Η   Ἐκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως εἶναι τὸ στυλωτικὸ «Ραβδί» τοῦ Γένους.

«Ὁ Κύριος εἶπε  στὸν Μωϋσῆ: Πάρε τὸ  ραβδί σου καὶ συγκάλεσε τὴν κοινότητα ἐμπρὸς στὸν βράχο και μίλησε του ἐμπρός τους καὶ θὰ δώσει νερό σὲ αυτοὺς καὶ στὰ ζώα τους».Ἀριθ. κ΄7-8. «Ὁ βράχος   αὐτὸς από τὸν ὁποῖον ὃλοι ἢπιαν τὸ ἲδιο θεόσταλτο νερὸ εἶναι ὁ ἳδιος ὁ Χριστὸς». Α΄Κορ. ια΄ 2-4. . Μικρογραφία ἐκ τῆς «Ὁκτατεύχου» (Fol.163 r ) τῆς μονῆς Βατοπεδίου ¨Αγίου Ὀρους τοῦ 13ου  αἰώνα.
 

Η   Ἐκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως εἶναι     τὸ στυλωτικὸ «Ραβδί» τοῦ Γένους.

       Από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδος του 326 μεχρι τον 6ον αιώνα  ὃλες οι ἀρχαίες ἱεραποστολικές πόλεις τῆς Εκκλησίας αναγνωρίστηκαν  Ἀποστολικοί Θρόνοι καὶ τοὺς ἀπέδωσε τὰ «πρεσβεῖα τιμής», ἀναγνωρίζοντας τὴν μέχρι τότε πνευματική τους ἀκτινοβολία ὡς αὐθεντικῶν φορέων τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Παύλου ἢδη ἀπό τὸν 3ον  αἰώνα. Ἡ πρώτη Αποστολική Καθέδρα εἶναι της Πρεσβυτέρας Ρώμης και η δεύτερη από το 381 μ.Χ. η νέα πρωτεύουσα στην Ανατολή  της Νέας Ρώμης. Αυτό συνέβη μετά τὴν  τελευταία δοκιμασία τῆς Ἐκκλησίας επί Ιουλιανού που ἐπιχείρησε να  παλινδρομίσει στην  παγανιστική λατρείας χάρη  στὴν  ζωροαστρική ιδέα της διαρχίας καλού και κακού.  Τότε  ἡ Ἐκκλησία ἀμύνθηκε  αντλοῦσα από την εγκυημένη αρχαϊκή αποστολική παράδοση  τῶν Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ  Παύλου στην οποία  ἀκέραια διασώθηκε  η γνησιότητά της στην Συνείδηση της μιᾶς Εκκλησίας. 

            Η νέα Βασιλεύουσα Πόλη του Κωνσταντίνου ἒχει ήδη  ἀποκτήσει πλέον εκ της Μικράς Ασιας τὶς ἀναγκαίες ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις γιὰ νὰ  νὰ καταστεῖ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ως ἡ κατ’ Ἀνατολὰς θεσμικὴ πηγὴ τῆς ἀποστολικῆς εὐθύνης γιὰ ἱστορικοὺς καὶ γεωπολιτικοὺς λόγους.  Όταν ἀπὸ τὸ 379-474 ἡ Αὐτοκρατορία ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἀρχαιολατρεία τῶν παγανιστῶν ὁριστικά στηρίζει  τὴν  Τριαδικὴ πίστη στὸν Ἕνα Θεό καὶ στρέφεται κατὰ πάσης μορφῆς Ἀρειανισμοῦ. Ἀποφασιστική είναι ἡ πράξη τῆς Πολιτείας να σιγήσουν οἱ ἱερείς και οἱ  μάντεις καὶ οἱ λατρευτικές μυστηριακές ἐκδηλώσεις και τὰ αγωνιστικά  ἒθιμα τοῦ παρελθόντος καὶ νὰ προσαρμοστοῦν  οἱ νομοταγεῖς πολίτες πρὸς τὰ πιστεύματα της Α΄ Οἰκουμενικής Σύνοδος του 325 Ἒτσι μετά 56 χρόνια συνέρχεται τὸ 381 ἡ Β΄ Γενική Σύνοδος τῶν ἐπισκόπων τῆς  Ανατολῆς επί του  ἐπισκόπου τῆς «Πρεσβυτέρας» Ρώμης Δάμασου ( 366-384) καὶ  μὲ τὴν συμμετοχή ἐπροσώπων του. Σὲ αυτήν  επιδιώχθηκε  να ἀποσαφηνισοῦν  τὰ περί τῆς   θεότητος τοῦ  Ἁγίου Πνεύματος  και δια τοῦ  3ου κανόνας της αποδίδεται   η ὐψιστη τιμή της κληρονομίας των αποστολικών Πρεσβείων Πέτρου και Παύλου  τοῦ επισκόπου της «Πρεσβυτέρας»  Ρώμης στον ἑκάστοτε  πρωθιεράρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Τα  «Πρεσβεία» αυτά ἐμπεριέχουν τὴν βεβαιωμένην αποστολικήν παράδοσιν  που παραδόθηκε μέν προφορικά αλλά και  καταγράφηκε πιστά καὶ εὐσυνείδητα  δια τῆς  κανονικῆς «ἀλύσεως» τῆς διαδοχικῆς τῶν επισκόπων.    Το κύρος του «Πρώτου» της Εκκλησίας που παρέλαβε ἡ «Πρεσβυτέρα» Ρώμη διά  του μαρτυρίου των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου επί Νέρωνος,  φαίνεται ὁτι  ἧταν πολύ πλέον το βαρυσήμαντο γεγονός για την Μία Εκκλησία του Χριστού διότι  αντιλαμβανόμεθα οἱ  ἀποστολικοί θρόνοι Πρεσβυτέρας και Νέας Ρώμης  έχουν  ιδιάζουσα σημασία για τὸ μέλλον της Εκκλησίας στὴν Ἀνατολή και αυτό το επιβεβαίωσε η  Ἱστορία. Ὃμως φαίνεται ἡ διακονία του «Πρώτου» της Ανατολής  θὰ προσελάμβανε ιδιαίτερη σημασία ιδίως για τους «εν τοις βαρβαρικοις»λαούς, για να  στερεωθεί τὸ περιεχόμενο τῆς γνησίας πίστεως  τους και τῆς προσηλώσεώς τους ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας     Περὶ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀρχίζει νὰ συγκροτεῖται ἡ σύναξη τῆς ἱεραρχίας τῆς Θράκης καὶ τῆς Βυθινίας καὶ νὰ προάγεται ὁ εὐαγγελισμὸς τοῦ πλήθους τῶν φυλῶν στὴν αὐτοκρατορία, ποὺ παρέμεναν ἀκατήχητοι καὶ ἀβάπτιστοι στὶς στέπες καὶ στὰ δάση «ν τος βαρβαρικος».  Τότε ἀρχίζει νὰ οἰκοδομεῖται περί τὴν κεντρικήν Ἐκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως τὸ ἀπόθεμα της «Ἀποστολικῆς εὐθύνης» ποὺ φρόντιζε μέχρι τότε ο  Θρόνος τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμηςστην δυτικά Αυτοκρατορία.    Ὁ πάπας Δάμασος στὴν λέξη «πρεσβεία» συνόψισε ὃ,τι παραδώθηκε στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου.  Ίσως εξ αυτού  και έγινε   ὁ βασικὸς ἀναστηλωτὴς τῶν τάφων τῶν πρώτων ἐπισκόπων τῆς  Ρώμης, που  μάλλον δείχνει το βάθος της διδαχής των «πρεσβείων» τοῦ πάπα Δαμάσου που πιθανόν γνώριζε και ὁ ἐξ Ἲβηρίας Θεοδόσιος Α΄ καὶ οι 150 ἐπίσκοποι ποὺ συνήλθαν στὴν πόλη τοῦ Κωνσταντίνου τὸ 381 καὶ  «ἐπιμέρισαν τα πρεσβεία του Πρώτου της Εκκλησίας μὲ τὸν 3ον  κανόνα» ὡς ἲδια εὐθύνη και του  ἀρχιεπισκοπο τῆς Νέας Ρώμης. Τὴν ἒγκυρη ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ κανόνα ἒδωσε μὲ τὰ πεπραγμένα τῆς περιοδείας του στὴ Μικράν Ἀσίας πρῶτος ὁ Ἃγιος Ίωάννης ὁ Χρυσόστομος!

                Η ἐν Τρούλλῳ ΣΤ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος διατύπωσε μὲ τὸν λστ´ (36) Κανόνα της που  διαλλούν  τα «Δίπτυχα της Εκκλησίας», που άρχισαν να συγκροτούνται συνοδικά και κανονικά από το 325,  δηλαδή  τον 4ον  αιώνα,  και  ολοκληρώθηκαν τον 767 δηλαδή  τον 8ον  αιώνα και ἐξ αυτών των κανονικών δεδομένων  προέκυψε η «Πενταρχία» που στέφει όλην την πρώτη χιλιετία την Εκκλησία μας.

                                                                                          Α.Π. 

Loading

Η “Ηροστράτεια” δοξομανία του Μόσχας Κυρίλλου δυναμιτίζει την Ορθοδοξία

Η  Ιστορία μας διέσωσε το όνομα του πλέον ματαιόδοξου  εμπρηστή των  αιώνων που λεγόταν  Ηρόστρατος!  Αυτός ο ψυχοπαθής  πυρομανής  για να πετύχει την «αθανασία» του ονόματός του, πυρπόλησε την νύκτα του 356 π.Χ., ένα των επτά θαυμάτων του αρχαίου κόσμου, τον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο! Γιὰ την  χείριστη αυτή εγκληματική πράξη και ενέργεια του τον τιμώρησαν όχι μόνον οι συμπατριώτες του με την εσχάτην των ποινών, αλλά και του απαγόρευσαν την κάθε μνεία του ονόματός του από τους μεταγενέστερους ιστορικούς και  εσεβάστηκαν αυτή την απόφαση με μοναδική εξαίρεση το μαθητή της ρητορικής Σχολής του Ισοκράτη και περίφημο Αλεξανδρινό ιστοριογράφο Θεόπομπο τον εκ Χίου. Αυτός μόνος χάρη της Ιστορίας  κατ’ εξαίρεση διέσωσε το γεγονός  για να φρονηματίζει  ανά τους αιώνες τις συνέπειες της  ασύδοτης δοξομανίας και τον σύνδεσμό του με τον κακουργότερο των εγκληματών που αφάνισε το περικαλές αριστούργημα θεωρούμενον ενός των επτά θαυμάτων της ανθρωπότητος! Λέγεται μάλιστα από μερικούς ότι αυτή την τραγική νύκτα που συνέβηκε αυτή η αισχρή και ματαιόδοξη ύβρις του παράφρονα εγκληματία  Ηρόστρατου ήταν η αρχή της καταστροφής  του Ιωνικού πολιτισμού.

                  Κατά στην Ρωσική Επανάσταση του 1917 ο Λένιν και οι στρατεθέντες οπαδοί Μπολσεβίκοι θεώρησαν και  την κρατούσα τότε Αυτοκρατορική Εκκλησία ένοχη της κοινωνικής κακοδαιμονίας που βασάνιζε τον ρωσικό λαό  στη Ρωσία και εφήρμοσαν απηνή διωγμό της Εκκλησίας από το 1918 μέχρι το 1930.  Πάντα η Ιστορία της Ανθρωπότητος είναι γεμάτη από φαντασμένους οιηματίες πυρομανείς που άφησαν το στίγμα του καταστροφέα λαών και πολιτισμών και βύθισαν  σε ατερμάτιστη  θλίψη  τους λαούς.  Ενας από αυτούς ασφαλώς υπήρξε και στα χρόνια μας,  ο Χίτλρερ, που νόμιζε πως θα επιβάλει στα ελεύθερα έθνη  τον φυλετικό   «Ναζισμό» του, όπως έπραξαν το ίδιο και οι μηδενιστές του «Μαρξισμού»,  σε εκατομμύρια θύματα της μοχθηρής εξοντώσεως κληρικών και λαικών ορθοδόξων πιστών. Αυτοί κατάλαβαν γύρο από το 1930 ότι ο διωγμός και το μαρτυρικό αίμα  ποτίζει καλύτερα  τις  ριζες  της θρησκευτικότητας και το 1934 ο Στάλιν  με τον Μολότωφ βρίσκουν τρόπο επικοινωνίας με τρείς Ρώσους ιεράρχες για κάποιο ιστορικό συμβιβασμό ΄του κρατούντος την εξουσία  καθεστώτος και της διωκόμενης εν Ρωσία Εκκλησίας που  επικεφαλή τότε ήταν ο ελληνομαθής Μόσχας Σέργιος, άλλοτε προϊστάμενος της ρωσικής ενορίας των Αθηνών και δύο ακόμη μητροπολίτες.  Στην πραγματικότητα αυτή η «συμφωνία καταλλαγής μεταξύ των άθεων εξουσιαστών με την  τριανδρία των Ιεραρχών» ήταν  πραγματικός αντιεκκλησιαστικόν εμπαιγμόν για να υπάρξει ο Μόσχας  Σέργιος νέος πατριάρχης μετά τον Τύχωνα με την ρητή προϋπόθεση της παραδόσεως  τη εσωτερικής ζωής της Εκκλησίας για να δρά το Αθεϊστικό Κράτος ποιό αποτελεσματικά σε αυτήν την εσωτερική  ζωή της Εκκλησίας. Από τότε  η Εκκλησία στην Ρωσία έπεσε στο χέρια των εχθρών της αφού  πολλές Μητροπόλεις της δευθύνονται έκτοτε από πρόσωπα υποδιώμενα τους ιερωμένους ως «ηθοποιοί», πλην ελαχίστων εξαιρέσεως,  προς εμπέδωση των αθείστικών θέσεων  του σοβιετικού κράτους. Παράδειγμα από την τελευταία «Πανορθόδοξη Διάσκεψη»στη Ρόδοσε μια κρίση συνειδήσεως ο Λένινγκραν Νικόδημος με κλαθμούς και δάκρυα απεκάλυψε στον πρόεδρο της Διασκέψεως Χαλκηδόνος Μελίτωνα τις κομματικές πιέσεις του σύντροφου Γεώργιου Καρπώφ για τις παρεμβάσεις των αθεϊστών του Κρεμλίνου στα της Εκκλησίας. Αυτά τα Αυτά τα ακούσαμε με κάθε ακρίβεια από το στόμα του γέροντα ο Ρόδου Σπυρίδωνα και η ταπεινότητά μου.  Φαίνεται ότι τον Σεπτέμβριο του 1978 όταν επεσκεφθηκε επίσημα στο Βατικανό τον νέον πάπα Ιωάννη-Παύλο Α΄ παρόμοια του είπε και ευθής κατέρρευσε δραματικά ενώπιόν του συμπαρασύροντάς τον μάλιστα  μετά 33 ημέρες!

                  Το περιλάλητο Μαρξιστικό «Συνέδριο της Μόσχας» το 1948 ειχε σκοπεύσει πώς θα καταστρέψει την Πανορθόδοξο ενότητα οι Ρώσοι:

             α)  Να αποδείξουν ότι έχουν «αυτοκεφαλιά» ήδη από το 1448 και πρό της Αλώσεωςπου είναι ιστορικό ψεύδος μη επιβεβαιωμένο από καμμιά σχετική πηγή  επιστημονικά αλλά ως σύγχρονη απάτη διεστραμμένων εγκεφάλων μήπως τονώσουν την ανεξαρτησία τους από την Κων/πολη.

                    β) Είναι απαύγασμα της διεστραμμένης αντιλήψεως  του «Εθνοφυλετισμού» το οποίο θέλει να επιβάλει στην κατ’ Ανατολάς Εκκλησία το μύθευμα  ότι ο δυτικός Χριστιανισμός  μάχεται τον «Ορθόδοξον  Ρωσικόν πολιτισμόν». Αυτόν τον ύφαναν ευρωπαίοι καλλιτέχνες στους οποίους μαθήτευσαν Ρώσοι, όπως και ο Μ. Πέτρος. 

             γ) Αυτό το δήθεν «Πανορθόδοξο Συνέδριο» που στην πραγματικότητα συγκάλεσε το 1948 το καθεστώς του Κρεμλίνο απεκάλυψε την αιρετική «Εκκλησιολογία» τωνΜαρξιστών που ανέλαβαν την εσωτερική ζωή της  Εκκλησίας στη Ρωσία μετά το 1943.

         Οι σκοπεύσεις αυτές των σοβιετικών αθεϊστών κατά της Εκκλησίας έχουν και βιβλιογραφία. Την απέκτησα όταν μετεκπαιδευόμουν στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου των Παρισίων ( 1956-1958). Τότε κυκλοφόρεσαν γαλιστί και τα πλαστά πρακτικά του δήθεν Πανορθοδόξου Συνεδρίου της Μόσχας στο Παρίσι που μόλις τα διάβασαν οι Ευρωπαίοι κατάλαβαν την επιθετικότητά των σοβιετικών και στα των Εκκλησιών και  γι’αυτό διέκοψαν κάθε επικοινωνία μαζί τους και δεν εδέχοντο αντιπροσώπους του Πατριαρχείου Μόσχας ακόμη και  ουτε στο Π.Σ.Εκκλησιών στη Γενεύη και σε άλλες διεθνείς Οργανώσεις και ξέρω καλά ότι μετά χρόνια επενεβη ο πατριάρχης Αθηναγόρας και με πολύ προσοχή τους δέχθηκαν.  Ο Θυατείρων Γερμανός που  συμμετείχε ως εκπρόσωπος του Φαναρίου προ πολλών ετων μου εδώρησε το εκδοθέν φωτογραφικό λεύκωμα εκείνης της δόλιας «Συνάξεως της Μόσχας» και ξέρω και εξ «αυτοψίας»σχεδόν τα γεγονότα  της κομμουνιστικής αυτής πρωτοβουλίας. Μετα  το ψευτοσυνέδριο αυτό ο ελευθερος κόσμος της Δύσεως κατάλαβε τη ήταν στην πραγματικότητα ο  «συμβιβασμόν» Κράτους και Εκκλησίας στο σοβιετικό σατραπισμό. Αυτός  έφθασε το 1985  στα πρόθυρα της  αυτοκαταστροφής μετά μία  εξηκονταετία εφαρμογής του  (1924-1985) και για να  αποφευχθεί η κατάρρευσή του επιβλήθηκε η Περεστρόϊκα η Ανασυγκρότηση την δεκαετία του 1990 μήπως τερματιστεί η οικονομική στασιμότητα και καχεξία  του του λεγόμενου  «Υπαρκτού Σοσιαλισμού». Όμως και αυτή απέτυχε και εμφανίστηκαν  και πάλι οι παλαιοί πολέμαρχοι που έστησαν ένα νέο τυχοδιωκτικό καθεστώς στο  Ρωσικό λαό. Αυτό   διεκδικεί όλα τα εδάφη των  γειτονικων  λαών που κάποτε ζήτησαν την προστασία του Τσάρου. Το σημερινό ολοκληρωτικό καθεστώς της Ρωσίας κατασκεύασε το ευαλτήριο ερέθισμα που προκάλεσε διέγερση της κατακτητής μανίας της κάποτε ορδής των Σλάβων  και με πρόφαση τον κίνδυνο απειλής «της  ρωσικής Ιστορίας και παραδόσεως»διεξάγει ολοκληρωτικό και  εξοντωτικό πολεμο καταστροφής με τις ευλογίες του Βλαδίμηρου Γκουντιάγιεφ, νυν «πατριάρχη» Μόσχας  Κυρίλλου. Ως ο ελάχιστος Θεολόγος διερωτώμαι, αφού   κατά το πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής την Γένεση (δ΄. 10-16.)  «η φωνή αίματος του αδελφού βοά εκ της γης προς Κύριον τον Θεόν ότι κάθε αδελφοκτόνος εξήλθεν από προσώπου του Θεού και είναι  επικατάρατος, όπως ο Μόσχας Κύριλλος.   Αυτός ο θρασής και ματαιόδοξος πυρομανής είναι ο τρελλός Ηρόδοτος της σύγχρονης Εκκλησιαστικής Ιστορίας που καταστρέφει την Πανορθόδοξη ενότητα.  Πιστεύω ότι ποτέ δεν θα βρεθεί  ορθόδοξος αρχιερεύς να τον δεχθεί ως «πατριάρχη» και να λειτουργήσει μαζύ του, αφού είναι  επικατάρατος από τον Θεό, ό,σα χρήματα και αν έλαβε από το ταμείο του Κρεμλίνου για τις εκδουλέψεις προς αυτόν  ; Κατά τον ρητόν λόγον  του Αποστόλου Παύλου: «εἰ τις οὐ  φιλεί τον Κύριον  ήτω ανάθεμα.   μαράν αθά» ( Α. Κορ.ιστ΄22-23)   Α.Π.

Loading

ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΣΥΜΠΛΕΥΣΗ  ΦΙΛΙΑΣ  ΤΟΥ 1952 ΣΤΗΝ ΕΠΩΔΥΝΗ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΙΣΗ ΤΟΥ 1955

         Ο πρωθυπουργὀς της Τουρκίας κ.Αντάν Μεντερές επισκέπτεται στο Φανάρι την Α.Θ.Π. τον Πατριάρχη Αθηναγόρα και δίπλα του ο Βουλευτής της εκεί Ρωμαϊκής Μειονότητος Αχιλλέας Μόσχος και η Ιεραρχία του Πατριαρχείου

Του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη

                                                                                         Πολιού  Μ. Άρχοντα της Μ. Εκκλησίας

                 Δύο ημέρες πρίν πραγματοποιηθεί η επίσημη επίσκεψη των βασιλέων της Ελλάδος στην Τουρκία μεταβαίνει στις 11 π. μ. της 6 Ιουνίου 1952 στο Φανάρι  ο πρωθυπουργός  της Τουρκικής κυβερνήσεως κ. Αντάν Μενδερές προς επίσκεψη στην Α.Θ.Π. τον πατριάρχη Αθηναγόρα.  Είναι η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός του τουρκικού κράτους «καταδέχεται» να περάσει την «Κλειστήν Πύλη» του Φαναρίου.  Ο προκάτοχός του Ισμέτ Ινονού συστηματικά περιφρονούσε τους Προκαθήμενους της Ορθοδοξίας και τούτο διότι  οι Αντιπρόσωποι των Εθνών που συμμετείχαν στην σύνταξη της «Συνθήκης της Λωζάνης»  « ρητά απέρριψαν να εμπλέξουν τις αμαθείς και κακεντρεχείς προτάσεις του» που εισηγούντο την βίαιη μετακίνηση της Καθέδρας του  Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως στην Ελλάδα εκ Τουρκίας, αγνοόντας την από εκεί οικουμενική  διακονία  των Ορθοδόξων τουτάχιστον  επί 15 αιώνες!  Όμως  οι θρησκευτικοί θεσμοί, όπως είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι εντελώς αλλότριας μεταφυσικής φύσεως ιστορικός θεσμός και εξ αυτού βρίσκεται πολύ πέραν πάσης εγκόσμιας  ρυθμίσεως με ίδια οργάνωση και μάλιστα κεκυρωμένη από πράξεις Οικουμενικών Συνόδων και από διεθνών διακρατικών  συμφωνιών αιώνων!  1  

  Επειδή κατά την τότε επίσκεψη του πατριάρχου Αθηναγόρα στην Άγκυρα δεν είχε πραγματοποιηθεί συνάντηση μετά του πρωθυπουργού λόγω της ασθενείας του θέλησε ο  κ. Αντάντ Μενδερές προσωπικά να επισκεφθεί τον Πατριάρχη στο Φανάρι πρό της ελεύσεως του βασιλικού ζεύγους στην Τουρκία. Έτσι το Πατριαρχείο ειδοποιήθηκε για αυτήν την  ελεύση του προέδρου κ. Μενδερές προκειμένου να τύχει της δεούσης προπαρασκευής. Αυτό  γνωστοποιήθηκε και στην Ομογένεια και στην πύλη των Πατριαρχείων είχαν συγκεντρωθεί πολλοί κληρικοί και τα προεδρία των Εφοριακών Επιτροπών και  των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων  της Ρωμαίϊκης Μειονότητος, καθώς  και οι μαθητές των μειονοτικών σχολείων του περιοχής Φαναρίου.

             Ο πρωθυπουργός Μεντερές προσήλθε περιχαρής στο Φανάρι  ακολουθούμενος από τον Υφυπουργόν προεδρίας και το  επιτελείο του και στην Πύλη τους υποδέχθηκε ο Μ. Πρωτοσύγγελος και ο Αρχιγραμματέας φέροντες επανωκαλύμαυχον κατά την τιμητική έλευση επισήμου προσωπικότος  ενώ στο αίθριο προ του πατριαρικού  ναού του Αγίου Γεωργίου ίσταντο οι αρχιμανδρίτες της πατριαρχικής αυλής  και είχε συγκεντρωθεί εκεί πλήθος ενοριτών  των ορθοδόξων ενοριών της Πόλεως με επίκεφαλής τον βουλευτήν του «Δημοκρατικού» κόμματος κ. Αχιλλέας Μόσχον του κόμματος του κ. Μενδερές που χειροκροτούσε τον πρωθυπουργό που κοντοστάθηκε και φαίνεται περιργαζόταν για πρώτη φορά τον από δεκαετίας πυρίκαυστο χώρο του παλαιού κεντρικου κτηρίου του Πατριαρχείου που για να μετριαστεί η θλιβερή και ανεξιχνίστη ακόμη πυρπόληση καλύφθηκε με αναρριχητικά φυτά περιπλοκάδων για σκεπάσουν την μαυρίδα των τοίχων αριστερά   του   Κωνσταντίνειου κλιμακοστάσιου, που οδηγούσε στο πέντρινο Ευγενίδειο κτίριο, όπου τα «πατριαρχικά κελλία» και μεταξύ των οποίων και το «πατριαρχικόν γραφείον», όπου ο εκάστοτε Οικουμενικός Πατριάρχης από το 1941 δεχόταν τους επισήμους επισκέπτας του. Εκεί έφθασε και ο Τούρκος Πρωθυπουργός και  τον υποδέχεται όρθιος  με το ολύμπιο ανάστημά του ο πατριάρχης Αθηναγόρας και κατά την συνήθειά του εγκάρδια τον αγκαλιάζει και σε λίγο τον προσφωνεί:

                «Εξοχώτατε κ. Πρόεδρε, η επίσκεψή Σας αυτή είναι ιστορική για την στοργήν και το ενδιαφέρον Σας που επιδείξατε για το Πατριαρχείον μαςπου είναι το μακροβιώτερο πνευματικό καθίδρυμα που υπηρετεί αιώνες στην χώρα μαςκαι πάντα  πρόθυμο στην διακονία του λαού του Θεού. Σας  συνεχαίρωγια τον μνημειώδη λόγο Σας στο Συνέδριο του «Δημοκρατικού κόμματος» της Τουρκίας, όπως υποστηρίξατε και στηνΘεσσαλονίκη πως η  πρώτη και θεμελιώδης αρχή που απορρέει εκ της Ελευθέρας της Συνειδήσεως είναι ο σεβασμός στην Ανεξιθρησκεία,η οποία  ενώνει τους λαούς, γιατί τους αποτρέπει απότους θρησκευτικούς πολέμους.

 Στην σύντομη αυτή προσφώνηση ο πρωθυπουργός Μενδερές ευχαριστών απήντησε:  Σφίγγω εγκάρδια  το χέρι του Πατριάρχη και δι’Αυτού σε  όλη την Ρωμαίϊκη Ομογένεια γιατί διαπίστωσα την απόλυτη συμψυχία των δύο λαών μας. Η συνάντηση αυτή αποτελεί απαρχή προς μεγαλύτερη συναδέλφωση. Όσοι ασπάζονται  το χέρι του Πατριάρχη να ξέρουν ότι επάξια κατέχει την υψηλήν αυτήν θέση, χάρη της προσωπικής του ικανότητος». Τέλος,  ευχαρίστησε τον Πατριάρχη για την υποδοχή που του επιφύλαξε και άρχισαν  οι συστάσεις  των συνοδικών Ιεραρχών στον πρωθυπουργόν από τον Πατριάρχη και μετά άρχισε η δεξίωση με την προσφορά κατά την πατριαρχική συνήθεια του «άσπρου» γλυκού και του  «τριαντάφυλλου» και του καφέ.  Μετά ξεκίνησε  σπουδαιότατη συζήτηση επί ζητημάτων του Πατριαρχείου και ο ίδιος ο Μενδερές επειδή διαπίστωσε την τραγική συρρικνώση των πατριαρχικών υπηρεσιών στο διόροφο Ευγενίδειο κτήριο και ερώτησε περί των σκέψεων αναστηλώσεως των πυρόπληκτων  κτισμάτων των Πατριαρχείων.  και  ερώτησε τον Πατριάρχη περί της στεγάσεως  του Πατριαρχείου μέχρι της Αλώσεως του 1453. Τότε κλήθηκε ο μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γεννάδειος ως ιστορικός να απαντήσει και λέγει ότι κατά τις γενόμενες πρώτες ανασκαφές το πρώτο επισκοπείο του Βυζαντίου βρισκόταν επί της Ακροπόλεώς του, καθώς   και ο πρώτος ναός της Αγίας Ειρήνης και τα κτήρια των συναφών ιδρυμάτων της Εκκλησίας, όταν συνεστήθηκαν οι πρώτες βασιλικές της του Θεού Σοφίαν    και ιδίως στην  τελευταία ήταν προς νότον συνδεδεμένα μαζί της βλέποντα προς στην πλατεία του Αυγουσταίου. Οι πρώτες ανασκαφές διεξήχθησαν με εντολή του Ατατούρκ οποίος  οριστικά την κατέστησε διαχρονικό μνημείον πολιτισμού της ανθρωπότητος, αφου υπάρχει κοντά το τέμενος του Σουλτάν Αχμέτ. Η υπάρχουσα σήμερα Ιουστινιάνεια βασιλική της Αγίας Ειρήνης ποτέ δεν έγινε τέμενος παρά μόνο άλλοτε ήταν  σουλτανική οπλοθήκη και τώρα είναι κενή και φθείρεται. Τότε ο Αντάν Μενδερές ως γνήσιος Αϊδωνέας απήντησε: «Έχετε υπομονή γιατί πολλά μπορεί να γίνει καλλιεργώντας το σύμφωνον φιλίας του Ατατούρκ του 1930 και μακρυά από τούς εθνικιστικους παρωξυσμούς». Αυτή τη φράση του Μενδερές μου την επιβεβαίωσε  ο ίδιος ο πατριάρχη Αθηναγόρας στον εξώστη του πύργου του Αγίου Ιωάννου στο Βατικανό μετά την συγχοροστασία Πάπα και Πατριάρχη στον ναό του Αγίου Πέτρου επί του τάφου του Πέτρου. 2

Ενδεικτική είναι η γηθοσύνη του αποχαιρετισμού του Αντάν Μενδερές στο «Κωνσταντιανό κλιμακοστάσιο» με τον Πατριάρχη και τους Συνοδικούς Ιεράρχες.  Η τότε επίσκεψη του Μενδερές στο Πατριαρχείο αξιόλογήθηκε ως σπουδαίο ιστορικό γεγονός, παρα τα μετα ταύτα οικτρά γεγονότα του 1955 και την άναδρη θανάτωσή του από τους αντιπάλους του το 1960. Η Αγία Ειρήνη παραχωρήθηκε στον Δήμο της Πόλεως,  όπως ήταν και στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Τουρκίας, λόγω των εκεί συνεχιζόμενων  ανασκαφών και άνοιξε αργότερα για πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις στην Πόλη και μεταξύ αυτών παρηκολούθησα εκεί συναυλίες Εκκλησιαστικής βυζαντινής Μουσικής,  και δεν στάθηκε η ακρόαση μου  εκεί «ξένον αλλά οικείον άκουσμα», έστω και υπό τον Εικονομαχικό Σταυρό της αψίδος!

  1. Η «Εκκλησία της Νέας Ρώμης»  τυγχάνει για την  Χριστιανοσύνη θεσμός «ισοστάσιος» από με εκείνο  της «Πρεσβυτέρας Ρώμης»δια των λεγόμενων «πρεσβείων τιμής». Το προνόμιον αυτό  επηρεάζει μόνον την κανονικήν τάξη στα Δίπτυχα της Εκκλησίας.

 Είναι αλησμόνητες οι ώρες  που πέρασα κοντά του στον Πατριἀρχη  γιατί  έμενα κοντά του   στον ημιόροφο του ίδιου πύργου για να συγκεντρώσω την ύλη συγγραφής  του  τόμου των  «Ειρηνοποιών» μου. Μάλιστα τότε ο Πατριάρχης μου  απηύθυνε το ερώτημα: «Και τώρα τι γίνεται;» και τότε έγραψα στην εφημερίδα  «Έθνος» τον Νοέμβριο του 1967 άρθρο με τον ίδιο τίτλο.  Όταν   κυκλοφόρησε η γαλλική έκδοση του τόμου των «Pacificateurs» το 1974 ο πάπας Παύλος Στ΄ με κάλεσεστις  το Σάββατο 25 Μαΐου του 1974 στο Βατικανό και μου απένειμε την ανώτατη διάκριση του Αγίου Γρηγορίου του Μεγάλου, η οποία μάλιστα  ως Έλληνα δημόσιο λειτουργό την αναγνώρισε με Διάταγμά του και το ελληνικό κράτος. (Βλέπε Εφημερίδα «Καθολική» αριθμ 1869/ 18-6-1974.)    Α.Π.     

Loading

 ΕΥΟΙΩΝΗ Η  ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ Η  ΜΕΤΑ 122 ΕΤΗ  ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Ε΄

        

          

Επέτειος της πρώτης πεντηκονταετίας από την εκδημίας του  πατριάρχη Αθηναγόρα. 

Το εστεμμένο  βασιλικό ζεύγος  της  Ελλάδος προσέρχεται την 7ην Ιουνίου 1953 στη καθέδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινουπολη εκφράζουσα  την τιμήν και τις ευχαριστίες του Γένους μας για την θεία παρέμβαση προς αποκατάστασιν της ειρηνεύσεως και γαλήνης στην χώρα μας υπο την επίσημον φιλοξενεία του Εξοχ. Προέδρου της Τουρκίας κ. Celal Bayiar.

                                       

          « Υἱός δίκαιος γεννᾶται  εἰς ζωήν, διωγμός δὲ ἀσεβούς εἰς θάνατον»

                                                                                                                 Παροιμιών. ιή 19.

                                                                                      Του καθηγητού Αριστείδη Πανώτη

              Ο πατριάρχης Αθηναγόρας από την εποχή της αναγορεύσεώς του σε ιεράρχη στην Κέρκυρα και στην Αμερική έδωσε προτεραιότητα στην εκκλησιαστική μορφωτική υποδομή των συνεργατών του και όταν  εγκαταστάθηκε  στο «πυρήκαυστο» τότε Φανάρι πρώτιστο  μέλημά του ειναι  η τακτοποίηση της εκπαιδευτικής μορφώσεως της νεότητας στην Μειονότητα.   Τότε στην απομονωμένη κοινωνίας των Ιμβρίων οι κρατούντες Τούρκοι παρακώλυαν την συνέχεια της πατροπαραδότου  μορφώσεως μήπως Τουρκεύψουν την νεότητα. Εξ αυτού και η εκλογή νέου ποιμενάρχη στην Μητρόπολη Ίμβρου χρειάζοταν ικανές προϋποθέσεις αγωνιστικού σθένους και πολιτικής  επιτηδιότητας  για τον εκλογικό στίβο ευέλπιδος  ιεράρχη.   Εξ αυτού και ο Πατριάρχης επιστράτευσε τον τότε πρωτοσύγκελο του Μελίτωνα Χατζή για να προστατεύσει  την ελληνοπρεπή μόρφωση της νεότητος της νησιώτικης επαρχίας του δεδομένου ότι είχε τίτλους μαχητικού κληρικού από τον πόλεμο στο Ελ-Ᾱλαμέϊν κατά του Ρόμελ. Ως ποιμενάρχης των νήσων και ευρεθείς εμπρός σε εκλογική αναμέτρηση τον Μάϊο του 1952 πρόσεξε το πρόγραμμα των «Δημοκρατικών» καιτων «Λαϊκών» που επιδίωκαν να μεταλλάξουν και τις θρησκευτικές ακόμη μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ,  που παρεμπόδιζαν την πρόοδο των ισλαμιστών.  ΄Ηλθε σε επαφή με τον Δημοκράτη πολιτευτή  Ιχσάν  Τσαγλαγιακίηλ και του  πρόσφερε ομόθυμη  συμπαράσταση των Ορθοδόξων της επαρχίας του άν το κόμμα του νομιμοποιούσε όσα καθώρισε το Γ΄ Τμήμα στη «Συνθήκης της Λωζάνης» για τα δύο νησιά και ειδικά τα ἀρθρα 37,38,42 περί του καθεστώτος  αυτοδιοικήσεως των Ιμβρίων. Και πραγματικά όταν προέκυψε η μεγάλη νίκη των «Δημοκρατικών» την  14ην   Μαΐου 1950, που τότε η μέγιστη πλειονοψηφία τους στην «Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας» νομιμοποίησε αυτά τα άρθρα  και έτσι  επανήλθε  η ευαγής μόρφωση του Ομήρου και του Ηροδότου στο Αιγαίο νησί  και οι γενεές του τις καλλιέργησαν και εξ αυτής της παραδόσεως προήλθε και ο σήμερα Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και οι λοιποί  επιστήμονες από την Ίμβρο και την Τένεδο.

             Η απόφανση αυτή της «Συνθήκης της Λωζάννης» συνετέλεσε και στην πρόοδο της μελετώμενης από το 1947 ανύψωση του επιπέδου της θεολογικής  μορφώσεως των αποφοίτων της Σχολής της Χάλκης κατά τα πρότυπα των αντίστοιχων καθιδρυμάτων της Ευρώπης. Και  στις 25 Σεπτεμβρίου του 1951 υπογράφηκε «ο νέοςΚανονισμός για την Θεολογική Σχολή της Χάλκης»  υπό του αρμόδιο Υπουργείου Παιδείας της Τουρκίαςγια το θεολογικό φυτώριο της Μεγάλης του Χριστού  Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως που μέχρι τότε είχε μορφή Εκκλησιαστικής Ακαδημίας, όπως τότε περίπου ἠταν οι Ανώτατες ιερατικές Σχολές στην ομόδοξη Ρωσία.  Δεν  είναι δυνατόν ποτέ να αγνοηθεί ότι πλησίον όλων  των αρχαίων εκκλησιαστικών  κέντρων  των παλαίφατων Πατριαρχείων λειτουργούσαν παρόμοιες Σχολές ως ανωτάτου επιπέδου εκκλησιαστικά φυτώρια όπου διέπρεψαν μέγιστες φιλοσοφικές και θεολογικές προσωπικότητες προς διαιώνιση της Αποστολικής παραδόσεως των «αυθεντικών στυλοβατών  της πίστεως». Εξ αφορμής πλέον αυτής της ολοκληρώσεως των σπουδών στην Χάλκη ξεκίνησε και η Δ΄ περίοδος της λειτουργία της γιατί στο τριτάξιο Λυκειακό τμήμα της προστέθηκε και το τετρατάξιο ακαδημαϊκό Θεολογικό τμήμα που της  προσέδωσε ισόκυρο και ισοστάσιο το ακαδημαϊκό κύρος των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. «Κύκλωθεν νήσων υπολάμπουσαν τη θέσει του τόπου» της νήσου Χάλκης  κατά πολιά παράδοση των «Μεταεικονομαχικών» χρόνων του 9ου αιώνα πλησίον κάποιου ορθόδοξου μονίδρυουάρχισε να διαμορφώνεται ο πυρήνας της σεβάσμιας μονής της Αγίας Τριάδος και  εκεί το 1844 ο πατριάρχης Γερμανός Δ΄ εγκατέστησε την Θεολογική Σχολή της Μεγάλης Εκκλησίας που  επί 127 χρόνια διατηρείτο και εξεφράζετο η Ορθοδόξη ευσέβεια της Χριστιανοσύνης αλλά και   διδάσκετο εκτός της ορθής δόξας της ορθοδόξου πίστεως και η διαμόρφωση του Κανονικού Δικαίου της καθώς  και η λειτουργική  τάξη της Εκκλησίας αλλά και το φιλάνθρωπο φρόνημα για την  Ειρήνη  και Συνεργασία μεταξύ  των εθνών. Εκ της Χαλκίτιδος Θεολογικής Σχολής  αποφοίτησαν 930 και εξ αυτών εξελέγησαν οι 343 αρχιερείς και εξ τούτων οι 12 διετέλεσαν και Οικουμενικοί Πατριάρχες και 2  Πατριάρχες Αλεξανδρείας, και 2 Αντιοχείας και  4 Αρχιεπίσκοποι Αθηνών, ακόμη δε και Αρχιεπίσκοπο Τιράνων το 1937 ο Χριστοφόρος Κίσσης. Στο θυσιαστήριο υπηρέτησαν εκ της Χάλκης 318 Πρεσβύτεροι και διάκονοι  οι δε λοιποί παρέμειναν λαϊκοί θεολόγοι - καθηγητές στην Μέση Εκπαίδευση διδάξαντες  την ορθόδοξη πίστη  σε μυριάδες Νεοελλήνων μαθητών. Στην Σχολή αυτή μαθήτευσε από το 1903-1910 σε διδασκάλους ολκής και ο πατριάρχης Αθηναγόρας Σπύρου πλησίον του σπουδαίου Σχολάρχου μετά Θυατείρων Γερμανού Στρηνόπουλου (1907-1922).  Από την αρχή της διακονίας του στο Φανάρι ο πατριάρχης Αθηναγόρας εξετίμησε την πολύτικη αξία αυτού του μορφωτικού  ιδρύματος τόσον στην στελέχωση της καθέδρας του Θρόνου με τους  πλέον κατάλληλους και φιλομαθέστερους  αποφοίτους της Σχολής τις  Υπηρεσίες της Πατριαρχικής Αυλής του, όσον και για την ποιμαντορία  των  σημαντικών  Μητροπόλεων  της Ορθοδόξου Διασποράς. Μεταξύ αυτών πολύ εξετίμησε τα υπέροχα πνευματικά χαρίσματα του Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου Ιακώβου Στεφανίδη και τον ανέδειξε αρχικά μητροπολίτη Ικονίου και όταν διεπίστωσε το ήθος του τον ανέδειξε  από του Οκτωβρίου του 1951 μέχρι το 1955 και Σχολάρχη της Χάλκης που άφησε εποχή διευθύνσεως.  Κατά τον τουρκικόν νόμον ανέλαβε την καθίδρυση και ανακαίνιση  της γεραράς Σχολής ασκήσας υποδειγματικά διοικητικά και διδακτικά καθήκοντα. Όμως προσβήθηκε από νεφροπάθεια και παραιτήθηκε και αφού ταλαιπωρήθηκε στην Πόλη επί δεκαετία στις αρχές Απριλίου 1965 τον μεταφέραμε μαζί με τον αδελφό του Τζώρτζη προς αιμοκάθαρση στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών, όπου δυστυχώς απεβίωσε στις 16 Απριλίου του 1965 βυθίσας όλη την Εκκλησία σε βαθειά θλίψη. Ο Ικονίου Ιάκωβος ήταν πρώτυπο πνευματικού πατέρα και κατ’ εξοχήν φιλάνθρωπος, αλλά και σε κάθε  ασχολούμενο με  τα  θεολογικά γράμματα.1   

         Ο τερματισμός στην Ελλάδα του «Εμφυλίου Πολέμου» στις  29  Αυγούστου του 1949 επέφερε ειρήνευση και γαλήνη στη Χώρα μας και εθεωρήθη κατάλληλη εποχή για να επαναλειτουργήσει πάλι το «Σύμφωνο φιλίας» που υπογράφηκε το 1930  στη Άγκυρα από τον Μουσταφά Κεμάλ και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Δυστυχώς όμως,  μετά τον θάνατον του Μ. Κεμάλ το 1938  η διάδοχος πολιτική κατάσταση στην Τουρκία έπεσε στα χέρια του πρωθυπουργού Ισμέτ  Ινονού που δεν βράδυνε να επιδείξει, όπως έπραξε στην «Λωζάνη», το αντιχριστιανικό μένος του κατά της παραμονής του Πατριαρχείου μας στην κοιτίδα που ιδρύθηκε.  Μόλις η Ελλάδα υποδουλώθηκε στους Ναζί το Μάϊο του 1941  κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο  εθεώρησε κατάλληλη στιγμή από την εμπάθεια του να «πυρπολύσει» τα ξημερώματα ης 21ης  Σεπτεμβρίου του 1941 με τρόπο ανεξερεύνητο μέχρι σήμερα του ξύλινου κεντρικού κτιρίου των Πατριαρχείων,  όπου στεγάζοντο  όλα τα γραφεία των υπηρεσιών του επί  δύο τουλάχιστον αιώνες με όλο το θησαύρισμα των ιερών εικόνων, των χρησιμοποιούμενων κωδίκων και εγγράφων, αλλά και την  σπουδαίαν   Πινακοθήκην των διατελεσάντων μέχρι τότε  Πατριαρχών και τα αναρίθμητα πολύτιμα δώρα των εστεμμένων Ορθόδοξων της Ευρώπης. Η    άνευ αιτίας αυτή θρησκευτική και πολιτιστική αυτή καταστροφή ήταν ταγικό «Εγκλημα Πολέμου», που βεβαιωμένο από τά μετά ταύτα  πληγμάτα. 2   Σε αυτά  προστεθηκε και μετά την «Συνθήκη της Λωζάνης» η πανπόνηρη παρασιώπηση των σχετικών άρθρων για την  Αυτοδιοίκηση και την Ελληνορθόδοξη Εκπαίδευση  των κατοίκων της νήσου του Αιγαίου Πελάγους που προστέθηκε στην τουρκική κυριαρχία,  μήπως επανέλθη το καλό πνεύμα μεταξύ  Τούρκων και Ρωμιών.  Αυτό που οραματίστηκαν και υπέγραψαν στην Άγκυρα το 1930  ο Μουσταφάς Κεμάλ και ο Ελευθέριος Βενιζέλος μπορεί η Δημοκρατική πλειονοψηφία και πάλι να το ζωντανεύψει μετά 22 χρόνια  στους γειτονικούς λαούς. Φωτισμένοι διπλωμάτες των υπουργών επί  των Εξωτερικών της Τουρκίας Φουάτ Κιοπρολού και της Ελλάδος Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα ανάλαβαν να επεξεργαστούν το πρόγραμμα της επισήμου συναντήσεως του  Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας κ. Celal Bayar και των βασιλέων της Ελλάδος Παύλου και Φρειδερίτης στην νέα Τουρκία αφού  προέκυψε από τις εκλογές της 14ης Μαΐου 1950 η κατάλληλη περίοδος  ανταλλαγής   εκατέρωθεν επισήμων επισκέψεων το 1952 η των Ανάκτων της Ελλάδος στην Άγκυρα και την Πόλη στις αρχές Ιουνίου και η δεύτερη  του Τούρκου Προέδρου στην Αθήνα και την Κομοτινή το τέλος  Νοεμβρἰου με Δεκέμβριο του ιδίου έτους για να αποδοθούν οι προσοίκουσες  ύψιστες τιμές στα δύο κράτη κατά τα διεθνώς κρατούντα. Λόγω της συνταγματικής συνδέσεως των Ελλήνων  Βασιλέων με την κρατούσα Θρησκεία,  συνδέεται  και η επίσκεψη τους  στο λίγνον της Ορθοδοξίας  προς έκφραση των ευλαβών αισθημάτων του ελληνικού λαού προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην  διότι   επί Άνθιμου Δ΄ του Βυζαντίου δια  της Μεγάλης Πατριαρχικής Ιεράς Συνόδου συνεστήθει κανονικά το 1850 η τοπική  Ανεξάρτητη Εκκλησία εν  Ελλάδι. 2  

             Η επίσημη επίσκεψη των Ελλήνων Ανάκτων στη Τουρκία   άρχισε πρό του Ακρωτηρίου της «Στενών» της «Έλλης» στις 7 Ιουνίου 1952.  Το εύδρομον αντιτορπιλικόν «΄Ελλη», που καταστάθηκε ιστορικό  για τις ένδοξες αποστολές του, εισοδεύει στην Προποντίδα και αμέσως μοίρα του τουρκικού Στόλου το πλαισιώνει τιμητικά και το κατευθύνουν  στην προκυμαία του Βοσπόρου, όπου είναι τα παλαιά ανάκτορα του «Δολμά-Βαχτσέ» όπουεφιλοξενούντο οι ξένοι ΄Ανακτες και κατοικούσε στο Βοσπόρειο Θρακικό  άκρο της Ευρώπης και ο «Ατα-τούρκ» που συνέστησε την νέα Τουρκία. Πρίν  αποβιβάστούν οι Βασιλείς ο κυβερνήτης της «Έλλης» κατήλθε με άγημα ναυτών παρατάχθηκε στην προκυμαία και εκεί τους υποδέχθηκαν οι τοπικές Αρχές με επικεφαλής τον Νομάρχη-Δήμαρχο της Πόλεως δρ. Φαχρενδίν Γιοκάϊ με τον   πρεσβευτή Αλεξ. Κουντουμά και ο Γεν. πρόξενος Γ. Χριστόπουλο της Ελλάδος.  Μετά σχηματίστηκε πομπή που ανήλθε στην πλατεία «Ταξίμ» και κατέθεσε στέφανον εκ μέρους της χώρας τους στο «Μνημείον της Ανεξαρτησίας». Σε λίγο οι εστεμμένοι διεκπεραιώθηκαν δια της προεδρικής ακάτου «Ατζάρ» στην απέναντι Ασιατική ακτή, ὀπου ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός του Χαϊδάρ πασά και  με την  προεδρική αμαξοστοιχία οι Βασιλείς  ανεχώρησαν  στην Άγκυρα. Μόλις έφθασαν  τους  υποδέχθηκαν  η Α.Ε. ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας κ. Celal Bayar και ο πρωθυπουργός κ. Αντάντ Μεντερές με μέλη της κυβερνήσεως και πλήθος. Η υποδοχή αυτή ήταν τότε πρωτοφανής δεδομένου ότι δεν υφίστατο Μειονότητα της  Ρωμιωσύνη στην νέα  πρωτεύουσα αυτής  της Χώρας και  αμέσως αρχισε  το πρόγραμμα που άρχισε με κατάθεση στεφάνου στον τάφο του Μουσταφά Κεμάλ.  Συνεχίστηκε με δεξίωση στο «Κυβερνείο του Τσανκάγια» και  με σειρά επισκέψων σε  Μουσεία, σε αθλητικές επιδείξεις και με την καθιερωμένη  στρατιωτική παρέλαση και συνεχίστηκε με επισκέψεις σε αξιοθέατα και σε εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά καθιδρύματα της πόλεως και σε πολλές εκδομές στην ύπαιθρο χώρα αλλά και με πολλές δεξιώσεις επί πενθήμερον. Όλα ήσαν επιμελώς οργανωμένα και ενδεικτικά για να εντυπωσιάζουν μέσα σε λίγα χρόνια μεταρρυθμίσεων της γενόμενης «άριστης προσαρμογής της Τουρκίας στα ιδεώδη των ευνομούμενων κρατών της πολιτισμένης ανθρωπότητος». Μετά το πέρας της ενθουσιώδους αυτής  φιλοξενείας στην Άγκυρα  δια της ιδίας οδού επέστρεψε οι Άνακτες στον σταθμό του Χαϊδάρ-πασά όπου πλέον τους υποδέχθηκε εκ μέρους τηα Α.Θ.Π. του πατριάρχου Αθηναγόρα η τριμελής  συνοδική Επιτροπή από τους Χαλκηδόνος Θωμά, Θεοδώρουπόλεως Λεόντιου και Ειρηνουπόλεως Κωνσταντίνου,  που τους «προσαγόρευσε καταλλήλως» και διεπεραιώθηκαν πάλι στο «Δολμά-Βαχτσέ» όπου εφιλοξενούντο.  Την επομένη ημέραν έφθασε στην Πόλη και  ο Πρόεδρος κ. Celal Bayar. που μαζί με τους εστεμμένους πορεύθηκαν από το ανάκτορο του «Δολμά-Βαχτσέ» με πομπή στο Πέραν και μάλιστα διερχόμενοι δια μέσου της «Μέσης Οδού» του Ρωμαίϊκου πλήθους και των Τούρκων  και επεσκεύθηκαν  πολλές  κεντρικές συνοικίες της μεγαλουπόλεως, όπου ήταν διασκορπισμένοι τότε περί τούς 124.000 ομογενείς της Μειονότητος που εξεδήλωναν με επευφημίες τον ενθουσιασμό τους για την επαναλειτουργία της «καλής γειτονίας» με την «Τουρκοελληνική  Συνθήκη  φιλίας» του  1930.   

                      Το απόγευμα της Παρασκευής της 13ης  Ιουνίου 1952 οι Άνακτες έφθασαν στην αποβάθρα του Φαναρίου προς επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριαρχείου των Ορθοδόξων με την προεδρικήν άκατον και εκεί  τους υποδέχθηκαν  οι τουρκικές Αρχές και ο επιχώριος πληθυσμός του Φαναρίου  με επευφημίες και ζητοκραυγές ενώ τους πλαισίωναν  μαθητές  των Μειονοτικών σχολείων της ομογένειας κρατούσα ανθοδέσμες και η Αστυνομία κρατούσε την

 όλην τάξη και το βασιλικόν ζεύγος πορεύεται πεζό προς την κεντρικήν Πύλη των Πατριαρχείων, όπου τους αναμένει ιστάμενος ο πατριάρχης Αθηναγόρας μετά της ακολουθίας του για να του υποδεχθή περιβελημμένος  μανδύαν και ομοφόριον και κρατών ποιμαντικήν ράβδον,  ενω ο Αρχιδιάκονός του φέρει  το Ευαγγέλιο και  συνοδεύεται από τέσσαρες ιεροφορούντες διάκονοι της πατριαρχικής Αυλής. Η στιγμή ήταν άκρως ιστορική και συγκλονιστική διότι ο βασιλεύς των «Ρωμιών»του ελευθέρουελληνικού κράτους ασπάζεται το Ευαγγέλιο και την σεπτήν χείρα του αρχιεπισκόπου  της Κωσταντινουπόλεως μέσα σην βασιλίδα των Πόλεων μετά το 1453  και συνπορεύονται προηγουμένων του Πατριαρχικού Χορού, ψάλλοντος βασιλικούς στίχους του Ψαλτηρίου και του ιερού Κλήρου  και εισοδεύει στον κατάμεστο από πλήθος πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου. Στα συνοδικά στασίδια  ίσταντο οι ιεράρχες του Θρόνου και κάτωθι στα καθίσματα οι αρχοντες του Θρόνου και οι πρεσβευτές των ομοδόξων κρατών, καθώς και πολλοί προσκεκλημένοι  φιλορθόδοξοι Τούρκοι. Στην «Ωραίας Πύλης» ίσταται κατά τάξη χοροστατών ο Πατριάρχης. Η Ακολουθία αρχίζει με την «Μεγάλη Δοξολογία» συντεθείσα εξ επιλογών των ψαλμικών στίχων (21, 44, 67,102, και 144) σε πατριαρχικό Βυζαντινό μουσικό ύφος υπό του άρχοντος  πρωτοψάλτη Κωνσταντίνου Πρίγγου προς τιμήν του Βασιλικού ζεύγους, ισταμένου επι δύο θρόνων στην σολέα κατά το εν Αθήναις έθος.  Όταν ο αρχαιοπρεπής δοξολογικός ύμνος περατώθηκε ο Αρχιδιάκονος  απευθύνει   τις  σχετικές δεήσεις για τους βασιλείς και επηκολούθησαν οι εκατέρωθεν προσφωνήσεις.

             Ο βασιλεύς Παύλος πρώτος εξέφρασε:  «την ευγνωμοσύνη του  εν Ελλάδι Ορθοδόξου Γένους προς το λίκνον της Ορθοδοξίας την Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως η οποία  δωρεοδότησε το 1850 τις Μητροπόλεις της προς συγκρότηση της «Ανεξάρτητης» Εκκλησίας της Ελλάδος και μέσα στον 19ον αιώνα την ενίσχυσε με νέες εκκλησιαστικές επαρχίες με την Επτάνησο το  1863 και με την  Θεσσαλία το 1882. Όμως και τον 20ον  αιώνα εμποδίστηκε να εκφράσει το ελεύθερο Γἐνος προς την Μητέρα Εκκλησία για την παραχώριση μεγάλων μοναστηριακών εκτάσεων προς εγκατάσταση εν Ελλάδι του εξ Ανατολής ελθόντος προσφυγικού πληθυσμού ». Ευθύς αμέσως ο Βασιλεύς Παύλος παρέδωσε το ανώτατο παράσημο της Ελλάδος του Μεγαλόσταυρου του Σωτήρος Χριστού στον Πατριάρχη Αθηναγόρα.

         Σε αυτά απήντησε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ότι : «Απέναντι στα χαρμόσυνα αυτά γεγονότα της ειρηνεύσεως των δύο λαών η Εκκλησία,  απαύστως δεομένη υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, ως Μήτηρ Εκκλησία ανοίγει τας αγκάλας εις τα Ορθόδοξα Εστεμμένα Τέκνα Αυτής, τους ευσεβέστατους   Βασιλείς της Ελλάδος, και δοξάζει τον Ουράνιον Δομήτορα της Εκκλησίας, ότι επί των ημερών τούτων συμβαίνουν τοιαύτα γεγονότα  ευρισκόμενα στο σταυροδρόμη των πολιτισμών όπου θεσμικά θεραπεύεται   όχι μόνον την ιεράν ευσέβειαν της πίστεως των Ορθοδόξων, αλλά και η ειρηνευτικήν υπόθεσιν του πεπολιτισμένου  κόσμου μεταξύ των λαών». Επηκολούθησαν υπό του πατριαρχικού χορού οι δύο «Πολυχρονισμοί» του Βασιλικού ζεύγους και της Α.Θ.Π. και στο τέλος ο Πατριάρχης πρόσφερε από μέρους της Μητρός Εκκλησίας στον Βασιλέα  χρυσόδετον αρχαίον ιερόν Ευαγγέλιον λέγων: προσφέρω Υμίν, Μεγαλειότατε, το ιερόν τούτο Ευαγγέλιον, που αποτελεί για τους Ορθοδόξους τον «Σωματικόν Ιησού Χριστόν», γιατί περιέχει το μήνυμα της ειρήνης, το οποίον εκόμισε εκ της Χώρας ταύτης  ο ομώνυμός Υμών Απόστολος Παύλος προς την  Χώρας  Υμών και την Οικουμένην προς Σωτηρίαν της». Ο Βασιλέυς Παύλος ευχαρίστησε τον Πατριάρχη  και περατώθηκε η όλη Ακολουθία. Οι «Υψηλοί Εστεμμένοι» μετά του Πατριάρχου εξήλθαν στο προάυλιον του ναού υπό τα χειροκροτήματα των εκκλησιασθέντων και πορεύθηκαν προς τα διασωθέντα δύο πέτρινα δυτικά το «Κωνσταντιανό» και το «Ευγενίδειο» τον Σεπτέμβριοτου 1941  που στεγάζονται όλα τα  πατριαρχικά γραφεία και ανήλθαν δια του κλιμακοστάσιο των  Κωνσταντιανών  στην είσοδον που  οδηγεί προς το επίσημο  Πατριαρχικό γραφείο. Εκεί  ο Πατριάρχης εδεξιώθη τους βασιλείς και είχε εγκάρδια συνομιλία  μεταξύ της Α.Θ.Π. του Βασιλέως Παύλου προς τους οποίους προσεφέρθησαν «κατά την τάξιν, γλυκό και καφές» και μετά ο Πατριάρχης συνέστησε στους Βασιλείς τους αρχιερείς  του  Θρόνου καθώς και τους εκεί άρχοντες του Γένους και η ιστορική αυτή ευχαριστήριος συνάντηση περατώθηκε. Οι εστεμμένοι προσκήνησαν στο παρακείμενο Πατριαρχικό παρεκκλήσιο του Αγίου Ευσταθίου και συνοδευόμενοι υπό του πατριάρχου Αθηναγόρα απεχώρησαν προς την έξοδον  ενώ οι αρχιερείς παρατάχθηκαν εκατέρωθεν του κλιμακοστασίου και δια μέσω του λαού και της Αστυνομίας πορεύθηκαν προς την « Κλειστήν Πύλης».  Εκεί αντηλλάγησαν οι ευλαβείς αποχαιρετισμοί  και συνοδευόμενοι από τη Επιτροπήν των Συνοδικών αρχιερέων  οι Εστεμμένοι  κατήλθαν στην προκυμαία του Φαναρίου, όπου είχε πλεύσει η προεδρική άκατος «Ατζάρ»και διά του Κερατίου έπλευσαν προς το ανάκτορο  του «Δολμά- Βαχτσέ» όπου και εφιλοξενούντο.

                 

Την επαύριον Σάββατον 14 Ιουνίου 1952 και ώρα 4.30 μ.μ. η Α.Θ.Π. ο Πατριάρχης μετά των παρεπηδημούντων 14 Σεβ. Αγίων Μητροπολιτών  του Οικουμενικού Θρόνου και μετά των λοιπών κληρικών επικεφαλής της Αυλής μετέβησαν στο ανάκτορο του «Δολμά Βαχτσέ» δι’ αυτοκινήτων σε αντεπίσκεψη των Βασιλέων γενόμενοι δεκτοί από τους Άνακτες  μεθ’ όλων των υπό του επίσημου Πρωτοκόλλου προβλεπόμενων τιμών μετά πολλής εγκαρδιότητος. «Η υποδοχή εγένετο στην μεγαλοπρεπή αίθουσα του Θρόνου ένθα προσεφέρθη γλυκό και καφές και επηκολούθησε εγκάρδια συνομιλία επί ημίσειαν ώραν, ενώ κατά την αναχώρηση του Πατριάρχη και των Ιεραρχών προεμφθηκαν μετά των αυτών τιμών». Το εσπέρας στον ίδιον τιμητικό  χώρο εδώθη  επί την αναχωρήσει την αύριον μεγάλη «δεξίωση» όπου παρέστησαν η Α.Ε.  ο Πρόεδρος Celal Bayar και μέλη της κυβερνήσεως και το πρεσβευτικό σώμα, καθώς  και από  προσωπικότητες του επιχειρηματικού κόσμου των Τούρκων και Ομογενών και των δημοσιογράφων των δύο λαών.

          Την Κυριακήν το πρωί 15 Ιουνίου 1952 ο Πρόεδρος Bayar παρέλαβε τούς Άνακτές στην προεδρική θελαμηγόν του και έπλευσε δια του Βοσπόρου για να τους ξεναγήσει μέχρι του στομίου του Εύξεινου Πόντου μέχρι  το απόγευμα τις 5.μμ. όταν επέστρεψαν στο παλαιό σουλτανικό ανάκτορο εκεί τους ανέμεναν οι εκπρόσωποι  του Πατριάρχου και της Ιεράς Συνόδου μητροπολίτες Χαλκηδόνος Θωμάς και Ειρηνουπόλεως Κωνσταντίνος για να τους  ευχηθούν τα δέοντα επί τη αναχωρήσει των Βασιλέων  στην Ελλάδα.   Τότε ο μακαριστός πρόεδρος Bayar τους παρέλαβε στην προεδρικήν άκατόν του «Ατζάρ» και τους επιβίβασε στο εύδρομο «Ελλη», ευχηθείς «καλήν αντάμωση» στην Αθήνα.

    Η μακρότατατη εμπειρία του Φαναρίου για τα εκεί πολιτικά δρώμενα στην κοινή γνώμη την μεσημβρία της Δευτέρας 16ης  Ιουνίου ο Πατριάρχης παρέθεσε στο Πατριαρχείο Γεύμα προς τιμήν των Τούρκων Δημοσιογράφων προκειμένου να εξηγήση την εκκλησιαστική παρένθεση στο πρόσφατο επίσημο ταξίδι των εστεμμένων Ελλήνων στην Τουρκία,  ώστε αυτό  να μην παρερμηνεύεται από υπερβολές που προκαλούν θρησκευτικές και πολιτικές αντιδράσεις στην  Κυβέρνηση. Παρέστησαν ό Χαλκηδόνος Θωμάς και ο Αίνου Γερμανός και ο αντιπρόεδρος της Ενώσεως Hayri Taylan, Cemal Cahit Cem,  Rakim Calapalan.

Στίς 2 Δεκεμβρίου 1952 έγινε επί τριήμερο με τον ίδιο εγκάρδιο πρωτόκολλο και ενθουσιασμό η επίσημη επίσκεψη της Α.Ε. του προέδρου Τζελάλ  Μπαγιάρ στην Αθήνα και στην αρχαία Κόρινθο και η παρά τον Ισθμό επιθεώρηση του Ελληνικού Στόλου. Με την συνοδεία των Ανάκτων μετέβησαν στην πολυφυλετική «Μουσουλμανική Μειονότητα» της Κομοτινής για τον εγκαινισμό του νέου ανώτερου του Μεντρεσέ εκπαιδευτικού καθιδρύματος, του Γυμνασίου του  «Πρόεδρου Τζελάλ  Μπαγιάρ», που ανοιξε τους ακαδημαϊκούς  ορίζοντες  της Μειονότητος  στη Δυτική Θράκη.3 

         Όμως ελάχιστοι διάδοχοι του Μουσταφά Κεμάλ πίστευψαν στην σπουδαία υποθήκη του για την  «Ελληνοτουρκική Φιλία» του 1930. Δυστυχώς όμως  τώρα για να δραιώνουν  την εκλογική επιτυχία  τους  βαυκαλίζουν το μέλλον της Τουρκίας  με φαντασμένες ονειρώξεις που απομακρύνουν κάθε  ασιατική ορδή από το πολιτικό μέλλον  στην κοινωνία των λαών της Ευρώπης.- 4  

    1. Περ. «Ορθόδοξη Παρουσία».  τ. β΄.τεύχη 5&6 1965. σελ.218-221
    2. Αρ. Πανώτη. «Το  Συνοδικόν» τ.Β΄. σσ. 53-74.
    3. Τα πολιτικά όρια καθορίζονται κατόπιν επίσημης «Συνθήκης των Εθνών», όπως της «Λωζάνης» προς διασφάλιση του ζωτικού εθνικού χώρου του κάθε κράτους προς επιβίωση, υπό την εγγύηση του Ο.Η.Ε και του Διεθνούς Δικαίου. Τα εκκλησιαστικά όμως όρια είναι πολύ ευρύτερα και απόλυτα σεβαστά και αμετάβλητα, γιατί καθορίστηκαν από Οικουμενικές Συνόδους από τον δ΄-στ΄αιώνα και προστατεύονται από την Πενταρχία των Πατριαρχείων και το Κανονικόν Δίκαιον της Εκκλησίας.    
    4. Μη διασωθέντος επισήμου  «Χρονικού» των τότε σημαντικών γεγονότων σε έγκυρον  πηγήν, ανατρέξαμε σε φύλλα της τότε Φαναριώτικης εφημερίδος «Απόστολος Ανδρέας» (Α.Α.) αρθμ. 52 και 57 του Ιουνίου 1952, διότι το τότε περιοδικόν  «Ορθοδοξία» που διέσωζε «Χρονικά» για τους τότε λογους του ουδέν εδημοσίευσε.  Α.Π.

    Loading

    ΜΕΘΕΟΡΤΟΝ  ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΘΡΟΝΙΚΗ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

    Η Α.Θ.Π. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος με τον εκ παλαιου αρχοντα του Θρόνου στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. 2000.

    Πολλές φορές η «Ιστορία», έγραφε ο γνωστός Βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν, «έχει συσκοτισθεί από εχθρότητα, προκατάληψη και αμάθεια». Στις ημέρες μας επιδιώκεται κάτι το δαιμονικό και φρικτότερο:  να διαψευστεί ο λόγος του Κυρίου προς τον εκπρόσωπο του Καίσαρα Πιλάτο ότι: «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου…  ουκ έστιν εντεύθεν… αλλά ίνα μαρτυρήσω την αλήθεια» (Ιω.ιθ΄36).

    Στον ιερό θεσμό της Εκκλησίας η ευαγγελική αλήθεια απετέλεσε την πλέον τιμαλφή διαχρονική παρακαταθήκη. Η ευθύνη για τη στήριξη και διάδοση της αληθείας της πίστεως ανατέθηκε από τον Ιησού Χριστό στους μαθητές Του οι οποίοι και ενδεικτικά αναφέρονται από τον Απόστολο των Εθνών ως «στύλοι της πίστεως» της πρώτης  χριστιανικής γενεά,  δηλαδή ως οι αυθεντικοί υποστηρικτές και εκφραστές της εν Χριστώ Αποκαλύψεως. Αυτοί ήταν ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης.  Μετά το πρώιμο μαρτύριο Ιακώβου του Ζεβεδαίου (43-44 μ.Χ,) για τη θέση του ακριβούς γνώστη της ευαγγελικής αληθείας κλήθηκε στα Ιεροσόλυμα να καλύψει ο έτερος Ιάκωβος, ο λεγόμενος «Αδελφόθεος» ο οποίος  ήταν ο πρεσβύτερος γιός της οικογενείας του μνήστορα Ιωσήφ. Η εγκυρότητα της μαρτυρίας αυτών των  αυτοπτών και αυτήκοων Μαθητών του Ιησού  στήριξε την γενεά των πιστών και  μετά την Πεντηκοστή και  στερέωσε στην οικοδομή της Εκκλησίας  της Αγίας Σιών. Οι ιεροί αυτοί άνδρες κλήθηκαν με το ουσιαστικό «Στύλοι» ως οι πλέον γνήσιοι εκφραστές του βίου, της διδαχής, του μαρτυρίου και της  Αναστάσεως Κυρίου και ως οι αρμοδιότεροι είναι και οι πλέον κατάλληλοι για να βεβαιώσουν όλην την αλήθεια περί του Μυστηρίου Ιησού του Ναζωραίου.  Ο ίδιος  Απόστολος Παύλος όλο το διάστημα της παραμονής του στην Αγία Πόλη μαθήτευσε παρά την ευλογημένη «τριανδρία» του  Πέτρου, του  Ιωάννη και του «Αδελφόθεου» Ιακώβου και αυτοί ἠταν οι «Στύλοι» του πυρήνα που συμφώνησε και αναγνώρισε την χάρη και το κύρος  της  αποστολικότητός του πρώην Σαύλου και ήδη Παύλου που με  την αποστολική αυθεντία   έγραψε  στους «Γαλάτες»,  που τότε ζούσαν περί τη σημερινή Άγκυρα της Ανατολίας, τα περί των  «δοκούντωνείναι Στύλους» ( Γαλ. β΄ 9). Σε   άλλη πάλι επιστολή του προς τον μαθητή του  Τιμόθεο  ο Παυλος αποκαλύπτει την αξίας και χρησιμότητα του λειτουργήματός του μέσα στην Εκκλησία πως είναι «η εδραίωση της αλήθειας» περί του Ιησού Χριστού (Α΄Τιμ. γ΄ 15). Αλλά και  ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επιβεβαιώνει στην αυτήν «Αποκάλυψη» του ότι αυτός που αναγορεύεται σε «στύλο» είναι στην πραγματικότητα «εκείνος που  κρατεί αυτό που κατέχει»( Αποκ.γ΄.12) Εξ αυτών των ολίγων γραπτών  μαρτυριών του «κλητού» Αποστόλου αποδεικνύεται ότι ως «στύλος» εμβληματικά αναγνωρίζεται ο ακλόνητα κατέχων πραγματικά την αποκάλυψη περί του Κυρίου  και αποτελεί το ζωντανό και «γενναίο υπόδειγμα» πίστεως σφραγισμένης ως κληρονομίας διαβιβαζόμενης με την  διαδοχή του λειτουργήματός του μετά τον θάνατόν του στους  καθιερωμένους διαδόχους τους. Αυτό μας το βεβαιώνει  στα τέλη του πρώτου αιώνα με την Α΄ Επιστολή προς τους Κορινθίους ο αποστολικός άνδρας και επίσκοπος Ρώμης Κλήμης (V.1-5),  ότι δια της δυάδος του Πέτρου και του Παύλου συνεχίζεται η ἐξ αυτών προερχόμενη έγκυρη αποστολική  μαρτυρία της διδαχής των κλητών  να κυβερνήσουν στη Ρώμη την εκεί τοπική Εκκλησία της πολυάνθρωπης πρωτευούσης πόλεως της αυτοκρατορίας. Η κανονική αποστολική διαδοχή τους και η τιμή που διαχρονικά περιβάλλει την κατοχή της ταφής και των λειψάνων τους απορρέει από την μνημειακή συνεχή ανάδειξη  του παραδείγματός τους μέσα στην καθ’ όλου του Χριστού Εκκλησίας.  Έτσι περί το 200, δηλαδή μόλις λίγες γενεές χριστιανών  μετά το μαρτύριό τους,  ο Ρωμαίος πρεσβύτερος Γάϊος για να αποδείξει την ακρίβεια και την ορθοδοξία της πίστεως του στον αιρετικό Πρόκλο τον βεβαιώνει ότι εκείνος έχει την ζωντανή παρουσία των Πρωτοκορυφαίων στην Εκκλησία του από τον τόπο της ταφής και παραμονής των λειψάνων τους, του μεν Πέτρου στο λόφο του Βατικανού,  του δε Παύλου Εκτός των Τειχών στην αρχή της οδού προς την Όστια,  ενώ οι δοξασίες του Πρόκλου  δεν έχουν αντίκρισμα ιερά πρόσωπα,  ἀλλά μόνο τις κακοδοξίες της δοκησισοφίας του. Και αυτό το παράδειγμα δείχνει πόσο ζωντανή και διαρκώς πηγαία  είναι η κανονική αποστολική διαδοχή και γι’ αυτό συντελεί στη στήριξη των πιστών των λοιπών Εκκλησιών δια μέσου του έγκυρα χειροτονημένου επισκόπου και με την συγκατάθεσή του προς «τέλεση» του ύπατου  Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας,  κέντρου της νέας θείας λατρείας.

    Το ίδιο ακριβώς συνέβη με την μακρά παραμονή του Αποστόλου Παύλου στη τότε μεγαλούπολη της Εφέσου της Μικράς Ασίας . Εκεί στα τέλη του α΄ αιώνα και  μέχρι τις αρχές του β΄ αιώνα παραμένει ο τελευταίος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης ο του Ζεβεδαίου διδάσκων και μεταδίδων δια των χειρών του το χάρισμα της ιεροσύνης και την τιμήν της Αποστολικότητος.  Την κληρονομία   του βεβαιώνει η διαδοχή και η συνεχής φροντίδα του για την ανάδειξη του τάφου του μέχρι που  το αποστολικό κύρος του απλώθηκε σε όλη την Ασιανή και Θρακική  Εκκλησία και τελικά εγκαταστάθηκε από την Έφεσο στην Πόλη του Κωνσταντίνου και καταστάθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους η ζωοδόχος πηγή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.

    Ο καθορισμός της ακριβειας της αποστολικής πίστεως αρχίζει οριστικά μετά τους διωγμούς των τριών αιώνων με την συγκρότιση στη Νίκαια της Βιθυνίας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325) και το πρώτο θέμα που την απασχόλησε τους επισκόπους της Εκκλησίας  ήταν η διατύπωση  της πίστεως στὸν ένα Θεόν Πατέρα και σχέση της  θεότητος του Ιησού Χριστού με Αυτόν. Το επόμενο σοβαρότατο θέμα για την ενότητα της Εκκλησίας Του ήταν η οργάνωση των διαφόρων  δικαιοδοσιών της Εκκλησίας σύμφωνα με «τα αρχαία ήθη κρατείτω» που είχαν οι  Εκκλησίες των μεγαλουπόλεων της Ρώμης και της Αλεξανδρείς με τον 6ον  κανόνα  και με τον 7ον  κανόνα απλώνεται η τιμή στον Ιεροσολύμων και με την  Β΄ Οικουμενική Σύνοδος μνημονεύεται η τιμή των πρεσβείων στην Αντιοχέων Εκκλησία ενώ με τον 2ον κανόνα και με τον 3ον  κανόνα τιμάται με την «Αρχή της Προγενέσεως», που αλλιώς λέγεται «πρεσβεία», ο αρχιεπίσκοπος της Κων/πόλεως μετά τον επίσκοπο της «Πρεσβυτέρας» Ρώμης. Έτσι καθωρίζονται στην οικουμενική Εκκλησία οι πέντε «Δικαιοδοσίες», που καλούνται και «Κλίματα» και  υφίστανται μέχρι σήμερα. Οι  αρχιεπίσκοποι των αποστολικών αυτών κέντρων είναι  ως πρωτόκλητοι οι φέροντες τις διευρυμένες αποστολικές αρμοδιότητες των «Στύλοι» και ως πρωτοκάθεδροι  έχουν επωμισθεί  την ευθύνην του «πρωτείου» τους  να υπερασπίζονται «εκείνο που  κρατούν και  κατέχουν»( Αποκ.γ΄.12). Για να επισημανθούν αυτές οι αποστολικές προσωπικότητες εργάστηκε ιδιαίτερα ο Επίσκοπος Ρώμης Δάμασος (366-384) κατά  το τεράστιο έργο του της αναστηλώσεως των κατακομβών και της συμωνίας του για την σύγκληση στην Κων/πολη το 381 της Συνόδου , που αργότερα αναγνωρίστηκε για την συμπλήρωση του ογδόου (8) άρθρου της Πίστεως περί του Αγίου Πνευματος κατά των Πνευματοχών και το άρθρα (9) ομολογεί την Καθολικότητα της Εκκλησίας ,(10) την μία βάπτιση  για την άφεση των αμαρτιών, (11)  την Ανάσταση της σαρκός και (12) όλα  αυτά επισφραγίζονται με την κατάφαση του  το Αμην. Και  το μόνο συμπλήρωμα είναι η ανάθεση των « δευτερίων» τιμής του Πρώτου επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης μόνο στον αρχιεπίσκοπο της Νέας Ρώμης που αναγνωρίστηκε στην συνέχεια και  ως Οικουμενικός Πατριάρχης από την Ιστορά της Εκκλησίας.

               Ο Θεοδόσιος ευφυέστατος το 380  δημοσίευσε Διάταγμα  με το οποίο καθιέρωσε την προσωπική του πίστη στην Αγία Τριάδα  με  εκείνη που δεχόταν και  ο συμπατριώτης Ίβηρας επίσκοπος Ρώμης Δάμασος και η οποία και  σίγουρα την εγγυόνταν η δυάδα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου που επί  Νέρωνος το 64-67 μαρτύρησαν για την χριστιανική πίστη και η διδαχή  τους  σφραγίστηκε με το αίμα τους στη Ρώμη.  Λόγω της σπουδαιότητος του μαρτυρίου τους  κατά την περίοδο των διωγμών τα ιερά λείψανά τους ανακομίστηκαν και απεκρύβησαν  στις νεκροπόλεις των Κατακόμβων μέχρι την αποκάλυψή τους και πιστοποίησή τους και την απόθεσή τους στις 29 Ιουνίου στη Ρώμη  στους τόπους αρχικής ταφής τους που αναγέρθηκαν  οι μνημειακές μεγάλες  βασιλικές  του Πέτρου παρα το στάδιον του Νέρωνα στο «Βατικανό» και του Παύλου  «Έξω των Τειχών»  στο ιδιωτικό κτήμα.           

    Τα κοσμούντα  το αρχαίο αποστολικό αξίωμα του «Στύλου», όπως του κρίνειν, του ελέγχειν, του τιμωρείν, του απαιτείν ὑπακοήν εις τον ποιμένα, αλλά και  της διαχειρήσεως της κατά Χριστόν «οικονομία» προς Σωτηρίαν των ψυχών  και  για περιφρούρηση της ενότητος  μέσα στην εν Χριστό αδελφότητα.Αυτά τα προνόμια εφαρμόζοντο ως υποχρεώσεις των  «Πρώτων» των πέντε Δικαιοδοσιών όταν επικράτησε στην ζωή της Εκκλησίας  το  σύστημα της συνοδικής «Πενταρχίας» από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδου το 451, περί το μέσο του 5ου  αιώνα.  Από τότε το βασικό καθήκον των πέντε Πατριαρχών-Στύλων είναι «το μην τρέχειν εις  τι καινόν» γιατί η αταξία  προκαλεί διαιρέσεις στην Εκκλησία.

    Μόλις τον 16ον αιώνα τον 16ον αιώνα απειλείτο από τον εξισλαμισμό της Ρωμιοσύνης  και το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραμένει άστεγο στην έδρα του και τότε ζήτησε την βοήθεια του μόνου τότε υπάρχοντος ορθόδοξου κράτους και  εκείνο για να βοηθήσει    αξίωσε «στανικά» πατριαρχία για την Μητρόπολη  Μόσχας. Αυτή αναγκαστηκά δόθηκε όμως με «ενόρια» χωροθέτηση της δικαιοδοσίας της και από τότε την απέκτησε αναγόρευσε ως μόνη φιλοδοξία της  την ψευδοδοξία της ότι είναι η  «Τρίτης Ρώμης» και αρχισε με τα πεπραγμένα της τον σφετερισμό των κανονικών προνομίων του Οικουμενικού Θρόνου, ξεχνώντας ότι  η  πατριαρχία της και εκείνες που ακολουθησαν είναι υπό την εκκρεμότητα της εγκρίσεως της «Πενταρχίας», όταν αυτή πλήρως αποκατασταθεί! Όμως  τα δίκαιά της διακονίας της Μητρός Εκκλησίας στηρίζονται επί των Ιερών Κανόνων και δεν  παραγράφονται από τις πανουργίες της  προπαγάνδας, ούτε με δωροδοκίες και εκβιασμούς του κοσμικού κράτους των.  Η Εκκλησία Κων/πόλεως είναι η μόνη που κατέχει εκ των πατριαρχικών θρόνων της Οικουμένης «υπερόρια δικαιοδοσία» να επιμελείται τα εκκλησιαστικά θέματα  των «εν τοις βαρβαρικοίς», λαών, όπως είναι οι σλαβογενείς  πληθυσμοί δια του 28ον  κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου!  Και ενώ ο Λόγος Κυρίου παρμένει αψευδής και επαναλαμβάνει πως η επίγεια βασιλεία της Εκκλησίας Του «ουκ έστιν ενταύτα…» η Εκκλησία στην Ρωσία και σήμερα αλώθηκε από ανθρώπους προερχόμενους από τον αφιλόχριστο καίσαρα του βαθέως κράτους και αυτοί επιδιώκουν να την μεταβάλουν σε εγκόσμια Σατραπεία «αυτομανίας πεπληρωμένη», κατά τους Πατέρες,  που εκτοξεύει ορμαθό ύβρεων και ψευδολογιών κατά του πάνσεπτου ιερού κέντρου των Ελληνορθοδόξων, γιατί ο Οικουμενικός Θρόνος παραμένει ακλόνητος στις ασεβής προσβολές και δεν υποχωρεί ρωσικά εθνοφυλετικά θελήματα που επιδιώκουν να ανατρέπουν την Παύλειας αποστολική  αρχή πάντα «κατά τάξιν γινέσθω»( Α΄ Κορ. ιδ΄. 40). Οι σημερινοί επιβάτες της ρωσικής πατριαρχίας επιδιώκουν να καταβροχθήσουν πάσα προγενέστερή Εκκλησία στην αχανή επικράτειά τους, συνεχώς απλώνοντας τα όριά της και ανατρέποντας την αποστολοπαράδοτη κρατούσα Τάξη της  Ορθοδοξίας. Με τη χρήση του βρώμικου υβριδιτικού πόλεμο επιδιώκει να μεταβάλει με την ψευδοδοξία της την εκεί τοπική Εκκλησία σε παρασυναγωγή. Οι πολυχρόνια συνωμοτούντες υπερβόρειοι ψευδαδελφοὶ τώρα κλαίουν ότι αποχωρίζονται μόνοι τους από την ελληνική παράδοση της Ορθοδοξίας και κοντά τους οι ημέτεροι αδιάβαστοι της αντορθόδοξης  Ιστορίας του Πανσλαβισμού και ό,σοι  καταστάθηκαν αργυρόγνωμοι με τις λιτανείες στο βορρά ιερών λειψανων, ας διαβάσουν αυτό που προσυπέγραψε και ο ιερός Φώτιος και μάλιστα εκεινοι των οποίων επιμελήθηκε τον κατά Χριστόν φωτισμό των προγόνων τους, την γνωστή «Επαναγωγή» για την εξουσία του σημερινού  Πρώτου «Στύλου» της καθ’ ημάς Ανατολής  :

    «Ο Πατριάρχης εστίν εικὼν ζώσα Χριστού και έμψυχος δι’ έργων και λόγων εν αυτώ ζωγραφών την αλήθειαν… υπέρ δε της αληθείας και της εκδικήσεως των δογμάτων και της συντηρήσεως του δικαίου και της ευσεβείας λαλείν εναντίον βασιλέων και μη αισχύνεσθαι»2.      Α.Π.

    1. Πρβ. Α΄.Κορ.ε΄,3 εξ. θ΄,19 και ια΄34. ιδ΄37 και Β΄Κορ.ι, 13-16. Β΄Θεσ. γ΄, 4. Ρωμ.ιε΄, 18,  και Α.Τιμ.α΄, 20 κ.τ.λ.

    2.   Ράλλη-Ποτλὴ Σύνταγμα κτλ. τόμ. 6 σ. 428-429.

    Loading

        Η ΔΥΣΒΑΤΗ ΑΛΛΑ ΕΝΔΟΞΗ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ  ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ   ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ  ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ

        Επέτειος  της πρώτης πεντηκονταετίας από την εκδημίας του.

    088
      «Ελθών ευηγγελίσατο ειρήνην υμίν τοις μακράν και τοις εγγύς».
                                                                                                         (Εφεσίους β΄17)

    Ε΄α

                

    Μετά τα τραγικά γεγονότα του 1922 και την «Συνθήκη της Λωζάννης» του
    1923 σπάνια ο Ελληνισμός κατά την μακραίωνα ιστορία του δοκιμάστηκε για να
    περισυλλέξει τα ναυάγια του Ελληνορθοδόξου προσφυγικού κόσμου εν μέσω
    κινημάτων και πολιτικής αστάθειας. Οι διαφορές που προέκυψαν, όχι μόνον μεταξύ
    Ελλάδος και Τουρκίας. αλλά και οι σχέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων με την Τουρκία
    πρώτα αναθέρμαναν τις σχέσεις με το Λονδίνο και το Παρίσι και μετά ρυθμίστηκαν
    το 1923 με την «Συνθήκη της Λωζάννης» και τούτο αφού καταργήθηκε το θέμα των
    «Διομολογήσεων» και τακτοποιήθηκε αργότερα και το ζήτημα του οθωμανικού
    χρέους. Το 1925 έχει πλέον εδραιωθεί το κύρος του εθνικού «Γαζή» του Mustafa
    Kemal, δηλαδή «ήρωα» και «πατέρα» στην νέα Τουρκία. Τον Σεπτέμβριο του 1926
    έρχεται ο Κεμάλ από την Άγκυρα στην Πόλη και τον υποδέχεται ο Νομάρχης Χαϊδάρ
    μπέη μαζί με τον διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου Αζίζ Ογκάν και θέλει να
    επισκεφθεί την «Ayasófya» που επέδρασε στην οθωμανική περίοδο στο κτίσιμο των
    μεγάλων τεμενών του Ισλάμ στην Πόλη. Περιηγείται το μνημείο και ο Ογκάν του
    επισημάνει την διεθνή αξία του ως του μόνου σήμερα υπαρκτού και ακεραίου
    κτιρίου της βυζαντινής αρχιτεκτονικής που θαυμάζεται από την ανθρωπότητα καιότι στην πραγματικότητα αυτό αισθητοποιεί τον «Οίκον της Σοφίας του Θεού» της
    Χριστιανοσύνης. Ο Κεμάλ διαλογίζεται την τεράστια σημασία και αξία του για την
    ανύψωση της σύγχρονης Τουρκίας στον πολιτισμό και παίρνει τα κλειδιά του από
    το χότζα και τα παραδίδει στον Αζίζ Ογκάν για να αποσπάσει τον ναό από το
    κτηματολόγιο των «βακουφίων» και να το εντάξει στην αρχαιολογική υπηρεσία του
    κράτους να τον φυλάξει με τους υπαλλήλους της. Έτσι από το 1926 η φωνή του
    μουεζίνη ακουγόταν μόνον από τα γειτνιάζοντα τεμένη και ο Ιουστινιάνειος
    καθεδρικός ναός της Εκκλησίας προσφέρθηκε στον παγκόσμιο θαυμασμό μετά την
    αποκάλυψη και της μεταεικονομαχικής ψηφιδογραφίας.1 Με αυτή την
    πρωτοβουλία του ο Κεμάλ θέλησε να εγκαινιάσει την στροφή της νέας Τουρκίας
    προς τον πολιτισμό των προηγμένων λαών, κάτι που υπεστήριζε και ο Ελευθέριος
    Βενιζέλος όταν υιοθετούσε την πεφωτισμένη προσέγγιση της αμοιβαίας
    αναγνωρίσεως των αρχών του Διεθνούς Δικαίου την τελευταίας χιλιετίας στα
    πλαίσια της κοινής γειτονίας και απευχόταν τις πολεμοχαρείς αναμετρήσεις στα
    πεδία των μαχών που τόση συμφορά απέδιδε στους αντιμαχόμενους λαούς. Αυτή η
    επαναπροσέγγιση των λαών στηρίχθηκε στην βασική αρχή του «Διεθνούς Δικαίου:
    «Redus sic standibus», δηλαδή στην «Συμφωνία της αμοιβαιότητος σχέσεων και
    συμπεριφοράς». 2.
    Ο Βενιζέλος παρακολουθούσε όλες τις άριστες κινήσεις του Κεμάλ για να
    εκσυγχρονίσει τους θεσμούς του νεοτουρκικού κράτους του και προσεκτικά
    ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις του με την Άγκυρα με επιστολή του προς τον τότε
    πρωθυπουργό Ισμέτ πασά (Ινονού) και του ζήτησε την έγγραφη και ρητή δέσμευση
    ότι η συγχρονισμένη πλέον Τουρκία «δεν είχε εδαφικές διεκδικήσεις απέναντι την
    χώρας του» και όταν μάλιστα ήλθε από την Άγκυρα γραπτά θετική απάντηση: «ότι
    δεν υπάρχουν πλέον εδαφικές βλέψεις κατά της Ελλάδος», τότε μόνον δόθηκε και
    το έναυσμα για τις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις και άρχισαν αυτές από την
    αμοιβαία συμπεριφορά των δύο πλευρών προς τις εκατέρωθεν μειονότητες, κάτι
    που καλύπτει πλήρως τον απόλυτον σεβασμόν στην θρησκευτική πίστη των δύο
    λαών, αλλά και στην εκ παραδόσεως αιώνων ελληνορθόδοξη μορφωτική παιδεία
    τους. Με αυτές ακριβώς τις προϋποθέσεις πραγματοποιήθηκε και η κύρωση «της
    Συμφωνίας της Τουρκοελληνικής φιλίας», που υπογράφηκε στην Άγκυρα τις 29
    Οκτωβρίου 1930. Αυτή η «συναλληλία» παρέμεινε βασικά επί ένα αιώνα περίπου
    ως αμετάβλητη σχέση μεταξύ των δύο λαών αν και δεν αναφέρεται περί του ιερού
    θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στα πρακτικά της «Διασκέψεως στη
    Λωζάννη» ρητά καταδικάστηκε υπό των μετεχόντων Αντιπροσωπειών πάσα
    εμπλοκή του Πατριαρχείου αυτού, ιδίως με το πρωτόκολλο «περί της Ανταλλαγής
    των Πληθυσμών» ως θέματος εντελώς αλλοτρίας φύσεως σε διπλωματικές
    διαπραγματεύσεις απτόμενον δε της ιστορίας και των μεταφυσικών πεποιθήσεων
    των λαών. 3 Αυτήν «την διαφορά του σεβασμού και της υπολήψεως του ήθους
    υπέδειξε» ο Ελευθέριος Βενιζέλος όταν μετά την υπογραφή του «Συμφώνου
    Φιλίας» στην Άγκυρα επισκέφθηκε αμέσως το Φανάρι για να ευλογηθεί η
    προσπάθειά του υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Φωτίου Β ́. Η επίσκεψη αυτή
    πραγματοποιείται στην «αίθουσα της Παναγίας», όπου ήταν η πινακοθήκη με τους
    πίνακες των Πατριαρχών που πυρπολήθηκαν το 1941.4 Οι αιωνόβιοι ιεροί θεσμοί
    επί της γής δεν περικλείονται μέσα στα διακρατικά σύνορα των κρατών, ούτε και
    ελέγχονται από συμφωνίες επίκαιρων πολεμικών συμβάντων, αφού συνοψίζουν
    αιώνιες αξίες που καταστάθηκαν διαχρονικά πανσέβαστες στην ανθρωπότητα.

    Το 1936 συνάπτεται η «Συνθήκη του Μοντρέ», η οποία ρυθμίζει το
    καθεστώς των Στενών των Δαρδανελίων και επιτρέπει τον επαναεξοπλισμό τους
    και δι’ αυτό κατά το Διεθνές Δίκαιο ως αντίβαρο αμοιβαιότητος επιτρέπεται εξ ίσου
    το ίδιο και στα δύο ελληνικά νησιά του Αιγαίου, τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη.5 Από
    το 1937 αρχίζει να επιβαρύνεται από χρόνια εξάρτηση από το αλκοόλ η υγεία του
    Μουσταφά Κεμάλ και την εξουσία αναλαμβάνει ως πρωθυπουργός ο Αλί Φετί
    Οκιάρ, γνωστός πλέον μας ως ο «Ισμέτ πασάς Ινονού». Αυτός αρχίζει τις άμεσες
    παρεμβάσεις για τον εκτουρκισμό των Ομογενειακών σχολείων και των αθλητικών
    σωματείων και σε ό,τι συνδέεται με την κοινωνική ζωή των μη ανταλλαγέντων
    Ρωμιών. Στις 10 Νοεμβρίου 1938 συμβαίνει η εκδημία του Μουσταφά Κεμάλ σε
    ηλικία 57 ετών και από τότε επιταχύνθηκε η ανθελληνική στάση του Ινονού, που
    έλαβε απειλητικές διαστάσεις κατά τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Ελλάδα
    βρισκόταν υπό την μπότα της τριπλής σκληρής κατοχής των «ναζί» του Χίτλερ, των
    «φασιστών» του Μουσολίνι και των απογόνων των Βουλγάρων «Κομιτατζήδων»
    από το 1941-1944 διαπράττοντες ανθελληνικά εγκλήματα.
    Τα ξημερώματα της 21ης Σεπτεμβρίου 1941 πυρπολούνται οι κεντρικές
    πτέρυγες των Πατριαρχείων στο Φανάρι. «Τα αίτια της πυρκαϊάς, παρά τις
    συστηματικές έρευνες και τις ανακρίσεις των αρμοδίων αρχών το αίτιο δεν
    κατορθώθηκε ποτέ να καθορισθεί και ούτε να αποδειχθεί ότι επρόκειτο για
    ηλεκτρικό βραχυκύκλωμα, όπως το υπέθεσαν στην αρχή». 6 Αν κρίνουμε μόνον
    από τα παρεμβληθέντα επί μισό περίπου αιώνα νομικά και πολεοδομικά εμπόδια,
    αποκαλύπτεται ποιός ευθύνεται για την σκοπιμότητα αυτού του σύγχρονου
    «ολοκαυτώματος» των Πατριαρχείων! Το δεύτερο μεγάλο πλήγμα της Ομογένειας
    δόθηκε όταν η τουρκική κυβέρνηση με το πρόσχημα της ασφάλειάς της στρατολογεί
    30 ηλικίες 25-45 χρόνων μη μουσουλμάνων στις 8 Μαΐου 1941. Τότε υπηρετούσε
    στο Πατριαρχείο από το 1938 ως υπογραμματέας ο διάκονος Μελίτων, ο κατά
    κόσμον Σωτήριος Χατζής, γόνος της Φαναριώτισσας Ευδοξίας Μπακαλοπούλου και
    του Ευρυτάνα Νικόλαου Χατζή από το Κερασοχώρι των Αγράφων ελληνικής
    υπηκοότητος. Ο ένας γιός τους ως Ελλήνων στρατεύθηκε με την έναρξη του
    Ελληνοϊταλικού πολέμου στο μέτωπο της Αλβανίας, όμως χάθηκαν τα ίχνη του κατά
    την Γερμανική εισβολή. Ο διάκονος Μελίτων υπηρετούσε ως υπογραμματέας της
    Ιεράς Συνόδου των Πατριαρχείων και ήταν τότε 29 ετών. Για να το αποφύγει την
    σύλληψή του από την τουρκική στρατονομία με εντολή του πατριάρχου Βενιαμίν
    εσπευσμένα χειροτονείται από τον «εσωκατάκοιλον» στο Φανάρι μητροπολίτη
    Χριστουπόλεως Μελέτιο και αποστέλλεται στην Αίγυπτο για να ενημερώσει την εκείεξόριστη ελληνική κυβέρνηση για τα εξοντωτικά μέτρα της Άγκυρας κατά της
    Ρωμιοσύνης, που συνεχώς επαυξάνοντο όσο προχωρούσαν οι Γερμανοί στα
    ενδότερα της σοβιετικής Ρωσίας. Στις 11 Νοεμβρίου του 1942 εκδίδεται ο νόμος
    «για την εφάπαξ φορολογία της περιουσίας της μειονότητας», που αποτελεί την
    αισχρότερη επιβολή «κεφαλικού φόρου» προς υφαρμαγή του κόπου μυριάδων
    τίμια εργαζόμενων μη Μουσουλμάνων, Αυτό είναι το άλλως λεγόμενο και "Βαρλίκ
    Βεργκισί", που επέφερε την οικονομική εξαθλίωση Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων.
    Όσοι αδυνατούσαν να πληρώσουν οδηγούντο στα «Τάγματα Εργασίας» της
    Ανατολίας που αποτελούσαν βέβαιο θάνατο. Αυτό επεκτάθηκε και στην κατάσχεση
    της εκκλησιαστικής περιουσίας των μονών και των ναών και να μην αντιδράσουν οι
    αρχιερείς και οι ομογενείς στην εξορίζονται στη Προύσσα ο Ίμβρου Ιάκωβος και ο
    Χαλκηδόνος Μάξιμος, όπου και δεινοπαθούν «για να συνετιστεί το Φανάρι». Τότε
    ο πατριάρχης Βενιαμίν καλεί τον υπογραμματέα Μελίτωνα που ως Έλληνας
    υπήκοος ήταν στο μάτι της τουρκικής Αστυνομίας και δίδει εντολή στον
    μητροπολίτη Χριστουπόλεως Μελέτιο που κατοικούσε στο Φανάρι να χειροτονήσει
    σε μία Λειτουργία στον πατριαρχικό ναό σε πρεσβύτερο για να τον αποστείλει στην
    εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση στην Αίγυπτο για τα εξοντωτικά μέτρα που έλαβε η
    Άγκυρα κατά της Ρωμιοσύνης στην Τουρκία που συνεχώς επαυξάνονται όσο
    εισχωρούν οι στρατιές του Χίτλερ στη Ρωσία. Στην Αίγυπτο τότε κατέφευγαν
    εκατοντάδες αντιστασιακών εξ Ελλάδος και αυτοί εντάσσονταν σε στρατιωτικές
    μονάδες από τους Άγγλους. Ο αρχιμανδρίτης Μελίτων κατατάχτηκε ως
    στρατιωτικός ιερέας στη 1η Ταξιαρχία του «Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος της
    Μέσης Ανατολής» υπό τον συνταγματάρχη Παυσανία Κατσώτα, η οποία μαχόταν
    στο διάστημα 23 Οκτωβρίου-3 Νοεμβρίου 1942 κατά του Ρόμελ στο Ελ Αλαμέιν.
    Εκεί υπήρξαν και πολλά θύματα ορθοδόξων μαχητών εξ Ελλάδος και ο πατριαρχικός
    αρχιμανδρίτης ο π. Μελίτων μαζί με άλλους διαφυγόντες από την Κρήτη ιερείς
    κήδευε και διάβαζε «Τρισάγια» στους πεσόντες 1942-1943

    Όταν άρχισε πλέον να γίνεται εμφανής η πολεμική κάμψη των ναζιστικών
    Στρατιών μεταξύ των ετών 1942-1943 πρώτα στην Αφρική και μετά στο Στάλιγκραντ
    φαινόταν ότι ο Φύρερ δεν θα ήταν εκείνος που θα κέρδιζε τον Β ́ Παγκόσμιο
    Πόλεμο για να ανατρέψει την «Συνθήκη της Λωζάννης». Τότε οι καιροσκόποι της
    Άγκυρας αναλογίζονται πλέον τις ευθύνες τους για τα διαπραχθέντα εγκλήματα καιαρχίζουν τις απολύσεις από τα «Τάγματα εργασίας» και την τελευταία στιγμή
    κήρυξαν και τον πόλεμο κατά του Φύρερ!
    Περί το τέλος του Πολέμου ο βασιλεύς Γεώργιος Β ́ επιθυμεί να μεταβεί στους
    Αγίους Τόπους για να προσκυνήσει τα πανάγια προσκυνήματα που διαφυλάσσει η
    Αγιοταφιτική Αδελφότητα και με την συνοδεία του στρατιωτικού ιερέα Μελίτωνα
    Χατζή μεταβαίνει στα Ιεροσόλυμα. Τον υποδέχεται ο Σαμιώτης πατριάρχης
    Τιμόθεος Β ́ ο Θέμελης που είναι και άριστος γνώστης των δικαίων της Εκκλησίας
    του στην Αγία Γή. Όταν ο βασιλέας επέστρεψε στο Λονδίνο συνιστά τον π. Μελίτων
    στον Θυατείρων Γερμανό οποίος είχε κενή από το 1940 την αρχαιότατη εν Αγγλία
    κοινότητα της Μαγχεστρίας στην οποία ιεράτευσε επί 35 χρόνια η σημαντική και
    πολύπλευρη θεολογική προσωπικότητα του Μεγάλου Οικονόμου και διαπρεπούς
    συγγραφέως Κωνσταντίνου Καλλίνικου. Εκεί αποστέλλει τον αρχιμ. Μελίτωνα
    προΐσταται επί τετραετία σε όλη την περιοχή και πραγματοποιεί σπουδές στο
    Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, αλλά κυρίως τελειοποιεί την «οξφορδιανήν»
    αγγλομάθειά του.
    Το 1946 που εξελέγη πατριάρχης ο Μάξιμος ο Ε ́ (1946-1948) και το 1947 τον
    άλλοτε αρχιδιάκονό του στην Χαλκηδόνα τον ενέταξε στην Πατριαρχική Αυλή ως
    Μέγας Πρωτοσύγκελλο (1947 - 1950). Τότε κλήθηκε και η ταπεινότητά μου
    προσωπικά από τον Πατριάρχη Μάξιμο Ε ́ να σπουδάσω Θεολογία στην Σχολή της
    Χάλκης. Η Άγκυρα τότε ήθελε να συρρικνώσει τους σπουδάζοντες εκ του εξωτερικού
    και επί διετία δεν μου χορηγούσε viza εισόδου στην Τουρκία και το 1949 στράφηκα
    πλέον για σπουδές στην Θεολογική Σχολή των Αθηνών. 7 Όμως διατήρησα τον
    στενόν δεσμόν μου μετά εκεί Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας επί τρία τέταρτα
    αιώνος μέχρι σήμερα!
    Ο πατριάρχης Αθηναγόρας μετά την ενθρόνισή του στο Φανάρι επιχειρεί
    μαζί με κληρικούς της Αυλής του και τους διαπρεπείς λαϊκούς της Ρωμαΐϊκης
    κοινωνίας να μεταβεί σιδηροδρομικά στην Άγκυρα, τόσον για να ευχαριστήσει την
    τουρκική κυβέρνηση για την υποδοχή του αν και «Αμερικανού» πολίτη, όσον και
    για πρώτη προσωπική γνωριμία με τους κυβερνώντες το κράτος της Τουρκίας.
    Όταν επέστρεψε στη Φανάρι άρχισε την συνεργασία με τους δύο επί κεφαλής της
    Αυλής του κληρικούς, τον Αρχιγραμματέα Ιάκωβο Στεφανίδη και τον Μ.
    Πρωτοσύγκελλο Μελίτωνα Χατζή. Ο πρώτος διαχειριζόταν κυρίως τις διορθόδοξη
    αλληλογραφία και είχε την στήριξη του συγγενούς του νέου μητροπολίτη Δέρκων
    Ιακώβου Παπαϊσίου. Ο Μελίτων όμως όμως ήταν συνδεδεμένος με τους έξι
    λευκοψηφίσαντες συνοδικούς αρχιερείς στην εκλογή Αθηναγόρου το 1949. Ο
    πατριάρχης Αθηναγόρας εμφορείτο από ανακαινιστικό πνεύμα στην εκκλησιαστική
    ζωή. Όμως ο Πρωτοσύγκελλός του υπεύθυνος στην λατρευτική ζωή της
    Αρχιεπισκοπής ήταν επιφυλακτικός στις παρεμβάσεις επί της κρατούσης Τάξεως στο
    Πατριαρχείο. Τότε ο συνοδικός ιεράρχης Περγάμου Αδαμάντιος διελθών από την
    εποχή των πατριαρχών Φωτίου Β ́ και Βενιαμίν ως ανώτατος Αυλικός υπενθύμισε
    στον πατριάρχη Αθηναγόρα ότι κατά την κρατούσα τάξη στο Φανάρι, ότι «οι
    διατελέσαντες στην κορυφή της Πατριαρχικής Αυλής, λόγω της διοικητικής
    εμπειρίας που αποκτούσαν, γίνονται «εν ενεργεία» μητροπολίτες»!
    Εξ αυτού μετά τετράμηνον διαβουλεύσεων εξελέγη στις 23 Νοεμβρίου 1950
    ως ο νέος μητροπολίτης Ίμβρου και Τενέδου Μελίτων Χατζής (1950-1963) και η
    λυχνία της νήσου Ίμβρου του Θρακικού πελάγους κοσμήθηκε με την κατάλληλη
    προσωπικότητα ικανού ιεράρχη να περισώσει τους νέους Ιμβρίους από την πνιγηρήπερίσφιγξη των κρατούντων που από το 1924 πονηρά επιδίωκαν να αφελληνίσουν
    και αποχριστιανίσουν τον από αιώνων γηγενή νησιωτικό πληθυσμό μήπως
    αποσιωπήσουν τα υπογραφέντα «στη Λωζάννη» άρθρα 37,38,42, περί του
    εκπαιδευτικού καθεστώτος στην Ίμβρο που ήδη επιδίωξαν να ξεχαστούν από το
    1936-1937 μήπως εντέχνως ξεχαστεί ο φωτισμός της ανθρωπιστικής ελληνικής
    Παιδείας που κρατούσαν αναμμένη οι Ίμβριοι από την εποχή του Ομήρου και του
    Ηροδότου! Αυτή η σιωπηρή παρασπονδία των κρατούντων επισημάνθηκε από τον
    νέον θερμουργόν ιεράρχη της Ίμβρου Μελίτωνα γιατί θα ήταν καταστροφική για τον
    χριστεπώνυμο πληθυσμό η αμάθεια της ζώσας γλώσσας της πίστεως στο Χριστό.
    Σκεπτόταν λοιπόν, πως θα αμυνθεί και αντιλήφθηκε την μέθοδο της εκλογικής
    πιέσεως του τότε ευρισκόμενου σε προεκλογική περίοδο τουρκικού κράτους. 8 Το
    Δημοκρατικό κόμμα ήταν υπέρ των αρχικών αποφάσεων του Κεμάλ για την
    συνεργασία των δύο εθνών που συμβίωσαν επί αιώνες. Οι Ίμβριοι τότε διέθεταν
    περί τους 8.600 ψήφους, που ενίσχυαν το εκλογικό κέντρο του Ελλησπόντου
    (Τσανάκαλε) που διέθετε και τους περισσότερους βουλευτές. Τότε ο Δημοκρατικός
    βουλευτής Σμύρνης Ιχσάν σαμπρί Τσαγλαγιαγκίλ εκτίμησε σωστά την σημασία
    αυτών των ψήφων για την εκλογική νίκη του κόμματός του και υποσχέθηκε στους
    Ιμβρίους ψηφοφόρους την νομική κατοχύρωση του δικαίου της ανθρωπιστικής
    ελληνικής παιδείας στην Ιμβρο κάτι που μετά την νίκη των Δημοκρατικών ψήφισε
    «με ειδικό νόμο η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας»! Έτσι πλέον
    διασφαλίσθηκε η μορφωτική κατάρτιση της νεότητος των Ιμβρίων, σύμφωνα με το
    εκπαιδευτικό ιδεώδες το οποίο επανειλημμένα στήριξε στο νησί ο σπουδαίος
    Ίμβριος ιερομόναχος Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός (1775-1851). ο κατά κόσμον
    «Βασίλειος Στέκας» του οποίου την εμμονή εγκολπώθηκε ο αρχιερεύς της ηρωϊκής
    νήσου Ίμβρου Μελίτων Χατζής και σιωπηρά πέτυχε να διανοίξει την λεωφόρο του
    πολιτισμού, της έρευνας και της σπουδής περί της νήσου, καταστήσας την ζωηφόρο
    δεξαμενή προς άντληση υψηλόβαθμων κληρικών και επιστημόνων με πλήθος
    ευλογημένων μελετών για το νησί.9 Σε διηνεκή μνεία του ονόματος του
    Βαρθολομαίου (του Γιού του Θολομαίου), ο Ίμβρου Μελίτων Χατζής παρέδωσε το τίμιο
    όνομα που «βιωματικού Θεολόγου της Ορθοδόξου λατρείας» μετά περίπου
    εκατονταετία από της κοιμήσεώς του την 13η Αυγούστου 1961 στον κατά κόσμον
    Δημήτριο Αρχοντώνη, που σήμερα λαμπρύνει Οικουμενικά το ιερό σύνθρονό της
    Καθολικής Ορθοδοξίας, ως ο Παναγιότατος Πατριάρχης Βαρθολομαίος, με πράξεις
    αγαθές και με την ορθότητα των κανονικών αποφάνσεων και φρονημάτων του.-
    Α.Π.
    1. Μετά την περάτωση των εργασιών συντηρήσεως των ψηφιδωτών στις 24 Οκτωβρίου 1934 με εντολή του
    Κεμάλ εξέδωσαν Διάταγμα στις 4 Νοεμβρίου 1934, * Υπ’αρίθμ 24/1589. με το οποίο μετατρέπεται στο μέλλον η
    «Ayasófya» σε Μουσείο που ανοίγουν οι πύλες την 1ην Φεβρουαρίου 1934 για το κοινό και τότε το
    επισκέπτεται επίσημα ο Μουσταφά Κεμάλ ως πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας και θαυμάζει το
    αναδειχθέν με την πρωτοβουλία σε τόπο μεγάλου Πολιτισμού.
    2. Λίγα χρόνια μετά το 1928 υπογράφηκε και το ελληνοιταλικό σύμφωνο φιλίας, μετά τον ιταμότατο
    βομβαρδισμό της Κέρκυρας στις 31η Αυγούστου του 1923, στον οποίο τότε αντιστάθηκε με σθένος ο τότε εκεί
    μητροπολίτης Αθηναγόρας που τώρα είναι Οικουμενικός Πατριάρχης. Βλέπε και σχετικόν άρθρρν στον ιστοτοπό
    μου.
    3. Ο ιερός θεσμός του Οικουμενικού Πατριαρχείου τυγχάνει πανανθρώπινου σεβασμού, όπως και εκείνος της
    «Πρεσβυτέρας Ρώμης», διότι οι συζητήσεις περί Αυτού πρέπει να καλύπτονται από υψηλότατης πνευματικής
    στάθμης και μεταφυσικού ήθους αλλά και σωστής συμπεριφοράς και αγωγής κάθε εμπλεκομένου μετ’
    αυτού».
    4. Το 1964 βρήκα στο αρχείο του παλαιού φωτογράφου της Πόλης Αχιλλέα Σαματζή τα αρνητικά των πινάκων
    αυτών και τα δημοσίευσα στην Θ.Η.Ε. το 1966. Σε ένθετο τεύχος στον 9ο τόμος στηλ. 832-833, κάτι που
    ευχαρίστησε πολύ τον πατριάρχη Αθηναγόρα και γι’ αυτό ο διάδοχός του πατριάρχης Δημήτριος μου ανέθεσενα ασχοληθώ με την νέα εικονογράφηση των Πατριαρχείων με πολλούς Έλληνες καλλιτέχνες, όπως ήταν ο
    ψηφιδογράφος Σωτήρης Βάρβογλης και ο αγιογράφος Χρήστος Λιόντας κ.ά..
    5. Αυτό είχε ως συνέπεια όταν συνεστήθη από τους Τούρκους στην Ιωνία «η Στρατιά του Αιγαίου» και
    ναυπηγήθηκαν και αποβατικά σκάφη προς διάπλευση στο Αιγαίο. Αυτό μετά το Κυπριακό του 1973 επεκταθεί
    και στα λοιπά ελληνικά νησιά του Αιγαίου επειδή τα μόνα τουρκικά νησιά είναι έναντι των Μικρασιατικών
    ακτών η Ίμβρος και η Τένεδος που επικοινωνούν με το Τσανάκαλε.
    6. Αριστείδου Πασαδαίου. Ο Πατριαρχικός οίκος του Οικουμενικού Θρόνου. τόμος Β ́. σ. 16. Αθήνα 1995.
    7. Το 1947 ήλθε εκ Φαναρίου στην Αθήνα ο Περγάμου Αδαμάντιος και τότε αφίχθηκε εδώ από το Λονδίνο και
    ο π. Μελίτων Χατζής. Ο εντεταλμένος από τον πατριάρχη Μάξιμο δι’ εμέ μητροπολίτης Αδαμάντιος μου
    ανέθεσε να φροντίσω την όλη του κληρικήν εμφάνιση του Μελίτωνα, από την φωτογραφία του στον
    «Ευαγγελίδη» μέχρι το ιεροραφείο του «Θεοδωρόπουλου». Όμως μετά τον θάνατο του Αδαμαντίου το 1958 η
    γνωριμία αυτή εξελίχθηκε εν Αθήναις σε στενή φιλία επί τεσσαρακονταετία ως στενού συμβούλου και
    ιδιαίτερου συνεργάτη του σε διάφορες εκκλησιαστικές αποστολές έως τον 1989 που ο Μελίτων εκοιμήθη.
    8 . Από το 1938 μέχρι το 1950 κυβερνούσε την Τουρκία δικτατορικά ο Ινονού που συμπεριφερόταν άδικα στην
    ορθόδοξη μειονότητα της χώρας
    9. Δημητρίου Στάθη. «Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός». Διατριβή. Θεσσαλονίκη 1999.

    Ιμβρος: χειροτονία διακόνου Βαρθολομαίου Αρχοντώνη
    13 Αυγούστου 1961

    Loading

    Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ  ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ  ΣΤΗΝ ΒΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΤΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗ

    Επέτειος  της πρώτης πεντηκονταετίας από την εκδημίας του.  

    Ο αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Αθηναγόρας το θέρος του 1931 αρχίζει  τις περιοδείες του από τον Καναδά. (1930-1948)

    Γ΄

                Το υπερωκεάνιο «Βρέμη» που έφερε τον νέο αρχιεπίσκοπο Αθηναγόρα στην Αμερική κατέπλευσε στον λιμένα της Νέας Υόρκης στις 24 Φεβρουαρίου 1931. Ο νέος αρχιεπίσκοπος φέρνει  στην ομογένεια των μεταναστών  τον νέο Κανονισμό οργανώσεως της τοπικής Εκκλησίας κυρωμένα με την υπογραφή του  πατριάρχη Φώτιο Β΄ στις 10 Ιανουαρίου του 1931.  Το ιστορικό αυτό κείμενο απηλλαγμένο από κάθε πολιτικό καιροσκοπισμό προστατεύει  μέσα σε  22 άρθρα την όλη λειτουργία αυτής της νέας επαρχίας του Οικουμενικού Θρόνου κατά   τις γνήσιες εκκλησιολογικές ρίζες του Γένους μας.  Είναι μια απόφανση που καθοδηγεί  τις  άλκιμες δυνάμεις της Εκκλησίας να μεταδίδουν στο βορρά και στον νότο της Αμερικής στους γηγενείς και στους απογόνους των εκεί κατακτητών τις διαχρονικές αξίες του ευαγγελίου και του ανθρωπισμού που αποτελούν κληρονομίες του Ελληνισμού.  Η εφαρμογή της νέας τάξεως στην διοίκηση της Αρχιεπισκοπής  Αμερικής ανατέθηκε σε έμπειρο ιεράρχη κυρίως για να  απαλλάξει  το εκεί ποίμνιο της Εκκλησίας   από κάθε  παρενέργεια του εθνοκτόνου διχασμού. Όταν αφίχθηκε ο αρχιεπίσκοπος  στον λιμένα της Νέας Υόρκης ανήλθε επί του πλοίου η Επιτροπή  υποδοχής του  με επικεφαλής τον Μεγαλοσπηλαιώτη επίσκοπον Κάλλιστον Παπαγιωργόπουλον,  που από το 1907  διακόνησε την ομογένεια,  και ο Έλληνας Πρόξενος της πόλεως, καθώς  και οι κληρικοί της Αρχιεπισκοπής.  Αυτοί ασπάσθηκαν την δεξιάν του και τον καλωσόρισαν και άκουσαν  τους ευχαριστήριους λόγους του. Ακολούθησε η  αποβίβαση από το πλοίο και ο σχηματισμός πομπής  που κατευθύνθηκε στον  καθεδρικό ναό της Αγίας Τριάδος. Εκεί επίσημα τον υποδέχθηκε ο Λέσβιος Μ. Αρχιμανδρίτης Μεθόδιος Κουρκουλής μετά επίλεκτων κληρικών και  διεξήχθη η «κατά την τάξη» ενθρόνηση του Σεβ. Αθηναγόρα παρουσία και των αντιπροσώπων από τις μεγάλες και τις μικρές  πατριωτικές οργανώσεις και τον λαό εκ των 56 ενοριών της μεγαλουπόλεως της Νέας Υόρκης και η όλη τελετή  έκλεισε με τον χαιρετιστήριο  λόγο, την ευλογία και τα συγχαρητήρια των παραστάντων. Μεγάλη εντύπωση προξένησε η ομιλία ενθρονίσεως  του αρχιεπισκόπου στην οποία δήλωσε προς όλες  τις κατευθύνσεις το βασικό κατευθυντήριο μήνυμα: «ότι δεν ήλθε για να συνεχίσει την εσωτερική φυλετική τριβή και φθορά της ομογένειας, αλλά να «ενεργοποιήσει» την εκκλησιαστική παρακαταθήκη της μακράς κληρονομία του Γένους και να προσφέρει τις φωτεινές αρχές και ιδανικά του Ελληνισμού στον νέο κόσμο της Αμερικής». 1     Και αυτό το έδειξαν  από την αρχή  που     εγκαταστάθηκε στην περιοχή της «Αστόριας» της Νέας Υόρκης, όπου κτυπούσε  τότε η καρδιά της ομογένειας. Ξεκίνησε η διακονία του από το  προσωπικό προσευχητάριο του και συνεχίστηκε το καθημερινό πρόγραμμα του στο γραφείο του με την συνεργασία των  κληρικών και λαϊκών συνεργατών του  με τις ταπεινές ποιμαντικές οδηγίες του για την καλύτερη ανταπόκριση του έργου τους. Εκεί συνεδρίαζαν και τα μέλη του  «Μεικτού Συμβούλιου της Αρχιεπισκοπής» για να τον συνδράμουν στις πρωτοβουλίες της  αποστολικής δράσεως του και  να  εκφραστεί  όλος ο  δυναμισμός της ομογένειας που θα στερεώσει την εκκλησιαστική ζωή των ενοριτών στις παραδόσεις του Γένους μας. Ταυτόχρονα ως ο ποιμενάρχης δεν παρέλειπε να δίδει το προσωπικό παράδειγμα της συνεχούς παρουσίας του στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας και  χοροστατούσε στην θεία λατρεία στις  εγκύτερες ενορίες κατά τις κατανυκτικές  ακολουθίες στο διάστημα της Μ. Τεσσαρακοστής και της Μ. Εβδομάδας, ενώ  τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές ιερουργούσε και ομιλούσε στα αναγνώσματα εξαίροντας  πάντα  την αξία της εθνικής ενότητας και την συλλογικής ευθύνης της ομογένειας για την συντήρηση και την επαύξηση της αποστολικής δράσεως  της Αρχιεπισκοπής στην Αμερική.  Βασική επιδίωξη του Αθηναγόρα ήταν να καταλάβουν ὀλοι οι μετανάστες  ότι ο μόνος ιερός θεσμός που δένει και εκφράζει την ενεργητικότητα του Γένους μας  είναι η συντεταγμένη Εκκλησία εκ της οποίας απορρέει όλη η κρατούσα τάξη στην  Εκκλησία μας και όχι ο καιροσκοπισμός των αυτόκλητων σωτήρων που έρχονται και παρέρχονται.

            Τα σοβαρά ζητήματα της τοπικής Εκκλησίας  επιλύονται κατά την  «διαγνώμη» της Μητρός Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας  και οι λύσεις ανατίθεται στο καθήκον ευθύνης  του οικείου αρχιεπισκόπου που έχει γνώση και πείρα για να προλαμβάνει κάθε αταξία που ταράζει την κοινωνίαν της εν Χριστώ αδελφότητος. Η Εκκλησία είναι η «Μάνα του λαού του Θεού» αυτή μόνη μεταγγίζει στις καρδιές των «βαπτισμένων» παιδών της  τις αλήθειες της πίστεώς μας καθώς και τις  πολιτιστικές αξίες αιώνων στο Γένος μας.  Οι περισσότεροι μετανάστες έφθασαν στην Αμερική αναζητούντες λύσεις επιβιώσεως και απλά παραδοσιακά θρήσκευαν. Οι ενορίες που ίδρυσαν συνέστησαν τα ελληνικά σχολεία για να  μαθητεύσουν όταν έγιναν γονείς τα παιδιά τους  και να μορφωθούν  στην κατήχηση και στην ιστορία της πίστεως της πατρίδος γιατί:  « εκ παραδόσεως κάθε ενορία παροικίας των  Κοινοτήτων μας που  είναι ο στρατός παρεμβολής Κυρίου και γι’αυτό παραμένει ανεκτίμητη Τράπεζα θρησκευτικών και πολιτιστικών θησαυρών, αλλά είναι και θεραπευτήριον πολλών κοινωνικών αρρωστημάτων που  όταν αυτά  παραμελούνται  από το πλήρωμα της Εκκλησίας αποτελούν κάκιστο λάθος  εκ του οποίου προέκυψαν πολλά δεινά και κενά στονΕλληνισμό», όπως έγραψε σε εγκύκλιό του  ο αρχιεπίσκοπος  Αθηναγόρα. Οι μετανάστες δημιούργησαν τις  οργανώσεις της «ΑΧΕΠΑ» και της  «GAPA» και περί τις 50 άλλες πατριωτικές οργανώσεις οι οποίες  με τις ονομασίες που συνήθως δείχνουν και την καταγωγή των μελών τους και  όλοι συνάγουν πόρους για την ευώδωση των στόχων τους, ενώ η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία όπου στην ξενιτειά έχει ευκτήριους οίκους παραμένει «Εκκλησία των του Χριστού πενήτων»!  Εξ αυτού  και η Αρχιεπισκοπή Αμερικής,   που λειτουργεί τους δύο πυλώνες της Θρησκείας και της Παιδείας του Γένους μας, για να συνεχίσει να τους λειτουργεί μόνιμη  χρειάζεται τις εισφορές των μελών της, όπως πράττουν και οι ετερόδοξοι. Γι’ αυτό  πρέπει οι ορθόδοξοι συμπατριώτες πρέπει να εισφέρουν το αίσχατης αξίας  νόμισμα της Αμερικής του «μονοδολλαρίου»,  για την ετήσια σύνταξη του προϋπολογισμού της και κάθε ελληνορθόδοξος που συμπλήρωσε το 21ον έτος της ηλικίας του. Η ερανική αυτή εισφορά είναι αναβίωση της  «Λογία της Αγάπης» των αποστολικών χρόνων που στερεώνει την Ορθοδοξία εδώ στην Αμερική ως θεμελιακό  «καταστάλαγμα» γιατί αποτελεί ελάχιστη εισφορά των ξενιτευμένων τέκνων  της Μητρός Εκκλησίας προς το ιερό σύμβολο της ενότητος όλων των Ελλήνων. Η Αρχιεπισκοπή  των μεταναστών στην Αμερική είναι  η οικουμενική συνέχεια της αρχαίας Εκκλησίας που χειραγωγεί την ποίμνη  του Χριστού από  τον τόπο των Οικουμενικών Συνόδων μέχρι τα τέλη της ζωής μέσα στη αδελφική κοινωνίας των Ορθοδόξων. Οπουδήποτε και αν ευρίσκονται οι Έλληνες και δεν υπάρχει ελληνική κρατική εξουσία δεν είναι «ακέφαλοι» γιατί υπάρχει η Ελληνορθοδοξη εκκλησιά  που αναπληρώνει τα ελλείποντα και παραδίδει την κληρονομία της ορθοδόξου πίστεως στους ομογενείς  και στους διαδόχους τους.  Το φιλελεύθερο κλίμα της Αμερικής παρέσυρε μερικούς κληρικούς σε ελευθεριότητα που έπρεπε να τιθασευθεί και έτσι συστήθηκε το «Πνευματικόν Δικαστήριον» υπό την κανονική προεδρία του αρχιεπισκόπου. Οι κληρικοί που πλαισίωναν τότε τις ενορίες των μεταναστών δεν ήταν όλοι «με φόβον Θεού» και γνώστες της κανονικής τάξεως ως εκπαιδευμένοι σε Ιερατικές Σχολές  και προέβαιναν σε  παρ’ ενορίες ιεροπραξίες και σε πολλές  άλλες αταξίες. Τότε ο Αθηναγόρας καθόρισε τις θέσεις των Ιερέων για να αποφεύγονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ τους που φθείρουν το κύρος της ιερωσύνης. Εξ  αλλού οι εφημέριοι είναι υποχρεωμένοι να ασχολούνται και με τα πολύπλοκα  οικογενειακά  προβλήματα των ναυαγημένων γάμων και έπρεπε να έχουν και  νομοκανονικές γνώσεις για τα αποφεύγονται οι εντάσεις μεταξύ συγγενών.  

    Η πρώτη περιοδεία του αρχιεπισκόπου Αμερικής Αθηναγόρα στο Μοντρεάλ του Καναδά   του κατά το συνέδριο της GAPA το θέρος του1931

    Το 1931 ο αρχιεπίσκοπος   ίδρυσε την πολύτιμη «Φιλόπτωχη Αδελφότητα των Κυριών», η οποία του στάθηκε  και αρωγός στα μετά ταύτα μορφωτικά ιδρύματα της Αρχιεπισκοπής που ήταν:

    α) Η συσταθείσα  Ακαδημίας του Αγίου Βασιλείου, που εξελίχθηκε στην καλύτερη παιδαγωγική Ακαδημία μορφώσεως των νέων διδασκόντων στα σχολεία των παροικιών προς διάδοση στην Αμερική  του ελληνοποιού θησαυρού της  Παιδείας του Γένους μας.

    β)  Το συσταθέν Ιεροδιδασκαλείο  στο  Πόμφρεϋ (Pomfret), που διοικείται υπό Εφορίας και είναι τετραετές και οι σπουδαστές του ρασοφορούν  όπως εκείνοι της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.  Αυτό το ίδρυμα  δεν άργησε να εξελιχθεί στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού της Βοστώνης και με την συνδρομή βαθύπλουτων ομογενών μεταφέρθηκε το 1946 στο Brookline παρά την Βοστώνην.  Στα  14 πρώτα έτη της λειτουργίας της διατελούσε υπό την διεύθυνση του Κερκυραίου επισκόπου Αθηναγόρα Καββάδα και μετά από τα πέντε χρόνια λειτουργίας της (1938-1942)  απεφοίτησαν από αυτή 102 κληρικοί και 17 που συνέχισαν σε άλλες επιστήμες ως λαϊκοί. Οι βλαστοί της ομογένειας που ιερώθηκαν έδειξαν εξαιρετικό ποιμαντικό  ζήλο και σημαντική κοινονική δράση. 3   Η πνευματική προσφορά των διδασκόντων συναντήθηκε με την φιλομάθεια των σπουδαστών των  δύο αυτών καθιδρυμάτων και αυτά αναδείχθηκαν περίλαμπροι σταθμοί προόδου και καύχημα του Τύπου, των Κοινοτήτων και των ενοριών κατασταθέντες μάλιστα χρησιμότατοι συνεργάτες της αρχιερατείας του Αθηναγόρα στην Αμερική γιατί ανύψωσαν την εκκλησιαστική στάθμη του συνόλου  των κληρικών και των δασκάλων των ομογενών στις Η.Π.Α.4  Ο Αθηναγόρας με τους πολλούς κληρικούς και  λαϊκούς συνεργάτες που απέκτησε ύφανε στον εκκλησιαστικό αργαλειό το στημόνι της «βεβαίας εν Χριστώ  ελπίδας»  και  βοήθησε στην οικοδομή του σώματος της Εκκλησίας, ώστε να κρατηθεί  το Γένος μας ζωντανό και ελεύθερο και  να διασωθεί εν μέσω τόσων μυριάδων ιστορικών καταιγίδων,  που άλλοι αρχαίοι λαοί δεν άντεξαν και υποτάγηκαν στους ισχυρούς της κάθε εποχής και απορροφήθηκαν από   αλλότριες βαρβαρικές ορδές κατακτητών.   Σε κάθε ευκαιρία ομιλιών προς τους μετανάστες τους παροτρύνει να  αποκτήσουν ιδιόκτητους ναούς με ειδικό χώρο  Σκευοφυλακίου προς  διαφύλαξη  των «εν χρήσει» ιερών  σκευών και αμφίων της λατρείας  και των αρχείων και σφραγίδων της ενορίας  υπό την ευθύνη του εκάστοτε πρωθιερέα.  Παράλληλα θεωρούσε υποχρέωση των μεταναστών να αποκτήσουν και  στέγη συστάσεως   «Πνευματικού Κέντρου»  προς διεξαγωγή των κοινωνικών συναντήσεων των ομογενών και  για τις  πολιτιστικές  και εθνικές  εκδηλώσεις.  Οι ομογενείς δεν κατοικούν   μόνον στα αστικά κέντρα των Πολιτειών, αλλά ζούν και στα κράσπεδα των μεγαλουπόλεων μέσα σε μικροπαροικίες  κωμοπόλεων και σε αγροτικές περιοχές σε αγροκτήματα απομονωμένοι, ακόμη  και σε απομακρυσμένες παραλίες,  στερούμενοι κάθε επαφής  αλλους  μετανάστες. Μάλιστα αν τυχαίως έφθανε κάποιος έλληνας ιερέας στην περιοχή τους τότε: «οι ανακαλυπτόμενοι άγνωστοι χριστιανοί μας ανελύοντο σε δάκρυα, όχι τόσον γιατί πρώτην φοράν έβλεπαν ιερέα στην κατοικία τους και  έπεφταν στην αγκαλιά της  Εκκλησίας ύστερα από χρόνια  πικρού  χωρισμού στην ερημιά και στην πνευματική ορφάνεια της ξενητειάς». «Μέχρι το 1931 ουδέποτε υπήρξε  εθνική πρόνοια  για την επίσημη προξενική καταγραφή των Ελληνορθοδόξων μεταναστών» όταν μάλιστα οι μετανάστες στις Η.Π.Α. τότε ξεπερνούσαν τις 400 χιλιάδες»! Αυτό συνέβαινε ίσως γιατί πολλοί   έφθαναν στη Αμερική ως «λαθρομετανάστες» κρυπτόμενοι και καλυπτόμενοι από τους συμπατριώτες και επομένως υπό την μόνιμη καταδίωξη των αρμόδιων διωκτικών  αρχών. Πολλοί  ήταν προσκεκλημένοι επισκέπτες και άλλοι πάλι ήταν «ξέμπαρκοι» ναυτικοί μετακινούμενοι από τόπο σε τόπο  μέχρι να  αποκτήσουν κάποια άδεια παραμονής και άφοβα να παρουσιαστούν ως μέλη σωματείων ὴ ενοριών ώστε επίσημα καταχωρηθούν στις υπάρχουσες  Κοινότητες και Εκκλησίες για να αποκτήσουν ασυλία.  Οι εργατικότεροι κατέληγαν σε κάποιο δημιουργικό  επάγγελμα και  οι ευφυέστεροι  ξεκινούσαν  εμπορικές επιχειρήσεις. Οι πλέον  επιτήδειοι άνοιγαν τόπους εστιάσεως και πρόκοψαν. Πολλές οικογένειες  μπόρεσαν και μόρφωσαν τα παιδιά τους  που διέπρεψαν στις επιστήμες και στις τεχνολογίες και μάλιστα  έγιναν στελέχη δημόσιων λειτουργημάτων. Έτσι  έδειξε η ομογένεια ότι  πολλά μπορεί να προσφέρει από την  κληρονομία της  στο νέο κόσμο. Η Αρχιεπισκοπή ήδη  συναγείρει τις χιλιάδες του αμερικανικού λαού  τα «Θεοφάνεια» στον Τάρπον Σπρίγκς για να τελέσει  την κατ’ έτος κατάδυση του Τιμίου Σταυρού και επίσης κατά την ετήσια τελετή της  Παγκοσμίου «Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού» στο Ατλάνικ Σίτυ, αφού ο Σταυρός  «είναι το σύμβολο ισχύος της εν Χριστώ Αποκαλύψεως που πρέπει και να φωτίζει και να καθοδηγεί τα συμβαίντα στον κόσμο μας». 2

              Στα 18 χρόνια της ποιμαντορίας του Αθηναγόρα στην Αμερική διοργανώθηκαν τέσσερις μεγάλες «Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις» καιαμέτρητες «Τοπικές» συνάξεις για θέματα της ομογένειας. Η προετοιμασία και η διεξαγωγή τους εισκόμισαν τεράστιες γνώσεις και εμπειρίες για την κοινοτική και εκκλησιαστική ζωή καιθεωρήθηκε μέγας ομογενειακός  άθλος. Και τούτο διότι αυξήθηκε το επιτελείο της Εκκλησίας και επεκτάθηκε η διακονία της Αρχιεπισκοπης και χρειάσθηκε μεγαλύτερη  στέγη στο κέντρο της Νέας Υόρκης. Εξ αυτού  το «Μικτόν Κεντρικό Συμβούλιου» της προέβει στην αγορά μεγάρου στην λεωφόρο 10E  79 st. N.Y. Την Δευτέρα 2 Μαρτίου 1942 τελέσθηκε ο Αγιασμός σ’αυτήν την στέγη και εγκαταστάθηκαν εκεί τα γραφεία της στις 7-14 Απριλίου 1942 από την «Αστόρια» καθώς και η μόνιμη κατοικία του αρχιεπισκόπου. 5       

                Στο διάστημα του Μεσοπολέμου το «προσφυγικό πρόβλημα» και η μεγάλη «οικονομική  δυσπραγία», δυσκόλεψαν τη ζωή στην Παλαιά Ελλάδα και πολλοί εστράφηκαν στην αναζήτηση τύχης στην Αμερική κατι που επαύξησε την ποίμνη  της εκεί ομογένειας. Αυτό προκάλεσε το ενδιαφέρον του Οικουμενικού θρόνου και ο πατριάρχης Βασίλειος Γ΄ με την Ιερά Σύνοδό του αποστέλλουν την «Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο»  εγκρίσεως του «Καταστατικου» ιδρύσεως της «Ελληνικής  Αρχιεπισκοπής Αμερικής  Βορείου  και Νοτίου», που είναι ένα βαρυσήμαντο εκκλησιολογικό κείμενο 6   που μεταφυτεύει την νέα θυγατρική Εκκλησία εκ του θεσμικού ιερού κέντρου μας στον αμπελώνα των ελληνορθοδόξων μεταναστών της Αμερικης, βέβαια  απηλλαγμένην από τον «πολιτικό καισαροσκοπισμό» που επιβλήθηκε αρχικά  στο Νεοελληνικό κράτος το 1833 από τους διαφωτισμένους,  και νομοθετήθηκε από το 1852 στην ελλαδική Εκκλησία επί εβδομηκονταετία  μέχρι την οδυνηρή Μικρασιατική Καταστροφή!  Η εν Αμερική Εκκλησία διατελεί περίπου «αυτονόμως»  υπό την ανώτατη εκκλησιαστική εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αποτελείται  από  τεσσάρες περιφέριες (δ΄), την  Αρχιεπισκοπή  της  Νέας Υόρκης και τις επισκοπές στο Σικάγο, στην Βοστώνη και στον Άγιο Φραγκίσκο που ποιμαίνονται από 4 βοηθούς επισκόπους.   Με σχετικά άρθρα εξαίρεται η αρχή των «ομοθυμαδόν», δηλαδή των  ομόψυχων και ομόφωνων αποφάσεων στις  Γενικές Συνελεύσεις των Αντιπροσώπων του Κλήρου και του Λαού,(ιγ΄- ιδ΄), καθώς και το έργο τους (ιστ΄). Επίσης  καθιερώνονται δύο ακόμη  βοηθητικές διακονίες στον σρχιεπίσκοπο 1) η του «Μικτού Συμβουλίου» (κα΄) και 2) εκείνη  του «Πευματικού Δικαστηρίου» (ι΄). Έτσι  μέσα στο σύνολο αυτό των 28 άρθρων του «Κανονισμού»  θεμελιώνεται υπό της «Μητρός Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας» η  εκκλησιολογική  υποδομή της εν Αμερική Εκκλησίας. 7  

                Λόγω των πολεμικών γεγονότων του Β΄  Παγκοσμίου Πολέμου και της εμπλοκής σε αυτόν των Η.Π.Α. με την Ιαπωνία, σημαντική θεωρείται η                    «Η΄ Γενική Εκκλ.Συνέλευση» που συνήλθε στην Πεννσυλβάνια των Η.Π.Α. . Και τούτο  διότι  από το 1941 η Ελλάδα διατελούσε υπό την κατοχή των Ναζί.  Εξ αυτού κλήθηκαν να παραστούν σε αυτήν ο τότε βασιλεύς Γεώργιος  Β΄ και ο πρωθυπουργός του Εμ. Τσουδερός εξ Αιγύπτου που βρισκόταν τότε η εξόριστη Ελληνική  σε Κληρικολαϊκή «Εθνοσυνέλευση» των Ελλήνων στην ανατολική πλευρά των Η.Π.Α. όπου και η  ελληνογενής ονομασία της Φιλαδέφειας από τις 3 μέχρι 10  Μαΐου 1942! Η μελέτη των πορισμάτων αυτής της Συνελεύσεως δείχνει το ζωηρό ενδιαφέρον των συνελθόντων για το μέλλον της Ορθοδόξου  Νεότητος  με την σύστατη Ταμείου υποτροφιών για τους φιλοπρόοδους και άπορους νέους καθώς και θερινών κατασκηνώσεων  και αθλητικών  τμημάτων σε όλες  τις Κοινότητες μικτού χαρακτήρα εξ  αρρένων και θυλέων, όπως συμβαίνει με τις χορωδίες στους λαούς.  Επίσης διατυπώνεται η μεγάλη ανάγκη η «Φιλανθρωπική Αδελφότητα της Αρχιεπισκοπής»  να ενισχυθεί για να απόκτησει «Ορφανοτροφείο» για τα ορφανά παιδιά της ομογένειας, που συνήθως καταλήγουν σε διάφορα ξένα ιδρύματα και τελικά  αφομοιώνονται.  Μεγάλο ενδιαφέρον εκδηλώθηκε   για την  προστασία των απόμαχων κλητικών της Αρχιεπισκοπής με την  σύσταση του Ταμείου Συντάξεών τους,  ώστε να τιμώνται με σεβασμό οι εύορκα διατελέσαντες  λευΐτες  του θυσιαστηρίου. Επίσης μεγάλο είναι το  ενδιαφέρον και για την σύσταση στις διάφορες  επαρχίες  ορθοδόξων Ραδιοφωνικών εκπομπών και για την εκτύπωση και η διανομή της Αγίας Γραφής στις ελληνικές οικογένειες ώστε να αμύνονται στις αντορθόδοξες  προπαγανδες. Εξ αιτίας μάλιστα ότι σε πολλά Στρατόπεδα τα παιδιά της ομογένειας χρειάζονται ιερείς,  λαμβάνεται πρόνοια εκπαιδεύσεως και αποστολής αυτών,   καθώς  και η διάθεση  ιερέως  και  στις φυλακές του Σίγκ-Σίγκ, όπου το 1942  υπήρχαν  25 ομογενείς που εκτίουν τις ποινές τους!  

                 Κατά τον  αρχιεπίσκοπο  Αθηναγόρα για όλα τα ανωτέρω αποτελούν δείγματα  της «ζώσης εν Χριστώ  Εκκλησίας» και προσθέτει   : «τα έργα αυτά της ομογένειας  αποτελούν  την ένδοξη διακοίνωση της ζωής του Ελληνισμού στην Αμερική ». Και συνεχίζει: «Τα μεγάλα έργα που κάνετε δεμένοι με την Εκκλησία και το Πατριαρχείο μας μεταγγίζουν  την παραδοσιακότητα στα ήθη και έθιμα της Ορθοδοξίας  ότι η ομογένεια  της Αμερικής δεν είναι ξένη προς τα εν Ελλάδι συμβάντα το 1940, γιατί ήδη γνωρίζει ποίοι κρυφτικαν για τον   τορπιλισμό στις 15/8/1940 της « Έλλης» και τι έγινε μετά την  28η  Οκτωβρίου 1940  και γι’αυτό τίμησε για πρώτη φορά το 1941και την εορτή  αυτή στην Ν.Υόρκη!    8

    Ο  Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Αθηναγόρας με τους  συνεργάτες του στην Αρχιεπισκοπή το 1948.
    1. Αυτό συνήγειρε απ’αρχής την δημοφιλία στην ομογένεια για τον αρχιεπίσκοπο  Αθηναγόρα αλλά αυτή επεκτάθηκε και σε μικρότερης ορθόδοξης καταβολής μετανάστες  και έφθασε μέχρι και σε άλλους Βαλκάνιους,  μηδέ εξαιρούμενων ακόμη και τους  τουρκογενείς Ιωαννίτες συμπατριώτες του, κάτι που έμαθε από την αρχή της σταδιοδρομίας του στο Μοναστήρι της άνω Μακεδονίας.
    2. Ιουστίνος φιλόσοφος και μάρτυρας. Migne P.G. τ. 6. στ. ιδ΄-ιε΄.
    3. Πρώτος ελληνοαμερικανός απόφοιτος της Θεολ. Σχολής του Σταυρού που χειροτονήθηκε

     διάκονος στον Άγιο Γεώργιο του Sprihgfield της Mass. από τον Σχολάρχη του ήταν ο καταγόμενος εκ Μεσσηνίας Γεώργιος Παπαδέας. Περ. «Ορθοδοξος Παρατηρητής»175/15-5-1942

    Loading

    Η ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ   ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ-Α ΜΕΡΟΣ

    Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο Αριστείδης Πανώτης εμπρός στην Θεολογική Σχολή Χάλκης. Την φωτογραφία τράβηξε το 1969 ο διερχόμενος από εκεί Αρχιμανδρίτης Βαρθολομαίος Αρχοντώνης και αμέσως ο άρχοντας ανταπέδωσε την ευγένειά του με φωτογράφηση του πλησίον του Πατριάρχη Αθηναγόρα και του την πρόσφερε κατά την εκλογήν του το 1991.

                     Μιά προσωπικότητα  που δεν χάνει τίποτα από την ακτινοβολία της και μετά την πεντηκοντατηρίδα από της  εκδημίας  της, αλλά όσο απομακρύνεται στην αιωνιότητα τόσο αναγνωρίζεται  η συμβολή της στην Ιστορία και μάλιστα  καλύτερα σκιαγραφούνται  οι χαρισματικές διαστάσεις της μορφής της πρέπει να κατατίθεται η μαρτυρία της ζωής τους για να  παραδειγματίζουν τις γενεές όσων  πραγματικά θέλουν να  αναδειχθούν άξιοι μνήμης  από στην Εκκλησία. Εκείνοι μάλιστα  που μαθήτευσαν παρά τους πόδας κάποιου σύγχρονου Γαμαλιήλ, έχουν υποχρέωση  να καταγράψουν  το πέρασμά του  από την εκκλησιαστική ζωή για να φρονηματίζουν πάντα τους νεοτέρους και να ασφαλίζουν το μέλλον τους από κάθε υποκόσμια απειλή .    

           Ο Αριστοκλής Σπύρου που πέρασε στην Ιστορία ως ο «Πατριάρχης Αθηναγόρας» κατάγεται από την σημαντική ηπειρωτική οικογένεια «Κοκκίνου» και  ήταν γιός του ιατρού Ματθαίοου Σπύρου και μητέρα την  Ελένη Μόκορου από την Κόνιτσα και γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου το 1886 στο σημερινό «Βασιλικό» του άνω Δήμου Πωγωνίου του νομού Ιωαννίνων. Στά  12 του χρόνια προσβάλλεται από την μόλυνση του τύφου, που εξελίσσεται μέσα στην οικογένειά του  σε τραγωδία με συνέπεια την απώλεια μητέρα του.   Η  θεοσεβή γιαγιά του Ειρήνη Μόκορου αναλαμβάνει την μητρική αγκάλη στην Κόνιτσα και μεταγγίζεται στην καρδία του Αριστοκλή ότι μητέρα των ορφανών είναι η Παναγιά και μάλλον του μεταδίδει την κλήση προς τα «ιερά πράγματα» που τότε πρόσεξε ο τοπικός μητροπολίτης  Βελλάς και Κονίτσης  Κωνσταντίνος Καρατζόπουλος 1, ο οποίος  και ανέλαβε την προστασία του και συνέστησε  το 1907 την εισοδό του Αριστοκλή στην Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης. Εκεί τα τρία τελευταία χρόνια των σπουδών του  σχολάρχευε ο Γερμανός Στρηνόπουλος (1907-1922), με τον οποίο έκτοτε  συνδεόταν στένα στην ζωή του ο Αθηναγόρας.   Στην Μονή της Αγίας Τριάδος στη νήσο Χάλκη η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως λειτουργούσε από τα μέσα του 19ου  αιώνα την Θεολογική Σχολή της μέχρι τα μέσα του 20ου  αιώνα προς ανάσχεση πάσης έξωθεν επιθετικής δοκισισοφίας και ορθόδοξη συνεκπαίδευε των μελλόντων στελεχών της από την Ελλάδα, την Σερβία, την Συρία, την Κύπρο, την Αλβανία για αναπλήρωση  των αναγκών  σε κληρικούς και θεολόγους των Ορθοδόξων  Εκκλησιών. Η Σχολή αυτή εξελίχθηκε σε έγκυρη «Πανορθόδοξη Ακαδημία» υπηρετούσα την Ορθόδοξη διακονία του Θρόνου στην Οικουμένη με διδάσκοντες ολκής ιεράρχες και λαϊκούς ακαδημαϊκούς που διέπρεψαν σε Μητροπόλεις και σε έδρες στην Ελλάδα, όπως ήταν ο Ίμβριος μητροπολίτης  Σερρών Απόστολος Χριστοδούλου και ο Χρήστος Ανδρουτσος κ.α. Ο Αριστοκλής κατέστησε εκεί την Θεολογία βίωμα της ζωής του με ισόβια αφιέρωση στη διακονία της Εκκλησίας. Το 1910 κατατάχθηκε στους αποφοίτους της  με το θέμα της διατριβής: «Περί της εκλογής πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως από του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι της Ἁλώσεως», που είναι  ενδεικτική  της ιστορικής φιλομαθείας του περί του ιεροῦ θεσμού της ευσεβείας μας και ότι δεν αποτελεί νεανική  «προσδοκία» μεγαλομανούς οιηματία.  Τον τελευταίο χρόνον των σπουδών του  δολοφονείται ο πατέρας  του προασπιζόμενος  την ελευθερία των βορειόθεν Ελλήνων και εξ αυτού καταφεύγει για την στήριξη  του στον τότε Μ. Πρωτοσύγκέλλο Αθηναγόρα Ελευθερίου, που παίρνει και το όνομά του  όταν χειροτονείται διάκονος από τον μητροπολίτη Ελασσώνος Πολύκαρπο Βαρβάκη και έκτοτε δείχνει την αφιέρωσή του χωρίς ποτέ στην σταδιοδρομία του να αποβάλει το ράσο στη ζωή του, ούτε για συνέδρια στην Ευρώπη, ούτε και στην Αμερική.

                    Η πρώτη  διακονία που του ανατέθηκε  ηταν  στην Μητρόπολη Πελαγονίας, που τότε εδρεύει στην πόλη του  «Μοναστηρίου» που  απέχει μόνον 26 χιλιόμετρα από την Φλώρινα. Όταν αυτή τη πόλη την περιέσφιξε το σλαβικο γένος των Σέρβων την κάλεσαν Βιτώλια. 2 Στην εκεί  Μητρόπολη  της Πελαγονίας το Φανάρι είχε τότε αποστείλει ως μητροπολίτη τον Στέφανο Δανιηλίδη και όταν αυτός σε λίγο   μετατέθηκε στην πατρίδα του τη Λήμνο, τον διαδέχθηκε ο Χρυσόστομος Καβουρίδης ο οποίος προήγαγε ως θεολόγο τον Αθηναγόρα  σε αρχιδιάκονον και του ανέθεσε  τα καθήκοντα της γραμματείας της Μητροπόλεως και τότε έμαθε την δακτυλογραφία με «γραφομηχανή» και ανέθεσε τις δημόσιες σχέσεις με τις πολυπληθείς βαλκανικές εθνότητες της περιοχής και του ανετέθηκαν και τα καθήκοντα  του καθηγητή των θρησκευτικών  στην  «Ελληνική  Αστική Σχολή» και ακόμη υπό του Ελληνικού Προξενείου του επόπτης όλων των ελληνικών σχολείων της Βόρειας Μακεδονίας.  Παράλληλα με την εκκλησιαστική και εθνική προσφορά του εκεί τελειοποίησε με Γάλλο Λαζαριστή μοναχό την γαλλική  γλωσσομάθειά του.  Η διακονία του εκεί επί επταετία του άφησε  πολύτιμη εμπειριά μέχρι που μια  ομάδα  Γάλλων αξιωματικόν διαπίστωσε το βασιλόφρων φρόνημα του   μητροπολίτη Χρυσόστομου και το γνωστοποίησε στην φίλης των «Συμμάχων»  κυβέρνηση της «Εθνικής Αμήνης» και όταν  μετέβη ο μητροπολίτης με τον αρχιδιάκονό του στην Θεσσαλονίκη  συνελήφθηκαν  και φυλακίστηκαν αμφότεροι και τελικά  εκτοπίστηκαν στο Άγιον Όρος.

      Εκεί ο Αθηναγόρας με οδηγόν τον ιερομόναχο Παύλο τον Λαυριώτη επισκέπτεται μονές και κελλιά και όντας  αφάνταστα φιλομαθής συναντάται με θεοφώτιστους Αγιορείτες Πατέρες  της εκεί  πολυεθνικής ορθοδόξου κοινωνίας και εξ αυτού παραμένει θαυμαστής της αγίας ζωής των αφιερωμένων στο ιδεώδες της «Ιεράς Ησυχίας». Όμως την Αγιορειτική   μαθητεία του διέκοψε ένα μήνυμα από τον παλαιόν ομογάλακτό του στη Χάλκη που ήταν από την Ἰμβρο τον  Παναγιώτη Δημητριάδη ότι  ο νέος μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης ζητούσε για προσωπικό γραμματέα του γλωσσομαθή  Θεολόγον κληρικό,  γνώστη της «γραφομηχανής» και ο Πάνος που συνδεόταν μαζί του πρότεινε ως έμπειρον τον αρχιδιάκονο Αθηναγόρα. Έτσι ο  Μελέτιος τον προσκάλεσε στο «Κλεινόν Άστυ» και επί μία διετία αυτός μαθητεύει  πλησίον του πολυειδήμονα Κρήτα ιεράρχη, την αξία του οποίου είχε ήδη επισημάνει  η Ελληνική Κυβέρνηση σε δύο τότε κρίσιμα εκκλησιαστικά και εθνικά προβλήματα, όπως στην διευθέτηση της ενδοκυπριακής έριδας για την αρχιεπισκοπία της  Λευκωσίας στην Κύπρο και στην επίλυση του Αγιορειτικού ζητήματος, που τότε απειλείτο από τον Ρωσικό Τσαρισμό με πλήρη «Διεθνοποίηση»! Ο Αριστοκλής  όταν μαθήτευε στην Χάλκη είχε εντρυφήση  στο ανακαινιστικό φρόνημα του πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ και τώρα είχε την ευκαιρία   να ζήσει κοντά σε προσωπικότητα δοκιμασμένη στον εκκλησιαστικό στίβο στα Ιεροσόλυμα, στη Δαμασκό, στην Αλεξάνδρεια, στη Κύπρο και στον Άθωνα και κοντά στον πολυτάλαντο Μελέτιο συνετελέστηκε η  «εκκλησιαστική του ωρίμανση»και εξ επιρροής του άρχισε την μαθήτευση στην αγγλική γλώσσα.  Στην Αθήνα ο αρχιδιάκονος λειτουργούσε στην ενορία της Αγίας Αικατερίνης της Πλάκας κοντά στον ρέκτη παπα-Μάρκο Τσακτάνη και σχετίστηκε με τους κύκλους των ευσεβών  οικογενειών που συνεργαζόταν  όπως π.χ. ήταν η οικογένεια  Ζολώτα και  με τον π. Άγγελο Νησιώτη και τον π. Ευσέβιο Ματθόπουλου  και στον Πειραιά με τον  π. Γεώργιο Μακρή κ.ά. Πάντα κρατούσε τις ισορροπίες στις μεγάλες τότε πολιτικές αντιθέσεις  και κατα οδυνηρά συμβάντα μετά τις Νοεμβριανές εκλογές του 1920 αυτό εκτιμήθηκε και από τον επανελθόντα στην Μητρόπολη Αθηνών Θεόκλητον Μηνόπουλο και παρά την εχθρότητα των βασιλόφρονων κληρικών κράτησε τον Αθηναγόρα στην διοίκηση της Μητροπόλεως Αθηνών μέχρι που συντελέστηκε η Μικρασιατική Καταστροφή !

            Για να συνδράμει ο Κλήρος των Αθηνών  τις συνέπειες της «Εξόδου» στην Παλαιά Ελλάδα των Μικρασιατών Ελλήνων συνεστήθη η  «Παγκληρική Ένωση», με Πρόεδρο τον αρχιμ. Δαμασκηνό Παπανδρέου και Γενικό Γραμματέα τον αρχιδιάκονον Αθηναγόρα Σπύρου που συνεργάστηκε με την προελθούσα από την Επανάσταση ελληνική κυβέρνηση που ζήτησε τότε την κανονική παρέμβαση του τότε Οικουμενικού Πατριάρχου Μελετίου Δ΄, προς αποκατάσταση της τρωθείσης στην Ελλάδα  από τον «Εθνικόν Διχασμόν» κανονικής εκκλησιαστικής Τάξεως από τους αντικανονικά διοικούντες την τοπική Εκκλησία αρχιερείς.   Μετά από αιτηθείσα άδεια από το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, που αποτελεί το θεσμικόν κέντρον της εν Ελλάδι Εκκλησίας  :«ήρθη το αξιοκατάκριτο και αντικανονικόν της παρεμβάσεως της κοσμικής εξουσίας  στα της Εκκλησίας» (νόμος Σ΄ και Σα΄ του 1852 βλέπε Α.Π. «Συνοδικόν» τ. Β΄ σσ. 99-119) και ανέλαβε «κατ’ Οικονομίαν»  η Κυβέρνηση της Επαναστάσεως του 1922, είτε η πρώτη υπό τον Σωτήριο Κροκιδά,  είτε  η διάδοχος κυβέρνηση υπό τον συνταγματάρχη Στυλιανό Γονατά  την ευθύνη  της πληρώσεως με ιεράρχες  των εν Ελλάδι χηρευουσών οκτώ Μητροπόλεων τον Δεκέμβριον του 1922 και εξ αυτού καταστάθηκε μητροπολίτης Κερκύρας ο Ἠπειρώτης Αθηναγόρας Σπύρου. 3 

     Σε πολύ δύσκολη ιστορική στιγμή έφθασε στην Κέρκυρα ο νέος Μητροπολίτης.  Η πρώτη παρουσία του  στην Κέρκυρα ήταν μια έκφραση δυναμικής και ασυνήθιστης  ποιμαντορίας εκφράζουσα στο νησί εκείνα που  έμαθε κατά τη θητεία του στο Μοναστήρι και την παραμονή του στην Αθήνα κοντά στον Μελέτιο.  Εκεί διδάχθηκε πόσο ανακαινισμένη πρέπει να είναι η μαρτυρία της Εκκλησίας  μετά  τα οδυνηρά συμβάντα της τραγικής συρρικνώσεως του Γένους  κατά  την μεταπολεμική εποχή.  Συγκεντρώνει  το ενδιαφέρον του  να φέρει την νεολαία κοντά στον Χριστό και για να πληροφορήσει  το έργο της Εκκλησίας στον λαό του Θεού. Και όπως ο   ο Μελέτιος στην Κύπρο συνέστησε τον «Ἐκκλησιαστικό Κήρυκα» καὶ στην Αθήνα το 1919  την  «Διδαχὴν» (1919) 4 ἐτσι και  ο Κερκύρας Αθηναγόρας συνέστησε το περιοδικό «΄Αγιος Σπυρίδωνας» όχι μόνον για να  μαθαίνεται  η θρησκευτική ζωή  της Κερκυραϊκής κοινωνίας ,  αλλά και να στηρίζονται  τα πρέποντα στην τοπική Εκκλησία, όπως ήταν η επιστροφή του σεπτού λειψάνου του Αγίου Σπυρίδωνος που ήταν τότε ιδιοκτησία παλαιάς οικογένειας της Κέρκυρας. Στο πρόσωπο του Αθηναγόρα βρήκε ο Αθηνών Χρυσόστομος  και τον γλωσσομαθή ιεράρχη που ήταν ἀξιος να αντιπροσωπεύσει την Εκκλησία της Ελλάδος σε διεθνη συνέδρια, όπως ήταν το 1925 το συνέδριο της «Χ.Α.Ν.» στο Ελσίνσκυ της Φιλλανδίας, όπου  συνάντησε και τον άλλοτε Σχολάρχη του τότε μητροπολίτη Θυατείρων Γερμανό Στρινόπουλο, ο οποίος  τον συνέδεσε με τους κύκλους των πρώτων «Ευρωπαίων Οικουμενιστών».    

          Τα τραγικά πολιτειακά συμβαίνοντα από το 1917 στην Ρωσία ανάβασαν σε ύψη την αθεϊστική επιθετικότητα στη Θρησκεία και κατ’ επέκταση στην Ορθδοξη εκεί αυτοκρατορική Εκκλησία.   Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Φώτιος Β΄ για να αποδείξει την ζωτικότητα και την ενότητα της Ορθοδοξίας  και  συγκαλεί την από μακρού προσδοκόμενη διορθόδοξη σύναξη για να συνταχθεί ο «Κατάλογος των προς συζήτηση εκκλησιαστικών θεμάτων» στην μέλλουσα να συνέλθει «Διορθόδοξη Προσύνοδο». Η Διάσκεψη αυτή γίνεται στην Αθωνίτικη Μονή Βατοπαιδίου προκειμένου να επανατονιστεί η Πανορθόδοξη ενότητα των Ορθοδόξων που παραστέκει σε κάθε δοκιμαζόμενο λαό. Ο μητροπολίτης Αθηναγόρας εκπροσωπεί την εν Ελλάδι Έκκλησία  και ο ομογάλακτός του ιεράρχης Τιμοκίου Αιμιλιανός την Εκκλησία της Σερβίας καθὠς  και ο άγιος μητροπολίτης Αχρίδος Νικόλαος Βελιμίροβιτς και  ο εν Αθήναις Αποκρισιάριος του Πατριάρχου Φωτίου Β΄ μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος Φιλιππίδης και κατά τον Μέγα Αθανάσο «ούς η χάρις συνήψεν, ου διέστησε ο τόπος». Τότε ο Χρύσανθος γνωρίζει από κοντά τον ένθερμο ιεραποστολικό ζήλο και το οργανωτικό σθένος του πρός καταλλαγή του «αλληλοσπαρασόμενου» απόδημου Ελληνισμού  της Αμερικής. Το Φανάρι από τον Τύπο  γνωρίζει  τα εκ του διωγμού της Εκκλησίας στη Ρωσία προερχόμενα  κύματα των ορθοδόξων μεταναστών που κατέπλεαν στην Νέα Υόρκη και αυτοί προστέθηκαν  στους  «τσαρικούς» ορθόδοξους  πού πολιτεύονται εκεί συνιστώντες αυτοδιοίκητες τοπικές ορθόδοξες Εκκλησίες στις Η.Π.Α. από σλαβογενείς και αραβόφωνους Ορθοδόξους χριστιανούς.  Στις συζητήσεις   μεταξύ Χρυσάνθου και Αθηναγόρα διαπίστωσε η σοβαρότητα της εκεί κακοδαιμονίας που μεταφυτεύθηκε από  «Εθνικό Διχασμὀ» καθώςκαιη έλλειψη διορθοδόξου κοινωνίας από μη γνωρίζοντες  την πάγια τάση της Μόσχας από τον 18ον  αιώνα  να εκρωσίσει όλα τα ορθόδοξα έθνη   που  περιλαμβάνει η επικράτειά της κατά  την αίρεση του «Εθνοφυλετισμού». Στην Διάσκεψη του Βατοπαιδίου ο  Τραπεζούντος  Χρύσανθος εκτίμησε δεόντως την συγκρότηση του Αθηναγόρα  τόσον εκ της   επταετούς  θητεία του στο πολυεθνικό ορθόδοξο λαό  του Μοναστηρίου, όσον και την επίσης επταετή ποιμαντική επιτυχία του  στην Κέρκυρα , καθώς και την δίχρονη διοικητική του πείρα στην Αθήνα και εισηγήθηκε  τις προτάσεις του στην κρίση του πατριάρχου Φωτίου Β΄ και της Ιεράς Συνόδου του και συνοδικά αποφασίστηκε η πλήρης αλλαγή της καταστάσεως στην Αρχιεπισκοπή Αμερικής χάρη του μέλλοντος της ομογένειας στον Νέο Κόσμο της Αμερικής.  Έτσι τέθηκε στην  διαθεσιμότητα της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ο Αμερικής  Αλέξανδρος Δήμογλου και οι δύο  βοηθοί του επίσκοποι, ο Ιωακείμ Αλεξόπουλος και ο Φιλάρετος Ιωαννίδης προκειμένου  να αξιοποιηθούν  σε  Μητροπόλεις της ελλαδικής επικράτειας.5

               Στις 12 Αυγούστου του 1930: «Οι αποτελούντες Αρχιερείς την  Ιερά Σύνοδο, μετά την γενομένην συνοδικώς πρόταση τριών υποψηφίων των μάλλον κατάλληλων εις τούτο, ήτοι τον πανιερώτατον Μητροπολίτην Κερκύρας και Παξων  κ.  Αθηναγόραν, Σερρών κ. Κωνσταντίνον και Σάμου κ. Ειρηναίον, κατελθόντες εν τω πανσέπτω Πατριαρχικώ ναώ του Αγίου Ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, προτροπή και αδεία του Παναγιωτάτου και σεβασμιωτάτου ημών Αυθέντου και Δεσπότου, του Οικουμενικού Πατριάρχου, κ.κ. Φωτίου , και ψήφους  κανονικάς  προβαλόμενοιτη επικλήσει του Παναγίου Πνεύματος, εἰς εκλογήν και ανάδειξιν του αξίου εκ των τεθέντων  τριών υποψηφίας προσώπου , προεκρίναμεν τον πανιερώτατον Μητρτοπολίτην Κερκύρας και Παξών κ. Αθηναγόραν,  Εφ’ω και εις διηνεκή ένδειξιν και μόνιμον παράστασιν  κατεστρώθη τα ονόματα αυτών εν τω κώδικι της Αγίας του Χριστού  Μεγάλης Εκκλησίας. Εν τη σωτηρίω (α@λ΄) 1930 κατά μήνα Αύγουστον (ιβ), Επινεμήσεως ΙΓ΄:  + ο Κυζίκου Καλλίνικος,+ ο Νικαίας Βενιαμίν, + ο Χαλκηδόνος Αγαθάγγελος, + ο ΔέρκωνΑμβρόσιος, +  ο Προύσης Νικόδημος, + ο Ηλιουπόλεως Γεννάδιος, + ο Ιμβρου και Τενέδου Ιάκωβος, + ο Θεοδωρουπόλεως Λεόντιος  + ο Χριστουπόλεως   Μελέτιος, + ο Μύρων Πολύκαρπος και  + ο Λαοδικείας Δωρόθεος.»            

    Κώδικας Α΄β΄2, σελ 110 της 12 Αυγούστου 1930

                          

                               Η ανάθεση της Αρχιεπισκοπής Αμερικής στον από Κερκύρας Αθηναγόρα ο οποίος είχε τα εχέγγυα διαποιμάνσεως  των σκορπισμένων Ελληνορθόδοξων μεταναστών κατά τις ορθόδοξες παραδόσεις στις τότε 50 «Ηνωμένες Πολιτείες» της Βόρειας Αμερικής    προϋποθέτει  πολλά άνωθεν χαρίσματα και μεγάλη αγωνιστική αντοχή για να αποδώσουν. Το άπλωμα αυτό της  σαγήνης στο τρίτο σε μέγεθος κράτος της γης, από τον Ατλαντικό μέχρι τον Ερηνικό Ωκεανό και από τον Καναδά μέχρι την Αργεντινή ήταν αποστολικός άθλος για να συνενώσει την διασπορά των  ελληνορθόδοξων   μεταναστών ώστε να μην  αλλοτριωθούν στην αχανή  χώρα από τους εραστές της ανεξιθρησκείαςπου να τους  αφομοιωθούν σε διάφορες θρησκευτικές δοξασίες και χριστιανικούς κλάδους. Ο Αμερικής Αθηναγόρας στήριξε  με την απέρριτη  ζωή και έντιμη πολιτείας του την επιτυχία της διακονίας του κατά την δεκαοκταετή (18) διακονία του στις Η.Π.Α. και τον Καναδά.  Η σεπτή κορυφή της ευσεβείας μας ο άγιος Πατριάρχης Φώτιος Β΄  και οι τότε  επιφανείς συνοδικοί ιεράρχες του Θρόνου δώρησαν στην ομογένεια την ενότητα για να  διαιωνίζεται και τα μέλη της να ανέρχονται σε ύπατα  αξιώματα ώστε  να μεγαλύνεται το ιστορικό και ευσεβές Γένος μας.   

                  Μετά την εκλογή του ο Αθηναγόρας παραμένει επί εξάμηνο στην Αθήνα μέχρι να ολοκληρωθεί στις 6 Νοεμβρίου 1930 η εκλογή υπό της Ιεράς Συνόδου των Αθηνών των από τις Η.Π.Α. ιεραρχών, στην Κερκύρα του Αλέξανδρου Δήμογλου, του Ιωακείμ Αλεξόπουλου στην  Φωκίδα και του Φιλάρετου Ιωαννίδη στη Σύρο. Κατά τον αποχαιρετισμό από  την Μητρόπολη Κερκύρας του Αθηναγόρα συνέβησαν συγκινητικές  εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης του Κερκυραϊκού κλήρου και του λαού για το συντελεσθέν εκεί επί επταετία μεγάλο ποιμαντικό έργο του και επί χρόνια οι Κερκυραίοι τον ενθυμούντο με εόρτια γράμματα στις γιορτές. Τον Οκτώβριο επέστρεψε  στην Αθήνα  προκειμένου να προετοιμάσει την μετάβαση του στην νέα εκκλησιαστική επαρχία του και επεσκέφθηκε τον πρεσβευτή των Η.Π.Α. και την έδρα της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής και την Γεννάδειο Βιβλιοθήκη,  καθώς και το Αμερικανικό Κολλέγιο και τις εν Αθήναις Αντιπροσωπείες των ελληνοαμερικανικών οργανώσεων, όπως ήταν π.χ. η ΑΧΕΠΑ. Επίσης είχε συναντήσεις και συσκέψεις σε Υπουργεία για το «Μεταναστευτικό πρόβλημα» των Ελληνορθοδόξων προς τις Ηνωμένες  Πολιτείες  προς στήριξη  των πολυμελών οικογενειών τους στην πατρίδα κ.ά.  

              Τα περιγραφόμενα γεγονότα απέδειξαν ότι: «Πολλοί είναι οι κλητοί της Ιστορίας, όμως ελάχιστοι παραμένουν  οι εκλεκτοί» (Ματθ. κβ΄14) των οποίων η μνήμη  παραμένει ζωντανή και μετά  μισό  αιώνα από την εκδημία τους , όπως είναι η μνήμη του Αμερικής Αθηναγόρα Σπύρου -Α.Π.

    Ο Αμερικής Αθηγαγόρας κατά την επίσκεψή του τον Οκτώβριο του 1930 στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκης συνοδευόμενος από τον Λαυριώτη π. Παύλο.

    1. Πρόκειται για τον από  Δέρκων Πατριάρχη που το 1925  εκθρόνισαν οι Τούρκοι

      μετὰ πατριαρχία 45 ημερών στην Ελλάδα.

          των αποδήμων  με αποστολή στην Αμερική του άλλοτε προέδρου της «Παγκληρικής Ενώσεως»

           μητροπολίτη Κορίνθου Δαμασκηνού Παπανδρέου, ο οποίος όμως για τους λόγους του

           ενδιαφερόταν για την «προεδρική» Μητρόπολη Αθηνών και την γενικήν εκτίμηση που

    Loading

    Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ ΣΤΥΛΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

    Ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Βασίλειος Γ΄ και ο Πατριάρχης Βουκουρεστίου Μύρων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο (Μάϊος 1927)

    Οι ρίζες της συστάσεως της Εκκλησίες στη χώρα της σημερινής Ρουμανίας πρέπει να αναζητηθούν στην Ανατολή και στη Δύση. Στις δυτικές Παραδουνάβιες ακτές υπήρχαν διάφοροι αποικισμοί με αρχαιότατο ελληνικό στοιχείο ζυμωμένο με τους βόρειους Θράκες που συνδέονται με τους Γέτες και Ροξολάνους της κάτω Μοισίας. Σύμφωνα με την παράδοση η πλευρά αυτή του Εύξεινου Πόντο ήταν ποιο ευνοϊκή προς διάπλευση εκ Βοσπόρου υπό του Πρωτόκλητου Ανδρέα που ευαγγελίστηκε την προς βορρά πίστη του Ιησού Χριστού. Η δεύτερη πηγή σποράς των ευαγγελικών αληθειών προήλθε από τις μακρότατες σχέσεις των επαρχιών της Δακίας, Μολδαυίας, Βλαχίας με το τότε κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ακόμη και οι διεξαχθείσες εκεί πολλές πολεμικές επιχειρήσεις των Καισάρων της Ρώμης, μάλιστα και κατά την περίοδο των διωγμών, έφεραν εκεί στρατεύσιμους ρουμανογενείς χριστιανούς που μαζί με τους ελληνογενείς πληθυσμούς διαμόρφωσαν την σημερινή ταυτότητα της Ρουμανικής Ομογένειας. Τα πολλά παλαιοχριστιανικά ευρήματα στην τεράστια έκταση της χώρας συμφωνούν με τις μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων από τον Ωριγένη και τον Καισαρείας Ευσέβιο μέχρι τον Επιφάνιο της μονής των Καλλιστράτων και τον Νικήτα τον Παφλαγόνα κ. ά. περί της αρχαιότητος της Εκκλησίας στις περιοχές της Ρουμανίας. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία της καταγραφής των Μαρτύρων του 303 και η συμμετοχή επισκόπων της στις Α΄ και Β΄ Οικουμενικές Συνόδους του 325 και 381 και σε όσες ακολούθησαν κατά την πρώτη χιλιετία της Εκκλησίας.

    Οι Ρουμάνοι ηγεμόνες μόλις στο δεύτερο μισό του Ι4ου επιδιώκουν να αποκτήσουν δική τους Ιεραρχία και μάλιστα αυθαίρετα ζητούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο να αναγνωρίσει ως Μολδαβίας κάποιον Ιωσήφ. Όμως ο πατριάρχης Κων/πόλεως Αντώνιος Δ΄ τους απαντά ότι η πατριαρχία διευθετεί κατά την Κανονική Τάξη της τα της διοικήσεως στην Εκκλησία. Εξ αυτού το 1392 αναγνωρίζει την ύπαρξη της Μητροπόλεως Μολδαβίας και εκλέγει ως μητροπολίτη της τον Ιερεμία και αφορίζει τους παράγοντες εκείνους που επιμένουν να αναμειγνύονται αναρμόδια σε εκκλησιαστικές υποθέσεις. Μετά την Άλωση, για να σωθεί η Ορθοδοξία στη Βλαχία και στη Μολδαβία από την δήθεν ενότητα της Φλωρεντίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο εγκρίνει την χειροτονία των Ορθοδόξων αρχιερέων στην Ουγγροβλαχία. Το 1715 αρχίζει η περίοδος παρουσίας των Φαναριωτών στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Οι δεσμοί της Ρουμανίας γίνονται ισχυρότεροι με τον Οικουμενικό Θρόνο. Όταν αναγκάζονταν να παραιτηθούν εκ των πιέσεων των Σουλτάνων οι εκθρονισμένοι Πατριάρχες κατέφυγαν στην Μολδοβλαχία. Εκεί στην τοπική Εκκλησία διαβιούσαν και πρόσφεραν τις ποιμαντικές εμπειρίες τους και εξ αυτού τέσσερις Πατριάρχες εκοιμήθησαν στην παλαιά πρωτεύουσα της Μολδοβλαχίας, το Τηργόβιστο, όπου υπάρχουν και οι τάφοι τους, όπως του Ιερεμία Β΄ Τρανού, ο οποίος εξέδωσε την «στανική έκδοση»του 1689, που παρερμήνευσε ο Μόσχας Ιωακείμ για να διαλύσει την Εκκλησία της Ουκρανίας!

    Οι Πατριάρχες Βασίλειος Γ΄και Μύρων με μέλη των Ιερών Συνόδων τους προ του Πατριαρχικού Ναού του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι.

    Τελικά ο πατριάρχης Νήφων Β΄, προσκληθείς από τον ηγεμόνα Ράδου Βόδα, μετέβη στην Βλαχία και αναδιοργάνωσε την Εκκλησία της Ουγγροβλαχίας με συνεργάτες Αγιορείτες που διέδωσαν το μοναχικό ιδεώδες και ίδρυσαν μονές. Συγκρότησε κληρικολαϊκές συνελεύσεις και δύο επαρχιούχες επισκοπές του Ριμνίκου και του Μπουζέου και μερίμνησε για τον φωτισμό και την ηθική αγωγή του λαού. Τα εισοδήματα που συγκέντρωναν δεν μεταβάλλονταν σε ιδιωτικές περιουσίες, αλλά ευεργετούσαν ως «λογία» τις πτωχές τότε παλαίφατες Εκκλησίες, όπως ήταν εκείνη του άλλοτε αποστολικού κέντρου της Καισαρείας και προς τούτο του ανατέθηκε και η «Εξαρχία του Τοποτηρητή του Θρόνου Καισαρείας της Καππαδοκίας». Μερικές από τις Μικρασιατικές Μητροπόλεις ήταν υποχρεωμένες να αγοράζουν με τον «κεφαλικό φόρο» την θρησκευτική ελευθερία τους (χαράτσι)! Ίσως απ' αυτό παρατηρούμε επισκέψεις ευχαριστιών προς τους ορθοδόξους της περιοχής αυτής υπό των Πατριαρχών Κων/πόλεως Ιερεμία Β΄ και του Κύριλλου Λούκαρη, του Αλεξανδρείας Μελετίου Πηγά και των Ιεροσολύμων Δοσίθεου και Χρύσανθου και του Αντιοχείας Ιωακείμ Στ΄. Στις επισκέψεις των Πατριαρχών εκείνων οφείλεται και η ανάπτυξη της εθνικής συνειδήσεως και της γλώσσης τους στους ελληνικούς και ρουμανογενείς πληθυσμούς της Παραδουνάβιας αυτής χώρας, για να αποκρούσουν την ξένη θρησκευτική προπαγάνδα, η οποία σοβαρά απείλησε να εμπεδωθεί στην ορθόδοξη Ρουμανία. Το 1811 η Ρωσία προσάρτησε στην αυτοκρατορία της την Βεσσαραβία κατοικούμενη υπό των Μολδαβών που εκκλησιαστικά υπαγόταν στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στην Μητρόπολη Μολδοβλαχίας. Αυτή η εκκλησιαστική επαρχία ήταν πολυπληθής γιατί περιλάμβανε 1.400.000 ψυχές που προσεύχονταν στην μητρική τους γλώσσα κατά το ορθόδοξο πνεύμα της Κων/πόλεως.1 Η Ρωσική Σύνοδος της Πετρουπόλεως, για να τους αφομοιώσει πολιτικά, τους επέβαλε την τέλεση όλων των ιεροπραξιών στη ρωσική γλώσσα και προς τούτο δεν τους έστελνε επισκόπους ομόφυλους, αλλά μόνον Ρώσους, όπως έπραττε και στην Εκκλησία της Γεωργίας την ίδια εποχή εφαρμόζοντας σχέδιο βίαιου εκρωσισμού των αρχαίων χριστιανικών λαών που άρχισαν να ευαγγελίζονται πολύ πριν την δεύτερη χιλιετία της Χριστιανοσύνης από τις ελληνικές Μητροπόλεις της Κριμαίας του Οικουμενικού Θρόνου!
    Στο Συνέδριο των Παρισίων (1856), η Βλαχία και η Μολδαβία (στην οποία προσαρτήθηκε η περιοχή της Βεσσαραβίας) αναγνωρίστηκαν ως αυτόνομα πριγκιπάτα και το 1862 τα δύο αυτά πριγκιπάτα ενώθηκαν σε ένα κράτος με το όνομα Ρουμανία. Το 1885 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Δ΄ ανεγνώρισε την ανεξάρτητη (αυτοκέφαλη) διοίκηση στην Εκκλησία της Ρουμανίας. Έκτοτε η Εκκλησία αυτή υποστήριξε σθεναρά τα δίκαια και τα προνόμια του Οικουμενικού Θρόνου, ιδίως κατά την συζήτηση του «Πατριαρχικού ζητήματος» στην «Συνθήκη της Λωζάνης» το 1923.
    Όμως την 4η Φεβρουάριου του 1925 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βασίλειος Γ΄, ασκών το κανονικό του δικαίωμα ως ο «Πρώτος» στη καθορισμένη από τον 4ον αιώνα Δικαιοδοσία της Νέας Ρώμης-Κων/πόλεως, ανυψώνει τον μητροπολίτην Βουκουρεστίου Μύρωνα Κριστέα στην «πατριαρχική τιμή». Η παράδοση από Πατριαρχική Αντιπροσωπεία του Τόμου της πατριαρχίας στο Βουκουρέστι τιμήθηκε από το Ρουμανικό κράτος με ύπατες τιμές πράξεως αρχηγού κράτους κατά τα διεθνώς κρατούντα και αυτό είναι απόλυτα συνεπές προς τις θέσεις της Ρουμανικής Αντιπροσωπείας κατά τις συζητήσεις της Συνθήκης της Λωζάνης, ότι δηλαδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι παγκόσμιος ιερός θεσμός της Ορθοδοξίας. Εξ αυτού και όταν ο πατριάρχης Μελέτιος Δ΄ για να αντιμετωπίσει τις νεοφανείς κακοδοξίες του λεγόμενου «Πανρωσικοὐ Συνεδρίου» του Απριλίου και Μαΐου του 1923 στη Μόσχα, συγκάλεσε τον Μάϊο του 1923 στο Φανάρι το «Διορθόδοξο Συνέδριο» το επίσημο περιοδικό του Ρουμανικού Πατριαρχείου χαιρέτησε την πρωτοβουλία αυτή ως «Το Μέγα βήμα προς την αλληλεγγύην εν τη Ορθοδοξία» και πως συμφωνεί για τη στενότερη προσέγγιση προς επίλυση των διαφόρων χρονιζόντων θεμάτων. Ιδίως όσων Εκκλησιών έλαβαν κανονικά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την αυτοδιοίκησή τους προς υπέρβαση των διχαστικών και ετερόδοξων σκιρτημάτων που εμφανίστηκαν στη Ρωσία λόγω της Επαναστάσεως και επεκτάθηκαν και στη Ρουμανία το 1922. Τότε το Βουκουρέστι απέστειλε Αντιπροσωπεία από τον Κινσνοβίου Μολδοβλαχίας Αναστάσιο και τον Αρχιμ. Ιούλιο Σκρίμπαν και τον άρχοντα Νομοφύλακα της Μ.Τ.Χ.Ε. καθηγητή της Εκκλ. Ιστορίας Δραγογήρο Δημητριέσκου. Αυτός αποκάλυψε σχέδιο του θεματολόγιου που συντάχθηκε με τη συνεργασία των Καθηγητών των Θεολογικών Σχολών Αθηνών, Βελιγραδίου, Βουκουρεστίου και Σόφιας, όπου και δεν υφίσταται ουδεμία νύξη αμφισβητήσεως της ασκήσεως σε τοπική Εκκλησία της αυτοκεφαλίας υπό του μόνου του Οικουμενικού Πατριάρχη ως «Πρώτου» του κλίματος της Κων/πόλεως. Ως δε προς τη θέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Ρουμανικό κράτος, μεγάλως συνετέλεσε το κύρος του Πατριάρχη Μύρωνα και η ένθερμη συμπαράσταση στη Γερουσία του περίφημου βυζαντινολόγου καθηγητή Ν. Γιόργκα, ο οποίος το 1937 μας παρέδωσε το περίφημο πεντάτομο έργο του: «Η Ιστορία των Ρουμάνων και της Ρουμανίας στην Ανατολή»3.

    Ο Πατριάρχης Ρουμανίας Μύρων και η συνοδεία του στο βήμα του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο των Αθηνών

    Από τη Τρανσυλβανία της Ρουμανίας προέρχεται ο Μύρων Κριστέα4 που εκλέγεται επίσκοπος Καρανσεμπές το 1908 και ασκεί με ζήλο όλη την ποιμαντική και πατριωτική δραστηριότητά του. Από το μεγάλο Πανρουμανικό Κληρικολαϊκό Συνέδριο στις 31 Δεκεμβρίου 1919 αυτός εκλέγεται σχεδόν παμψηφεί ως μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας και πριμάτος πάσης Ρουμανίας. Η παρουσία του κατά την περίοδο αναδιοργανώσεως του ρουμανικού κράτους ήταν μεγάλο ευτύχημα για την τοπική Εκκλησία. γιατί έκανε απόλυτα σεβαστά τα εκκλησιαστικά δίκαια των Ορθοδόξων στην ρουμανική κυβέρνηση. Αυτό έλαβε θετική τροπή οταν τέθηκε ως θεσμικός εκπρόσωπος της Εκκλησίας στη Γερουσία του έθνους του και με τα συνεχή υπομνήματά του πέτυχε την αυτονομία των Ορθοδόξων της Ρουμανίας ως της «κυριάρχου» ποίμνης του 87%, έναντι των ετεροδόξων Ρωμαιοκαθολικών Ελληνορρύθμων Ρουμάνων (Ουνιτών), που επιδίωκαν την πλήρη «ισοτιμία» με τους Ορθοδόξους.
    Ο Πατριάρχης Βασίλειος Γ΄ ήταν βαθύς γνώστης των εκ παλαιού σχέσεων του Φαναρίου μετά του ρουμανικού λαού, ως εκ τούτου μία των πρώτων αποφάσεων της πατριαρχίας του ήταν η ανύψωση το 1925 του πριμάτου Μύρωνα Κριστέα στα Δίπτυχα της Ορθοδοξίας ως έβδομου Πατριάρχη. Μάλιστα, για να επιδώσει τον σχετικό Τόμο σε επίσημη τελετή παρουσία του βασιλέως της Ρουμανίας Καρόλου Α΄, μετέβη πατριαρχική αντιπροσωπεία στο Βουκουρέστι, αποτελούμενη από τους μητροπολίτες Χαλκηδόνος Ιωακείμ, Δέρκων Φώτιο και Σάρδεων Γερμανό. Κατ’ αυτήν η πράξη του Κων/πόλεως τιμήθηκε ως αρχηγού ιερού θεσμού ισάξιου προς εκείνον του κράτους κατά τα διεθνώς κρατούντα. Το γεγονός αυτό ανέτρεπε τους ισχυρισμούς της Άγκυρας στη Λωζάνη, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελεί θεσμό μεταφερόμενο εκεί όπου πηγαίνει και ο λαός του, όπως συμβαίνει με την Χαλιφεία!
    Ο πατριάρχης Μύρων τότε εξέφρασε την επιθυμία προσεχώς να μεταβεί ο ίδιος στο Φανάρι, για να ευχαριστήσει τον Πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδό του, εκδηλώνοντας την ένθερμη συνηγορία του για την διορθόδοξη συνεργασία και την ταχύτερη προετοιμασία της συγκλήσεως της μελετώμενης Συνόδου. Για να πραγματοποιήσει αυτή την επιθυμία του ξεκίνησε από την Κωνστάντσα με το ατμόπλοιο «Δεκία» και ήλθε τη Δευτέρα 23η Μαΐου 1927 στην Κων/πολη, συνοδευόμενος από εξαμελή συνοδεία: από τον επίσκοπο-βικάριό του Τίτο Σεμένδρεα, τον πρώην υπουργό Αυρήλιο Κοσμά, τον γερουσιαστή Ιγνάτιο Μίρτσεα, τον Γενικό Γραμματέα Θρησκευμάτων Στάγκο Μπραντιστεάνο, τον ιδιαίτερο γραμματέα του Γρηγόριο Αντάλ και τον Έλληνα εφημέριο Βουκουρεστίου Τιμόθεο Ευαγγελινίδη 5.

    Στο Φανάρι έγινε η επίσημη υποδοχή προκαθημένου κατά το πρωτόκολλο με δοξολογία που έψαλλε κατά το αρχαιοπρεπές ύφος ο τότε διάσημος πρωτοψάλτης Ιάκωβος Ναυπλιώτης. Στο Μεγάλο Συνοδικό τον πατριάρχη Μύρωνα ανέμενε ο γηραιός και σοφός Πατριάρχης Βασίλειος Γ΄ περιστοιχούμενος από 11 συνοδικούς αρχιερείς του. Προσφωνών τον Πατριάρχη Βασίλειο Γ΄ ο Ρουμάνος Πατριάρχης εξέφρασε τον παιδιόθεν πόθο του να φθάσει στο κέντρο της Μητρός Εκκλησίας, για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του ιδίου και των 16 εκατομμυρίων Ορθοδόξων της Ρουμανίας για την απονομή της πατριαρχικής αξίας στην Εκκλησία του και πρόσθεσε: «Τα γεγονότα που συνετάραξαν πρόσφατα την ζωή στην Ευρώπη επιβάλλουν επιτακτικά τον απόλυτα στενότερον δεσμόν, την στενότερη συνεννόηση και συνεργασία, πασών των ορθοδόξων Εκκλησιών μετά του Κέντρου τούτου προς επίλυση δια κοινής ενεργείας των μεγάλων ζητημάτων, των επειγόντων προβλημάτων που απασχολούν ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο, των οποίων η διευθέτηση παρίσταται επείγουσα όσο πανταχόθεν τα αντίξοα ρεύματα απειλούν να βυθίσουν το σκάφος της Εκκλησίας». Ο Πατριάρχης Βασίλειος Γ ανταπαντών αναφέρθηκε στην εξαιρετική εντύπωση που απεκόμισαν οι αποσταλέντες πατριαρχικοί αντιπρόσωποι περί της ακμής και της ευπραγίας της Εκκλησίας στη Ρουμανία για την επίδοση του Τόμου της Πατριαρχίας στην πεφιλημένη θυγατέρα. Στο τέλος, ο Πατριάρχης Μύρων ασπάσθηκε την χείρα του πολιού πατριάρχου Βασιλείου Γ΄ και αντήλλαξε μετ' αυτού τον αδελφικόν ασπασμόν, δείγμα του βαθύτατου σεβασμού προς τον «Πρώτον» Ιεράρχην της κατ’ Ανατολάς Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης Βασίλειος Γ΄ στεκόταν μεν συγκινημένος, αλλά πολλά πικραμένος, τόσον από Τούρκους, με τα συμβάντα στον Γρηγόριο Ζ΄ και στον Κωνσταντίνο Στ΄, όσον και από τα συμβαίνοντα τότε στην Ελλάδα από ελλαδικούς ιεράρχες, που νόμισαν ότι μετά το 1922 το Οικουμενικό Πατριαρχείο χάθηκε για το Γένος και έφθασε η ώρα «διαμερισμού των ιματίων του»!
    Μετα τους ασπασμούς έγιναν και οι εκατέρωθεν παρουσιάσεις και ακολούθησε η επίσημη τράπεζα με την παρουσία των δύο Πατριαρχών, των συνοδικών αρχιερέων και των μελών της ρουμανικής συνοδείας. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε μακρά σύσκεψη συνοδικών των δύο πλευρών επί διαφόρων εκκλησιαστικών ζητημάτων που κατάληξε πως πρέπει να δοθεί ευρύτερη συμμετοχή μελών κατά την «σύγκλιση της προπαρασκευαστικής επιτροπής» για την μελετώμενη Πανορθόδοξη Σύνοδο. Την επομένη, 24η Μαΐου, με ειδική ατμάκατο μετέβη ο Πατριάρχης Μύρων και η συνοδεία του στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, στο φυτώριο αυτό της Εκκλησίας του Γένους μας, γενόμενος τιμητικά δεκτός από τον σχολάρχη Σταυρουπόλεως Ιωακείμ Πελεκάνο, τους μητροπολίτες Κυζίκου Καλλίνικο Δελικάνη και Ροδοπόλεως Κύριλλο και τους διδάσκοντες εκεί καθηγητές. Ο Πατριάρχης Μύρων μίλησε στο Συνοδικό προς τους τότε 52 ιεροσπουδαστές και τους προέτρεψε να εμπνέονται από το παρελθόν της Σχολής και της Μεγάλης Εκκλησίας που ανέδειξαν υπερμάχους της πίστεως και σοφούς ιερομύστες, εκ των οποίων τα παραδείγματα πρέπει να εμπνέονται οι σημερινοί μαθητεύοντες, για να αναδειχθούν άξιοι διδάσκαλοι και ιερείς στη διάδοση της ορθοδόξου μαρτυρίας και επισκέφθηκε την σπουδαία Βιβλιοθήκη της Σχολής και το απόγευμα. επέστρεψε με τιμητική συνοδεία στο Γαλατά και επιβιβάστηκε στο ατμόπλοιο «Δακία» και ανεχώρησε για την Ελλάδα.

    Οι Πατριἀρχες Αλεξανδρείας Μελέτιος Β΄και Ρουμανίας Μύρων στο ρουμανικό πλοίο «Δακία» στον λιμένα της Αλεξανδρείας

    Έφθασε στον Πειραιά την 25η Μαΐου και τον υποδέχθηκαν εκ μέρους της Εκκλησίας, ο Κεφαλληνίας Δαμασκηνός και εκ της Πολιτείας ο καθηγητής Γρηγόριος Παπαμιχαήλ. Ύστερα ανήλθε στην Αθήνα, όπου ο κλήρος, οι Ριζαρίτες και πλήθος λαού τον υποδέχθηκαν θερμότατα. Στις πύλες του μητροπολιτικού ναού των Αθηνών τον ανέμενε ο Αθηνών Χρυσόστομος με τα μέλη της Ιεράς Συνόδου και τελέσθηκε δοξολογία μετά την οποία αντηλλάγησαν εγκάρδιες προσφωνήσεις. Ο Αθηνών, γνωρίζοντας τις θέσεις του Πατριάρχη Μύρωνα, τόνισε «ως επιτακτική την ανάγκη αμέσου και συνεχούς επικοινωνίας μεταξύ των Ορθοδόξων, για την εξέταση και επίλυση των εκκλησιαστικών ζητημάτων υπό πάσης της Εκκλησίας, παρά τας δυσμενέστατες περιστάσεις που διέρχεται η πνευματική κορυφή της Μητρός Εκκλησίας».

    Σε αυτά απήντησε ο Ρουμάνος Πατριάρχης και τόνισε ότι συμφωνεί με τον αρχιεπίσκοπο πως οι κατά τόπους Εκκλησίες πρέπει «να συνασπισθούν περί το Οικουμενικόν Πατριαρχείον» που όλοι οι Ορθόδοξοι θεωρούν ηγετικό θεσμό και συνέχισε: «Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να συγκληθεί πανορθόδοξο συνέδριο, το οποίον χωρίς βεβαίως να θίξει τα εσωτερικά ζητήματα των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, να μελετήσει τους όρους και τις συνθήκες υπό τις οποίας καλείται σήμερα να δράσει πλέον η Εκκλησία μας». Ο Πατριάρχης Μύρων κατέλυσε σε διαμέρισμα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και από εκεί μετά του αρχιεπισκόπου Αθηνών πραγματοποίησε σειρά επισήμων επισκέψεων στον πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Μετά ξεναγήθηκε στον Άρειο Πάγο και στους λοιπούς αρχαιολογικούς τόπους και τα Μουσεία της πόλεως των Αθηνών και ανεχώρησε για την Αλεξάνδρεια με "αυτοκρατορικές τιμές από τους Έλληνες", όπως δήλωσε μετά στους δημοσιογράφους ο Πατριάρχης Μύρων.
    Ο τότε πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος Β΄ ο Μεταξάκης, υποδέχθηκε με μεγάλη εγκαρδιότητα και ασπασμούς τον Πατριάρχη Μύρωνα στο μέσο του μεγαλώνυμου ναού του Ευαγγελισμού της Αλεξάνδρειας. Στη προσφώνησή του αναφέρθηκε στους κάποτε στενούς δεσμούς των παλαίφατων Πατριαρχείων μετά των Ηγεμονιών των Παραδουνάβιων χωρών και ευχήθηκε κραταίωση των σχέσεων αυτών στις ημέρες της πατριαρχίας του. Αντιφωνών ο Πατριάρχης Μύρων είπε ότι: ήθελε από χρόνια να γνωρίσει τον Πατριάρχη Μελέτιο που έχει φήμη μεγάλου Πατριάρχη, πλήρους δυναμικής ενέργειας, που έχει υπερβεί τα όρια της πατρίδος του και του οποίου τας αρχάς ασπάζεται. "Επιθυμία μου είναι οι ορθόδοξες Εκκλησίες που ευρίσκονται απομονωμένες να συνασπιστούν και πάλιν καθιστάμεναι η μία ενιαία Εκκλησία του Χριστού. Ας συγκεντρωθούμε λοιπόν το ταχύτερον και ας συνεννοηθούμε, αφού η Εκκλησία είναι Μία". Ο Πατριάρχης Μύρων σε συνέντευξή του στον «Ταχυδρόμο» της Αλεξάνδρειας πρότεινε τη στήριξη και ενίσχυση του Οικουμενικού Θρόνου με την συγκρότηση μιας επί πλέον αντιπροσωπευτικής Συνόδου των Ορθοδόξων, που θα ασχολείται με τα γενικότερα ζητήματα της Εκκλησίας, όπως είναι το ζήτημα του Ημερολογίου για το οποίο στη Ρουμανία δεν υφίσταται ζήτημα, αφού η διόρθωση προσεγγίζει καλύτερα την εφαρμογή των αποφάσεων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, για να αποδείξουμε ότι η Ορθοδοξία πέραν της τοπικής αυτοδιοικήσεως κατά κράτη είναι η μία και αδιαίρετη Εκκλησία του Χριστού.Την Κυριακή λειτούργησε και μίλησε προς το εκκλησίασμα ρουμανιστί στον καθεδρικό ναό του Αγίου Σάββα παρουσία του πατριάρχου Μελετίου μεθερμηνεύοντος του συνοδού του αρχιμ. Τιμοθέου Ευαγγελινίδη και το απόγευμα μετέβη σιδηροδρμικώς στο Κάϊρο και από εκεί μέσω της Καντάρας συνέχισε με νυκτερινό δωδεκάωρο ταξίδι την μετάβαση του στους Αγίους Τόπους Στη Λύδδα έφθασε τη 30η Μαΐου 1928 και από εκεί μετέβη πάλι σιδηροδρομικώς στην ιερά πόλη των Ιεροσολύμων, γενόμενος επίσημα δεκτός από εκπροσώπους του πατριάρχη Δαμιανού και της Αγιοταφιτικής Αδελφότητας και τις αρχές του τόπου. Επίσημη υποδοχή με μεγάλη «Παρρησία» έγινε στον πάνσεπτο ναό της Αναστάσεως, όπου και οδηγήθηκε προ του Παναγίου Τάφου. Εκεί αντηλλάγησαν οι εκατέρωθεν εγκάρδιες προσφωνήσεις των δύο Πατριαρχών και ο πατριάρχης Μύρων ανέγνωσε το Ευαγγέλιο του Μ. Σαββάτου και εκφωνών το «Δόξα τη Αγία» έψαλε το «Χριστός Ανέστη» και προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο. Στη συνέχεια, μετά του πατριάρχου Δαμιανού μετέβη στο Καθολικό της Αναστάσεως, όπου εψάλη δοξολογία. Το απόγευμα επεσκέφθη τη Βασιλική της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ και στη συνέχεια τα λοιπά προσκυνήματα μέχρι τις 4 Ιουνίου. Από την Λύδδα επέστρεψε στο Κάϊρο σιδηροδρομικώς, όπου συνάντησε τον αρχιεπίσκοπο Σιναίου Πορφύριο Παυλίνο, και από εκεί μετέβη στον λιμένα της Αλεξάνδρειας, απ' όπου επανέκαμψε στα ίδια την Κυριακή 12 Ιουνίου 1927.
    Ο Πατριάρχης Μύρων, κατά τις επαφές του μετά των Πατριαρχών, των ιεραρχών και των θεολόγων που επεσκέφθη μετάγγισε το φωτεινό πνεύμα του και τη συμφωνία με αυτό των θεολογικών κύκλων του Βουκουρεστίου στις κατά τόπους Εκκλησίες που επισκέφθηκε συνετέλεσε στην αναζωπύρωση του διορθοδόξου αιτήματος μελέτης και επιλύσεως των χρονιζόντων ζητημάτων για την εύρυθμη λειτουργίας της Εκκλησίας. Οι Ρουμάνοι δεν λησμονούν ότι εκ του Οικουμενικού Πατριαρχείου έλαβαν την εκκλησιολογική τους υπόσταση, καθώς και όλες οι θυγατέρες Εκκλησίες του στην Ανατολική Ευρώπη, όπως αποδέχεται το σύνολον της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας. Εξαίρεση αποτελεί η κατά παράταξη επί τέσσερις αιώνες τακτική φατριασμού της ρωσικής πατριαρχίας, η οποία προκειμένου να υπονομεύσει το ιεροκανονικό κύρος του Οικουμενικού Θρόνου, παρασύρει στον σχισματικόν όλεθρον και τους ωνυτέους ακολούθους της. Το ίδιο έπραξε τον 19ον αιώνα με το «Βουλγαρικό ζήτημα» καταστρέφοντας την ελληνικήν παλαίφατον κληρονομίαν των Συρορθοδόξων Αντιοχειανών!
    Κατά τις διεξαχθείσες συνομιλίες διαπιστώθηκε ότι αυτό που επιδίωξε έμπρακτα ο πατριάρχης Μελέτιος με το Συνέδριο της Κων/πόλεως το 1923, εν μέσω τόσης περιδινήσεως από τους ανθρώπους της Άγκυρας πρέπει να συνεχιστεί, για να επαναβεβαιωθεί η εκκλησιολογική ενότητα των Ορθοδόξων και η πανορθόδοξη στήριξή του στο τόπο της προαιώνιας συστάσεώς του, ως Πρωτόθρονου θεσμού της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με την προκαταρκτική Διάσκεψη που συνέβη μετά τριετία στην Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους.
     Α.Π. 
    ______________________________
    1. Έντυπη Επιστολή ευσεβούς Ρώσου προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχη Κωνσταντίνον Ε΄. Εν Αθήναις 1899 σελ 15-16, επιστολή που μάλλον είναι του Καθηγητού και ιστορικού Ιβάν Σοκολόφ.
    2. Περ. «Εκκλ. Αλήθεια»,Κπ. 1923 σσ. 79.
    3. N. Jorga. Histoire des Roumains et de la Roumanite orientale. Boucourest 1937.
    4. Θ.Η.Ε. τ. Θ΄. στηλ.220-221
    5. Αρχιμ. Τιμόθεος Ευαγγελινίδης. Ο Πατριάρχης και Αντιβασιλεύς Ρουμανίας Δόκτωρ Μύρων Κριστέα και το ταξίδιον αυτού εις τους Αγίους Τόπους. Εκ Βουκουρεστίου 1928. σ.σ. 64.
    6. Η μελέτη των επίσημων πρακτικών της Ιεράς Συνόδου των Αθηνών της 11ης μέχρι της 15ης Νοεμβρίου 1926 αποκαλύπτει όλο το ασεβέστατο, παράνομο και αντικανονικό παρασκήνιο των ενεργειών για να αποτραπεί η επιψήφιση των νομοσχεδίων της Γνωμοδοτικής Επιτροπής της Συντακτικής Εθνοσυνελεύσεως του 1924 από την Βουλή. Η μεθοδευμένη αυτή «ύβρις» νομοθετήθηκε τότε με τον προηγηθέντα νόμον 3615/1928 και ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του 1928 νομικά επικυρώθηκε μετά εξηκονταετία (1928-1977).

    Loading

    Σχολιάζοντας τις  ανάδελφες αθλιότητες των Μοσχοβιτών-Η «Περεστρόϊκα» και η εν Ρωσία Εκκλησία

    Σχολιάζοντας τις  ανάδελφες αθλιότητες των Μοσχοβιτών.  

                     Η «Περεστρόϊκα» και η εν Ρωσία Εκκλησία

     

                                                                   

    Πράκτορας της ΚGΒ, την ημέρα των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου 1991,
    ανάβει κερί και μυστικά προσεύχεται.

                    Είναι άξιο παρατηρήσεως ένα σημαντικό γεγονός που συνέβη στην Εκκλησία της Ρωσίας όταν έπαυσε να υπάρχει το  τσαρικό καθεστώς (1917) που μεταχειριζόταν την Εκκλησία ως εργαλείο της διπλωματίας του για την προώθηση των κρατικών συμφερόντων του.  Ο έντονος παρεμβατισμός της διπλωματίας του τσάρου στα της Εκκλησίας παράδοξα καταπραΰνθηκε και σταμάτησε  η προώθηση  της πλάνης του «Εθνοφυλετισμού» στις Διορθόδοξες σχέσεις. Όταν σταμάτησαν οι τσαρικές χρηματοδοτήσεις έπαυσαν και οι αντικανονικές αταξίες των Ρώσων που στα μέσα του 19ουαιωνα τάραξαν την ενότητα της κατ’ Ανατολάς Εκκλησία.  Το παλαίφατο Πατριαρχείο της Αντιόχειας που είχε καταληφθεί με εθνικιστικά επιχειρήματα από αραβόφωνους αρχιερείς  με την παρέμβαση και του Ρωσικού Στόλου (!) μετά την επί χρόνια  απομόνωσή του φυσιολογικά  επανήλθε στην Ορθόδοξη κοινωνία και την πατριαρχική εκλογή στη Δαμασκό από αρχιερείς που δεν παρασύρθηκαν  από τις φαντασιοπληξίες  περί της «Τρίτης Ρώμης», ούτε και εξαγοράσθηκε η συνειδήσεως τους και τούτο διότι είχαν μαθητεύσει, αν και αραβόφωνοι,  στην ελληνικής παιδείας εκ της  Μεγάλης του Γένους Σχολής και στα εκκλησιαστικά γράμματα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπως ήταν εκ παλαιού οι Πατριάρχες της «Θεουπόλεως»της Αντιοχείας Αλέξανδρος, Θεοδόσιος και Ηλίας, τους δύο τελευταίους είχα γνωρίσει προσωπικά και οι οποίοι πάλιν κατέστησαν το Πατριαρχείον τους «Αθήνας της Ανατολής» μέχρι το  1979, όταν και πάλι ενέσκηψαν στην  Συρία οι εκ Ρωσίας συνεχιστές της διχαστικής πλάνης του περιλάλητου πανσλαβιστή Πορφύριου Ουσπένσκυ.

                Όμως οι διαχειριστές της ζωής εκατομμυρίων πολιτών στη Ρωσία υπερέβησαν τα όρια του Σοβιετικού Σατραπισμού τους και έφθασαν το 1985  στα πρόθυρα της  αυτοκαταστροφής. Το αδιέξοδο της σοσιαλιστικής περιπέτειας έφθασε στο τέλος του μετά μία  εξηκονταετία εφαρμογής του  (1924-1985)και για να  αποφευχθεί η κατάρρευσή του ο τελευταίος ηγέτης της ΕΣΣΔ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και τους συνεργάτες του αποφάσισαν να περισώσουν ότι μπορούσαν από τον λεγόμενο  «Υπαρκτό Σοσιαλισμό» με μία νέα πολιτική που την απεκάλεσαν της Ανασυγκροτήσεως (Περεστρόϊκας) και της  Διαφάνειας (Γκλάσνοστ) μήπως τερματιστεί η περίοδος της οικονομικής στασιμότητας και καχεξίας. Για να συμβεί αυτό χρειαζόταν  να εκδημοκρατιστεί η διακυβέρνηση στην Ρωσία για να σταματήσουν τα μεγάλα ελλείμματα στον προϋπολογισμό του κράτους και για να τιθασευτεί ο πληθωρισμός που επέφερε  ελλείψεις αγαθών στις αγορές που εγκυμονούσαν μεγάλους κοινωνικούς τριγμούς και αναταραχές.  Οι λαοί των περιθωρίων της σοβιετικής επικράτειας με τα νέα ηλεκτρονικά μέσα έβλεπαν τη ζωή  των μη σοσιαλιστικών εθνών στην Ευρώπη και διεκδικούσαν αποδέσμευση από την οικονομική δεσποτεία της κάστας του Κρεμλίνου και διεκδικούσαν την ελευθερία και αυτονομία τους και σεβασμό  στα εθνικά τους δίκαια. Οι Βαλτικές χώρες και οι λοιπές της Ανατολικής Ευρώπης  ταλαιπωρήθηκαν από τους Σοβιετικούς και μετά τον Β  Παγκόσμιο Πόλεμο και σύμφωνα με τις νέες   «Συνθήκες» ανέκτησαν την εθνική ανεξαρτησία τους ως κράτη της Ευρώπης.

    Η «περίοδος»  καταπατήσεως της ελευθερίας της συνειδήσεως και των θρησκευτικών καταπιέσεων εγκαταλήφθηκε πλέον  και η συνάντηση του πατριάρχη Μόσχας Ποιμένα (1971-1990) και της Ιεράς Συνόδου το 1988 με τον τότε Γενικό Γραμματέα του κόμματος  Μιχαήλ Γκορμπαστώφ συνετέλεσε ώστε να συμφωνηθεί η νέα γραμμή στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας. Εξ αυτής της επαφής ο Επίτροπος της κυβερνήσεως του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ «επί των θρησκευτικών υποθέσεων» σύντροφος Κωνστ. Χάρτσεφ συνεκάλεσε σε σύσκεψη πολλούς θεωρητικούς παράγοντες  του σοβιετικού καθεστώτος και ακαδημαϊκούς  επιστήμονες που εισηγήθηκαν μια νέα «φιλοσοφική» αντίληψη  επί του « θέματος της Θρησκείας» δεδομένου ότι η πολυδάπανη και έντονη αθεϊστική προπαγάνδα 1917-1987 ουδέν απέδωσε. Αυτό αποδείχθηκε και στατιστικά αφού στο σύνολον των 115 εκατομμυρίων των σοβιετικών πολιτών οι θρησκευόμενοι  δεν είναι  το 20%,   αλλά το 70 %  που δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί.  Το 1914 στη Ρωσία υπήρχαν 73 εκκλησιαστικές επαρχίες με μητροπολίτες, αρχιεπισκόπους αι επισκόπους και το 1939 είχαν παραμείνει φανεροί λόγω των διωγμών μόνον 7 «εν ενεργεία» ιεράρχες.1 ενώ μετά τον Β΄  Παγκόσμιο Πόλεμο  το 1980 εμφανίζονται εντός και εκτός της Σοβιετικής επικρατείας 78 αρχιερείς ανήκοντες στην   ρωσική Ιεραρχία! Στην υπό ελέγχον του κράτους από το 1943 Ορθόδοξον Εκκλησία της Ρωσίας  κάθε χρόνο ένα εκατομμύριο πολίτες απέρχονται της ζωής με την ιεροτελεστία της κηδείας στους υπάρχοντες ναούς κάθε Σάββατο. Χιλιάδες γάμοι γίνονται ομαδικά στις Εκκλησίες και πολλές χιλιάδες βαπτίσεων διεξάγονται φανερά και μυστικά  προς συνεχή  ανανέωση του εκκλησιαστικού σώματος.

    Η σύσκεψη που συγκάλεσε ο Κ. Χόρτσεφ έδωσε συμπεράσματα και αυτά τελικά αποκρυσταλλώθηκε από τον διάδοχος του Γκορμπατσόφ Μπόρις Γέλτσιν το 1997 σε νόμο, όπου το σοσιαλιστικό κράτος αναγνώριζε τον εθνικό ρόλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη ζωή της ρωσικής επικράτειας, αλλά και στην εξέλιξη του πολιτισμού αυτής της χώρας. Η νέα μορφή της πολιτικής οντότητας δεν μπορούσε  να αγνοήσει το ένστικτο της ελευθερίας της υπάρξεως που είναι   συνυφασμένο σε κάθε ζωντανό οργανισμό.  Η αναθεώρηση της περί Εκκλησίας στάσεως του καθεστώτος άρχισε από την εξέταση του Διατάγματος του Λένιν περί χωρισμού του Κράτους από την Εκκλησία και επεκτάθηκε  στον Σταλινικό νόμο του 1929 που θεσπίστηκε εν μέσω των διωγμών Τότε το κόμμα για να απομονώσει την Εκκλησία από την κοινωνική ζωή του ρωσικού λαού αρνήθηκε κάθε  δικαίωμα «νομικού προσώπου» και κατέστησε από νομικής πλευράς κάθε εκκλησιαστικό τέλεσμα  ανίσχυρο κατά τους νόμους του κράτους.  Επομένως, η προκατάληψη του κόμματος για την Εκκλησία την ανάγκασε να αποκρύπτει την εσωτερική ζωή της και το κόμμα προοδευτικά έχασε κάθε έλεγχο επί του Κλήρου και των θρησκευόμενων πολιτών..  Και τούτο παρ’ ότι η Πολιτεία  πρέπει να γνωρίζει την ζωή του κάθε πολίτη σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής του.    Η «περί Εκκλησίας» νομοθεσία πάλιωσε σημαντικά και στερεί την πληροφόρηση του κράτους για τα συμβαίνοντα θρησκευτικά γεγονότα που συμβαίνουν στην Ρωσία όπου υπάρχουν συνολικά 57 Ομολογίες οι οποίες  δικτυώνονται μέσα σε  15.000 νόμιμα λειτουργούντα σωματεία  τα πλείστα των οποίων δέχονται χρηματοδοτήσεις και έξωθεν κατευθύνσεις  για τις δραστηριότητές τους   Στην υπό έλεγχον από το 1943 Ορθόδοξον Εκκλησία της Ρωσίας  κάθε χρόνο ένα εκατομμύριο πολίτες απέρχονται της ζωής με την ιεροτελεστία της κηδείας στους υπάρχοντες ναούς κάθε Σάββατο. Χιλιάδες γάμοι γίνονται ομαδικά στις Εκκλησίες και πολλές χιλιάδες βαπτίσεων διεξάγονται φανερά και μυστικά προς συνεχή  ανανέωση του εκκλησιαστικού σώματος.

    Στις 17 Μαρτίου 1991 διεξάγεται το πρώτο ελεύθερο Δημοψήφισμα για την πολιτειακή μεταβολή των Κρατών της  Σοβιετικής Ενώσεως  σε μία Ομοσπονδιακή μορφή Πολιτειών και προκύπτει απόφαση με μεγάλη πλειονοψηφία. Τον Ιούνιο του ιδίου έτους εκλέγεται άμεσα και ο πρώτος εκλεγμένος Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μπόρις Γιέλτσιν. Όμως  οι   δύστροποι κομμουνιστές επιχειρούν τον Αύγουστο πραξικόπημα που αμέσως καταστέλλεται και το Κ.Κ.Σοβιετικής Ενώσεως διαλύεται και στις 25 Δεκεμβρίου 1991,  ημέρα των  Χριστουγέννων,  εγκαθιδρύεται η νέα «Ρωσική Ομοσπονδία» που περιλαμβάνει 15 νέα πρώην σοβιετικά  κράτη.

    Κατά την αλλαγή μορφής του πολιτειακού συστήματος στη Ρωσία τα έθνη που συνωθούντο με τη βία μέσα στην  σοβιετική επικράτεια έδραξαν την ευκαιρία να απαλλαγούν από την απόλυτη κυριαρχία του Κρεμλίνου και  έδωσαν προβάδισμα στην ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία.  Όμως αυτή είναι συνυφασμένη με την «ύπαρξη» κάθε ζωντανού οργανισμού προκειμένου να κινητοποιηθεί και να αναπτύξει τις δυνατότητές του  μέσα στην κοινωνία,  ώστε να  συντελεστεί η αναδημιουργία στην κοινωνία της πατρίδας.                Έτσι επιδίωξαν την ελευθερία τους πρώτες οι Βαλτικές Εκκλησίες, που επουλώθηκαν πάλι  στη Μόσχα το 1945 μετά τον Β  Παγκόσμιο Πόλεμο.  Η Μόσχα το 1961 για να φιλοτιμήσει τους Εσθονούς κατέστησε επίσκοπο Ταλλίνης τον  Εσθονό τευτονικής καταγωγής Αλέξιο Ρίντιγκερ μετατεθέντα μετά τον θάνατο του Λένινγκραντ Νικοδήμου στο Βατικανό το 1986 σε μητροπολίτη της Αγίας Πετρουπόλεως και το 1990 σε πατριάρχη Μόσχας μέχρι το 2008. Ο Αλέξιος Β΄ διετέλεσε μεταβατικός  πατριάρχης  μάλλον προς   εξόντωση του φιλόδοξου  Κιέβου Φιλάρετους Ντενισέκο, ιδίως όταν απέτυχε στην εκλογή του στον Μοσχόβιο θρόνο και στράφηκε αρχικά με όταν και αυτό απορρίφθηκε αυτοανακηρύχθηκε «Πατριάρχης Ουκρανούς» και αμέσως καθαιρέθηκε και αναθεματίστηκε για να καταλάβει  τον πατριαρχικό θρόνο της Μόσχας το 2008 μετά τον μυστηριώδη θάνατο του Αλεξίου Β΄ ο Κύριλλος Γκουντιάγιεφ, ο «ευλογημένος»  υπό της KGB ιδιαίτερος γραμματέας από το 1970 και βοηθός επίσκοπος του Νικοδήμου Ρότωφ γνωστός παρ’ ημίν  ως ο «φιλοκυδής» της φιλοπρωτίας. Τώρα ο από ηθικός αυτουργός της καταστάσεως στην Ουκρανία Μόσχας Κύριλλος, μαζί με τον παράφωνο μαέστρο του, υποδύονται τους κήνσορες  της «κανονικότητας» χωρίς ίχνος αρχιερατικής συνειδήσεως.

    Το 1991 κατά την εφαρμογή της ανασυντάξεως της Ρωσικής επικράτειας σε κράτη  οι Ορθόδοξοι κληρικοί της Εσθονίας ζήτησαν την ανασύσταση της «Αυτονομίας» τους του 1923 και καθαιρέθηκαν από τη Μόσχα, γιατί έθιξαν την «Υπερόρια Δικαιοδοσία» που υπερβαίνει τα καθορισμένα   όριά της υπό των Μεγάλων Συνόδων της Κων/πόλεως του 1590 και του 1583 και δεν συμπίπτουν με την έκταση της σημερινής ρωσικής Ομοσπονδίας. Το κράτος της Εσθονίας ζήτησε κατά τις διεθνείς συνθήκες την τέλεια ανεξαρτησία από τη Μόσχα της τοπικής Εκκλησίας του για τον τερματισμό του διχαστικού  εκκλησιαστικού προβλήματος της χώρας. Η παράταση της εκκλησιαστικής εκκρεμότητος πάντα  κυοφορεί πολλούς πνευματικούς  κινδύνους και το Φανάρι απέστειλε ως τοποτηρητή στην Εσθονία τον από Ναζιανζού επίσκοπον Στέφανον Χαραλαμπίδη το 1997 ζήσαντα ως διακόνου του Ρηγίου Μελετίου  στις Βρυξέλλες το ιδεώδες της ενώσεως των ευρωπαϊκών κρατών.  Ο Τοποτηρητής Στέφανος επιμελήθηκε της εκκλησιαστικής  συγκροτήσεως σε σώμα της  τοπικής Εκκλησίας των Εσθονών  και το 1999 καταστάθηκε και ο κανονικός μητροπολίτης Ταλίνης και πάσης Εσθονίας. Αυτό το σημαντικό  γεγονός το ανεγνώρισαν όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες,  χωρίς τον ρωσικό παρεμβατισμό της Μόσχας. Έκτοτε  η ρωσική πατριαρχία κατηγορηματικά απορρίπτει κάθε διοικητική ανεξαρτησία προηγηθείσης από την ίδια τοπικής Εκκλησίας, όπως της Ουκρανίας,της Μολδαβίας και της Λευκορωσίας αρνούμενη την αποδόμηση του Γιγαντισμού της.    Τότε αμέσως ενεργοποιείται ο ρουβλιωτικός εκμαυλισμός «των διψώντων χρήματα και δόξα» και οι εκβιαστικές «αποκαλύψεις» των «προσωπικών δεδομένων» των ανθιστάμενων.     Όμως η υπευθυνότητα  του αρχιεπισκόπου Κων/πόλεως δεν πολεμάται με παρόμοιες φθηνές εκδουλεύσεις  γιατί η άσκηση των καθηκόντων του πηγάζει   «άνωθεν και εκ παλαιού» κατά τον πατέρα της Εκκλ. Ιστορίας Καισαρείας Ευσέβιον,2 και οι ανάδελφοι εκβιασμοί μητραλοίων βαθύτερα στερεώνουν στις χείρες της  Αποστολικής Καθέδρας της Πόλεως του Κωνσταντίνου τις κλείδες της ενότητος της κατ’ Ανατολάς Χριστιανοσύνης.-

    1. Εκείθεν και το πρόβλημα περί των έγκυρων χειροτονιών κάθε διωκόμενης παρατάξεως που κατήλθε στις «κατακόμβες» για να διασωθεί και τώρα αυτό το καταχρώνται οι υποτακτικοί της Μόσχας, ωσάν να είναι αμόλυντοι ευθυνών!
    2. Ευσέβιος Καισαρείας: Migne P.G. τ. 21. στ.279.

    Loading