Η Ρώμη, η εκλογή των Επισκόπων της και... τα καθ' ημάς!

του Αριστείδη Πανώτη

 

r1


 Μιά μορφή  του Ελληνισμού ο Σάμου και Ικαρίας Ειρηναίος Παπαμιχαήλ (†1963).

 

     Κάθε φορά που προκύπτει ζήτημα εκλογής νέων επισκόπων εκδηλώνεται περίσκεψη σε πολλούς επαΐοντες αν ο σημερινός τρόπος  εκλογής ανταποκρίνεται στην αποστολική και κανονική παράδοση της Εκκλησίας και συμφωνεί μαζί της η Συνείδηση της Εκκλησίας.

Η τάξη όσων Εκκλησιών έχουν σαφή συνείδηση του μυστηρίου της ιεροσύνης δείχνει με πόση προσοχή αναζητούνται οι κατάλληλοι κληρικοί που επωμίζονται το βάρος του επισκόπου της κοινωνίας των πιστών κάθε τοπικής Εκκλησίας.  Η πρόσφατη χειροτονία στη Σύρο του νέου επισκόπου των εκεί Ρωμαιοκαθολικών π. Πέτρου Στεφάνου επανέφερε στη μνήμη μου την εξονυχιστική διαδικασία ανεύρεσης φερέγγυου προσώπου που θα κληθεί να συνεχίσει τη σωστική  αποστολή μιας τοπικής Εκκλησίας. Η έρευνα του πρώτου ιστορικού της Εκκλησίας Ηγήσιππου στη Ρώμη και στη Κόρινθο περί τα μέσα του Β΄ αιώνα για να διακριβώσει την εγκυρότητα του «συνάδοντος της ομοφροσύνης» της πίστεως, δηλαδὴτου «consensus» των επισκόπων της Ρώμης περί την πίστη, ήταν η προϋπόθεση της αναζητήσεως «των αμέμπτως και οσίως προσφερόντων τα δώρα της επισκοπής», όπως γράφει ο αποστολικός Πατέρας και επίσκοπος Λυώνος Ειρηναίος. Αυτή η άμεμπτη και όσια προσφορά της Ευχαριστίας φαίνεται πως ήταν βασικό κριτήριο για την επιλογή  της προσωπικότητας που  άγρυπνα θα επισκοπεί την ομοφροσύνη και την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος και θα χαράσσει υπεύθυνα  τις γραμμές της πορείας  προς το μέλλον.

Το θεσμικό κέντρο της Ρωμαϊκής Καθέδρας φαίνεται πως εκ παλαιού επιμελείται για να καταγραφεί το «συνειδέναι» της τοπικής Εκκλησίας για την επιλογή του κανονικού ηγέτη της. Ίσως γιατί μέσα  από τη Συνείδηση της Εκκλησίας  ακούγεται και η φωνή του Θεού που επισημαίνει  το  υγιές  εκκλησιαστικό  φρόνημα του επισκόπου που τιμά  την ιερή αποστολή του. Έτσι δεν χρησιμοποιείται  κάποιος «Κατάλογος προς αρχιερατεία», που ήταν  άγνωστη διαδικασία  στην αρχαία Εκκλησία.  Η αναζήτηση αρχίζει  από την χηρεύουσα επισκοπή. Γιά να διακριβωθούν  τα πνευματικά και μορφωτικά προσόντα των υποψηφίων  η διαδικασία ξεκινά εκ των κάτω, εκ του κλήρου και του λαού της κενής επαρχίας,  για να φθάσει στη κορυφή της επιλογής του ενός. 

 

r2

Ο πατριάρχης Αθηναγόρας και η συνοδεία,  καθώς  και θρησκευτικοί παράγοντες  της Άγκυρας,  έχοντες στο μέσο τον  Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας Τζελάλ Μπαγιάρ.

 

Η αρμοδία συνοδική αρχή της Ρώμης για την  αναζήτηση του κατάλληλου προσώπου  αποστέλλει εντελώς μυστικά γράμματα σε σεβαστούς κληρικούς και ευσεβείς λαϊκούς της χηρεύουσας επαρχίας που δεσμεύονται με  το «απόρρητο της εξομολογήσεως»!  Με  αυτά ζητείται η προσωπική γνώμη τους για τους άξιους για την αρχιεροσύνηαπό τη τοπική Συνείδηση της Εκκλησίας. Οι παραλήπτες προτείνουν πρόσωπο ή πρόσωπα με τη ρητή προυπόθεση ότι  δεν έχουν καμιά  συγγένεια ή συναλλαγή ή φιλία ή άλλη δέσμευση και υποχρέωση. Μετά γίνεται η επεξεργασία  των προτάσεων και σχηματίζεται η σειρά των  τριών πρώτων που πλειοψηφούν, δηλαδή ένα είδος «Τριπρόσωπου». Σε περίπτωση που δεν βρίσκονται εντόπιοι υποψηφίοι,  τότε αυτοί αναζητούνται σε γειτνιάζουσα επαρχία ή από κάποιο  μοναχικό τάγμα που διακονεί  την  Εκκλησία της περιοχής.

Στη δεύτερη φάση η ίδια αυτή Ρωμαϊκή αρχή  ζητεί με τον ίδιο τρόπο από άλλους σεβαστούς κληρικούς και ευσεβείς λαϊκούς ποιά είναι η «Έξωθεν καλή μαρτυρία» για τα προτεινόμενα τρία πρόσωπα και διενεργεί πάλι απόρρητη εξέταση των επιδόσεων τους κατά τίς ιερατικές και θεολογικές σπουδές τους ως και τα περί της διαγωγής και της ανατροφής τους, καθώς και τα της ισορροπίας του χαρακτήρα τους και τα των υφιστάμενων πνευματικών χαρισμάτων τους. Της υποψηφιότητας εκ προοιμίου αποκλείονται οι ρέποντες «επὶ τον φιλόσαρκον και ηδονικὸν βίον» και οι τρέφοντες «νηπιώδη Δεσποτομανία», καθώς και οι κάθε λογής θεσιθήρες, που διψούν  για τιμές, δύναμη και πλούτη.  Όλα αυτά αντικειμενικά προσμετρώνται κατά την σύνταξη  των σχετικών εκθέσεων που υποβάλλονται στην αρμόδια Αρχιερατική Σύνοδο του Βατικανού  η οποία μελετά τα δεδομένα  και προκρίνει εκείνον που πραγματικά ακούει το ερώτημα  του Ιησού προς τόν Σίμωνα (Πέτρο)  γιό του  Ιωνά: «Μ' αγαπάς ; τότε  Βόσκε τα πρόβατά μου»(Ιω.κα΄,17-18). Επειδή έκφανση της σταθερής αγάπης προς τον Χριστό είναι η ακεραιότητα του εκκλησιαστικού φρονήματος τιμάται ο εκλεκτός με την αρχιερατική αξία. Με τη διαδικασία αυτή προστατεύεται το λειτούργημα  του«Πρώτου» της Ρωμαϊκής Καθέδρας Επισκόπου Ρώμης Πάπα,  ο οποίος «ονομάζει» τόν «εψηφισμένο» επίσκοπο με παπικήβούλλα (vulla) και  εντέλλεται τη  χειροτονία του  και την  ενθρόνισή του. Για τη συνεχή ανανέωση του επισκοπικού σώματος η Ρώμη  στηρίζει την ενεργό διακονία  κάθε επισκόπου της μόνον μέχρι το 75ο έτος της ηλικίας του. Μετά  ο επίσκοπος  υποβάλει θεληματικά τη παραίτησή του στον «Πρώτο» του  και εκείνος θα αποφασίσει πότε θα την κάνει αποδεκτή και αν θα χρησιμοποιηθούν και πάλι οι γνώσεις και η εμπειρία του σε  άλλους αγιαστικούς και πνευματικούς  τομείς  της Εκκλησίας  του.

 

 

 

 

Τώρα, γιατί καταγράφονται όλα αυτά; Μήπως για να επαινέσουμε  την υπευθυνότητα  μιάς συντεταγμένης εκκλησιαστικής αρχής που ακροάται  την  Εκκλησιαστική Συνειδήση μιάς χηρεύουσας επαρχίας; Μήπως για να παραδειγματιστούμε από τη προσοχή με την οποία ζυγίζονται τα πραγματικά και όχι τα τυπικά προσόντα κάποιου που ανυψώνεται σε ποιμενάρχη;  Μήπως για να υπογραμμίσουνε την επιμέλεια των εκλεκτόρων για να προστατεύσουν από διαβλητά πρόσωπα το λειτουργήματος του «Πρώτου» τους ; Μήπως  επί τέλους για να διαλύσουμε τα ανόητα μυθεύματα που λέγονται και γράφονται από τους ενταύθα  για την  απόλυτη εξουσία του  Πάπα; 

Η αυστηρή προσήλωση των ενταύθα Ρωμαιοκαθολικών στη διαδικασία αυτή τους προστάτευσε από κάθε ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας στα του οίκου τους.  Δεν  επέτρεψαν  την εκπόρθηση της διοικήσεώς τους από τόν κρατισμό, ούτε την αρπαγή της περιουσίας τους και προ πάντων δεν επέτρεψαν σε κανένα να εκτραπεί και να ασεβήσει, δήθεν χάρη της ελευθερίας του λόγου, κατά του κύρους  του  «Πρώτου» της Ιεραρχίας τους, του επισκόπου Ρώμης.  Αυτή η αυστηρή τήρηση της κανονικής τάξεως συνετέλεσε στα 1000 χρόνια της διαστάσεως μεταξύ των δύο θεσμικών Θρόνων της Παλαιάς και της Νέας Ρώμης να μη τεθεί ποτέ ζήτημα περί την ισχύ των λατινικών  χειροτονιών. Στη Φλωρεντία ο εκπρόσωπος της Αντιόχειας Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός, αποδεχόταν και ανάλογα προσφωνούσε ως απόλυτα κανονική την αρχιεροσύνη  του πάπα Ευγενίου Δ΄!  Όπως φαίνεται από τα Χρονικά των τότε γεγονότων ποτέ δεν αμφέβαλε για την έγκυρη αρχιεροσύνη των συνεπισκόπων του Πάπα με τους οποίους συμπροσευχόταν! Αυτά τα κρύβουν σήμερα οι αδιάβαστοι πολέμιοι της επανασυναντήσεως των δύο Θρόνων της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης. Και καλά μεν δεν τους ενδιαφέρουν οι μνήμες του παρελθόντος, αλλά δεν άνοιξαν ποτέ  να διαβάσουν πώς η Εκκλησία μας στην λατρευτική της τάξη δέχεται την εισδοχή στην Ορθοδοξία των εκ Δύσεως χριστιανών; Η πρώτη επίσημη Ακολουθίατης Εκκλησίας μας είναι του 1484 και απηχεί την αταλάντευτη συνοδική διαγνώμη στην  κανονική πράξη της Εκκλησίας μας.  Θεωρούνται βαπτισμένοι χριστιανοί οι δι' επικλήσεως της Αγίας Τριάδος και  «επιχύσεως» επί της κεφαλής τους καθαρτηρίου ύδατος και μόνον αναμυρώνονται.  Η Εκκλησία μας αποδέχεται άνευ αναμυρώσεως  ταβαπτισμένα μέλη της δυτικής Εκκλησίας εις γάμου κοινωνία με Ορθοδόξους πιστούς!  (Βλ. Ιω. Καρμίρη. Τα Δογματικά και Συμβολικά Κείμενα της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας.  Αθήναι 1960. σσ. 979-1000)Επειδή η ιεροσύνη των δυτικών παραμένει πάντοτε ισχυρά οι προσερχόμενοι στην Ορθοδοξία λατίνοι και  «ενωτικοί» κληρικοί όλων των βαθμών δεν αναχειροτονούνται. Αναφέρω μόνον το  παράδειγμα αποδοχής της λατινικής ιεροσύνης του Καλλίνικου Δεληκάνη με απόφανση του πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ και της περί αυτόν Πατριαρχικής Συνόδου το 1880.  Ας σημειωθεί ότι αυτός αναδείχθηκε κορυφαίος κανονολόγος και μητροπολίτης Καισαρείας!  Μάλιστα  με το βασικό επιχείρημα ότι οι Αγγλικανοί κατέχουν ιεροσύνη  από το θεσμικό κέντρο της Παλαιάς Ρώμης, αναγνωρίστηκαν το 1923  με συνοδικές  αποφάσεις των παλαίφατων Πατριαρχείων το 1923 ως ισχυρές και οι χειροτονίες της τότε Αγγλικανικής κοινωνίας

Αυτά τα αναλογίζομαι με θλίψη όταν διαβάζω τις διεργασίες που προηγούνται στις περισσότερες αρχιερατικές  εκλογές, ιδίως για  τις πατριαρχικές επαρχίες των Νέων Χωρών. Σ΄ αυτές  συνήθως μεταφυτεύονται υποτακτικοί εκ του σπορίου της «αυτοκεφαλίας». Οι μεταφυτευόμενοι μάλιστα σε περιόδους εντάσεως  διαπράττουν το κανονικό ολίσθημα να ισχυρίζονται ότι έχουν μόνο την  «πνευματική αναφορά» στον «Πρώτο» τους, στον  Οικουμενικό Πατριάρχη και χωρίζουν την «κανονική τους εξάρτηση» από την Δικαιοδοσία  του Κωνσταντινουπόλεως μέσα στην οποία και  συνυπάρχει και η «αυτοκεφαλία» της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτός όμως  ο  χωρισμός αποτελεί εκκλησιολογική πλάνη κατά τους Ιερούς Κανόνες, αφού μέσα στη μία Δικαιοδοσία δεν συνυπάρχουν «δυό κεφαλές»! Δυστυχώς, ο «Πρώτος» του Γένους μας μνημονεύεται μετά της Αθηνοκεντρικής Συνόδου ως συμπληρωματικής αρχής  για να αποδομείται  στη Συνείδηση της Εκκλησίας το ύπατο αξίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη,  που ως εκκλησιαστικός θεσμός από αιώνες προστατεύει την ενότητα του Γένους μας μέσα στη Δικαιοδοσία  του. Και αυτό γίνεται  χωρίς γραπτή θεσμική πράξη της Μητρός Εκκλησίας. Και δυστυχώς αυτά βλέπουν σήμερα πολλοί κακόπιστοι μητραλοίες και επιδιώκουν την ισοπέδωσή αυτού του ιερού θεσμού νομίζοντας πώς θα  «πρωτεύσουν»  με τη  κατηγορία δήθεν ότι «παπεύει» !  

 Αυτά έφεραν στη μνήμη μου ενα άλλο περιστατικό που μου διηγήθηκε μιά μορφή της εκκλησιαστικής ζωής στην Ελλάδα. Ο σοφός ιεράρχης Σάμου και Ικαρίας Ειρηναίος Παπαμιχαήλ, ως Νεοχωρίτης ζούσε την αγωνία του μέλλοντος  των πατριαρχικών επαρχιών  στην Ελλάδα. Το 1952 έμαθε τη νίκη των Δημοκρατικών στη Τουρκία και είδε φωτογραφίες στο Τύπο του πατριάρχη Αθηναγόρα από τη μετάβασή του στην  Άγκυρα και του έγραψε: «Με χαρά πληροφορούμαι  τις καλές σχέσεις σας με τους  νέους Τούρκους πολιτικούς. Πρόσφατα εζήσαμε  την επιστροφή στην Ελλάδα της Δωδεκανήσου και την επανασύνδεση των Μητροπόλεών της με τό Ιερό Κέντρο μας.  Η  επαρχία μου  ιστορικά και κατά το Συνταγμάτιον ως «εξαρχία Κυκλάδων νήσων» είναι όμορη  με τις Μητροπόλεις της Ρόδου και της Κώ Δωδεκανήσου οι οποίες είναι επίσης «εξαρχίες Κυκλάδων νήσων»!  Μήπως,  Παναγιώτατε «επέστη ο καιρός» και ημείς να επιστρέψουμε στην Μητέρα Εκκλησία μας αφού  δεν υφίσταται πλέον ούτε ο εξιταλισμός της  Δωδεκανήσου, ούτε  και η εμπάθεια των Κεμαλιστών κατά του Φαναρίου, όπως ίσχυρίζοντο οι τότε βυσσοδομούντες κατά της διοικητικής ανεξαρτησίας των Νέων Χωρών;  Μήπως,  μετά ένα τέταρτο αιώνος, επέστη ο καιρός για να αρθεί η επιτροπεία πριν  σκληρυνθούν οι εκπορθητές της κανονικής τάξεως;».

Όμως έκτοτε πέρασαν άλλα δύο τέταρτα αιώνος  με επιλογές που  καταδολιεύουν το μέλλον των Νέων Χωρών.  Και απορούμε; Μήπως δεν εξαντλήθηκε η μακρά περίοδος της «ανακλητής επιτροπείας» της Πράξεως του  1928; Μήπως πρέπει να συμπληρώσει  εκατονταετία για να διευκολυνθεί  η σιωπηρή  διολίσθηση των πατριαρχικών Μητροπόλεων στην «αυτοκεφαλία», δηλαδή σ΄ αυτήν που «κατέστρεψε την Εκκλησία στην Ελλάδα  και τις αφήρεσε κάθε  δυνατότητα να αναγεννηθεί με την ληστρικήν αφαίρεση της περιουσίας της»,  σύμφωνα με το  επίσημο συνοδικό υπόμνημα προς την ελληνική κυβέρνηση της σεπτής Ελλαδικής Ιεραρχίας του Φεβρουαρίου  1927! 

Εντελώς πρόσφατα ο Αντιοχείας Ιωάννης Ι΄, έκανε χρήση του ύπατου λειτουργήματος  του «Πρώτου»,  διαρρυθμίζοντας τα των εξαρχιών του σε περιοχές της δικαιοδοσίας του. Με την πράξη του αυτή επανεβεβαίωσε  τα όρια  του κλίματός του, υποδεικνύοντας  ότι «η πνευματική αναφορά» δεν διαχωρίζεται  από την «κανονική εξάρτηση» των επαρχιών του κλίματός του  και ότι μέσα στη  μία Δικαιοδοσία δεν μπορούν να υπάρχουν «δύο κεφαλές»!(έστω και αν αυτό η Εκκλησία της Αντιόχειας φαίνεται να το ξεχνάει στις περιοχές δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Θρόνου). Αυτό έπρατταν στο παρελθόν δικαιωματικά και τελεσίδικα  και οι Οικουμενικοί Πατριάρχες, όταν  αντιλαμβάνονταν την καταδολίευση της κανονικής τάξεως και των δικαιωμάτων τους  μέσα στη Δικαιοδοσία τους.  Μήπως «επέστη ο καιρός»  να επαναβεβαιωθεί και η εν Ελλάδι δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου που συνεχώς λοιδορείται από ανάγωγα και  ασύντακτα στοιχεία των διαφόρων φατριών; Μήπως θα πρέπει να επαναληφθεί στη Βόρεια  και στη νησιωτική Ελλάδα μας η απόλυτα επιτυχής διοίκηση της Εκκλησίας της Κρήτης, η οποία  αποτελεί όχι μόνον το κόσμημα  της πατριαρχικής Δικαιοδοσίας,  αλλά και το ζωτικότερο τμήμα της, πιθανόν γιατί  ποτέ δεν υποτάχθηκε στην  Φαρμακίδεια αυτοκεφαλία;

Loading