Πρόσφατα η Αδελφότητα της «Παναγίας της Παμμακαρίστου» των Οφφικιαλίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέδωσε και δεύτερη μελέτη του καθηγητή και ιστορικού Αριστείδη Πανώτη, που φέτος συμπληρώνει μισό αιώνα (1967-2017) ως το αρχαιότερο μέλος της. Η μελέτη αυτή επιγράφεται «Η Διορθόδοξη Πορεία προς τη Μεγάλη Σύνοδο (1872-2016)»και είναι ευλαβής αφιέρωση στην εικοσιπενταετία της πατριαρχίας της Α.Θ.Π. τουΠατριάρχου Βαρθολομαίου του Ιμβρίου. με την ευκαιρία της πρώτης επετείου της υπό την προεδρία του Αγίας και Μεγάλης Συνόδου του 2016. Οι 187 σελίδες της διαιρούνται σε 20 κεφάλαια με 40 περίπου ιστορικές φωτογραφίες και πλούσια βιβλιογραφία. Στη μελέτη αυτή εξιστορούνται γεγονότα 144 ετών για να προετοιμαστεί η νέα Μεγάλη Σύνοδο της Εκκλησίας μας που συνήλθε τον Ιούνιο του 2016 στη Μεγαλόνησο Κρήτη. Ο συγγραφέας είναι γνωστός ως στενός συνεργάτης των τριών τελευταίων Οικουμενικών Πατριαρχών με εργογραφία ως θεολόγος ιστορικός και ως ο αρχισυντάκτης της Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαιδείας, της εκδόσεως που γαλούχησε όλες τις νεότερες γενεές των κληρικών και των θεολόγων μας και για τη τριλογία του «Συνοδικού της εν Ελλάδι Εκκλησίας», καθώςκαι ως ένας εκ των πρωτοπόρων της «Καταλλαγής» μεταξύ των Χριστιανών.
Προλογίζει αυτή τη τελευταία μελέτη του με ένα κείμενο που προδιαγράφει τις προσδοκίες του Λαού του Θεού από την επαναλειτουργία του συνοδικού θεσμού της Εκκλησίας στις ημέρες μας για να επαναβεβαιωθεί η ενότητα των Ορθοδόξων και η ζωτικότητα της Εκκλησίας μας. Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε πριν μισό αιώνα (Έθνος 18 /8/ 1968) για να διαφανεί η διαχρονική φροντίδα για την επίλυση των προβλημάτων της εκκλησιαστικής ζωής. Η τελευταία Πανορθόδοξη Διάσκεψη έδειξε ότι: «επέστη ο καιρός» να ενεργοποιηθεί ο στόχος όλων των προηγηθέντων Διορθοδόξων Συνάξεων και όλες από κοινού να προετοιμάσουν τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Εκκλησίας με συγκεκριμένο σκοπό, δηλαδή με «εντελέχειας», για νααποφασιστούν τα πρέποντα και επιλυθούν χρονίζοντα προβλήματα των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Επίσης τονίζεται ότι κατά την προσυνοδική περίοδο πρέπει ο Κλήρος και ο Λαός των κατά τόπους Εκκλησιών να πληροφορηθεί την αξία της συνερχόμενης Συνόδου, ώστε να αποφευχθούν οι διαβρωτικές ενέργειες που υπηρετούν αλλότριους σκοπούς και επιδιώξεις.
Το 1ο κεφάλαιο αναφέρεται στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του 1872 στην οποία συμμετείχαν μόνον τα παλαίφατα Πατριαρχεία γιατί η τσαρική διπλωματία χρησιμοποιούσε τον εθνισμό ως εργαλείο προωθήσεως των συμφερόντων της μεταξύ των ορθοδόξων λαών στην ανατολική Ευρώπη. Η Μεγάλη αυτή Σύνοδος καταδίκασε τον διαιρετικό μερισμό της Εκκλησίας του Χριστού με κριτήρια φυλετικά και εθνικιστικά, δηλαδή «Εθνοφυλετικά», που ξεχώρισε τους Ορθοδόξους από ιδεοληψία σε ελληνόφωνους, σλαβόφωνους και αραβόφωνους για να «βασιλεύσει» στη μεταξύ τους διαίρεση ο ισχυρότερος κρατικός παράγοντας, που δεν ήταν άλλος από τον Καίσαρα (τον Αυτοκρατορισμό του τσάρου).
Το 2ο κεφάλαιο αναφέρεται στη σημειωθείσα αναταραχή που συνέβη τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη εξ αιτίας των νέων ιδεών για τη πολιτική και στη κοινωνική ζωή των λαών. Αυτό είχε ως συνέπεια να αναθεωρηθούν και οι σχέσεις των κρατών με τις κατά τόπους Εκκλησίες. Η Παλαιά Ρώμη επιχειρεί συνοδικά να ενισχύσει το κεντρομόλο αποστολικό ιδεώδες της και οι Προτεσταντικές Ομολογίες να αναπτύξουν τη βιβλική θεολογία ως τη μόνη αυθεντίας πηγή της αληθινής πίστεως. Οι Ορθόδοξοι εκ παραδόσεως διαβλέπουν την αξία του Διαλόγου και επιδιώκουν να ανιχνεύσουν τις εκκλησιολογικές πεποιθήσεις όσων απομακρύνθηκαν από τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο, μήπως νοσταλγούν την αληθινή καθολικότητα της Εκκλησίας. Οι ακαδημαϊκοί επίσκοποι και θεολόγοι της Θεολογικής Σχολής των Αθηνών πρωτοστατούν στην υπέρβαση της απομονώσεως και επιδιώκουν τη «καταλλαγή» μεταξύ των Χριστιανών.
Το 3ο κεφάλαιο επισημαίνει τη σοφή και εμπνευσμένη χειραγωγία του πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, που οι πατριαρχίες του το (1878) και το (1901) απετέλεσε σπουδαίο ανακαινιστικό, προοδευτικό και πνευματικό έργο που αγαπήθηκε από τον Κλήρο και το Λαό. Ο ρηξικέλευθος αυτός Πατριάρχης επωφελήθηκε του χρόνου της παραιτήσεώς του από τον Οικουμενικό Θρόνο το 1884 και επισκέφθηκε τα παλαίφατα Πατριαρχεία της Μέσης Ανατολής για άτυπες συνομιλίες επί διορθοδόξων θεμάτων που είχαν προκύψει μετά την Μεγάλη Σύνοδο του 1872, Το 1889 αποσύρθηκε στο προμαχώνα του Μυλοποτάμου στο Άγιο Όρος από όπου και παρακολουθεί το 1899 την αραβοποίηση του Πατριαρχείου Αντιοχείας και τις πονηρές κινήσεις των Βουλγάρων Σχισματικών στη Μακεδονία και στη Θράκη και αντιμετωπίζει σθεναρά την προστασία των Μητροπόλεών του στη Βόρεια Ελλάδα με σειρά ενεργειών. Παρακολουθεί από τα τέλη του 19ου αιώνα και την εγκόλπωση από τους Νεότουρκους της ιδέας του Κράτους-Εθνους, που συνεπάγεται αδίστακτες ενδοεθνικές εκκαθαρίσεις (Γενοκτονίες). Η Πατριαρχική και Συνοδική του Εγκύκλιος προς τις Ορθοδόξες Εκκλησίες για την σύσφιγξη των σχέσεων μετά των δύο άλλων «αναδενδράδων» του Χριστιανισμού θεωρείται προδρομική πρωτοβουλία για να ξεκινήσει μετά Πανορθόδοξη συμφωνία η Διορθόδοξη και η Οικουμενική κίνηση.
Το 4ο κεφάλαιο αναφέρεται σε ένα εκκλησιαστικό άνδρα του 20ου αιώνα, τον πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη που το τεράστιο έργο του κατασυκοφάντησε ο εμπαθής ζηλωτισμός. Την αξία της σοβαρής διοργανωτικής του ικανότητος την επισήμανε πρώτος ο σπουδαίος πολιτικός και διπλωμάτης Ίων Δραγούμης και του ανατέθηκαν πολλές εμπιστευτικές εθνικές και εκκλησιαστικές αποστολές πριν συνδεθεί με τον Βενιζέλο. Ως ιεράρχης υπηρέτησε την Εκκλησία στην Κύπρο, στο Άγιο Όρος και αργότερα στην Αθήνα, στην Αμερική και τέλος στην Αλεξάνδρεια. Ως Πατριάρχης το 1923 επισήμανε την επικινδυνότητα για την Ορθοδοξία του μεταρρυθμιστικού κινήματος μετά τη επιβολή του νέου καθεστώτος το 1917 και εισήλθε και στη Ρωσική Εκκλησία που τριχοτόμησε το Πλήρωμά της. Για να ανακόψει την ορμή του που άρχισε να απλώνεται και στους Ορθοδόξους της Βαλκανικής συγκάλεσε το 1923 το Διορθόδοξο Συνέδριο ενώ δεν είχε υπογραφεί ακόμη η Συνθήκη στη Λωζάννη. Οι ευφάνταστοι «ζηλωτές» του φόρτωσαν κάθε ιδεολογική νεοπλασία ακόμη και τη μελέτη για την αναπλήρωσης των 13 ημερών που έλειπαν από τη πραγματική εαρινή ισημερία του Ιουλιανού Ημερολογίου, χωρίς τότε να ληφθεί απόφαση για την εφαρμογή της. Αυτό έγινε για διεθνείς κρατικούς λόγους επί της πατριαρχίας Γρηγορίου Ζ΄.
Το 5ο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη πολιά και μαρτυρική μορφή του τρίτου Οικουμενικού Πατριάρχη Βασιλείου Γ΄ του Γεωργιάδη, ο οποίος θέλησε απ' αρχής να ομαλοποιήσει τις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Άγκυρα. Μετά επικέντρωσε το έργο του στη προάσπιση των δικαίων της Δικαιοδοσίας του Θρόνου του μέσα στο ελληνικό κράτος και ειδικά στην περιφρούρηση των πατριαρχικών επαρχιών του. Μόλις άρχισε να αιθριάζει η πολιτική ατμόσφαιρα στην Ελλάδα και άρχιζε και πάλι να επίκειται η νομιμοποίηση του Χάρτη για την Εκκλησία των Νέων Χωρών εξυφαίνεται από ελλαδίτες συνοδικούς πρωτοφανής στα εκκλησιαστικά χρονικά αντικανονική συνωμοσία κατά του Πατριαρχείου, περιφρονούν οι θέσεις του Πατριάρχου και της Συνόδου του και με σκοτεινές κομματικές ενέργειες επιδιώκουν να μη ψηφιστεί ο συνταχθείς Χάρτης των Νέων Χωρών για να φαλκιδευθεί το κανονικό προνόμιο του Οικουμενικού Πατριάρχη να ελέγχει την εκλογή των ιεραρχών του και να προωθούνται υποτακτικοί τους! Εκεί και οι κρίσεις σχέσεων των ελλαδιτών μετά της Μητρός Εκκλησίας μέχρι σήμερα.
Το 6ο κεφάλαιο πραγματεύεται πώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντιμετώπισε το 1927 τους «αμνήμονες» Αγιορείτες και επέβαλε τη τάξη στην Αθωνική Πολιτεία.
Το 7ο κεφάλαιο εξαίρει τη συμβολή της αγίας προσωπικότητος του πατριάρχου Φωτίου Β΄ για τη προώθηση του έργου της Προκαταρκτικής Επιτροπή του 1930 στο Άγιο Όρος με τη σύγκληση της Προσυνόδου το 1932 που ματαιώθηκε λόγω της τότε πτωχεύσεως του ελληνικού κράτους που θα αναλάμβανε τις δαπάνες της.
Το 8ο κεφάλαιο αναφέρεται στη συνδρομή του ορθοδόξου θεολογικού κόσμου να συνδράμει όλη τη περίοδο του μεσοπολέμου το έργο της Εκκλησίας για να πραγματοποιηθεί αυτή η προτεινόμενη Προσύνοδος και ξεκαθαρίστηκε ότι δεν μπορούμε οι Ορθόδοξοι πλέον να μιλούμε μόνοι για Οικουμενική Σύνοδο, όπως δυστυχώς πράττει η Παλαιά Ρώμη.
Τα κεφάλαια 9-15 αποτελούν μία συνοπτική Ιστορία της διωκόμενης Εκκλησίας στη Ρωσία μετά την ανασύσταση της πατριαρχίας το 1917 μέχρι τον ιστορικό «Συμβιβασμό» της ηγεσίας της με τους σοβιετικούς που τελικά ταυτίστηκαν με τις μεταπολεμικές επιδιώξεις τους όπισθεν του Σιδηρού Παραπετάσματος. Το Πατριαρχείο Μόσχας ανακτά την εμπιστοσύνη των κρατούντων και επιδιώκει να απλωθεί στη σφαίρα επιρροής τους και να επιβάλει τον έλεγχό του στις τοπικές Εκκλησίες του νότου για οικειοποίηση κανονικά προνόμια οικουμενικής καθέδρας σλαβόφωνων και αραβόφωνων.
Τα κεφάλαια 16 και 17 αναφέρονται στην επιστροφή στην κανονικότητα των Ορθόδοξων Εκκλησιών της Ανατολικής Ευρώπης με τις συνερχόμενες «Πανορθοδόξες Διασκέψεις» και πόσο αυτό το σύγχρονο εκκλησιαστικό γεγονός προσκόμισε κύρος στην Ορθοδοξία, ώστε και η παλαιά Ρώμη να θελήσει τις μετά της Ορθοδοξίας «Σχέσεις Αγάπης» για τη προώθηση του «επί ίσοις όροις» Διαλόγου.
Το 18ο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην εκ παλαιού δεδομένη στη μνήμη της Ορθοδοξίας ζωντανή εκκλησιαστικότητα των ιστορικών Εκκλησιών, παρά την υφιστάμενη μεταξύ τους πολύχρονη «ακοινωνησία».
Το 19ο και 20ο κεφάλαιο αναφέρονται στις εργασίες της Δ΄ Πανορθόδοξης Διασκέψεως του 1968 που ομόφωνα αποφάσισε τη διεξαγωγή μετά Προπαρασκευή από Προσυνοδικές Διασκέψεις της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» μόνον πέντε θεμάτων εκ του μακρού συνταχθέντος Καταλόγου από την Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη του 1961.
Το πόνημα αυτό δια χειρός του παλαιοτέρου άρχοντα του Οικουμενικού Θρόνου, που έζησε εκ του πλησίον όλα τα μετά το 1950 Πανορθόδοξα γεγονότα και έγραψε από τότε γι’ αυτά, κατακλείεται και με τη μαρτυρία «εωρακότος» της Διορθόδοξης πορείας προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του 2016, που διαψεύδει τις κακεντρεχείς ενέργειες όσων επιχειρούν να την δυσφημίσουν. Το κείμενο σφραγίζεται με την επιλογή άρθρων που δημοσίευσε κατά το γεγονός της πραγματοποιήσεως της Συνόδου στο διαδίκτυο για την ιστόρηση στο μικρό Συνοδικό του Φαναρίου της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία διαχρονικά μεγαλύνει τη εκκλησιολογική διακονία της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.