Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

Για την πεντηκονταετία από της εκδημίας του μακαριστού Πατριάρχη Αθηναγόρου (1972-2022)

Η τότε πενταμελής Ιερά  Σύνοδος  της Εκκλησίας της Ελλάδος απέστειλε  την 16η  Ιανουαρίου 1923 Εγκύκλιο προς τον  κλήρο και τον λαό της Μητροπόλεως Κέρκυρας και τους γνωστοποίησε ότι με τον  νόμο Σα΄ του 1852 εξελέγη στην χηρεύουσα Μητρόπολη Κερκύρας νέος νόμιμος ποιμενάρχης ο «οσιώτατος» Αρχιμανδρίτης Αθηναγόρας Σπύρου. Αυτό ήταν μεν ευπρόσδεκτο στους ορθοδόξους πιστούς, λόγω της τριετούς χηρείας της Μητροπόλεως τους. Όμως για τους  βασιλόφρονες της Κέρκυρας ο Αθηναγόρας ήταν πρόσωπο ανεπιθύμητο γιατί διοριζόταν από την «Επαναστατική Κυβέρνηση» που είχε δικάσει τον «βασιλικό» κομματάρχη του νησιού Νικόλαο Θεοτόκη ως συνυπεύθυνο στην Κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη για την «Μικρασιατική  Καταστροφή» και τον είχε εκτελέσει δια τουφεκισμού ως προδότη η «Επαναστατική Κυβέρνηση» στις 15 Νοεμβρίου 1922 μαζί με «τους έξη» άλλους βασιλόφρονες πολιτικούς στο Γουδί. Εξ αυτού ο πολιτικός διχασμός στην Κερκυραϊκή κοινωνία ήταν  βαθύτατος και η εμφάνιση ως πνευματικού πατέρα ενός «Πλαστηρογενούς» ιεράρχη εθεωρείτο καθαρή πρόκληση των δημοκρατικών επαναστατών. Ο νεοεκλεγής μητροπολίτης Αθηναγόρας εγνώρισε σε ποία «κάμινον πυρός» κομματικής αντιπαραθέσεως ερρίπτετο και όταν κατέφθασε στην νήσο τον Φεβρουάριο του 1923 απέφυγε κάθε δημόσια υποδοχή για να μην προκληθεί καμμιά πολιτική έξαψη  και αμέσως μετέβη για την ιεροτελεστία της ενθρονίσεως  στον Μητροπολιτικό ναό του παρουσία του κλήρου και των Αρχών  της νήσου. Οι Κερκυραίοι είχαν πληροφορηθεί από τον Τύπο τα της ιερατικής διαδρομής του Αθηναγόρα του Ηπειρώτη αρχιερέα τόσον στην άνω Μακεδονία όσον και στην Αθήνα και ότι επιμελώς ήταν μακρά των κομματικών αντιδικιών στα της Εκκλησίας γι’ αυτό  και η όλη τελετή της ενθρονίσεως διεξήχθη με ιεροπρέπεια και κατάνυξη και το επιβλητικό του παράστημα και η παραδοσιακή του εμφάνιση καθήλωσε τους προσελθόντες ενώ ο ενθρονιστήριος λόγος του έδειξε  μια καρδία γεμάτη από αγάπη Χριστού και βαθύτατο  εκκλησιαστικό φρόνημα. Στο τέλος σεμνά και ταπεινά σαν παλαιός γνώριμος τους δέχθηκε στον παράλιο «Δεσποτικό» του οίκο του τους κληρικούς και λαϊκούς  και μεταξύ αυτών και τον λατίνο αρχιεπίσκοπο Κερκύρας  Λεονάρδο Πρίντεζη  (1919-1940) με τον οποίο επί επταετία μετά συνδέθηκε μέσα στο πνεύμα ειρηνεύσεως των σχέσεων μεταξύ των Εκκλησιών της Ρώμης και μετ’ εκείνης  των Αρμενίων που από το 1878 το Οικουμενικό Πατριαρχείο επέτρεπε την μετάδοση της Θ. Κοινωνίας «κατ’ οικονομίαν» όταν δεν υπήρχε λειτουργός Αρμένιος ιερέας, όπως στους εμπερίστατους πρόσφυγες.

              Από την αρχή της διακονίας του οργάνωσε μοναστηριακά τον οίκο του με κοινοβιακή τράπεζα  και τα γραφεία της Μητροπόλεώς του λειτουργούσαν  σαν ανοικτή πνευματική κυψέλη για κληρικούς και λαϊκούς. Ως αρχιδιάκονος της  Μητροπόλεως Πελαγονίας απέκτησε μεγάλη εκκλησιαστική πείρα μέσα στην πολυφυλετική σύνθεση της εκεί κοινωνίας, ως φέρελπις νέος κληρικός με σωματική λεβεντιά, και  με πολλά πνευματικά χαρίσματα, όπως ήταν η προσήνεια και η ευπροσηγορία που αιχμαλώτιζε  με το έντονο και μεγαλοφυές βλέμμα του  ως καθηγητής των «ιερών» στο Παρθεναγωγείο «Μοναστηρίου» στην Άνω Μακεδονία.  Λόγω της πολυφυλετικής συνθέσεως της πόλεως είχαν εγκατασταθεί τότε στο «Μοναστήρι» τα σέρβικα «Βιτώλια» και πολλοί Σέρβοι με επίσκοπό τους τον ομόφυλό τους  τον Γκλαβείστης και μετά Δίβρης Βαρνάβα ως εγγράφοντας ιεροκρυφίως υποθήκη για την εκεί πατριαρχική Μητρόπολη Μελαγονίας για το Σλαβικό γένος.  διεκδικώντας την επέκταση της δικαιοδοσίας του ακόμη και τις «Πρέσπες» της Δυτικής Μακεδονίας , προς πρόσβαση προς στις «Νέες Χώρες», τις οποίες πρώτοι αυτοί κατονόμασαν ως χώρον φυλετικής γλωσσικής επεκτάσεως  δια πάσαν μελλοντικήν ευκαιρίαν, που δεν άργησε να έλθει με τον Α΄ Παγκόμιο Πόλεμο!

             Για τον τερματισμό της Ελληνοτουρκικής συρράξεως του 1922 ξεκίνησε στις αρχές Δεκεμβρίου με την συμμετοχή αντιπροσωπων όλων των εμπλακέντων στην σύρραξη κρατών η ειρηνευτική «Διάσκεψη της Λωζάννη», ενώ ακόμη ήταν ανοικτές οι πολλές πληγές της προσφυγιάς από για την  Μικρασιατική Καταστροφή. Τότε οι ημέρες συνέπιπταν με τις χειροτονίες σε πρεσβύτερο και επίσκοπο του εκλεγέντος νέου μητροπολίτη Κερκύρας Αθηναγόρα Σπύρου και το πρώτο ζήτημα που συζητείτο τότε στην Λωζάννη ήταν για το μέλλον του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Τουρκία. Απ’ αρχής η αντιπροσωπεία της  Άγκυρας προσπάθησε να εμπλέξει την απομάκρυνση  της Έδρας της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως με την «Ανταλλαγή των πληθυσμών» που ιδρύθηκε εκεί  πριν 15 αιώνες, δεδομένου ότι το οθωμανικό μπειλίκι συνέστησε κράτος στην  Μικρά Ασία μόνον από τα τέλη του 13ου αιώνα! Τα ανιστόρητα επιχειρήματα των Κεμαλικών ήταν και σαθρά και εμπαθέστατα  και αμέσως ανατράπηκαν με  ατράνταχτα επιχειρήματα από τους Έλληνες και τις παριστάμενες αντιπροσωπείες των μετεχόντων κρατών και συμφώνησαν «ομοθυμαδόν» στο «αμετακίνητό του Πατριαρχείου από το Φανάρι»,  όπως και η Αγία Έδρα της «Πρεσβυτέρας» Ρώμης παραμένει στο Βατικανό της Ιταλίας. Η Άγκυρα τότε διέκοψε την παρουσία της στις εργασίες της Διασκέψεως μήπως πετύχει κέρδη με μυστικές παρασκηνιακές συναλλαγές μέχρι που το Θέρος αγανάκτησε ο πρόεδρος της Διασκέψεως  λόρδος Γκόρντον απείλησε επανάληψη των εχθροπραξιών, ενώ οι δυνάμεις του Κεμάλ συνεπλέκοντο  στον νότο  με την Επανάσταση των Κούρδων. Τότε η πανίσχυρη και ετοιμοπόλεμη διετηρείτο  η ελληνική «Στρατιά του Έβρου» έτοιμη να καταλάβει την ανατολική Θράκη και την Πόλη και  ο Μουσταφά Κεμάλ έδωσε εντολή στον Ισμέτ πασά αμέσως να υπογράψει την «Συνθήκη της Λωζάννης» στις 24 Ιουλίου 1923. 1 

            Η παρουσία του Αθηναγόρα στην Κέρκυρα ήταν  απ’ αρχής ευεργετική για τον Κερκυραϊκό λαό, τόσον διότι φρόντισε με στην σύσταση Ιερατική Σχολή υπό την διεύθυνση του Αρχιμανδρίτη Παρθενίου Πολάκη για την καλύτερη μόρφωση και ευημερία του Κλήρου,  όσον και για την θεραπεία ποιμαντικών και κοινωνικών προβλημάτων στις λαϊκές τάξεις.  Εκείνο που περισσότερο στην αρχή εξέπληξε ήταν  προσεγγίσεις του για τους θρησκευόμενους ετερόθρησκους, όπως ήταν το Εβραϊκό στοιχείο και οι ετεροδόξοι  Ρωμαιοκαθολικοί υπόλοιπο της μακράς σχέσεως της νήσου  με την «γαληνοτάτη Βενετία». Ο νέος μητροπολίτης αιφνιδίασε πρώτους τους «Ρωμανιώτες», όπως ελέγοντο οι Εβραίους της Κέρκυρας. Πήγαινε τα Σάββατα όταν δεν είχαν ραβίνο στην ακολουθία τους και τους ανέπτυσσε θέμα από την «Τορά» της Παλαιάς Διαθήκης από την ελληνική μετάφραση της «Πεντατεύχου» των Ο΄ και οι συγκεντρωμένοι στη Συναγωγή ήταν  κατενθουσιασμένοι όπως στα αρχαία χρόνια από τους Αποστόλους! Κάποτε μερικοί αντιφρονούντες στην «σαγήνη»  αυτή θέλησαν να ταράξουν τις καλές σχέσεις στην χριστιανών και το εβραϊκό στοιχείο στην Κέρκυρα και βρήκαν αφορμή τις ημέρες του Πάσχα από  ένα επεισόδιο που συνέβη από ζωηρό Χριστιανόπουλο.

Αυτό χωρίς την συγκατάθεση των γονέων τους εξαφανίστηκε  και τότε οι κακοθελητές κυκλοφόρησαν το παλαιό παραμύθι ότι το έκλεψαν οι Εβραίοι για το Πάσχα τους με το αίμα του να «κοινωνήσουν».  Αυτός ο  κακός λογισμός χρησιμοποιήθηκε και στα αρχαία χρόνια  κατά των Χριστιανών και από τους ειδωλολάτρες όταν άκουγαν ότι οι χριστιανοί πίνουν «αίμα Χριστού».  Αυτό το ανατριχιαστικό παραμύθι διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και οι Εβραίοι φοβούμενοι τα έκτροπα κλείστηκαν στη συνοικία τους στα σπίτια τους!  Τότε ο Αθηναγόρας  συνοδευόμενος από τον διοικητή Αστυνομίας Πόλεως της Κέρκυρας  επήγε στο  μέσο της συνοικίας  των Εβραίων και  με τη στεντόρεια φωνή του είπε: «Μη φοβείστε τίποτα απ’ αυτά που διαδίδονται,  είναι  όλα γελοία και ψέματα και πάντα είμεθα κοντά Σας»! Και πραγματικά το χριστιανόπολο είχε πάει κρυφά στους παππούδες του σε χωριό της Κέρκυρας γιατί οι γονείς τους τον ήθελαν τις ημέρες εκείνες κοντά τους και έτσι έληξε αυτή η ταραχή στην κερκυραϊκή κοινωνία!

        Οι Κερκυραίοι  είχαν εκ παραδόσεως μεγάλο ενδιαφέρον για την Μουσική αφού έχει μουσικότητα και καλλιτεχνική έκφραση και η πνοή της γλώσσας τους από την εποχή του Ομήρου που μας το αφηγείται για τον τυφλό κιθαρωδό Δημόδοκο, που στην αυλή του βασιλιά Αλκίνοου έκανε τον Οδυσσέα να δακρύσει με το τραγούδι του. Η Κέρκυρα έχει διανύσει έναν πολύ μακρύ μουσικό δρόμο για το μεγαλύτερο μέρος του οποίου πολύ λίγα πράγματα γνωρίζουμε. Οι διάφοροι  βάρδοι τραγουδούσαν τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων στα παλάτια των εστεμμένων, μέχρι τον 15ον αιώνα. Η νήσος των Φαιάκων στις αρχές του 16ου αιώνα ήρθε σε επαφή με την ανάπτυξη της κοσμικής μουσικής στην Ευρώπη και μάλιστα με το είδος εκείνων που  χαρακτηρίζονται από την εύθυμη διάθεσή τους ένα μουσικό είδος «ρυθμικό», “ελαφρύ” και γρήγορο, το οποίο παιζόταν κυρίως από χάλκινα πνευστά. Έτσι η Κέρκυρα τον 20ον αιώνα ήταν η μουσική μας Ευρώπη. Οι Κερκυραίοι δυτικοποιήθηκαν από τον  ευρωπαϊκό αέρα και είχαν τρόπους εξευγενισμένης συμπεριφοράς εξ αυτού το παλιό της δημώδες όνομα ήταν «Κορφώ», δηλαδή ή «Κορυφαία»των Επτανήσων, λόγω της γειτνιάσεως της με την «Μεγάλη Ελλάδα» της Ιταλίας. Η Κερκυραϊκή αγαπούσαν τόσον τις κλασσικές  συμφωνίες των μεγάλων Ευρωπαίων μουσουργών,  όσον και  για τις τρέχουσες μουσικές επιτυχίες των ευρωπαϊκών λαών. 

Η έμφυτη αυτή έφεσή τους στη μουσική έχει  συνδέσει και πολλούς    ορθόδοξους Κερκυραίους  με  τις εκτελέσεις της ιεράς λειτουργικής μουσικής από την  χορωδία  Καθεδρικού ναού των Καθολικών με την συνοδεία του μεγάλου εκκλησιαστικού Οργάνου.  Κυρίως όταν χορωδιακά έψαλλαν το «Te Deum», αντίστοιχο με την Δοξολογία μας ή τον ύμνον της Δευτέρας Παρουσίας «dies irae» και  στο τέλος το «αιωνία η μνήμη» το «memoria in aeterna» αφού εκεί συνηθίζοντο και εκτελέσεις έργων της ιερής λατινικής παραδόσεως δυτικών μουσουργών, τα οποία και συγκλόνιζαν ακόμη και τους Ορθοδόξους Κερκυραίους ακροατές τους. Εξ άλλο είδη και οι Ορθόδοξες ελληνικές Παροικίες της Ευρώπης είχαν εισάγει την πολυφωνική ψαλμωδία και της  τσαρικής αυτοκρατορικής Εκκλησίας. Όμως η παραδοσιακή βυζαντινή μονοφωνία  κρατούσαν την «Οκτώηχη» παραλλαγή της μόνον οι Ιερές Μονές στη Ρωσία.  Για να συγκεραστεί η ψαλτική  βυζαντινή παράδοση της Ανατολής με το μουσικό ύφος της πολυφωνίας ο Αθηναγόρας εισήγαγε στον προσκυνηματικό ναό του Αγίου Σπυρίδωνα της πόλεως της Κερκύρας την διακριτική συνοδεία του μικρού αρμόνιου, ώστε η τελούμενη εκεί Θεία Λειτουργία να υποστηρίζεται από το ισοκράτημα, δεδομένου ότι την εποχή εκείνη γινόταν πολύς λόγος για την σπουδαία «προσπάθεια» του μουσικολόγου Κωνσταντίνου Ψάχου για το «Παναρμόνιο». που  τελείωσε το 1924.2 

           Οι Αγγλογάλλοι νικητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δυστυχώς ενδιαφέρθηκαν μόνον τι θα κερδίσουν στην Λωζάννη  από την φονικότατη αυτή σύγκρουση συμφερόντων στην σύγχρονη Ιστορία. Οι Βρεταννοί θέλησαν «την απόλυτη κυριότητα του εδάφους της Κύπρου» στην Αυτοκρατορία τους και την ελεύθερη διέλευση προς τον Εύξεινον Πόντον και σιωπηρά τις πετρελαιοφόρες περιοχὲς της Μεσοποταμίας,  δηλαδή του μεταγενέστερου Ιράκ, και την μη εγκατάσταση των ελληνορθοδόξων προσφύγων εκ Νίγδης στην Κύπρο και πρόσφεραν στον Μουσταφά Κεμάλ την ανατολική Θράκη, με την Κωνσταντινούπολη και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και τον ευάλωτον  σε διοικητικά και οικονομικά μέτρα του μη «Ανταλλάξιμο» Ελληνορθόδοξο πληθυσμό που κατέστρεψε το καθεστώς του μέσα σε μία πεντηκονταετία.    

Οι Ιταλοί διασφάλισαν την κυριότητα των Δωδεκανήσων και την  διαρπαγή των ελληνογενών πληθυσμών τους για να νεκραναστήσουν εκεί τους Ιωαννίτες Ιππότες που στήριζαν στην Μάλτα την φασιστικής θεωρίας του «Mare Nostrum» και επιδίωξαν τον εκλατινισμό του  ορθοδόξου πληθυσμού των νήσων προς στήριξη  του  ιταλικού Στέμματος με την  κηδεμονία των Μουσουλμάνων στην Αλβανία και στην Λιβύη.  Στην  Αλβανία  κυριαρχεί η εθνικιστική μανία στην νεοσύστατη επικράτεια της. Οι Μπεκτασίδες και Αλεβίδες, καθώς και οι Ορθόδοξοι και Καθολικοί χριστιανοί φρόντιζαν κατ’ ιδίαν την μόρφωση των μελών τους και τέλος   η κυβέρνηση της Γαλλίας, τότε ευρισκόμενη στα χέρια των Χρηματιστών των Παρισίων ενδιαφερόταν κυρίως για να μην υποστούν την οικτρή τύχη τα κεφάλαιά τους στη Τουρκία των κεφαλαίων τους στην τσαρικη Ρωσία και επιδίωξαν να συμμορφωθούν προς τα θελήματα των οικονομικών παραγόντων της Άγκυρας. 

         Μετά την υπογραφή της «Συνθήκην της Λωζάννης» τα τέλη Αυγούστου του 1923, η «Διεθνής Πρεσβευτική Επιτροπή» υπό τον στρατηγό Ενρίκο Ταλλίνι, με πέντε άλλα μέλη, μεταβαίνει στην Κακαβιά της Ηπείρου για την χάραξη των συνόρων μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας, Εκεί στις  27 Αυγούστου 1923 τους παραμονεύει η μαφία των Γενίτσαρων Τσάμιδων εθνικιστών που θέλει  να διακόψει το έργο της   γιατί  δεν αλβανοποιούσαν  την «Τσαμουριά» (Θεσπρωτία) μέχρι την Πρέβεζα! 3  

Την Παρασκευή 31 Αυγούστου του 1923 εμφανίζεται επάνω από την Κέρκυρα να κατοπτεύει ένα «πηδαλιουχούμενο» αερόστατο ερχόμενο μάλλον από το ναύσταθμο  του Ιταλικού Στόλου στον Τάραντα. Όλα αυτά μέχρι το μεσημέρι, όταν εμφανίζεται ανοικτά του λιμένα  πάνοπλη ιταλική αρμάδα αποτελούμενη από τρία θωρηκτά και δέκα καταδρομικά και τέσσερα υδροπλάνα, ένα υποβρύχιο και οκτώ μεταγωγικά γεμάτα στρατιώτες!  Η κινητοποίηση  αυτών των ναυτικών δυνάμεων πρέπει να ήταν  θέμα ημερών και πρέπει να άρχισε πολύ πριν την εκτέλεση στην Κακαβιά των Ιωαννίνων. 

Ο Ιταλός πλοίαρχος Φοσκίνι  αποβιβάζεται στον λιμένα και επιβιβάζεται στο αυτοκίνητο του Ιταλού προξένου στο νησί και φθάνει στην Νομαρχία  και ψυχρά λέει στον Έλληνα Νομάρχη Πέτρο Ευριπαίο ότι: «Ο αρχηγός του στόλου ναύαρχος Σολάρι, ζητεί να του παραδώσετε την πόλη της Κέρκυρας, την οποία άλλως θα την καταλάβει βιαίως»… Εν συνεχεία επιδίδει το τελεσίγραφο που ζητούσε οι αρχές της πόλεως  να παραδώσουν αμέσως το νησί γιατί θα αρχίσει ο βομβαρδισμός του παλαιού κάστρου της και πως απαγορεύει πάσαν επικοινωνία με την ελληνική κυβέρνηση και προς τούτο :«Παρέχεται προθεσμία δύο  ωρών» για  να δοθεί καιρός στους υπηκόους των ξένων δυνάμεων για να συγκεντρωθούν στα προξενεία τους και να απομακρυνθούν από κάθε στρατιωτικό καταυλισμό !

           Όμως η ελληνική σημαία δεν κατέβαινε από τον ιστό της για να υψωθεί το «λευκό σύμβολό της υποταγής» και στις 5.00 μ.μ. ακριβώς ρίχτηκαν τρεις άσφαιροι κανονιοβολισμοί από την ιταλική ναυαρχίδα «Κόντε ντι Καβούρ» και αμέσως μετά ακολούθησε ο βομβαρδισμός  του «Κάστρου του Αγίου Γεωργίου» και του Παλαιοὐ  Φρούριο από το θωρηκτό  «Σαν Τζιόρτζιο» και τα άλλα δυο θωρηκτά. Το καταδρομικό «Πρεμούντα» χτύπησε και το Νέο Φρούριο. Όμως στο  Παλαιό Κάστρο, όπου ήταν από το Ιανουάριο του  1923 στα κτήρια του πρώην Λοιμοκαταρτηρίου είχαν εγκατασταθεί περίπου  5.000 Μικρασιάτες και Αρμένιοι πρόσφυγες  με γυναικόπαιδα και εκεί έπεσαν βλήματα των τηλεβόλων από τα θωρηκτά και μέσα σε μισή ώρα στόχευααν  στους κατατρεγμένους από τους Τούρκους πρόσφυγες με συνέπεια να θανατωθούν 13 και να τραυματισθούν 35 γυναικόπαιδα  που είχαν εκεί  στρατοπεδεύσει! 

Μόλις σταμάτησε ο βομβαρδισμός  ο Κερκύρας Αθηναγόρας ειδοποίησε λεμβούχο της περιοχής και επιβιβάζεται στη  βάρκα του από το Μουράγιο και πλέει προς την ιταλική ναυαρχίδα «Κόντε ντι Καβούρ».  Στέκεται όρθιος στη βάρκα σαν δοκός και  ανεμίζει λευκή σημαία. Όταν έφθασε  στην καραβόσκαλα της ναυαρχίδος φώναξε στους  ναύτες γαλλικά ποιος είναι και ποιόν θέλει που γνώριζε από παλαιότερη ειρηνική επίσκεψη στο νησί.  Όσο να ανέβει στο κατάστρωμα  καταφθάνει και ο ναύαρχος Σολλάρι και ο μητροπολίτης  του λέει στα γαλλικά: «Κύριε ναύαρχε όλοι Σας θεωρούσαμε φιλέλληνα και φίλο της Κέρκυρας, γιατί Σας γνωρίζουμε προσωπικά, αλλά  τα κανόνια Σας τώρα εξόντωσαν αμάχους πρόσφυγες γυναίκες και παιδιά. Διαπράξατε ένα πρωτοφανές έγκλημα κύριε ναύαρχε! Σε αυτά  ο Σολλάρι απήντησε: «Σεβασμιώτατε πιστεύσετε ότι εξετέλεσα διαταγή της κυβερνήσεώς μου και ως στρατιωτικός ήμουν υποχρεωμένος να υπακούσω». Στη συνέχεια διεξήχθησαν συνομιλίες για να μην επαναληφθεί ο κανονιοβολισμός και προκληθούν πάλι περισσότερα θύματα για να ταφούν τα θύματα και μεταφερθούν οι  τραυματίες στο Νοσοκομείο.

Οι διακρατικές συνεννοήσεις μεταξύ της Ιταλίας και των Αθηνών είχαν αίσιο τέλος στο τέλος Σεπτεμβρίου 1923 και έτσι έληξε το θανατηφόρο  επεισόδιο με την κυβέρνηση του Μπενίτο Μουσολίνι που άρχισε να δοκιμάζει την αντοχή της αντιμεσογειακής τακτικής της ιταλικής φασιστικής θεωρίας περι της «Mare Nostrum». Όταν διακριβώθηκε ποιοι ήταν οι άνανδροι οργανωτές της δολοφονίας του στρατηγού  Ενρίκο Ταλλίνι τότε όπως έμαθε  ο μητροπολίτης   Αθηναγόρας ο αρμόδιος Ιταλός υπουργός των Ναυτικών  επιτίμησε τον ναύαρχο Σολλάρι γιατί έσπευσε και άνοιξε πυρ και προκάλεσε τόσους θανάτους και τραυματισμούς προσφύγων. Αυτή η πατριωτική και ρηξικέλευθη στάση του Αθηναγόρα  ξεκλείδωσε τις ψυχές των «διστακτικών» βασιλοφρόνων οικογενειών της Κέρκυρας: Θεοτόκη, Βούλγαρη, Βλασόπουλου, Μαρκορά κ. ά. που κατάλαβαν ότι ο Αθηναγόρας  δεν ήταν ένας καιροσκόπος που επεδίωξε να καταχραστεί κάθε πανούργο κόλπο για να σταδιοδρομήσει αλλά ένας άνωθεν κλητός στην ιερωσύνη, ηπειρωτικής καταγωγής που με καινοτόμες  και πολυδιάστατες πράξεις επωμιζόταν ένα χριστοθέλητον νέον ορίζοντα στα εκκλησιαστικά δρώμενα που ενθουσίασε τον βαθυστόχαστο μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο να τον περιβάλει με έξοχη εκτίμηση και να τον  προτείνει στον Πατριάρχη Βασίλειο Γ΄ το 1930 για να αναλάβει την ποιμαντορία της αρτισυστάτου αρχιεπισκοπής Αμερικής από τον Πατριάρχη Μελέτιο προς στήριξη της Ελληνορθοδόξου ποίμνης των μεταναστών στο νέο  Κόσμου της Δύσεως.- Α.Π.  

Η κατάληψη της Κέρκυρας από τον Ιταλικό Στόλο στις 31 Αυγούστου 1923. Ο στρατηγός Ερρίκος Μπελλίνι εποχούμενος αυτοκινήτου του Ιταλού προξένου στην Κέρκυρα, πηγαίνει στο Διοικητήριο της νήσου για να θέσει τους  όρους της Κυβερνήσεως Μπενίτο Μουσολίνι στον Νομάρχη Πέτρο Ευριπαίο

1. Και αυτό το έπραξε ο μετά ονομασθείς Ατατούρκ  φοβούμενος την  μάχιμη αντιπαράταξη με την άριστα τότε οργανωμένη «Στρατειά του Έβρου» και χωρίς να έχει αποβατικά για να διαβεί την Προποντίδα, όπου κυριαρχούσε ο  ελληνικός Στόλος,   μήπως οι Κεμαλικοί  πάθαιναν ότι και οι Φράγκοι  το 1261 από ένα νέον Αλέξιο Στρατηγόπουλο  και έτσι από τότε  οριστικά θα αποκτούσαν την Άγκυρα ως  πρωτεύουσα  με γύρο της τέσσερα βιλαέτια, όπως είχαν σχεδιάσει οι Βρεταννοί στις αρχές του 20ου  αιώνα!   

2. Ο  Κωνσταντίνος Ψάχος, με την βοήθεια του φυσικομαθηματικού Σταύρου Βραχάμη. Και  αφού άρχισε τον  αγώνα εξευρέσεως πόρων ανάθεσε  την κατασκευή του στην Γερμανική εταιρεία Steinmeyer την οποία και επίβλεψε προσωπικά. Το όργανο άρχισε να κατασκευάζεται το Μάιο του 1922 στο Έττιγκεν της Βαυαρίας, σε δύο πλάνα. Το  πρώτο πλάνο κατασκεύαζε ένα όργανο τύπου εκκλησιαστικού οργάνου που είχε 42 πλήκτρα ανά οκτάβα και 2.000 αυλούς και δεν έφτασε ποτέ στην Ελλάδα. Μάλιστα λόγω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εθεωρείτο χαμένο και μεταπολεμικά εντοπίστηκε σε άριστη κατάσταση και πλήρη λειτουργικότητα στη Γερμανία, στην κατοχή του Karl Gockel. Στη συνέχεια κατασκευάστηκαν και δύο πανομοιότυπα μικρότερα όργανα των 660 αυλών, το ένα από αυτά προοριζόταν για τον Ψάχο και το άλλο για την Εύα Πάλμερ – Σικελιανού που χρηματοδότησε την όλη προσπάθεια, αλλά και αυτά έμειναν αχρησιμοποίητα, έχοντας πια μόνο μουσειακή αξία.[  Το «Παναρμόνιο» έκανε γνωστό τον Ψάχο στην Ευρώπη, γιατί του έδωσε την ευκαιρία να παρουσιάσει το 1926 σε μία μεγάλη συναυλία βυζαντινούς ύμνους, δημοτικά τραγούδια και δικές του συνθέσεις που είχαν μεγάλη απήχηση στους κύκλους των φιλομούσων.

3. Εκεί κατοικούσαν περί τις 15.000 εξισλαμισμένοι Τσάμηδες που καιροφυλακτούσα  αρπαγή της γης  των αρχαίων Θεσπρωτών. Την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, πάλι επιχείρησαν το 1943-1944, την βίαια «εθνοκάθαρση» σε βάρος των Ελλήνων Ηπειρωτών και τελικά τους ανάγκασαν να επιστρέψουν στην Αλβανία οι  αντιστασιακές δυνάμεις του  στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα.

Loading

Οι Μητροπολίτες των Νέων Χωρών του Οικουμενικού Θρόνου του 1911 και μεταξύ αυτών ο Σέρβος Δεβρών Βαρνάβας, πρώτος άνω αριστερά, που με την βοήθεια των Γάλλων κατέλαβε το 1918 την Ιερά Μητρόπολη Πελαγονία στα Σκόπια, που τότε εκεί υπηρετούσε ως  αρχιδιάκονος ο Αθηναγόρας Σπύρου,  μετά Κερκύρας  και Αμερικής που πατριάρχευσε επί 23 χρόνια ως  ο  Οικουμενικός Πατριάρχης.
 

Είναι γνωστό ότι η εκκαθάριση της Χερσονήσου του Αίμου από τους ασιάτες κατακτητές συντελέστηκε με τους «Βαλκανικούς Πολέμους» 1912-1913 όταν τέσσερα βαλκανικά κράτη νίκησαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και αυτή η επιτυχία επικυρώθηκε με την «Συνθήκη του Βουκουρεστίου».   Για την περίοδο αυτή πολλά αποκαλυπτικά μου διηγούταν ο μακαριστός τότε αρχιδιάκονος της ιεράς Μητροπόλεως Σκοπίων που είχε την Εξαρχία και της Άνω Μακεδονίας Αθηναγόρας Σπύρου, ο μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης. Συχνά  αναπολούσε την εκεί επταετή διττή διακονία του ως κληρικού καιεκπαιδευτικού, την οποίαν μετά επιβεβαίωσε έρευνά μου στο αρχείο του εν Ἀθήναις Υπουργείου Εξωτερικών. Ενώ οι Σέρβοι και οι Έλληνες ήσαν αδελφοί στη νίκη για την απελευθέρωση των λεγόμενων από τότε Νέων Χωρών  εμφυτεύθηκε μεταξύ τους από το 1917 ο καταραμένος «Εθνικός Διχασμός». ενώ  αμφότεροι ακόμη   ήταν   σύμμαχοι  με την  Antant των «Συμμάχων», αλλά οι Έλληνες ήταν Βενιζελικοί ενώ οι Σέρβοι ήταν Κωνσταντινικοί, γεγονός  που προκαλούσε  εσωτερική διάσταση!  Οι Σέρβοι επεδίωκαν την κατάληψη  της Άνω Μακεδονίας δια του σέρβου επισκόπου Δεβρών Βαρνάβα, μετά μητροπολίτη Βελιγραδίου, ο οποίος και υπονόμευε την Πατριαρχική Ιερή Μητρόπολη Σκοπίων και τον τότε ιεράρχη της Χρυσόστομο Καβουρίδη. Με το πρόσχημα του ομοδόξου ιεράρχη ο Βαρνάβας οργάνωνε προοδευτικά τους εκεί Σέρβους, ενώ οι Γερμανοί σύμμαχοι Τούρκων και Βουλγάρων κανονιοβολούσαν από τα βουνά τα πολυεθνικά Σκόπια που κατείχαν οι Γάλλοι και οι κάτοικοι κατέφευγαν στα καταφύγια την νύκτα με μάσκες λόγω των ασφυξιογόνων που έριχναν οι Γερμανοί.  Μία ημέρα που φιλοξενούσε κάποιους Γάλλους αξιωματικούς η Μητροπολη Πελαγονίας ο μητροπολίτης Χρυσόστομος  Καβουρίδης αλλά είχε την αφέλεια  να δείξει τα φιλοβασιλικά του φρονήματα  με συνέπεια όταν επήγε μαζί με τον Αθηναγόρα στη Θεσσαλονίκη για υποθέσεις της Μητροπόλεως του  αιφνίδια αμφότεροι να συλληφθούν κατ’ εντολήν του Γάλλου στρατηγού και να φυλακισθούν με φρουρά από Συνεγγαλέζους ! Τελικά παρεμβαίνει  ο Θεσσαλονίκης Γεννάδιος και και με την αιτιολογία  να εξοριστούν στο Άγιον Όρος τους ελευθερώνει. Εκεί παρέμειναν στο Λαυριώτικο κελί - Κάθισμα του Μυλοποτάμου, κοντά στην Μονή των Ιβήρων και οι Γάλλοι παραδίδουν την Ιερά Μητρόπολη Σκοπίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου  στον Δεβρών Βαρνάβας που οι Σέρβοι εθνικιστές τον ανέδειξαν και Πατριάρχη τους. Τότε στο Άγιον Όρος ο Αθηναγόρας με την συνοδεία του ιερομονάχου Παύλου του Λαυριώτη γνώρισε πολλές εξέχουσες Αθωνίτικες προσωπικότητες που τον εντυπωσίασαν για τις αρετές και την ευσέβεια τους και για την ευρύτατη θεολογική τους μόρφωση, την γλωσσομάθεια  και την αφοσίωσή τους στο ιδεώδες της ιεράς ησυχίας .  Πολλές φορές ο Αθηναγόρας αναπολούσε  τις Αθωνίτικες πανηγύρεις και τελετές με το πλήθος των μοναχών.  Η παραμονή  του Αθηναγόρα στον Άθωνα διακόπηκε όταν παλαιό συμφοιτητής του από την Σχολή της Χάλκης, ο Παναγιώτης ή Πανος Δημητριάδης από την «Παναγιά» της Ίμβρου, αποθανών ως λαϊκός το 1972, του έγραψε ότι ο νέος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκις ζητά κληρικό να γνωρίζει «γραφομηχανή» και επειδή  ήξερε ότι ως γραμματέας στη Μητρόπολη Σκοπίων είχε καλή εμπειρία τον συνέστησε στον  μητροπολίτη Αθηνών,  ο οποίος και τον προσκάλεσε να κατέβει το ταχύτερο στην Αθήνα.  Το ταξίδι με σιδηρόδρομο από Θεσσαλονίκη στην Αθήνα ήταν τότε  πολύωρο  και το μόνο που ενθυμείτο ήταν γιατί ένας ευγενικός συνταξιδιώτης του πρόσφερε από την ταμπακιέρα του ένα τσιγάρο και το άναψε και προσπάθησε να το καπνίσει,  όμως  απέκτησε τέτοιο ερεθισμό στο λαιμό που άρχισε έντονο βήξιμο και αμέσως το έσβησε.  Εξ  αυτού μου έλεγε ότι : «ποτέ δεν έβαλε τσιγάρο στο στόμα του  όλη του τη ζωή»! Έτσι ευθυτενής, άλκιμος και σοβαρός παρουσιάστηκε ο αρχιδιάκονος Αθηναγόρας στον σπουδαίο μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιο,  που πρόσφερε πολλά στην Εκκλησία όπου και αν την υπηρέτησε ως νέος διάκονος από την Δαμασκό της Αντιόχειας, και μετά ως Αρχιμανδρίτης στα Ιεροσόλυμα αλλά και ως μητροπολίτης στο Κίτιον της Κύπρου, που εξετιμήθηκε μεγάλως για το οργανωτικό του πνεύμα, ακόμη και όταν ήλθε στο κλεινό Άστυ των Αθηνών και όταν κατέφυγε στην Νέα Υόρκη  του νέου κόσμου, αλλά  και όταν  εκλέχτηκε  Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και μετά Αλεξάνδρειας,  όπου και πλάτυνε τη διακονία της  σε όλην  την Αφρική.- Α.Π.

Loading

«Η φωνή αίματος του αδελφού σου βοά προς με εκ της γης και νυν επικατάρατος συ από της γης ….και εξήλθεν δε Κάϊν από προσώπου του Θεού». ΓΕΝΕΣΙΣ δ΄. 10-16.

      Ένα σημαντικό ιστορικό σύγγραμμα εκδόθηκε με την Ανατολή του 20ου αιώνα ρωσικά το 1904 στην Αγία Πετρούπολη από τον καθηγητή Ιβάν  Ιβάνοβιτς Σοκολόφ. Αυτό ήταν  « Η Ιστορία του Οικουμενικου Πατριαρχείου τον 19ον  αιώνα». Εξελληνίστηκε το 2011 και εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 21ου αιώνα από το Uninersity Studio PressΤην όλη επιμέλειά του  είχε ο καθηγητής Αιμίλιος-Αντώνιος Tαχιάος ειδικός Σλαβολόγος παλαιός φίλος  με οποίον ως Θεολόγοι συμπληρώσαμε τις σπουδές μας στο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου των Παρισίων το 1956-1958  κοντά στον σεβάσμιο  μύστη της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Ρωσίας και πρώην υπουργό Αντώνιον Καρτασώφ. Ο Σοκολόφ, ως ιστοριοδίφης επί πρωτογενών κειμένων  εργάστηκε στο πατριαρχικό αρχείο του Φαναρίου  στα τέλη του 19ου  αιώνα για να στηρίξει τον αγώνα του για την επάνοδο της Μητροπόλεως Μόσχας στην πατριαρχία, που είχε καταργήσει ο Μέγας Πέτρος για να «εκσυγχρονίσει» το ρωσικό κράτος με τη Δύση και επέβαλε την απόλυτη πολιτειοκρατία του κράτους στην εν Ρωσία  Εκκλησία επί δύο περίπου αιώνες (1721-1917). Η συμβολή του Ιβάν Σοκολόφ συνέβαλε μεγάλως στην αποκατάσταση της πατριαρχίας του Μόσχας και στην εκλογή του Μόσχας  Τύχωνα και εξ  αυτού απολύθηκε από καθηγητής στην Θεολογική Ακαδημία της Πετρουπόλεως και υπέστη ισόβια εξορία μέχρι το 1939 που απεβίωσε ως ένας απλός δάσκαλος των ελληνικών! Όμως τα κατατεθέντα από τον  Σοκολόφ για την θεσμική αξία του Οικουμενικού  Πατριαρχείου  ενέπνευσαν τους παγκόσμιου κύρους Ρώσους θεολόγους, όπως ήταν ο Φλωρόφκυ, ο Ευδοκίμωφ και ο Μέγεντορφ κ.α. που υποστήριξαν: «Αν οι συνοδικοί Πατέρες του παρελθόντος δεν είχαν θεσπίσει προνόμια στον «Πρώτον» Πατριάρχη της Ανατολής, αυτά θα έπρεπε τώρα συνοδικά να θεσπιστούν κατά τα αρχαία ιερά Δίπτυχα της «Πενταρχίας»  «χάρη της ενότητος της Ορθοδοξίας».

           Την έκδοση του πολύτιμου αυτού συγγράμματος  στην ελληνική γλώσσα προλογίζει η Α.Θ.Π. ο πατριάρχης  Βαρθολομαίος,  αξιολογώντας το σύγγραμμα του μακαριστού καθηγητή Σοκολόφ  ότι : «πρόσφερε την μαρτυρίαν του ως ανεκτίμητο εργαλείο στην Εκκλησία τα συμβάντα της Ιστορίας του Οικουμενικού Θρόνου τον 19ον αιώνα», αλλά και το τι εστί ο «Οικουμενικός Πατριάρχης στην καθ’ ημάς Ανατολή» αφού προσωπικά  ο ίδιος ο Σοκολόφ επεξεργάστηκε ως πηγές τα αυθεντικά έγγραφα και επομένως η αλήθεια των κατατεθέντων  μαρτυριών του «είναι ατράνταχτη. 1  

                  Ο καθηγητής  Ιβάν Σοκολόφ, αγωνίστηκε επί εικοσαετία μέχρι το 1917 για την  αναστύλωση της πατριαρχίας στη Ρωσία. Όμως ο Μαρξισμός-Λενινισμός τελικά  επέβαλε δια της βίας το «κόκκινο» κράτος του. Εξ αυτού   οι Ουκρανοί διεκδίκησαν και πάλι την απολεσθείσα  ελευθερία τους   και την  κρατική εξουσία ανέλαβε το νέο «Κοινοβούλιο» της χώρας, η λεγόμενη  «Κεντρική Ράντα» (Τσεντράλνα), που με ψήφισμα του λαού στις 9 Νοεμβρίου 1917 Διακήρυξε την  πλήρη Ανεξαρτησία του Ουκρανικού  κράτους κατά τα διεθνώς κρατούντα και προς υπεράσπιση του θελήματος του λαού των Κιεβινών σχηματίστηκε το Αρχηγείο  του «Λευκού Στρατού»  που θα υπερασπιζόταν το  κράτος των Ρως που  δεν ήθελε καμία  συμβίωση  με τους υπερβόρειους Σλάβους. Τότε άρχισε ο λεγόμενος «Εμφύλιος Πόλεμος» στη Ρωσία γιατί οι κομμουνιστές  διάβρωναν την ομοψυχία των Ουκρανών με δολοφονίες ηγετών και πρώτος ήταν ο άγιος Κιέβου Βλαδίμηρος που έχω γράψει για το μαρτύριό του. Έτσι άρχισε  η  αναμέτρηση του «Λευκού» και του «Κόκκινου» Στρατού που προκάλεσα τότε το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων αλλά και τότε  η Ελλάδα έστειλε το 1919 το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων με  επικεφαλής τον συνταγματάρχη  Νικόλαο Πλαστήρα κατά του «Κόκκινου Στρατού» των Μπολσεβίκων που όπλιζε εναντίον μας τον Κεμάλ!  Όμως οι Ουκρανοί νικήθηκαν και νέος μητροπολίτης Κιέβου και Γαλικίας Αντώνιος  Χραποβίτσκη διέφυγε την σφαγήν  και μετέβη στο Φανάρι και στο Άγιον Όρος τιμώμενος από την Ελλάδα με ανώτατη διάκριση μέχρι που επήγε στην Σερβία. Για να εκδικηθεί ο Στάλιν τους Ουκρανούς  πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο  την άνοιξη του 1932 ξεκίνησε τον λιμός  του ουκρανικού λαού, πριν ακόμη εκδηλωθεί  η τρέλα του «Ναζισμού».  Τότε οι Ρώσοι προκάλεσαν την   μεγαλύτερη εθνική  καταστροφή των Ουκρανών στη Ιστορία!  Τότε το Κρεμλίνο εξόντωσε με θάνατο εκ πείνας 10 εκατομμύρια  εκ του λαού των Ουκρανών  καθώς και με 2500 εκτελέσεις αντιφρονούντων πατριωτών  οι Σταλινικοί, όπως διέπραξαν οι ίδιοι και μετά το 1944 κατά του ουκρανικού λαού ως δήθεν «ναζιστών»  όταν  επέστρεψαν στην Ουκρανία.2

               Όμως  τον Σεπτέμβριο του 1943 ο Στάλιν με το πρόσχημα της «Πανρωσικής ενότητας» κατά των εχθρών του Σοβιετισμού έριξε το δόλωμα στην τριμερή τοποτηρητεία της Μόσχας των μητροπολιτών Σεργίου, Αλεξίου και Νικολάου περί της αδείας για νέα πατριαρχική εκλογή μετά το 1917. Από τότε  με την λεγόμενη «Ιστορική Συμφωνία» επιδιώχθηκε  πονηρότερα ο πλήρης έλεγχος της Εκκλησίας στη Ρωσία  δια των μυστικών υπηρεσιών του «αθεϊστικού» κράτους. Γι’ αυτό και συνεστήθη  το «Επιτροπάτο του λαού για τη Θρησκεία» με ρασοφορεμένα όργανα στις ανώτατες εκκλησιαστικές θέσεις της γνωστής μας Γκα-κε-Μπε (KGB) που «διέπρεψαν» στον εγκλεισμόν των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο «Σιδηρό Παραπέτασμα» κατά την περίοδον του «Ψυχρού Πολέμου». Τότε όμως νεκρώθηκαν οι διεκκλησιαστικές σχέσεις και η Μόσχα ως «αχάριστη και μικρόψυχη θυγατέρα» έθεσε σε ενέργεια το καταχθόνιο σχέδιο της υποκαταστάσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου.  Το 1968 η Μόσχα για να μετρήσει τις δυνάμεις της στην Ορθοδοξία επιχείρησε μια «Πανορθοδόξη παρασυναγωγή» δήθεν χάρη των «500 ετών της «αυτοκεφαλίας» της Ρωσικής Εκκλησίας (1448-1948)»! Αυτή όμως αποδείχθηκε ανιστόρητη πλαστογραφία από σοβαρούς ιστορικούς επιστήμονες γιατί στηριζόταν σε φαντασίες των τσαρικών κύκλων 15ου  αιώνα για να τονώσουν τα δήθεν  δικαιώματα της 3ης  Ρώμης! Όμως οι Ορθόδοξες Εκκλησίες κατάλαβαν την γελοία σκηνοθεσία της σοβιετικής εξουσίας  και έστειλαν μερικούς έμπειρους απεσταλμένους μόνον για να μάθουν τις κακόβουλες προθέσεις  της Μοσχόβιας πατριαρχίας εξαρτώμενης από το σοβιετικό Κρεμλίνο.. Μάλιστα σε λίγο χρόνο εκδόθηκαν και σε δύο τόμους γαλλικά τα δήθεν πορίσματα του συνεδρίου «που δεν έγινε» με σφοδρότατο  «αντιδυτικό  παραλήρημα» θέσεων που ευνοούσαν το ξάπλωμα του Κομμουνισμού στη Δύση! Τότε κατάλαβαν όλοι οι «Παγκόσμιοι Οργανισμοί» του Ελεύθερου Κόσμου ότι  στρατεύθηκαν και Ρώσοι ρασοφόροι  στην διάδοση  του δήθεν «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» και φυσικά επήλθε  διεθνής απομόνωση  της εν Ρωσία Εκκλησίας. Αυτό έγινε αντιληπτό από το Κρεμλίνου και τότε έλαβε την άδεια ο Ρώσος  πατριάρχη Αλέξιος Α΄ να προσεγγίσει  παρακλητικά τον  πατριάρχη Αθηναγόρα να μεσολαβήσει στο Π.Σ.Ε.  για να γίνει δεκτός Ρώσος αντιπρόσωπος στη Γενεύη!    Και όταν αυτό ευοδώθηκε το 1960 ήλθε στο Φανάρι ο Μόσχας Αλέξιος  για να ευχαριστήσει την βοήθεια του πατριάρχη Αθηναγόρα. Ένας εκ των πρώτων ήταν ο αρχιμ. Κύριλλος Γκουντιάεφ, ιδιαίτερος γραμματέας του Λένινγκραντ  μεθυσμένος από τον πομφόλυγα, τις αερολογίες του για το μέλλον της ρωσικής πατριαρχίας. Όμως πολυδιήγητες είναι οι μεταλλάξεις του status στις εκκλησιαστικές επαρχίες της Ανατολικής Ευρώπης με υπόδειξη του Σταλινικού αθεϊστικού καθεστώτος προς το Μοσχοβίτικο Πατριαρχείο. Όλα σκηνοθετούνται  προκειμένου να αποψιλωθεί από τα κανονικά δικαιώματα του το Οικουμενικό Πατριαρχείο και εκάστη των θυγατέρων του Εκκλησιών συναγωνιστεί  σε  διεκδικήσεις αν και   ευρισκόμενες  μέσα στην από αιώνων Δικαιοδοσίαν του. Στόχος είναι να αποκοπούν αυτές οι εκκλησιαστικές διοικήσεις από την ενότητα με  το αποστολικό κέντρο της Νέας Ρώμης και να υπαχθούν στην σφαίρα επιρροής και ελέγχου του κράτους της ανύπαρκτης «Τρίτης Ρώμης» μιας Ιδεοληψίας που  ενδημεί μόνον  στο βαθύ κράτος του Κρεμλίνου. Χρόνια επιχειρεί να διογκώσει στο Άγιον Όρος τους εκ Ρωσίας μοναχούς και κατασκεύασε τεράστιες εγκαταστάσεις για μελλοντική  σύσταση ναυτικής βάσεως στο Αιγαίο. Στήνονται «βολβόσχημοι» τρούλοι ως σε τόπους Μοσχόβιας επικυριαρχίας παρά την  πηγαία ναοδομία αιώνων.  Ένα άλλο άθλιο αποτέλεσμα είναι η υποχθόνια συναλλαγή με τους κατά περιοχή αργυρογνώμονες και οι φωνασκίες των ενταύθα  «ωνητών¨  ιστότοπων προς κατασυκοφάντηση των αποφάνσεων τής Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης, επειδή απείχαν εσκεμμένως οι Μοσχοβίτες και οι γνωστοί από μακρού δορυφόροι τους. Όλοι αυτοί έχουν καταγραφεί στην Εκκλησιαστική  Ιστορία των νεότερων χρόνων ως οι πείσμονες εκτελεστές του σχεδίου μεταβολής της Εκκλησίας σε θρησκευτικό μόρφωμα της εκάστοτε πολιτικής του ρωσικού κράτους τους. Το είχε αυτό προβλέψει  ο εμβριθής θεολόγος Ιεροσολύμων Δοσίθεος Β  ὁ Νοταράς (1669-1707) που είναι και  ο πλέον  αψευδής μάρτυρας του δόλιου  θελήματος της υπαγωγής  της Μητροπόλεως Κιέβου στη Μόσχα. Ο οποίος διερωτώμενος  τότε έγραψε στον Μόσχας Ιωακείμ: «Μήπως θέλεις να σου πλένουμε και τα πόδια;» Με την ειρωνεία αυτή  ο σοφός Προκαθήμενος  επισήμανε την ακόρεστη αδηφαγία του Μόσχας για την αρπαγή της Μητροπόλεως Κιέβου! Το εγχείρημα αυτό σχεδιάστηκε και  άρχισε δια   της  υποκλοπής του δικαίου της εκλογής και χειροτονίας των Κιεβινών ιεραρχών.

      Τα συμβάντα κατά την περίοδο του μεγάλου διωγμού της Εκκλησίας στη Ρωσία δεν έχουν ακόμη εξιχνιαστεί και καταγραφεί ακόμη στην Ιστορία και πόσο στοίχισε ο λεγόμενος «Ιστορικός Συμβιβασμός» στην αληθινή  ποίμνη του Χριστού στη Ρωσία. Όταν διαγνώστηκε ο βίος και η πολιτεία  των ρασοφόρων που υπηρετούσαν το σοβιετικό κράτος τότε το προδοθέν εκκλησίασμα εξελίχθηκε κατά συνείδηση. Όμως οι μεγαλοσχήμονες ως  κληρικοί επιβίωσαν και μετά την Περεστρόικα παρά το ξεμαρκάρισμά τους. Ο λαός του Θεού κατέφυγε στις Μονές των δασών και στις Κατακόμβες για να ασκήσει ανεπηρέαστος την ορθόδοξη ευσέβεια μακριά από τους όνυχες της Κ.G.B.   που ήλεγχε  όλες τις εκκλησιαστικές υπηρεσίες. Τότε οι κρατούντες πάλι την πατριαρχία καιροσκόποι κατονόμασαν τους ευσεβείς αντιπάλους τους  «αχειροτόνητους»  και «ναζιστές» γιατί σεβάστηκαν την ορθόδοξη ευσέβεια τους.    

         Σήμερα και πάλι η ουκρανική φιλοπατρία «Σταυρώνεται» προκειμένου να εξοντωθούν οι Κιεβινοί Ρως.  Μεταξύ αυτών  βρίσκονται και  απόγονοι  των μεταναστών Ελλήνων όχι μόνον  από τα αρχαιότατα χρόνια αλλά και από τα Ορλοφικά χρόνια και το 1922 οικήτορες  της Κριμαίας και όλων των παραλίων της Αζοφικής και της Μαύρης Θάλασσας. Το 1589 ο αντιτσάρος  Μπόρις Γκουντούνωφ ζήτησε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία Β  την ανύψωση της Μητροπόλεως Μόσχας  και δήλωσε ότι θέλει  να : « διαπλατύνει την Ορθοδοξία στην επικράτειά του».. Η συνελθούσα «Τετραρχία» των Πατριαρχείων της Ανατολής το 1590-1593 σε Μεγάλη Σύνοδο στο ναό της Παναγία της Παραμυθίας στη Πόλη έθεσε στους Μοσχοβίτες τον  βασικόν όρο: «Ότι πάντα θα αναγνωρίζει η πατριαρχία τους  ως κεφαλή της Ορθοδοξίας το Οικουμενικόν Πατριαρχείων».   Στα Πρακτικά αυτής της σπουδαίας Συνόδου δεν αναφέρεται ότι  «Η  Ορθοδοξία στη Ρωσία υπηρετεί το κοσμικό κράτος κατά  τις φαντασιώσεις της  περί  3ης  Ρώμης! Πριν χρόνια όταν ήμουνα στον Άγιο Σέργιο στο Παρίσι ρωτούσα τον μακαριστό φίλο μου π. Βόρι Μπομπρίσκυ τι θα γίνει στη Ρωσία όταν πέσει ο Σταλινισμός;Και εκείνος μου απήντησε αδίστακτα ως παλαιός ευγενής: «ότι θα επανέλθει και πάλι  ο τσάρος»!  Όμως ο «τσάρος» αυτός μοιάζει με τον  «Ιανό». και έχει πλέον μια διπρόσωπη οντότητα!  Το κοσμικό  της  πρόσωπο του «τσάρου» είναι ξυρισμένο και ταυτίζεται  με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ενώ το άλλο πρόσωπο του «τσάρου» είναι γενειοφόρος και ταυτίζεται με τον Βλαντίμιρ Γκουντιάγιεφ η από το 2009 Μόσχας Κύριλλο που  αμφότεροι κληρονόμησαν  το σοβιετικό αδελφοκτόνο πάθος του Καϊνισμού και προς αυτούς   τους αιμοδιψείς του ουκρανικού  αίματος  ο  βιβλικός «Λόγος του Θεού» απευθύνεται και ερωτά;

«Τι εποιήσατε; η φωνή αίματος των αδελφών σας βοά προς  με εκ της γης και νυν επικατάρατοι έστε  από της γης ….» διότι  «εβλασφήμησατε τον Θεόν» (Αποκ. ιστ .11). Εξ αυτών ο ευσεβής χριστιανικός λαός διερωτάται αν  μπορεί να «μνημονεύεται» στα Ιερά Δίπτυχα της Ορθοδόξου Εκκλησίας» «επικατάρατος» που με εωσφορικό τύφο εμφανίζεται ως «πατριάρχης» Μόσχας και μάλιστα είναι από τετραετίας «ακοινώνητος»;  Τα πεπραγμένα του Κύριλλου Γκουντιάεφ «λόγοις και έργοις βοούν «επ’ Εκκλησίαις» ότι «ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και ήτω ανάθεμα. μαράν αθά», παραγγέλλει  ο Απόστολος των εθνών Παύλος; (Α Κορ. ιστ .21).     Α.Π.

1.Από τον κλητεύσαντα με εξ απαλών ονύχων  στην Θεολογία καθηγητή Γρηγόριο Παπαμιχαήλ γνωρίζω πως ο καθηγητής Σοκολόφ ήταν αυτός που ως ο αρμόδιος καθηγητής του  έστρεψε το ενδιαφέρον του κατά τις σπουδές του στην Ακαδημία της Πετρουπόλεως,  τόσον στην έρευνα της  Θεολογίας περί της θείας Χάριτος του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, όσον και για την   μαρτυρική   δοκιμασίας του Μάξιμου Γρεκού στη Ρωσία, επειδή υπερασπιζόταν  την  κανονική  τάξη της Ορθοδοξίας.

2.  Το «αμάρτημα» των Ουκρανών ήταν ότι ο Χίτλερ, για τους λόγους του,  μόλις κατά τον Β  Παγκόσμιο Πόλεμο κατέλαβε την Ουκρανία άνοιξε τις Εκκλησίες στην Ουκρανία και χάλασε το σχέδιο του  αθεϊσμού των μπολσεβίκων που έκλεισαν τις Εκκλησίες και δολοφόνησαν τον Κιέβου Βλαδίμηρο.  Τότε εξέλεξαν οι Κιεβινοί αρχιερείς τον μητροπολίτη Χάρκοβου Αντώνιο στην Μητρόπολη  Κιέβου που δεν πρόλαβαν να τον εκτελέσουν  γιατί διέφυγε από την Οδυσσό αρχικά στο Φανάρι και μετά στην Αθήνα  που τον τίμησε η Ελλάδα με τον μεγαλόσταυρο του Σωτήρα και δεκάμηνη διαμονή στο Άγιο Όρος μέχρι που τον πήραν κοντά τους οι Σέρβοι και τον μετέβαλλαν σε «υπερόριο» μητροπολίτη πάθης κανονικής αταξίας. 

Loading

Χάλκινο μετάλλιο των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου από την Κατακόμβη της Δομιτίλλης της Ρώμης του 3ου αιώνα.

 

                                                                                                                                            ( Φιλ. γ . 10)

             Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος πριν καταστήσει  την πόλη του Βυζαντίου βασιλεύσα, θέλησε ως μονοκράτορας να διασφαλίσει την ενότητα    της  αυτοκρατορία του και καλύτερα να  αναδιοργανώσει στρατιωτικά και εκκλησιαστικά το κράτος του. Προς τούτο  επιδίωξε να χωρίσει την στρατιωτική και  πολιτική εξουσία από την ευσέβεια του λαού ώστε να μην συνυπάρχουν αυτές στα ίδια χέρια. Πρώτα θέλησε να καταστήσει απόλυτα σύμφωνους τους επισκόπους στην παγίωση της χριστιανικής Πίστεως προς θεσμοθέτηση της «Μονοθεΐα» αρχίζοντας από τον καθορισμό του «ποιητή» ορατού και του αόρατου κόσμου του «Ενός Δημιουργού Πατέρα». Τα επόμενα έξη άρθρα ιστορούν το Μυστήριον του «Λόγου του Θεού» που «σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού ως μονογενούς παρά του πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιω.α΄ 14). Αυτό θεσμοθετήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 από τους επισκόπους της  Α΄ Οικουμενικής  Συνόδου  στο κοινό «Σύμβολο Πίστεως» της Εκκλησίας ως αποστολική αλήθεια. Ήταν τα χρόνια που απειλούσε την ενότητα της Εκκλησίας ο «Αρειανισμός» και μάλιστα ερχόταν ο προσήλυτος σε αυτὀν βαρβαρικός λαός των Γότθων δυναμικά να επιβάλει βίαια στην Ευρώπη δια της στρατιωτικής ισχύος του !  Ο Μ. Κωνσταντίνος  απεβίωσε ως  χριστιανός  στις 22 Μαΐου του 337 και τον διαδέχθηκαν οι τρεις γίοι του Κωνσταντίνος, Κωνστάντιος και Κώνστας, που μεταξύ τους ξέσπασε ανταγωνισμός. Ο πρώτος βασίλευσε μέχρι το 361, ο δεύτερος εξέλειπε το 340  και ο τρίτος το 350. Έτσι περιήλθε ο θρόνος στα εξ αδέλφια τους Γάλλο και Ιουλιανό. Πρώτος  σκοτώθηκε το 354 και παρέμεινε Καίσαρας ο Ιουλιανός. Αυτός  παλινδρόμησε στον «Πολυθεΐσμό» γιατί ήταν υπέρ της παγανιστικής λατρείας, αλλά στην πραγματικότητα πίστευε,  όπως τοτε και πολλές πλούσιες  οικογένειες της Ρώμης στην Μανιχαϊκή «Ηλιολατρείας»1, η οποία όμως ιδρύθηκε τον 3ο αι. μ.X. και βασίζεται στη ζωροαστρική ιδέα της διαρχίας καλού και κακού που  διαρκώς  συγκρούονται μεταξύ τους! Όμως ο Ιουλιανός σε μάχη με τους Πέρσες το 363 πληγώθηκε θανάσιμα και απεβίωσε. Τον διαδέχθηκε κατ’ απαίτηση του Στρατού ο στρατηγός-φρούραρχος της Αυλής του Ιοβιανός που ήταν πιστός στο «Σύμβολο  της Νικαίας».  Όμως και αυτός σύντομα απήλθε και πάλι ο Στρατός ανύψωσε δύο αδελφούς τον Βαλεντιανό Α  και τον Ουάλη σε αυτοκράτορες και ο μεν  πρώτος ήταν πιστός στο «Σύμβολο της Νικαίας» και ανέλαβε την δυτική πλευρά της αυτοκρατορίας και απεβίωσε το 375,  ενώ ο δεύτερος ανέλαβε την Ανατολή και απεβίωσε ως Αρειανός το 378 και τους διαδέχθηκαν ο Γρατιανός και ο Θεοδόσιος που ήταν έμπειρος στην αντιμετώπιση των βαρβάρων εισβολέων που επιδίωκαν την διάλυση της  αυτοκρατορίας.

         Ο Θεοδόσιος από κατηχούμενος ενδιαφερόταν για την καθαρότητα της πίστεώς του και όταν εκλέχτηκε  Αύγουστος της Ανατολής βαπτίστηκε στην Θεσσαλονίκη από τον επίσκοπο Ασχόλιο πιστόν στο «Σύμβολο Πίστεως» της Νικαίας του. Ο Θεοδόσιος ευφυέστατος το 380  δημοσίευσε Διάταγμα  με το οποίο καθιέρωσε την προσωπική του πίστη  με  εκείνη που δεχόταν και  ο συμπατριώτης Ίβηρας επίσκοπος Ρώμης Δάμασος και η οποία  σίγουρα την εγγυόνταν η δυάδα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου που επί  Νέρωνος το 64-67 μαρτύρησαν για την χριστιανική πίστη και την διδαχή  τους με το αίμα τους στη Ρώμη.   Κατά την περίοδο των διωγμών τα ιερά λείψανά τους ανακομίστηκαν και απεκρύβησαν  στις νεκροπόλεις των Κατακόμβων.  Επί Μ. Κωνσταντίνου κτίστηκαν στη Ρώμη μεγαλοπρεπείς  «βασιλικές» και εκεί τότε  τοποθετήθηκαν τά ιερά λείψανά τους στο κεντρικό θυσιαστήριο  ή στα ανεγερθέντα «κιβώρια»,  όπως είναι  οι σεπτές κάρες των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου που τοποθετήθηκαν στην «Καθέδρα» του επισκόπου Ρώμης στο λόφο του Λατερανού. 2  

               Ο Μ. Θεοδόσιος όταν ανέλαβε την βασιλεία στην Ανατολή και επιδίωξε την  εκκαθάριση της συγκεχυμένης ατμόσφαιρας πίστεως που επικρατούσε  στην βασιλεύουσα την εποχή του Ουάλη. Και γι’αυτό δήλωσε επίσημα την  πίστη του στην Ισότιμη Θεία Τριάδα του Ενός Θεού, όπως εδίδασκαν  οι Απόστολοι,  το Ευαγγέλιο.  Με  ιδιοφυή τρόπο έδειχνε υποχρεωτικά τι πρέπει να  προστατεύει ο αυτοκράτορας και εξέδωσε διάταγμα που περιείχε το «Πιστεύω» του  και επειδή πρέπει  να αποσαφηνίσουν ακόμη τα περί  της θεότητος του  Αγίου Πνεύματος επιδίωξε νααποφασιστεί από Σύνοδο τα  υπόλοιπα επτά άρθρα και συνεκάλεσε το 381-2 στην Κωνσταντινούπολη την Γενική Σύνοδο 150  επισκόπων εξ όλης κυρίως της Ανατολής. Αυτοί  θέσπισαν ιερούς κανόνες με βάση  την  γνησία «Αποστολική Παράδοση» της Εκκλησίας. Ο 1ος   κανόνας  επικυρώνει την καθορισθείσα  πίστη  στην Νίκαια και  ο 2ος  κανόνας προφυλάσσει από τους αυτόκλητους «επιβάτες» επισκόπους άλλων δικαιοδοσιών τις δικαιοδοσίες της Εκκλησίας.  Όμως ο 3ος   κανόνας αποδίδει την «ισοστασία αποστολική τιμή των Πρεσβείων» του επισκόπου της «Πρεσβυτέρας» Ρώμης και στον αρχιεπίσκοπο της πόλεως του Κωνσταντίνου.  διότι τα «Πρεσβεία» εμπεριέχουν όλην έγκυρον αποστολικήν παράδοσιν  του Ευαγγελίου, που και παραδόθηκε προφορικά και καταγράφηκε πιστά και συνειδητά δια της  «αλύσεως» διαδοχής των κανονικά εκλεγέντων και χειροτονηθέντων επισκόπων. 3   Το κύρος του «Πρώτου» της Εκκλησίας που παρέλαβε η «Πρεσβυτέρα» Ρώμη διά  του μαρτυρίου των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου επί Νέρωνος ήταν πολύ πλέον βαρυσήμαντο για την Μία Εκκλησία του Χριστού. Τότε υφίσταντο και  τρις αρχαιότερες πρωτεύουσες αποστολικών θρόνων όπως τα Ιεροσόλυμα, η Αντιόχεια και η Αλεξάνδρεια. Όμως το κύρος του «Πρώτου» φαίνεται να ομοίαζε με  εκείνο  που είχαν στα αποστολικά χρόνια ο Αδελφόθεος  Ιάκωβος, ο Πέτρος-Κηφάς και ο Ιωάννης   που απεκλήθηκαν στην αποστολική γλώσσα Στύλοι της Εκκλησίας (Γαλ. β΄ 9) και η διακονία  του Στύλου   θεωρείται  κατάλληλη για να διαφυλάσσει την Ενότητα της Εκκλησίας όταν μάλιστα αυτή χρειάζεται για να  αποδοθεί η ανώτατη δικαστική κρίση  της «Εκκλήτου», η σύσταση νεων επισκοπών  και οι εκλογές και εγκρίσεις χειροτονιών και η σύσταση αποστολών και εξαρχιών κτλ. και όλα αυτά τά ιερά και σοβαρά  καθήκοντα ο καταλληλότερος «Πρώτος» για να ανατεθούν συνοδικά είναι μόνον ο αρχιεπίσκοπος της Νέας Ρώμης με την συνοδική  μεταβίβαση εις αυτόν «των αυτών πρεσβείων»του επισκόπου της «Πρεσβυτέρας» Ρώμης. 

                Ο Ρώμης Άγιος Δάμασος μελετούσε  από μακρού χρόνου τα  της αποστολικής κληρονομίας του, δηλαδή αυτά που συνοψίζονται μέσα στα «Πρεσβεία τιμής» της πρώτης αποστολικής  Καθέδρας. Τα παραδοθέντα «Πρεσβεία» από τους Πρωτοκορυφαίους Αποστόλους στην πρωτόθρονη  Εκκλησία περικλείουν την πλήρη ακρίβεια της πίστεως στην Αποκάλυψη του Ιησού Χριστού και αποτελούν την πρώτη γραμμή τείχους αντιστάσεως κατά των κακοδοξιών που κυκλοφόρησαν τους τέσσερις πρώτους αιώνες και διατάραξαν την ενότητα τῆς Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Επομένως τα «Πρεσβεία»   δεν είναι μονον χρήσιμα  κατά την τάξη στη θεία λατρείας,  αλλά στην περιφρούρηση της «αποστολικής παραδόσεως» των αυθεντικών  μαρτύρων του Αναστάντος Κυρίου, που είναι κεντρικήπεποίθηση στην Εκκλησία του Χριστού.  Ο  Πέτρος  είναι ο «αυτόπτης» του κενού μνημείου με «τα οθὀνια και το σοδάριον κεἰμενα μόνα» (Ἰω. κ΄ 4-10) ταυτόχρονα γενόμενος αψευδής γενόμενοςκαι ο πρώτος πειστικός ομολογητής  της Αναστάσεως ενώπιον των Ιουδαίων (Πράξ. β΄. 24,31). Ο δε Παύλος είναι ο «κατ’ εξοχήν» ερμηνευτής  της σημασίας της Αναστάσεως του Κυρίου  (Α΄Κορ. ιε΄. 12 κ.ά) και γι’ αυτό το 384 ο Θεοδόσιος πρωτοστάτησε για να οικοδομηθεί επί του τάφου του «Έξω των τειχών» της Ρώμης η πεντάκλιτη μεγαλειώδης βασιλική του. Το ότι  η αποστολική  αυτή δυάδα μαρτύρησε κατά τον διωγμό του Νέρωνα το 64-67 υπονοείται  στο Ευαγγελίου του Ιωάννη (κα΄. 18 κ.ε) και στην «Α΄προς Κορινθίους» του Ρώμης Κλήμεντα το 95 μ.Χ., όπως επίσης και από τον μαθητή του Σμύρνης Πολυκάρπου επίσκοπον Λουγδούνου  (Λυών) Ειρηναίον και από τον Ρωμαίο πρεσβύτερο Γάΐον στα τέλη του 2ου  αιώνα! 4          

                  Ο αυτοκράτορας Μαρκιανός μετά 70 χρόνια συγκάλεσε πλησίον της Νέα Ρώμης «εκ πάσης της οικουμένης προερχόμενων» τους  630 Πατέρες  την  Δ  Οικουμενική Σύνοδο προς λύση του Χριστολογικού ζητήματος.  Εκεί  καταδικάστηκε ο αμιγής Μονοφυτισμός που συγχέει την θεότητα του σαρκωθέντος « Λόγου του Θεού.  με την  ομοούσια προς τους ανθρώπους φύση. 6   Στην Οικουμενική αυτή Σύνοδο  θεσπίστηκε ο  28ον  κανόνα, ο οποίος  στην πραγματικότητα αποτελεί τον «τόμον» συστάσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Με τον ιερό αυτό κανόνα παραδίδεται κατ’ εξαίρεση η «δικαιοδοσία των εν τοις βαρβαρικοίς» στην «οικουμενική υπευθυνότητα» της Εκκλησίας της Νέας ΡώμηςΑυτο δεν ήταν μια χαριστήρια αυτοκρατορική πράξη που  επικυρώθηκε  με τέσσερα διατάγματα του 452 των αυτοκρατόρων Μαρκιανού και του Ουαλεντιανού, αλλά μία σημαντική ποιμαντική εντολή των Πατέρων της Συνόδου για την χειραγωγία υπό του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως των βαρβαρικών φυλών ώστε ομαλά να συγκροτήσουν τις νεοπαγείς Εκκλησίες τους  μεσα  στην «δικαιοδοσία» της Νέας Ρώμης. Οι συνοδικοί Πατέρες εγνώριζαν την  εξ ορμεμφύτου αγρία τάση των «εν τοις βαρβαρικοίς» προς ληστρική υφαρπαγή   και κατάκτηση  της γης  «του πλησίον» (Δευτ. ιθ΄.14), αφού το «όριον» των εθνών το έθεσε ο Κύριος (Ψαλμ. κβ΄ 25)και διά τούτο είναι ρητή η εντολή  : «μη μέταιρε όρια αιώνια»(Παρ. κβ΄18 και κγ΄10) και καταδικάζεται κάθε βίαιη και αυθαίρετη μετάθεση  «των τεθέντων ορίων εκάστου έθνους» είναι  εντελώς αντίθετη προς το  Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού. Τα βαρβαρικά  στίφοι πορεύονται διαπράττοντα κάθε  θηριωδία χωρίς ίχνος ελέους και οικτιρμού. Ενεργούν  ως ως αδίστακτοι και αρπακτικοί επιδρομείς ενεργούντες  μισάνθρωπες πράξεις, όπως είναι οι σφαγές και οι γενοκτονίες και εξ αυτού εθεωρείτο «μάστιγες Θεού». και τα καθεστώτα τους που αποτελούν  απάνθρωπες και σκληρές τυραννίες,  θεοποιούσες την ισχύ της δυνάμεως και του όγκου τους,  σκορπίζοντας με αθεόφοβους τρόπους τον πλούτον για να παρατείνουν την εξουσία τους. Προς τούτο  και  η Εκκλησία  δέεται: «τα βάρβαρα έθνη τα τους πολέμους θέλοντα ποίησον εν τη χρηστότητί  Σου Κύριε»!  

                     Η  αποστολική Καθέδρα της  Νέας Ρώμης που έγινε η θεσμική Μητέρα των «εν τοις βαρβαρικοίς» και ειδικά των προς Άρκτον για να μην ξεχνούν ότι γράφει «Το Συνοδικόν  της Ορθοδοξίας»: πως «όσοι  απορρίπτουν και δεν δέχονται τους κανόνες τον 3ον της Δευτέρας και τον 28ον της Τετάρτης καθώς και τον 2ον της Έκτης,  που όλους τους επικυρώνει η Πενθέκτη Οικουμενική  Σύνοδος είναι«Αναθεματισμένοι»!  Η «αποστολική παράδοση» της πάνσεπτης Δυάδος Πέτρου και Παύλου έχει διαδοθεί και φθάσει στην Ανατολή πολύ πέραν 6ου  αιώνα, όπως φαίνεται από τους ελληνικής καταγωγής επισκόπους των μετανάστών σε όλες τις παραθαλάσσιες πλευρές του Ευξείνου Πόντου, δηλαδή πολύ πριν τον 9ον  αιώνα  βαπτιστούν οι Ρώς χριστιανοί. Του λόγου μου το ασφαλές δείχνουν οι ασημένιες «Λειψανοθήκες» που  που βρέθηκαν σε ανασκαφές παλαιοχριστιανικών βασιλικών.  Η πρώτη προέρχεται  εκ της Κωνσταντινουπόλεως περί το του 550 που ήλθε στο φώς από την Χερσώνα της Κριμαίας το 1897 και φέρει εκατέρωθεν εγχάρακτη την μορφή του Κυρίου περιβαλλόμενη από τους Αποστόλους  Πέτρο και Παύλο, διαχρονικό σύμβολο της αποστολικής παραδόσεως προς αγιασμόν θυσιαστηρίου και η δεύτερη πάλι από παράκτιας ανασκαφές βασιλικής του Πόντου που φέρει σκηνή από συγγενές γλυπτό εκ σαρκοφάγου του 4ου  αιώνα που δείχνει σαφέστατα την αποστολή της αποστολικής δυάδος πος ευαγγελισμόν των  εθνών. Αυτά επαναλαμβάνονται ως εικονογραφικό θέμα από τον 4ον αιώνα τονίζοντας την οικουμενικότητα της διδαχής και παραδόσεως των δύο Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων και των διαδόχων τους «Πρώτων» της «Πρεσβυτέρας» Ρώμης και της Νέας Ρώμης. Ο αυστηρός τιμητής κάθε ανιευαγγελικής εξουσίας κατά του λαού του Θεού  αρχιεπίσκοπος Μιλάνου Άγιος Αμβρόσιος (339-397), που εξωεκκλησίασε ακόμη  και τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μέγα, για τα κατασταλτικά μέτρα που εφήρμοσε κατά των στασιατών  Θεσσαλονικαίων, αποφάνθηκε: «Οι  ημέρες  του Πέτρου, και οι ημέρες του Παύλου….. γι’αυτόν τον ειδικόν λόγον είναι ο εσώτατος θησαυρός καρδιακής  πίστεως κηρύττουσας τον Χριστόν» ( «Dies factus est Petrus, dies Paulushoc est, ex intimo thesauro cordis fidem praedicant Christi».  Migne P. L. 16, 313)!

  1. Πίστευε στον περσικό  συγκρητισμό του Μανιχαίου η Μάνη  (216-277) που ανεμίγνυε στοιχεία του «Παρσισμού»,  του «Βουδισμού»  με την χριστιανική διδασκαλία.  Από προσωπική  ιδιοσυγκρασία ήταν ενάντιος  στην  Εκκλησία κτίζοντας Ηλιακά  ειδωλεία και  καταδιώκοντας σε εξορίες τους ηγέτες των ιεραποστολικών  αποστολικών θρόνων της  Ρώμης, της Αλεξάνδρειας κ.α. Ο «Μανιχαϊσμός» στα Ρωμαϊκά χρόνια έλαβε χθόνια σημασία και γέμισαν οι Κατακόμβες των ειδωλολατρών με θυρίδες διαφυλάξεως των οστών των αποθανόντων πλούσιων Ρωμαίων. Βλ. Ivanna Della Portella. Subterra nean Roma. 2120. p.275.
  2. Τις έρευνες για τον τάφο του Πέτρου αρχισε πρίν το 1940 η αρχαιολόγος Μαργαρίτα Guarducci και για τον τάφο του Παύλου άλλη αρχαιολογική αποστολή που αποκάλυψε το 2003-4 και την  τη μαρμάρινη σαρκοφάγο που σήμερα βρίσκεται στην αρχική της θέση κάτω από την Αγία Τράπεζα. Τα λείψανά του Παυλου μεταφερθέντα από την κρύπτη των Κατακομβών μαζί με  κόκκους από λιβάνι αλλά και τα υπολείμματα από δύο λινά υφάσματα που φαίνεται ότι είχαν τυλίξει το σώμα του Παύλου, πράγμα ενδεικτικό της σπουδαιότητας του ανθρώπου που είχε ταφεί εκεί. Την παράδοση, των χριστιανών ότι εκεί βρισκόταν ο τάφος του Παύλου μαρτυρούσε και η επιγραφή πάνω στη μαρμάρινη επιγραφή  που ανέγραφε «Paulo Apostolo Mart, δηλαδή «Παύλος, Απόστολος μάρτ(υρας)». Την παράδοση  αυτή επιβεβαίωσε και η εξέτασή των λειψάνων  που αποφάνθηκε με τον  άνθρακα 14 για τη χρονολόγησή τους  η οποία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα λείψανα ανάγονται στον 1ο ή το 2ο μ.Χ. αιώνα και πρέπει να είναι του Αποστόλου Παύλου! Η σημασία της ανακάλυψης ήταν τέτοια που η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία ανακοίνωσε επισήμως τα πορίσματα των επιστημόνων.  Ο διαπρεπής θεολόγος των καιρών μας που ἠταν τότε Πάπα Βενέδικτο 16ον στις 29- 30 Ιουνίου 2009.  Αυτή είναι η ημερομηνία που τιμάται η μνήμη των Πέτρου και Παύλου τόσο από την Ορθόδοξη όσο και από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία! 
  3.  Την πραγματική κανονική ερμηνεία αυτού του 3ου  κανόνα της Β  Οικουμενικής Συνόδου την δίδουν τα πεπραγμένα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου επί Θεοδοσίου Β  από την  περιοδεία του  στην Μικρασιατική Εκκλησία με τις καθαιρέσεις και τις εκλογες άλλων ευσυνείδητων επισκόπων που  ανταποκρίθηκαν πιστά  στην εκεί αποστολή τους. Β. Στεφανίδη. Εκκλησιαστική Ιστορία. Αθήναι1948. σ. 264, 268. Βλ. και Σας. Σταυρίδη. Τα Πρεσβεία Του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν σχέσει προς τα άλλα ανατολικά Πατριαρχεία. Περ. «Θεολογία»1971 και ανάτυπον με βιβλιογραφία και Παν. Μπουμη. Τά Πρεσβεία εξουσίας των θρόνων Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως.  Περ. «Θεολογία». 1982 .  και J. Meyendorff.  Το Πρωτείον του Ρώμης εν τη κανονική παραδόσει των πρώτων αιώνων.  Θ.Η.Ε. τ. 10ος , στ. 713.
  4. Αλλά και η  μεταφορά των σεπτών λειψάνων της δυάδος των Πρωτοκορυφαίων στις 29 Ιουνίου

του 367 προς  εγκαινιασμόν της βασιλικής  του Πέτρου στο Βατικανό» M. Guarducci.  La Tradition de Pierre  au Vatican. A la lumiere de l’ histoire et de l’ archeologie. Roma 1963 Η διάσωση της αρχαϊκής «Αποστολικής Παραδόσεως» ήταν η αφορμή  που ανέλαβε το σπουδαίο έργο ο Άγιος  πάπας Δάμασος για την ανακαίνιση των Κατακομβών της Ρώμης. Οι θήκες των παπικών λειψάνων στο ειδικό «παρεκκλήσιο των παπών της Ρώμης» για την τέλεση θείας λατρείας είναι ενδεικτική της προσγενόμενης τιμής προς τον κάθε φέροντα το ύπατο αυτό αξίωμα από τον Β  αιώνα. Βλέπε στο ειδικό Αlbum του 1930 της συνοδείας των  Τραππιστών που εκδόθηκε με την συνεργασία των πρώτων ειδικών αρχαιολόγων των Ρωμαϊκών Κατακομβών μαθητών του G. B. De-Rossi περί της κατακόμβης  του Αγίου Καλλίστου της παρά την «Αρχαία οδού» 52 όπου διασώζονται η επιγραφή του πάπα Δάμασου και πλήθος φωτογραφιών. Για το παρεκκλήσιο «των Ελλήνων» της κατακομβης της Πρισκίλλης και των πέριξ του πρώτων εικόνων της Χριστιανκής Τέχνης  : βλέπε Sandro  Carletti. Les. Catacombes de Priscille. Cite du Vatican. 1982  p.61. C.Kaufmann. Handbuch der shristlichen Archaologie. Paderborn. 1922 p.55. 7. MANSI, Concll. v. 8 st;hlh 116.

Loading

Οι πρωταγωνιστές του αγώνα εξεγέρσεως του λαού κατά της Οθωμανικής τυραννίας κατά την «Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων» στην Τροιζήνα στις 2 Απριλίου του 1827   αναζήτησαν πρόσωπο Έλληνα που ήταν καταξιωμένος στον ευρωπαϊκό στίβο για να επωμιστεί την ευθύνη διοργανώσεως του νέου ελληνικού κράτους. Ως το κατάλληλο πρόσωπο που επισημάνθηκε ήταν ο Κερκυραίος Ιωάννης Καποδίστριας, πρώην υπουργός του τσάρου που μόλις είχε αποχωρήσει από την ενεργό συμβολή στην τσαρική πολιτική  μετά το «Συνέδριο στη Βιέννη» (1815). Τότε πλέον διεπίστωσε ότι τα «περί του ξανθού γένους που θα ελευθερώσει τους Έλληνες» ήταν μία απατηλή «προφητεία» του, ενώ η βασική γραμμή του τσαρισμού ήταν η αποδοχή του τρίτου πειρασμού του Σατανά για την «κατάκτηση του κόσμου» που απέρριψε ο Ιησούς. Όμως οι Ρώσοι θέλησαν να πετύχουν την  μεγέθυνση του κρατικού Γολιάθ τους ανατρέποντας την κανονική Τάξη με πολεμικές επιχειρήσεις και οικονομικές χορηγίες να υποτάξουν τις πτωχές Εκκλησίες και τις διεφθαρμένες πολιτικές ηγεσίες τους, να συγχωνεύσουν τα χριστιανικά έθνη της ανατολικής Ευρώπης στην επικράτειά τους καταλύοντας την ελευθερία τους. Αυτό δεν συμβιβαζόταν με το ορθόδοξο φρόνημα των λαών.

           Ο εκλεγείς πριν 195 χρόνια κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας (1828-1831) ήταν σημαντική προσωπικότητα της εποχής του, πιστός και φωτισμένος χριστιανός με πατριωτισμό και συναίσθηση ευθύνης.1 Από τη νεότητά του (1807) ήλθε σε αντίθεση με τα γαλλικά συμφέροντα στα Επτάνησα και αναγκάστηκε να εκπατριστεί τη Ρωσία, όπου αν και γιατρός διέπρεψε στο διπλωματικό της σώμα και έφθασε μέχρι το αξίωμα του Υπουργού των Εξωτερικών του τσάρου Αλεξάνδρου Α’. Από τη θέση αυτή μετέτρεψε την αρχική εχθρική στάση της τσαρικής Κυβερνήσεως σε κάθε ανατρεπτική κίνηση στην Ευρώπη  σε ευνοϊκή ουδετερότητα για την επανάσταση του 1821. Έτρεφε βαθύτατο σεβασμό στην ορθόδοξη παράδοση, όπως φαίνεται από τις επιστολές του. Όταν αποβιβαζόταν στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο 1828 έφθανε σε μια απελπιστικά πολιορκημένη και ερειπωμένη χώρα. Τη Στερεά την εξουσίαζε ο Κιουταχής, πολιορκώντας ακόμη και την Αθήνα και το Μοριά τον κατέστρεφε ο Ιμπραήμ, ενώ συνέχιζε την εσωτερική διάβρωση ο εθνικός διχασμός! Η εξουσία του Κυβερνήτη απλωνόταν κυρίως στον Αργοσαρωνικό και σε λίγα Κυκλαδονήσια.

          Εξ αρχής για τη λειτουργία του νέου κράτους θεωρούσε απαραίτητη  τη  συγκέντρωση της  εξουσίας. Στις σχέσεις της Πολιτείας με την Εκκλησία πίστευε στη  συνάλληλη συνεργασία της βυζαντινής παραδόσεως. Το ενδιαφέρον του για το εκκλησιαστικό περιλαμβανόταν μέσα στις πρώτες του εθνικές προτεραιότητες. Οι περιπέτειες του επταετούς πολέμου είχαν  αποδιοργανώσει τη τοπική Εκκλησία που συνέπασχε με το λαό,  χωρίς να μπορούν να αναπληρωθούν και θεραπευθούν οι ελλείψεις από το Πατριαρχείο. Στον ελευθερωθέντα ελλαδικό χώρο είχαν συρρεύσει πολλοί πρόσφυγες επίσκοποι, κληρικοί, μοναχοί, για να ξεφύγουν τη καταδίωξη των τουρκικών αρχών. Η παρουσία τους όμως στο μέσω του αγωνιζομένου λαού  προκαλούσε διαταραχή στη κανονική τάξη και αδυναμία συνεννοήσεως και επιβολής πειθαρχίας στα του κλήρου. 

          Ο Καποδίστριας λίγο μετά την έλευσή του στην Ελλάδα συναντήθηκε με τους αρχιερείς και με το Διάταγμά του της 7ης Οκτωβρίου 1828, κατάρτισε πενταμελή «Εκκλ. Επιτροπή» από τους αρχιερείς: Αιγίνης Γεράσιμο, Τριπόλεως Δανιήλ, Ταλαντίου Νεόφυτο, Ανδρούσης Ιωσήφ και Δαμαλών Ιωνά,  για τη καταγραφή των προβλημάτων της Εκκλησίας, καθώς και τα περί της καταστάσεων  των ναών και των μονών, ακόμη και τα των περιουσιών τους για να σχηματίσει ακριβή αντίληψη για την εκκλησιαστική κατάσταση στην Ελλάδα 2. Η Έκθεση  συντάκτηκε  και μελετήθηκε και ο κυβερνήτης  προχώρησε στα αναγκαία μέτρα κατά τη διάρκεια της Δ’  Ἐθνοσυνελεύσεως του Άργους τον Ιούλιο του 1829. Κατήργησε την «Εκκλ. Επιτροπή» και ίδρυσε την «Γραμματεία των Εκκλησιαστικών και της δημοσίας Παιδείας», συνδέοντας την Εκκλησία και τη Παιδεία σ’ ένα φορέα μέχρι σήμερα, με υπουργό του ενιαίου πλέον Υπουργείου, αρχικά τον Νικόλαο Χρυσόγελο. Η Συνέλευση αυτή, η οποία συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στο πρόσωπο του κυβερνήτη, δεν παρέλειψε να θεσπίσει στο ΙΑ’ ψήφισμά της ως βασική επιδίωξη της «Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος»: «την δια της ιεράς ημών θρησκείας και της ορθής παιδείας ηθικήν των πολιτών διαμόρφωσιν»

         Πρώτο μέλημά του ήταν να κατευθύνει ηγεμονικά τις εξελίξεις ελέγχοντας τα πολιτικά πράγματα, κάτι που προκάλεσε τις αντιδράσεις των «συνταγματικών» πολιτικών και των καπετανέων της Ύδρας και των Μανιατών, ενώ το «κυβερνητικό» πολιτικό σχηματισμό πλαισίωναν οι Μοραΐτες στρατιωτικοί του Κολοκοτρώνη. Επάλληλα αντιπολιτευτικά κινήματα σημειώθηκαν επί ενάμιση χρόνο (1830-1831), που άνοιξαν πολλές πληγές στη Μάνη, στην Ανατολική Στερεά, στο Πόρο και έφεραν το νεογέννητο κράτος στο χείλος της αυτοδιαλύσεως. Όμως ο Καποδίστριας επίστευε ότι: «Δια θαυμάτων έσωσεν ο Θεός το Έθνος τούτο επί τέσσαρας αιώνας. Και εν τω μέλλοντι θα σώσει αυτό» και αναζητούσε τρόπους εξόδου από την εσωτερική κρίση.

          Μέσα στην εμφυλιακή αυτή αναταραχή επεδίωκε και μετριοπαθή λύση του εκκλησιαστικού προβλήματος κατά τους ιερούς κανόνες. Ήθελε οι σχέσεις με το εθναρχικό κέντρο του νεωτέρου Ελληνισμού, το Πατριαρχείο, να εξελιχθούν μέσα στα πλαίσια της ορθοδόξου κανονικής Παραδόσεως και χωρίς να διαταραχθεί η ενότητα του ψυχικού ομοουσίου του Γένους. Με εγκύκλιο της 8ης Οκτωβρίου 1827: «προς τους ιερωτάτους Μητροπολίτες και Θεοφιλεστάτους Επισκόπους» ζητούσε την πλήρη εφαρμογή των «ιερών κανόνων εν πάσι», αλλά και την ευταξία στη διοίκηση, τη διασφάλιση των αρχείων τους, τη φροντίδα για τη κατήχηση του έθνους και την ορθόδοξη διαπαιδαγώγηση της νέας γενεάς, καθώς και το ενδιαφέρον τους για τη μόρφωση του Κλήρου. Με Διάταγμα (353/ 16-1-1830) καθόρισε τις θρησκευτικές αργίες στην εκπαίδευση και σύνδεσε τη Παιδεία με τη λειτουργική ζωή.

            Ήθελε εθνικό σύστημα παιδείας προφυλαγμένο από τις προπαγάνδες των ξένων που υπονόμευαν τη πίστη της νεότητας στην Ορθοδοξία. Διατηρούσε από τη Ρωσία στενή φιλία και συνεργασία με τον περίφημο Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων και του ζήτησε ένα σχέδιο διοργανώσεως Θεολογικής Ακαδημίας, όπως εκείνες που λειτουργούσαν τότε στη Ρωσία. Ο Καποδίστριας ήθελε «κληρικούς άξιους της αποστολής τους δάσκαλους της αρετής μετά λόγου και εισηγητές  των καλών πράξεων με πρακτικό παράδειγμα» όπως έγραφε στην Εγκύκλιό του της 18 Δεκεμβρίου 1829. Μάλιστα ο ίδιος συνέταξε τον ειδικό κανονισμό του εσωτερικού βίου της Σχολής «ένα κείμενο βαθύτατα πνευματικό που μόνον ένας πνευματικός άνθρωπος μπορούσε να γράψει», όπως σχολίασε η Ελένη Κούκου.  Επάνω σ’ αυτές τις αρχές Ιδρύθηκε η πρώτη Ιερατική Σχολή στη Μονη Ζωοδόχου Πηγής του Πόρου, που εγκαινιάστηκε από το κυβερνήτη στις 9 Νοεμβρίου 1830 με ιεροσπουδαστές υποτρόφους της Κυβερνήσεως. Η Σχολή αυτή δυστυχώς διαλύθηκε, χωρίς να ολοκληρωθεί η εξέλιξή της,  μετά το πρόωρο θάνατο του ιδρυτή της και έγινε το πρώτο σοβαρό πλήγμα στην  εκπαίδευση των κληρικών.

           Το θέμα της λύσεως του ελληνικού προβλήματος συμφωνήθηκε έμμεσα από τις μεγάλες Δυνάμεις, της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Γαλλίας, για διαφορετικούς για κάθε μια λόγους με τη Συνθήκη του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου 1827. Η Συνθήκη δημοσιεύθηκε στους Times στις 12 Ιουλίου και είχε φανερούς και κρυφούς όρους και απαιτούσε την ανακωχή από τους αντιμαχωμένους. Η ευρωπαϊκή συμμαχία θέλησε να περατώσει για τα συμφέροντά της την επικίνδυνη για το εμπόριό τους επαναστατική αναταραχή στην Ελλάδα και στο Αιγαίο. Όμως ο Καποδίστριας την χαρακτήρισε ως πράξη «εις την οποίαν εκάστη των τριών Δυνάμεων απέβλεψε προς το ίδιον αυτής συμφέρον, ουδεμία δε εις το της Ελλάδος», γιατί δεν απέβλεπε στην πλήρη ανεξαρτησία της ελευθερωμένης Ελλάδος αλλά μόνον της Πελοποννήσου και μερικών νησιών. Η Συνθήκη ήταν επιτυχία των Άγγλων, γιατί η Ρωσία παραιτείτο πάσης προστασίας των ορθοδόξων χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάτι που πάντα ενοχλούσε τους δυτικούς λόγω ασκήσεως ρωσικής επιρροής στο Πατριαρχείο. Όμως η  δέσμευση αυτή της Ρωσίας κράτησε από το 1827 μέχρι το 1833.

           Ο Καποδίστριας  το 1827 είχε προτείνει ως κεφαλή του ελληνικού κράτους το Πατριαρχείο για τη διατήρηση του εθναρχικού θεσμού της Ορθοδοξίας στην ελεύθερη Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Επίστευε πως η διακοπή σχέσεων με το Πατριαρχείο θα συντελούσε εις το: «να κινδυνεύση να διαμελισθή ο εν τη πίστει ενσεσαρκωμένος και απ’ αυτής αχώριστος Ελληνισμός». Αλλά και το 1828 πάλι πρότεινε στο τσάρο Αλέξανδρο Α’ τη δημιουργία πέντε ημιαυτονόμων κρατιδίων στους ορθόδοξους λαούς, της Ελλάδος, Ηπείρου, Μακεδονίας, Σερβίας και Δακίας, δηλαδή την ανασύσταση του αρχαίου Ιλλυρικού, που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε ενιαίο κράτος και σε μια ισχυρή δύναμη.

         Ο σουλτάνος για να προλάβει τις εξελίξεις αυτές άρχισε τις δελεαστικές προτάσεις του  για  δήθεν νέες εγγυήσεις προνομίων. Με απειλές αξίωσε από τον πολύγλωσσο και μορφωμένο πατριάρχη Αγαθάγγελο να στείλει, παρά τη θέλησή του, τον Μάϊο του 1827 Συνοδική επιστολή ειρηνεύσεως και συμβιβασμού! Όμως τα γεγονότα που ακολούθησαν με τη Συνθήκη, άλλαξαν τα πράγματα. Η πρωτοβουλία των τριών Δυνάμεων για να σταματήσει ο Ιμπραήμ τις σφαγές στη Πελοπόννησο προσέκρουσε στην αδιαλλαξία του σουλτάνου και του ίδιου του Ιμπραήμ και δόθηκε το έναυσμα της καταστροφής στο Ναυαρίνο, στις 20 Οκτωβρίου 1827, μέσα σε τέσσερεις ώρες, λόγω της υπεροχής  πυρός, του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου! Το γεγονός είχε τεράστια σημασία για τις εξελίξεις του ελληνικού προβλήματος. Αλλά και τότε η Πύλη  προσπάθησε πάλι να παγιδεύσει τους Έλληνες με νέα διαβήματα μέσω επιστολής του Πατριαρχείου  προς τον αφιχθέντα στις 18 Ιανουαρίου 1828 στο Ναύπλιο κυβερνήτη. Ο Καποδίστριας  εγνώριζε το σκοπό της και εν όψει των εξελίξεων έμεινε και αυτή αναπάντητη.

         Τέλος η Πύλη και πάλι επέμενε να είναι βέβαιη η επίδοση του γράμματος στα χέρια του κυβερνήτη διέταξε να μεταφέρουν το αντίγραφό του τέσσερεις συνοδικοί απεσταλμένοι: ο Νικαίας Ιωσήφ, ο Χαλκηδόνος Ζαχαρίας, ο Λαρίσης Μελέτιος και ο Ιωαννίνων Βενιαμίν και ο Μ. Πρωτοσύγκελλος. Αυτοί αποβιβάστηκαν το Φεβρουάριο του 1828 στο Ναυαρίνο, που κατείχε ακόμη ο Ιμπραήμ και με τη προστασία του διέσχισαν τη Πελοπόννησο και πήγαν αρχικά στο Ναύπλιο και τελικά στο Πόρο. Εκεί τους δέχτηκε  επίσημα ο Καποδίστριας στις 22 Μαΐου με τη παρουσία των εκπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν πλέον αναλάβει πλησίον του προξενικό ρόλο.  Οι συνοδικοί αρχιερείς του επέδωσαν το γράμμα. Ο κυβερνήτης με σοβαρότητα και παρρησία απέρριψε το περιεχόμενό του στηριζόμενος πλέον στην εγγύηση της ασφαλείας που πρόσφερε η υλοποίηση της Συνθήκη του Λονδίνου. 

             Στις 28 Μαΐου 1828 ο Καποδίστριας απάντησε στον πατριάρχη Αγαθάγγελο με μακροσκελή επιστολή. Στην επιστολή αυτή με διπλωματική ευγένεια και σεβασμό σχολιάζεται ο πραγματικός στόχος της διασποράς της επιστολής ανά την Ευρώπη, πριν να φθάσει στον προορισμό της, για να δειχθεί η σουλτανική μεγαλοψυχία και για να αναστραφεί το φιλελληνικό ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων. Επομένως, απέρριψε  εντελώς τις προτάσεις του Πατριάρχη ως άκαιρες, μετά τη συμμαχική επέμβαση στο Ναυαρίνο και την αναμονή των διπλωματικώς εξελίξεων για την εθνική ανεξαρτησία. . Εξέφραζε τη πίστη του λαού, πως η εθνική Ανεξαρτησία είναι θέλημα Θεού και πως τα δεινά έφθασαν στο τέλος τους!  Τέλος εύχεται: «το Πατριαρχείο να γένη  εις ημάς πρόξενος των αγαθών, τα οποία οφείλει ως κεφαλή της αγίας Εκκλησίας εις όλα τα τέκνα της». Σε επίμετρο η επιστολή απαλλάσσει από κάθε ευθύνη τους αρχιερείς για το ναυάγιο της Αποστολής τους για να μη  πέσουν και αυτοί στη δυσμένεια της Υψηλής Πύλης. Παρ’ όλη αυτή τη δήλωση υπήρχαν συνέπειες  για τον ίδιο τον πατριάρχη Αγαθάγγελο που εκθρονίστηκε (5 Ιουλίου 1830) και εξορίστηκε, όπως οι προηγούμενοι, αρχικά και αυτός στη Καισάρεια και μετά δύο χρόνια στην Αδριανούπολη, όπου και απεβίωσε!         

Με το Πρωτόκολλον του Λονδίνου τις 3ης Φεβρουαρίου 1830, αναγνωρίσθηκε επίσημα η Ανεξαρτησία ενός μικρού πυρήνα εκ της αρχαίας Ελλάδος. Μετά 377 χρόνια αφάνεια ελληνικής κρατικής οντότητος στον ιστορικό χώρο των μεγάλων επιτευγμάτων ενός λαμπρού πολιτισμού συστήθηκε η Νεοελληνική Πολιτεία και προσφέρθηκε στον Καποδίστρια η τιμή να την οργανώσει «ευρωπαϊκά», όπως είχε πράξη νωρίτερα στην Ελβετία, αλλά βρέθηκε κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες και μέσα σε τόσους άτακτους ανταγωνισμούς και τόσο  τραγικά εξαθλιωμένο λαό.        

        Ο σοφός πατριάρχης Κωνστάντιος Α’, ο από Σιναίου, ο οποίος διαδέχθηκε τον Αγαθάγγελο στις 6 Ιουλίου 1830, έγραψε πρώτος στον Καποδίστρια για να τον συγχαρεί για την Ανακήρυξη ως αυτόνομου και ελεύθερου κράτους της Ελλάδος και υπέδειξε την ανάγκη επανασυνδέσεως των ελλαδικών εκκλησιαστικών επαρχιών με το Πατριαρχείο. Ο πατριάρχης Κωνστάντιος λέγεται ότι ευνοούσε τη διεύρυνση της ρωσικής πολιτικής στην Ανατολή για να αντιμετωπιστούν και οι ξένες προπαγάνδες που άρχισαν να προκαλούν πολλά ζητήματα στις επαρχίες του. Ο κυβερνήτης απέστειλε θαυμάσια απάντηση στην οποία εκφράζει τη  χαρά του  για την επικοινωνία και την επιθυμία του όπως, η διοργάνωση της τοπικής Εκκλησίας τεθεί υπό την σκέπη του Πατριάρχη!

       Η θέση του Καποδίστρια στο εκκλησιαστικό πρόβλημα του νέου κράτους  είναι σαφής και αυτή θα ακολουθούσε στις συνομιλίες του με το Φανάρι: «την Ορθόδοξον Εκκλησίαν του νέου κράτους…μη χωρίζειν δηλονότι δια του εθνικού ονόματος την εν τω νέω κράτει της Ελλάδος από της εν τη οθωμανική εξουσία κειμένης μητρός, αλλά μίαν μεν και την αυτήν ομολογείν πανταχού την Ορθόδοξον Εκκλησίαν…εν δε πάλιν και αχώριστον το των Ελλήνων Ορθόδοξον Έθνος»3. Η ορθόδοξη αυτή θέση  του για την ενότητα της Εκκλησίας του Γένους, δεν ανταποκρινόταν στις αγγλογαλλικές προϋποθέσεις τους για τη δημιουργία ενός ανταγωνιστικό πυρήνα προς το θεωρούμενο «φιλορωσικό» θεσμικό κέντρο του Πατριαρχείου και έπρεπε να διαρραγεί. Αυτό που αποκλειόταν από τις θέσεις του θεωρούμενου ως «φιλορώσου» ορθοδόξου Καποδίστρια, πραγματοποιήθηκε από την ετερόδοξη Αντιβασιλεία.  Ο κυβερνήτης ζητά από τον Πατριάρχη πνευματική επικοινωνία  με το κλήρο και στο λαό της Ελλάδος, με την αποστολή παραινετικών Εγκυκλίων για την αντιμετώπιση των πρώτων κρουσμάτων επεμβάσεων των ξένων προπαγανδών. Δεν επέτρεψε να προσβάλλονται η να υπονομεύονται οι θρησκευτικές και εθνικές πεποιθήσεις των Ελλήνων  την Εκκλησία και το Έθνους τους.

          Μετά την εγκάρδια αυτή αλληλογραφία ο Καποδίστριας διάλεξε τον Αύγουστο 1831 τον λογιότερο των αρχιερέων τον Ρέοντος και Πραστού (1812-1833) και μετά Κυνουρίας Διονύσιο Α’  τον  Παρδαλό, για να επισκεφθεί το Φανάρι, επειδή ως παλαιός πρωτοσύγκελλος του πατριάρχου Καλλινίκου του Ε’, εγνώριζε τη τακτική και τη δεοντολογία για συνομιλίες  στο Πατριαρχείο. 

         Ο μητροπολίτης Διονύσιος πριν ξεκινήσει την αποστολή του  θέλησε να συμβουλευτεί για το θέμα τους υπόλοιπους κανονικούς ιεράρχες. Όμως οι συζητήσεις παρατάθηκαν επί μακρόν, λόγω των σοβαρών εμφυλίων περιπετειών στο νεογέννητο κράτος,  που έφθασαν μέχρι στις 13 Αυγούστου του 1831  την αυτοπυρπόληση του ελληνικού στόλου στο Πόρο. Το τραγικό για την Ελλάδα γεγονός της δολοφονίας στο Ναύπλιο στις 27 Οκτωβρίου 1831 του Καποδίστρια διέκοψε και την εξέλιξη της κανονικής  λύσεως του εν Ελλάδι εκκλησιαστικού προβλήματος.4      

Ο Ιω. Καποδίστριας ήταν πολιτικός άνδρας διεθνούς αναστήματος με βαθύτατο ελληνορθόδοξο βίωμα. Εθεωρούσε την Εκκλησία το βασικό πνευματικό θεσμό για την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας. Προσήγγισε το εκκλησιαστικό ζήτημα με ευλάβεια και με προσοχή για να μη διαρραγεί η «Μία» Εκκλησία του Γένους. Είχε τη πεποίθηση ότι οι επαρχίες του Οικουμενικού  Θρόνου έπρεπε να λειτουργούν στο ανεξάρτητο κράτος αυτοδιοικούμενες, χωρίς να διαρραγούν οι σχέσεις και να αποσταστούν από τη Μητέρα τους Εκκλησία και για γεωπολιτικούς λόγους. Ο Καποδίστριας γαλουχημένος στη Κέρκυρα και στο αυτοκρατορικό περιβάλλον της Αγίας Ρωσίας θεωρούσε το Πατριαρχείο τον μόνο ισχυρό θεσμό για να αναγεννήσει το οικουμενικό ιδεώδες του Γένους και να βοηθήσει στη συναγωγή του υπόδουλου λαού σε μια νέα μεγάλη ενότητα. Ο πολύς φίλος του κυβερνήτη πρωθιερέας Κωνστ. Οικονόμος του είχε προσφέρει τις γνώσεις του για την επίλυση του ζητήματος. Συνέταξε μάλιστα και ένα «Ψήφισμα Συνοδικόν» με δέκα (10) όρους για να προστατευθεί  η  ενότητα των εν Ελλάδι εκκλησιαστικών αρχών  με το από αιώνων ιερό κέντρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. 5  Το πολίτευμα που εισηγείτο στηριζόταν στη βάση της Εκκλησίας Κων)πόλεως και αυτό συνέπιπτε με τις πεποιθήσεις του  Καποδίστρια.  

            Ο κυβερνήτης ήθελε η Εκκλησία και η Παιδεία  να λειτουργήσουν μέσα στα καθιερωμένα πλαίσια διαδρομής της Ιστορίας  του Γένους μας. Γι’ αυτό και ανέθεσε την οργάνωση της Παιδείας στο Φαναριώτη Αλέξανδρο  Στούρζα το 1829 και  εισήγαγε τους Πατέρες και τη λειτουργική ζωή στα σχολεία και καθόρισε τις θρησκευτικές αργίες με το Διάταγμα 353 στις 16-1-1830. Ο Καποδίστριας δεν ανεχόταν την προσβολή του ορθοδόξου φρονήματος του λαού μας από ξένες προπαγάνδες και ανέθεσε τη παρακολούθηση των διαφόρων ιεραποστόλων στον Ανδρέα Μουστοξύδη. Ο πρώτος πολιτειακός άρχοντας της Ελλάδος σεβάστηκε τους εκκλησιολογικούς και ιστορικούς δεσμούς της Ιεραρχίας του ελληνικού Λαού με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και επεδίωκε μόνον την αυτονομία της τοπικής Εκκλησίας υπό την εποπτεία του Πατριαρχείου, όπως εκείνη που εδόθηκε με το «Τόμο Συνοδικό» στους Σέρβους τον Αύγουστο του 1831, κάτι που την ίδια εποχή εσχεδίαζε και η Αγγλική Αρμοστεία για τα Επτάνησα.

            Ο Καποδίστριας επίστευε, όπως μαρτυρεί σε επιστολή του ο Κωνστ. Οικονόμος προς τον πρεσβευτή της Ρωσίας στη Πόλη Τιτώφ ( στις 16-2-1850): «εάν η υπόθεση αυτή εμπέσει εις Φράγκων χείρας, τότε εχάθημεν».6 Αυτή ήταν και η πεποίθηση και των αγωνιστών αρχιερέων και αυτή επικράτησε κατά τη πρώτη μετακαποδιστριακή περίοδο. Αποτέλεσμα αυτής της στάσεως ήταν ότι υπήρχαν μέχρι το 1833 μόνον οκτώ κανονικοί ιεράρχες σε Μητροπόλεις και Επισκοπές, ενώ οι λοιπές χηρεύουσες έδρες εδιοικούντο από τοποτηρητές και λόγω της διακοπής των σχέσεων με το Φανάρι  εστερούντο προοδευτικά όλες οι εκεί επισκοπές του Μυστηρίου Αγίου Μύρου, που ήταν απαραίτητο για την ολοκλήρωση  του Μυστηρίου του Βαπτίσματος και για τον εγκαινισμόν νέων θυσιαστηρίων και εχορηγείτο δια τους Έλληνες Ορθοδόξους τότε υπό του Οικουμενικού Πατριαρείου.7 Οι ιεράρχες ήθελαν να διοικήσουν τον Λαό του Θεού με την αρχαία συνοδική αυτονομία και όχι με την πλήρη ανεξαρτησία της αυτοκεφαλία κηδεμονευόμενη από το οργανωμένο κράτος.  Ζητούσαν ελευθερία από τις εχθρικές οθωμανικές παρεμβάσεις, αλλά και από τη νομοκρατική προστασία  του Διαφωτισμού, που δεχόταν πως «επικράτεια και Εκκλησία είναι ένα και το αυτό» και με αντιεκκλησιαστικές παρεμβάσεις επενέβαινε η κοσμική  εξουσία στις Εκκλησίες της  Ευρώπης. Οι αγωνιστές αρχιερείς του αγώνα και οι ευσεβείς πιστοί ήθελαν την  ασφάλεια της πίστεως και της κανονικής τάξεως να πηγάζει από τη Μητέρα Εκκλησία του Γένους και από τον εκεί «Πρώτο» της, τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ο  Κωνσταντίνος  Οικονόμος και πάλι επιβεβαιώνει αυτό το εκκλησιαστικό φρόνημα, ότι: «εν ουδεμιά εθνική συνελεύσει ουδαμού ουδέποτε φαίνεται ούτε ψηφίσαντες, ούτε βουλευσάμενοι τον από της Μεγάλης Εκκλησίας αυτογνώμονα και βίαιον χωρισμόν»8 

             Η θέση  αυτή από τότε επανέρχεται, οσάκις η κρατική εξουσία περισφίγγει την ελευθερία της εν Ελλάδι Εκκλησίας με μέτρα που της αφαιρούν την αυτονομία  και τα δικαιώματά της να ρυθμίζει τα του οίκου της. Τότε η έσχατη πίεση προς τη Πολιτεία είναι: η κατάργηση του Αυτοκεφάλου και η επιστροφή της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπου ισχύουν μόνον οι ιεροί κανόνες και τα ανά τους αιώνες πατριαρχικά και συνοδικά θεσπίσματα.

Παραπομπές

   1. Η Αικατερίνη Β’  προπαγάνδισε για τους λόγους της ότι  το «ξανθό γένος» των Ρώσων θα έσωζε τους Έλληνες από την τουρκική τυραννία.  Αυτές τις ψεύτικες «προφητείες» τις περιελαβε στο βιβλίο του «Προφητείες του Αγαθάγγελου ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Πολυείδης που εκδόθηκε  στη  Λειψία το 1751 για  να  «προετοιμάσουν» τους Έλληνες. Ο ρωσσικός Στόλος  κατέλαβε κατά τα «Ορλωφικά» του 1770 τις Κυκλάδες με κέντρο την Πάρο. Τότε απεξάρτησε τις εκεί εκκλησιαστικές επαρχίες των νήσων  εκ του Οικουμενικού  Θρόνου  δένοντάς τις  με την Σύνοδο της Πετρουπόλεως! Όταν όμως υπογράφηκε η σχετική Συνθήκη  υπέρ της τσαρίνας, οι κυκλαδίτες που συνεργάστηκαν με τον Ρώσο ναυάρχο Σπυριδόνωφ εφυγαν για ασφάλεια μαζί του και μετανάστευσαν στη νότια Ουκρανία  (Στη Σεβαστούπολη, Μαριούπολη κ.α). Στα νησιά επέστρεψαν πάλι οι Τούρκοι και ο καπουδάν πασάς εκρέμασε στο κατάρτη της ναυαρχίδος του στην Κορρησία τον αρχιεπίσκοπο Τζίας και Θερμίων Γρηγόριο Μιγαδά,  γιατί  δήθεν συνεργάστηκε με τους Ρώσους που λεηλάτησαν την Καρθαία! 

   2. Χρυσ. Παπαδοπούλου. Η Εκκλησία Κ)πόλεως και η Μεγάλη Επανάσταση του   1821. Αθήναι   1950 και Εμμ.Κωνσταντινίδη. Η εν Ελλάδι Εκκλησία κ.τ.λ.(1821-1833) Αθήνα. 1970. Του ιδίου. «Ιωάννης Καποδίστριας και η εκκλ.πολιτική». Αθήνα 1977 και Βασ.Καραγιώργου. «Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως(1821)». Άθήνα 1998 και Τ. Γριτσόπουλου. Καποδίστριας στην Θ.Η.Ε. τ. 7. στ. 326—335.

  3.Τάσου Γριτσόπουλου, «Η υπό του Καποδιστρίου διορισθείσα πενταμελής Εκκλ. Επιτροπή και το έργο της», περ.«Εκκλησία» τομ. Λ-ΛΑ 1953-54 τ.30. σελ.202-205, 241-243, 276-281, 299-300, 331-332, 335-360,τ.31 σ.13-14.

  4. Κωνστ. όσοι κυκλαδίτες υπέκυψαν στις ρωσικές απειλές.Οικονόμου. Τα Σωζόμενα..τομ. Β’ σελ.92.

  5. Κωνστ. Οικονόμου. «Τα Σωζόμενα…». τομ.Β’,γ .

  6. Τόμος «Φιλία». Γ.Μεταλληνού, Περί του Ελλαδικού Αυτοκεφάλου. Θεσσ.1989, σελ.357)

  7. Υπάρχουν επιστολές μνείας της ελλείψεως του Αγίου Μύρου στα Επτάνησα από την εποχή του Καποδίστρια μέχρι την αυθαίρετη ελλαδική απόσχιση από το Πατριαρχείο   στο «Βιβλίον Γραμμάτων…» από της Αρχιερατείας Διονυσίου Δελάζαρη (9) έως το έτος 1842 της Αρχιερατείας Νικολάου Κοκκίνη (10), το οποίο φυλάσσεται στο Αρχείο της Ιεράς Μητροπόλεως Ζακύνθου.

Loading

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἐπιφορτίζεται μὲ τὴν ὑπὲρ δικαιοδοσιακὴ εὐθύνη μὲ τὸν 28ο Κανόνα γιὰ τὶς μελλοντικὲς ἐκκλησίες στὶς βαρβαρικὲς περιοχές. Ἡ «ἐγκατάσταση» καὶ εὐλογία ἐπισκόπου κατὰ τὸν Κώδικα 510 τῶν Παρισίων τοῦ Θ´ αἰῶνος.

Ὁ Θεοδόσιος ὁ Μικρός (401-450) διαπιστώνει τὸ 421 ὅτι δημιουργήθηκαν ἔριδες μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἰλλυρίας καὶ ἐκδίδει νόμο μὲ τὸν ὁποῖο ἐπιβάλλει γιὰ κάθε κανονικὸ θέμα ποὺ ἀναφυόταν μεταξύ τους σὲ αὐτὴν τὴν περιοχὴ καὶ κατ’ ἐπέκταση καὶ σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτειάν του ὅτι: «οὐ δεῖ τέμνεσθαι παρὰ γνώμην τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς αὐτῆς Συνόδου, ἥτις ἔχει τὰ προνόμια τῆς ἀρχαίας Ρώμης» καὶ μὲ ἄλλη νομικὴ ρύθμιση διέταξε: «ἄνευ τῆς συγκαταθέσεως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως μηδεὶς Ἐπίσκοπος χειροτονεῖται ἐν Ἀσίᾳ καὶ Θράκῃ».  Στὴν συνέχεια διαπιστώνει ὅτι ἔλαβε ἔκταση καὶ στὴν Συρία ἡ ἐνθουσιαστικὴ «προσευχητικὴ» κακοδοξία τῶν «Μασσαλιανῶν»  μὲ  τὶς πολλὲς  γνωστικίζουσες  πλάνες  της  καὶ πρέπει ἐγκαίρως νὰ ἀντιμετωπιστεῖ. Πρὸς τοῦτο συγκλήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 426 Μεγάλη Σύνοδος ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ διαδόχου τοῦ Νεκταρίου πατριάρχη Σισινίου Α´ (425-428), παρόντος μάλιστα καὶ τοῦ Ἀντιοχείας Θεοδότου (418-427), καὶ καταδίκασε τὶς κακοδοξίες τους. Οἱ συνοδικὲς ἀποφάνσεις τους περιβλήθηκαν τότε καὶ μὲ νομικὸ κῦρος ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα καὶ ἐλήφθησαν ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν αὐστηρὰ κατασταλτικὰ μέτρα.

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ὡριμότητα ἐπέβαλε ὁ πρωταρχικὸς Μικρασιατικὸς ἀποστολικὸς πυρήνας νὰ συγκεντρωθεῖ ἀρτιότερα ὡς ἡ ἀνώτερη ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχὴ τῆς ἐν Χριστῷ Ὀρθόδοξης  κοινωνίας. Ἐξ αὐτοῦ καί ἡ νέα Βασιλεύουσα Πόλη συγκέντρωσε ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις ποὺ ἦταν ἀναγκαῖες γιὰ νὰ καταστεῖ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Καθέδρας τῆς Νέας Ρώμης γιὰ νὰ καταστεῖ ἡ κατ’ Ἀνατολὰς θεσμικὴ πηγὴ τῆς ἀποστολικῆς εὐθύνης γιὰ ἱστορικοὺς καὶ γεωπολιτικοὺς λόγους. Μετὰ μία περίπου ἑβδομηκονταετία ἀπὸ τὴν Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο περὶ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀρχίζει νὰ συγκροτεῖται σύναξη τῆς ἱεραρχίας τῆς Θράκης καὶ τῆς Βυθινίας γιὰ νὰ προάγεται ὁ εὐαγγελισμὸς τοῦ πλήθους τῶν φυλῶν στὴν αὐτοκρατορία, ποὺ παρέμεναν ἀκατήχητοι καὶ ἀβάπτιστοι στὶς στέπες καὶ στὰ δάση «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς».

Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατόλιος τὸ 451 ἐνώπιον τῶν  600 Ἐπισκόπων τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος ἐπιβεβαίωσε ὅτι: «Συνήθεια ἄνωθεν κεκράτηκε τοὺς ἐνδημοῦντας τῇ μεγαλωνύμῳ πόλει ἁγιωτάτους Ἐπισκόπους, ἡνίκα καιρὸς καλέσῃ περὶ ἀναπιπτόντων τινῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων συνεῖναι καὶ διαπιστοῦν ἕκαστα καὶ ἀποκρίσεις ἀξιοῦν τοὺς δεομένους». Οἱ συνοδικοὶ Πατέρες τῇ διαγνώμῃ τους μὲ τὶς κανονικὲς ἀποφάνσεις τοῦ παρελθόντος τῆς Ἐκκλησίας ἀποφαίνονται: «….τὰ αὐτὰ καὶ ἡμεῖς ὁρίζομέν τε καὶ ψηφιζόμεθα περὶ τῶν πρεσβείων τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς αὐτῆς Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης. Καὶ γὰρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης διὰ τὸ βασιλεύειν τὴν πόλιν ἐκείνην, οἱ Πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τὰ πρεσβεῖα. Καὶ τῷ αὐτῷ σκοπῷ κινούμενοι οἱ 150 θεοφιλέστατοι Ἐπίσκοποι τὰ ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς Νέας Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ, εὐλόγως κρίναντες τὴν βασιλεία καὶ συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν καὶ τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ρώμῃ, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς, ὡς ἐκείνην, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ’ ἐκείνην ὑπάρχουσαν» καὶ τότε τοῦ ἀναθέτουν διὰ τοῦ 28ου κανόνα τὴν κανονικὴ διοργάνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς δομῆς ὅλων τῶν «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς». Ἡ «ἐξαρχικὴ» διακονία ἐκτὸς τῶν συνόρων τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Κωνσταντινουπόλεως εἶναι «ὑπερδικαιδοσιακή» καὶ παρέχεται μόνον στὸν ἀρχιεπίσκοπο τῆς Νέας Ρώμης καὶ ὄχι στα λοιπὰ Πατριαρχεῖα τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Ἡ «ὑπερόριος» (ultra montes) αὐτὴ διακονία κωδικοποιήθηκε τότε καὶ «de jure» γιὰ τοὺς ἀπαίδευτους στὸ εὐαγγέλιο καὶ στὴν καθολικὴ ὀρθόδοξο πίστη γιὰ λαοὺς «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς». Καὶ ἔκτοτε ἐπεκράτησε στὴν Ἱστορία καὶ στὴ Συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας «de facto» ἐπὶ 15 αἰῶνες ὡς συνέπεια τῆς «Χριστολογικῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας» ποὺ τότε ὁριστικὰ διατυπώθηκε σὲ αὐτὴν τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ παρέμβαση αὐτὴ εἶναι ἀπόλυτα θεμιτὴ γιατὶ οἱ λαοὶ αὐτοὶ εἶχαν παιδαγωγηθεῖ κατὰ τὰ ἀσιατικὰ ἤθη καὶ ἔθιμα στὴν ἐπιβολὴ τοῦ μονολόγου πρὸς ἐπιβολὴ τοῦ ἰδίου θελήματος, κάτι ποὺ ἀντιστρατεύεται στὸ ἀποστολικὸ «πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω» γιὰ τὴν Σωτηρία τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Οἱ Πατέρες προνοήσαντες γενικὰ κατὰ πάσης ἀταξίας ἀνέθεσαν στὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Νέας Ρώμης μὲ δύο εἰσέτι κανονικὲς ἀποφάνσεις τους τοὺς Κανόνες θ´ (9) καὶ ιζ´ (17) ποὺ ἔχουν καθοριστικὴ σημασία γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς ὑπέρτατης δικαστικῆς ἐξουσίας, ὄχι μόνον στὴν ἴδια κανονικὴ δικαιοδοσία του, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκεῖνες ποὺ ἔχουν οἱ λοιποὶ πατριαρχικοὶ θρόνοι! Τὸ πνεῦμα αὐτῶν τῶν Ἱερῶν Κανόνων περὶ τοῦ αἰωνόβιου κύρους τῶν προνομίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸν μεταγενέστερο «Παπισμὸ» ποὺ καπηλεύονται ἐμπαθεῖς καὶ ἀδιάβαστοι ἱεροκατήγοροι. Οἱ ἀποφάνσεις τῶν Β´ καὶ Δ´ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὁ 3ος  Κανὼν τῆς Β´ καὶ ὁ 28ος τῆς Δ´, ἐπικράτησαν de jure στὸ Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ διαχρονικὸς σεβασμὸς τοὺς κατέστησε de facto τηρητέους στὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν συντεταγμένων ἐκκλησιαστικὰ πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων.  Αὐτὸ τὸ επιβεβαιώνει σύμπασα ἡ Ἐκκλησία μας μὲ «Τὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας» (Θ´ αἰῶνος) ποὺ διαβάζεται «ἐπ’ ἐκκλησίαις» τὴν Α´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ «Τριώδιο». Σήμερα ἡ ἀνώτατη κρίση γιὰ τὴν «Ἔκκλητο» διαδικασία ἀσκεῖται μὀνον πρὸς τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τόσον διὰ τοὺς ἐκ τοῦ κλίματός του ἱεράρχες, ὅσον καὶ διὰ τοὺς προερχόμενους ἐκ τῶν περιοχῶν τῶν προδικαιοδοσιακῶν δικαιωμάτων του, ὡς ἀσκήσαντες τὴν παραληφθεῖσα ἀρχιερωσύνη ἐκ τῆς «Μητρικῆς Ἐκκλησίας», δηλαδὴ ἐκ τῆς ἀπαραβίαστης διαδοχῆς τῆς δικαιοδοσίας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες.

Κατὰ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας τῆς δυναστείας τοῦ Θεοδοσίου Α´ καὶ τῶν διαδόχων του Ἀρκαδίου καὶ Θεοδοσίου Β´ ἀπὸ τὸ 379-474 ἡ Αὐτοκρατορία ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὶς ρωμαϊκὲς παραδόσεις καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαιολατρεία τῶν παγανιστῶν καὶ ἐπικρατεῖ ἡ Τριαδικὴ πίστη στὸν Ἕνα Θεό κατά τὰ ἀποφασισθέντα στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 325 κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Μὲ νέες Οἰκουμενικὲς Συνόδους καταδικάζονται οἱ νέες αἱρέσεις: τοῦ Νεστοριανισμοῦ (431) καὶ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ (451) καὶ τελικὰ ἀναγορεύεται ὡς ἐπίσημη Θρησκεία τοῦ κράτους ἡ πίστη τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

Περὶ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰῶνος καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (451) ἀρχίζει νὰ ἐπεκτείνεται ἡ τιμὴ τῆς πατριαρχικῆς ἀξίας σὲ κατέχοντες ἀποστολικὲς καθέδρες Ἀρχιεπισκόπους καὶ διαμορφώνεται τὸ κανονικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς «Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν» ὡς ὁ ὕπατος θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σύστημα αυτό  δὲν ὑφίστατο ἐκ παλαιοῦ στὴν Ἐκκλησία ὅμως ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ κατασταθεῖ γιὰ νὰ λειτουργεῖ ἀποστολικὰ ἡ συνοδικότητα στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ τηρεῖται πιστὰ ἡ Κυριακὴ ἐντολὴ «ἵνα πάντες ἓν ὧμεν» οἱ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Οἱ δύο «Πρῶτοι» Ἀρχιεπίσκοποι ποὺ ἀναγορεύονται ἰσότιμοι Πατριάρχες εἶναι ὁ Ρώμης καὶ ὁ Νέας Ρώμης κεκτημένοι τὸ «πρωτεῖον  τῶν Ἀποστολικῶν «Στύλων»  καὶ οἱ Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας καὶ τέλος ἀνυψώθηκε ὡς πέμπτος Πατριάρχης καὶ ὁ Ἐπίσκοπος τῶν Ἱεροσολύμων ἐπειδὴ στὰ Ἱεροσόλυμα συντελέσθηκε «τὸ Πάθος καὶ ἡ Ἀνάσταση» καὶ ἐκεῖ συνεστήθη ἡ πρώτη Σιωνίτιδα Ἐκκλησία! Αὐτοὶ οἱ Πατριάρχες είναι «πρωτεύοντες» μὲ τὴν κληρονομίαν τους στὰ ἰσάριθμα κλίματα τῶν πέντε ἀρχαίων ἀποστολικῶν κέντρων τῆς Χριστιανοσύνης συνερχόμενοι «ἐπὶ τῷ αὐτῷ» σὲ Οἰκουμενικὴ  συνεδρίασιν ἀποτελοῦν τὴν ἀνώτατη ἔκφραση τῆς Συνειδήσεως «τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη διαχυμένης Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» καὶ ἐξ αὐτοῦ κληρονόμησαν τὸν τόπον τῶν «Στύλων» τῆς Ἐκκλησίας.  Οἱ «Κεφαλὲς» αὐτές τῶν πέντε Πατριαρχῶν λειτουργοῦν κατὰ τὸν μεγάλο κανονολόγο Θεόδωρο Βαλσαμόνα ὡς ἡ «Πεντὰς τῶν αἰσθήσεων» τῆς μιᾶς χειρὸς τοῦ ἀρχιτέκτονα καὶ πλάστη Θεοῦ καὶ δὲν συγχέωνται μεταξύ τους: «οὐ κατατρέχει τυχὸν ἡ ὅρασις τῆς ὀσφρήσεως, οὐδὲ ἡ ἀκοὴ τῆς ἀφῆς, καὶ τῆς γεύσεως».

Παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τοῦ Πατριάρχη τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, ὁ ὁποῖος πολλὲς φορὲς ἐκλαμβάνει ὡς ὑπερβολικὲς τὶς παρεμβάσεις τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἡ Καθέδρα τοῦ δευτερεύοντος βαθμηδὸν ἐπεξέτεινε τὴν ἐπιρροή του στὴν Ἀνατολή, σύμφωνα μὲ τὰ δοθέντα στὴν Ἐκκλησία του προνόμια ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἀποφάνσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὅπου διαπιστώνονταν ταραχὲς ἀπὸ θεολογικὲς ἔριδες ἢ διαφωνίες γιὰ τὴν ἀνάδειξη προσώπων στὸ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα παρενέβαινε ο Κωνσταντινουπόλεως γιὰ προληπτικοὺς ἢ κατασταλτικοὺς λόγους ὥστε  νὰ προληφθοῦν οἱ δεινότερες ἐξελίξεις καὶ πρὸς ἐπαναφορὰ τῆς κανονικῆς τάξεως συνήθως μὲ τὴν συνεργασία καὶ τοῦ πολιτειακοῦ παράγοντα. Γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ τὸ κῦρος τῶν ἀποφάσεων τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴν Συρία μὲ παρέμβαση τοῦ Αὐτοκράτορα Ἰουστίνου (518-527) ἀπομακρύνθηκε τὸ 518 ὁ Ἀντιοχείας Σεβῆρος (513-518) ἐπειδὴ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Μονοφυσίτη προκάτοχό του Φλαβιανὸ Β´ καὶ ἐκλέχθηκε ὡς Ἀντιοχείας ὁ Ὀρθόδοξος Παῦλος Β´ (518-521) ὁ ὁποῖος μὲ συνοδικὴ ἀπόφανση χειροτονήθηκε στὴν πόλη του ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο (520-535). Ὁ Ἐπιφάνιος κατὰ τὸ λεγόμενο «Ἀκακιανὸ σχίσμα» μεταξὺ τοῦ Ρώμης Φήλικος Γ´ καὶ τοῦ Νέας Ρώμης Ἀκακίου (484-519) ἐπιδίωξε νὰ γεφυρώσει τὸ σχίσμα μὲ τὸν Ρώμης Ὀρμίσδα καὶ παρενέβη στὸ στασιαζόμενο θέμα τῆς ἐγκυρότητος τῆς ἐκλογῆς στὴν Λάρισα κάποιου Στεφάνου καὶ ὑπέδειξε ὅτι ἡ Θεσσαλία δὲν ἀποτελεῖ προνόμιον τοῦ «Ἔκκλήτου» τοῦ Ἐπισκόπου της Ρώμης, γιατί ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία τῆς Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως ὡς ἑλληνικὴ περιοχὴ καὶ μὲ τὴν Σύνοδό του καθῄρεσε τὸν κατασταθέντα Στέφανον.

Κατὰ τὴν πατριαρχία τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Γ´ τοῦ Σχολαστικοῦ (565-577) ἐπαναλαμβάνεται τὸ 567  ἡ  παρέμβασή του στὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἰωάννη Δ´ τοῦ Θεοπειθοῦς (567-579) γιὰ τὸ Θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας, καὶ ὅταν ἀντιδρᾶ καὶ διαμαρτύρεται ὁ Ἀντιοχείας Ἀναστάσιος  Α´  (561-571), ἐπειδή αὐτός ἧταν Ἀντιοχειανὸς κληρικός, καὶ ἀντ’ αὐτοῦ χειροτονεῖται στὴν Ἀλεξάνδρεια ὁ Γρηγόριος Α´ (571-594). Ἡ παρέμβαση αὐτὴ στὰ λοιπὰ Πατριαρχεῖα ἀπηχεῖ τὴν κανονικὴ καὶ νομικὴ στήριξη τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ (527-565), ὅπως ὁ τῆς παλαιᾶς Ρώμης Πατριάρχης ἤλεγχε ἀπόλυτα τὶς χειροτονίες τῶν Ἐπισκόπων στὴν δικαιοδοσία του. Ἔχει ἐπικρατήσει ἤδη ὅτι ὁ δευτερόθρονος Πατριάρχης τῆς Νέας Ρώμης ἀποτελοῦσε κυρίαρχη: «Κεφαλὴ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν» καὶ ἐξ αὐτοῦ ὤφειλε νὰ κατέχει ἐξέχουσαν θέση μεταξὺ τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς. Ἐξ αὐτοῦ ὁ ἴδιος αὐτοκράτορας καθώρισε μὲ τὴν ρλα´ (131) Νεαρά του: «Τὸν ἁγιώτατον Πάπαν τῆς παλαιᾶς Ρώμης πρῶτον εἶναι πάντων τῶν ἱερέων, τὸν δὲ Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης δευτέραν τάξιν ἐπέχειν μετὰ τὸν ἁγιώτατον Ἀποστολικὸν θρόνον τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, τῶν ἄλλων πάντων προτιμᾶσθαι». Μάλιστα τότε πρώτη ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ ἀπουσίαζε ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Β´ ὁ Καππαδόκης (518-520),  οἱ συνοδικοὶ τὸν ἀπεκάλεσαν σὲ ἐπιστολή τους ἐγγράφως μὲ τὸν ἴδιο τίτλο ποὺ ἡ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποκάλεσε στὰ Πρακτικά της τὸν Πάπα Ρώμης Λέοντα ὡς: «Τῷ Ἁγιωτάτῳ καὶ Μακαριωτάτῳ Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ τῆς Μεγάλης Ῥώμης Λέοντι».  Ἐξ αὐτοῦ καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κωνσταντινουπόλεως προσφωνήθηκε καὶ κατεγράφη: «Τῷ Ἁγιωτάτῳ καὶ Μακαριωτάτῳ Πατρὶ Πατέρων Ἀρχιεπισκόπῳ καὶ Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ». Τὸ αὐτὸ ἐπαναλάμβανε καὶ ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς στοὺς νόμους καὶ στὰ διατάγματα ποὺ ἐξέδιδε γιὰ τοὺς συγχρόνους του Πατριάρχες Ἐπιφάνιο, Ἄνθιμο καὶ Μηνᾶ. Κλέος τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουστινιανοῦ παραμένει στοὺς αἰῶνες ἡ τρίτη μεγαλειώδης  ἀνακατασκευή τοῦ περίλαμπρου ναοῦ τῆς «τοῦ Θεοῦ Σοφίας», (532-537) που παραμένει διαχρονικά τὸ αἰώνιο σύμβολο τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ. Τὸ σχέδιό της μὲ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ γλῶσσα ἀπηχεῖ  τὸ μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ εἰδικά  διαιωνίζει τὴν ὀρθόδοξη πίστη στὴν «ἀσυγχύτη, ἀτρεπτη, ἀδιαίρετη ἕνωση καὶ ἀλληλοπεριχώρηση τῆς θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Ἰησοῦ, ὡς Λόγου τοῦ Θεοῦ στὸ “μυστήριο” τῆς Ἐνότητος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Τριάδος». Αὐτό εἶναι ἀκατανόητο σὲ «ἀπαίδευτους» «ἄλογους» καὶ ἐν γένει καὶ «ἀμαθεὶς»  «παράλογους» ἀσιάτες.  Καὶ τοῦτο διότι ἡ «Σοφία τοῦ Θεοῦ»,  που ἐκφράζεται στὸ ἱερό αὐτὸ κτῖσμα ποὺ τὰ πάντα «ἀρχιτεκτονεῖ» διαλαλεῖ θεολογικὰ καὶ αἰσθητικὰ τὴν  Τριαδικότητα τοῦ Ἑνὸς Θεοῦ καὶ μὲ τὸ μῆκος τῆς ἀπεραντοσύνης της καὶ μὲ τὸ ἀγκάλιασμα τοῦ εὔρους του καὶ προπαντῶς  μὲ  τὸ οὐράνιο ὕψος  τοῦ μεγαλειώδους  σημερινοῦ δευτέρου Ἰσιδωρείου τρούλου της,  πού τὸ κέντρο του σήμερα ἀποκρύπτει μὲ τὸ βαρβαρικό ἀραβούργημα τῶν ἀγαρινῶν  τὸν Παντοκράτορα  Κύριο,  ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ «Σοφίαν τοῦ Θεοῦ» που οἱ αἱρετικοὶ «ἀντιτριαδιστὲς» ἀγνοοῦντες καθυβρίζουν.

Πρῶτος ἐκ τῶν Πατριαρχῶν τῆς Νέας Ρώμης ποὺ ἀποφάσισε ἐπίσημα χρήση αὐτοῦ τοῦ τίτλου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ἧταν ὁ Ἰωάννης Δ´ ὁ Νηστευτής (582-595). Ὁ αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος στοὺς νόμους ποὺ ἐκδίδει μεταξὺ τῶν ἐτῶν 612-629 ἀποκαλεῖ τὸν σύγχρονό του Πατριάρχη Σέργιο (610-638) «Ἁγιώτατον καὶ Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον καὶ Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην».

Ὅλη ἡ πολιτικὴ ἐξουσία ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Ἰουστινιανοῦ μὲ τὰ νομοθετήματά της ὑποδεικνύει τὰ προνόμια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ προετοιμάζει καὶ τὴν πλήρη κανονικὴ συνοδικὴ ἀποδοχή τῶν προνομίων του. Τὰ ἐπίσημα κείμενά του ἐκφράζουν τὴν ἰδιάζουσα τιμὴ στὸν θεσμὸ ποὺ ἐκπροσωπεῖ ὁ Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀπήχηση τοῦ οἰκουμενικοῦ κύρους του, ἀλλὰ καὶ τῆς θεσμικῆς ἐμβέλειας τῆς διακονίας του. Αὐτὴν ἀνέλαβε τὸ 692 ἡ ἐν Τρούλλῳ ΣΤ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος νὰ τὴ διατυπώσει στὸ διηνεκὲς μὲ κάθε ἀκρίβεια μὲ τὸν λστ´ (36) Κανόνα της, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ἀνανεούμενοι τὰ παρὰ τῶν 150 ἁγίων Πατέρων, τῶν ἐν τῇ θεοφυλάκτῳ ταύτῃ καὶ βασιλίδι πόλει συνελθόντων, καὶ τῶν 630, τῶν ἐν Χαλκηδόνι συναθροισθέντων νομοθετηθέντα, ὁρίζομεν, ὥστε τὸν Κωνσταντινουπόλεως θρόνον τῶν ἴσων ἀπολαύειν πρεσβείων τοῦ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης θρόνου, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς, ὡς ἐκεῖνον, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δεύτερον μετ’ ἐκεῖνον ὑπάρχοντα, μεθ’ ὅν τῆς Ἀλεξανδρέων μεγαλοπόλεως ἀριθμείσθω θρόνος, εἶτα ὁ Ἀντιοχείας, καὶ μετὰ τοῦτον, ὁ τῆς Ἱεροσολυμιτῶν πόλεως» (Ἀποστολικοὶ Κανόνες, Β´ γ´, Δ´ κη´καὶ Ε´/ΣΤ´ λστ´).  Ὁ Κανόνας αὐτὸς ἐξ ἀρχῆς δείχνει ὅτι δὲν εἰσάγεται κάτι νεότερο μέσα στὰ Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἐπαναλαμβάνεται ἡ ἐκ παλαιοῦ κληρονομικὴ τάξη που ἐπικράτησε τελικὰ στὴν Ἐκκλησία περὶ τῆς Καθέδρας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἁρμοδιότητα ἡ ὁποία δὲν ἔχει σχέση οὔτε μὲ τὸν ὄγκο τοῦ πλήθους, οὔτε καὶ μὲ τὴν εὐμάρεια τοῦ πληρώματος μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Στηρίζεται ἀπὸ τὴν ὀρθὴ καὶ ἄφθαρτη ἀποστολικὴ μνήμη ποὺ εὔορκα καὶ ἀφοσιωμένα μεταβιβάζεται διὰ τῆς κανονικῆς διαδοχῆς καὶ τῆς πληρότητος τῆς Ἱερωσύνης. Ἡ συνέπεια αὐτῆς τῆς κανονικῆς πράξεως ἐπιβεβαιώνεται μέσα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν κατὰ κόσμο νομοθεσία.

Loading

           Τὸ παλαιὸ Δημαρχεῖο καὶ ἡ παλαιά Ἁγία Τριάδα πρὸ τοῦ πολέμου.  

               Καθημερινά διαπιστώνω την αξία της λαϊκής προγονικής σοφίας για να αντιμετωπίζουμε πρόσωπα, που αντί να προσκλαίουν σε σπήλαιο του Ακράθωνα αναδεικνύονται «κακοί χρεωφειλέτες που πετούν άχυρα» κατά θεσμών και προσώπων κατασκευάζοντας «ομολογιακή φράξια» από ατίθασα περιτρίμματα Μητροπόλεων,   ώστε εμπαθέστατα να : «πετούν μία πέτρα στο γιαλό και χίλιοι γνωστικοί να μην επαρκούν για να τη βρουν και να τη βγάλουν»! Ο Πειραιάς είναι η πόλη της βαπτίσεώς μου και κυρίως των νεανικών   χρόνων μου και ίσως αυτά που θα διηγηθώ να τα θυμούνται και οι επιζώντες φίλοι μου Πειραιώτες που έγιναν αρχιερείς,

     Α΄.   Η μακαρίτισσα η γιαγιά μου ζούσε μετά τον πόλεμο στην Καστέλλα και πήγαινα τακτικά να τη βλέπω από την Αθήνα που τότε ζούσαμε. Εξ άλλου αυτή όταν προπολεμικά ζούσα μαζί της στο Παλαιό Φάληρο με δίδαξε να αγαπώ και να σέβομαι την Εκκλησία μας, οδηγώντας με κοντά στον π. Βασίλειο Ατέση, μετά πρώην μητροπολίτη Λήμνου. Πολλές φορές όμως που πήγαινα να την επισκέπτομαι μου ζητούσε να τη συνοδεύσω στα μαγαζιά του κέντρου του Πειραιά. Η νησιώτικη ευλάβειά της με οδηγούσε να προσκυνήσω και στον πρόχειρο ναό που στήθηκε μέσα στην παλαιά Αγία Τριάδα μετά τον καταστροφικό βομβαρδισμό της τον Ιανουάριο του 1944. Έτσι, μερικές φορές παρακολούθησα στα σκαλιά αυτού του ερειπωμένου τότε ναού ένα κωμικοτραγικό θέαμα. Ένας περίεργος τύπος, που φορούσε μαύρη σταυρωτή μακριά ρεντιγκότα και παπιγιόν ήταν ανεβασμένος στα σκαλιά του ναού και με ύφος μανιασμένου ιεροκήρυκα ανέπτυσσε οργισμένος το πρόγραμμα του και συγχρόνως κατακεραύνωνε τα κακώς κείμενα της τότε δημόσιας ζωής. Ερώτησα ποιος είναι και έμαθα πως ήταν ο αρχηγός των «Κυανοφρόνων» Τηλέμαχος Αρμόνδου Δελαπατρίδης, που σπούδασε Νομικά και Θεολογία και τώρα από το πάθος της δοξομανία περιφερόταν από το Σύνταγμα των Αθηνών μέχρι το περίφημο Ρολόϊ του Πειραιά. Αναζητούσε βήμα για να τον ακούνε καὶ αυτός ήταν τα σκαλιά της επίκεντρης Αγίας Τριάδος για να καυτηριάσει αμαρτίες και αδικίες επί παντός επιστητού. Έμαθα ότι ο τύπος αυτός επί χρόνια καταφερόταν επί δικαίων και αδίκων…. γιατί δεν τον «ψήφισαν το 1927 Πρόεδρο Δημοκρατίας»! Το ακροατήριό του το αποτελούσαν συνήθως διάφοροι περίεργοι περαστικοί που αρέσκονταν να διασκεδάζουν με υπαίθριες γραφικότητες. Μαζί τους όμως ανακατευόταν και η χλευάζουσα αληταρία από τα «χασαπάκια» της παρακείμενης τότε κρεαταγοράς. Όμως ο θυμώδης ρήτορας νόμιζε πως οι συγκεντρωθέντες ήλθαν για να ακούσουν τις καταγγελίες του και παραληρούσε σε υψηλούς τόνους με επιθετική γλώσσα. Ύψωνε τη φωνή του στο κατακόρυφο προκαλώντας μούγκρισμα και σε λίγο τη θορυβώδη καζούρα του ακροατηρίου που κατέληγε σε σφυρίγματα! Τότε ο τιμητής των πάντων γούρλωνε τα μάτια, έτριζε τα δόντια του και με επιτιμητικό ύφος «προφήτη» παρόντες και απόντες τους «αναθεμάτιζε». Σε αντίδραση η συγκεντρωμένη «μαρίδα» τον αποδοκίμαζε, τον γιουχάιζε! Εκείνος αμέσως έπαιρνε απειλητικό ύφος του «μάντη κακών» και τους υποσχόταν τη πίσσα όλων των καζανιών της Κολάσεως! Και όσο αυξανόταν η κλίμακα των απειλών του, τόσο οι «μαουνιέρηδες» που είχαν καταφθάσει από το παρακείμενο λιμάνι για να διασκεδάσουν τον «εξαγρίωναν» για να τον αποτρελάνουν μέχρι που έφθανε η αστυνομία για να διαλύσει την «ομήγυρη» και να επιβάλλει τη τάξη! 

     Δίδαγμα: Αλλοίμονο σε εκείνον που έχασε το μέτρο κρίσεως και τη σεμνή και ισορροπημένη παρουσία. Οι απειλές των «αφορισμών» δεν συγκινούν πλέον κανένα ούτε και προστατεύουν τη σοβαρότητά του! Αυτά σήμερα έχουν αντίθετα αποτελέσματα στο λαό που δεν θα αργήσει να μάθει τα πεπραγμένα του τιμητή και να αξιολογήσει τις τεθλασμένες κινήσεις της σταδιοδρομίας του. Ο φαμφαρονισμός όταν γίνεται χρόνια κατάσταση δεν ελέγχεται, ούτε δαμάζεται! Με διάφορους τρόπους συνεχίζει να εκφράζεται για να προδίδει τα εσώψυχα του φορέα του που να επαναλαμβάνει συνεχώς σφάλματα. Η προώθηση στην ιεραρχία αξιοδάκρυτων δοξομανών «τύπων» διψασμένων για δόξα και πεινασμένων για πλούτο φθείρει ανεπανόρθωτα το κύρος της ποιμαίνουσας Εκκλησίας, όπως διαπιστώνεται από την ανεκκλησίαστη βαπτισμένη νεότητα, που αποτελεί και το μέλλον του πληρώματος της Εκκλησίας και ο εκκλησιασμός κυρίως των υπερήλικων ανδρών και γυναικών!

        Β΄   Όταν πάλι ήμουν φοιτητής και συνήθιζα να πηγαίνω στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πειραιώς που τότε στεγαζόταν στη δεξιά πλευρά του σπουδαίου Δημοτικού Θεάτρου της πόλεως, διερχόμουν από την προ αυτού πλατεία και αντίκριζα συνήθως άλλον έναν άλλο σαλεμένο. Τον «στρατηγό» Διπλαράκο που πήγαινε και ερχότανε στη πλατεία και έντονα συνέταζε το φανταστικό στράτευμά του με παραγγέλματα που έδιδε προτείνοντας μία δήθεν «στραταρχική ράβδο» περιτυλιγμένη με αλυσίδα! Η μανία του αποτυπωνόταν στο στήθους του. Φορούσε ένα γιλέκο καταστόλιστο από ψευτοπαράσημα, αποδεικτικά της ψυχικής του καταστάσεως. Είχε σ’ αυτό καρφιτσώσει φαντακτερά κουμπιά και μερικά παλιά μετάλλια από τα παλιατζίδικα της πλατεία Ιπποδαμίας! Αυτά του τα κρεμούσαν για να διασκεδάσουν οι φιλοπαίγμονες παλιατζήδες. Φανταζόταν ότι ως «στρατηγός» συγκέντρωνε στη πλατεία το στράτευμά του και του έδινε παραγγέλματα, Η ανεξέλεγκτη λόξα του ήταν βέβαια ακίνδυνη γιατί τη ζούσε στον κόσμο του, όμως δεν ενοχλούσε κανένα και μάλλον προκαλούσε τη συμπάθεια των διερχόμενων και ποτέ την κοροϊδία. Ο Διπλαράκος παρέμεινε στη μνήμη μου ένας που έχασε την ταυτότητα και το μέτρο των λογισμών του γι’ αυτό : αιωνία η μνήμη του.

Δίδαγμα: Η φαντασία ότι κάποιος έγινε «στρατηγός» δεν του εξασφαλίζει σοβαρότητα και εκτίμηση όταν δεν μπορεί να κυβερνήσει τον εαυτό του και τα νεύρα του και «αφορίζει» χωρίς απόφαση της διοικούσης αρχής του και μη αφορισμένους χριστιανούς προκαλώντας τον διεθνή καγχασμό για το ελλαδικό επισκοπάτο. Στη ζωή του δυστυχώς πορεύεται ως ο κακομαθημένος νεανίας που με δικολαβική και εξεζητημένη λογιότητα λοιδορεί τους πάντες.

             Οι συνειρμοί είναι των αναγνωστών μου.

               Ένας παλαιός και πραγματικά άγιος κληρικός, που υπηρέτησε ως θεολόγος στο Πειραιά, χωρίς ποτέ να έγινε θηρευτής της αρχιεροσύνης, δέχθηκε ενώ δίδασκε ένα τηλεφώνημα της Συνόδου πώς εκλέχθηκε μητροπολίτης Κερκύρας! Αυτός ήταν ο μακαριστός Μεθόδιος Κοντοστάντος. Στα γερατειά του ήταν υποχρεωμένος από την εθιμοτυπία στις επίσημες τελετές να φέρει τα παράσημά του. Κάποτε θέλησε να τον πειράξει ο Κίτρους Βαρνάβας, αλλοίμονο, μόνιμος και αυτός θηρευτής παράσημων και τίτλων με στόχο τη διαδοχή στην αρχιεπισκοπή Αθηνών και άρχισε να ερωτά τον Κερκύρας περί της ιστορίας κάθε διακρίσεως. Ανύποπτος ο άγιος γέροντας του εξιστορούσε τα καθέκαστα κάθε διακρίσεως. Αυτό το ζήτησε επίμονα ο Κίτρους και στο τέλος σοβαροφανώς του παρατηρεί ότι κάποιο παράσημο του έλειπε! Ο γέροντας στεναχωρήθηκε και τον ρώτησε ποιο ήταν αυτό το παράσημο; Εκείνος, για να τον αιφνιδιάσει του είπε περιπαικτικά: «Σεβασμιότατε δεν βλέπω να έχετε του Φίξ»! Πρόκειται για το καπάκι των φιαλών του ζύθου Φίξ, που το φορούσαν παλιά τα παιδιά για να κοκορεύονται μεταξύ τους ότι κάτι περισσότερο έχουν από τους άλλους! Ο πραγματικά άγιος Κερκύρας δεν ήξερε ποιο ήταν αυτό και η συζήτηση έληξε!

       Γι’ αυτό δεν υπάρχει δίδαγμα! Υπάρχει  μόνον «κριτήριον θέσπισμα» γιὰ τούς πιστεύοντες στὸν Ἰησοῦν Χριστόν: «Όσοι έλαβαν μὲ πανούργους συνδυασμούς καὶ επίορκους λογισμούς «Ωμοφόρια» ἀπὸ τὸ Οικουμενικό Πατριαρχείο καὶ έμπρακτα εξαπάτησαν τούς δύσαντες «τας κανονικάς ψήφους» τους κατά τὴν «Ἑσχάτην Ἡμέραν» αὐτὸ τὸ «Ωμοφόριο» τους εἶναι ὁ «βρόγχος τοῦ  αἰώνιου κολασμοῦ τους» γιὰ τὴν δίκαιη τιμωρία τους καὶ τότε θὰ ξεκαρδιστοῦν οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες κολασμένοι!     Α.Π.

Loading

Ἡ Α.Θ.Π, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀπένειμε στῖς 25 Νοεμβρίου 2021 στὸ Μέγαρο Μουσικῆς Ἀθηνῶν τὸν δίκαιον ἒπαινον στὸν πρεσβυγενὴ καὶ  πολιόν Ἂρχοντα  καθηγητή Ἀριστείδη  Πανώτη γιὰ τὸ ἐπί  ἒτη προσφερθέν ἱστορικόν ἒργον του στὴν ὑπεράσπιση τῶν δικαίων τῆς Μητρός Ἐκκλησίας διά συγγραφῶν παρουσία τῆς Ἐξοχότατης  Προέδρου τῆς Δημοκρατίας κ. Αἰκατερίνης Σακκελαροπούλου καὶ τοῦ πρωθυπουργοῦ Κυριάκου Μητσοτάκη , Ἱεραρχῶν, Ὑπουργῶν, Ἀκαδημαϊκῶν διδασκάλων,  κλήρου καὶ λαοῦ.

Ο πρόεδρος της αδελφότητος κ. Αθανάσιος Μαρτίνος Διοικητής του Αγίου Όρους επισκέφτηκε κατ΄οίκον και του επέδωσε τη πλακέτα διακρίσεως και το κειμένο του πατριαρχικοῦ πιττακίου

Ἡ προσφερθεῖσα πλακέτα  διακρίσεως ἀναφέρει τὰ ἀκόλουθα: 

                                      Ἡ   Ἀδελφότης Ὀφφικιαλίων

                                       τοῡ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου

                                      «Παναγία ἡ Παμμακάριστος»

                                           εὐγνωμονεῖ  καὶ τιμᾶ

                                 τὸν Ἐντιμολογιώτατον Ἂρχοντα

                                          Μέγα Ἱερομνήμονα

                                    κ.  Ἀριστείδην  Πανώτην

                                      διὰ τὴν μακροχρόνιον

                                καὶ πολύτιμον προσφοράν του

                                 εἰς τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν

                                        24 Νοεμβρίου 2021

 Ἡ εὐπρεπής καὶ εὒχαρις αὐτὴ πλακέτα συνοδευόταν διὰ κειμένου πατριαρχικοῦ πιττακίου στὸν τιμώμενον. ποὺ λέγει τὰ ἀκόλουθα:

Loading



Μετὰ τὴν «Ἀνακωχὴ» τοῦ Μούδρου τὸ 1918 ὑπῆρχε ἀπόλυτη ἐν Χριστῶ ἀδελφικὴ σύμπνοια μεταξὺ Ρωμιῶν καὶ Ἀρμενίων τὸ 1921 στὴν Κίο τῆς Βιθυνίας! Ὁ μητροπολίτης Νικαίας Βασίλειος μετά τοῦ Ἀρμενίου πρωθιερέως πορεύονται ὁμοῦ μετὰ τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν λιμένα γιὰ νὰ τελέσουν τὸν «Ἁγιασμὸ τῶν Θεοφανείων». Σοβαρὴ ὑπόδειξη πρὸς τοὺς ἑκάστοτε ἐκεῖ κρατοῦντες τῶν «Θρησκευτικῶν καὶ Ἀνθρώπινων Δικαιωμάτων» τῶν Μειονοτήτων. 
                                                             ’Αρχεῖον  Κέντρου  Μικρασιατικῶν Σπουδῶν.

    

                                      Τοῦ παλιοῦ ἂρχοντος καθηγητοῦ  Ἀριστείδη  Πανώτη.  

                Τὰ γεγονότα τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ἔφεραν τραγικὲς  ἐμπειρίες ὂχι μόνον στοὺς εὐρωπαϊκοὺς λαούς ἀλλὰ καὶ σ’ ὃλη τὴν ἀνθρωπότητα. Οἱ συμφορὲς ἐκ τῶν συγκρούσεων ἀκόμη καὶ ὁμοδόξων λαῶν ἀναζωπύρωσαν στὶς συνειδήσεις  τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἐξομάλυνση τῶν διεθνῶν σχέσεων μεταξύ των ἐθνῶν διὰ μέσου τῆς ἐπιρροῆς τῆς προσεγγίσεως   τῶν χριστιανῶν. Καὶ πάλι ἦλθε στὴν ἐπικαιρότητα ἡ ἀνάγκη προσεγγίσεως ἀρχικὰ Ὀρθοδόξων καὶ  Ἀγγλικανῶν καθὼς καὶ γενικὰ μετὰ τοῦ Διαμαρτυρόμενου κόσμου ποὺ ἀπὸ τὸν 16ον αἰώνα διΐστατε μὲ τὴ Ρώμη καὶ ἐπίμονα ἀναζητοῦσε σχέσεις προσεγγίσεως μὲ τὴν Ἀνατολή. Στοὺς κύκλους τῶν Λουθηρανικῆς πεποιθήσεως χριστιανῶν ἀνδιαφερόμενοι πρῶτοι ἦσαν γιὰ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους διαπρεπεῖς Γερμανοὶ καθηγητές ποὺ ὡς «σχισματικοὶ» μὲ τὴν Ρώμη ἀπευθύνθηκαν στὸν πατριάρχη Ἱερεμία Β΄ καὶ ἒλαβαν μιὰ ὀρθοτομοῦσα ἀπάντηση, ἐπαινεθεῖσα μάλιστα καὶ ἀπὸ τὸν τότε πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ γιὰ τὴν σταθερότητά της στὰ θέματα τῆς πίστεως. Ὃμως ὃσο ἡ Μεταρρύθμιση κατακερματιζόταν σὲ ποικίλες Ὁμολογίες, τόσο ἡ Ρώμη περιτειχίζονταν γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῆς ἑνότητός της μὲ ἀντιμεταρρυθμιστικὲς ἀποφάνσεις. Τὸ σχίσμα τῶν «Παλαιοκαθολικῶν» ποὺ ἀκολούθησε τὴν Α΄ Βατικανή Σύνοδο ἒδειξε πὼς στὴ Δύση ὑπάρχουν καὶ δυνάμεις ποὺ μποροῦν νὰ ἐπαναπροσεγγίσουν  τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἂρχισε ἡ ἐπικοινωνία μαζί τους ὃπως  ἀργότερα ἒπραξε καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως μὲ τοὺς Ἀγγλικανούς. Ἀλλὰ καὶ τὸ τρίτο τέταρτο τοῦ 19ου αἰώνα ὰρχίζει στὴν παλαιὰ Ἑλλάδα τὸ λυκαυγές τοῦ φιλενωτικοῦ ἐνδιαφέροντος καὶ μάλιστα αὐτὸ τίθεται ἀπὸ τὴν 1η Δεκεμβρίου 1874 ὑπὸ τὴν ἐπιστασία τῆς τότε Ἱερᾶς Συνόδου.Τὸ πνεῦμα αὐτὸ τῆς «καταλλαγῆς» τὸ ἐκπροσωπεῖ μάλιστα ἡ λεγόμενη «Ἀδελφότητα τῶν Φιλοχρίστων» μὲ σαφέστατες οἰκουμενιστικὲς κατευθύνσεις  «γιὰ τὴν ποθητὴ  προσέγγιση καὶ ἓνωση τῶν Ἐκκλησιῶν».Ὁ πάπας Λέων ΙΓ΄ δέχθηκε τὸ 1883  μὲ ἰδιαιτερη χαρὰ καὶ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ μητροπολίτη  Δέρκων Ἰωακείμ Κρουσουλούδη, διερχόμενου ἐκ Ρώμης διὰ λόγους ὑγείας, ὁ ὁποῖος μετὰ ἓνα χρόνο ἐξελέγη Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ὡς Ἰωακείμ Δ΄. Τότε γιὰ νὰ τὸν συγχαρεῖ γιὰ τὴν ἐκλογὴ του ἐκμέρους τοῦ Πάπα μεταβαίνει στὸ Φανάρι ὁ Δελεγᾶτος τοῦ Πάπα στὴ Πόλη Ροτέλλι. Ὃμως, ἡ σύντομη πατριαρχία τοῦ νέου Πατριάρχη καὶ ὁ ἐπισυμβάς θάνατός του στὴν πατρίδα του τὴ Χῖο,  δὲν ἐπέτρεψε τὴν συνέχεια στὶς καλὲς σχέσεις μὲ τὴν πρεσβυτέρα Ρώμη. Ὁ γηραιός  πάπας Λέων ΙΓ΄ προσπαθεί νὰ διορθώσει τὰ λάθη τῶν προκατόχων του, ποὺ ἐκλατίνιζαν  τοὺς λεγόμενους «ἐνωτικούς» καὶ προσκαλεῖ τοὺς Ὀρθοδόξους τὸ 1893 μὲ τὸ Διάταγμά τοῦ Orientalium Dignitas σὲ μιά  «ἑνότητα»  τύπου Φλωρεντίας ποὺ ὣριζε σεβασμὸ στὴν λατρευτικὴ τάξη τὴς Ἀνατολῆς, ποὺ τὴν ἀποκαλοῦσε ὡς «ἳδιον ρυθμὀν» καὶ ἀποτελοῦσε πλέον ἀπὸ τὀτε τὸ στέγαστρο τῆς παλαιᾶς «ἑνωτικῆς» τακτικῆς τῆς Ἁγίας Ἓδρας, κάτι ποὺ ἀντὶ νὰ βελτιώσει τὴν ὁμαλὴ προσέγγιση ὤξυνε τὶς ἑκατέρωθεν σχέσεις Φαναρίου καὶ Ρώμης.  Τὴν ἀπάντηση στὴν τότε πρόσκληση γιὰ ἐνότητα τὴν δίδει τὸ Φανάρι διά χειρός τοῦ φερέλπιδα ἱεράρχη του Γερμανοῦ Καραβαγγέλη. Τὴν ἲδια ἐποχὴ  ἐνόχλησε τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὸ «ἐκπαιδευτικὸ  προγεφύρωμα» εἰσβολὴς  τῶν μοναχικῶν ταγμάτων τῆς Ρώμης πρὸς  καθοδήγηση τῶν νεοτέρων λατινογεννῶν πληθυσμῶν, μὲ τὸ ὁποῖο παράλληλα στήθηκε καὶ ἡ μορφωτικὴ διεισδυτικότητας στὶς ὀρθόδοξες οἰκογένειες, οἱ ὁποῖες ἐπιδίωκαν τὴν καλὴ σύγχρονη μόρφωση καὶ γλωσσομάθεια γιὰ τὰ τρυφερότερα νεότερα μέλῃ τους. 

              Στὸ λυκαυγὲς τοῦ 20ου αἰώνα  ἐπανέρχεται τὸ δεύτερον στὴν πατριαρχία ὁ Ἰωακείμ Γ΄, ποὺ ἦταν πλέον φωτισμένος ἀπὸ  τὶς νέες πνευματικὲς  ἐμπειρίες ποὺ ἀπέκτησε στὸ Ἃγιον Ὂρος ὁ ὁποῖος  ἐγνώριζε καὶ τὶς πολλὲς ἐπαφὲς τῶν Ρώσων θεολόγων καὶ τῶν ἐν γένει ὀρθόδοξων παραγόντων μὲ τοὺς ἐτεροδόξους.3   Ἀπὸ τὶς  ἐπαφὲς  αὐτὲς εἶχε γενικὰ διαπιστωθεῖ  ὃτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα  τῶν  μελῶν τῆς Ἐκκλησίας εὐωθοῦται μόνον ὃταν οἱ χριστιανοὶ «κοινωνοῦν στὴν πίστη καὶ στὴν ἀγάπη ἐν Χριστῷ», μακρυὰ ἀπὸ τοὺς φυλετισμοὺς καὶ τοὺς ἂγονους ἀντιρρητικούς «ἀντιλόγους». Γι’ αὐτὸ μὲ  τὴν ἔναρξη τῆς β΄ πατριαρχία του ὁ μεγαλοπρεπὴς ταγός τῆς Ἐκκλησίας   συμβούλεψε πλέον νὰ  ἐγκαταληφθεῖ ἡ ἐπιφυλακτικότητα τοῦ Φαναρίου ἒναντι τῶν ἑτεροδόξων, ποὺ ἄλλοτε συγκέντρωνε καὶ τὶς ὑποψίες στὴν Ὑψηλὴ Πύλη ὡς μιὰ «διαχριστιανικὴ» ἀπειλὴ ἀπωθήσεως τοῦ κράτους  τῶν  ὀθωμανῶν  πέραν τῆς Εὐρώπης καὶ Μ.Ἀσίας.  Ἐξ αὐτοῦ ὁ Ἰωακείμ Γ΄ ἀποφάσισε νὰ ἐγκαινιάσει πλέον μιὰ στενὴ συνεργασία μὲ τοὺς ἑτεροδόξους γιὰ τὴν ἀνταλλαγὴ γνώσεων καὶ ἐμπειριῶν πρὸς ἐπίλυση τρεχόντων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων καὶ πρὸς «ἐπανασυνάντηση» μὲ μερικοὺς πρωτοπόρους τῶν διεκκλησιαστικῶν σχέσεων,  ποὺ  ἄρχισαν νὰ διαβλέπουν τὴν Ὀρθοδοξία μὲ διαφορετικὸ μάτι ἀπὸ τὸ παρελθὸν.  Οἱ ἒρευνες τῶν ἀρχαίων πηγῶν  καὶ παραδόσεων τῆς ἐκκλησιαστικῆς  ζωῆς της προσκόμισαν  νεότερα συμπεράσματα σὲ  ὃλους τοὺς κλάδους  τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἐπιστημῶν  καὶ ἰδίως μετὰ τῆν βαθύτερη μελέτη τῆς Πατερικῆς θεολογικῆς σκέψεως καὶ τοῦ λειτουργικοῦ πλούτου τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ  ἒδειξαν πώς ὑπάρχουν πολλὰ  κοινὰ ποὺ μᾶς ἑνώνουν περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ  προκάλεσαν τὶς ἑκατέτωθεν  διαστάσεις. 

                   Στὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20ου  αἰῶνα ἀρχίζουν δειλὰ πολλὲς οἰκουμενικὲς ζημώσεις ποὺ ἀνοίγουν τὸν δίαυλο τῶν ἐπαφῶν μὲ τοὺς ἐν Ἀμερικῇ συντηρητικοὺς ἐκ τῶν Διαμαρτυρόμενων, οἱ ὁποῖοι νόμιζαν μέχρι τότε  πὼς τὸ ἐκεῖ σλαβικὸ στοιχεῖο τῶν μεταναστῶν  ἐκπροσωπεῖ καὶ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία.Στὴν Εὐρώπη τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα ἔχει σποραδικὲς ἐκφάνσεις καὶ τὸ 1906 μὲ τὴν πρωτοβουλία τῶν Ἀγγλικανῶν καὶ τῶν Ὀρθοδόξων ὀργανώθηκε μιὰ «Ἑνωτικὴ Κίνηση» μὲ δικό της περιοδικὸ ὑπὸ τὸν τίτλο «Εἰρήνη». Αὐτὴ δραστηριοποιήθηκε κυρίως στὸν τομέα τῆς μορφώσεως τῶν ὀρθοδόξων κληρικῶν σὲ ἀγγλικανικὲς θεολογικὲς σχολές οἱ ὁποῖοι συνήθως ὑπηρετοῦσαν σὲ ἀγγλόφωνες περιοχὲς.3 Ἡ προσπάθεια  ξεκίνησε πρὸ τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ πατριάρχη Ἰωακεὶμ Γ΄ καὶ τοῦ μητροπολίτη Ἀθηνῶν Θεόκλητου Μηνόπουλο, ἀλλὰ δὲν τελεσφόρησε γιατὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὴν πρώτη δεκαετία τοῦ Κ΄ αἰώνα ἀντιμετώπιζε τὴν ἀπόπειρα ἐκβουλγαρισμοῦ τῶν ἐπαρχιῶν του στὴν Μακεδονία καὶ στὴ Θρᾴκη καὶ ἡ Παλαιὰ Ἑλλάδα ζοῦσε περίοδο άναστατώσεων ποὺ κατέληξαν στοὺς δύο Βαλκανικούς Πολέμους, μὲ γεγονότα ποὺ  ἀνέστειλαν τὶς μορφωτικὲς πρωτοβουλίες. Ὃμως αὐτὰ τὰ συμβάντα  δὲν ἐμπόδισαν τὴν κυοφορία τῶν ἰδεῶν τοῦ Ἰωακεὶμ Γ΄ μέσα στὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ στὶς σκέψεις  τῆς  ἱεραρχίας τοῦ Θρόνου. Ἒτσι γεννήθηκε ὁ ἒντονος προβληματισμὸς γύρω ἀπὸ τὰ διάφορα ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα ἀπὸ  ἱεράρχες καὶ θεολόγους ποὺ φθάνουν άκόμη καὶ σὲ δημοσιεύσεις μελετῶν καὶ προτάσεων γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ ἐδάφους συναντήσεως τῶν ἀσχοληθέντων  σὲ ἀνώτερο ἐπιστημονικὸ ἢ  θεσμικὸ ἐπίπεδο. Χαρακτηριστική τοῦ νέου πνεύματος εἶναι καὶ ἡ τοῦ πατριάρχικὴ εὐλογία γιὰ τὴν πρώτη συμμετοχὴ τῆς ὀρθοδόξου νεότητας τῆς Ὁμογένειας στὸ Συνέδριο τῆς «Χριστιανικῆς Ἀδελφότητος Νέων», τῆς γνωστὴς ὡς Χ.Α.Ν. ποὺ συνῆλθε πρῶτον τὸ 1911 στὴν  Κων/πολη καὶ μετὰ σὲ ἂλλες πόλεις,  ὃπως στὴν Θεσσαλονίκη καὶ στὴν Ἀθήνα.  Ὃμως τότε ἂρχισε νὰ ἐμφανίζεται καθαρότερος ὁ μυστικὸς στόχος τοῦ Νεοτουρκικοῦ Κινήματος τοῦ 1908 γιὰ τὸν «ἐκτουρκισμὸ» τῶν ἐθνικὼν χριστιανικῶν Μειονοτήτων στὴν πολυφυλετικὴ ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία μὲ ἀντίσταση τῶν ἀντιδράσεως τῶν χριστιανικῶν κρατῶν τῶν Βαλκανίων ποὺ προκάλεσε τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους τοῦ 1912 καὶ ἐξῆς. καὶ τότε ἀπεβίωσε ὁ ἐπιφανής Ἰωακείμ Γ΄ καὶ τὸν διαδέχθηκε ὁ σοφός καὶ πολύπειρος Γερμανὸς Ε΄ τοῦ ὁποίου ἡ πατριαρχία συνέπεσε μὲ τὴν  δύσκολη περίοδο τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε εἶδαν τὸ φῶς διάφορα ἂρθρα καὶ μελέτες ἀπὸ ἐξέχουσες προσωπικότητες τῆς ἐποχῆς ποὺ διατύπωναν προτάσεις γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, ἀλλὰ καὶ προτάσεις προδιαγραφῶν γιὰ μιὰ «συμπορεία» τῆς Ἐκκλησίας μας πρὸς τὴν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.  Οἱ σκέψεις αὐτὲς ξεκινοῦν βέβαια ἀπὸ τὴν βαθειὰ συνείδηση πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία καὶ  ἒχει τὸ πληρότητα τῆς Ἀληθείας καὶ στὴ ζωὴ της διαχρονικὰ  ἀνακυκλοῦται καὶ πορεύεται στὴν Ἱστορία καὶ στὴν ζωὴ τῶν ὀρθόδοξων λαῶν χωρὶς ἐκτροπές καὶ ἀλλοιώσεις ὃ,τι ἑνώνει τὴν ἁπανταχοῦ Χριστιανοσύνη. Παράλληλα ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἀρνεῖται σὲ κανένα επίσημο συμβολικό κείμενό της τὸν τίτλο τῆς Ἐκκλησίας σὲ καμιά ἂλλη ἱστορική ἒκφανση σύνολου χριστιανῶν. Ἒκτοτε εἶναι μόνιμη ἡ διαχρονικὴ τακτική της νὰ διεξάγει Διαχριστιανικοὺς Διαλόγους, ποὺ ἀποβλέπουν  νὰ προετοιμάσουν τὸ κλίμα φιλίας καὶ συνεργασίας μετὰ ἀπὸ διακοπῆ σχέσεων πολλῶν αἰώνων, γιατὶ ἡ ἑνότητα δὲν  ἀνακτᾶται οὒτε μὲ συμβιβασμοὺς καὶ προσηλυτισμούς, οὒτε με νέες προσθῆκες στὴν ἀρχαία πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μὲ τὴν βαθειὰ σπουδὴ τῶν ἀρχαίων πηγῶν τῆς κοινῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μας γιὰ τὴν  ὑπομονωτικὴ  διάνοιξη τῆς ὁδοῦ πρὸς  ἀποκατάσταση τῆς Παγκόσμιας Ὀρθοδοξίας. Πρὸς τοῦτο  καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο κατέθεσε τὴν πρότασή του στὴν περίφημη Συνοδικὴ Ἐγκύκλιο «Πρὸς τὰς Ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ»  τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ 1920, μὲ προμετωπίδα τὸν Πέτρειο στῖχο : «Ἐκ καθαρᾶς καρδίας ἀλλήλους ἀγαπήσατε ἐκτενῶς» 3 ποὺ ἀποτελεῖ καὶ ποὺ στὴν πραγματικότητα ἀποτελεῖ τὸν Χάρτη τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ τὴν «ἐπανασυνάντηση» τῶν χριστιανῶν. Τὸ καταστατικὸ αὐτὸ κείμενο τῆς Ἐκκλησίας Κων/πόλεως ἐκφράζει τὸ ἀπὸ αἰώνων «εἰρηνικὸ πνεῦμα», ποὺ πρωτοστάτησε στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους στὴν  ἐπίλυση ἐπὶ τῶν σπουδαίων δογματικῶν καὶ διοικητικῶν ζητημάτων μὲ τὴν κανονικὴ συνοδικὴ «συμφωνία». Μόνον οἱ ἐμπαθεὶς καὶ ἀδιάβαστοι «ζηλωτὲς» κατασυκοφάντισαν αὐτὸ τὸ συνοδικὸ  κείμενο ποὺ συντάχθηκε μὲ τὴν συμβολὴν Ὑποεπιτροπῆς  ἒγκυρων διδασκάλων τῆς «Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Κων/πόλεως» ποὺ ἦταν συντεγμένον ἀπὸγαλουχημένους στὴν Μικρασιατικὴ ἀποστολικὴ κληρονομία τῶν Ἀποστόλων Ἀνδρέου,  Ἰωάννου καὶ Παύλου καὶ τελικὰ ἐπικυρώθηκε ὡς ἐπίσημον συμβολικόν θέσφατον  μὲ τὴν κανονικὴ Συνοδικὴ διαγνώμη καὶ τὴν ὑπογραφὴν  τοῦ Τοποτηρητή τοῦ Θρόνου Προύσης Δωροθέου.Ἡ Ἐγκύκλιος αὐτὴ προσκομίζει πρωτοποριακὰ δυό βασικές ἀρχές γιὰ τὴν συμπορεία πρὸς τὴν Ἑνότητα: α) τὴν ἀναγκαιότητα ὑπεύθυνης ἐκκλησιαστικῆς διακονίας τοῦ  πνεύματος τῆς ἀγάπης καὶ ἀπομακρύνσεως άπὸ τὶς ἀδελφοκτόνες ἐπινοήσεις τοῦ ἀντιρρητικοῦ μεσαιωνισμοῦ (ὓβρεις, προσηλυτισμοὺς, δολοπλοκίες,παρερμηνίες θέσεων κ.τ.λ.) καὶ β) Τὴ βεβαιότητα ὃτι ὁ Θεὸς ἒχει τὴν δύναμη νὰ πραγματοποιήσει τὸ φαινομενικὰ ἀδύνατο καὶ νὰ δημιουργήσει τὴν ἑνότητα ποὺ θέλει. Ἀρκεῖ νὰ παύσουμε τὶς ζηλωτικὲς μικρότητε, βλέποντας πραγματικὰ πόσο βαθύ, παρὰ τὶς διαφορὲς, εἶναι ὃ,τι μᾶς ἑνώνει «σὲ συγκληρονόμους καὶ συμμετόχους τῆς ἐπαγγελίας Του ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» 5   Κατὰ τὴν Ἐγκύκλιο οἱ θεολογικές διαφορές «δὲν πρέπει νὰ ἀποτελοῦν κώλυμα γιὰ τὴν προσέγγιση καὶ συνεργασία τῶν Ἐκκλησιών» στὸν ἠθικοκοινωνικὸ κυρίως τομέα. Γιὰ νὰ γίνουν τὰ πρώτα βήματα προτείνεται ἡ  θεσμικὴ ἒκφραση τῆς συνεργασίας αὐτῆς, ὃπως γινόταν τότε στὰ  πλαίσια τῆς Διακρατικῆς διπλωματικῆς προσεγγίσεως μὲ τὴν ἐδρεύουσα στὴ Γενεύη «Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν». Γι' αυτό πρέπει νὰ συσταθεῖ  μία «Κοινωνία τῶν Ἐκκλησιών»,  ὂχι βέβαια ὡς «κοινωνίας ἐν τοῖς μυστηρίοις» μὲ ἐκκλησιολογική σημασία, ἀλλὰ ὑπὸ τὴν ἒννοια τοῦ «συνασπισμοῦ» (league) συνεργασίας γιὰ τὴν στερέωση τοῦ δεσμοῦ τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένη χριστιανῶν. Ἡ Ἐγκύκλιος αὐτὴ πράγματι  «γράφηκε ἀπὸ ἓνα ἒντελῶς νέο πνεῦμα πλῆρες μέτρου καὶ ἀγάπης ποὺ ἦλθε ἁπλούστατα νὰ συναντήσει μιὰ κλήση, ποὺ πήγασε ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ὀρθοδόξου κόσμου» ὃπως εὒστοχα παρατηρεῖ ὁ μακαριστὸς π. Μ. Λε Γκυγιοῦ.  Ἐξ αὐτοῦ  δικαίως χαρακτηρίστηκε καὶ ἀπὸ τὸν διαπρεπὴ διαμαρτυρόμενο θεολόγο Βίσσερ τ' Οὒφτ ὡς ὁ «Συνταγματικὸς Χάρτης» γιὰ τὴν ὃλη πορεία τῆς Οἰκουμενικῆς  Κινήσεως τοῦ 20ου  αἰῶνα,  ἀφοῦ « ἒθεσε τὶς ὀρθόδοξες προϋποθέσεις τῆς συμπορείας  πρὸς ἀνάκτηση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας».Ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 ἰδιαίτερα ἱκανοποίησε τὴν Ἀγγλικανικὴ κοινωνία, ἡ ὁποία λόγω τῆς ταυτήσεώς της μὲ τὸ βρεταννικὸ στέμμα  ἀσκοῦσε ἂμεση ἐπιρροὴ  στὴν κυβέρνηση τῆς χώρας γιὰ τὴν προστασία τῶν χριστιανῶν στὴν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία.  Πρόσφατη ἀπόδειξη προστασίας τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν τῆς Τουρκίας ἦταν ἡ  ὑπογραφεῖσα τότε Συνθήκη τῶν Σεβρῶν. Πρός τοῦτο ὃταν συγκλήθηκε το Στ΄ Συνέδριο τῶν Ἀγγλικανῶν στὸ ἀνάκτορο τοῦ Λάμπεθ,  ὃπου καὶ ἡ καθέδρα τοῦ ἀρχιεπισκόπου τῆς Καντουαρίας,  στάλθηκε ἐπίσημη πρόσκληση στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχείο καὶ παρέστη ἐπίσημη Πατριαρχικὴ Ἀντιπροσωπεία ὑπὸ τὸν διαπρεπὴ ἱστορικὸ μητροπολίτη Διδυμοτείχου Φιλάρετο Βαφείδη, ἡ ὁποία μἀλιστα διεξήγαγε καὶ θεολογικὲς συζητήσεις ποὺ γνωρίζουμε τὸ περιεχόμενό τους ἀπὸ δημοσιευθεῖσα ἒκθεσή του.

                    Τὸ Φανάρι θέλησε νὰ ἒχει γνωριμία καὶ  μὲ τὸν λοιπὸ Διαμαρτυρόμενο κόσμο ποὺ συγκεντρώθηκε μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ Β΄ Συνεδρίου τοῦ «Παγκόσμιου Συνδέσμου πρὸς Προαγωγὴ Διεθνοῦς Φιλίας διὰ τῶν Ἐκκλησιῶν». στὸ Μπεάτεμβέργ τῆς Ἐλβετίας ἀπὸ τὶς 15-28 Αὐγούστου τοῦ 1920.  Στὴ συνάντηση αὐτὴ συμμετεῖχαν ἐκπρόσωποι καὶ τῶν πέντε  Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῶν Βαλκανίων:  τῆς  Κων/πόλεως, τῆς Ἑλλάδος, τῆς Σερβίας, τῆς Ρουμανίας καὶ τῆς Βουλγαρίας, ποὺ  εἶχαν μεταξύ τους ἀγαστὴ  συνεργασία ἐπὶ τῶν ἐπιδιώξεων τοῦ Συνδέσμου. Ἡ συμμετοχὴ στὸ συνέδριο αύτὸ  σχολιάστηκε εὐμενέστατα ἀπὸ τὸν παρόντα τότε ἐκεῖ Σελευκείας Γερμανὸ καὶ ἀργότερα ἀπὸ τὸν διδάσκαλό μου Ἰωάννη  Καρμίρη.Τὶς σχέσεις μὲ τὸ Ἀγγλικανικὸ Ἐπισκοπελιανὸ στοιχεῖο ἰδιαίτερα πρόσεξε ὁ Ἀθηνῶν Μελέτιος τὴν περίοδο τοῦ Ἐθνικοῦ Διχασμοῦ καὶ ἰδίως κατὰ τὴ δεύτερη ἂφιξη του στὶς Η.Π.Α.. τὸ 1921  ὡς τοῦ κανονικοῦ μητροπολίτη Ἀθηνῶν καὶ ἡ ἀπὸ ἐκεῖ ἐκλογή του σὲ Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη ἒτυχε μεγάλης δημοσιότητος. Ἡ ἂνοδός του στὸν ὓπατο θεσμὸ τῶν Ὀρθοδόξων ἒστρεψε τὸ ἐνδιαφἐρον τῶν Ἀμερικανῶν γιὰ νὰ ἐκτιμήσουν τὴν προσωπικότητά του τῆς  ὁποίας τὴν φιλανθρωπικὴ πρόνοια στήριξαν μετὰ τὰ συμβάντα τοῦ 1922.  Ὁ πατριάρχης Μελέτιος  ἦταν  γνώστης τῶν «πρωτοβουλιῶν» τῶν Ρώσων γιὰ τοὺς Ἀγγλικανούς καὶ ἐπιδίωξε τὸ Φανάρι νὰ ἒχει τὸν πλήρη ἔλεγχο τῆς φιλενωτικῆς κινήσεως μὲ τοὺς Ἀγγλικανούς καὶ γι' αὐτὸ ἐνίσχυσε τὶς διεκκλησιαστικὲς σχέσεις, μετὰ τὴν ἒκδοση τῶν 13 ὃρων περὶ τὴν «Μυστηριακὴ Ἐπικοινωνία» μετὰ τῶν Ὀρθοδόξων ὑπὸ τῶν Ἀγγλικανῶν, κείμενο τό ὁποῖο διευκόλυνε καὶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ κύρους τῶν Ἀγγλικανικῶν χειροτονιῶν, μὲ βάση  τοῦ  σκεπτικοῦ  ὃτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ κοινωνία συνεχίζει τὴν κανονικότητα τῆς ἱερωσύνης ἐκ τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, τὴν ὃποία οὐδέποτε ἀμφισβήτησε ἡ καθ' ἡμᾶς Ἀνατολή.  Τὴν συνοδική αὐτὴ ἀπόφανση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου  τοῦ  1923 τὴν άπεδέχθηκε εὐθὺς  τὸ Πατριαρχεῖο Ἰεροσολύμων καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ποὺ ἒκτοτε ἀποδίδουν ἀρχιερατικὲς τιμὲς  «ἐπ' ἐκκλησίαις»  στοὺς διερχόμενους ἐξ Ἀθηνῶν Ἀγγλικανοὺς ἱερᾶρχες μέχρι τὸ 1954.10              Τὴ τακτικὴ τῆς «καταλλαγῆς» μὲ τὸν λοιπό χριατιανικὸ κόσμο συνέχισαν καί οἱ μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφή Πατριᾶρχες παρὰ τὴν πικρία τους γιὰ τὴν ἐγκατάλειψη τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς χάρη τῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων τους στὸ ἐθνικιστικὸ μένος τῆς Ἂγκυρας. Ὁ μητροπολίτης Θυατείρων Γερμανὸς Στρινόπουλος, τελευταῖος σχολάρχης τῆς Χάλκης, ἐκπροσωπεῖ στὶς διεθνεῖς συνάξεις τὸ Φανάρι ὃλη τὴν Μεταλωζάννεια  περίοδο δοκιμασίας του μὲ τοὺς νέους κυρίαρχους τῆς ἐξουσίας στὴν Τουρκία καὶ ἀποκομίζει τεράστια διεκκλησιαστικὴ ἐμπειρία ποὺ τὸν κατέστησε πολύτιμο ἐκφραστεῖ τοῦ πνεύματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, κυρίως μεταξὺ τῶν Διαμαρτυρομένων. Ἀλλὰ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν «ἐπανασυνάντηση»  τῶν χριστιανῶν  συνέχει καὶ τοὺς «ἐλεύθερους πολιορκημένους» ἀρχιερεῖς τοῦ Φαναρίου ποὺ ἐντρυφοῦν στὸ θέμα ὃπως ὁ διαπρεπέστατος καὶ πολύγλωσσος πρώην καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Χάλκης ἀποθανών ὡς μητροπολίτης Ἐφέσου  Ἀγαθάγγελος Κωνσταντινίδης, ο λεγόμενος καὶ  Μάγνης (†1935),  μὲ τὴν μελέτη του: «Περὶ τῆς θρησκευτικῆς συνεργασίας ἁπασῶν τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» . Κπολις 1924. κ.ἂ. 11   Ἀλλὰ καὶ ὁ πατριάρχης Βασίλειος Γ΄ συμμετεῖχε στὶς διεθνεῖς συνεννοήσεις ὅταν προέκυψε τὸ θέμα τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν 1700 χρόνων ἀπὸ τὴν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὴ Πεντηκοστή του 1925 στὰ Ἰεροσόλυμα, ἀντὶ τῆς Νίκαιας τῆς Βιθυνίας,  ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι ἐθνικιστὲς εἶχαν ἀνατινάξει τὸ 1922  τὸν ἀρχαῖο καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Νίκαιας. Περὶ τοῦ ἑορτασμοῦ αὐτοῦ ἐγράψαμε σὲ προηγούμενο κεφάλαιο πὼς τελικὰ ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς πραγματοποιήθηκε μόνον  στὸν πατριαρχικὸ ναὸ τοῦ Φαναρίου προεξάρχοντος τοῦ τελευταίου μητροπολίτη Νίκαιας καὶ εἲδη πατριάρχου Βασιλείου Γ΄.  Τὸ μόνο θετικὸ ποὺ ἂφησε ἡ οἰκουμενικὴ αὐτὴ προσδοκία γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς Συνόδου γιὰ τὴν ἑνότητα πίστεως τῆς Χριστιανοσύνης ἦταν  ὃτι ἂναψε καὶ πάλι τὸ ἐνδιαφέρον  στοὺς Ὀρθοδόξους  γιὰ τὴν σύγκληση μιᾶς «Μεγάλης Συνόδου» μετὰ ἀπὸ  σοβαρὴ προπαρασκευή της. 

          Μὲ πρωτοβουλία ἐκείνων ποὺ ἒζησαν τὴν ἀδυναμία τῶν Ἐκκλησιῶν νὰ παρέμβουν στὴν τότε παγκόσμια ἐμπλοκή, αὐτὴ ποὺ προκάλεσε τόση δυστυχία στὴν ἀνθρωπότητα, συγκλήθηκε στὴ Στοκχόλμη τῆς Σουηδίας ἀπὸ τὶς 16-30 Αὐγούστου 1925 τὸ Α΄ Παγκόσμιο Συνέδριο «Ζωὴ καὶ Ἐργασία» μὲ τὴν συμμετοχὴ Ἀγγλικανῶν, Παλαιοκαθολικῶν καὶ τῶν ἀρχαίων Ἐκκλησιῶν τῆς  Ἀνατολῆς.  Σ' αὐτὸ κλήθηκαν νὰ συμμετέχουν καὶ τὰ τρία παλαίφατα Πατριαρχεῖα: τῆς  Κων/πόλεως, τῆς Ἀλεξανδρείας, τῶν Ἰεροσολύμων καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Τὸ πρόγραμμα περιλάμβανε προσέγγιση σὲ ζητήματα ἠθικά, κοινωνικὰ καὶ οἰκονομικά μὲ πρακτικές  μεθόδους. Ἡ παρουσία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ' αὐτὸ τὸ Συνέδριο ἦταν πολυάριθμη καὶ σημαντική.  Συμμετεῖχαν, ὁ Ἀλεξανδρείας Φώτιος καὶ ὁ Ἱεροσολύμων Δαμιανός καὶ ἐκ μέρους τοῦ Φαναρίου ὁ Θυατείρων Γερμανός.12  καθὼς καὶ πολλοὶ ἐπίλεκτοι ἀρχιερεῖς, κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ  θεολόγοι 13  Στοὺς  ὀρθόδοξους ἀπεσταλμένους προήδρευσε ὁ Ἀλεξανδρείας Φώτιος.  Στη σύσκεψη αὐτὴ  πολλὴ σημαντικὴ ἦταν ἡ συμβολὴ τοῦ Θυατείρων Γερμανοῦ, ποὺ ἒκτοτε διαδραμάτευσε πρωτεύοντα ρόλο στὶς Διορθόδοξες καὶ Διαχριστιανικὲς συνάξεις μέχρι τὴν ἐκδημία του τὸ 1951. Ὁ Γερμανὸς  ἀναφέρθηκε στὸ πνεῦμα τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920,  ὡς ἓνας τῶν εἰσηγητῶν τοῦ κειμένου της,   καὶ τόνισε τὴν σημασίας μιας εὐρύτερης  ἑνότητας ὅσων ἀποδέχονται ὡς «Σωτῆρα καὶ Κύριον  τὸν  Ἰησοῦ Χριστὸ», καθὼς  καὶ τὸ χρέος ὃλων γιὰ νὰ καλλιεργήσουν  τὴν «Καταλλαγὴ» μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν  γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν πολλῶν μεταπολεμικῶν προβλημάτων τῆς χριστιανοσύνης. Πολλοὶ ὀρθόδοξοι θεολόγοι ἐξῇραν τὴν ἐμπειρία ποὺ ἀπεκόμισαν ἀπὸ τὶς συνομιλίες ἐκ τοῦ Συνεδρίου γιατί  τὸ πνεῦμα του  συμφωνοῦσε μὲ τὴν Ἐγκύκλιο τοῦ 1920 γιὰ τὴν πρόταση συστάσεως τοῦ  ὀργανισμοῦ τῆς «Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν.14 Μετὰ ἓνα χρόνο ἀκολούθησε καὶ τὸ Συνέδριο στὸ Ἐλσίνκι 1926 τῆς  Κινήσεως τῆς ΧΑΝ μὲ τὴν συμμετοχὴ  γιὰ πρώτη φορὰ ἐκπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ποὺ ἦταν ὁ μητροπολίτης Κερκύρας Ἀθηναγόρας, γνώστης τῆς ἀγγλικῆς καὶ τῆς γαλλικῆς γλώσσας, ὅπου καὶ σφυρηλάτησε πολλὲς γνωριμίες μὲ σημαντικὲς προσωπικότητες  πρωτοπόρων στὴν «Καταλλαγὴ», ὅπως ἦταν τοῦ Visser’ t' Hooft, ποὺ ἀργότερα τὸν φιλοξένησε καὶ στὴν Κέρκυρα γιὰ τὴν σύσταση παραρτήματος τῆς Χ.Α.Ν  στὴν κερκυραϊκὴ  νεότητας. Ὅλο αὐτὸ τὸ διεκκλησιαστικὸ ἐνδιαφέρων ἀνεζωπύρωσε τὴν ἐλπίδα ἐπανεκτιμήσεως τῆς ὀρθόδοξης προζύμης γιὰ τὸ φύραμα τῆς ἐτεροδοξίας, ἀκόμη καὶ γιὰ νὰ προληφθοῦν οἱ τυχὸν παρεξηγήσεις  ἐπὶ τοῦ «ἑνωτικοῦ ζητήματος».

                  Στὸ Α΄ Συνέδριο  «Πίστις καὶ Τάξις», ποὺ συγκλήθηκε στὴ Λωζάννης ἀπὸ τίς 3-21 Αὐγούστου 1927, συγκέντρωσε  400 συνέδρους  ἀπὸ 80 Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες. Μεταξὺ  αὐτῶν ἦταν καὶ ἀντιπροσωπεῖες ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ τῶν Ὀρθοδόξων, τῶν Κοπτῶν, τῶν Σύρων καὶ τῶν Ἀρμενίων καὶ  ἐκεῖ γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ ἀπὸ αἰῶνες ἀναζητήθηκαν οἱ μεταξύ τους βασικὲς ἀρχὲς συμφωνίας σὲ δογματικὲς πεποιθήσεις! Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πνεῦμα κινήθηκε καὶ συνῆλθε ἑνωμένη ἡ Ἀντιπροσωπεία τῶν 10 Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ποὺ συμμετεῖχαν στὶς ἐργασίες τοῦ συνεδρίου. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη Πανορθόδοξη παρουσία ενώπιον τῆς σύγχρονης χριστιανικῆς Οἰκουμένης !  Πρόεδρός της ἦταν  ὁ μητροπολίτης Θυατείρων  Γερμανὸς Στρινόπουλος καὶ συμπαρίσταντο  ὀκτὼ ἀκόμη ὀρθοδόξοι ἱερᾶρχες μεταξύ των ὁποίων::  ὁ Σόφιας Στέφανος καὶ ὁ Βαρσοβίας Διονύσιος, ὁ Λεοντουπόλεως Χριστοφόρος καὶ ὁ Νουβίας Νικόλαος,  ὁ Νόβισαδ Εἰρηναῖος καὶ ὁ Βουκοβίνης Νεκτάριος, καθώς  καὶ ὁ Ναυπακτίας Ἀμβρόσιος καὶ ὁ Ἒξαρχος Δυτικῆς Εὐρώπης Εὐλόγιος. Συμμετεῖχαν  ἐπίσης ὀκτὼ ἀρχιμανδρῖτες καὶ πρωτοπρεσβύτεροι, ὅπως: ὁ Μιχαὴλ Κωνσταντινίδης, ὁ Θεολόγος Παρασκευαΐδης, ὁ Κων/νος Βαλιάδης, ὁ Σέργιος Μπουλγάκωφ καὶ ὁ Στέφανος Τσαγκὼφ, καθὼς καὶ 5 λαϊκοὶ καθηγηταί, μεταξύ των ὁποίων ἐξ Ἑλλάδος:  ὁ Δημ. Μπαλάνος, ὁ Κ. Δυοβουνιώτης καὶ ὁ Ἁμ. Ἀλιβιζάτος, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς Βουλγαρίας ὁ ἱστορικὸς Νικόλαος Γκλουμποκόβσκυ. Ὅλοι ἦταν ἐξέχουσες προσωπικότητες τῆς ἐποχῆς. Στὸ Συνέδριο τέθηκαν ὡς θέματα πρὸς συζήτηση,: α) «περὶ προσκλήσεως στὴν ἑνότητα«, β) «περὶ τῆς ἀποστολῆς τοῦ διαγγέλματος τοῦ Εὐαγγελίου», γ)  «περὶ τῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ περὶ τοῦ κοινοῦ Συμβόλου Πίστεως» δ) «περὶ τοῦ ὑπουργήματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν μυστηρίων» καὶ τέλος ε) «περὶ τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας». Κατά τὶς συζητήσεις διαμορφώθηκαν τρεῖς τάσεις: Ἡ μία ἐκπροσωποῦσε τὴν «παραδοσιακὴ θεολογία» τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους. Ἡ δεύτερη διατυπώθηκε ἀπὸ τὴν  «συντηρητικὰ μεταρρυθμισμένη θεολογία» ἐκ μέρους τῶν Ἀγγλικανῶν καὶ ἡ τρίτη προερχόταν ἀπὸ τὴν «ἐντελῶς φιλελεύθερη θεολογία»,  ποὺ ὑποστηρίχθηκε ἀπὸ τοὺς άκραίους Προτεστᾶντες. Αὐτὲς οἱ τρεῖς τάσεις κυριαρχοῦν γιὰ χρόνια μέσα στὶς συνάξεις τῶν χριστιανῶν

               Τὶς ὀρθόδοξες θέσεις τὶς ἀνέπτυξε τὴν πρώτη ἡμέρα ὁ Θυατείρων Γερμανὸς ποὺ διευκρίνησε ποιὸ περιεχόμενο δίδει σ’ αὐτές ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κάτι ποὺ ἐνθουσίασε ὅλους τοὺς παριστάμενους ἀντιπροσώπους. Ὅμως στήριξε τὴν ἀφοσίωση τῶν Ὀρθοδόξων στὴν διδασκαλία τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τῶν ὀκτῶ πρώτων αἰώνων καὶ στὴν ἐκκλησιολογία τοῦ ἑνὸς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πρέπει νὰ ἔχει  ὡς προϋπόθεση  τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως. Ἀκόμη πρόσθεσε, πὼς δὲν ὑπάρχει γνήσιος ὀρθόδοξος θεολόγος ποὺ νὰ παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ αὐτὴ καὶ γι’ αὐτὸ κατατέθηκαν στὸ Συνέδριο αὐτὲς οἱ ὀρθόδοξες θέσεις. Οἱ Διαμαρτυρόμενοι συμφώνησαν μόνον μὲ τὴν ὀρθόδοξη θέση στὸ «περὶ κλήσεως γιὰ τὴν ἑνότητα» καὶ στὴν  ὁλομέλεια τοῦ Συνεδρίου δέχθηκαν πλήρως καὶ τὸ μήνυμα: «περὶ ἐπαναευαγγελισμοῦ τῶν λαῶν». Στὰ λοιπὰ διατύπωναν τὶς γνωστὲς ἀπὸ ἄλλοθεν ἀπόψεις τους ποὺ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, κάτι ποὺ ἀνάγκασε τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ζητοῦν τὴν καταγραφὴ τῶν ἀντιρρήσεών τους στὰ Πρακτικά. Μὴ ἀρκεσθέντες μόνον σ’ αὐτὸ οἱ Ὀρθόδοξοι κατέθεσαν γιὰ πρώτη φορὰ μιὰ ἱστορικὴ δήλωση, κατὰ τὸ πνεῦμα τῆς Συνοδικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 «μὲ σύντομη κριτικὴ ἐπὶ τῶν κατατεθέντων σκέψεων τῶν ἀντιπροσώπων ποὺ ἀποκλείνουν  τῆς  Ὀρθοδοξίας». 

     Στὴν κατατεθεῖσα κοινὴ δήλωση τῶν Ὀρθοδόξων  ἀναφέρθηκε ὃτι : «Οἱ βάσεις ποὺ τέθηκαν γιὰ τὴν διατύπωση κοινῶν προτάσεων καὶ ἐπιψηφίστηκαν ἀπὸ τὴν πλειονοψηφία ἀποκλίνουν σὲ πολλὰ σημεῖα ἀπὸ τὶς ὀρθόδοξες ἀρχὲς.  Ἡ Οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία μὲ τὰς Συνόδους της ἔχει καταστήσει δογματικὲς ἀρχὲς ποὺ εἶναι  ὑποχρεωτικὲς γιὰ ὅλους ὅπως εἶναι ἡ κοινὴ πίστη καὶ ἡ ὀρθόδοξη ὁμολογία ποὺ ἀποτελοῦν προϋποθέσεις γιὰ τὴν μυστηριακὴ κοινωνία. Ἡ ἀποχὴ τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τὶς ψηφοφορίες ἔχει τὴ σημασία πῶς θεωροῦν ἀνεπαρκῆ τὴν ἐξέταση αὐτῶν ἀπὸ ὀρθοδόξου ἀπόψεως καὶ στὸ μόνο ποὺ συμφωνοῦμε εἶναι ἡ ἐπίτευξη συνεργασίας τῶν Ἐκκλησιῶν στὸ κοινωνικὸ καὶ ἠθικὸ πεδίο μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης». Ἐπίσης δηλώνεται ὅτι: «ἡ Ὀρθοδοξία δὲν θὰ παύσει νὰ προσεύχεται  καὶ νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν ἐμπιστευόμενη τὶς ἐξελίξεις στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ καθοδηγεῖ πάντα τὴν Ἐκκλησία σὲ κάθε ἀλήθεια». 15 

               Μετά τη δήλωση αὐτὴ ἡ διαμαρτυρόμενη πλειονοψηφία ἔθεσε ἕνα βασικὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ φύση τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν ποὺ ἀναζητεῖται ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες μέσω τῶν συναντήσεων και συνεδρίων  στὶς ὁποῖες διαλέγονται καὶ συμπράττουν γιὰ τὴν ἐπίτευξη αὐτοῦ του στόχου τῆς ἑνότητας.  Οἱ Ὀρθόδοξοι τότε διαπίστωσαν πόσο δύσκολο εἶναι νὰ τιθασευθεῖ ἡ προτεσταντικὴ ἐλευθεριότητα ποὺ διαγράφει ὅλη τὴν παράδοση καὶ τὴν ἰστορικὴ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας, ὡσὰν ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀνακαλύφθηκε τὸν 16ο αἰώνα!  Τέλος ἀποδείχθηκε πὼς πρέπει νὰ ἐνθαρρυνθεῖ κυρίως ἡ ἐπανασυνάντηση τῶν χριστιανῶν  μὲ συγγενεῖς ἀρχὲς καὶ διδασκαλίες, ὃπως εἶναι οἱ Ἐλάσσονες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς, μὲ τις ὁποῖες  θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ἡ βάση γιὰ τὴν ἐπίτευξη κάποτε τῆς ἑνότητος. Τὸ θετικὸ εἶναι ὃτι  ἡ ἐπαφὴ μὲ ἐκπροσώπους τους  ἄνοιξε γιὰ πρώτη φορὰ σὲ ἀνεπίσημο ἐπίπεδο τὴν  προοπτικὴ διαλόγου καὶ ἔδωσε σὲ ὅλους νὰ καταλάβουν: «ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει συνείδηση πῶς κατέχει τὴν αὐθεντικότητα τῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ καὶ  τὴν πληρότητα τῆς ἀληθείας τῆς ἀρχαίας Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Οἱ συμμετοχὲς τῶν Ὀρθοδόξων στὶς Διασκέψεις δὲν γίνεται σὲ άναζήτηση μιᾶς δογματικῆς «ἐλαχιστοποιήσεως» τῶν διαφορῶν ἣ μία διομολογιακή κράση ἢ ἀκόμη καὶ συμβιβασμός, ἀλλὰ και οὒτε ἀδιαφορία γιά τὶς βασικές δογματικές ἀλήθειες τῆς Ἐκκλησίας.  

                            « Εὐλογημένη καὶ τελεσφόρα η νέα  χρονιά του 2022 »   Α.Π.

  1. Βλ. Συνοδικὸν τ. Β΄. σσ. 192-193.
  2. Γ. Τσέτση. Ἡ Συμβολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου  στὴν ἵδρυση τοῦ Π.Σ. Ἐκκλησιῶν.

Κατερίνη. 1988. σσ.51-71.

 Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Α΄ ΄ἔκδ., ἐν Ἀθήναις 1953, σέλ. 957-960, Β΄ ἔκδ.., σέλ, 1055-1056 καὶ Γ.Τσέτση. Οἰκουμενικὸς Θρόνος καὶ Οἰκουμένη. Ἐπίσημα κείμενα. Κατερίνη .1989,  σσ. 58-64, ὅπου καὶ ἡ σχετικὴ μὲ τὴν Ἐγκύκλιο  βιβλιογραφία.  

   5.     Ἐφεσ. γ΄. 6

  6.    Ἀρ. Πανώτη. Παῦλος Στ΄- Αθηναγόρας. Εἰρηνοποιοὶ  Ἀθῆναι 1971 σ.σ. 25-27.

   7.   Φιλάρετος Βαφείδης. Ἀποσημειώματα: Ἐντυπώσεις τῆς ἐν Λάμπεθ-Πάλας Πατριαρχικῆς

         Ἀποστολῆς. «Νέος Ποιμὴν» Κπ. τ.3. (1921),σσ. 43-71,180-190, 209-226.

   8.   Βασ. Σταυρίδης. Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως. Ἀθῆναι 1964.σσ. 40-41.

   9.    Α.Π. «Συνοδικὸν» . τ. Β΄ σσ. 532-533.καὶ-568.567.

 10.   Τότε  προέκυψε ἡ σκληρότης τῶν Ἂγγλων κατὰ τῶν Κυπρίων ἀγωνιστῶν μὲ τὴν ὑπογραφὴ

         τῆς βασιλίσσης τῆς Ἀγγλίας, «Κεφαλῆς» τῆς Ἀγγλικανικῆς Ὁμολογίας καὶ ἀνεστάλησαν

          οἱ  ἐγκάρδιες σχέσεις. 

11.    Θ.Η.Ε. τ.Α΄. στ. 83-84

12.  Α.Π. «Συνοδικόν» τ. Β΄, σσ. 486.

13.  Ἀμιλ. Ἀλιβιζᾶτος, Αἱ σύγχρονοι εἰρηνευτικαὶ τάσεις καὶ τὰ ἐν Στοκχόλμῃ συνέδρια,

        Ἀθῆναι 1927.

14.  Β. Σταυρίδη. Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως. ο.π. σσ. 85 καὶ Γ. Τσέτση, ο.π. σσ. 100-102.

15. Δήλωση αὐτὴ σαφέστατα διευκρινίστηκε ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους μετά δεκαετία τὸ 1937

      στὸ συνέδριο του Ἐδιμβούργιου ὃταν δηλώθηκε ὃτι:Ἡμεῖς  ἐμμένομεν  εἰς τοῦτο : ἡ μυστηριακὴ   

      κοινωνία (intercommunio) πρέπει νὰ θεωρηθεῖ  ὡς τὸ ἐπιστέγασμα γνήσιας καὶ πραγματικῆς

      ἑνώσεως, ἐφ' ὃσον θὰ ἒχει αὐτὴ ἐπιτευχθεῖ  διὰ θεμελιώδους συμφωνίας ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς

     πίστεως καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως. Ἡ Μυστηριακὴ συμφωνία δὲν πρέπει να λογίζεται

     ὡς μέσον γιὰ την ἑνότητα, ἀλλὰ ὡς τὸ ἐπιστέγασμα τῆς κοινής Ὁμολογίας πίστεως. Γεώργιος

     Τσέτσης Ἡ Συμβολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν ἳδρυση τοῦ Π.Σ. Ἐκκλησιῶν.

     Κατερίνη. 1988. σσ. 102-110. ὃπου καὶ   πλήρης  Βιβλιογραφία

Loading

Ἡ Α.Θ.Π. ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαίος παραλαμβάνει τόμον
   τοῦ «Συνοδικοῦ» ἀπὸ τὸν ἂρχοντα  Ἀριστείδη Πανώτη.

Στὴν ἐπιθεώρηση «ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ»

ὁ καθηγητής  Ἱωάννης Μ. Κονιδάρης

γράφει γιὰ :

   ΣΤΟ «ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ» ΤΟΥ   ΠΕΡΙ ΤΗΣ  ΜΕΤΑΛΩΖΑΝΝΕΙΑΣ

               ΠΟΡΕΙΑΣ  ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ Γ. ΠΑΝΩΤΗ, Τὸ Συνοδικόν τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας, τ. Γ΄, τεῦχ. Β΄, ἐν Ἀθήναις: Ἑπτάλοφος 2021, σσ. 289-575.

Ὁ πρεσβύτερος τῶν ὀφφικιαλίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Ἄρχων Μέγας Ἱερομνήμων (1967, ἐπὶ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα) ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΝΩΤΗΣ, πολιὸς καὶ χαλκέντερος ἐρευνητὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ ἰδίως ἐκείνης τοῦ Πάνσεπτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, συνεχίζει ἀκάματος τὸ σημαντικὸ τρίτομο ἔργο του: «Τὸ Συνοδικὸν τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας», «ἤτοι Ἐπίτομος Ἱστορία τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας τοῦ εὐσεβοῦς Γένους μας», καθώς, ὅπως ὁ ἴδιος πιστεύει, «σὲ ἕνα σύγχρονο Συνοδικὸν θὰ πρέπει νὰ κατατίθεται συνοπτικὰ ἡ γνώση τοῦ παρελθόντος ποὺ ἐπιβάλλεται νὰ παραμένει ἄσβεστη στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση γιὰ νὰ φρονηματίζει τὶς νεότερες γενιὲς κληρικῶν καὶ λαϊκῶν».

Ἤδη κυκλοφόρησε, μὲ τὴ στήριξη τῆς Ἀδελφότητος τῶν Ὀφφικιάλων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «Παναγία ἡ Παμμακάριστος», τὸ δεύτερο τεῦχος τοῦ τρίτου τόμου (πρᾶγμα ποὺ δηλώνει καὶ ἡ συνέχεια στὴ σελιδαρίθμηση), τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει τὸ ὄγδοο μέρος τοῦ ἔργου, μὲ τὸν εἰδικότερο τίτλο «Ἡ “Μεταλωζάννεια” δοκιμασία τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως (1923-1928)».

Ἔχουν προηγηθεῖ ὁ πρῶτος τόμος (2008) τοῦ «Συνοδικοῦ» ποὺ καλύπτει τὴν περίοδο ἀπὸ τὴν πρώτη χιλιετία ἕως τὸ 1833/1850, ὁ δεύτερος τόμος (2009) ποὺ καλύπτει τὴν περίοδο ἀπὸ 1850 ἕως τὸ 1922 καί, ὡς εἰσαγωγὴ στὸν τρίτο τόμο τοῦ ἔργου, τὸ αὐτοτελὲς μελέτημα (2014) «Ἡ πατριαρχικὴ προστασία τῶν “Νέων Χωρῶν” κατὰ τὴ β΄ δεκαετία τοῦ 20οῦ αἰῶνα».

Ὁ τρίτος τόμος παρουσιάζεται σὲ τρία τεύχη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχει ἤδη κυκλοφορήσει τὸ πρῶτο τεῦχος (2018), ποὺ καλύπτει χρονικὰ τὶς περιπέτειες τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας κατὰ τὴν μικρασιατικὴ «Ἔξοδο» τοῦ 1922-1923, ἐκκινῶντας ἀπὸ τὴ «Μετοικεσία» τοῦ 1922 καὶ καταλήγοντας στὸν ἐπίλογο τῆς Πατριαρχίας [1921-1923] Μελετίου Δ΄ (Μεταξάκη). Ὅλα τα ἐπιμέρους τμήματα τοῦ μνημειώδους αὐτοῦ ἔργου ἔχουν παρουσιαστεῖ ἀπὸ τὶς στῆλες τῶν «Νομοκανονικῶν», μὲ ἐμπεριστατωμένες βιβλιοπαρουσιάσεις, ἀπὸ τὸν Διδάκτορα Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου τῆς Νομικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν καὶ δικηγόρο Γ. ΙΑΤΡΟΥ (Νομοκανονικὰ 1/2008, σ. 223 ἐπ.· 1/2010, σ. 175 ἐπ.· 2/2014, σ. 214 ἐπ.· 1/2019, σ. 225 ἐπ. ἀντιστοίχως), ἔτσι, ὥστε εἶναι εὔκολο στὸν ἀναγνώστη τοῦ περιοδικοῦ νὰ παρακολουθήσει τὴν ὅλη πορεία τοῦ ἐγχειρήματος ἕως σήμερα.

Ἤδη, στὸ τμῆμα τοῦ ἔργου ποὺ μόλις κυκλοφόρησε (2021), μὲ τὸν εἰδικότερο, ὅπως ἐλέχθη ἤδη, τίτλο «Ἡ “Μεταλωζάννεια” δοκιμασία τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως (1923-1928)», ὁ σ. δίνει μὲ ἐνάργεια ἀπὸ τὶς πρῶτες γραμμὲς τοῦ ἔργου τὸ στίγμα του: «Μὲ τὴν ὑπογραφὴ τῆς “Συνθήκης Εἰρήνης” στὴν Λωζάννη τῆς Ἐλβετίας γράφτηκε ὁ ἐπίλογος τῆς “Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς”. Τότε τέθηκε κάποιος συμβιβασμὸς στὶς ἑκατέρωθεν μακροχρόνιες ἐδαφικὲς διεκδικήσεις Ἑλλήνων καὶ Τούρκων, ὅμως δὲν ἐξασφαλίστηκε τὸ κλίμα ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης ποὺ εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴν διευθέτηση καὶ τῶν θρησκευτικῶν προβλημάτων κατὰ τὸ Κανονικὸ Δίκαιό της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ Ἀντιπρόσωποι τῶν κρατῶν ποὺ συνῆλθαν στὴν Λωζάννη ἐθεώρησαν πολὺ σωστὰ ἑαυτοὺς ἁρμοδίους μόνον γιὰ ἐπίλυση τῶν διακρατικῶν ζητημάτων. Τὰ θρησκευτικὰ καὶ πολιτιστικὰ ζητήματα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Τούρκων ἐθνικιστῶν, τὰ ἄφησαν ρυθμιζόμενα κατὰ τὶς παλαιότερες διεθνεῖς συνθῆκες στὴν καλὴ θέληση τῶν δύο χωρῶν, ὅπως τὰ ἀποδέχθηκαν οἱ αὐτοκρατορίες ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη μέχρι τὸν 20ὸ αἰῶνα. Οἱ συνελθόντες στὴν Λωζάννη εὐελπιστοῦσαν ὅτι ξεπέρασαν τὸ τεθὲν ἀπὸ τοὺς Τούρκους “Πατριαρχικὸ ζήτημα” μὲ διπλωματικοὺς χειρισμούς, ἴσως διότι δὲν εἶχαν ἐμπειρία τῆς ἀγριότητος τῆς ἐθνικιστικῆς ἐξάψεως τοῦ Νεοτουρκισμοῦ».

Ἀκολουθοῦν εἴκοσι ἑνότητες/παράγραφοι ποὺ ἀναφέρονται σὲ διάφορα γεγονότα ποὺ ἔλαβαν χώρα μετὰ τὴ Συνθήκη τῆς Λωζάννης. Ἡ παράθεση καὶ μόνο τῶν τίτλων τῶν ἐπιμέρους ἑνοτήτων ἀρκεῖ γιὰ νὰ καταδείξει τὴν ἐνδελεχῆ ἐξέταση τῆς περιόδου αὐτῆς: Ὁ πατριαρχικὸς «Γολγοθᾶς» ὑπὸ τὸ νέο καθεστώς· Τί ἄφησε στὴν πατρίδα τῆς Ἀνατολῆς ἡ Ρωμιοσύνη· Μιὰ χαρτογράφηση τῆς ἐν Ἑλλάδι προσφυγιᾶς· Χειρισμοὶ γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν ὁμαλότητα· Παρεμβάσεις στὴν νέα πατριαρχικὴ ἐκλογὴ μὲ συνέπειες· Ἡ πεπνυμένη πατριαρχία τοῦ ἀπὸ Χαλκηδόνος Πατριάρχη Γρηγορίου Ζ΄ [1923-1924]· Ἡ καθιέρωση τοῦ ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησιαστικοῦ Χάρτη· Τὰ περὶ τοῦ «Θέματος» τῆς Ἐκκλησίας τῶν Νέων Χωρῶν· Προτάσεις περὶ τῶν ἐν Ἑλλάδι πραγμάτων τῆς Ἐκκλησίας· Μετασχηματισμοὶ στὴν «αὐτοκέφαλη» διοίκηση· Πρώτη ἀπόπειρα φαλκιδεύσεως «Πρωτείου» ἐν Ἑλλάδι· Τριγμοὶ σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ κράτους ἐν Ἑλλάδι· Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντῖνος ΣΤ΄ [1924-1925] πρῶτο θῦμα τοῦ Νεοτουρκισμοῦ· Τὸ «Ἡμερολογιακὸ» μετὰ τὸ 1924 καὶ ἄλλα θλιβερὰ ποὺ τάραξαν τὴν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησία· Ἡ πατριαρχικὴ ἐκλογὴ πρὸς ἐπιστροφὴ στὴν ὁμαλότητα [ἔνν. τοῦ Βασιλείου Γ΄, 1925-1929)· Ἡμέρες μέριμνας πεπνυμένου Πατριάρχη· Ὑποτροπὴ δοκιμασιῶν τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας· Ἡ ἀνάδειξη τοῦ πανσέπτου Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας σὲ μνημεῖον παγκοσμίου Πολιτισμοῦ [1934]· Ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησιολογίας μας ἡ «ἐνόρια» διακονία· Τὸ Πατριαρχεῖο Ρουμανίας «στῦλος» τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.

Ὁ συγγραφέας, πέραν τοῦ γεγονότος ὅτι χρησιμοποιεῖ τὸ πολυτονικὸ σύστημα, ποὺ προσφέρεται γιὰ τὴν περιγραφὴ τῶν γεγονότων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἐπιλέγει καὶ μιὰ μεικτὴ γλῶσσα, ἡ ὁποία συνδυάζει ἁρμονικὰ στοιχεῖα τόσο τῆς λόγιας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας ὅσο καὶ πιὸ ἁπλοϊκά τοῦ καθ’ ἡμέραν βίου ἔτσι, ὥστε καθίσταται καταληπτὸς ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη του, ἀνεξαρτήτως μορφωτικοῦ ἐπιπέδου, ὁ ὁποῖος προσλαμβάνει ἀνέτως τὰ ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ περιγράφονται μὲ ἐνάργεια καὶ ἀμεσότητα.

Ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ΙΑΤΡΟΥ (Νομοκανονικὰ 1/2019, σ. 226-227), ὁ σ. «κατορθώνει μὲ τὸ γλαφυρό τῆς περιγραφῆς καὶ τοῦ σχολιασμοῦ του νὰ καταστήσει τὸν ἀναγνώστη πρῶτα αὐτόπτη μάρτυρα καὶ ἐν συνεχείᾳ σκεπτόμενο ἀναλυτὴ τῶν ὅσων διαβάζει. Ἡ αἴσθηση αὐτή, ἴσως καὶ λόγῳ τοῦ ὅτι αὐτὰ καθ’ ἑαυτοῦ τὰ περιγραφόμενα προσφέρονται πρὸς τοῦτο, εἶναι ἰδιαίτερα ἔντονη σὲ αὐτὸν τὸν τρίτο τόμο».

Ἀσφαλῶς ἐκεῖνο ποὺ μένει ἔντονα χαραγμένο στὴ μνήμη τοῦ ἀναγνώστη εἶναι ὅτι σὲ ὅλες τὶς περιόδους συγκροτήσεως τοῦ νεότερου ἑλληνικοῦ κράτους τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο κατέβαλε φόρο αἵματος, μεταφορικὰ ἀλλὰ καὶ κυριολεκτικά. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἐξάρει κανεὶς τὴ στάση καὶ τὸ φρόνημα τῶν Πατριαρχῶν καὶ Ἀρχιερέων τῆς πρωτόθρονης Κωνσταντινούπολης ποὺ ἔδωσαν μάχη γιὰ νὰ μείνει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο στὴν ἕδρα του, παρὰ τὸ μεγάλο τίμημα ποὺ εἶχε αὐτὴ ἡ ἐπιτυχία (βλ. συνοπτικά τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἰσχύουσα σήμερα διαδικασία γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Πατριάρχη σὲ Ι.Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Ἰδιαίτερα Ἐκκλησιαστικὰ καθεστῶτα στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, 2η ἔκδ. [μὲ τὴ συνεργασία Γ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ], Ἀθήνα – Θεσσαλονίκη 2017, σ. 32 ἐπ., ἰδίως σ. 36 ἐπ.).

Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου εἶναι περισσότερο ἀπὸ ἀναγκαία, ὥστε νὰ ὑπάρξει μιὰ πλήρης ἐπιτομὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῆς «ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας». Βέβαια ὁ σ. ἔχει ἤδη διακηρύξει ὅτι «μετὰ τὴν παράθεση καὶ τὴν σύνδεση τῶν ἱστορικῶν δεδομένων, ἡ συναγωγὴ κρίσεων στοχεύει στὸ νὰ μὴν ἐπαναλαμβάνονται σφάλματα ἐκτρέποντα τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἀτραποὺς ποὺ κατακερματίζουν τὴν πολύτιμη ἑνότητά της» (τ. Β΄, σ. 613). Πρέπει νὰ ὁμολογήσω πὼς δὲν συμμερίζομαι τὴ διαφαινόμενη αἰσιοδοξία του. Ἄλλωστε, τὰ τελευταῖα ἰδίως ἔτη, αὐτὴ ἡ ἑνότητα δεινῶς δοκιμάζεται καὶ ἡ σκλήρυνση τῶν θέσεων ἔνιων ἐθνικῶν Ἐκκλησιῶν δὲν προοιωνίζουν τὴν ἐπίλυση τῶν διαφορῶν ποὺ ἔχουν προκύψει καὶ τελικὰ συνοψίζονται στὴν ἀμφισβήτηση τοῦ «πρωτείου» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη.

Εὔχομαι ἀπὸ καρδιᾶς στὸν «Πρύτανη» τῶν Ἀρχόντων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του μὲ τὴν ἴδια ἐνέργεια καὶ νὰ παρουσιάσει σύντομα καὶ τὸ τρίτο τεῦχος τοῦ τρίτου τόμου, ἔτσι ὥστε νὰ ὁλοκληρωθεῖ τὸ μνημειῶδες καὶ πολύτιμο αὐτὸ ἐγχείρημα.

Ι. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ

               

Loading

[apvc_embed type="customized" border_size="2" border_radius="5" background_color="" font_size="14" font_style="" font_color="white" counter_label="Επισκέπτες : " today_cnt_label="Σήμερα: " global_cnt_label="Συνολικά: " border_color="" border_style="solid" padding="5" width="200" global="true" today="true" current="true" icon_position="" widget_template="None" ]