Τα συντελεσθέντα πολεμικά γεγονότα τον 20ον αιώνα μετέθεσαν μεν το βασικό ποίμνιο της Εκκλησίας Κων/πόλεως από την Μικρασιατική κοιτίδα του στην προς δυσμάς δικαιοδοσία του, αλλά η Χάρη του Θεού «εν τη ασθενεία της» τη μεγάλυνε ως μία των σεπτότερων ιερών θεσμών της Οικουμένης, τόσον από την Πρεσβυτέρα Ρώμη και το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, όσον και από όλους τους πανανθρώπινους οργανισμούς του πλανήτη μας.
Στις 31 Ιανουαρίου 1945 ο γνωστός πολέμαρχος του Λένιγκραντ μητροπολίτης Αλέξιος Σιμάνσκι (1871-1970) εξελέγη πατριάρχης Μόσχας και όπως έπραξαν και οι προκάτοχοί του Τύχων και Σέργιος ακολούθησε και αυτός την κανονική τάξη και απέστειλε το κανονικό «ειρηνικό γράμμα» του στον τότε πατριάρχη Βενιαμίν για να τύχει της αναγνωρίσεως.1 Ο Αλέξιος θεολογικά και εκκλησιαστικά μορφώθηκε μέσα στο κλίμα της τσαρικής μεγαλαυχίας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Ενδεικτική είναι η επισκοπική χειροτονία του το 1913 στο Νόβγκοροντ. Σε αυτήν προεξήρχε ο τότε «ακοινώνητος» με το Οικουμενικό Πατριαρχείο δήθεν «πατριάρχης» Αντιοχείας Γρηγόριος Δ΄, εκλεγείς με την ρωσική παρέμβαση υπό των αραβόφωνων καταληψιών του Πατριαρχείου Αντιοχείας!2 Η σχέση του με τους κρατούντες ήταν γνωστή προ και μετά το 1943 και η συμμετοχή του στην Αντίσταση κατά την πολιορκία του Λένινγκραντ (1941-1944) τον κατέστησε «ήρωα» της Σοβιετικής Ενώσεως. Η ιεροτελεστία της ενθρονίσεώς του προσέλαβε πρώτη φορά «Πανορθόδοξη» διάσταση, γιατί έμμεσα επιδιώκεται να τονιστεί ο νέος ρόλος με τον οποίο επιφορτίστηκε από το σοβιετικό καθεστώς. Προσκλήθηκαν οι παλαίφατοι Πατριάρχες της Μ. Ανατολής, Αλεξανδρείας Χριστοφόρος και Αντιοχείας Αλέξανδρος καθώς και ο «καθολικός» της Γεωργίας Καλλίστρατος και άλλοι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών.3 Η τελετή εξ αρχής ξέφευγε από τον θρονικό της χαρακτήρα και έμοιαζε «σκηνοθετημένη» κατά τα κρατούντα στις «Διεθνείς» συνάξεις του καθεστώτος α) Προς διάψευση των γνωστών στην παγκόσμια κοινή γνώμη αθεϊστικών εγκλημάτων των Σοβιετικών και β) Για να καταγραφεί ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει ο νέος Ρώσος πατριάρχης μέσα στην Ορθοδοξία. Αυτή η επιδίωξη ξεκαθάρισε μέσα σε μια τριετία και ο Αλέξιος Σιμάνσκι από «εθνικός άνδρας» αναδείχθηκε και πανίσχυρος θρησκευτικός ηγέτης που - αντί του Φαναρίου που δήθεν ελέγχεται από τις καπιταλιστικές δυνάμεις - θα αναδείκνυε τη Μόσχα ως το επίκεντρο της «Διορθόδοξου Κινήσεως».

Ο Μόσχας Αλέξιος συνομιλεί με τον Σόφιας Στέφανο, παρουσία του Τυφλίδος Καλλίστρατου, ενώ ο απεσταλμένος του Φαναρίου μητροπολίτης Θυατείρων Γερμανός απλώς ακροάται !
Από το 1947 ο Μόσχας Αλέξιος αρχίζει αυτόβουλα να παραγράφει όλη την μέχρι τότε προεργασία για τον καθορισμό των απασχολούντων την Ορθοδοξία ζητημάτων που διακόπηκε τον Μεσοπόλεμο.4 Μετά την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στο Φανάρι εκλέγεται το 1946 Οικουμενικός Πατριάρχης ο Μάξιμος Ε΄ και ο σοβιετικός πρεσβευτής στη Τουρκία προσπαθεί με σειρά ευγενών περιποιήσεων να τον πλησιάσει. Διαπιστώνει όμως ότι ο Πατριάρχης Μάξιμος Ε΄ είναι αρνητικός στα Μοσχοβίτικα αιτήματα και συμβουλεύει να παρακαμφθεί. Οι ενταύθα όμως αρμόδιοι αγνοούσαν το ακέραιο φρόνημα του τότε ηγουμένου της Εκκλησίας 5 και τον παρεξήγησαν που δεχόταν τον Ρώσο πρεσβευτή και του καταλόγισαν φιλοσοβιετισμό. Τότε η ρωσική πατριαρχία μεταβλήθηκε σε παρεμβατική εξουσία στην εκκλησιαστική ζωή των Εκκλησιών στην επικράτεια του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» και κατά την περίοδο αυτή συμπεριφέρθηκε απολυταρχικά και κατακτητικά προς τις τοπικές Εκκλησίες των εθνών που καταλήφθηκαν. Ο Μόσχας με αυθάδεια άπληστου κατακτητή ανέτρεψε πατριαρχικές και συνοδικές πράξεις του ιερού Θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Καταδίωξε Πατριάρχες, αρχιεπισκόπους και μητροπολίτες που είχαν κοινωνία με το Φανάρι και τους εξαπέστειλε «να εφησυχάζουν» και επέβαλε στις θέσεις τους εκλεκτούς που ενέκρινε το σοβιετικό καθεστώς στις Εκκλησίες και συγχώνευε Μητροπόλεις και επισκοπές και κατέδειξε πως δεν αναγνωρίζει τα καθορισμένα όρια - από το 1593 - της πατριαρχίας του. Εμφανίζεται ακόμη υποκλέπτων το «υπερόριο λειτούργημα» της Μητρός Εκκλησίας «εν τοις Βαρβαρικοίς», που απορρέει από τον 28ον κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες φαίνεται πως αντιλήφθηκαν την πανουργία αυτού του εγχειρήματος και απλά συμμετείχαν για να παρακολουθήσουν τα τεκταινόμενα. Ο μόνος που τότε δεν άντεξε την ασεβέστατη περιφρόνηση των δικαίων του Οικουμενικού Πατριάρχη από τη Μόσχα ήταν ο από Πάφου Τοποτηρητής και μετά αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Κύπρου Λεόντιος (1896-1947).6 Αυτός ήταν εγκρατέστατος θεολόγος με σπουδές στην Αθήνα και στην Αμερική και άριστος γνώστης των Μοσχόβιων αταξιών. Όταν περιήλθε στα χέρια του η πρόσκληση ευθαρσώς γραπτά έθεσε στον Μόσχας Αλέξιο το εκ του Ευαγγελίου ερώτημα: «Μακαριώτατε, εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς;»7 μεθερμηνευόμενον: «Ποιός είσαι συ που θα ανατρέψεις την κανονική τάξη αιώνων και αδίστακτα τώρα επιχειρείς να εκτοπίσεις στο περιθώριο τον Οικουμενικό Πατριάρχη;» Δεν ξέρω αν αυτήν την αντίδραση της εκκλησιαστικής συνειδήσεως του όντως άψογου και πατριώτη ιεράρχη γνωρίζουν κάποιοι σύγχρονοι «Μηδίσαντες» αρχιερείς.8

Ο «οφθαλμός» του Φαναρίου Πρωθιερεύς Κων.Μωραϊτάκης και ο αρχιμ. Δαμασκηνός Χατζόπουλος μεταβαίνουν στη «Διάσκεψη».
Οι Μοσχοβίτες, όπως οι «Ερμοκοπήδες» των αρχαίων Αθηνών, δηλαδή οι καταλυτές των «οριοδεικτών» της πόλεως, επιδιώκουν να αλλάξουν την οροθεσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανατρέποντας τους δείκτες των ιεροκανονικών διατάξεων. Η μεταβολή κατά την Περεστρόϊκα του Σοβιετικού καθεστώτος σε Ομοσπονδία κρατών έφερε την απεξάρτηση από την Μόσχα των κατεχόμενων κρατών και απαιτούν την εκκλησιαστική ανεξαρτησία (αυτοκεφαλία) τους. Η απογύμνωση αυτή του γιγαντισμού απὸ το πλήθος και τον πλούτο των καταδυναστευθέντων λαών οδήγησε τους Μοσχοβίτες σε ανίερο πόλεμο προπαγάνδας, κατώτατης υποστάθμης, κατά της Εκκλησίας που «εκ της βαρβαρικής ορδής» τους κατήχησε, τους βάπτισε και τους εισήγαγε στην «κοινωνία» της Εκκλησίας του Χριστού. Έκτοτε οι Μοσχοβίτες διατελούν σε μόνιμη αντιπαράθεση όχι μόνον με το ιερό θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και εκ βαθέων είναι οι υπονομευτές της Χριστοθέλητης ενότητας της Ορθοδοξίας μετερχόμενοι επιθετικότητα σχισματικών προδιαγραφών. Μήπως ο άκρατος ταυτισμός της με τα θελήματα του μετασοβιετικού κράτους την εξωθεί να καταστεί και η «παρασυναγωγή» του καταδικασθέντος το 1870 «Εθνοφυλετισμού»;