ΤΟ ΕΡΓΟ ΠΟΥ ΣΦΡΑΓΙΣΕ ΤΗ «ΘΕΟΛΟΓΙΑ» ΤΟΥ Κ΄ ΑΙΩΝΑ
Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ & ΗΘΙΚΗΣ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑΣ
(1962-1968)
Γενεές ορθοδόξων της Ελλάδος και ειδικότερα όσοι επιθυμούσαν να σπουδάσουν τα «Ιερά Γράμματα» της Εκκλησίας τους για να εμβαθύνουν στην Αποκάλυψη της ευσεβείας τους αναζητούσαν μία διαυγή και ασφαλή πηγή για να αντλήσουν θρησκευτικές και ηθικές γνώσεις. Η πηγή αυτή της ευσέβειας μας αρδεύεται από το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, το Βιβλικό Λόγο με τις Αποστολικές και Πατερικές ρίζες και προσφέρει την υπευθυνότητα στους ανθρώπους για τις ιδέες, τα αισθήματα και τις πράξεις τους. Η Εκκλησία μας θέλει να είναι η ζύμη που ζυμώνει το φύραμα της οικουμενικής θρησκευτικής συνειδήσεως γι' αυτό και δεν ανήκει και σε κανένα έθνος και ανήκει σε όλους τους λαούς. Για να επιτελέσει την αποστολή της αυτή η πηγή χρειαζόταν ένα συλλογικό βοήθημα που θα ανταποκρινόταν στο αίτημα να βαθύτερη η γνώση της θεολογίας και της εκκλησιαστικότητας και αυτό το δύσκολο έργο το ανέλαβε με τόλμη και πολλές θυσίες η έκδοση της «Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας» με την ολοκληρωμένη σε 12 τόμους. Αυτή η ασφαλής προσφορά μορφώνει όχι μόνον τους προσερχόμενους στην ιερή επιστήμη , αλλά αποτελεί και δι' όλους την έγκυρη πηγή εκκλησιαστικής μαθήσεως, με το πλήθος των άρθρων και των βιβλιογραφικών πληροφοριών της, ακόμη δε και τώρα που οι διάφοροι ηλεκτρονικοί ιστότοποι ανταγωνίζονται να καλύψουν τα πνευματικά κενά των ανθρώπινων γνώσεων. Επειδή είμαι ο μόνος επιζών από τους απ' αρχής μέχρι του τέλους συντελεστές αυτής της ιστορικής εκδόσεως, θεωρώ χρέος μου προς τους σημερινούς κατόχους της και τους μελλοντικούς αναγνώστες της να εξιστορήσω τον οραματισμό, αλλά και τις συνθήκες μεταξύ των ετών 1962-1968 υπό τις οποίες σχεδιάστηκε και ολοκληρώθηκε αυτό το έργο του 20ου αιώνα, που παραδόθηκε στο πνευματικό κόσμο προ ημίσεως αιώνος.
Όταν περάτωσα το χρέος μου προς τη πατρίδα ο αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος γνωρίζοντάς με από τον συμφοιτητή μου τότε πρωτοσύγκελό του Θεόκλητο Αβραντινή μου ανέθεσε την οργάνωση της βιβλιοθήκης του μακαριστού προκατόχου του Χρυσόστομου Παπαδόπουλου που τότε βρισκόταν σε αποθήκη του Μητροπολιτικού του οίκου. Όμως σε λίγο καιρό άνοιξε και η σταδιοδρομία μου στην εκπαίδευση και μάλιστα αποσπάστηκα αμέσως κοντά στο τότε υπουργό Παιδείας μακαρίτη καθηγητή Γρηγόριο Κασιμάτη για τα εκκλησιαστικά ζητήματα. Μία ημέρα του 1961 πέρασα από τον εκδοτικό οίκο Πεχλιβανίδη, που βρισκόταν στην οδό Κοραή. Την επιμέλεια των εκδόσεων του είχε τότε ο φιλόλογος και συντάκτης της «Καθημερινής» κοντά στο Γεώργιο Βλάχο ο Αθανάσιος Μαρτίνος, που ήταν και μακρινός συγγενής μου. Σε μία συζήτησή μας μου διηγήθηκε ότι 1949 συναντήθηκε με τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και του πρότεινε να επαναληφθεί το τόλμημα του δημοσιογράφου Γιάννη Δημάρατου με την έκδοση το 1936 της «Θρησκευτικής και Χριστιανικής Εγκυκλοπαίδείας» που σταμάτησε σε τρεις τόμους το 1940. Ο μεγαλοπράγμων εκείνος ιεράρχης δέχθηκε την πρόταση Μαρτίνου και τον διαβεβαίωσε ότι η Εκκλησία θα τον ενισχύσει και στη συντακτική και στην οικονομική πλευρά του δια των Μητροπόλεων και των Μονών της. Όμως ο αιφνίδιος θάνατός του Δαμασκηνού στις 20 Μαΐου του 1949 διέκοψε κάθε συνέχεια αυτής της πρωτοβουλίας. Όμως τώρα γνώριζε πόσο συνδεόμουν με τον αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο και με τον υπουργό Παιδείας καθηγητή Γρηγόριο Κασιμάτη και θέλησε να μάθει τις τρέχουσες δυνατότητες επαναλήψεως της κρούσεως στην Εκκλησία και στην Εκπαίδευση και μου πρότεινε να τους βολιδοσκοπήσω. Σαν σοβαρός και νουνεχής πνευματικός άνθρωπος δεν παραιτήθηκε από τον οραματισμό του γιατί πίστευε πως ήταν μεγάλη ανάγκη να στηριχθεί ιδεολογικά ο λαός μας από ένα ασφαλή κώδικα ιερών και ηθικών γνώσεων και αξιών για να συμπληρώσει το μορφωτικό κενό της μεταεμφυλιακής εποχής μετά την εισβολή των αγνωστικιστών και ανίερων θεωριών που κλόνιζαν το πατροπαράδοτο σέβας του Γένους μας. Και δεν άργησα να του διαβιβάσω το πόρισμα των επαφών μου που όλοι μου τόνισαν την ασφαλή οικονομική βάση του εγχειρήματος
Έτσι το σοβαρό αυτό θέμα τέθηκε προς μελέτη και ο μακαριστός Αθανάσιος Μαρτίνος μου απεκάλυψε ότι είχε αυτό το εχέγγυο από επιχείρηση της συζύγου του Αμαλίας Γιόκα (Βλ. ΘΗΕ τ. 8 στηλ.784-5.), που συνέστησε το «Ειδικό Εκπαιδευτήριο Κωφών και Παρήκοων Παίδων» το οποίο απέδιδε τα οικονομικά μέσα για επένδυση σε πολυδάπανη έκδοση. Με τη προϋπόθεση αυτή άρχισε η συζήτηση για την οργάνωση της όλης εκδόσεως και ξεκινήσαμε πρώτα από την ανεύρεση σταθερού και μόνιμου συντάκτη κυρίως για τη θεώρηση των κειμένων. Αυτός βρέθηκε στο πολυτάλαντο πρόσωπο του θεολόγου και δημοσιογράφου Βασίλη Μουστάκη, με θεολογική παιδεία και συγγραφική εμπειρία τον οποίο γνώριζα από τη προσφορά του στον εκδοτικό οίκο του «Αστέρα» με ιδίως από τη «Κιβωτό». Το πρόσωπό του το κοσμούσε δοκιμασμένη γνώση των Ιερών Γραμμάτων και σπάνια ελληνομάθεια και ήταν ταυτόχρονα και πολύεδρος αδαμάντινος χαρακτήρας. Τον υπέδειξα γιατί τότε ήμουν εν ενεργεία δημόσιος λειτουργός με υποχρεώσεις και αδυνατούσα να αναλάβω μόνιμα καθήκοντα και ο εκδότης αποδέχθηκε τη πρότασή μου και μου ανέθεσε τα γενικά καθήκοντα του αρχισυντάκτη που ξεκινούσαν από την παρακολούθηση της θεωρημένης της ύλης και της εκτυπώσεώς της και αυτής της εικονογραφήσεώς της, μέχρι της βιβλιοδεσίας της που τερματιζόταν στην ελεύθερη συγγραφή άρθρων και στις δημόσιες σχέσεις με ημέτερους και ξένους συνεργάτες.
Απ' αρχής με τον αγαπητό Βασίλη αντιμετωπίσαμε το όλο πρόβλημα οργανώσεως της εκδόσεως. Για να τεθούν σταθερά θεμέλια αυτού του εγχειρήματος αρχίσαμε από τον ορθόδοξο πνευματικό προσανατολισμό της και και χαράξαμε τη γραμμή της πλεύσεως της που θα κατευθυνόταν στη διακονία της οικουμενικότητας της Εκκλησίας για την αποφυγή των στρεβλών ζηλόφθονων και ακραίων καταστάσεων, που ο Μ. Βασίλειος τις θεωρεί ότι «είναι έργο των δαιμόνων». Στόχος της εκδόσεως ήταν η προσκομιδή του πατροπαράδοτου σεβάσματός μας στους αναγνώστες μας με ζωντανό παλμό της εκκλησιαστικής πραγματικότητας και να προσφέρουμε πολύτιμο επιμορφωτικό υλικό στους κληρικούς και θεολόγους μας προς ενίσχυση της αποστολής τους γιαι να δοθούν σύγχρονες απαντήσεις με πλήθος ερωτημάτων θρησκευτικής και ηθοπλαστικής φύσεως και στους εκπαιδευτικούς μας. Για κάθε μαθητεύοντα στα Ιερά Γράμματα θελήσαμε τα γράφοντα άρθρα όχι μόνον γνώσεων αλλά και ικανά να μορφώσουν στις ψυχές το υγιές εκκλησιαστικό φρόνημα που θα ικανοποιεί τη κάθε πνευματική δίψα. Επίσης επιδιώχθηκε σε κάθε λήμμα του ιδίου θέματος να παρατίθενται ως σπόνδυλοι έγκυρες συμπληρωματικές γνώσεις από άλλες συναφείς επιστήμες για να προσφέρεται ολοκληρωμένη η γνώση παλλόμενη από τη ζωντανή πραγματικότητα της εκκλησιαστικής ζωής μας και μάλιστα συνδεδεμένη με την υπάρχουσα βιβλιογραφία.
Επειδή θέλαμε να επιτευχθεί σταθερή και ομαλή έκφραση γλώσσας και συντάξεως στα κείμενά μας και συντάξαμε τον «Κανονισμό ομοιομορφίας» του έργου με κανόνες και υποδείξεις συγγραφής και διορθώσεων, προκειμένου να επιτευχθεί ενότητα ύφους και παραθέσεως των παραπομπών και της βιβλιογραφίας. Μετά ασχολήθηκα μόνος με την έρευνα για τη σύνταξη του «Λημματολόγιου» από κάθε παρόμοια πηγή του παρελθόντος. Μελετήθηκαν εκκλησιαστικά, αρχαιολογικά και ιστορικά λεξικά και επιλογή λημμάτων από ημέτερες και ξένες ομόδοξες και ετερόδοξες πηγές , όπως ήταν οι Ρωσικές εκκλησιαστικές λεξικογραφίες από το 1889 (Βλ.άρθρο μου περί των Ορθόδοξων Εγκυκλοπαιδειών στην «Ορθόδοξο Παρουσία» τ. Α΄. τεύχος 1-2 1964. σσ. 96-104.). Στάθηκα στο ολοκληρωμένο «Επίτομο Ορθόδοξο Θεολογικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό» που εκδόθηκε το 1913-1914 στην Αγία Πετρούπολη το οποίο απέκτησα κατά τις σπουδές μου στον Άγιο Σέργιο στο Παρίσι και επεδίωξα να συνεργαστούν πολλοί άλλοι ομόδοξοι φίλοι μου. Ακόμη ερευνήθηκαν και τα λήμματα του πολύτομου έργου του «Πυρσού» που γράφηκαν από τον Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο και άλλους της εποχής σχετικούς συγγραφείς και μέχρι τη περίφημη έκδοση της Catholica κ.ά. Έτσι συγκροτήθηκε ένα άρτιο «Λημματολόγιο» από τούς τέσσερις κλάδους της Θεολογίας που κατάταξε τα θέματα προς επεξεργασία σε έξη ενότητες: Α΄. Στην Ιστορία της Φαινομενολογία της Θρησκείας και η σφραγίδα της στο πνευματικό βίο των λαών της ανθρωπότητας. Β΄. Η Χριστιανική θρησκεία και η Ερμηνευτική θεολογία. Γ΄ Γ΄. Η Ιστορία του Χριστιανισμού. Δ΄ Η Συστηματική Θεολογία.Ε΄. Η Πρακτική Θεολογία για να παρέχεται αμεσότητα των αξιών και των αισθητικών εκφράσεων της θείας λατρείας μας και Στ΄. Η Πνευματική Διακονία της ορθόδοξης ευσέβειας και διάφορους τομείς της αγαθοεργίας και της κοινωνικής ζωής.
Στη συνέχεια μαζί με το Βασίλη ασχοληθήκαμε με την επιλογή συνεργατών από τους πλέον έγκριτους ειδικούς συγγραφείς των ημερών μας και σε περίπτωση που δεν εξευρέθηκαν ή παρέδωσαν πρόχειρα γραπτά κατώτερης ποιότητας και κρίθηκαν ακατάλληλα απορρίφθηκαν για να μη πληγώσουν τη φήμη κατεστημένων προσώπων με συνέπεια να συγκεντρώσουμε τα πυρά τους. Συνήθως οι νεότεροι επιστήμονες που επιδίωκαν ακαδημαϊκό στάδιο φιλοτιμούνταν να προσφέρουν σοβαρής επιστημονικής ποιότητος άρθρα προσβλέποντας στην εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους. Αυτή συνεργασία συνετέλεσε στη συγκρότηση ενός άτυπου θεολογικού σπουδαστηρίου αφιερωμένου στην «Σοφία του Θεού» με το σύνθημα: «Κρείσον το κατά δύναμιν εισενεγκείν ή το παν ελλείπειν» και στην έκδοση επί διετία των δύο τόμων του περιοδικού «Ορθόδοξη Παρουσία» (Ο.Π. τ.Α΄τεύχος 3-4 1964 σ. 287-290) που αποτελεί θησαύρισμα άρθρων, κειμένων και χρονικών της εποχής κάτι αντίστοιχο με το βελγικό περιοδικό του «ΕΙΡΗNIKOΥ». Στόχος μας ήταν η φωταγώγηση της οδού προς τη Πανορθόδοξη ενότητα και στο ανακαινιστικό πνεύμα μέσα στα εκκλησιαστικά θέματα που άρχισε να καλλιεργεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο που είμεθα συνδεδεμένοι και οι δύο και ειδικά η ταπεινότητά μου με προσωπική πρόσκλήση του μακαριστού πατριάρχη Μαξίμου Ε΄ στην εφηβεία μου το 1947!
Με την ίδια προσοχή υπηρετήθηκε και η εικαστική στήριξη του έργου. Πρώτος σύμβουλος μας ήταν ο Φώτης Κόντογλου, που σχεδίασε το «λογότυπό» μας με τον ιπτάμενο Άγγελο φέροντα σε ειλητάριο το Α Ω της εκδόσεως μας. ΄Ομως επειδή τα έργα του φαίνεται πως είχαν δεσμευθεί από τον οίκο του «Αστέρα» και μας συνέστησε κατάλληλο συνεργάτη το μαθητή του μακαριστό Ράλλη Κοψίδη, του οποίου τα σχέδια αποτελούν κόσμημα για την όλη έκδοση. Η συνεργασία μας συνεχίστηκε στην εικονογράφηση υ των «Ειρηνοποιών» μου, αλλά και με διάφορες εργασίες στο Φανάρι και στην εικονογράφηση του Αγίου Παύλου του Σαμπεζύ της Γενεύης κ.ά. Τα δημοσιευθέντα άρθρα διακοσμήθηκαν με φωτογραφικό υλικό, όπως και με παραδοσιακές παραστάσεις τα εσώφυλλα των τόμων και το εσωτερικό τους με εκτός κειμένου πολύχρωμες απεικονίσεις. Ο κάθε τόμος ήταν αφιερωμένος με ανάλογο σχεδιασμό σε κάθε τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία ή με σχετική επιγραφή σε κάποιο σημαντικό αυθεντικό γεγονός της χρονιάς, όπως ήταν η χιλιετίας πρώτης οργανώσεως της Αγιορείτικης Πολιτείας το 1963
Για τη θεμελίωση αυτού του έργου δεν χρειάστηκε μόνον η μεθοδευμένη επιστημονική προετοιμασία, αλλά προ πάντων η πνευματική ευψυχία και η απαρέγκλιτη στήριξη στις σταθερές και συντεταγμένες αξίες και ιδεώδη που εναρμονίζονται με γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα του Γένους μας. ν. Συνταχθήκαμε και ακολουθήσαμε απ' αρχής τις εκκλησιολογικές θέσεις της Μητρός Εκκλησίας για τη Διορθόδοξη προσέγγιση (1961-1968) και ευαγγελιστήκαμε την βίωση των ιδεωδών της «ανακαινίσεως» και της «ενότητας». Στον δίγλωσσο ωσσο πρόλογο του α΄ τόμου του έργου, γραμμένο δια χειρός Φωτίου Κόντογλου, είναι καταγεγραμμένη η «ωραία διάθεση αλληλοκατανοήσεως των διηρημένων τμημάτων της Χριστιανωσύνης ιδίως μετά τη στροφή της δυτικής θεολογικής σκέψεως προς τις αξίες της Ορθοδοξίας». Αυτές επισημάνθηκαν α) Στην επανεκτίμηση της συνοδικότητας στην Εκκλησία. β) Στον σεβασμός της κατ΄Ανατολάς θεολογικής σκέψεως και λατρευτικής παραδόσεως. γ) Την μετριοπάθεια των ίδιων θεολογούμενων απόψεων για να μην αυτά απολυτοποιούνται για να επιβληθούν στους αφοσιωμένους στην αρχαία Παράδοση και δ) Η αναγνώριση της κοινής πορείας Ανατολής και Δύσεως της πρώτη χιλιετία ως μέτρου περιχωρήσεως και οικονομίας για την νέα πορεία προς την ενότητα.
Το τι θελήσαμε να αποτυπωθεί στο έργο φαίνεται κυρίως στο Α΄ τόμο της «Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας» που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1962 και είναι αφιερωμένος τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα. Στο τόμος αυτό κατατίθεται ότι προτιθέμεθα να προσφέρουμε με την οργάνωση της εκδόσεως στους αναγνώστες μας. Με τον ίδιο περίπου ρυθμό δώσαμε και τον Β΄ τόμο τον Απρίλιο του 1963 αφιερωμένο στην χιλιετία του Αγίου Όρους και μετά εξάμηνο στον Γ΄ τόμο τον Οκτώβριο του 1963. ΄Ομως, παρά τις τιμητικές κριτικές των εκκλησιαστικών εντύπων η Ελλαδική Εκκλησία δεν παραστάθηκε ουσιαστικά στη διάδοση της εκδόσεως. Μόνον τον Ιούλιο του 1964 η Ιερά Σύνοδος εξέδωσε μία τυπική Εγκύκλιο συστάσεως της. Οι δαπάνες τις εκδόσεως ήταν σοβαρές γιατί όλοι οι συγγραφείς αμέσως ελάμβαναν τον κόπο του δημοσιεύματός τους, ενώ συνεχώς στένευε η κυκλοφορία της εκδόσεως τα δύο πρώτα χρόνια. Ευμενώς την αποδέχθηκαν μερικές δεκάδες πτωχών ιερέων της υπαίθρου και μία δεκάδα θεολόγων και κυρίως οι απλοί ευσεβείς άνθρωποι του λαού. Οι περισσότεροι αρχιερείς τότε ασχολούνταν με την διελκυστίνδα Κράτους και Εκκλησίας για το «Μεταθετό», που το αναγόρευσαν σε ύψιστο «κανονικό ζήτημα», αγνοώντας την Ιστορία και την ορθόδοξη πραγματικότητα και για να κυκλοφορήσει το έργο στις επαρχίες τους χρειαζόταν η υποταγή στη περιποίηση της βιογραφίας τους και η ιδεοληψία τους για τη γλώσσας της! Η έκδοση δυστυχώς τότε αγωνίστηκε να υπερβεί την ματαιοδοξία των συνδρομητών που ήθελαν να διαιωνίσουν με τις βιογραφίες τους, παρά την αυστηρή επιλογή των εξωγενών αξιώσεων. Στο θέμα της γλώσσας θελήσαμε τη γλωσσική λιτότητα και όχι με τη ξύλινη γλώσσα του λογιοτατισμού επειδή οι αιώνιες αξίες όπως είναι «του Θεού τα πράγματα» εισχωρούν στα βάθη της ψυχής με την αγία απλότητα και συναναστροφή που επέτρεπε να γευθεί ο λαός μας την αλήθεια της πίστεώς της.
Όταν ολοκληρώσαμε τη Θ.Η.Ε. στους 12 τόμου με το συμπλήρωμα των καθυστερημένων άρθρων, ο μακαριστός Βασίλης μου έλεγε:
«Αριστείδη μόνον εμείς ξέρουμε με πόσες δυσκολίες τελείωσε αυτό το έργο… Ξέρουμε τις αντιξοότητες της συντάξεώς το, καθώς και τα κενά και τις ελλείψεις του. Μάθαμε τις αδυναμίες των κατεχόντων κοσμικά και εκκλησιαστικά διακονήματα που παρεξήγησαν την αποστολή τους. Γνωρίσαμε τις φανερές και κρυφές σκέψεις και επιδιώξεις μερικών «φίλων» μας και αποκτήσαμε από όλα αυτά πολύτιμη πείρα. Μήπως για όλα αυτά πρέπει να εκδοθεί και ένας 13 τόμος για να περιγράψουμε τα προβλήματα και τις δυσκολίες που συναντήσαμε και ξεπεράσαμε για να ολοκληρωθεί αυτό το έργο μέσα σε τακτό χρόνο;». Τότε του απάντησα: «Βασίλη μου με την όλη οργάνωση της εκδόσεως και με τους ανθρώπους που συνεργαστήκαμε και κατά το υλικό που μας παρέδωσαν και θεώρησες και τα νυχτέρια να παρακολουθώ την έκδοση είχαμε το προνόμοιο να προσφέραμε τη μαρτυρία της εποχής μας. Μακάρι να βρεθούν άλλοι μιμητές μας στον ελλαδικό χώρο να επαναλάβουν αυτό το άθλημα που ξέρω πώς στην Ευρώπη γίνεται από τάγματα αφιερωμένων επιστημόνων και πολυπρόσωπα ειδικά επιτελεία»!
Μετά μισό αιώνα ήλθε ο καιρός να κατατεθούν ελάχιστες πληροφορίες γι αυτό το επίτευγμα της τότε εκδοτικής προσπάθειας που αλλού για να προσφέρουν αυτό το αποτέλεσμα, παρά τις ατέλειές του εργάζονται πολύ χρόνο ολόκληρες μοναστικές αδελφότητες και πολυπληθές επιστημονικό επιτελείο. Ίσως ήλθε ο καιρός να εκτιμηθεί δεόντως η σοβαρή αυτή πρωτοβουλία του μακαριστού εμπνευστή της Αθανάσιου Μαρτίνου, ο οποίος συνεπέστατος στις προς πάντες περάτωσε τον βίο του ως πολύαθλος Ιώβ και πρόσφερε στην Εκκλησία και στο Γένος αυτό το πολύτιμο θησαύρισμα της θρησκευτικής και της εκκλησιαστικής σοφίας. Τη προσφορά εκείνου και των στενών συνεργατών του λίγοι τότε την κατάλαβαν ενώ πολλοί την επωφελήθηκαν μέχρι σήμερα. Πολλοί περίμεναν να βρεθούν πλέον σύγχρονοι μιμητές τους. Όμως απ' ότι γνωρίζω πάλι απέτυχαν στο στόχο τους γιατί το βιωματικό υπόστρωμα των κληθέντων δεν ταίριαζε. Οι ωραίες πρωτοβουλίες πετυχαίνουν όταν υπάρχουν και οι πνευματικές προϋποθέσεις και μάλιστα όταν αυτές ασφαλίζεις και τότε αρχίζεις να ενεργείς. Ο Ισοκράτης έλεγε: Να σκέπτεσαι αργά, να εκτελείς όμως γρήγορα τις αποφάσεις σου. Αυτό πράξαμε με τον Αθανάσιο Μαρτίνο, μακαρία η μνήμη του.
Α.Π.