Ἀλήθειες ποὺ ἀνατρέπουν ψευδολογίες ἀνιστόρητων μισθοφόρων
Κοσμοϊστορικὰ γεγονότα συνέβησαν στὸν 20ον αἰώνα ποὺ ἐκτὸς τῶν ὀδυνηρῶν ἀνθρώπινων θυσιῶν καὶ καταστροφῶν εἶχαν καὶ τεράστιες ἐπιπτώσεις στὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας στὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή. Ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία συρρικνώνεται καὶ στοχεύει στὴν κατάλυση κάθε «προνομιακῆς» συμφωνίας μὲ τοὺς ἐκεῖ χριστιανικοὺς λαοὺς μήπως ἀποκτήσει κάποια ὁμοιογένεια. Αὐτὰ τὰ γεγονότα ἐπιταχύνουν τίς ἐπαναστατικὲς ἐξελίξεις μέσα στὴν ἀχανή χώρα τῆς Ρωσίας ὃπου ἀπὸ μακρόν σοβεῖ μεγάλη πολιτικὴ, κοινωνική καὶ οἰκονομική κρίση. Τὸ τσαρικὸ καθεστώς καταλύεται τὸν Μάρτιο τοῦ 1917 καὶ μαζί του συμπαρασύρει καὶ τὴν λεγόμενη Αὐτοκρατορικὴ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Τὴν ἀνατροπὴ διαπράττει ἡ σοσιαλιστικὴ ἐπαναστατικὴ κυβέρνηση τοῦ Γεώργκι Λβόφ, στὴν ὁποία ἒπαιζε σημαντικὸ ρόλο ὁ δικηγόρος Αλέξανδρος Κερένσκυ, ὡς ὑπουργὸς Δικαιοσύνης καὶ Πολέμου. Ὃμως ὁ Βλαδίμηρος Ἲλιτς, γνωστός μὲ τὸ ψευδώνυμο Λένιν, ἐπιτήδεια καὶ μαχητικὰ μὲ τοὺς μπολσεβίκους του κέρδισε τὴν ἐξουσία καὶ ὡς κυρίαρχος πλέον τοῦ κράτους γίνεται ὁ ἐκφραστής τῶν ἀκραίων Μαρξιστικῶν ἰδεοληψιῶν ἐναντίον τῆς Θρησκείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Α. Ἡ ἀνασύσταση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας τὸ 1918 Ἡ «ἂφρων» αὐτὴ ὁργὴ ἀφύπνισε τὸ ἒνστικτον τῆς αὐτοσυντήρησης τῆς ὀρθόδοξης ρωσικῆς εὐσέβειας πού δὲν ἐμπιστευόταν πλέον τὴν πορεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς στὴν ἀπὸ τὸ 1721 ἀπόλυτη κρατικὴ δεσποτεία καὶ ἀπὸ τὸ 1905 σκεπτόταν τὴν ἐπιστροφὴ τῆς πατριαρχίας στὴ Μητρόπολη τῆς Μόσχας. Τὸ ἐπαναστατικὸ κλῖμα τῶν ἡμερῶν προμήνυε ἒκρηξη ἐμφύλιας συγκρούσεως καὶ αὐτὸ ἀνάγκασε τὴν Ἐκκλησία νὰ ἐπιταχύνει τὴ σύγκληση στὶς 30 Ὀκτωβρίου1917 μεγάλης Πανρωσικῆς Κληρικολαϊκῆς Συνόδου. Σ’ αὐτὴν συμμετεῖχαν 317 μέλη καὶ οἱ 141 ψήφισαν «ὑπὲρ» τῆς ἀνασυστάσεως τῆς πατριαρχίας, ἐνῶ οἱ 112 ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴν συντηρητικὴ μειονοψηφία ψήφισαν τὸ «κατὰ» γιατὶ ἐφοβοῦντο μέσα στὸ ἐπαναστατικὸ κλῖμα τὴν ἀνάφλεξη τοῦ καταπιεσμένου μεταρρυθμιστικοῦ ζήλου πρὸς ἐπίλυση τῶν ἀπὸ μακροῦ χρόνου σωβούντων ἐκκλησιαστικῶν προβλημάτων ποὺ ἀπασχολοῦσαν καὶ τὴν ἐκεῖ τοπικὴ Ἐκκλησία ὃπως καὶ τὸ σύνολο τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τελικὰ προκρίθηκε ἡ ἀνάδειξη «Πρώτου» στὴν τοπικὴ ρωσικὴ Ἱεραρχία. Ἡ κυβερνῶσα μέχρι τότε συλλογικὴ ἡγεσία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Πετρουπόλεως ἦταν ἀπόλυτα ἐλεγχόμενη ἀπὸ τὰ θελήματα τῆς τσαρικῆς ἐξουσίας παρά τὴν ὑφιστάμενη νομοθεσία. Στὶς 15 Αὐγούστου 1918 συγκαλεῖται στὴ Μόσχα νέα ἐκλογικὴ Πανρωσικὴ Σύνοδος μὲ προεδρεύοντα τὸν ἐκεῖ μητροπολίτη Τύχωνα. Στὴν ὀργάνωση τῆς ἐκλογικῆς διαδικασίας ἀκολουθεῖται ἡ συμβουλὴ τοῦ ἱστορικοῦ καθηγητή Ἰβάν Ι. Σοκόλοφ, εἰδήμονα «τῆς Ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας Κων/πόλεως τὸν ΙΘ΄ αἰῶνα» καὶ Μ. Ἱερομνήμονα τῆς Μ.τ.Χ.Ε.. Γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τοῦ ὓπατου ἱεράρχη τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀρχικὰ ἐκλέκτηκαν 25 ὑποψήφιοι καὶ μετὰ μὲ νέα ἐκλογὴ σχηματίσθηκε ἐξ αὐτῶν τὸ «τριπρόσωπο». Πρῶτος ἐξελέγη ὁ Χαρκώβου Ἀντώνιος μὲ 101 ψήφους, μετὰ ὁ Νόβγκοροντ Ἀρσένιος μὲ 27 ψήφους καὶ τρίτος ὁ Μόσχας Τύχων μὲ 25 ψήφους. Ἡ τελικὴ ἀνάδειξη τοῦ νέου Προκαθήμενου διεξήχθη κατά τὸ ἀποστολικὸ πρότυπο μὲ «κλήρωση» (Πραξ.α΄26) στὸν ἱστορικὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος καὶ ἐκλέχτηκε ὡς Πατριάρχης ὁ Μόσχας Τύχων.
Ἀμέσως μὲ τὸ «εἰρηνικό γράμμα» του γνωστοποίησε τὴν ἐκλογὴ του στὸν ἐν ἐνεργεία Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην Γερμανόν Ε΄ καὶ τοῦ ἐπιζητεῖ: τὴν πεπειραμένην βοήθειαν ἐν τῇ προκειμένη ἡμῖν πατριαρχικῇ ἐργασία καὶ ἐκκλησιαστικῇ διοργανώσει» δεδομένου ὃτι ὁ Πατριαρχικὸς Θρόνος τῆς Κων/πόλεως «διετέλει ἐν στενωτάτη κοινωνία καὶ ἑνότητι μετὰ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας» καὶ μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς πατριαρχίας ὀδεύει πρὸς ἐδραίωσιν καὶ ἐπέκτασιν καὶ μεγένθυσιν τῆς στενῆς, ζώσης καὶ ζωτικῆς ἀμοιβαίας κοινωνίας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μετὰ τῆς προεξαρχούσης τῆ τιμῆ μεταξὺ πασῶν τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας Ἐκκλησίας τῆς Κων/πόλεως». Ὁ πατριάρχης Γερμανὸς Ε΄ μὲ πολλή χαρὰ καὶ στοργὴ τοῦ ἀπάντησε μὲ πατριαρχικὸ γράμμα εὐχόμενος γιὰ τὴν ἐπιτέλεσιν τοῦ ἰεροῦ χρέους του νὰ «λογίζεται πᾶν τὸ ἐφ’ ἑαυτῆ πράττειν εἰς τὴν ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον κράτυνσιν τῶν ἱερῶν τούτων δεσμῶν» μεταξὺ Κων/πόλεως καὶ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Μὲ αὐτὸν τὸν ἀπὸ αἰώνων κανονικό τρόπο ἀποδέχθηκε ἡ Ἐκκλησία Κων/πόλεως τὴν πλήρη ἐπανόρθωση τῆς πατριαρχικῆς ἀξίας τῆς Μητροπόλεως Μόσχας.1
Αὐτὴ τὴν κανονικὴ ὑπόδειξη ἀκολούθησαν καὶ τὰ πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα καὶ οἱ λοιπὲς ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀπαντήσαντες στὰ ἀποσταλέντα «εἰρηνικά γράμματά» του δείχνοντας τὴν πανορθόδοξη συμφωνία γιὰ τὴν ἐπανόρθωση τῆς πατριαρχίας στὴν ἐν Ρωσία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δὲν ἒπεσαν στὴν παγίδα τῶν προαγγελιῶν ἀνάρμοστων γνωμοδοτήσεων ἂνευ ἀκριβοῦς κανονικῆς γνώσεως τῶν ὑπαρχόντων κανονικῶν δεδομένων, ὃπως συνέβη πρόσφατα μὲ τὴν πονηρή μεθοδεία τῶν Μοσχοβιτῶν. Τὴν ἐκλογή τοῦ Τύχωνα ὃμως ἀμφισβήτησαν τόσον ὁ πλειονοψηφήσας μητροπολίτης Ἀντώνιος μετὰ Κιέβου ἀπὸ Χαρκώβου, καθὼς καὶ οἱ ἐπίδοξοι ἀνακαινιστὲς ποὺ μετὰ τριχοτόμησαν τὸ ρωσικό ποίμνιο. Ὃμως ἡ ἐκ Φαναρίου ἀπάντηση στὸ εἰρηνικὸ γράμμα τοῦ νεοεκλεγέντος τοῦ πατριάρχου Γερμανοῦ Ε΄, στήριξε ἀπόλυτα τὴν ἐγκυρότητα τόσον τῆς ἀνασυστάσεως τῆς ρωσικῆς πατριαρχίας ὂσον καὶ τὸν ἐκλεγέντα Προκαθήμενο καὶ συνετέλεσε στὴν ἀνάδειξη τῆς κανονικότητας τῶν συντελεσθέντων καὶ μετὰ τρεῖς περίπου μῆνες πραγματοποιήθηκε στὶς 29 Νοεμβρίου 1918 ἡ ἐνθρόνισή του στὸν ἀρχαῖο καθεδρικὸ ναό τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» στὸ Κρεμλῖνο παρ’ ὃτι αὐτὸς βρισκόταν στὰ χέρια τῶν Μπολσεβίκων. Ἐξ ἂλλου στὸν ἲδιο ναὸ πρὶν 329 χρόνια ὁ πατριάρχης Ἱερεμίας Β΄ ἐνθρόνισε καὶ ὡς πρῶτον Πατριάρχην «πασῶν τῶν Ρωσιῶν» τὸν Μόσχας Ἰώβ! Στὴν ἐνθρόνιση αὐτὴ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἐκπροσώπησε ὁ Βατοπαιδινὸς ἀρχιμανδρίτης Ἰάκωβος Δημόπουλος, ἡγούμενος τοῦ πατριαρχικοῦ μετοχίου τοῦ Ἁγίου Σεργίου στὴ Μόσχα ποὺ τότε ἀσκοῦσε καὶ τὰ καθήκοντα τοῦ Ἀποκρισιαρίου στὴ Ρωσική πρωτεύουσα.2
Τὸ ἐγκατασταθὲν τότε στὴ Ρωσία καθεστώς λόγω προσηλώσεώς του στὴν Μαρξιστικὴ ἰδεοληψία ἦταν ἀκραίων ἀντιθρησκευτικῶν τάσεων καὶ εὐθὺς κατέστησε ἐχθρικὸ τὸ κράτος στὴν Ἐκκλησία. Ἐκ τῶν πρώτων ἐνεργειῶν τοῦ Λένιν ἦταν ἡ ἐθνικοποίηση τῆς πάσης μορφῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας τῶν ναῶν καὶ τῶν μονῶν, ἀπογυμνώνοντάς την ἀπὸ πόρους αἰώνων ποὺ στήριζαν τὸ ἒργο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πατριάρχης Τύχων γιὰ νὰ σταματήσει τὴ ληστρικὴ μανία τῆς ἀρπαγῆς αὐτῆς στὶς 19 Ἰανουαρίου τοῦ 1919 πραγματοποίησε τὸν «ἀφορισμό» τῶν ἐμπλεκόμενων ὀρθοδόξων στὸ ἀνίερο ἒγκλημα ποὺ ἐξώργισε τὸ καθεστώς καὶ προέβη ἀδίστακτα σὲ σειρὰ ἀντίθρησκευτικῶν ἀποφάσεων, ἀρχῆς γενόμενης ἀπὸ τὸν χωρισμό Ἐκκλησίας καὶ Κράτους. Ἒκτοτε ἂρχισε ὁ σκληρός καὶ ἀνηλεής ἀθεϊστικὸς διωγμός τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Πληρώματός της, ποὺ κράτησε περίπου μισό αἰώνα καὶ καταγράφηκε στὴν Ἱστορία ὡς τὸ δυσεβέστατο ἐπαναστατικὸ κακούργημα τοῦ 20ου αἰώνα κατά τῶν πιστευόντων ἀνθρώπων, ποὺ ἀντὶ νὰ καταστρέψει μεγάλυνε τὴν πίστη στὴν Ἐκκλησία. Ἓπεται συνέχεια…
_______________________________
1 Περ. Ἐκκλ. Ἀλήθεια. Κπ. τ. 42 (1918),σελ.86, 113,128,129,134,137. καὶ Βλ. Φειδᾶ. Ρωσικὴ Ἐκκλησία. Θ.Η.Ε. 1τ.10.στ.976-1086 καὶ τοῦ ἰδίου. Ἑκκλησιαστικὴ Ἱστορία τῆς Ρωσίας. 3η ἒκδοση Ἀπ. Διακονία Ἀθῆναι. 1988. σσ. 466.
2 Ὁ Βατοπαιδινός ἀρχιμανδρίτης Ἰάκωβος Δημόπουλος ἀποκρισάριος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴ Μόσχα προσπαθώντας νὰ διαφυλάξει ἀβλαβές τὸ μετόχι ἀφιερωμένο στὸν Ἃγιο Σέργιο δέχθηκε ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους μεγάλη ταλαιπωρία καὶ ξυλοδαρμοὺς ὡς κληρικὸς καὶ ἒφθασε νὰ ζεῖ μετὰ τοῦ λαοῦ στὴ Μόσχα μὲ ἒσχατη πενία μὴ ἒχων οὒτε τὰ ἀπολύτως ἀναγκαία γιὰ τὴ ζωή του καὶ ἀνεπαύθη ἐκεῖ ἐν Κυρίω στὶς 20.1.1924.