Τελευταία δήλωση του Αριστείδη Πανώτη

Είμαι ο μόνος θεολόγος που παρέμεινα μέσα στο Βατικανό, στο Πύργο του Αγίου Ιωάννου, και σε όλη μου τη ζωή παρέμεινα Ορθόδοξος τιμώμενος από την Καθολική Εκκλησία.

Δεύτερη φορά με φιλοξένησε ο Πάπας Παύλος ο 6ος στο Βατικανό, όταν μου απένειμε το παράσημο του Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου για τον τόμο των Ειρηνοποιών.

Ήμουν μαζί με τον Πατέρα Βαρθολομαίο όταν ήλθε από την Ρώμη ο καρδινάλιος Benelli που αργότερα έγινε Αρχιεπίσκοπος Μιλάνου και κατ’ εντολή του Πάπα αξίωσε και πέτυχε την ελευθερία της εκλογής του νέου Πατριάρχη Δημητρίου, από τα δεσμά που έστησαν οι Τούρκοι.

Ο νέος Πατριάρχης Δημήτριος πήρε κοντά του βοηθό τον Βαρθολομαίο. Έτσι προστατεύθηκε διεθνώς η ελευθερία εκλογής Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη από την Πρεσβυτέρα Ρώμη.

Ο Βαρθολομαίος, ο πατέρας Νικόλαος Πετροπέλης και εγώ είμεθα οι μάρτυρες της παρακλήσεως του Πατριάρχη Αθηναγόρα, όταν με έστειλε στη Ρώμη για να προστατεύσει η Ρώμη την εκλογή του νέου Πατριάρχη.

Αυτά τα γνώριζε το Πατριαρχείο και έδωσε τη μάχη για την ελευθερία Του με τη βοήθεια της πρεσβυτέρας Ρώμης.

O Benelli ήταν φίλος του Πατρός Pierre Duprey και επίσης στενός φίλος μου από το 1962 και άκουγε τις συμβουλές μου. Ήταν δε ο αρχιτέκτονας ανατροπής κατιώτητος  κατά του Πατριαρχείου της Άγκυρας.

Loading

Πώς το Φανάρι υπερασπίζεται την καθολικότητα της Ορθοδοξίας

Η Μοσχόβια υπόσκαψη της Β΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως 
Του καθηγητού Αριστείδη Πανώτη 
Είναι ιστορική διαπίστωση ότι παρά τα σχίσματα και των πικρών και θλιβερών γενομένων αδικιών και βιαιοπραγιών που συνέβησαν μέσα στην Εκκλησία τη δεύτερη χιλιετία, ποτέ δεν έπαυσε η νοσταλγία της εν Χριστώ αδελφότητος της πρώτης χιλιετίας. Το οικόσημο της Μίας, Αγίας Αποστολικής και Καθολικής Εκκλησίας Του φέρει την εντολή του Κυρίου της «ίνα πάντες εν ώσιν». Εξ αυτού και την δευτέρα χιλιετία συνέχισαν τις προσπάθειες αναστηλώσεως «της μιας πανταχού Αδελφότητος» της Εκκλησίας1. Στις αρχές του 20ού αιώνα το θεσμικό Κέντρο των Ορθοδόξων στην Ανατολή καθοδηγούμενο από τον εμπειρότατο πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ ιδίως μετά την καταδίκη το 1872 του ρωσικού «Εθνοφυλετισμού» και κατά την δεύτερη πατριαρχία του προς αποτροπή της σλαβοποιήσεως της Μακεδονίας (1902-1909), αποφάσισε να προωθήσει την διορθόδοξη συνεργασία με την επισήμανση των εκκλησιαστικών θεμάτων που πρέπει να λυθούν με Πανορθόδοξη Σύνοδο. Η πρωτοβουλία του αυτή έδωσε τις πρώτες διορθόδοξες προϋποθέσεις για τις σχέσεις με την ετερόδοξη Χριστιανοσύνη που εξετέθησαν συνοπτικά στην περίφημη «Συνοδικήν Εγκύκλιον του 1920». Μέσα από τον ανατρεπτικό κυκλώνα των μεταρρυθμιστικών φατριών ξεκίνησε το 1917 στη Μόσχα ο ζήλος για την εξέταση των ζητημάτων που πρέπει να βρουν λύση με Πανορθόδοξη Σύνοδο.  Όμως η σώφρων τροχοπέδη του Οικουμενικού Πατριαρχείου τότε δια του πατριάρχη Μελετίου Δ΄ έδωσε δια του «Διορθόδοξου Συνεδρίου της Κων/πόλεως» την πρώτη μορφή του θεματολογίου των εκκλησιαστικών προβλημάτων που πρέπει συνοδικά να επιλυθούν. Το ίδιο θέμα απασχόλησε και την «Διορθόδοξη Σύναξη» στη μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους το 1932 και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εκ τρίτου σταθεροποιήθηκε ο Κατάλογος των θεμάτων με την «Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη» στις 24/7-1/10- 1961 στη Ρόδο. Η πρόθυμη σύγκληση αυτής της Διασκέψεως στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου, με την συμφωνία των τεσσάρων παλαίφατων Πατριαρχείων και της Κύπρου και η πρόθυμη αποδοχή από όλες τις κληθείσες κανονικές Εκκλησίες ανάγκασε και το Πατριαρχείο της Μόσχας να πειθαρχήσει στην πανορθόδοξη συμφωνία για τη σύγκληση κατά την κρατούσα από αιώνων Τάξη. Η οκταήμερη αυτή συνάντηση εργασίας ήταν η πρώτη ελεύθερη επικοινωνία ιεραρχών, κληρικών και θεολόγων επί του ελευθέρου εδάφους και έδωσε την ευκαιρία να ανοίξουν στόματα και να μιλήσουν για ό,τι ανάδελφο έπραξε το Πατριαρχείο της Μόσχας στους ορθοδόξους άλλων «αυτοκεφάλων» Εκκλησιών υπό τον έλεγχο του Σοβιετικού κράτους. Όσοι εκ του Παραπετάσματος απεσταλμένοι είχαν σπουδάσει ή μετεκπαιδευθεί στην Θεολογική Σχολή των Αθηνών και όσοι είχαν ελληνίδες συζύγους, μίλησαν ειλικρινά και ελεύθερα στους παλαιούς συμφοιτητές τους και μορφώθηκε πλέον αντικειμενική γνώμη για το μαρτύριο που πέρασαν στον «παράδεισο» του υπαρκτού Σοσιαλισμού, πριν αυτά αποκαλυφθούν με την Περεστρόϊκα.
Όμως η σύνθεση της ρωσικής Αντιπροσωπείας όταν γνωστοποιήθηκε τέθηκε υπό παρατήρηση δεδομένης της τάσεως αυτού του Πατριαρχείου να διατελεί υπό την κρατική επιστασία από τον 18ον αιώνα και να προωθεί τις αντικανονικές αντιλήψεις του. Συμμετείχαν σε αυτήν τρία αρχιερατικά μέλη με πρώτον και πρόεδρο τον αρχιεπίσκοπο Γιαροσλάβ Νικόδημο Ρότωφ, διάδοχο του Κιέβου Νικολάου Γιαρουσέβιτς, του εκ της τρόϊκας του «Ιστορικού Συμβιβασμού» με τους Σοβιετικούς και πρώτου προϊστάμενου του αρμόδιου «οργάνου» ρυθμίσεως των σχέσεων Σοβιετίας και Εκκλησίας. Οι άλλοι δύο ιεράρχες ήταν ο Βασίλειος Κριβοσέϊν και ο Αλέξιος Ρίντιγκερ. Και οι δύο παρέμεναν «ακοινώνητοι» με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο μεν πρώτος ως «υπερόριος» Βρυξελλών και έκπτωτος εξ Αγίου Όρους και Ελλάδος ήταν σκληρός διεκδικητής της πρωτοκαθεδρίας της Τριτορωμαϊκής ουτοπίας, αλλά άριστος ελληνιστής, ο δε δεύτερος ήταν «επιβάτης» της Μητροπόλεως Ταλλίνης, κατασταθείσης αυτονόμου υπό του Οικουμενικού Θρόνου το 1923 που καταπατήθηκε πάλι το 1940 με την σοβιετική κατοχή. Η «ακοινωνησία» των δύο εγκαίρως επισημάνθηκε και ζητήθηκε η αντικατάστασή τους. Η παρουσία του πρώτου οικονομήθηκε ως μεταφραστή, ενώ του δευτέρου ήταν αδιανόητη και αντικαταστάθηκε δια του διδάκτορα της Θεολογίας Φιλάρετου Βαχρομέεφ, μετά επισκόπου στο Λένινγκραντ και μετά Μητροπολίτη Μίνσκ και Εξάρχου Ανατολικής Ευρώπης. Άπαντες ήταν επίλεκτοι του κρατικού παρεμβατισμού και της δεσποτείας της Μόσχας στις φερόμενες ως «αυτοκέφαλες» Εκκλησίες της Ανατολικής Ευρώπης. Ο μητροπολίτης Νικόδημος Ρότωφ μιλώντας στον Τύπο διασκέδασε τα διαδιδόμενα περί ανταγωνισμών Φαναρίου και Μόσχας, αφού τα αποφασισθέντα υπογράφηκαν με ομοφωνία. Όμως στην πραγματικότητα η τήρηση της κανονικής τάξεως ενοχλούσε τους Μοσχοβίτες, θηρευτές της φιλοπρωτείας και με την πρώτη ευκαιρία θέλησαν να επιδείξουν την απεξάρτησή τους από κάτι που βεβαίωνε το Πανορθόδοξο κύρος του Οικουμενικού Θρόνου.

O Παπας και οι Ρωσοι

Αυτή η ευκαιρία τους δόθηκε όταν η Ρώμη ανήγγειλε στις 25 Ιανουαρίου 1959 την σύγκληση της «Β΄  Βατικανής Συνόδου» και στις 24 Ιουλίου 1962 προσκαλούνται υπό του πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ δια του καρδιναλίου Αυγουστίνου Μπέα και δια του Οικουμενικού Πατριαρχείου οι Ορθόδοξοι να συμμετέχουν ως Παρατηρητές στην πρώτη φάση της, από τις 11 Οκτωβρίου μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου 1962. Τότε ο πατριάρχης Αθηναγόρας πραγματοποιούσε την επίσκεψή του στο Άγιον Όρος και στην Ελλάδα. Η πρόσκληση έφθασε στο Φανάρι στις αρχές Αυγούστου και ο περιοδεύων Πατριάρχης τηλεφωνικά ενημερώθηκε και έδωκε εντολή να συσκεφθούν οι συνοδικοί αρχιερείς για να την μελετήσουν ώστε να μην επαναληφθούν άτοπα παλαιοτέρων εποχών και να διασφαλιστεί το κύρος της Ορθοδοξίας ως κατά πάντα ισότιμης αδελφής Εκκλησίας. Μετά τα συνοδικά αποφασισθέντα ο πατριάρχης Αθηναγόρας αποφασίζει την σύγκληση από τις 26-29 Σεπτεμβρίου 1963 στη Ρόδο την «Β΄ Πανορθοδόξη Διάσκεψη» με θέμα την από κοινού παρουσία Παρατηρητών στην Σύνοδο του Βατικανού για να εκφραστεί η ενότητα της Ορθοδοξίας ως της Μιας του Χριστού Εκκλησίας. Η προεδρία της Διασκέψεως ανατέθηκε στον μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνα για να εξάγει το άριστον δυνατόν αποτέλεσμα από τις ανταλλαγείσες συνομιλίες. Τότε συνέβη και το αξιοθρήνητο συμβάν λόγω της έντονης «αγοροφοβίας» που καλλιεργούν τα ζηλωτικά κυκλώματα των θρησκευτικών οργανώσεων και μυθολογούσαν γελοιότητες, όπως τα περί «προδοσίας της Ορθοδοξίας» και ότι αυτή είναι μία «νέα Φλωρεντία», που τρομοκράτησαν τον γέροντα αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β΄, παλαιόν πρωτεργάτην του οικουμενικού διαλόγου που παρέσυρε με συνοδική απόφαση σε αποχή της Ελλαδικής Εκκλησίας και οι Μοσχοβίτες χαιρεκακούσαν για την ποιότητα του εκκλησιαστικού φρονήματος των Ελλαδιτών! Στη συνελθούσα Διάσκεψη τελικά αποφασίστηκε πόσο επιθυμητός είναι από όλους τους Ορθοδόξους ένας γόνιμος θεολογικός Διάλογος, χωρίς να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος, τόσον στη μεθοδολογία του Διαλόγου, όσον και στην ερμηνευτική των υφιστάμενων διαφορών. Μακρές συζητήσεις περί του χαρακτήρα αυτής της αποστολής κάλυψαν τέσσερις μέρες και η κωλυσιεργία των Μοσχοβιτών ήταν προφανής για να αναβληθεί οποιαδήποτε απόφαση και να παραμείνει το Φανάρι εκτεθειμένο ενώπιον της Ρώμης.
Το συμπέρασμα των συζητήσεων ήταν ότι θα πρέπει να δηλωθεί ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία του Χριστού Εκκλησία και ότι η Εκκλησία Κων/πόλεως υπερασπίζεται την καθολικότητα της και όχι τον εθνοφυλετισμό που την κομματιάζει και την καθιστά όργανο του κράτους. Η Ορθοδοξία δεν είναι «Συνομοσπονδία τοπικών Εκκλησιών» όπως δοξάζουν οι προτεσταντίζοντες που αθετούν τα κανονισθέντα υπό των Πατέρων σε Οικουμενικές Συνόδους. Η Ορθόδοξη Εκκλησιολογία διδάσκει ότι: «Η Εκκλησία γέγονεν, ουχ’ ίνα διηρημένοι ώμεν οι συνελθόντες, αλλ’ ίνα οι διηρημένοι συνημμένοι και τούτο η σύνοδος δείκνυσιν ….καν εκ διαφόρων τόπων (οι προσελθόντες) προσαγορεύονται».2 Το έσχατο όριο αποδοχής της προσκλήσεως ήταν η 15η Σεπτεμβρίου και η Β΄ Διάσκεψη πραγματοποιήθηκε ήδη στο τέλος Σεπτεμβρίου και στις αρχές Οκτωβρίου. Στις 10 Οκτωβρίου ανακοινωθέν της αρχιγραμματείας του Πατριαρχείου προς την αρμόδια Γραμματεία της Ρώμης γνωστοποιεί ότι εκ συμφώνου μετά των εκπροσώπων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών δεν κατέστη εφικτή η αποστολή παρατηρητών στην Β΄ Βατικανή Συνόδο, αλλά άπαντες εύχονται ευόδωση των εργασιών της και η Ορθοδοξία θα παρακολουθήσει μετά βαθέως ενδιαφέροντος και πολλής προσοχής τα πεπραγμένα της τρέφοντας την ελπίδα ότι θα διανοιγούν οδοί προς την καταλλαγήν.3 Αυτό βέβαια δεν σήμαινε ότι δεν υφίσταντο άλλοι ορθόδοξοι προσκεκλημένοι από επιστημονικά ιδρύματα, όπως ο επίσκοπος Κατάνης Κασσιανός της Ιεραρχίας του Οικουμενικού Θρόνου και άλλοι.

Ρωσοι παρατηρητες

Τελικά γνωμοδοτείται ότι για να προαχθεί ο Διάλογος μεταξύ των δύο Εκκλησιών πρέπει οι σχέσεις τους να προετοιμασθούν δια της αγάπης και να προσεγγισθούν τα θέματα των υφιστάμενων διαφορών εν πνεύματι αλληλοκατανοήσεως «επί ίσοις όροις». Και ενώ σκόπιμα παρεμποδίστηκε να ληφθεί συλλογική απόφαση περί αποστολής ορθοδόξων Παρατηρητών, το Πατριαρχείο της Μόσχας αποστέλλει δική του αντιπροσωπεία στη Ρώμη, για να επιδείξει πως είναι «υπερόρια και ανεξάρτητη» Εκκλησία και μη παρακωλυόμενη από συλλογικές πανορθόδοξες αποφάσεις συνάξεων που λαμβάνονται με τη πρωτοβουλία του Πατριαρχείου της Νέας Ρώμης! Αυτή η προκλητική, αυθάδης αντιποίηση της κανονικής Τάξεως της κατ’ Ανατολάς Εκκλησίας προκάλεσε ομόφωνη και συμψηφιστική την καταδίκη της παρασπονδίας των Μοσχοβιτών. Η Εκκλησία της Ελλάδος στο επίσημο όργανό της χαρακτηρίζει: «ατυχή την απόφαση της Μόσχας»4 καὶ πολλοὶ διαπρεπείς θεολόγοι, μεταξύ των οποίων ο Ακαδημαϊκός Αμίλκας Αλιβιζάτος5, ο Γενικός Διευθυντής Θρησκευμάτων καθηγητής Βασίλειος Ιωαννίδης6 και άλλοι, όπως και όλος ο ελληνικός και διεθνής Τύπος, ως το «ιστορικό λάθος». Η αθέτηση της Πανορθόδοξης συμφωνίας για την αναβολή της αποστολής παρατηρητών στη Β΄ Βατικανή Σύνοδο υπό της Μόσχας, στην πραγματικότητα επιδίωκε να υπονομεύσει το κύρος της Νέας Ρώμης εμπρός στην «Πρεσβυτέρα» Ρώμη από την έναρξη των καλών σχέσεων των διότι επιδίωκαν σχέσεις με την Ρώμη μόνον κατά τις υποδείξεις και τα συμφέροντα του Κρεμλίνου.

Ρωσοι παρατηρητες

Όμως η παρασπονδία αυτή των Μοσχοβιτών έδωσε την ευκαιρία η «καθεστηκυΐα υπό των Ιερών Κανόνων Καθέδρα της Οικουμένης» με την ευλογημένη πείρα της να υπερβεί την νέα δοκιμασία της ενότητος των Ορθοδόξων και να προετοιμάσει τάχιστα την από κοινού προσπάθεια συμπλησιάσεως των διαφόρων τμημάτων της όλης χριστιανοσύνης με την Γ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη που έζησα στη Ρόδο και αφιέρωσα για τα κατ’ αυτήν τεύχος και κατέγραψα το χρονικό στο περιοδικό «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ»7. Η Γ΄Διάσκεψη επιτέλεσε δύο θετικά έργα: επιβεβαίωσε την ενότητα και το άρρηκτο της Ορθοδοξίας και εχάραξε πρόγραμμα κατά στάδια να προχωρήσει την διακονία της στην ενότητα μετά των τριών Εκκλησιών: α) της «Πρεσβυτέρας» Ρώμης. β) της Αγγλικανικής «κοινωνίας» και γ) των Παλαιοκαθολικών. Έκτοτε όμως συνέβησαν τόσες συνταρακτικές εξελίξεις σε σύντομο χρονικό διάστημα που καλύφθηκαν αιώνες «ανάδελφης» εν Χριστώ ζωής.

___________________________________
1. Μ. Βασίλειο Migne P.G. τ.32. στ. 562.
2. Ιωάννης Χρυσόστομος Migne P.G. τ.61.13,228. στ. 562.
3. «Τόμος Αγάπης»1967. σ. 35 κεξ.
4. Περ. «Εκκλησία» Νο 21 της 1/11/1962.
5, Εφ. «Βήμα» 14/11/1962.
6. «Καθημερινή» 12/10/1962.
7. Τόμος Α΄. 3-4 1964.

Loading

Η ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΓΑΜΟ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ

Σύμφωνα με πληροφορίες, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου έλαβε την ιστορική απόφαση να επιτρέπεται του λοιπού ο δεύτερος γάμος των ιερέων, σε περίπτωση χηρείας τους ή εάν τους εγκαταλείπει η πρεσβυτέρα τους.
Με δεδομένο ότι το θέμα συζητείται πανορθοδόξως ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, δημοσιεύουμε στη συνέχεια ένα απόσπασμα από τον υπό έκδοσιν Γ' τόμο του μεγάλου έργου, με τον γενικό τίτλο ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ, του καθηγητή και Άρχοντος Μ. Ιερομνήμονος της Μ.τ.Χ.Ε. Αριστείδη Πανώτη. 
Από το κεφάλαιο 16, όπου περιλαμβάνονται "Οἱ εἰσηγήσεις ἐπὶ Διορθοδόξων θεμάτων", προδημοσιεύουμε τα "Περὶ τοῦ β΄ Γάμου τῶν ἐν χηρεία ἢ ἐμπερίστατων οἰκογενειαρχῶν ἱερέων."
«Στὴν ἕκτη συνεδρίαση τὴν Παρασκευὴ 25 Μαΐου 1923 οἱ σύνεδροι ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ φλέγον θέμα κάθε ἐποχῆς, τὸ τοῦ β΄ γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ ἱερέων. Ὁ κλῆρος τριῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Σερβίας Ρουμανίας καὶ τῆς Βουλγαρίας, συνεργάστηκε γιὰ νὰ τεθεῖ τὸ θέμα πρὸς μελέτη, μετὰ ἀπὸ ἐνθαρρυντικὰ δημοσιεύματα ἔγκριτων κανονολόγων, ὅπως τοῦ Σέρβου σοφοῦ ἱεράρχη Νικοδήμου Μίλας, τοῦ Ρουμάνου καθηγητῆ Ι. Γκάϊνα κ. α. Τὸ σημαντικὸ αὐτὸ ζήτημα ἀνακινήθηκε τὸ 1910 ἀπὸ τὴν Σερβικὴ Ἐκκλησία τοῦ Καρλοβικίου σὲ ἀναφορὰ πρὸς τὸν πατριάρχη Ἰωακεὶμ Γ΄ καὶ τὸ Πατριαρχεῖο ζήτησε τὶς γνῶμες τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες στὶς ἀπαντήσεις τους εἶναι εὐνοϊκὲς γιὰ νὰ ἐπιλυθεῖ τὸ ζήτημα τοῦ β΄γάμου τῶν κληρικῶν στὰ πλαίσια Μεγάλης Συνόδου. Τὸ ζήτημα ἐπανῆλθε μετὰ τὸν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ὅταν οἱ Σέρβοι ἱερεῖς ποὺ διατελοῦσαν ἐν χηρείᾳ καὶ ἀλληλοστέφθηκαν παραπέμφηκαν σὲ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο! Τότε, διεξήχθη μεγάλη συζήτηση γιὰ τὸν πειθαρχικῆς φύσεως 6ον κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. * Θ.Στράγκα. ο. π.τ. Β΄σσ.878-884. Τώρα κατὰ τὶς συζητήσεις τοῦ Συνεδρίου κατατέθηκαν περισπούδαστες ἔρευνες καὶ ὑπομνήματα γιὰ τὴν σχέση τοῦ γάμου καὶ τῆς ἱερωσύνης πολλῶν κληρικῶν μεταξύ των ὁποίων καὶ δύο μελλόντων Πατριαρχῶν, τοῦ τότε Νικαίας Βασιλείου μετὰ Πατριάρχη Κων/πόλεως καὶ τοῦ διαπρεποῦς τότε κανονολόγου Νικοδήμου Μίλας ἀλλὰ καὶ τοῦ μητροπολίτη Μαυροβουνίου Γαβριὴλ Ἐντόζιτς, μετὰ Πατριάρχη τῶν Σέρβων καὶ ἐθνομάρτυρα, ὁ ὁποῖος διεβίβασε τὸν προβληματισμὸ τῆς Σερβικῆς Ι. Συνόδου γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ β΄γάμου τῶν κληρικῶν καὶ ὑπεστήριξε ὅτι οἱ ὑφιστάμενες κανονικὲς δεσμεύσεις ἀπὸ τὴν Πενθέκτη Σύνοδο δὲν ἐπικαλοῦνται ἀνώτερο τί θεϊκὸ ἢ εὐαγγελικὸ ὡρισμὸ Δικαίου ἢ ἄλλους δογματικοὺς λόγους, γιατί αὐτοὶ δὲν ὑπάρχουν στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει καμιὰ κανονικὴ πράξη, ὅπως μαρτυρεῖ καὶ ἡ παρέμβαση τοῦ ὁμολογητοῦ ἐπισκόπου Παφνουτίου στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο! * Σωκράτους, Ἐκκλ.Ἱστορία, 1,11. Τὸ Παύλειο «μιᾶς γυναικὸς ἄνδρας» εἶναι ποιμαντικὴ ὑπόδειξη ποὺ ἀφορᾷ ἀρχικὰ μόνον τὴ «μονογαμίαν» τοῦ ἐπισκόπου καὶ κατ’ ἐπέκταση νομοθετεῖ τὴν μόνιμη διακονία του στὸν κληρωθέντα τόπο του καὶ ἑπομένως εἶναι μιὰ ἀποστολικὴ ἀπόφανση κατὰ τοῦ «Μεταθετοῦ» ἑνὸς ἐπισκόπου * Θεοφύλακτος , Migne P.G. τ. 125, σσ.41,149. στὴν ὁποία δὲν δίστασαν νὰ ἀντινομοθετήσουν οἱ Πατέρες τῆς Πενθέκτης Συνόδου γιὰ νὰ παρακωλύσουν τὸ ἔγγαμο τῶν ἐπισκόπων! Μὲ σειρὰ ἱστορικῶν καὶ κανονικῶν ἐπιχειρημάτων ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς καὶ παραδειγμάτων ἐκ τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τὸ Συνέδριο προτείνει ὁ δοκιμαζόμενος ἐκ τῆς χηρείας οἰκογενειάρχης κληρικὸς μὲ τὴ συγκατάβαση τῆς Ἐκκλησίας καὶ μὲ τὴν ἂδεια τοῦ ἐπισκόπου του λαμβανόμενη μὲ ἐπιείκεια καὶ «κατ’ οἰκονομίαν» νὰ δύναται νὰ τελέσει β΄ γάμο πρὸς ἠθικὴ προστασία καὶ τελείωση αὐτοῦ καὶ ἄνευ πομπῆς καὶ ἐπιδείξεως, εἴτε στὸν οἶκο του, εἴτε στὸ ἐπισκοπικὸ κατάλυμα καὶ αὐτὸ μέχρι τὴν ἀπόφαση Οἰκουμενικῆς Συνόδου. * Πρακτικά, ο.π. σσ. 91-100. Ε.Α. 1923 σσ. 180-184.
Στὴ συνέχεια ὁ ἀρχιμανδρίτης-καθηγητὴς Ἰούλιος Σκριμπὰν περιέγραψε μὲ ἁδρὰ χρώματα τὴν ἐπικρατοῦσα κατάσταση τῶν χηρευόντων κληρικῶν στὴν Ρουμανία, οἱ ὁποῖοι βαρέως φέρουν τὴ δοκιμασία τῆς χηρείας τους καὶ ἄλλοι μὲν αὐτοκαθαιροῦνται καὶ ἄλλοι κάνουν πολιτικὸ γάμο, ἐνῷ οἱ τολμηρότεροι συζοῦν μὲ παλακίδες ποὺ ἀνατρέφουν τὰ παιδιά τους. Πρόσφατα περὶ τοὺς 1000 ἔχουν ὀργανωθεῖ καὶ ἐπιτακτικὰ διεκδικοῦν μαζὶ μὲ τὴν κοινωνία τὴν ὁμαλὴ οἰκογενειακή τους κατάσταση. Τὸ ἐρώτημά τους εἶναι γιατί οἱ ἱεράρχες ἐπιμένουν στὴν ὑπερακριβῆ τήρηση τοῦ σχετικοῦ κανόνα τῆς Πενθέκτης τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία οἱ ἲδιοι παραβαίνουν στὴν πράξη πολλοὺς ἄλλους κανόνες π.χ. περὶ τοῦ «Μεταθετοῦ» καὶ ἀπαιτοῦν τὴν «Ἀκρίβεια» μόνον γιὰ τοὺς κανόνες ποὺ ἀποτρέπουν τὸν β΄ γάμο τῶν χηρευόντων κληρικῶν! Ἡ πνευματικὴ ἀνοχὴ ποὺ δείχνεται στὰ λαϊκὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν β΄ ἢ καὶ μὲ τὸν γ΄ γάμο ἀποτελεῖ «μιὰ βασικὴ χριστιανικὴ ἀρχὴ» ποὺ δείχνει ὅτι στόχος πρέπει νὰ εἶναι ἡ τελειότητα τοῦ δοκιμασθέντος προσώπου καὶ ὄχι ἡ ἀκούσια ἐπιβολὴ τοῦ ἀσκητικοῦ βίου σὲ πρόσωπα ποὺ δὲν τὸν ἐπέλεξαν. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὑπέδειξε τὸν τρόπο μετριασμοῦ τῆς μωσαϊκῆς αὐστηρότητος στὸ δικαίωμα τοῦ συζύγου νὰ ἀπολύει τὴν γυναῖκα του μόνον σὲ ἐφαρμογὴ τῆς «ἀρχῆς τῆς ἀνάγκης» ἐκ τῆς ἀπιστίας τῆς συζύγου του * Ματθ. ιθ΄, 1-9. καθὼς καὶ στὸ θέμα τοῦ ὅρκου. * Ματθ. ε΄, 37. ποὺ ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐπιτρέπει! Ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἐφαρμόσει καὶ πάλι τὴν «ἀρχὴ τῆς ἀνάγκης» γιὰ νὰ ἀναστείλει κατὰ βούληση «Οἰκονομίας» τοὺς σχετικοὺς κανόνες, ἀφοῦ διαπιστώσει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ τὸ μοναχικὸ ἰδεῶδες τοῦ βίου ἀπὸ τὴν ἀδυναμίαν τῆς ἀνθρώπινης σαρκός. Ἑπομένως ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἐπιτρέψει τὸν β΄ γάμο ὑπὸ ὅρους στοὺς ἐν χηρείᾳ κληρικούς.
Ὁ πατριάρχης Μελέτιος πρόσθεσε στὰ λεχθέντα καὶ τὸ διάβημα πρὸς τὸ Πατριαρχεῖο τὸ 1910 τοῦ μητροπολίτη Καρλοβιτσίου Λουκιανοῦ «περὶ τοῦ πλαγιασμοῦ τῆς κανονικῆς διατάξεως τῆς ἀπαγορευούσης τὸν β΄ γάμο τῶν κληρικῶν», ποὺ παραπέμφθηκε πρὸς γνωμοδότηση στοὺς καθηγητὲς τῆς Χάλκης, οἱ ὁποῖοι διατύπωσαν διάφορες ἀπόψεις, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν διατυπωθεῖσα γνώμη τοῦ περίφημου τότε κανονολόγου ἐπισκόπου Δαλματίας Νικοδήμου Μίλας συμφώνησε καὶ ὁ σοφὸς ἱεράρχης Νικομηδείας Φιλόθεος ὁ Βρυέννιος γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς «Οἰκονομίας» στοὺς χηρεύοντες κληρικούς. πρὸς ἀποφυγὴν κάθε σκανδαλισμοῦ τῶν πιστῶν καὶ πραξικοπηματικῶν ἐνεργειῶν τῶν χηρευόντων ἱερέων, ὅπως αὐτὲς ποὺ ἔγιναν στὴν Σερβία.
Ἀκολούθησε ἡ σοφὴ εἰσήγηση τοῦ μητροπολίτη Νικαίας Βασιλείου ὡς ἐκπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου μὲ τὴν ὁποία ἐξῇρε τὸν ἱερὸ θεσμὸ τοῦ γάμου «ὡς τὸ πρῶτον σχολεῖον τῆς ἀνθρωπίνης παιδεύσεως» καὶ ἀναφέρθηκε στὴν σπουδαιότητά του γιὰ τὰ μέλη τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου καὶ γι’ αὐτὸ τὸ ζήτημα χρῄζει συντόνου μελέτης καὶ προσοχῆς πρὸς διαφύλαξη τῆς ἱερατικῆς ἀξιοπρεπείας. Μετὰ ἀπὸ φωτεινὴ κατάθεση σκέψεων περὶ τὴν ἀξία τοῦ οἰκογενειακοῦ βίου, ἐξηγεῖ τὴν αἰτία τῶν σχετικῶν αὐστηρῶν κανονικῶν διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ θέμα τῆς ἀγαμίας τῶν ἐπισκόπων καὶ τοῦ β΄γάμου τῶν κληρικῶν καὶ συμβουλεύει ὁ βίος τῶν κληρικῶν «νὰ ἐπανέλθει εἰς τὴν ἀρχαίαν ἁγίαν ἐλευθερίαν μήτε τῆς ἀγαμίας, μήτε τοῦ γάμου ἐπιβαλλομένων, ἂλλ’ ἑκάστου πολιτευομένου ὡς ἡ συνείδηση καὶ ἡ ἠθικὴ αὐτοῦ ἐπιτρέπει» καὶ κατόπιν ὁμοφροσύνης πασῶν τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νὰ γίνει ἀρχικὰ «Οἰκονομικὴ» ρύθμιση τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ ζητήματος μέχρι τὴ συγκρότηση Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Κατὰ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Κισνοβίου Ἀναστάσιο τὸ θέμα τοῦ β΄ γάμου τῶν χηρευόντων κληρικῶν παρουσιάστηκε στὴν Ρωσία τὸ 1905 καὶ τὴν στήριξη αὐτῶν τῶν σκέψεων ἐνίσχυσαν πολλὲς θεολογικὲς πραγματεῖες. Στὴ Σερβία τέθηκε τὸ ζήτημα πρὸ πολλῶν ἐτῶν καὶ ἡ θέση τῶν χηρευόντων κληρικῶν ἐνισχύθηκε κυρίως ἀπὸ τὴν σχετικὴ μελέτη τοῦ ἐξέχοντος κανονολόγου ἱεράρχη τῆς Δαλματίας Νικοδήμου Μίλας. Στὴ Σύνοδο τῆς Μόσχας τοῦ 1917 παρ’ ὅτι τέθηκε τὸ θέμα δὲν λήφθηκε καμιὰ ἀπόφαση. Ἔτσι παρέμεινε ἡ μέχρι τώρα πράξη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἠθικὴ τελειότητα τοῦ κληρικοῦ καὶ πρέπει νὰ στηριχθεῖ γιά νὰ μὴν σκανδαλίζονται οἱ πιστοὶ ποὺ θεωροῦν τοὺς κληρικοὺς τηρητὲς τῆς κανονικῆς «Ἀκριβείας». Οἱ δύο Ρώσοι ἀρχιερεῖς ὑπεστήριξαν τὴν συντηρητικὴ ἄποψη γιὰ τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν κανονικῶν δεσμεύσεων μέχρι τὴν ἄρση τους ἀπὸ μιὰ ἰσόκυρη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο..
Ὁ πατριάρχης Μελέτιος τότε παρενέβη καὶ τόνισε ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νομοθετῶν ἀντέταξε τὸν χριστιανικὸν γάμον πρὸς τὸν ἰουδαϊκὸν καὶ τὸν ἐθνικόν. Ὁ γάμος πολεμήθηκε ἀπὸ ὃσους τὸν περιέγραψαν ὡς κακὸν γιὰ νὰ ἐξάρουν τὴν ἀξία τῆς ἀγαμία, μία πλάνη ποὺ προφητικὰ κατακρίθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο, * Τίτου. δ΄, 3. πολὺ πρὶν ἐμφανιστεῖ ἡ δοξασία τοῦ Μοντανοῦ καὶ τῶν Ἐγκρατευτῶν ποὺ ἀποστρέφονταν τὸν γάμο. Ὅμως ὁ Παῦλος ἔδωσε τὰ κανονικὰ θεμέλια περὶ τοῦ χριστιανικοῦ γάμου καὶ συμβουλεύει τοὺς ἐν χηρείᾳ: « ἂν δὲν μποροῦν νὰ μείνουν ἐγκρατεῖς, ἃς παντρευτοῦν. Εἶναι καλύτερα νὰ παντρεύεται κανεὶς παρὰ νὰ καίγεται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία». * Α΄ Κορινθίους ζ΄,1—11 Ἀλλὰ οἱ ἀσκητικὲς τάσεις ποὺ ἄρχισαν νὰ ἐπικρατοῦν μετὰ τὸν 4ο αἰῶνα ἀπομάκρυναν τὴν ἀποστολικὴ διάκριση γιὰ τὴν ἀποφυγὴ κάθε ἀκρότητας στὴν πορεία πρὸς τὴν τελειότητα καὶ αὐτὴ ἡ τάση ἐπέδρασε στὴν θέσπιση αὐστηρότερων διατάξεων γιὰ τὸν β΄γάμο καὶ ἰδίως στὸν μέλλοντα ἢ ἐν χηρείᾳ κληρικό, ποὺ σήμερα ἀτόνισαν σὲ πολλὲς Ἐκκλησίες γιὰ τοὺς λαϊκοὺς π.χ. γιὰ τοὺς ἐπιτελοῦντες νόμιμο β΄ ἢ καὶ γ΄ γάμο καὶ ἐπὶ τῷ φιλανθρωπότερον ἡ νεότερη «ἐπιτιμητικὴ» γνωστὴ Ἀκολουθία του, ἡ ὁποῖα πλέον καὶ παραλείπεται ἐπ’ ἐκκλησίες γιατὶ προξενεῖ θλίψη καὶ ἀπογοήτευση σὲ στιγμὴ ἐπικλήσεως τῆς θείας συμπαραστάσεως στὸν νέο οἰκογενειακὸ βίο.
Ὁ Μαυροβουνίου Γαβριὴλ θέλησε νὰ ἀπαντήσει στὴν ἄκαμπτη συντηρητικότητα κυρίως τῶν ὑπερόριων Ρώσων ἀρχιερέων λέγοντας ὅτι τὸ ὑφιστάμενο ζήτημα τοῦ κλήρου εἶναι ζήτημα μόνον ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας καὶ τέθηκε στὴν πανορθόδοξη συνείδηση γιὰ νὰ προληφθοῦν αὐθαίρετα γεγονότα θίγοντα τὴν ὀρθόδοξη Ἱεραρχία καὶ τὴν καθ’ ὅλου Ἐκκλησία, ἀφοῦ δὲν προβλέπεται σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιὰ νὰ λυθεῖ ὁριστικά. Ἡ συνείδηση τῶν χριστιανῶν ἀπαιτεῖ ἔννομον τάξη πραγμάτων πρὸς ἀποφυγὴ καὶ τοῦ μικροτέρου σκανδάλου γι’ αὐτὸ καὶ ζητοῦμε συναινετικὴ ἀπάντηση στὸ πρόβλημα. Οἱ συνθῆκες τοῦ βίου τῶν κληρικῶν, ἰδίως στὸν Κ΄ αἰώνα, παραμένουν ἐπισφαλεῖς γιὰ τὸ ἠθικὸ κύρος τοῦ χηρεύσαντος κληρικοῦ, ὅταν ἡ οἰκογένειά του εἶναι πολύτεκνη καὶ ἀπουσιάζουν οἱ ἄμεσοι συγγενεῖς. Ἡ ἀνταλλαγὴ σκέψεων μεταξύ τῶν συνέδρων γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ παρατάθηκε καὶ στὴν συνεδρίαση τῆς Τετάρτης 30 Μαΐου, ἐνῷ ἡ συσταθεῖσα πρὸς τοῦτο ἐπιτροπὴ ὑπὸ τὸν Νικαίας Βασίλειο κατέληξε στὴν ἀκόλουθη γνωμοδότηση:
«Περὶ τοῦ β΄ γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ ἱερέων καὶ διακόνων ὅτι οὐδὲν ἔχει τὸ κατ’ ἀρχὴν τὸ θέμα ποὺ νὰ ἀντιβαίνει πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς καθόλου Εὐαγγελικῆς διδασκαλίας. Παρὰ τὸν σεβασμὸ πρὸς τὶς κείμενες κανονικὲς διατάξεις ἀναγνωρίζεται τὸ δικαίωμα στὶς κατὰ τόπους Ἱερὲς Συνόδους μετὰ ἀπὸ γνωμοδότηση τοῦ οἰκείου ἱεράρχη τῶν ἰδίων ὅρων καὶ ἀναγκῶν τῶν χηρευσάντων κληρικῶν, νὰ ἐπιτρέψει σὲ αὐτοὺς τὸν β΄ γάμον καὶ ὅτι τὸ μέτρον αὐτὸ χορηγεῖται «κατ’οἰκονομία» μέχρι τὴν σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Στή σχέση τοῦ γάμου μὲ τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα «κατὰ πλειοψηφία» φρονεῖ ὅτι τὸ μυστήριον τοῦ γάμου δὲν ἀποκλείει δογματικὰ καὶ κανονικά το μυστήριο τῆς ἱερωσύνης. Καὶ ἐνῷ ἡ ἀληθὴς παρθενία ὑπερέχει καὶ ὁ γάμος παραμένει τίμιος καὶ μᾶλλον σύμφωνα μὲ τὶς Γραφὲς πρέπει νὰ ἀφήνεται ἐλεύθερη ἡ προαγωγὴ τοῦ ἀξιότερου τῶν πρεσβυτέρων στὴν ἀρχιερατικὴ ἀξία, ὅπως συνέβαινε στὴν ἀρχαία πράξη τῆς Ἐκκλησίας». 
Στὴν γενόμενη πρόταση πρέπει νὰ προστεθεῖ ὅτι εἶναι «εὐκταῖον οἱ χειροτονημένοι ἐπίσκοποι νὰ παραιτηθοῦν οἰκειοθελῶς ἀπὸ τὴν χρήση τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ πρὸς ἀποφυγὴν μομφῆς ἀπὸ μίαν τέτοιαν ἀπόφανση», ἀλλὰ πλέον νὰ μὴν παρακωλύει ἡ οἰκογενειακὴ κατάσταση ἑνὸς σεβαστοῦ καὶ ἀξιότιμου πρεσβυτέρου στὸ ποίμνιον τῆς περιοχῆς του νὰ διαδεχθεῖ τὸν ἀποθανόντα ἐπίσκοπόν του.
* Σημειώνεται ὅτι σὲ πολλὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες προτιμῶνται οἱ χηρεύοντες πρεσβύτεροι γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦν καὶ στὰ χρόνια μας στὰ ὕπατα ἀρχιερατικὰ ἀξιώματα ἀκόμη καὶ τοῦ Πατριάρχη, ὅπως τοῦ Ἀλεξίου Β΄ στὴ Ρωσία, τοῦ Γερμανοῦ στὴ Σερβία, τοῦ Ἰουστινιανοῦ στὴ Ρουμανία κ.α, διακρινόμενοι ἄλλοτε ἀπὸ τὸ λευκό τους ἐπανωκαλύμαυχο. 
Στὴν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησία παλαιότερα προτιμῶντο καὶ χηρεύοντες πρεσβύτεροι, ὅπως στὴν Κορινθία ὁ Σωκράτης Κολιάτσος (1884-1899) καὶ στὴ Γορτυνία ὁ Φιλόθεος Β΄ (1852-1874) καὶ ὁ Ἰωάννης Μαρτίνος (1901-1919) κ.α. Τὰ συμβάντα τότε στὴ Ρωσία περὶ τῆς προαγωγῆς ἐγγάμων πρωθιερέων σὲ ἐπισκόπους εἶναι πράξεις μονομερεῖς καὶ ἀκάνονες καὶ συνεπῶς ἀπορριπτέες.
Α.Π.

Loading