Ἡ Α.Θ.Π. ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαίος παραλαμβάνει τόμον
   τοῦ «Συνοδικοῦ» ἀπὸ τὸν ἂρχοντα  Ἀριστείδη Πανώτη.

Στὴν ἐπιθεώρηση «ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ»

ὁ καθηγητής  Ἱωάννης Μ. Κονιδάρης

γράφει γιὰ :

   ΣΤΟ «ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ» ΤΟΥ   ΠΕΡΙ ΤΗΣ  ΜΕΤΑΛΩΖΑΝΝΕΙΑΣ

               ΠΟΡΕΙΑΣ  ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ Γ. ΠΑΝΩΤΗ, Τὸ Συνοδικόν τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας, τ. Γ΄, τεῦχ. Β΄, ἐν Ἀθήναις: Ἑπτάλοφος 2021, σσ. 289-575.

Ὁ πρεσβύτερος τῶν ὀφφικιαλίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Ἄρχων Μέγας Ἱερομνήμων (1967, ἐπὶ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα) ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΝΩΤΗΣ, πολιὸς καὶ χαλκέντερος ἐρευνητὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ ἰδίως ἐκείνης τοῦ Πάνσεπτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, συνεχίζει ἀκάματος τὸ σημαντικὸ τρίτομο ἔργο του: «Τὸ Συνοδικὸν τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας», «ἤτοι Ἐπίτομος Ἱστορία τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας τοῦ εὐσεβοῦς Γένους μας», καθώς, ὅπως ὁ ἴδιος πιστεύει, «σὲ ἕνα σύγχρονο Συνοδικὸν θὰ πρέπει νὰ κατατίθεται συνοπτικὰ ἡ γνώση τοῦ παρελθόντος ποὺ ἐπιβάλλεται νὰ παραμένει ἄσβεστη στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση γιὰ νὰ φρονηματίζει τὶς νεότερες γενιὲς κληρικῶν καὶ λαϊκῶν».

Ἤδη κυκλοφόρησε, μὲ τὴ στήριξη τῆς Ἀδελφότητος τῶν Ὀφφικιάλων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «Παναγία ἡ Παμμακάριστος», τὸ δεύτερο τεῦχος τοῦ τρίτου τόμου (πρᾶγμα ποὺ δηλώνει καὶ ἡ συνέχεια στὴ σελιδαρίθμηση), τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει τὸ ὄγδοο μέρος τοῦ ἔργου, μὲ τὸν εἰδικότερο τίτλο «Ἡ “Μεταλωζάννεια” δοκιμασία τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως (1923-1928)».

Ἔχουν προηγηθεῖ ὁ πρῶτος τόμος (2008) τοῦ «Συνοδικοῦ» ποὺ καλύπτει τὴν περίοδο ἀπὸ τὴν πρώτη χιλιετία ἕως τὸ 1833/1850, ὁ δεύτερος τόμος (2009) ποὺ καλύπτει τὴν περίοδο ἀπὸ 1850 ἕως τὸ 1922 καί, ὡς εἰσαγωγὴ στὸν τρίτο τόμο τοῦ ἔργου, τὸ αὐτοτελὲς μελέτημα (2014) «Ἡ πατριαρχικὴ προστασία τῶν “Νέων Χωρῶν” κατὰ τὴ β΄ δεκαετία τοῦ 20οῦ αἰῶνα».

Ὁ τρίτος τόμος παρουσιάζεται σὲ τρία τεύχη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχει ἤδη κυκλοφορήσει τὸ πρῶτο τεῦχος (2018), ποὺ καλύπτει χρονικὰ τὶς περιπέτειες τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας κατὰ τὴν μικρασιατικὴ «Ἔξοδο» τοῦ 1922-1923, ἐκκινῶντας ἀπὸ τὴ «Μετοικεσία» τοῦ 1922 καὶ καταλήγοντας στὸν ἐπίλογο τῆς Πατριαρχίας [1921-1923] Μελετίου Δ΄ (Μεταξάκη). Ὅλα τα ἐπιμέρους τμήματα τοῦ μνημειώδους αὐτοῦ ἔργου ἔχουν παρουσιαστεῖ ἀπὸ τὶς στῆλες τῶν «Νομοκανονικῶν», μὲ ἐμπεριστατωμένες βιβλιοπαρουσιάσεις, ἀπὸ τὸν Διδάκτορα Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου τῆς Νομικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν καὶ δικηγόρο Γ. ΙΑΤΡΟΥ (Νομοκανονικὰ 1/2008, σ. 223 ἐπ.· 1/2010, σ. 175 ἐπ.· 2/2014, σ. 214 ἐπ.· 1/2019, σ. 225 ἐπ. ἀντιστοίχως), ἔτσι, ὥστε εἶναι εὔκολο στὸν ἀναγνώστη τοῦ περιοδικοῦ νὰ παρακολουθήσει τὴν ὅλη πορεία τοῦ ἐγχειρήματος ἕως σήμερα.

Ἤδη, στὸ τμῆμα τοῦ ἔργου ποὺ μόλις κυκλοφόρησε (2021), μὲ τὸν εἰδικότερο, ὅπως ἐλέχθη ἤδη, τίτλο «Ἡ “Μεταλωζάννεια” δοκιμασία τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως (1923-1928)», ὁ σ. δίνει μὲ ἐνάργεια ἀπὸ τὶς πρῶτες γραμμὲς τοῦ ἔργου τὸ στίγμα του: «Μὲ τὴν ὑπογραφὴ τῆς “Συνθήκης Εἰρήνης” στὴν Λωζάννη τῆς Ἐλβετίας γράφτηκε ὁ ἐπίλογος τῆς “Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς”. Τότε τέθηκε κάποιος συμβιβασμὸς στὶς ἑκατέρωθεν μακροχρόνιες ἐδαφικὲς διεκδικήσεις Ἑλλήνων καὶ Τούρκων, ὅμως δὲν ἐξασφαλίστηκε τὸ κλίμα ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης ποὺ εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴν διευθέτηση καὶ τῶν θρησκευτικῶν προβλημάτων κατὰ τὸ Κανονικὸ Δίκαιό της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ Ἀντιπρόσωποι τῶν κρατῶν ποὺ συνῆλθαν στὴν Λωζάννη ἐθεώρησαν πολὺ σωστὰ ἑαυτοὺς ἁρμοδίους μόνον γιὰ ἐπίλυση τῶν διακρατικῶν ζητημάτων. Τὰ θρησκευτικὰ καὶ πολιτιστικὰ ζητήματα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Τούρκων ἐθνικιστῶν, τὰ ἄφησαν ρυθμιζόμενα κατὰ τὶς παλαιότερες διεθνεῖς συνθῆκες στὴν καλὴ θέληση τῶν δύο χωρῶν, ὅπως τὰ ἀποδέχθηκαν οἱ αὐτοκρατορίες ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη μέχρι τὸν 20ὸ αἰῶνα. Οἱ συνελθόντες στὴν Λωζάννη εὐελπιστοῦσαν ὅτι ξεπέρασαν τὸ τεθὲν ἀπὸ τοὺς Τούρκους “Πατριαρχικὸ ζήτημα” μὲ διπλωματικοὺς χειρισμούς, ἴσως διότι δὲν εἶχαν ἐμπειρία τῆς ἀγριότητος τῆς ἐθνικιστικῆς ἐξάψεως τοῦ Νεοτουρκισμοῦ».

Ἀκολουθοῦν εἴκοσι ἑνότητες/παράγραφοι ποὺ ἀναφέρονται σὲ διάφορα γεγονότα ποὺ ἔλαβαν χώρα μετὰ τὴ Συνθήκη τῆς Λωζάννης. Ἡ παράθεση καὶ μόνο τῶν τίτλων τῶν ἐπιμέρους ἑνοτήτων ἀρκεῖ γιὰ νὰ καταδείξει τὴν ἐνδελεχῆ ἐξέταση τῆς περιόδου αὐτῆς: Ὁ πατριαρχικὸς «Γολγοθᾶς» ὑπὸ τὸ νέο καθεστώς· Τί ἄφησε στὴν πατρίδα τῆς Ἀνατολῆς ἡ Ρωμιοσύνη· Μιὰ χαρτογράφηση τῆς ἐν Ἑλλάδι προσφυγιᾶς· Χειρισμοὶ γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν ὁμαλότητα· Παρεμβάσεις στὴν νέα πατριαρχικὴ ἐκλογὴ μὲ συνέπειες· Ἡ πεπνυμένη πατριαρχία τοῦ ἀπὸ Χαλκηδόνος Πατριάρχη Γρηγορίου Ζ΄ [1923-1924]· Ἡ καθιέρωση τοῦ ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησιαστικοῦ Χάρτη· Τὰ περὶ τοῦ «Θέματος» τῆς Ἐκκλησίας τῶν Νέων Χωρῶν· Προτάσεις περὶ τῶν ἐν Ἑλλάδι πραγμάτων τῆς Ἐκκλησίας· Μετασχηματισμοὶ στὴν «αὐτοκέφαλη» διοίκηση· Πρώτη ἀπόπειρα φαλκιδεύσεως «Πρωτείου» ἐν Ἑλλάδι· Τριγμοὶ σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ κράτους ἐν Ἑλλάδι· Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντῖνος ΣΤ΄ [1924-1925] πρῶτο θῦμα τοῦ Νεοτουρκισμοῦ· Τὸ «Ἡμερολογιακὸ» μετὰ τὸ 1924 καὶ ἄλλα θλιβερὰ ποὺ τάραξαν τὴν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησία· Ἡ πατριαρχικὴ ἐκλογὴ πρὸς ἐπιστροφὴ στὴν ὁμαλότητα [ἔνν. τοῦ Βασιλείου Γ΄, 1925-1929)· Ἡμέρες μέριμνας πεπνυμένου Πατριάρχη· Ὑποτροπὴ δοκιμασιῶν τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας· Ἡ ἀνάδειξη τοῦ πανσέπτου Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας σὲ μνημεῖον παγκοσμίου Πολιτισμοῦ [1934]· Ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησιολογίας μας ἡ «ἐνόρια» διακονία· Τὸ Πατριαρχεῖο Ρουμανίας «στῦλος» τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.

Ὁ συγγραφέας, πέραν τοῦ γεγονότος ὅτι χρησιμοποιεῖ τὸ πολυτονικὸ σύστημα, ποὺ προσφέρεται γιὰ τὴν περιγραφὴ τῶν γεγονότων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἐπιλέγει καὶ μιὰ μεικτὴ γλῶσσα, ἡ ὁποία συνδυάζει ἁρμονικὰ στοιχεῖα τόσο τῆς λόγιας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας ὅσο καὶ πιὸ ἁπλοϊκά τοῦ καθ’ ἡμέραν βίου ἔτσι, ὥστε καθίσταται καταληπτὸς ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη του, ἀνεξαρτήτως μορφωτικοῦ ἐπιπέδου, ὁ ὁποῖος προσλαμβάνει ἀνέτως τὰ ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ περιγράφονται μὲ ἐνάργεια καὶ ἀμεσότητα.

Ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ΙΑΤΡΟΥ (Νομοκανονικὰ 1/2019, σ. 226-227), ὁ σ. «κατορθώνει μὲ τὸ γλαφυρό τῆς περιγραφῆς καὶ τοῦ σχολιασμοῦ του νὰ καταστήσει τὸν ἀναγνώστη πρῶτα αὐτόπτη μάρτυρα καὶ ἐν συνεχείᾳ σκεπτόμενο ἀναλυτὴ τῶν ὅσων διαβάζει. Ἡ αἴσθηση αὐτή, ἴσως καὶ λόγῳ τοῦ ὅτι αὐτὰ καθ’ ἑαυτοῦ τὰ περιγραφόμενα προσφέρονται πρὸς τοῦτο, εἶναι ἰδιαίτερα ἔντονη σὲ αὐτὸν τὸν τρίτο τόμο».

Ἀσφαλῶς ἐκεῖνο ποὺ μένει ἔντονα χαραγμένο στὴ μνήμη τοῦ ἀναγνώστη εἶναι ὅτι σὲ ὅλες τὶς περιόδους συγκροτήσεως τοῦ νεότερου ἑλληνικοῦ κράτους τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο κατέβαλε φόρο αἵματος, μεταφορικὰ ἀλλὰ καὶ κυριολεκτικά. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἐξάρει κανεὶς τὴ στάση καὶ τὸ φρόνημα τῶν Πατριαρχῶν καὶ Ἀρχιερέων τῆς πρωτόθρονης Κωνσταντινούπολης ποὺ ἔδωσαν μάχη γιὰ νὰ μείνει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο στὴν ἕδρα του, παρὰ τὸ μεγάλο τίμημα ποὺ εἶχε αὐτὴ ἡ ἐπιτυχία (βλ. συνοπτικά τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἰσχύουσα σήμερα διαδικασία γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Πατριάρχη σὲ Ι.Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Ἰδιαίτερα Ἐκκλησιαστικὰ καθεστῶτα στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, 2η ἔκδ. [μὲ τὴ συνεργασία Γ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ], Ἀθήνα – Θεσσαλονίκη 2017, σ. 32 ἐπ., ἰδίως σ. 36 ἐπ.).

Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου εἶναι περισσότερο ἀπὸ ἀναγκαία, ὥστε νὰ ὑπάρξει μιὰ πλήρης ἐπιτομὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῆς «ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας». Βέβαια ὁ σ. ἔχει ἤδη διακηρύξει ὅτι «μετὰ τὴν παράθεση καὶ τὴν σύνδεση τῶν ἱστορικῶν δεδομένων, ἡ συναγωγὴ κρίσεων στοχεύει στὸ νὰ μὴν ἐπαναλαμβάνονται σφάλματα ἐκτρέποντα τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἀτραποὺς ποὺ κατακερματίζουν τὴν πολύτιμη ἑνότητά της» (τ. Β΄, σ. 613). Πρέπει νὰ ὁμολογήσω πὼς δὲν συμμερίζομαι τὴ διαφαινόμενη αἰσιοδοξία του. Ἄλλωστε, τὰ τελευταῖα ἰδίως ἔτη, αὐτὴ ἡ ἑνότητα δεινῶς δοκιμάζεται καὶ ἡ σκλήρυνση τῶν θέσεων ἔνιων ἐθνικῶν Ἐκκλησιῶν δὲν προοιωνίζουν τὴν ἐπίλυση τῶν διαφορῶν ποὺ ἔχουν προκύψει καὶ τελικὰ συνοψίζονται στὴν ἀμφισβήτηση τοῦ «πρωτείου» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη.

Εὔχομαι ἀπὸ καρδιᾶς στὸν «Πρύτανη» τῶν Ἀρχόντων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του μὲ τὴν ἴδια ἐνέργεια καὶ νὰ παρουσιάσει σύντομα καὶ τὸ τρίτο τεῦχος τοῦ τρίτου τόμου, ἔτσι ὥστε νὰ ὁλοκληρωθεῖ τὸ μνημειῶδες καὶ πολύτιμο αὐτὸ ἐγχείρημα.

Ι. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ

               

Loading