«Εκ των σων τα σα»! Πως επεστράφη Σταυροπηγιακή γη στη Μητέρα Εκκλησία...
Ένα ιστορικό παράδοξο των ημερών μας
του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη,
Η πρόσοψη του ναϊδρίου της Αγίας Σοφίας του Πατριαρχικού Καθιδρύματος στην Ανθούσα της-Αττικής
Κατά τα προεόρτια των φετινών Χριστουγέννων σε μια εκδήλωση των Οφφικιάλων του Οικουμενικού Θρόνου που έλαβε χώρα στην Αθήνα ο εγκυρότατος των σύγχρονων Ελλήνων θεολόγων και Ακαδημαϊκός Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου π. Ιωάννης Ζιζιούλας, μίλησε για το παράδοξο της επιβιώσεως μέσα στην Ιστορία του ιερού θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η Καθέδρα αυτή της Εκκλησίας, παρά τις αντίξοες και τραγικές περιπέτειές της - που συχνά έδειχναν επερχόμενο το τέλος της - συνέχισε τη διακονία της στην Οικουμένη! Ο ομιλητής άντλησε πολλά παραδείγματα από την διαχρονική Ιστορία και την ενεργό πορεία της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως προκειμένου να καταδείξει την εκκλησιαστική και πολιτιστική προσφορά της «δια μέσου δόξης και ατιμίας, δυσφημίας και ευφημίας....ως πτωχή και πολλούς πλουτίσασα» (Α Κορ. 6, 4-10) γεγονότα που αποδεικνύουν πως «ιστορικά αποτελεί ενα παράδοξο μυστήριο». Στον επίλογό του μάλιστα επισήμανε και τέσσερα θέματα που απαιτούν τις ραγδαίες παρεμβάσεις του στα σύγχρονα δρώμενα της Εκκλησίας.
Εξ αφορμής της περισπούδαστης αυτής ομιλία θεωρώ καθήκον μου να καταθέσω ένα ακόμη ιστορικά παράδοξο μυστήριο των ημερών μας, που πρόσφατα διαπίστωσα μελετώντας την προϊστορία της δωρεάς προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο της περιουσίας στην Ανθούσα της μακαριστής Αλεξάνδρας Μαχαιρίδου, γιατί πάντα η αναδίφηση της Ιστορίας είναι πολύ διδακτική για όλους.
Η Α. Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος επίσημα επισκέπτεται το Καθίδρυμά του και ευλογεί το ναΐδριο στις 31 Οκτωβρίου 2008 παρουσία των αρχών της τότε Κοινότητος Ανθούσας.
Η Εκκλησία της Νέας Ρώμης - Κωνσταντινουπόλεως ανέλαβε από την Ρώμη τον 8ον αιώνα την προστασία του κλήρου και του λαού της Παλαιάς Ελλάδος. Έκτοτε, η ιερή αυτή Καθέδρα με στοργή παραστάθηκε σε όλες τις μακροχρόνιες και επώδυνες δοκιμασίες του Γένους μας με την συνεχή ανανέωση της ιερωσύνης της πνευματικής ηγεσίας του και με την οργάνωση μέσα στη δικαιοδοσία της του μοναστικού βίου και ιδίως του πλέγματος των Σταυροπηγιακών μονών, ως και άλλων ιδρυμάτων. Για να ελέγχεται κάθε «ευσεβής» αυθαιρεσία για την λειτουργία κάθε μονής ανατέθηκε η ευθύνη της «πήξεως» του θυσιαστηρίου στον τοπικό επίσκοπο. Όμως πολλές φορές οι συνοδείες των μοναχών διαφωνούσαν με τον διάδοχο του πρώτου κυριάρχη επισκόπου ή είχαν σοβαρά προβλήματα με τις αρχές και τους περιοίκους και για μείζονα προστασία κατέφευγαν για κρίση στον «Πρώτο» της όλης δικαιοδοσίας. Ο Πατριάρχη για να ειρηνεύσει τις αντιδικίες κάλυπτε με το κύρος του την μονή σφραγίζοντάς την εκ νέου με Σταυρό της προστασίας του και με το σχετικό σιγγίλλιό, αν δεν είχε απ' αρχής συσταθεί από προκάτοχό του ή τον ιδιο. Η θεσμοθέτηση της Σταυροπηγιακής τιμής σε μονές είναι μετά τον τερματισμό της Εικονομαχίας τον 9ο αιώνα (Βλ. Επαναγωγή , 3.10. γραφείσα το 879-880), Έτσι συνέβη «αντί των κανόνων να επικρατήσει η μακρά άγραφος συνήθεια» κατά τον Βαλσαμώνα τον ΙΒ αἰώνα (ερμην. του 31 Άποστ. κανόνα) του Δικαίου των Σταυροπηγιακών Μονών που υπερασπίστηκαν επί 1000 χρόνια όλοι οι Πατριάρχες και οι Σύνοδοι τους. Παράδειγμα εκ της Φραγκοκρατίας είναι εκείνο του 1238 (ΙΓ αἰώνας) οταν το συσταθέν στην Ήπερο «Δεσποτάτο» εμφανίστηκε ως προπύργιο της «ελληνικότητας», που θέλησε να αγνοήσει τα Δίκαια του Πατριαρχείου. Τότε ο εξόριστος στη Νίκαια Πατριάρχης Γερμανός Β μετέβη αυτοπροσώπως στην Αρτα και αξίωσε και πέτυχε περιφρούρηση των δικαίων αυτών στο νεοσύστατο κράτος, μεταξύ των οποίων ήταν και η προστασία των Σταυροπηγιακών μονών. Κατά τη μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας όλα τα Σταυροπήγια έτυχαν σεβασμού και από τους Σουλτάνους και μάλιστα τότε εμπλουτίστηκε η περιουσία τους από τον χριστιανικό λαό για να αποφύγουν τον «Χαρατζή και τα χαράτσια του» κατά την παροιμία. Έτσι προστατεύθηκε η περιουσία των μονών αυτών και διατράφηκαν γενεές-γενεών χριστιανών από την καλλιέργιά της μοναστηριακής γης, χωρίς να εξανεμιστεί αυτή προς πλουτισμό μιας μόνον γενεάς!
Η δωρεά της Αλεξάνδρας Μαχαιρίδου και η αποδοχή της εκ μέρους του Πατριαρχείου υπογράφεται από τον Χαλκηδόνος Ιωακείμ στην Αθήνα στις 29/6/2003
Με την χειραφέτηση του Νεοελληνικού Κράτους το 1830 η νεοπαγής Πολιτεία θέλησε να ρυθμίσει και το εκκλησιαστικό θέμα των ελεύθερων περιοχών. Σ' αυτό πρωτοστάτησαν οι επιζώντες του αγώνα επτά αρχιερείς, πολλοί των οποίων είχαν διακονήσει την πατριαρχική Αυλή του Φαναρίου, όπως ο μητροπολίτης Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος Παρδαλός. Αυτόν, τον εκτιμούσε ο ευσεβής Κυβερνήτης Ιω. Καποδίστριας ως φωτισμένη εκκλησιαστική προσωπικότητα και του ανέθεσε να διεκπεραίωσει με το Φανάρι την ομαλή λύση του ζητήματος. Όμως η ετεροκίνητη δολοφονία του Κυβερνήτη ανέτρεψε την κανονική διευθέτιση του ζητήματος, όπου προ του 1821 λειτουργούσαν 8 Μητροπόλεις και 20 αρχιεπισκοπές και πολλές επισκοπές του Οικουμενικού Πατριαρχείου !
Όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις, αυτές που εγγυήθηκαν την ελεύθερη κρατική μας υπόσταση εγκατέστησαν στη χώρα μας το πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας. Μάλιστα, επειδή ο εκλεγής βασιλέας Όθων ήταν ανήλικος τον εκπροσωπούσε μια τριανδρία Αντιβασιλέων οι οποίοι ανέλαβαν καθήκοντα για την ανασυγκρότηση των θεσμών του νέου κράτους. Όμως λόγω του διχαστικού κλίματος που επικρατούσε τότε μεταξύ των Ελλήνων, σύμφωνα με το μυστικό πρωτόλλο του 1832, αντιμετώπισαν τα τοπικά ζητήματα κατά την ιδίαν τους αντίληψη και ως ετερόδοξοι είχαν για την τοπική Εκκλησία προκατάληψη ως αναρχούμενη και σκέφτηκαν να επιβάλουν σχέσεις με το Κράτος που επικρατούσαν τότε στη χώρα τους και που είναι άσχετες με το από αιώνων Κανονικό Δίκαιο της Ανατολικής Εκκλησίας. Σ' αυτό συνήργησαν ο Λουθηρανός καθηγητής της Νομικής Γεώργιος Μάουρερ και ο ιερομόναχος Θεόκλητος Φαρμακίδης, οπαδός του «ελευθερόφρονα» Αδαμάντιου Κοραή. Ο πρώτος ήταν οπαδός του πολιτειοκρατικού «Ιωσηφισμού», που καταδυνάστευε στην Εύρώπη την Εκκλησία. Ο δεύτερος ήταν «θαυμαστής» των προτεσταντικών μεταρρυθμίσεων του Θεοφάνη Προκόποβιτς, που τις εισήγαγε το 1722 στην εν Ρωσία Εκκλησία.
Αυτοί οι δύο κατ' απόφαση των Αντιβασιλέων συνήργησαν με «πραξικοπήμα» στον διοικητικό ξερριζωμό της εν Ελλάδι Εκκλησίας από το θεσμικό της κέντρο για να μπορέσουν ασύδοτοι να θέσουν υπό τον απόλυτον έλεγχο της βασιλικής εξουσίας την τοπική Εκκλησία. Έτσι, ανέτρεψαν την τάξη αιώνων σε περίοδο που έχουν βελτιωθεί οι σχέσεις με τον φωτισμένο πατριάρχη Κωνστάντιο Α (1830-1834. Μάλιστα με την υπογραφή του «ετερόδοξου ελέω Θεού» άνακτα υπογράφονται τρία Διατάγματα που τον καθιστούν «Αρχηγό της τοπικής Εκκλησίας» και ληστρικά ανατρέπουν αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων και την ιεροκανονική τάξη του «Συνταγμάτιου» της Μητρός Εκκλησίας και εγκαθίστούν μια ελεγχόμενη από την Αυλή πενταμελή «Αριστίνδην Σύνοδο», εποπτευόμενη από τον «Βασιλικό Επίτροπο», που διέλυσε τον μοναχικό ιστό στην ελλαδική επικράτεια για να κατασχέσει την εκκλησιαστική γη, περιφρονόντας τον κυρίαρχο εκκλησιαστρικό θεσμό όλων των ελευθερωθέντων περιοχών. Μάλιστα δεν αρκέστηκαν στη κατάσχεση της γης των 116 «έρημων» από αδελφότητες μονών, αλλά προχώρησαν στη σκύλευση και άλλων 119 μονών με ολιγομελείς συνοδείες και στο τέλος καταπάτησαν και τα λοιπά 226 μοναστηρίων μεταξύ των οποίων τα μεγαλύτερα καλύπτονταν με το κανονικό προνόμιο του Οικουμενικού Πατριάρχη των Σταυροπηγιακών μοναστηρίων που είχαν το αναπαλλοτρίωτο, το οποίο σεβάστηκαν αλλογενείς και ετερόθρησκοι κατακτητές. Έτσι η ξενόφερτη Αντιβασιλεία «νομοθέτησε» οτι δεν τόλμησε να διαπράξει άλλοτε το «Δεσποτάτο της Ηπείρου», για να περάσει ασφηκτικές χειροπέδες στην τοπική Εκκλησία και να προκληθεί η «ακοινωνησία» των 17 χρόνων. Όμως και μετά τον Τόμο της «αυτοκεφαλίας» του 1850 με τους νόμους Σ καὶ Σα καὶ τους έξη (6) Καταστατικούς Χάρτες ( 1852, 1923, 1931, 1943, 1969, 1977) και επάλληλες τροπολογίες και τις συγχνές «Αριστίνδην Συνόδους» που κατέστησαν διαρκώς τεταραγμένη την Ιστορία της Ελλαδικής Εκκλησίας, ιδίως από τις φίλαρχες ρήξεις των εραστών των κανονικών προνομίων του Πατριαρχείου, τις οποίες συνήθως σιωπηλά παρακολουθούσε το Φανάρι χάρη της ενότητος του Γένους, πλην της τελευταίας που δεν περίμενε από οικείο του πρόσωπο και τελικώς αντέδρασε!
Αλεξάνδρα Μαχαιρίδου
Πρόσφατα μεταφράστηκε και εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη το κλασσικό έργο του Ιβάν Σοκόλοφ «Η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως κατά τον 19ον αιώνα», και στη σελίδα 917, διασώζεται ο «Κατάλογος των Σταυροπηγιακών μοναστηρίων» που προϋπάρχουν της συστάσεως του Νεοελληνικού κράτους. Στη μητρόπολη Αθηνών που ανήκε στο «Συνταγμάτιο» της Μητρός Εκκλησίας αναφέρονται ως Σταυροπηγιακές μονές: «του αγίου Μελετίου, της Μπεντέλης (Πεντέλης), των Ασωμάτων Πετράκη και του οσίου Λουκά». Ιδιαίτερα γνωρίζουμε από αρχειακές μελέτες τον αγώνα του ιδρυτή της μονής Πεντέλης αγίου Τιμοθέου, επισκόπου Ευρίπου, για να διασφαλίσει την κυριότητα της γης του Πεντελικού όρους από την αυθαίρετη νομή της μοναστηριακής γης από τους σκληροτράχυλους ποιμένες. Για να σωθεί μάλιστα από τις απειλές τους κατέφυγε στη Τζια και ίδρυσε εκεί νέα μονή όπου και απεβίωσε. Σήμερα γνωρίζουμε πως νομιμοποιήθηκε μόλις το 1844 η περιουσία της μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Πεντέλης και άρχισε με διάφορους τρόπους η ρευστοποίησή της, κυρίως μάλιστα παλαιότερα εκ χρησικτησίας από τους έχοντες ποίμνια κατοίκους των γύρω περιοχών. Την υπόρεια του Πεντελικού που βρισκεται σήμερα η Ανθούσα την απέκτησαν βασικά οικογένειες από το Λιόπεσι (Παιανία) και την μεταπώλησαν σε γαιοκτήμονες των βόρειων χωριών της Αττικής, που ηθελαν να μεταφέρουν τις εστίες τους προς νότο για να γειτνιάσουν με περίχωρα των Αθηνών. Έτσι κάποιος από την Αυλώνα ή από το Αυλωνάρι, ονόματι Αυλωνίτης εγκαταστάθηκε στη σημερινή περιοχή της Ανθούσας και την ονόμασε Αυλώνα! Επειδή όμως οσοι αγόρασαν μετά το 1923 κτήματα από τον Αυλωνίτη και εγκαταστάθηκαν εκεί εταλαιπωρούντο γιατί γινόταν σύγχυση με την παλαιά Αυλώνα Αττικής ζήτησαν την αλλαγή του ονόματος και πρότειναν την ονομασία Ανθούσα!
Μια βυζαντινή μνήμη από τα ανάκτορα των Βλαχερνών (Τεκφούρ Σαράϊ) , που μπορεί να αναδομηθεί στη πρόσοψη του νέου πατριαρχικού κτίσματος στην Ανθούσα. Οι Τούρκοι το αναπαλαίωσαν το 1970 !!
Και από εδώ αρχίζουν τα περίεργα. Είναι γνωστό οτι όταν ο Μ. Κωνσταντίνος αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους στην αρχαία πόλη του Βυζαντίου κατά τον εγκαινιασμό της στις 11 Μαΐου 330 χρησιμοποιήθηκε ως οικόσημό της μια γυναικεία κεφαλή που έφερε το όνομα «Flora», δηλαδή «Ανθούσα», κατά τα αρχαία ρωμαϊκά έθη!
Πάντοτε απορρούσα γιατί στην Αττική ενώ υπήρχαν μετόχια των Ιεροσολύμων και του Σινά δεν κράτησε κανένα θυσιαστήριο και τόπος για να σταθεί η Μητέρα μας Εκκλησία στο χώρο της δικαιοδοσίας που παραμένει ακέραια παρά την λειτουργία εντός της τετραρχίας εκκλησιαστικών διοικήσεων. Μάλιστα μετά τη Καταστροφή του 1922 συνεστήθηκε ο αρχαίος θεσμός των Αποκρισιαρίων στην Αθήνα χωρίς να δοθεί ναός και στέγη ενώ όλοι παρέμεναν στην προσφυγική κατοικία τους. Ο Εφέσου Χρυσόστομος, μετά Αθηνών, στο Βύρωνα. Ο Σελευκείας Βασίλειος, μετά Φλωρίνης, στη Ν. Σμύρνη. Ο Τραπεζούντος Χρύσανθος στην Κυψέλη και οταν τον πρόσεξε ο πρωθυπουργός Α. Μιχαλακόπουλος και του παραχώρησε γραφείο στο ΥΠΕΞ, κατατρόμαξαν οι ελλαδικοί και μέχρι τα χρόνια μου απετέλεσε κληρονομηθέν «σύνδρομο» στους επιγόνους του Αθηνών Δαμασκηνού! Έτσι, άφρονες «εκκλησιολογικές» σοφιστείες προβλήθηκαν κάθε φορά που ανέκυπτε ζήτημα αποκτήσεως στέγης για την εν Αθήναις πατριαρχική παρουσία. Ποτέ δεν βρέθηκαν λίγα μέτρα εκ της Σταυροπηγιακής γης που κατασχέθηκε για να επιστραφούν στον δικαιούχο Ιερό Θρόνο να στεγάσει τις μνήμες και τους οραματισμούς του επί της δικαιοδοσίας του στην Παλαιά Ελλάδα. Ισως για να επαληθευθεί το αδέσποτο τραγικό «Αλών μέδιμνον, αμα φαγών αμνημονεί»-«Αυτός που πέρνει μια ποσότητα από το αλώνι, μόλις τη φάει, δεν θυμάται τίποτα»!
Η αγνωμοσύνη που επεδείχθηκε εντυπωσίασε μια προσφυγοπούλα, την Αλεξάνδρα Μαχαιρίδου, που κατέφυγε από τον Πόντο στην Ελλάδα, το 1922, με την απορφανισμένη από πατέρα οικογένειά της, και αποφάσισε προ εικοσαετίας να δωρήσει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο τη γη που απέκτησε στην Ανθούσα, με το ναϊδριο και τα υποστατικά του.
Η σύγχρονη αυτή Ταβιδά, στενή συνεργάτιδα του Μικρασιάτη παπά-Άγγελου Νησιώτη, δεν γνώριζε ότι επέστρεφε μικρό μέρος της Σταυροπηγιακής γης της μονής Πεντέλης στην πηγή που αιώνες την προστάτευσε ως «εκ των σων τα σα»! Και διερωτόμαι, μήπως η έμπνευση αυτή φανερώνει ενα ακόμη ιστορικό και παράδοξο μυστήριο για να συνεχιστεί μέσα στη κάποτε Σταυροπηγιακή γη της Αττικής η παρουσία της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως με το Πατριαρχικό καθίδρυμα της Ανθούσας το οποίο ευλογήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2008 από την Α.Θ.Π. τον Οικουμενικόν Πατριάρχη Βαρθολομαίο;
Τώρα αναμένεται ο μιμητής του Παναγιώτη Αγγελόπουλου, που θα έχει την ευσέβεια και την ευφυΐα να αφήσει για αιώνες το όνομά του ως Μεγάλος Ευεργέτης στο νέο κτήριο το οποίο θα είναι και το μοναδικό του Πατριαρχείου στην Αθήνα.
Διεύθυνση : Λεωφόρος Ανθούσας 221. τ.τ 153 49. Αθήνα . Τηλ. 210-6665537