Περίσκεψη για τους ρωσικούς εορτασμούς
Περίσκεψη για τους ρωσικούς «εορτασμούς»… (και υπενθύμιση κάποιων ιστορικών γεγονότων!)
«Ψυχή της Ιστορίας η αλήθεια », Γ. Παχυμέρης
Στη Μόσχα, στο Κίεβο αλλά και στη Λευκορωσία πραγματοποιήθηκε πολυήμερος εορτασμός για μία ακόμη «επέτειο», τη«Βάπτιση επί μοναρχίας του πρίγκιπα (κνιαζ) Βλαδίμηρου προ 1025 χρόνων του πρώτου ρωσικού κράτους των Ρώς».
Η Εκκλησία στη Ρωσία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ανέκτησε για τους σοβιετικούς πατριωτικό πρόσωπο, τους θερινούς μήνες άρχισε να προσκαλεί ηγέτες ομοδόξων Εκκλησιών σε «εορτασμούς»κυρίως για να υπενθυμίζει παλαιά και νέα γεγονότα της ρωσικής εκκλησιαστικής ζωής. Στα πλαίσια των «εορτασμών» αυτών γίνονται συλλείτουργα «χλιδήματι βαρβαρικῷ» και αβραμιαίες φιλοξενίες για να εξαρθεί η «φιλοπρωτείας» του Πρώτου της Ρωσικής Ιεραρχίας και καλλιεργηθούν φρούδες ελπίδες μεταβολής της Τάξεως των Διπτύχων και για να «μνημονευθούν» γεγονότα συμπίπτοντα με τους εκάστοτε στόχους της «εκκλησιαστικής τακτικής» των κυβερνώντων τη χώρα. Και τώρα επικαλέστηκαν τον εκχριστιανισμό των Ρώς, που φαίνεται πώς μάλλον σχετίζεται με την «Κιεβινή Εξαρχία» τους που επίμονα τη συντηρούν.
Επιχειρείται και πάλι να ανατραπεί η ιστορική πραγματικότητα. Η Ιστορία της Εκκλησίας διδάσκει ότι η Αποστολική Καθέδρα της Νέας Ρώμης συνέστησε την Εκκλησία του Κιέβου και μάλιστα ως μία των μητροπόλεων του Συνταγματίου της. Η έδρα αυτή μεταφέρθηκε το 1299 προς βορρά και κατέληξε στη Μόσχα για να συνυπάρχει η εκκλησιαστική αρχή μαζί με την μοναρχική εξουσία του τσάρου και να κυβερνώνται οι λαοί «πασών των Ρωσιών». Στο Κίεβο αυτόβουλα άλλοτε στάλθηκε μια Εξαρχία η οποία σήμερα που συνεστήθη η κρατική οντότητα της Ουκρανίας προκαλεί ένα «τρισύνθετο» σχίσμα μεταξύ των εκεί Ορθοδόξων και η συντήρησή του από το Πατριαρχείο της Μόσχας είναι επιζήμια για την εκεί Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η ιστορική πορεία του ευαγγελισμού των λαών της Ρωσίας δεν είναι τόσο ευχερής όπως νομίζουν οι επιτελείς του Πατριαρχείου Μόσχας. Το Βάπτισμα των Ρως το 987 δεν είναι ένα γεγονός μεμονωμένο και ανεξάρτητο από τον εκχριστιανισμό του Κιέβου. Γνωρίζουμε πώς η ιεραποστολική μέριμνα της Μητρός Εκκλησίας για τη Ρωσία άρχισε από την Κριμαία επί Φωτίου το πρώτο μισό του Θ΄ αιώνα και ότι στο Κίεβο μόνον η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως σταθεροποίησε τους θρησκευτικούς και μορφωτικούς δεσμούς της τοπικής Εκκλησίας με την βυζαντινή παράδοση. Αυτή σφράγισε το έργου των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου στη Μοραβία και των μαθητών τους που κατέφυγαν στη Βουλγαρία και μετά στη Νότια Ουκρανία. Εκεί κατά τον 28ο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου οργανώθηκε η Εκκλησία «εν τοίς βαρβαρικοίς» που καταστάθηκε το 885 ή κατ’ άλλους το 1037 η 60η μητρόπολη του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως με 12 επισκοπές προς άνατολάς και 7 προς δυσμάς. Η μητρόπολη στη πόλη του Κιέβου που ήταν τότε σταυροδρόμι επικοινωνιών στερεώθηκε με τους κόπους των μητροπολιτών Μιχαήλ και Λέοντα και των διαδόχων τους που από το 989 μέχρι το 1237 εκλέγονται και χειροτονούνται στην Κων/πολη ως αρχιερείς του Οικουμενικού Θρόνου. Αυτά συνέβαιναν μέχρι που ήλθαν τα πολλά δεινά από την μογγολική επιδρομή στην Ρωσία. Το 1445 εκλέγεται ως πατριάρχης ο Γρηγόριος Γ΄ ο Μελισσηνός που διέρχεται ανώμαλη πατριαρχία λόγω «Ενωτικού προβλήματος» μέχρι που φεύγει από την έδρα του τον Αύγουστο του 1451. Τότε ο νέος μητροπολίτης Μόσχας Ιωνάς επισκέπτεται την Κωνσταντινούπολη αλλά εμποδίζεται από τούς «ανθενωτικούς» να τον συναντήσει για να συζητήσει θέματα της Εκκλησίας στη Ρωσία. Έτσι αποτελεί ιστορικό και δυσεπίλυτο πρόβλημα η ανεξαρτησία της εν Ρωσία Εκκλησίας δεδομένου ότι η διάσπαση του εκκλησιαστικού σώματος ήταν αντίθετη πράξη στα κανονικά ήθη Ανατολής και Δύσεως ακόμη και λόγω της παρουσίας εκεί του Κιέβου Ισίδωρου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ρώσοι τοποθετούν την «αυτοκεφαλία» τους στις ταραγμένες ημέρες προ της Αλώσεως. Στο κενό των τραγικών εκείνων ημερών και μετά την απελευθέρωση τους από τους Μογγόλους άρχισαν να οικοδομούν την όλη αυτονομία τους στηρίζοντάς την με τις «αποκαλυπτικές» ιδεοληψίες περί της βυζαντινής κληρονομίας, σπουδαιότερη των οποίων είναι εκείνη του μοναχού του Πσκώφ Φιλόθεου ότι: «οι δύο Ρώμες έπεσαν, η τρίτη ίσταται ορθή και δεν θα υπάρξη τέταρτη». Αυτοί οι «ευσεβείς πόθοι» μεταβλήθηκαν σε διαχρονική ρωσική ψύχωση του τσαρισμού μετά τον γάμο του Ιβάν Γ΄ με την Σοφία Παλαιολογίνα, με την σύμπραξη της Αυτοκρατορικής Εκκλησίας. Και όμως τις δυσχερείς εποχές και πάλι το Πατριαρχείο τους φωτοδότησε με την θεολογική και εκκλησιολογική κληρονομία του με πολλές προσωπικότητες όπως ήταν Μάξιμος ο Γραικός, Μελέτιος ο Συρίγος, ο Αγιορείτης Διονύσιος, ο Παΐσιος Λιγαρίδης κ.ά.
Όταν πάλι αυξήθηκαν από τη Δύση οι πολιτικές και οι εκκλησιαστικές πιέσεις που απειλούσαν την ορθόδοξη συνείδηση και την εθνική ακεραιότητα της Ρωσίας και χρειάστηκε ένας ισχυρός πόλος επιστασίας των συνειδήσεων των λαών «πασών των Ρωσιών» ο τσάρος Θεόδωρος ζήτησε το 1589 από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Β΄ τον πατριαρχικό θεσμό για τον μητροπολίτη Μόσχας Ιώβ. Και τότε πρόσφερε ο Πατριάρχης την πατριαρχική αξία στον Μόσχας, με τη συγκατάθεση το 1590 των παλαίφατων Πατριαρχών με τον βασικό όρο να μην αναστατώσει ποτέ τα Δίπτυχα της Εκκλησίας και διεκδικήσει Πρωτείο έναντι του Κωνσταντινουπόλεως όπως μαρτυρούν δύο παρόντες στην δωρεά της αξίας ο Μονεμβασίας Δωρόθεος και ο Ελασσώνος Αρσένιος. Όταν όμως ο Πατριάρχης απέκτησε μεγάλη ισχύ στη Ρωσία, τρόμαξε η τσαρική εξουσία και ο Μέγας Πέτρος, επωφελούμενος του «μεταρρυθμιστικού» προγράμματός του, κατήργησε τον πατριαρχικό θεσμό και συνέστησε ως ύπατη αρχή της Εκκλησίας στη Ρωσία τη Συνοδική διοίκηση (1721−1917), ένα σύστημα προτεσταντικής εμπνεύσεως, που κατέστησε την Εκκλησία θεραπαινίδα της εκάστοτε τσαρικής πολιτικής. Έκτοτε συνέβησαν πολλές οξύτητες των Ρώσων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο γιατί η τσαρική κοσμική εξουσία περιφρονούσε το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας.
Πρώτο δείγμα έχουμε κατά τα Ορλωφικά το 1771 όταν ο ρωσικός στόλος κατέλαβε τις Κυκλάδες, ο ναύαρχος Σπυριτώφ υποχρέωσε τους τοπικούς αρχιερείς να «μνημονεύουν» τη Σύνοδο της Πετρουπόλεως. Και όταν το 1774 υπογράφεται η Συνθήκη του Καιϊναρτζῆ εγκαταλείφθηκαν στο έλεος του καπουδάν πασά και όσοι αρχιερείς δεν έφυγαν στη Ρωσία απαγχονίστηκαν!
Από τον Σεπτέμβριο του 1815 ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ γίνεται ο κύριος μοχλός της Ιερής Συμμαχίας και δεν ευνοεί την ελευθερία του Γένους μας. Μετά την Επανάσταση του 1821 μόνον η Αγγλία προστάτευσε την σύσταση του νεοελληνικού κράτους και αυτό για τα συμφέροντά της. Ο σλαβόφιλος πατριωτισμός μεταποιήθηκε το 1841 σε νοσηρό εθνικισμό γνωστό ως «Πανσλαβισμό» ο οποίος κρύφτηκε πίσω από τον «Βουλγαρισμό» που προκάλεσε το σχίσμα και την συνοδική καταδίκη του Εθνοφυλετισμού το 1872. Η τσαρική διπλωματία επειδή δύσκολα διάβρωνε την ελληνική συνείδηση στη Θράκη και στη Μακεδονία επιχείρησε να πλησιάσει την Κωνσταντινούπολη με τον πόλεμο του 1875 – 1978. Όμως οι Άγγλοι κατάλαβαν το σχέδιο τους και το ματαίωσαν με τη Συνθήκη του Βερολίνου. Τότε ο Πανσλαβισμός στράφηκε στη δημιουργία κτιριακής υποδομής στο Άγιο Όρος για μελλοντική απόβαση πλήθους μοναχών και κυριαρχία στον Άθωνα, αλλά και στην έξαψη τον αραβόφωνου εθνικισμού στη Μέση Ανατολή που κατέληξε στην πλήρη αραβοποίηση του Πατριαρχείου Αντιοχείας.
Στην αρχή του 20ου αιώνα οι καλυπτόμενες πίσω από την τσαρική διπλωματία Ιεραποστολές εμφανίστηκαν ως η Ορθοδοξία του μέλλοντος, μετά την Ασία και στην Αμερική και στη Δυτική Ευρώπη. Το Πατριαρχείο για να αποφύγει σύγκρουση με την Αυτοκρατορική Εκκλησία των Ρώσων και να προστατεύσει την ελληνική Διασπορά έδωσε την επιστασία της, το 1908, στην Ελλαδική Εκκλησία. Το 1913 Ρώσοι και Βούλγαροι πρωτοστατούν στην Διεθνοποίηση του Αγίου Όρους! Αυτό απορρίπτεται και καθιερώνεται το Αυτοδιοίκητο της μοναστικής Πολιτείας μέσα στην Ελλάδα, ως αναπόσπαστο τμήμα του εθνικού κορμού. Το 1914 κατά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η τσαρική διπλωματία συνομολογεί στο Λονδίνο μυστική συμφωνία με τους Συμμάχους της Entande για τη συμμετοχή της Ρωσίας στο πλευρό τους. Το «Αντάλλαγμα» στην περίπτωση νίκης είναι τα εδάφη της Θράκης και η Κωνσταντινούπολη! Επόμενο θα ήταν η παράδοση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στους σλαβόφωνους Ορθοδόξους!
Όμως «άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων άλλα δε θεός κελεύει»! Οι αμαρτωλές «Δοσοληψίες» με το τσαρικό καθεστώς κατάρρευσαν και μάλιστα πληρώθηκαν ακριβά από τον ρωσικό λαό με την ογδοντάχρονη υποταγή σε αμείλικτους διώκτες της Εκκλησίας!
Όταν αποφασίζεται εμπρός στους ερχόμενους καιρούς να ανασυσταθεί το παλαιό Ρωσικό Πατριαρχείο ο πατριάρχης Γερμανός Ε΄ ενέκρινε την επιστροφή της πατριαρχίας στη Ρωσία και προστατευτικά ενέταξε στα Δίπτυχα τον πατριάρχη Τύχωνα για να αντιμετωπίσει την πολύμορφη δοκιμασία εκ των κινημάτων στην Εκκλησία του που τα ευνοούσε το σοβιετικό καθεστώς. Και όταν η Λευκορωσική κατέρρευσε, τεράστιος ήταν ο όγκος των αντιπάλων των μπολσεβίκων από τον ρωσικό νότο που διέφυγε μέσω Κωνσταντινουπόλεως. Τότε πολυδιήγητα είναι εκείνα που πρόσφερε το Πατριαρχείο και η Ομογένεια στους διαφυγόντες Ρώσους αρχιερείς και ιερείς και στις χιλιάδες των Ρώσων που ζητούσαν καταφύγιο. Ένα μόνον αναφέρω: πώς δεκάδες ορφανά εκ Ρωσίας στεγάστηκαν και διατράφηκαν στις αίθουσες της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης! Όταν μάλιστα οι μπολσεβίκοι χώρισαν την θρησκεία από το κράτος και οι Ιεραποστολές έμειναν πλέον μακριά από την προστασία του τσάρου, τότε οι ιεράρχες τους για να έχουν ορθόδοξη υπόσταση και προστασία στράφηκαν στην πηγή της αρχιεροσύνης τους, την Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι, ο Αλέξανδρος από τις Η.Π.Α., ο Ευλόγιος από την Δυτική Ευρώπη και ο Ιννοκέντιος από το Πεκίνο ζήτησαν «κοινωνία» μόνον με το Φανάρι, παρ’ ότι ο από Κιέβου Αντώνιος βάδιζε «υπερόρια» στο Κάρλοβιτς το δρόμο της απομονώσεώς του. Αυτή η πράξη στην περίοδο των διωγμών στη Ρωσία αποτελεί ιστορική επιβεβαίωση της κανονικής συνειδήσεως των Ρώσων αρχιερέων. Περί του αρχιεπισκόπου Αλεξάνδρου προ του 1917 και μετά το 1918 έχω γράψει αδιάψευστα γεγονότα στον Β΄ τόμο του Συνοδικού μου.
Τώρα, μετά 90 χρόνια, η Μόσχα προσπάθησε να αμαυρώσει αυτή τη κανονική απόφαση τους απόδημων Ρώσων ιεραρχών με μια ακάνονη και πονηρή παρεμβολή στο συλλείτουργο του πρόσφατου περίλαμπρου εορτασμού, με την συμμετοχή σε αυτό του εξ Αμερικής επισκόπου Τύχωνα. Αυτό προς δημιουργία τετελεσμένων, ενέργεια ενδεικτική των εθνοφυλετικών προθέσεων των σημερινών εκκλησιαστικών που δοκιμάζει πάλι την Πανορθόδοξη ενότητα.
Η Εκκλησία για να επιβιώσει στη Ρωσία κατά την περίοδο των διωγμών αναγκάστηκε να συνεργαστεί με την πανστρατιά του ρωσικού λαού κατά των Ναζί εισβολέων. Αυτό έδειξε την ακμαιότητα του πατριωτισμού των μελών της τοπικής Εκκλησίας ο οποίος ανταμείφθηκε από τον Στάλιν με την μετριοπαθή επιστασία των εκκλησιαστικών πραγμάτων από την ΚGB. Οι νέοι χειρισμοί φάνηκαν κατά την επιλεκτική πρόσκληση όσων θα μετέχουν για πρώτη φορά στην εκλογή και ενθρόνιση του Πατριάρχη «πασών των Ρωσιών». Την 31η Ιανουαρίου 1945 εκλέγεται ο μητροπολίτης Λένινγκραντ Αλέξιος Σιμάνσκυ ως Πατριάρχης. Επιδιώκεται να φανεί στο εσωτερικό η εκλογή ως Διορθόδοξο γεγονός που έχει το «σύμψηφο» των Ορθοδόξων και στο εξωτερικό πώς το μέγεθος της Εκκλησίας στη Ρωσία αφυπνίζεται από την χειμερία νάρκη και έχει πλέον βαρύτητα η συμμετοχή της στις εκκλησιαστικές εξελίξεις. Για να στερεωθεί μάλιστα η κυριαρχία της Ρωσικής Εκκλησίας στην Ανατολική Ευρώπη άρχισαν οι φιλοσοβιετικές κυβερνήσεις τις εκθρονίσεις των Ορθόδοξων Προκαθημένων Εκκλησιών που είχαν κοινωνία με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και με την χορήγηση νέων πράξεων αυτοκεφαλίας στις θυγατέρες Εκκλησίες της Κωνσταντινουπόλεως, ενέργειες ιερόσυλες και αντικανονικές, αλλά και βάναυσα υβριστικές προς τον ιερό θεσμό της Μητέρας Εκκλησίας! Από την μανία αυτή δεν εξήρεθη ούτε ο μάρτυρας αρχιεπίσκοπος της Τσεχοσλοβακίας Σαββάτιος ο οποιος λίγο μετά την απελευθέρωση του από στρατόπεδο των Ναζί εξαφανίστηκε κυριολεκτικώς διότι παρέμενε πιστός στην Κανονική Εκκλησιαστική Αρχή του, που ήταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αρνούμενος να υποκύψει στο Σταλινικής εμπνεύσεως σχέδιο υποταγής της Εκκλησίας του στο Πατριαρχείο Μόσχας.
Στη συνέχεια για να δείξουν πώς το νέο κέντρο της Ορθοδοξίας βρίσκεται στη Μόσχα αυτόβουλα συγκάλουν το 1948 ένα «Πανορθόδοξο Συνέδριο», που χάραξε νέους «κανόνες» λειτουργίας της Διορθόδοξης «κοινωνίας»! Τότεθεσπίστηκεεπίσημα ο περιορισμός μέσα στα τείχη της Ορθοδοξίας από κάθε επαφή με τον «καπιταλιστικό» θρησκευτικό κόσμο της Δύσεως. Σε λίγο αυτό βελτιώθηκε με την δημιουργία της «Φιλειρηνικής κινήσεως» σοβιετικής κατασκευής που εκινείτο κυρίως στον φιλοσοβιετικό εκκλησιαστικό χώρο! Όμως τα ακραία πορίσματα αυτού του «Συνεδρίου» ξύπνησαν τις Εκκλησίες και τις κυβερνήσεις των ελευθέρων κρατών και συνεργάστηκαν για να προωθηθεί στο ιερό κέντρο της Ορθοδοξίας προσωπικότητα ικανή να αντισταθεί στην προωθούμενη σοβιετική επικυριαρχία της Ορθοδοξίας. Και αυτό το πρόσωπο επισημάνθηκε στις Η.Π.Α. Εκεί διέπρεπε στο ποιμαντικό διακόνημα ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής Αθηναγόρας ο οποίος τον Νοέμβριο του 1948 εκλέγεται Οικουμενικός Πατριάρχης.
Ο Αθηναγόρας κατά τη δεκαετία του 1950 προσπαθεί να αναδείξει την αποστολικότητα της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως για να επανακινήσει την Πανορθόδοξη ενότητα. Οι πολιτικές αντιθέσεις για το κυπριακό είχαν όμως οδυνηρές συνέπειες στην Ομογένεια της Πόλεως και καθήλωσαν την δραστηριότητα του Πατριαρχείου. Το 1953 ο Στάλιν απέρχεται και οι διάδοχοί του προσπαθούν να απεμπλακούν από τον απομονωτισμό που επέβαλε το σκληρό σταλινικό καθεστώς. Το Πατριαρχείο Μόσχας συντάσσεται με αυτήν την πολιτική και το 1960 ο Μόσχας Αλέξιος επισκέπτεται το Φανάρι. Παρακαλεί τον πατριάρχη Αθηναγόρα να ανοίξει τις πόρτες για να γίνουν αποδεκτοί οι Ρώσοι αντιπρόσωποι σε διεθνείς εκκλησιαστικές οργανώσεις, όπως ήταν το Π.Σ.Ε. κ.ά., για να συμμετέχει το Πατριαρχείο Μόσχας στα διεκκλησιαστικά δρώμενα. Και το Φανάρι συνηγορεί και το πετυχαίνουν.
Το Φθινόπωρο του 1961 ο πατριάρχης Αθηναγόρας κάνει χρήση του κανονικού του προνομίου και αρχίζει να συγκαλεί τις Πανορθόδοξες Διασκέψεις. Ακολουθεί το 1963 και η πρώτη έξοδός του από το Φανάρι για να προστεί στον «εορτασμό της χιλιετίας του Αγίου Όρους» και κατ’ επέκταση επισκέπτεται στην ελληνική επικράτεια τη δικαιοδοσία του από το βορρά μέχρι το Νότο της Κρήτης. Τον Νοέμβριο του 1964 κατά την παραμονή του στη Ρόδο ο Λένινγκραντ Νικόδημος Ροτόβ επισκέπτεται μια νύκτα τον πρόεδρό της Διασκέψεως Ηλιουπόλεως Μελίτωνα και σε μία κρίση αυτοσυνειδήσεως απεκάλυψε πολλά για την σοβιετική παρέμβαση στα της Εκκλησίας στη Ρωσία, εμπειρία που έγινε και κτήμα μου, παραστάντος εκεί ως συνεργάτου πλησίον του προέδρου. Ο Νικόδημος ήταν ο γέροντας του σημερινού πατριάρχη Κυρίλλου!
Η ραγδαία βελτίωση των σχέσεων Παλαιάς και Νέας Ρώμης 1964 – 1967 ενίσχυσε το Διορθόδοξο ενδιαφέρον για τον Διάλογο και οργανώνεται ειρηνική επίσκεψη του πατριάρχη Αθηναγόρα στις θυγατέρες Εκκλησίες της Κωνσταντινουπόλεως. Για την επίσκεψη αυτή μάλιστα κόπτεται το 1967 και ειδικό μετάλλιο. Οι μόνοι που αρνήθηκαν την επίσκεψη αυτή ήταν οι Ρώσοι προφανώς φοβούμενοι την παρουσία του Αθηναγόρα μέσα στα ευσυγκίνητα πλήθη των Ρώσων που εκ παραδόσεως τιμούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Όμως η ανταπόδοση της επισκέψεως του πατριάρχη Αλεξίου άργησε 17 χρόνια και πραγματοποιήθηκε το 1987 από τον διάδοχο του Αθηναγόρα πατριάρχη Δημήτριο κατά την ανατολή της «Περεστρόϊκας», όταν καιη ταπεινότητά μου πήγε στη Ρωσία.
Στο μεταξύ η Εκκλησία στη Ρωσία δεν έπαυσε να αναζητεί ευκαιρίες θερινών συναντήσεων για «εορτασμούς» προκειμένου να επικεντρωθεί το Διορθόδοξο ενδιαφέρον. Το 1988 γιόρτασε την χιλιετία της μεταστροφής των Ρώσων στο Χριστιανισμό. Τώρα, σκάρωσαν πάλι τα 1025 χρόνια από την βάπτιση των Ρώς, δηλαδή των άλλοτε βάρβαρων πολιορκητών της Κωνσταντινουπόλεως.
Τώρα αναδεικνύεται η προτεραιότητα της Μόσχας έναντι του Κιέβου, και επιχειρείται η αναστροφή της Ιστορίας για να εντυπωθεί πώς η Μητέρα Εκκλησία των Κιεβιτών είναι η Μόσχα! Η αδέκαστη Ιστορία όμως μαρτυρεί το αντίθετο, δηλαδή αυτό που πρόσφατα επισήμανε στο μήνυμά του προς τους Ουκρανούς ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ότι η Μητέρα Εκκλησία των ορθοδόξων χριστιανών στη Ρωσία είναι η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως και όχι η Μόσχα! Ο μέγιστος Βυζαντινός πολυΐστωρ κάποτε ιερομνήμων της Εκκλησίας, Γεώργιος Παχυμέρης (1242−1310) έγραψε τον ΙΓ΄ αιώνα ότι: «η ψυχή της Ιστορίας είναι η αλήθεια, το δε πρό ταύτης το ψεύδος άγων αντίκρυς ιερόσυλος» (MigneP.G. 143,444 A, 445A), κάτι που ισχύει πλέον διαχρονικά.
Η ανάμειξη του εθνικισμού και της «φιλοπρωτίας» στα εκκλησιαστικά θέματα έχει οδυνηρές συνέπειες και διαταράσσει την ενότητα του σώματος της Εκκλησίας. Στο παρελθόν συνέβησαν πολλά τραγικά στην Εκκλησία από τις εγκόσμιες Πανσλαβιστικές ιδέες της Αυτοκρατορικής Εκκλησίας. Αυτά ας παιδαγωγήσουν τους νεότερους γιατί πληρώθηκαν πανάκριβά επί πολλές δεκαετίες στη Ρωσία. Τα συμβάντα δεν εξωραΐζονται με ενορχηστρώσεις σε πεντάγραμμο χωρίς το κλειδί της ευγνωμοσύνης προς την Μητέρα που είναι η μοναδική χορηγός της εκκλησιολογικής υποστάσεως της εν Ρωσία Εκκλησίας. Όταν μια ηγεσία θυγατρικής Εκκλησίας υποβαθμίζει τους κόπους της Μητέρας της Εκκλησίας το επακόλουθο είναι να κατατρύχεται από την μεγαλοδοξία της φιλοπρωτίας : «τις άν είη μείζων». (Λουκ. θ΄ 46).-
Α.Π.