούντα που όλα αποφασίζονταν στο Βατικανό από τον πάπα Πίο ΙΒ΄ !

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί πως μετά την Ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1923, το τέμενος - πού αναγέρθηκε εκ νέου για να τιμηθεί ο κατακτητής του Χάνδακα Βεζύρης Κιοπρουλου, ήταν πλέον «ανταλλάξιμη περιουσία» και διεκδικείτο ως στέγη από πολλούς. Κατείχε τον τόπο αρχαίου ναού μας και με το σεισμό του 1856 είχε ραγίσει και ανακατασκευάστηκε το 1872. Αυτό το κτίσμα ο μητροπολίτης Τίτος Ζωγραφίδης το διεκδίκησε με αγώνες και τελικά το εγκαινίασε στη μνήμη του Πρωτοεπισκόπου της μεγαλονήσου Αποστόλου Τίτου το 1925 μετά από τις σχετικές τροποποιήσεις.

Το δεύτερο θέμα ήταν η προϊστορία και η «πορεία» της Επανακομιδής στη Κρήτη της σεπτής Κάρας του Αποστόλου Τίτου.

Η Γόρτυνα τη Ρωμαϊκή εποχή ήταν η επίκεντρη πόλη της Κρήτης και εκεί εγκαταστάθηκε τον πρώτο αιώνα το αποστολικό κλιμάκιο των συνεργατων του Παύλου και φαίνεται εκεί ετάφηκε κοντά στην Ιουστινιάνεια βασιλική που πρόσφατα ανασκάφηκε ο πρώτος επίσκοπος Απόστολος Τίτος. Για τη διάσωση των λειψάνων του κατά τούς σφοδρούς σεισμούς του 6-7 αιώνα και από την Αραβική κατάκτηση της νήσου αυτά κατατέθηκαν στο Ηράκλειο το 981. Εκεί διαφυλάχθηκαν μέχρι που παρέδωσαν οι Βενετοί την μεγαλονήσο στους Οθωμανούς το 1669 και τα μετέφεραν στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας. Όμως η τιμή προς τον Απόστολο Τίτο παρέμεινε στον κρητικό λαό όπως αποκαλύπτει η συνεχής ιστόρησή του στους μεσαιωνικούς ναούς της Κρήτης και ήταν λάθος η ταύτησή της μνήμης του με τα διασωθέντα ερείπια του ναού της Παναγίας της Κεράς. Μεγάλη ώθηση στον Πανκρήτειο εορτασμό του Αποστόλου δίδεται μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδίως μετά την εκλογή στον τότε μητροπολιτικό θρόνο της Κρήτης του Ευγενίου Ψαλιδάκη, ο οποίος και και εκδίδει την Ακολουθία του Αποστόλου το 1951. Μάλιστα οταν μαθαίνει πως στη Βενετία βρίσκεται ως Πατριάρχης ο εύφημα γνωστός στην Ελλάδα Αγγελος Ρονκάλλι, ξεκινά την πρωτοβουλία που ήδη περιγράψαμε με αποτέλεσμα την απόκτηση των φωτογραφιών του ιερού λειψάνου.

 

 

Τελικά η επιθυμία του κρητικού λαού ικανοποιήθηκε πλήρως μετά την σύγκληση της Β΄ Βατικανής Συνόδου, που άρχισε επί Ιωάννου ΚΓ΄ και μετά διετία έληξε επί Παύλου Στ΄ (1962-1964) με την υπ' αυτής συνοδική αναγνώριση της Ορθοδοξίας ως αδελφής Εκκλησίας, με κανονικότητα των μυστηρίων και της Ιεροσύνης της, που ανταπέδωσαν παμψηφεί «τα ίσα» στη Ρώμη οι Διορθόδοξες Διασκέψεις κατά την κανονική παράδοση όλων των από αιώνων Συμβολικών κειμένων και πράξεων των Ορθοδόξων, οι οποίες ανεγνώρισαν πάντοτε παρά το σχίσμα, πλην των περιόδων των αντιρρητικών αναμετρήσεων, την εκκλησιολογική υπόσταση του Δυτικού Πατριαρχείου ως κανονικής Εκκλησίας, Η Εκκλησία της Ρώμης για να διευθετήσει τις σχέσεις της με τις άλλες Εκκλησίες και Ομολογίες συνέστησε μια Επιτροπή που τον Ιανουάριο του 1962 μεταβλήθηκε σε Γραμματεία «για την Ενότητα των χριστιανών» με πρόεδρο τον βιβλικό θεολόγο καρδινάλιο Αυγουστίνο Μπέα και συνεργάτες τον Ολλανδό Ιωάννη Βίλλεμπραντς και τον Γάλλο Πέτρο Ντυπρέ. Με τον Ντυπρέ συνδεόμουν με ειλικρινή φιλία από το 1953 όταν ήμουν τριτοετής στη Θεολογική Σχολή και ήλθε στην Αθήνα. Τον βοήθησα να μάθει τα ελληνικά. Η φιλία μας διατηρήθηκε και μετά ταύτα και ανανεώθηκε όταν του είπα πώς ο θείος μου Αθανάσιος Μαρτίνος προετοίμαζε την έκδοση της Θ.Η.Ε. Από το 1962 μέχρι το 1968 είχαμε την ευθύνη συντάξεων των τόμων της με τον Βασίλη Μουστάκη και τον ρωμαιοκαθολικό Βυζαντινολόγο π. Γρηγόριο Νόβακ, που είχε μητέρα ορθόδοξη και σεβάστηκε απόλυτα τη πίστη της. Οι τρεις μας είμεθα ομόψυχοι για να περατωθεί αυτό το εκδοτικό θεολογικό κατόρθωμα του 20ου αιώνα.

 

 

 

Ο π. Πέτρος διορίζεται στις 15 /1/1962 υπογραμματέας στη Γραμματεία για την ενότητα της Ρώμης με αρμοδιότητα τις σχέσεις με τούς Ορθοδόξους. Στις αρχές Φεβρουαρίου φεύγει από τα Ιεροσόλυμα, που ήταν καθηγητής Θεολογίας και διέρχεται από το αεροδρόμιο του Ελληνικού. Εκεί τον υποδεχθήκαμε ο π. Νόβακ, ο Βασίλης Μουστάκης και η ταπεινότητά μου και πήγαμε για γεύμα στην παραλία του Εδέμ του Π. Φαλήρου. Εκεί επί πεντάωρο μας είπε τις σκέψεις του για την νέα αποστολή του και ζήτησε τις συμβουλές μας. Του προτείναμε τους λυσιτερέστερους τρόπους επικοινωνίας με το εκκλησιαστικό στοιχείο μας που τότε ήταν η απόδοση των ιερών λειψάνων τα οποία ο λαός μας στερήθηκε εξαιτίας των αλλεπάλληλων περιπετειών του αλλά και η προώθηση των υποτροφιών για επιμόρφωση των κληρικών και θεολόγων μας. Και τα δύο τα ανέλαβε υπεύθυνα και τα διεκπεραίωσε με ζήλο και χωρίς την παραμικρή ιδιοτέλεια. Τα αποτελέσματα τα είδα όταν ήμουν αποσπασμένος για τα εκκλησιαστικά στο γραφείο του υπουργού Παιδείας Γρηγόρη Κασιμάτη και υπέδειξα στον Πατρών Κωνσταντίνο την οδό επιστροφής της κάρας του Πρωτοκλήτου, γεγονότα τα οποία έχω γράψει το 1971 στον τόμο των «Ειρηνοποιών» (παραπομπή 250). Στη συνέχεια αρχίζει από το 1963 η ραγδαία εξέλιξη των εκκλησιαστικών γεγονότων και ο π. Ντυπρέ εξελίχθηκε στον προάγγελο των σπουδαίων αυτών γεγονότων μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου! Εξ αυτού και ο πατριάρχης Αθηναγόρας τον αποκαλούσε «Αγαθάγγελο». Ήταν η εποχή που επανήλθε το θέμα της κάρας του Αποστόλου Τίτου και το διευθέτησε ο διάδοχος του πάπα Ρονκάλλι στη Βενετία και στενός φίλος του, καρδινάλιος Ιωάννης Ουρμπάνι επί πάπα Παύλου Στ΄. Ο Πατριάρχης Βενετίας ειδοποίησε τον αρχιεπίσκοπο Ευγένιο, στις 9 Μαρτίου 1965, ότι η Τιμία Κάρα είναι στην διάθεση της Εκκλησίας της Κρήτης. Βασική απόφαση της Ρώμης ήταν η επανακομιδή του λειψάνου όπως μεταφέρθηκε στη Βενετία. Αλλά παρά την έρευνα δεν βρέθηκε η λειψανοθήκη, όπως έγινε με την κάρα του Πρωτοκλήτου, ετσι έπρεπε να κατασκευαστεί νέα για την κάρα του Αποστόλου Τίτου. . Τότε ερωτήθηκα από τον μακαρίτη φίλο μου Γιώργο Βογιατζή αλλά δεν εισακούστηκα και επεκράτησε η μανία της εποχής που ήθελε – όπως και για την κάρα του Αγίου Νεκταρίου – λειψανοθήκη τύπου αρχιερατικής μίτρας, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η Μετακομιδή του Ιερού Λειψάνου πέραν του έτους. Τελικά η Επανακομιδή πραγματοποιήθηκε την 15η Μαΐου 1966, ύστερα από 296 χρόνια που είναι μια ιστορική στιγμή για την Εκκλησία της Κρήτης στην οποία είχα την ευλογία να παρίσταμαι.

 

 

 

Στο σημείο αυτό υπενθύμισα στους συμμετέχοντες στην ημερίδα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης πως στις 18 Μαΐου του 2007, πριν έξι ακριβώς χρόνια, στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης κηδευόταν η σορός του επισκόπου Θηβάρεως της Τυνισίας μακαριστού Πέτρου Ντυπρέ (1922-2007), Ενός πρωτοπόρου που συμπλήρωσε την ανδραγαθία του κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο με τους τίμιους κόπους του και μετά την ανάδειξή του σε ιεράρχη (6-1-1990 ) για την επανασυνάντηση της Δύσεως με την Ανατολή μέχρι την κοίμησή του.(13-5-2007) Αιωνία η μνήμη του ρηξικέλευτου και αφοσιωμένου αυτού κληρικού της Πρεσβυτέρας Ρώμης. .

Ευχαριστώ για την πρόσκληση της Ιεράς Συνόδου της Κρήτης να συμμετέχω σε μιά Ημερίδα οικοδομής που συνεκλήθη για να εξάρει την υπεύθυνη διακονία του μεγάλου Πατριάρχη Αθηναγόρα που ακόμη ηχεί στα αυτιά μου η φράση του: «παιδί μου η Εκκλησία πάντα πορεύεται ως ζωντανή Αγία αδελφότητα αγάπης, μακρυά από φθηνές προχειρολογίες και ανταιρετικές φαντασιώσεις που αναξέουν μόνον πληγές». Ήταν ο χαρισματικός ταγός που απέδειξε πώς η ζωή της Ορθοδοξίας δεν αποτελματώθηκε από τον τοπικό εθνιαμό, ούτε διασαλεύθηκε η ενότητά της από τυχοδιοκτισμούς προσώπων και φατριών. Με την ομαλή λειτοργία της συνοδικότητας συνήγαγε τους Ορθοδόξους στις Διασκέψεις και με σαφή και σταθερή Πανορθόδοξη απόφανση καθιερώθηκε «εκκλησιαστική εκεχειρία» αόριστου χρόνου για να ευωδοθούν οι Θεολογικοί Διάλογοι μέσα σε ατμόσφαιρα καταλλαγής, όπως πράττουν πάντα και οι κάθε λογής αντιμαχόμενοι προσδοκώντες συμφωνία για ειρήνη. Η «εκεχειρία» ως περίοδος ανακωχής απομονώνει τους εκατέρωθεν πολεμοχαρείς που τρέφονται από το επιθετικό μένος για την επίτευξη της ειρήνης, Και προς τουτο «απρακτούν» και ιεροί κανόνες που θεσπίστηκαν άλλοτε ως «φυλακή» του ορθοδόξου φρονήματος όπως είναι εκείνοι «της συμπροσευχής» που σήμερα έγιναν το «ταμπούρι» των κεκρακτών της αταξίας στην Εκκλησία της Ελλάδος. Παρόμοιο παράδειγμα προετοιμασίας της προσυνοδικής περιόδου είναι : η ευλαβής και τολμηρή για την εποχή προσφώνηση του οικτρά κακοποιημένου από τους ζηλωτές Αγίου Μάρκου του Ευγενικού προς τον πάπα Ευγένιο Δ΄ πριν την θλιβερή έκβαση της Συνόδου της Φλωρεντίας το 1439. (Βλ. Βίκτωρος Ματθαίου . Ο μέγας Συναξαριστής. έκδ. 1998. τ. Β΄. Φεβρ. σσ. 628-629). Με το ίδιο πνεύμα μίλησε στη εποχή μας και ένας διαπρεπής Γάλλος θεολόγος ο Ιωάννης Ντανιελλού που έγραφε πως μεταξύ των δύο Εκκλησιών της μιας Ρώμης :«τὸ δόγμα είναι σχεδόν κοινό και η παράδοση επίσης και τα μεσαιωνικά θεολογούμενα δεν αντέχουν να διαιωνίζουν το σχίσμα».

 

8

Το σεπτό λείψανο επανέρχεται στο Ηράκλειο στις 15 Μαΐου 1966.

 

Η Εκκλησία της Κρήτης, επί πλέον από κάθε άλλη εν Ελλάδι διοίκηση στο κλίμα του Πατριαρχείου παραμένει πάντοτε εδραία στην από αιώνων οικουμενική παράδοση της Ορθοδοξίας. Εξ αυτού δεν μπόρεσαν ποτέ να ριζώσουν στο έδαφός της τα ατίθασα «εκτοπλάσματα» της ποιμαντικής ανεπάρκειας του ελλαδικού αυτοκεφαλισμού για να διαιρέσουν τον κλήρο και τον λαό. Οι Κρήτες αρχιερείς, μνήμονες της στοργής της Μητρός Εκκλησίας οργάνωσαν Συνοδική Ημερίδα τιμής για πρόσωπα και γεγονότα που άφησαν αγαθή μνήμη. Δεν συνήγαγαν κούφια καρύδια σε Ημερίδα για να λοιδορήσουν αναιδέστατα τον Πατριάρχη του Γένους μας για τους χειρισμούς της υπεύθυνης διακονίας του. Οι Κρήτες ιεράρχες ποτέ δεν επέτρεψαν να ακουστούν επ' εκκλησίες εμπαθέστατα ρήματα υβρίζοντα Πανορθόδοξες αποφάσεις για τον «εν ίσοις όροις» Θεολογικό Διάλογο. Και αυτό διότι η ασυδοσία λόγων εν ονόματι της προσωπικής σκέψεως δεν αρμόζουν σε κληρικούς συντεταγμένους στην συνοδικότητα της Εκκλησίας, αλλά οδηγούν σε κατήφορο σαν εκείνο του 1935 που έστειλε μερικούς να «εφησυχάσουν»! Γιατί είναι πλάνη να νομίζεται ότι επ' άπειρο προστατεύει η «αυτοκεφαλία», η οποία είναι και αυτή μια δοτή διακονία από την Μητέρα Εκκλησία όπως και η ημιαυτονομία. Όταν αυτή προσβάλλεται αναιρείται όπως και οι Τόμοι αλλά και οι Πράξεις προς μείζονα προστασία της Εκκλησίας! Όσοι νομίζουν πως είναι «διαβασμένοι» αγνοούν ότι ο Πατριάρχης μας ποτέ δεν έχει παραιτηθεί των πνευματικών δικαιωμάτων του στις Νέες Χώρες, τα οποία έχουν και συνταγματικά κατοχυρωθεί. Όταν κρίνει δύναται να παρέμβει με την Μείζονα Σύνοδό και τελεσίδικα να παιδαγωγήσει κάθε ατακτούντα ιεράρχη που «γυμνή τη κεφαλή» προκαλεί τον διχασμό του πληρώματος της Εκκλησίας που συνδιοικείται με την «αυτοκεφαλία». Ο Τόμος του 1850 θα είχε αρθεί από τον πατριάρχη Άνθιμο Δ΄ μετά την νομοθεσία του 1852 αν δεν παρακαλούσε ο τσάρος Αλέξανδρος τον Πατριάρχη να συγχωρήσει το λάθος της ελληνικής κυβερνήσεως. Αυτά διδάσκει η Ιστορία.

 

9

Το σεπτό λείψανο επανέρχεται στο Ηράκλειο στις 15 Μαΐου 1966.

 

Ο Πατριάρχης γνωρίζει τον 6ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου που καθιστά υποδίκους, «τους φιλέχθρως συκοφαντούντας τούς οικονομούντες τα εκκλησιαστικά πράγματα με προσποιημένες ομολογίες δια το ταράσσειν την Εκκλησίαν» και αναμένει! Οι Κρήτες ιεράρχες δεν ευτέλισαν ποτέ την διακονία τους γενόμενοι σπερμολόγοι οργανωσιακών καπετανάτων ή του ψευτοζηλωτισμού για να ταράξουν την ευταξία της ενότητας της Μίας Εκκλησίας μας. Και τούτο γιατί γνωρίζουν ότι όλες οι εκκλησιαστικές διοικήσεις της ελληνικής επικράτειας, ακόμη και εκείνη της αυτοκεφαλίας, συλλειτουργούν επι 1200 χρόνια μέσα στην κανονική δικαιοδοσία της Μητρός Εκκλησίας από την οποία πηγάζει και η όλη εκκλησιολογική υπόσταση τους ως θεσμών. Αυτά διδάσκει η Εκκλησιαστική Ιστορία και το Δίκαιο της Εκκλησίας μας. Όμως φαίνεται πως τα «χωνία» ποτέ δεν έμαθαν ότι την πορεία της Εκκλησίας την σηματοδοτούν τα κείμενα και οι πράξεις και όχι οι υλακές των αδιάβαστων της παρεκκλησιαστικής φατρίας που δαιμονικά σκανδαλολογεί για να συντηρεί στον ελλαδισμό επαρχιωτισμό την ψυχοφθόρα αταξία.

 

 

 

 

Loading