Ἡ «ἂφρων θυγάτηρ λυπεῖ καὶ μυκτηρίζει τὴν Μητέρα ἐαυτῆς».
(Παροιμ. ιδ΄15 καὶ ιζ΄21).
Τοῦ Ἀριστείδη Πανώτη
Στὰ μέσα τοῦ 20ου αἰώνα κατὰ τὴν πατριαρχία τοῦ Κων/πόλεως Ἀθηναγόρου (1949-1972) τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἂνοιξε τὸν δρόμο τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων. Μία ἐλπίδα τῶν νέων Θεολόγων ἀναπτερώθηκε καὶ θελήσαμε νὰ στηρίξαμε αὐτὴ τὴ Θεοκίνητη πρωτοβουλία. Τότε χρειάστηκε ἓνα βῆμα καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ περιοδικὸ «Ὀρθόδοξη Παρουσία» (1964-1966) ποὺ δημοσιεύθηκαν περισπούδαστα κείμενα καὶ ἂρθρα γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἀδελφότητος πρὸς στήριξη τοῦ ἐνιαίου σώματος τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὡς ἓνας ἐκ τῶν συνεργατῶν τῆς ἀνακαινιστικῆς αὐτῆς τάσεως καὶ ἀρχισυντάκτης τῆς «Θρησκευτικῆς καὶ Ἠθικῆς Ἐγκυκλοπαιδείας» κλήθηκα καὶ παρηκολούθησα ἐκ τοῦ πλησίον τὶς πρῶτες «Πανορθόδοξες Διασκέψεις» (1961-1964). Μάλιστα τότε τὸ 1965 ἒγραψα τὸ «Χρονικὸν τῆς Γ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως» Ρόδος 1-15 Νοεμβρίου 1964. * (Βλ. περιοδικὸ «Ὀρθόδοξος Παρουσία» τεύχη 3-4, 1964. σ. 196-240 καὶ σὲ ἀνάτυπό). Μὲ τὸ δημοσίευμά μου αὐτὸ κατέγραψα τὸ χρονικὸ αὐτῆς τῆς Διασκέψεως καὶ κατᾶ σύσταση τοῦ προέδρου τῆς Διασκέψεως μητροπολίτη Ἡλιουπόλεως Μελίτωνα Χατζῆ παρασιώπησα συμβάν άπὸ τὸ παρασκήνιό της πρὸς ἀποφυγὴ περιπετειῶν στὸν ἐπίσης πολὺ γνωστό μου ἀπὸ τὸ 1961 τότε ἐπίσκοπο Γιαροσλάβ καὶ τώρα μητροπολίτη τοῦ Λένινγκραντ Νικόδημο Ρότωφ. Ἡ τετραμελὴς ἀντιπροσωπεία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στὴ Διάσκεψη εἶχε καὶ τὸ 1964 βασικό της σύμβουλο τὸν ἀρχιεπίσκοπο Βρυξελλῶν Βασίλειο Κριβοσέϊν, πρώην Ἁγιορείτης μὲ ἱστορίες στὴν Ἱερὰ Κοινότητα καῖ μὲ τὸ ἑλληνικὸ κράτος.* Βλ.. Θ.Η.Ε. τόμ. 7. στ. 1032-36. Αὐτὸς μὲ τὶς παρεμβάσεις του στὶς συνεδριάσεις συνεχῶς ἀμφισβητοῦσε τὰ ἀπὸ αἰώνων προνόμια καὶ τὸ κῦρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ αὐτὴ ἡ στάση του τροχοπεδοῦσε τὶς ἐργασίες τῆς Δασκέψεως, προβλημάτιζε καὶ δυσαρεστοῦσε καὶ τὸν μητροπολίτη Μελίτωνα.
Περὶ τὸ τέλος τῶν συνεδριάσεων ἓνα βραδυνὸ στὸ παρὰ τὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ «Εύαγγελισμοῦ» γραφεῖο τοῦ ¨Ηλιουπόλεως τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ πρόεδρος τῆς ὀργανωτικῆς ὲπιτροπῆς Ρόδου Σπυρίδων Συνοδινὸς μαζί μου γιὰ νὰ ἀκούσουμε τὶς ἐντυπώσεις του γιὰ τὰ γενόμενα τῆς ἡμέρας.
Ἦταν περὶ τὴν 9η μ.μ. καὶ κτυπᾶ ἡ πόρτα. Ἐμφανίζεται άναστατωμένος ὁ Λένινγράντ Νικόδημος καὶ ἑμεῖς ἀποχωροῦμε στὸ διπλανὸ γραφεῖο. Ἀκούγαμε ὃμως τὸν κοπετό τοῦ ρώσου άντιπρόσωπου καὶ ἀπορρούσαμε! Ὃταν ὁ νυκτερινὸς ἐπισκέπτης ἒφυγε μας κάλεσε ὁ πρόεδρος καὶ μᾶς εἶπε: « Ἧλθε ἀναστατωμένος καὶ παρακάλεσε νὰ άποσοβηθεῖ ἡ δραπέτευση στὴν Ἀμερική τοῦ ἀντιπροσώπου τῆς Τσεχίας ἐπισκόπου Μιχαήλοβιτς Μεθοδίου γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχα εὐθύνη ἀπὸ τὴ Μόσχα καὶ κυρίως γιὰ νὰ ζητήσει συγνώμη γιὰ τη στάση τοῦ Κριβοσέϊν. Εἶναι ὁξύτατος καῖ πάντα πνεῦμα ἀντιλογίας καὶ ἒδειξε εὐπείθεια στὴ γραμμὴ τοῦ Πατριαρχείου μας.
Ὃμως εἶσθε ἡ Μητέρα Ἐκκλησία μας καὶ γνωρίζεται ὃτι γιὰ νὰ κινούμεθα ἀκολουθοῦμε τὶ ὑποδείξεις τῆς ἑκάστοτε κρατικῆς ἐξουσίας». Καὶ ὁ μητροπολίτης Μελίτων συνέχισε: Ὁ Νικόδημος ἦλθε γιὰ νὰ μοῦ «ἐκμυστηρευθεῖ» τὸ αὐτονὀητο, πώς ἡ πήγη τῆς τακτικῆς κατὰ τοῦ Φαναρίου εἶναι τὸ Κρεμλῖνο γιατὶ πιστεύει ἀπὸ τὸν 16ον αἰώνα στὸ δὀγμα τοῦ τετραπέρατου τότε «Ἀντιτσάρου» Μπόρη Γκουτούνωφ ὃτι: «Τὸ κράτος πρέπει συνεχῶς νὰ ἐπεκτείνεται διὰ τῆς Ἐκκλησίας του»! Αὐτὸ συνεπάγεται τὴ διάβρωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κατὰ στάδια γιὰ νὰ ὑποκλαποῦν οἱ εὐθῦνες του «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς» καὶ ἀκυρωθεῖ ὁ 28ος κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ κακοδοξία αὐτὴ συνεχίστηκε ἀκόμη καὶ μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μὲ θύματα τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ποὺ αὐθαίρετα ἐγκλείστηκαν ἀπὸ τὸν Στάλιν μέσα στὸ ἀπαίσιας μνήμης «Σιδηροῦν Παραπέτασμα». Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τοῦ πολύπειρου ἱεράρχη μᾶς δίδαξε ὃτι στὸν ἐκκλησιαστικὸ περίβολο τῆς Ρωσίας «ἀνθοῦν» πάλιν ἀδίστακτες τάσεις προτεσταντικῆς προελεύσεως, ὃπως ἐκεῖνες τοῦ Θεοφάνη Προκόποβιτς ποὺ ἐπέδρασαν στὴν ἐκκλησιαστικὴ τακτικὴ τοῦ Μεγάλου Πέτρου καὶ ὑποδούλωσαν τὴν Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας στὴν ἑκάστοτε κρατικὴ πολιτικὴ. Ὃμως αὐτὴ ἡ πλάνη διαστρέφει τὴν καθορισμένη ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους «Ἀποστολικὴ Ἐκκλησιολογία» μας μὲ τὴν εὐθύνη τῶν ἰσχυόντων σήμερα μεταρρυθμιστῶν.
Τὸ Οὐκρανικὸ κράτος ἀνασυνεστήθηκε τὸ 1991 μετὰ τὴ διάλυση τῆς Σοβιετικῆς Ἐνώσεως καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς περιόδου τῆς περιόδου τῆς «Ἀναδομήσεως- Ἀνασυγκροτήσεως» (Περεστρόϊκας). Οἱ ὀρθόδοξοι Οὐκρανοὶ ἰερᾶρχες ἐπιθυμοῦν τὴν ἀνεξαρτησία τους ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας. Ὃμως ἡ Μόσχα ἀπορρίπτει τὸ αἲτημα γιατὶ με τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀνεξαρτησία ματαιώνεται τὸ ἀπὸ τὸν 16ον αἰώνα σχέδιό νὰ άποδειχθεῖ ἡ Μόσχα «Τρίτη Ρώμη»! Ἀκολουθεῖ ἡ διχοστασία Μόσχας καὶ Κιέβου καὶ καθαιρεῖται ὡς ἀποστάτης ἀπὸ τοὺς Μοσχοβῖτες ὁ ἐπὶ ἒτη μητροπολίτης Κιέβου Φιλάρετος ποὺ μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ Λένιγκραντ Νικόδήμου ἀντιπροσώπευε καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας στὶς Πανορθόδοξες Διασκέψεις. Στὴ συνέχεια τὸ Κρεμλῖνο γίνεται ἐπιθετικὸ κατὰ τῶν Οὐκρανῶν μὲ πολεμικὲς συρράξεις, καταλήψεις ἐδαφῶν καὶ μυριᾶδες θύματα! Οἱ Οὐκρανοὶ ἀντιστέκονται καὶ διὰ τῆς Βουλῆς τους ἐπιζητοὺν θρησκευτικὴ ἀνεξαρτησία ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τους, τὴν Ἐκκλησία Κων/πόλεως.
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ὡς «Πρῶτος» καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδό του πρὸς πρόληψη μείζονης συμφορᾶς μελετοῦν κατὰ τὴν κανονικὴ τάξη τὸ ζήτημα ποὺ προέκυψε μέσα στὴν ἀπ’ αἰώνων Δικαιοδοσία του Θρόνου τῆς Κων/πόλεως. Ἐπὶ μῆνες διεξάγεται μελέτη τῆς κανονικῆς διαδικασίας χορηγήσεως τῆς ἀνεξάρτητης ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως (Αὐτοκεφαλίας), παρὰ τὶς διάφορες βίαιες παρεμβολὲς αἰτιάσεων καὶ ἐκβιασμῶν ἀπο τὴ Μόσχα. Τὸ Φανάρι διαπιστώνει τὴν παραπλανητικὴ ἑρμηνεία τῆς ἐπιστολῆς τοῦ πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ (1686) καὶ τὴν ἀναιρεῖ διότι οὐδέποτε ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος παραιτήθηκε τοῦ δικαίου νὰ χορηγεῖ ἢ καὶ νὰ καταργεῖ ἀνεξαρτησίες καὶ πατριαρχικὲς ἀξίες μέσα στὴν ἀπό αἰώνων καθωρισθεῖσα ὑπὸ Οἰκουμενικῶν Συνόδων δικαιοδοσία του. Ὃλες οἱ ἀπὸ τον 16ον αἰώνα χορηγηθεῖσες πράξεις ἀνεξαρτησίας καὶ τιμὲς προῆλθαν μόνον ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Κων/πόλεως. Ἐξ αὐτοῦ καὶ τώρα ἡ Μητέρα Ἐκκλησία ἀκολούθησε στὸ Οὐκρανικὸ θέμα τὴν ἀρχαία συνεπὴ κανονική ἀρχὴ καὶ κάλεσε ὃλους τοὺς Οὐκρανοὺς ἱεράρχες σὲ τοπικὴ Σύνοδο. Ὃσοι ὐπήκουσαν προσῆλθαν καὶ ὃσοι ἐκβιαζόμενοι δὲν παρέστησαν ἐπωμίσθησαν τὴν ἲδια τους εὐθύνη, ὃπως ὁ συμπαθεὶς κατὰ τὰ ἂλλα Ονούφριος! Οἱ μετέχοντες ἐξέλεξαν τὸν «Πρῶτον» τους καὶ ὁ Μακαριώτατος Επιφάνιος τὰ Ἃγια Θεοφάνια 6 Ἰανουαρίου 2019 συλλειτουργεῖ μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου καὶ παραλαμβάνει τὸν κανονικὸν Τόμο τῆς Αὐτοδιοικήσεως (αὐτοκεφαλίας) καὶ ἐνθρονίζεται στὶς 3 Φεβρουαρίου 2019 στὸν Καθεδρικό του ναὸ «τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας» τοῦ Κιέβου μὲ τὴ παρουσία μόνον τῆς πατριαρχικῆς Ἀντιπροσωπείας. Οὒτε στὴ Μόσχα κατὰ τὴν αὐτοκεφαλὶα καὶ πατριαρχία τὸ 1589 παρέστησαν πλὴν τοῦ πατριάρχου Ἱερεμία Β΄ ἀντιπρόσωποι, γιατὶ δὲν ὑπῆρχαν τότε στὴν Ἱστορία. Τὸ γνωμικὸ ὃτι «κακῆς ἀρχῆς γενομένης μύρια κακὰ ἓπονται» δὲν ἐκτιμήθηκε δεόντος καὶ τώρα βλέπουμε πόσο διασπᾶ τὴν ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη καὶ κατὰ στὴ δευτέρωση τοῦ αὐτοῦ σφάλματος τὸ 1850 μὲ τὴν «Ἑλλαδικὴ Αὐτοκεφαλία» δὲν παρέστη κάποια Ἀντιπροσωπεία παλαίφατου Πατριαρχείου γιὰ νὰ «ἐπιβεβαιώσει τὴν συγκατάθεσή του». Τὸ ἲδιο ἀκριβῶς συνέβη καὶ κατὰ τὴν δωρηθεῖσα ἀνεξαρτησία στοὺς Σέρβους, στοὺς Ρουμάνους, στοὺς Βουλγάρους, στοὺς Ἀλβανοὺς καὶ στοὺς Γεωργιανοὺς ἀπὸ τὴ Μητέρα Ἐκκλησία. Αὐτὲς οἱ «σκηνοθεσίες» εἶναι εὐρήματα Μοσχόβιας κατασκευῆς γιὰ νὰ ἐντυπωσιάζουν καὶ νὰ δημιουργοῦν παραισθήσεις κοσμικῆς «ἑταιρείας».
Τὸ Οὐκρανικὸ ζήτημα ἒδωκε τὴν εὐκαιρία νὰ μελετηθοῦν καὶ ἐξιχνιαστοῦν πλεῖστα ὃ,σα ἱστορικὰ καὶ κανονικὰ θἐματα καὶ νὰ συγκεντρωθεῖ περὶ αὐτῶν σημαντικὴ βιβλιογραφία. Ἀποκαλύφθηκαν δολοπλοκίες καῖ παρερμηνεῖες ἐγγράφων καὶ πλεῖστες ὃσες ἐφάμαρτες δοσοληψίες, προσωπικοὶ ἐκβιασμοὶ καὶ φατρίες, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐμπάθειες τῶν ἀντιπατριαρχικῶν κύκλων κ. ἂ. Δυστυχῶς αὐτὰ περιλαμβάνουν καὶ περίεργες σχέσεις Ἱεραρχῶν στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴ Κύπρο καὶ μὲ ρωσικοὺς παράγοντες καὶ παραθρησκευτικὲς ὀργανώσεις συνδεδεμένες μὲ τὸ βαθὺ κράτος τοῦ Κρεμλίνου. Ἀκόμη δὲν πρέπει νὰ διαφεύγουν οἱ προσπάθειες πρὸς διόγκωση στὸ Ἃγιον Ὀρος τῶν ἐκ Ρωσίας μοναχῶν ποὺ ἀνάγκασαν τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση σὲ ἀπελάσεις ρώσων διπλωματῶν. Ἓνα ὁρατὸ θέαμα ρωσικῆς ἐπιρροῆς εἶναι οἱ «βολβόσχημοι» τρούλλοι ἐκεῖ ποὺ ἀνθεῖ ἠ πολύκλειτη βυζαντινὴ ναοδομία. Ἂλλο ἂθλιο ἀποτέλεσμα ὑποχθόνιας συναλλαγῆς εἶναι οἱ φωνασκίες τῶν ἐνταῦθα ὠνητῶν ἰστότοπων πρὸς κατασυκοφάντηση τῶν ἀποφάνσεων τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Κρήτης ἐπειδὴ ἀπήχαν ἐσκεμμένως οἱ Μοσχοβῖτες καὶ οἱ γνωστοὶ ἀπὸ μακροῦ δορυφόροι τους. Αὐτοὶ στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τῶν νεότερων χρόνων ἒχουν καταγραφεῖ ὡς οἱ πλέον πείσμονες ἐκτελεστὲς τοῦ σχεδίου μεταβολῆς τῆς Ἐκκλησίας τους σὲ θρησκευτικὸ μόρφωμα τῆς ἑκάστοτε πολιτικῆς τοῦ ρωσικοῦ κράτους τους. Ἐξ αὐτοῦ ὁ ἒξοχος καὶ ἐμβριθὴς θεολόγος Ἱεροσολύμων Δοσίθεος Β΄ ὁ Νοταρᾶς (1669-1707) εἶναι ὁ μόνος ἀψευδής μάρτυρας τοῦ δόλιου θελήματος τῆς ὑπαγωγῆς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου στὴ Μόσχα μὲ τὴν ὑποκλοπὴ τοῦ δικαίου τῆς ἐκλογῆς καὶ χειροτονίας καὶ τῆς ἀποκοπῆς τῆς μνημονεύσεως τοῦ κυρίαρχου τῆς δικαιοδοσίας Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη! Τότε ὁ πατριάρχης Δοσίθεος Β΄ διερωτόμενος ἒγραψε στὸν Μόσχας Ἰωακείμ: «Μήπως θέλεις νὰ σοῦ πλένουμε καὶ τὰ πόδια;» Μὲ τὴν εἰρωνία αὐτὴ ὁ σοφὸς Πατριάρχης ἐπισήμανε τὴν ἀκόρεστη ἀδηφαγία τοῦ Μόσχας γιὰ τὴν ἀρπαγὴ τῆς Μητροπόλεως Κιέβου!
Ὃμως στὰ μεταγενέστερα χρόνια αὐτὴ ἡ λαιμαργία κακοφόρμησε καὶ ἒλαβε τὴν μορφὴ τοῦ «Ἐθνοφυλετισμοῦ» ποὺ παρέσυρε τοὺς Βούλγαρους τὸ 1870 σὲ σχίσμα 73 χρόνων, καθὼς καὶ τὸ 1899 τοὺς ἀραβόφωνους Ρωμιοὺς Ἀντιοχεῖς σὲ σχίσμα 18 χρόνων μέχρι τὸ 1917, ποὺ ἒπεσε ὁ Τσαρισμὸς! Φαίνεται πὼς οἱ Μοσχοβῖτες ὡς ὂργανα τῆς ἐξουσίας τοῦ κοσμικοῦ κράτους τους «ἀθλοῦνται» στὰ σχίσματα. Τώρα μὲ τὶς παράφωνες δοξαριὲς ἀδέξιου μαέστρου βρίσκεται στὴν πατριαρχία τῆς Μόσχας τὸ ἀνάστημα τοῦ Νικόδημου Ρότωφ καὶ ἰδιαίτερος γραμματέας του Κύριλλος Γκουντιάγιεφ, κατὰ τὸ «Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας» διατελῶν ἢδη ὑπὸ «Ἀναθεματισμοὺς» διὰ τὴν καταπάτηση ρητῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πατριάρχης αὐτὸς κατὰ τὸν Cécile Vaissié, καθηγητή Πανεπιστημίων τῆς Ρωσίας καὶ τῆς Σοβιετικῆς Ἒνωσης, ἐκ τῆς ραγδαίας ἱεραρχικῆς καριέρας φανερώνει στενοὺς δεσμούς μὲ τὴν KGB καὶ μὲ τὸν Βλαντιμίρ Πούτιν. Ὁ μακαριστὸς διδάσκαλός μου ἐπὶσκοπος Κατάνης Κασσιανὸς Μπεζομπράζοφ, ὃταν τὸν ἐρωτοῦσα μὲ ποιὸ τρόπο θὰ πέσει τὸ Σοβιετικὸ καθεστὼς στὴ Ρωσία μοῦ ἀπαντοῦσε ἐνδακρυς: «Δι’ εὐχῶν τῶν ¨Αγίων Πατέρων ἠμῶν τῶν καταφυγόντων εἰς τὰ δάση καὶ είς τὰς ἐρήμους» ! Οἱ ἁγιασμένοι πατριαρχες τοῦ Βυζαντίου εἶναι περὶ τοὺς ἐνενήντα καὶ στάθηκαν φρουροὶ τῶν προνομίων τους μέσα στὰ ὃρια τῆς δικαιοδοσία τους. Τὸ ἓνα στόμα τους διὰ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου μας διδάσκει πὼς:«Δύο γὰρ εἰσι διαιρέσεις ἀπὸ τοῦ σώματος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ, μίαν μὲν, ὃταν ψύξωμεν τὴν ἀγάπην, δευτέραν δὲ, ὃταν ἀνάξια τολμήσωμεν τελεῖν εἰς ἐκεῖνον τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» Αὐτοὶ κατέστησαν τὴν Ἐκκλησίας μας κατὰ ἀποστολικὴ ἐντολἠ «ζωντανὴ θεσμικὴ πηγὴ τῆς Ὀρθοδοξίας» ὣστε «Πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω» (Α´ Κορ. ιδ´ 40).
Ὁ ποιητής Μένανδρος (342-252) λέγει ὃτι ὁ πατέρας τῆς ἀληθείας εἶναι ὁ χρόνος καὶ ἡ ἀλήθεια ἒρχεται στὸ φῶς ἐνιοτ’ οὐ ζητούμενη». Ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀποφάσισα τώρα νὰ δημοσιεύσω αὐτὸ τὸ γεγονός για νὰ ἐπαληθεύσω τὸν ἱστορικὸ νόμο ὃτι «τὸ ψεύδος οὐδέποτε ζεῖ γιὰ νὰ γηράσει» καὶ μάλιστα ὃταν συνεχίζει ἡ «ἂφρων θυγάτηρ νὰ λυπεῖ καὶ νὰ μυκτηρίζει τὴν Μητέρα ἐαυτῆς» (Παροιμ. ιδ΄15 καὶ ιζ΄21). Ἡ Μητέρα βέβαια πικραίνεται γιατὶ ἡ θυγατέρας της ἀπὸ ἒλλειψη πεπνυμένης φρονήσεως περιφρονεῖ τὴν εὐθύνη τῆς μητρότητός της. Εὓχομαι οἱ Μοσχοβῖτες σύντομα νὰ καταλάβουν τὸ ὁλίσθημά τους και νὰ εἰρηνεύσουν διότι οἱ ἀστήρικτες αἰτιάσεις τους ἁπλὰ πλούτησαν τὴν εἰς βάρους τους βιβλιογραφία. Α.Π.
Ο σημερινός μεσογειακός ερειπιώνας της αρχαίας Εφέσου, της άλλοτε η επίσημη πρωτεύουσας της Ιωνίας που έπαυσε από αιώνων να είναι η ένδοξη «θαλασσόθεα» πόλη της Ιωνίας. Όμως το άπλωμα σ’ αυτήν της ευαγγελικής σαγήνης την κατέστησε αιώνια παρακαταθήκη αποστολικών προσταγμάτων, τόσον του «Απόστολου των Εθνών» Παύλου, όσον και του «ηγαπημένου» μαθητή του Κυρίου Ευαγγελιστή Ιωάννη, ο οποίος μετά του Πέτρου και του Ιακώβου, συναποτελούσαν την ευλογημένη «τριανδρία» των «στυλοβατών» της Εκκλησίας. 1. Πραξ. γ΄. 1. δ΄13.19 και Γαλ.β΄,9. Οι Επιστολές του Παύλο, καθώς και οι Επιστολές και η Αποκάλυψη του Ιωάννου εσαεί διδάσκουν πως ο «Άγιον έθνος» του Λαού της Εκκλησίας 1δεν δέχονται στην Εκκλησία του Χριστού φυλετικές διακρίσεις μεταξύ των πιστών. Ο Παύλος στις δύο πρώτες του περιοδείες του απέφυγε να δράσει στην Έφεσο, ίσως γιατί υπήρχαν Ιουδαϊζοντες στις εκεί Συναγωγές, αλλά και στην Αγορά της ο συναζόμενος λαός ήταν πολυεθνικός και απέφευγε να προκαλέσει φυλετικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των ακροατών του. Μετά όμως τη τρίτη περιοδεία του και αφού απέκτησε πολλούς μαθητές του Χριστού στη Γαλατία και στη Φρυγία, δηλαδή στο κέντρο της Μικρασίας απέκτησε ως στενό συνεργάτη του τον νεότατο και εγγράμματο Τιμόθεο από τα Λύστρα και όταν επέστρεψε στην Έφεσο θεώρησε κατάλληλο χρόνο να αποκαλύψει στους πιστούς την οικουμενικότητα της χριστιανικής πίστεως κατ’ απόφαση της Αποστολικής Συνόδου των Ιεροσολύμων η οποἰα καταργεί πάσαν δέσμευση της εθιμοτυπία του Ιουδαϊσμού που επέβαλε υποχρεωτικά την ταυτότητα του Εβραϊσμού με την υποχρέωση της Αβρααμικής «ακροβυστίας» η «περιτομής» ( Γεν. ιζ΄3—14). Η παραμονεί από το 53 μέχρι το Μάϊο του 56 επί τριετία του Παύλου στην Έφεσο συμβαίνει με την αμφιλεγόμενη μακροχρόνια «αιχμαλωσία» του, που «παρασιωπάται» από τις «Πράξεις των Αποστόλων» (Πράξ, ιθ΄. 8-10). Η νέα όμως αυτή φυλάκισή του φαίνεται πως προκλήθηκε εξ αφορμής της εκεί νέας παρουσίας του και της διασαλεύσεως πάλι της δημόσιας τάξεως. Τότε φαίνεται πως γράφηκαν και οι σπουδαιότατες για την εκκλησιαστική ζωή και τάξη οδηγίες του προς Γαλάτες και η Α΄ προς Κορινθίους, γραμματεύοντος του Τιμοθέου, του μετά πρώτου επισκόπου της Εφέσου. Αυτή η απομόνωση του Παύλου μετά των «συναιχμαλώτων» του έδωσε την ευκαιρία να καταγράψει στις λεγόμενες επιστολές της «αιχμαλωσίας» του και τις αποστολικές υποθήκες του που παραμένουν επί είκοσι αιώνες εντολές του προς όλη την Χριστιανοσύνη. Στη προς Γαλάτες ελέγχεται η επίθεση των Ιουδαϊζόντων κατά της αποστολικότητάς του και υποστηρίζεται η γνησιότητα του Ευαγγελίου που εκήρυττε. Ἡ διδαχή του Ευαγγελίου σε όλα τα έθνη είχε την αποδοχή των προεστώτων Αποστόλων όταν «τας δεξιάς τους έδωκαν» στην Αποστολική Σύνοδό τους για να προσφερθεί στους πολλούς το μήνυμα της σωτηρίας τους χωρίς την δέσμευση από θρησκευτικούς τύπους της Ιουδαϊκής Συναγωγής. Αυτή η αποστολική απόφανση άνοιξε διέξοδο για να κατανοηθεί ο χαρακτήρας και η φύση της Χριστώ «χριστιανικής ελευθερίας» και γι’ αυτό ο Τερτυλλιανός θεωρεί την επιστολή αυτή «πρωταρχικής σημασίας στη πολεμική κατά του Ιουδαϊσμού» γιατί με αυτήν «απελευθερώθηκε η Εκκλησία από «ξεπερασμένες δεσμεύσεις για να πορεύονται οι εξ Εθνών πιστοί προς τον Ἰησοῦ Χριστό». Η απόρριψη του τύπου της «περιτομής» για τους εξ Εθνών πιστούς επιβάλλεται γιατί αυτή αναιρούσε την οικουμενικότητα της δια Ιησού Χριστού Σωτηρίας. Επομένως πρώτη σπουδαία αποστολική υποθήκη του Παύλου προς τους προσκληθέντες είναι ότι η χριστιανική πίστη καταδικάζει κάθε εναγκαλισμό φυλετικής διακρίσεως γιατὶ αντίθεται στην αδελφότητα του «Ενός γένους» των ανθρώπων. 2Το «εθνοφυλετικό ιδεολόγημα» δεν πρέπει να συγχέεται με την αποστολή της Εκκλησίας αφού η «εκκλησιαστικότητα» πρέπει να αγκαλιάζει τους πάντες για να έλθουν σε επίγνωση της αλήθειας. Δυστυχώς ο «Εθνοφυλετισμός» έγινε εργαλείο του «ηγεμονισμού» όσων διαθέτουν όγκο πλήθους και πλούτο μήπως με «επιτήδειους» χειρισμούς ανατρέψουν τη τάξη των «Δίπτυχων» της Εκκλησίας μας. Όταν διεπιστώθηκε η απροκάλυπτη χρήση αυτής της κακοδοξίας συνεκάλεσε το 1872 την Αγία και Μεγάλη Συνόδου των παλαίφατων Πατριαρχείων και καταδίκασε το διχαστικό αυτό ιδεολόγημα που εκτρέφει την κάθε λογής πανουργία για να διασπάσει τη θεοσύστατη ενότητας της Εκκλησίας. Ο «κλητός» Ταρσέας Απόστολος εμπιστεύθηκε στους Κορινθίους και στα έθνη μία ἀκόμη σπουδαία αποστολική εντολή. ότι για να στερεωθεί η Εκκλησία πρέπει τα : «Πάντα ευσχημόνως και κατά τάξη γινέσθω» (Α΄Κορ.ιδ΄40). Η εξωμάλινση με την Τάξη και στη δημόσια λατρεία της ζωής της Εκκλησίας αρχίζει από το ιερό «τέλεσμα» του «Δείπνου του Κυρίου», μέχρι την αδελφική συμμετοχή στη τράπεζα του Κυρίου και των «Αγαπών» προς άσκηση της φιλαδελφίας προς τούς δοκιμαζόμενους αδελφούς. Το προφητικό χάρισμα της «γλωσσολαλίας» διατυπώνει το αξίωμα ότι: «υπό πάντων των Αποστόλων κατατέθηκε και παντού υπό πάντοτε διατηρήθηκε» αυτό και αποτελεί την πυξίδα προσανατολισμού στην Αποστολική Παράδοση.
Σε αυτό συμφωνεί και ο «ηγαπημένος» Απόστολος του Κυρίου , που εγκαταστάθηκε το τελευταίο τέταρτο του Α΄ αιώνα στον Μικρασιατικό πυλώνα της Εφέσου. Εκεί ως ο φορέας της «παλαιάς εντολής» (Α΄ Ιω.β΄.7), έρχεται για να ζωντανεύσει την εκκλησιαστική ζωή όλων των υφιστάμενων πιστών στην Ανθυπατική Ασία. Τότε προσπαθούσαν να εμπλέξουν την αλήθεια περί του Ιησού στα «δοκητικά» και «γνωστικά» παραληρήματα των μύθων και των φαντασιώσεων με τις θαυματοποιές τεχνουργίες του Απολλώνιου του Τυανέα για να καταστρέψουν την πρόοδο τοῦ Εὐαγγελίου την Ασία. Κατά δε τον περίφημον εκ Φρυγίας και μετά επίσκοπο Ιεραπόλεως Παπία (70-165) που ζούσε και αυτός τότε στην Έφεσο, ο Ιωάννης ήταν η εγκυρότερη φωνή γι’ αυτά που «άκουσε και είδε με τα μάτια του και ψηλάφισε» για το θείο πρόσωπο του Ιησού και αναμφισβήτητα μπορούσε να διαψεύσει όλες τις ψευδοδιδασκαλίες που επιδίωκαν να διαβρώσουν την περί του Χριστού αλήθεια. Κατά τον Ευαγγελιστή της Αγάπης η πάλη της αλήθειας με το ψεύδος όταν εμβαθύνει στο μυστήριο του «Λόγου του Θεού που σάρξ εγένετο» είναι ο μόνος ασφαλής τρόπος εξοντώσεως του μισάνθρωπου μένους του διάβολου. Σε όλες τις επιστολές του ο Ευαγγελιστής τονίζει τη προτεραιότητα της εντολής της Αγάπης σε συνδυασμό πάντα με την αυστηρή προσήλωση στην αλήθεια.
Εκείνο το κείμενό του που έχει μείζονα «εκκλησιολογική» σημασία για την αρχαϊκή συγκρότηση της Εκκλησίας είναι το βιβλίο της «Αποκαλύψεως». Και τούτο διότι μεταξύ του 2 και του 3 κεφαλαίου του παρεμβάλλονται οι επτά επιστολές προς τις νεόφυτες Εκκλησίες της Μικράς Ασίας και προς τους προεστώτες «αγγέλους»-τους για να προληφθούν διάφορες ελαττωματικές καταστάσεις στην εκκλησιαστική ζωή της μείζονος περιοχής της Εφέσου. Με τον τρόπο αυτό αποκαλύπτονται μηνύματα αγάπης του Ουρανού προς έλεγχο και καθαρμό των ανθρώπινων λαθών σε περιόδους δοκιμασίας και διωγμών. Το πρόβλημα της ερμηνείας αυτών επιστολών είναι δύσκολο όχι τόσον για το μέγεθός τους, όσον για τον πλούτο των συμπερασμάτων τους.
Η παρουσία στην Έφεσο πέραν του μισού αιώνα δύο εκ των δυναμικών Αποστόλων που «έσονται μάρτυρες της αλήθειας» περί του Ιησού Χιστού ( Μαρκ.στ.7-6) διαμορφώνει στη Συνείδηση της Εκκλησίας εκτός από την αρχαϊκή αληθινή πίστη, και με την δικλίδα προστασίας της ενότης της Εκκλησίας, που διαμορφώνεται πολύ αργότερα στην δικαιοδοσιακή διοίκηση με την σύσταση του μητροπολιτικού συστήματος. Η συμβολική παράθεση των επτά πρώτων επισκοπών περί την Έφεσο πιθανόν να είναι και η πρώτη απόπειρα συντάξεως του «Συνταγματίου» της, που αργότερα εντάχθηκε και εξελίχθηκε στην Αποστολική Καθέδρα της Κων/πόλεως. Γνωστή είναι παρέμβαση του αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου του Χρυσοστόμου για την αποκατάσταση της περί την Έφεσο διασαλευθείσας κανονικής τάξεως που δείχνει πολλά και μαρτυρείται υπό του ιστορικού Θεοδώρητου (Ἐκκλ. Ιστορία Ε΄.28) και δείχνει άσκηση κανονικού δικαιώματος στη Μικρά Ασία μετά την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο. Η «κανονική τάξη» στη Μικρά Ασία έχει σταθεροποιηθεί από τον 7ον αιώνα σύμφωνα με τον παρισινού κώδικα 1555Α ο οποίος και περιλαμβάνει το πρώτο «Συνταγμάτιον» της Εκκλησίας Κων/πόλεως. Στη Τάξη αυτή διαπιστώνουμε ότι και η πρώτη θέση παραχωρεῖται στο αρχαϊκό ιεραποστολικό κέντρο της Καισαρείας με τις έξη επισκοπές της. Η μείζονα όμως περιοχή της Ασίας εξαρχικά ανήκει στη Μητροπολιτική Καθέδρα της Εφέσου με τις τριανταέξη (36) επισκοπές της που διατήρησε περίπου μέχρι το 1922. Μέχρι τότε ο μητροπολίτης Εφέσου για να ασκεί τη διακονία του είχε τρις καθέδρες. Η πρώτη, που παρέμενε και ο ίδιος βρισκόταν ήταν έξω από τη πόλη της Σμύρνης στο Κορδελιό, η δεύτερη στη Μαγνησία με τον εκάστοτε επίσκοπο Ερυθρών και η τρίτη στις Κυδωνίες με τον επίσκοπο Ειρηνουπόλεως. Ἡ επισκοπή της Σμύρνη αναδείχθηκε 40 μίλια μακριά από την ΄Εφεσο σε ανεξάρτητη αρχιεπισκοπή, μετά τη πρόσχωση της διώρυγας επικοινωνίας του λιμένα της Εφέσου με τη θάλασσα του Αιγαίου από τον Καΰστρο ποταμό. Η Εκκλησία τῆς Σμύρνης περιορίστηκε μόνον εντός της πόλεως του λιμένα της όπως δείχνει το διάγραμμα των ενοριών της που βρίσκεται στο αρχείο του Πατριαρχείου μας. Σαφής μαρτυρία αυτού του γεγονότος είναι το ακόλουθο. Όταν ο δάσκαλό μου Γεώργιος Σωτηρίου ανακάλυψε το 1921τη βάση του «Τρόπαιου μνήμης» του Ευαγγελιστή στην Ιουστινιάνειο βασιλική της Ακροπόλεως της Εφέσου, προκειμένου να ερευνηθεί ο τάφος δεν προσκάλεσε τον ξακουστό τότε μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου Καλαφάτη, αλλά τον οικείο τότε μητροπολίτη της περιοχής Φιλαδελφείας Χρυσοστόμο Χατζησταύρου και αυτός συνέταξε και την υπέγραψε τη Έκθεση προς τον τότε «εν ενεργεία» πατριάρχη Μελέτιο Δ΄ . Κατά δε την Έκθεση αυτήν: «ο τάφος ανεσκάφη επιμελώς και ανευρέθηκαν εν αυτό συντρίμματα κανδυλών, διαφόρων εκκλησιαστικών σκευών και οστά τινά, μετά προσοχής ιδιαιτέρως φυλαττόμενα.» Βλ.«Εκκλησιαστική Αλήθεια» του 1922 σελ. 344-346, Μάλιστα ο ίδιος κατά την τάξη τέλεσε μετά του Ιερού Κλήρου και λαού τη πρώτη και τελευταία εκεί θεία λειτουργία στις 6 Αυγούστου 1922, ενώ άρχιζε η φονική αναμέτρηση στο Σαγγάριο. Μετά 82 χρόνια από το 1922 στις 26 Σεπτ. 2004 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος χοροστάτησε εκεί στην τελεσθείσα εκεί θ. λειτουργία υπό του Αρχιμ. Κυρίλλου Σική και από τότε εγκαινιάστηκε η ετήσια λειτουργική συνάξη περί το «Τρόπαιο μνήμης» του Ευαγγελιστή την ημέρα της μνήμης του γιατι μέσα στον ερειπιώνα της Εφέσου εξακολουθεί να περιπατεί η Εκκλησία, δεδομένου ότι όχι μόνον μεγάλα «ονόματα κεκοίμηνται», κατά τον Εφέσου Πολυκράτη (193-202), αλλά εκεί εσπάρει το Ευαγγέλιον από τους Αποστόλους Παύλο και Ιωάννη και βλάστησαν και καρποφόρεσαν βασικές ευαγγελικές αρχές και αξίες που μέχρι σήμερα έχουν την οικουμενική αποδοχή στη ζωή των κατά τόπους Εκκλησιών παρά τα συμβάντα (1909-1923) Η Ιστορία διδάσκει πώς είναι η μόνη Εκκλησία που παραμένη ακλόνητη αφού οι αποστολικές χείρες την «εθεμελίωσαν» και με «καινό και παράδοξο τρόπο τειχισμού την ησφαλήσαν.»3μέχρι τον 21ον αιώνα.
1. Α΄Πέτρ. β΄. 9.
2.Δυστυχώς στους τελευταίους αιώνες η κρατική διπλωματία του Κρεμλίνου από την εποχή του τσάρου Μεγάλου Πέτρου έδωσε εθνικό-πολιτικό περιεχόμενο στο «φυλετισμό» για να διαβρώσει την εκκλησιαστική συνείδηση των πιστών στην Ορθοδοξία.3. Ιωάννης Χρυσόστομος. Migne P.G. τ.51.στ.77, βλ. Έφεσος. στη Θ.Η.Ε. τ.5, στ.1150-1152.
Η Παράδοση είναι η ζώσα μνήμη της Εκκλησίας γι’αυτό και περιλαμβάνει την αληθινή διδασκαλία όπως αυτή εκδηλώθηκε στην Ιστορία δια του Κυρίου Ιησού με σταθερούς εκφραστές και κύριους εγγυητές την δυάδα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.Ένα μέρος των ακροατών του Ιησού Χριστού αρχικά παρανόησαν το βάθος της διδασκαλίας του και απομακρύνθηκαν νομίζοντες ότι η Μεσσιανική διδασκαλία του αφορούσε μόνον την εγκόσμιο αποκατάσταση του βασιλείου του Ισραήλ και τότε ο «Πρωτοεπιστάτης» των Αποστόλων Κηφάς-Πέτρος, με την ορμήν και τη φλόγα της καρδιά του ερωτά τον Ιησού; «Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» και ο Χριστός του απαντά: «Τα ρήματα, α λελάληκα υμίν , πνεύμα έστι και ζωή έστι»( Ιω. στ΄. 63) και πραγματικά η άγνοια και η πλάνη υποθάλπτουν την αποξένωση από τον ευθεία κατεύθυνση του Θεού. Από την εποχή που ακούστηκε ο λόγος του Θεού στα μέρη της Μέσης Ανατολής, της Ευρώπης κι της Ασίας και οι λαοί φωτισμένοι από τους Αποστόλους και τους διαδόχους τους ζωοποίησαν πλήθη και έθνη από τα ρήματα του αιωνίου Χριστού και από τα πρόθυρα της παρακμής οδήγησαν τους «κοπιώντες και πεφορτημένους» στην πολύμοχθη σύγχρονη πραγματικότητα της Εκκλησίας που έχει όρια σε τόπο και χρόνο υπερβαίνουσα κάθε απλή θρησκευόμενη κοινωνία και παραμένουσα άπειρη χρονική περίοδοεπί της γηςκαι έκφράζουσα δια της πίστεως «τα εν τοις ουρανοίς»που θεμελιώνονται «επί της γης» από τον ίδιο τον Ιησου Χριστό διαφυλάσσονται δε ακέραια υπό των Αποστόλωντου και διαχρονικά αναπτύσσονται υπό τηνκανονική αλυσίδα των διαδόχων τους μέχρι σήμερα που η Εκκλησία μας παρέμεινε: «η Μία, Αγία, Καθολική και ΑποστολικήΕκκλησία»που δεν έχει αλλοιωθεί από την αίρεση ούτε και από την πλάνη.
Η Ρώμη απορρόφησε όλους τους λαούς των Εθνών της Μεσογείου θαλάσσης σε μια μεγάλη ιστορική περίοδο και καταβρόχθισε όλες τις εξουσίες τους ακόμη και τα δίκαια που θέσπισαν πολιτισμοί αιώνων. Όλα τέθηκαν υπό την κεντρική έξουσία του Καίσαρα που τα πάντα διαυθεντεύει ιδίως την θρηκευτική ζωή των υπηκόων της. Το κατακτητικό Ρωμαϊκό κράτος απλώνει το χέρι του παντού και εμφανίζεται ως ο κληρονόμος της πολυφυλετικής αρχαίας Βαβυλώνος. Όταν επληθύνθη η Εβραϊκή Συναγωγή άρχισαν και οι οξύτατες διαφωνίες περι της μεσσιανικής αποστολής του Ιησού, κατι που δείχνει ότι έφθασαν προσήλυτοι της Εκκλησιάς στη Ρώμη προερχόμενοι από διάφορες επαρχίες της αυτοκρατορίας. Όταν ο Καίσαρας Κλαύδιος διαπίστωσε τον μέγεθος τους τους έδιωξε από τη Ρώμη το 41-54 μ.Χ. όλη την Εβραϊκή διασπορά που ενοχλούσε με τις θρησκευτικές δοξασίες της την κοινωνία των Ρωμαίων. Παραδειγμα ήταν ο Πόντιος σκηνοποιός Ακύλας και η σύζυγός του Πρίσκιλλα που τότε εξεδιώχθηκα από τη Ρώμη γιατί ήσανεξ Εβραίων χριστιανοίκαι εξορίστηκαν στην Κόρινθο. Εκεί συνάντησαν με τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος τους κατέστησε στενούς συνεργάτες του και τους πήρε μαζύ του στην Έφεσο και μετά στη Ρώμη και αλλαχού. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχαν στη Ρώμη απόδημοι Ρωμαίοι και Έλληνες κ. ά που παρεπιδήμησαν στην Παλαιστίνη και εκχριστιανίστηκαν και ἀλλοι και όταν επέστρεψαν στην πατρίδα τους συνέστησαν τοπικήΕκκλησία η οποία μεγέθυνε την μειονότητά της και προκλήθηκαν σοβαρές αντιδικίες μεταξύ των παλαιών πιστών του «Νόμουτου Μωϋσέως»και των δεχόμενων τις διδαχές του «Ναζωραίου Ραβί» Την ταραγμένη εκεί ατμόσφαιρα θέλησε να σταματίσει ο αυτοκράτορας Τιβέριος Κλαύδιος (41-54) και εκδίωξε από τη Ρώμη τα μέλη της Εκκλησίας.
Η δεύτερη δίωξη συνέβη το καλοκαίρι του 64 όταν έλαβε έκταση πυρκαϊά στη Ρώμη και η κοινή γνώμη γνωρίζουσα τον μανιακό χαρακτήρα του Νέρωνα που ήθελε να γίνει ο νέος κτήτορας της Ρώμης του επιρρίπτει τις ευθύνες στους χριστιανούς που απήχαν στις «εθνικές» τελετές εξιλασμού για τις πυρκαϊες και τους κατηγόρησε ως «εχθρούς του Ρωμαϊκού λαού». Διέταξε την σύλληψή των πρόσφατα ελθόντων στη Ρώμη Εβραίων. λόγω του μεγάλου διωγμού στην Γαλιλαία του Ηρώδη Αγρίππα Β΄που τότε φαίνεται ότι είχε καταφύγει στη Ρώμη και ο Απόστολος Συμεών-Πέτρος που ήλθε για να ποιμάνει τους «φιλούντας τον Χριστόν».Σε κάποια «κατ’ οίκον εκκλησία»επισημάνθηκε η παρουσία του Πέτρου στη Ρώμη από τους ανθρώπους του Νέρωνα ο γἐροντας «Πρωτεπιστάτης» Απόστολος Πέτρος και «τον παρέδωσανίνα σταυρωθεί αντίος κάτωθεν» και ο τόπος ταφής του κατάτην αρχαίαν παράδοση της Εκκλησίας εσαεί παραμένει ενδοξος στους αιώνες παρακείμενοςστην νεκρόπολη του λόφου του Βατικανού παρά το Ιπποδρόμιο του Νέρωνα μέχρι της «Ανακομιδής» των λειψάνων του πιθανώς επί του Έλληνα επισκόπου Ρώμης Ανάκλητου (76-88) και αποθησαυρίστηκαν το πρώτον στις Κατακόμβες για λόγους ασφαλείας.
Η Εκκλησία της Ρώμης θέλησε να συνεχίζει να ακούγεται η φωνή του Ευαγγελίου του Πέτρου στις γενεές των προσερχόμενων στον Χριστό και σε αυτό συνέβαλε ο πιστός μαθητής του Πέτρου Ιωάννης-Μάρκος και κατέγραφή την«Αρχήν του ευαγγελίου Ιησού Χριστού» όχιβέβαιαως την πρώτη βιογραφία του Ναζωραίου Ιησού, αλλά για να μεταδόσει με «συνοπτικό τρόπο» το υπεραισιόδοξο μήνυμα της αγγελίας των «λεχθέντων» και «πραχθέντων» ιερών γεγονότων των Ευαγγελίων μέσα σε 16 κεφάλαια στις γενεές που θα προσήρχοντο στην εν Χριστώ Σωτηρία. Αυτό το Ευαγγέλιο απετέλεσε την αρχαία «συνοπτική»πηγή που χρησιμοποίησαν οι επόμενοι ευαγγελιστές Ματθαίος και ο Λουκάς για την καταγραφήν των αντιστοίχων κεφαλαίων στις σελίδες των Ευαγγελίων τους.Το περίεργο είναι ότι στην πηγή αυτή δεν συναντάται η περίφημη ανάθεση από τον Ιησου η μνημονευόμενη ειδική διακονία του Πέτρου στην Εκκλησία η οποία και μνημονεύεται στους μετά ταύτα Εὐαγγελιστές (Μτ. ιστ΄,13-19, Λκ. κβ΄, 31 εξ, και Ιω. κα, 15-17)
Κατά τις ανασκαφές μετά το 1940 στο υπόγειο της σημερινή ομώνυμης βασιλικής στη Ρώμη βρέθηκε ο «Ερυθρός Τοίχος» καιεκεί διασώθηκαν πλείστα ευλαβή graffiti μεταξύ των οποίων και ελληνικά εκείνο το «Πετροςένι» του 3ουαιώνατο οποίο επιβεβαιώνει όχι μόνον την αρχαία παράδοση περί της ταφής εκεί λειψάνων του Πέτρου και ότι η αρχική γλώσσα της εκεί πρώτης χριστιανικής κοινότητος ήταν οπωσδήποτε χωρίς καμμιά υπερβολή η ελληνική.11.Marg. Guarducci. LaTraditionPierreauVatican.Roma.
Ο Ιουδαίος Σαύλος, ο μετωνομασθείς σε Παύλο από την Ταρσό της Κιλικίας ταύτισε τη ζωή του με την παράδοξη κλήση του από την φωνή του Ιησού (Πραξ.θ΄,10-18καικβ΄,14) και αυτός εξέφρασε με την ιδιοσυγκρασία του την περίσσεια αφοσίωσή και λατρεία του στον Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος και τον μετέτρεψεαπό την αρχαϊκή Ιουδαϊκή θεολογία στην Εκκλησία των Εθνών. Η μεταμόρφωση του διώκτη στον διαπύρσιο κήρυκα του Ευαγγελίου έδειξε ότι κάτι πολύ συγκλόνηστικό τάραξε την συνείδησή του και κλήθηκε από τον Ίδιο τον δοξασμένο Χριστό να υπηρετήσει με φλογερό ζήλο την Εκκλησία και ως κλητός πλέον Απόστολος να ερμηνευσει σωστά τον προφητικό λόγο ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας που περίμενε ο Ισραήλ. Αυτό προκάλεσε την εχθρότητα των συμπατριωτών του και εσώθηκε πολλές φορές από την οργή τους και εσώθηκε μόονον γιατι είχε την «ρωμαϊκή ιθαγένεια». Η ελληνικη όμως παιδεία του είναι εμφανής αφού σε διάφορες αγορεύσεις του γίνεται δαψιλής χρήση των αρχαίων συγγραφέων,όπως ἠταν του Αράτου, του Μενάνδρου και του Επιμενίδη κ.ά. Στον περίφημο Ταρσέα την ημέρα του φωτισμού του η φωνή του Ιησού εντέλλεται : «ανάστηθι και είσελθε εις την πόλιν, και λαληθήσεταί σοι ό,τι σε δεῑ ποιεῑν»(Πραξ. θ΄ 6).
Αυτό συνέβη στο 21 έτος της βασιλείας του Τιβερίου που αντιστοιχεί με το 36 μ.Χ. και περιφρονόντας τον κίνδυνον, να χαρακτηριστεί ονειροπαρμένος, κατανοεί πνευματικά το βάθος της θείας εντολής και με γενναιότητα ακολουθεί η μεγαλολοφυΐα του την οδόν προς την Δαμασκόν και από άδολον αγάπην προς τον Ιησού βαπτίζεται και εντάσσει την μεγαλοφυΐα και οξύνοιά του στην διάδοση της εν Χριστώ Σητηρίας οικοδομών το ελεύθερο φρόνημα στις Εκκλησίες και αποδεσμεύοντάς τους από την αυστηρότητα του Νόμου. Έτσι έγινε ο πραγματικός παιδαγωγός στην εκκλησιαστικότητα, αφού «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολ. γ΄ 11),απλόνωντας το πνεύμα της καθολικής αγάπης εκτείνοντάς το σε όλη την ανθρωπότητα ξεπερνώντας τα στενά όρια του Ιουδαϊσμού γιατί η μεγαλοφυΐα του αντελήφθηκε ότι η «εν Χριστώ Σωτηρία» εγκεντρίζεται όχι μόνον σε μια φυλή η σε ένα Εθνος αλλά απευθύνεται σε όλο το ανθρώπινο γένος.Ο Παύλος διδάσκοντας την ματαιότητα των πολέμων και διαιρέσεων γιατί «οι πάντες εν το Χριστό εν εσμέν» διότι «ουκ ένι Ιουδαίος, η Έλλην», αφού «ο αγαπών τον Χριστόνεν πίστει και μετανοία Θεού έστι τέκνον και συγκληρονόμοι Χριστού»(Ρωμ.η΄ 16). Οι σταθερές και ακράδαντες πεποιθήσεις του στις αποκαλύψεις περί του Ιησού Χριστού, τον κατέστησαν αξιοθαύμαστον πρότυπον αποστολικού ανδρὀς στην διάδοση του Ευαγγελίου και προς τούτο δοξάζονται συναμφότεροι υπό της οικουμενικής Συνειδήσεως της Εκκλησίας ως οι « διηρημένοι τοις σώμασι και ηνωμένοι το Πνεύματι θεοκήρυκες πρωτοστάτεςτων Αποστόλων,ο μέν Κηφας-Πέτροςως ο προεξάρχων «στύλος», μετά του Ιωάννου και Ιακώβου , ο δε Παύλος, ως ο υπέρ τους ἀλλους κοπιάσας και αμφοτέρους στεφανωθέντας δια της ουράνιας δόξας με τον συνεορτασμό της μνήμης τους την κθ΄Ιουνίου των ουρανόθεν θρόνων των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.
Μετά τριάντα χρόνια από τα μαρτύρια τόσον του Πέτρου το 64 επί Πομπιίου και την πτωχική ταφή του στη Νεκρόπολη παρά το Βατικανό, όσον και την εκτέλεση το 67 του ΠαύλουΈξω των τειχώνεπί Νέρωνα και ταφή του σε αγρό. Οαποστολικός επίσκοπος Ρώμης Κλήμης (88-97) γράφει στην πρώτη επιστολή του: «Προς στουςΚορινθίους»και αναφέρει:¨ότι δια φθόνον οι μέγιστοι και δικαιότατοι «στύλοι» εδιώχθησαν και έως θανάτου εκεί ήθλησαν…..Δια ζήλον και έριν Παύλος υπομονής βραβείον έδειξεν, επτάκις δεσμά φορέσας, φυγαδευθείς, λιθασθείς, κήρυξ γενόμενος εν τε τη ανατολή και εν τη δύσει, το γεναίον της πίστεως αυτού κλέος έλαβεν, δικαιοσύνην διδάξας όλον τον κόσμον, και επί το τέρμα της δύσεως ελθών και μαρτυρήσας επί των ηγουμένων, ούτως απηλλάγη του κόσμου και εις τον άγιον τόπον επορεύθη, υπομονής γενόμενος μέγιστος υπογραμμός. *** Κλήμης Ρώμης. MigneP.G. τ. 1 σελ. 217-221 A.Για να μαρτυρήσει και ο Αντιοχείας Ιγνάτιος οδηγείται στη Ρώμη περί το 107και κάνει μνεία του εκεί μαρτυρίου του Πέτρου. *** MigneP.G. Προς Ρωμαίους τ. 5. 689Αβ και Φιλιπ. 1.15-17). . Περί δε το 200ο Ρωμαίος πρεσβύτερος Γάϊοςανατρέπει τους ισχυρισμούς του Μοντανιστί Πρόκλου περί των τάφων των δύο Αποστόλων δείχνοντας του τα «Μνημοθέσια»του Πέτρου και του Παύλου που έχουν καθιδρυθεί από τον Ρώμης Ανίκητον (155-166 ). Περί το 170 έχουμε την σπουδαιότατη μαρτυρία του επισκόπουαπό το 178 της Γαλατικής πόλεως LyonΕιρηναίου(150-202), που μαθήτευσε πλησίον του αποστολικού ανδρός και επισκόπου Σμύρνης Πολυκάρπου και πουμας διαβεβαιώνει για την απότότε ύπαρξη «της συνθέσεως των τεσσάρων Ευαγγελίων»,που η Χριστιανοσύνηχρησιμοποιείστη λατρεία της και για να κατηχεί εις Χριστόν μέχρι σήμερα ,καθώς και τα περί της αξίας και σημασίας της «αποστολικής διαδοχής» που ισχύουν μέχρι σήμερα. Επείδη αυτό το κείμενό του έχει απόλυτη εγκυρότητα το αναδημοσιεύω από κριτική έκδοση βιβλίου του Λουγδούνου Ειρηναίου: «Ελεγχος και ανατροπή της ψευδωνυμουγνώσεως. εναντίον των γνωστικών», που είναι θεμελιώδης πηγή για την ιστορία της εποχής του και διασώθηκε λατινικά και μεταφράστηκε ελληνικά στο πρωτότυπο.
«Έτσι λοιπόν, η παράδοση των αποστόλων, που μεταδόθηκε στον κόσμο όλο, μπορεί να αναγνωριστεί στην Εκκλησία από εκείνους που επιθυμούν να μάθουν την αλήθεια. Θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε τους επισκόπους που διορίστηκαν από τους αποστόλους στις Εκκλησίες και τους διαδόχους αυτών μέχρι σήμερα. Δε δίδαξαν ούτε γνώρισαν κάτι το οποίο να μοιάζει με τα παραληρήματα των ανθρώπων αυτών.219 Εάν πράγματι οι απόστολοι είχαν ακούσει κάτι περί κεκαλυμμένων μυστηρίων, τα οποία δίδαξαν δήθεν στους «τέλειους», χωρίς να τα γνωρίζουν οι άλλοι, δε θα ήταν λογικό να τα είχαν πρώτα αποκαλύψει εις εκείνους στους οποίους εμπιστεύτηκαν τις Εκκλησίες τους; Ή μήπως δεν επιθυμούσαν να είναι άμεμπτοι και τέλειοι καθ’ όλα εκείνοι, τους οποίους άφησαν διαδόχους και συνεχιστές της διδασκαλίας τους; Η επιτυχία των ανθρώπων αυτων στην αποστολή τους θα ήταν μεγάλο όφελος, ενώ η αποτυχία μεγάλο δεινό.
Επειδή όμως θα ήταν πολύ μακρύ σε ένα έργο, όπως το παρόν, να απαριθμήσουμε τη διαδοχή όλων των Εκκλησιών, θα πάρουμε μία μόνο από αυτές, τη μεγάλη και γνωστή σε όλους Εκκλησία που ίδρυσαν και εγκατέστησαν στη Ρώμη οι δύο ένδοξοι απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Αποδεικνύοντας ότι η αποστολική παράδοση και η πίστη που κήρυξαν στους ανθρώπους έφτασαν έως εμάς μέσω της διαδοχής των επισκοπούν, θα αποστομώσουμε όλους εκείνους οι οποίοι από αυταρέσκεια, ματαιοδοξία, τύφλωση ή και κακία, σχηματίζουν παράνομες ομάδες. Με την Εκκλησία αυτή (της Ρώμης), λόγο της εξαιρετικότερης προέλευσής της, είναι ανάγκη να συμφωνεί κάθε Εκκλησία - δηλαδή οι απανταχού πιστοί. Είναι η Εκκλησία στην οποία πάντοτε και από όλους διατηρήθηκε η παράδοση που προέρχεται από τους αποστόλους».Ωθούμενος εξ αυτής της κρατούσης αποστολικής Παραδόσεως που καταθέτει στο σύγραμμά του αυτό ο Άγιος Ειρηναίος.1.
1. Επίσης άγιος επίσκοπος Ρώμης Σωτήριος (174-175) συντάσσει τον πρώτον κατάλογον των προκατόχων του.Στα μέσα του 2ου αιώνα ο Ιουστίνος χαρακτηρίζει τα τεσσερα Ευαγγέλια ως «απομνημονεύματα»των Αποστόλων και τέλος ο πατέρας της Εκκλησιαστικής Ιστορίας Καισαρείας Ευσέβιος αποδέχεται την ακρίβεια περί του μαρτυρίουτων Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων στη Ρώμη (MigneP.G. τ. 20 208-216). Στο μείμενο αυτό γίνεται για πρώτη φορά και με πολύ σαφήνεια η διακήρυξη του δόγματος της Αποστολικής Διαδοχής. Τονίζεται η αλήθεια ότι οι Επίσκοποι δεν μπορούν να εκτοπιστούν από τα μέλη της Εκκλησίας, γιατί αυτοί δεν έχουν από τους εαυτούς τους την εξουσία. Η εξουσία των Επισκόπων προέρχεται από τους Αποστόλους, οι οποίοι Απόστολοι χορήγησαν αυτή την εξουσία στους Επισκόπους υπακούοντες στον Χριστό, ο Οποίος απεστάλη από τον Θεό Πατέρα (βλ. κεφ. 42. 44,1-3). (Κατά των Αιρέσεων III, 3, 1-2) Α.Π.
βιβλioγραφια: J. Stenehson. The Catacombs 1961 London καιIvana Portella. Subterranean ROME Venice 1999.
Από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδος του 326 μεχρι τον 6ον αιώνα ὃλες οι ἀρχαίες ἱεραποστολικές πόλεις τῆς Εκκλησίας αναγνωρίστηκαν Ἀποστολικοί Θρόνοι καὶ τοὺς ἀπέδωσε τὰ «πρεσβεῖα τιμής», ἀναγνωρίζοντας τὴν μέχρι τότε πνευματική τους ἀκτινοβολία ὡς αὐθεντικῶν φορέων τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Παύλου ἢδη ἀπό τὸν 3ον αἰώνα. Ἡ πρώτη Αποστολική Καθέδρα εἶναι της Πρεσβυτέρας Ρώμης και η δεύτερη από το 381 μ.Χ. η νέα πρωτεύουσα στην Ανατολή της Νέας Ρώμης. Αυτό συνέβη μετά τὴν τελευταία δοκιμασία τῆς Ἐκκλησίας επί Ιουλιανού που ἐπιχείρησε να παλινδρομίσει στην παγανιστική λατρείας χάρη στὴν ζωροαστρική ιδέα της διαρχίας καλού και κακού. Τότε ἡ Ἐκκλησία ἀμύνθηκε αντλοῦσα από την εγκυημένη αρχαϊκή αποστολική παράδοση τῶν Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στην οποία ἀκέραια διασώθηκε η γνησιότητά της στην Συνείδηση της μιᾶς Εκκλησίας.
Η νέα Βασιλεύουσα Πόλη του Κωνσταντίνου ἒχει ήδη ἀποκτήσει πλέον εκ της Μικράς Ασιας τὶς ἀναγκαίες ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις γιὰ νὰ νὰ καταστεῖ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ως ἡ κατ’ Ἀνατολὰς θεσμικὴ πηγὴ τῆς ἀποστολικῆς εὐθύνης γιὰ ἱστορικοὺς καὶ γεωπολιτικοὺς λόγους. Όταν ἀπὸ τὸ 379-474 ἡ Αὐτοκρατορία ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἀρχαιολατρεία τῶν παγανιστῶν ὁριστικά στηρίζει τὴν Τριαδικὴ πίστη στὸν Ἕνα Θεό καὶ στρέφεται κατὰ πάσης μορφῆς Ἀρειανισμοῦ. Ἀποφασιστική είναι ἡ πράξη τῆς Πολιτείας να σιγήσουν οἱ ἱερείς και οἱ μάντεις καὶ οἱ λατρευτικές μυστηριακές ἐκδηλώσεις και τὰ αγωνιστικά ἒθιμα τοῦ παρελθόντος καὶ νὰ προσαρμοστοῦν οἱ νομοταγεῖς πολίτες πρὸς τὰ πιστεύματα της Α΄ Οἰκουμενικής Σύνοδος του 325 Ἒτσι μετά 56 χρόνια συνέρχεται τὸ 381 ἡ Β΄ Γενική Σύνοδος τῶν ἐπισκόπων τῆς Ανατολῆς επί του ἐπισκόπου τῆς «Πρεσβυτέρας» Ρώμης Δάμασου ( 366-384) καὶ μὲ τὴν συμμετοχή ἐπροσώπων του. Σὲ αυτήν επιδιώχθηκε να ἀποσαφηνισοῦν τὰ περί τῆς θεότητος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος και δια τοῦ 3ου κανόνας της αποδίδεται η ὐψιστη τιμή της κληρονομίας των αποστολικών Πρεσβείων Πέτρου και Παύλου τοῦ επισκόπου της «Πρεσβυτέρας» Ρώμης στον ἑκάστοτε πρωθιεράρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Τα «Πρεσβεία» αυτά ἐμπεριέχουν τὴν βεβαιωμένην αποστολικήν παράδοσιν που παραδόθηκε μέν προφορικά αλλά και καταγράφηκε πιστά καὶ εὐσυνείδητα δια τῆς κανονικῆς «ἀλύσεως» τῆς διαδοχικῆς τῶν επισκόπων. Το κύρος του «Πρώτου» της Εκκλησίας που παρέλαβε ἡ «Πρεσβυτέρα» Ρώμη διά του μαρτυρίου των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου επί Νέρωνος, φαίνεται ὁτι ἧταν πολύ πλέον το βαρυσήμαντο γεγονός για την Μία Εκκλησία του Χριστού διότι αντιλαμβανόμεθα οἱ ἀποστολικοί θρόνοι Πρεσβυτέρας και Νέας Ρώμης έχουν ιδιάζουσα σημασία για τὸ μέλλον της Εκκλησίας στὴν Ἀνατολή και αυτό το επιβεβαίωσε η Ἱστορία. Ὃμως φαίνεται ἡ διακονία του «Πρώτου» της Ανατολής θὰ προσελάμβανε ιδιαίτερη σημασία ιδίως για τους «εν τοις βαρβαρικοις»λαούς, για να στερεωθεί τὸ περιεχόμενο τῆς γνησίας πίστεως τους και τῆς προσηλώσεώς τους ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας Περὶ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀρχίζει νὰ συγκροτεῖται ἡ σύναξη τῆς ἱεραρχίας τῆς Θράκης καὶ τῆς Βυθινίας καὶ νὰ προάγεται ὁ εὐαγγελισμὸς τοῦ πλήθους τῶν φυλῶν στὴν αὐτοκρατορία, ποὺ παρέμεναν ἀκατήχητοι καὶ ἀβάπτιστοι στὶς στέπες καὶ στὰ δάση «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς». Τότε ἀρχίζει νὰ οἰκοδομεῖται περί τὴν κεντρικήν Ἐκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως τὸ ἀπόθεμα της «Ἀποστολικῆς εὐθύνης» ποὺ φρόντιζε μέχρι τότε ο Θρόνος τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμηςστην δυτικά Αυτοκρατορία. Ὁ πάπας Δάμασος στὴν λέξη «πρεσβεία» συνόψισε ὃ,τι παραδώθηκε στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου. Ίσως εξ αυτού και έγινε ὁ βασικὸς ἀναστηλωτὴς τῶν τάφων τῶν πρώτων ἐπισκόπων τῆς Ρώμης, που μάλλον δείχνει το βάθος της διδαχής των «πρεσβείων» τοῦ πάπα Δαμάσου που πιθανόν γνώριζε και ὁ ἐξ Ἲβηρίας Θεοδόσιος Α΄ καὶ οι 150 ἐπίσκοποι ποὺ συνήλθαν στὴν πόλη τοῦ Κωνσταντίνου τὸ 381 καὶ «ἐπιμέρισαν τα πρεσβεία του Πρώτου της Εκκλησίας μὲ τὸν 3ον κανόνα» ὡς ἲδια εὐθύνη και του ἀρχιεπισκοπο τῆς Νέας Ρώμης. Τὴν ἒγκυρη ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ κανόνα ἒδωσε μὲ τὰ πεπραγμένα τῆς περιοδείας του στὴ Μικράν Ἀσίας πρῶτος ὁ Ἃγιος Ίωάννης ὁ Χρυσόστομος!
Η ἐν Τρούλλῳ ΣΤ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος διατύπωσε μὲ τὸν λστ´ (36) Κανόνα της που διαλλούν τα «Δίπτυχα της Εκκλησίας», που άρχισαν να συγκροτούνται συνοδικά και κανονικά από το 325, δηλαδή τον 4ον αιώνα, και ολοκληρώθηκαν τον 767 δηλαδή τον 8ον αιώνα και ἐξ αυτών των κανονικών δεδομένων προέκυψε η «Πενταρχία» που στέφει όλην την πρώτη χιλιετία την Εκκλησία μας.
Α.Π.
Το 1964 ο Πατριάρχης Αθηναγόρας με ρώτησε γιατί δεν τιμώ την μνήμη του Απολογητή Αριστείδη του Αθηναίου και του είπα γιατί τον τιμά, όπως ξέρω, μόνον το Εορτολόγιο της Λατινικής Εκκλησίας.
Τότε ξαφνιάστηκε και μου είπε εμείς να προσθέσουμε τις 13 ημέρες εκ του Ιουλιανού Ημερολογίου και από τώρα να τον γιορτάζουμε στις 13 Σεπτεμβρίου, γιατί τον Β΄αιώνα πρόσφερε μεγάλη διακονία στην Εκκλησία. Αυτό από το 1965 εφαρμόστηκε γενικά και μάλιστα μου υπέδειξε την εικόνα του που έφτιαξε πρώτα ο προσωπικός φίλος μου κυρ Φώτης Κόντογλους στον Άγιο Νικόλαο στα Κάτω Πατήσια.
Έκτοτε αυτήν την ημέρα πάντα μου ευχόταν και άρχισε το ενδιαφέρον για την ανέγερση ναών στη Θήρα και αλλαχού. Ο μακαριστός κυρ Φώτης είχε ασκηθεί στην εικονογράφηση των αρχαίων προσωπικοτήτων στο Δημαρχείο των Αθηνών επί Κοτζιά, πριν τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτά τα λίγα σήμερα καταθέτει έγκυρα ο γέροντας Αριστείδης Πανώτης που οι πολλοί ευεργετηθέντες τον νομίζουν εκδημήσαντα.
Η Ιστορία μας διέσωσε το όνομα του πλέον ματαιόδοξου εμπρηστή των αιώνων που λεγόταν Ηρόστρατος! Αυτός ο ψυχοπαθής πυρομανής για να πετύχει την «αθανασία» του ονόματός του, πυρπόλησε την νύκτα του 356 π.Χ., ένα των επτά θαυμάτων του αρχαίου κόσμου, τον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο! Γιὰ την χείριστη αυτή εγκληματική πράξη και ενέργεια του τον τιμώρησαν όχι μόνον οι συμπατριώτες του με την εσχάτην των ποινών, αλλά και του απαγόρευσαν την κάθε μνεία του ονόματός του από τους μεταγενέστερους ιστορικούς και εσεβάστηκαν αυτή την απόφαση με μοναδική εξαίρεση το μαθητή της ρητορικής Σχολής του Ισοκράτη και περίφημο Αλεξανδρινό ιστοριογράφο Θεόπομπο τον εκ Χίου. Αυτός μόνος χάρη της Ιστορίας κατ’ εξαίρεση διέσωσε το γεγονός για να φρονηματίζει ανά τους αιώνες τις συνέπειες της ασύδοτης δοξομανίας και τον σύνδεσμό του με τον κακουργότερο των εγκληματών που αφάνισε το περικαλές αριστούργημα θεωρούμενον ενός των επτά θαυμάτων της ανθρωπότητος! Λέγεται μάλιστα από μερικούς ότι αυτή την τραγική νύκτα που συνέβηκε αυτή η αισχρή και ματαιόδοξη ύβρις του παράφρονα εγκληματία Ηρόστρατου ήταν η αρχή της καταστροφής του Ιωνικού πολιτισμού.
Κατά στην Ρωσική Επανάσταση του 1917 ο Λένιν και οι στρατεθέντες οπαδοί Μπολσεβίκοι θεώρησαν και την κρατούσα τότε Αυτοκρατορική Εκκλησία ένοχη της κοινωνικής κακοδαιμονίας που βασάνιζε τον ρωσικό λαό στη Ρωσία και εφήρμοσαν απηνή διωγμό της Εκκλησίας από το 1918 μέχρι το 1930. Πάντα η Ιστορία της Ανθρωπότητος είναι γεμάτη από φαντασμένους οιηματίες πυρομανείς που άφησαν το στίγμα του καταστροφέα λαών και πολιτισμών και βύθισαν σε ατερμάτιστη θλίψη τους λαούς. Ενας από αυτούς ασφαλώς υπήρξε και στα χρόνια μας, ο Χίτλρερ, που νόμιζε πως θα επιβάλει στα ελεύθερα έθνη τον φυλετικό «Ναζισμό» του, όπως έπραξαν το ίδιο και οι μηδενιστές του «Μαρξισμού», σε εκατομμύρια θύματα της μοχθηρής εξοντώσεως κληρικών και λαικών ορθοδόξων πιστών. Αυτοί κατάλαβαν γύρο από το 1930 ότι ο διωγμός και το μαρτυρικό αίμα ποτίζει καλύτερα τις ριζες της θρησκευτικότητας και το 1934 ο Στάλιν με τον Μολότωφ βρίσκουν τρόπο επικοινωνίας με τρείς Ρώσους ιεράρχες για κάποιο ιστορικό συμβιβασμό ΄του κρατούντος την εξουσία καθεστώτος και της διωκόμενης εν Ρωσία Εκκλησίας που επικεφαλή τότε ήταν ο ελληνομαθής Μόσχας Σέργιος, άλλοτε προϊστάμενος της ρωσικής ενορίας των Αθηνών και δύο ακόμη μητροπολίτες. Στην πραγματικότητα αυτή η «συμφωνία καταλλαγής μεταξύ των άθεων εξουσιαστών με την τριανδρία των Ιεραρχών» ήταν πραγματικός αντιεκκλησιαστικόν εμπαιγμόν για να υπάρξει ο Μόσχας Σέργιος νέος πατριάρχης μετά τον Τύχωνα με την ρητή προϋπόθεση της παραδόσεως τη εσωτερικής ζωής της Εκκλησίας για να δρά το Αθεϊστικό Κράτος ποιό αποτελεσματικά σε αυτήν την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας. Από τότε η Εκκλησία στην Ρωσία έπεσε στο χέρια των εχθρών της αφού πολλές Μητροπόλεις της δευθύνονται έκτοτε από πρόσωπα υποδιώμενα τους ιερωμένους ως «ηθοποιοί», πλην ελαχίστων εξαιρέσεως, προς εμπέδωση των αθείστικών θέσεων του σοβιετικού κράτους. Παράδειγμα από την τελευταία «Πανορθόδοξη Διάσκεψη»στη Ρόδοσε μια κρίση συνειδήσεως ο Λένινγκραν Νικόδημος με κλαθμούς και δάκρυα απεκάλυψε στον πρόεδρο της Διασκέψεως Χαλκηδόνος Μελίτωνα τις κομματικές πιέσεις του σύντροφου Γεώργιου Καρπώφ για τις παρεμβάσεις των αθεϊστών του Κρεμλίνου στα της Εκκλησίας. Αυτά τα Αυτά τα ακούσαμε με κάθε ακρίβεια από το στόμα του γέροντα ο Ρόδου Σπυρίδωνα και η ταπεινότητά μου. Φαίνεται ότι τον Σεπτέμβριο του 1978 όταν επεσκεφθηκε επίσημα στο Βατικανό τον νέον πάπα Ιωάννη-Παύλο Α΄ παρόμοια του είπε και ευθής κατέρρευσε δραματικά ενώπιόν του συμπαρασύροντάς τον μάλιστα μετά 33 ημέρες!
Το περιλάλητο Μαρξιστικό «Συνέδριο της Μόσχας» το 1948 ειχε σκοπεύσει πώς θα καταστρέψει την Πανορθόδοξο ενότητα οι Ρώσοι:
α) Να αποδείξουν ότι έχουν «αυτοκεφαλιά» ήδη από το 1448 και πρό της Αλώσεωςπου είναι ιστορικό ψεύδος μη επιβεβαιωμένο από καμμιά σχετική πηγή επιστημονικά αλλά ως σύγχρονη απάτη διεστραμμένων εγκεφάλων μήπως τονώσουν την ανεξαρτησία τους από την Κων/πολη.
β) Είναι απαύγασμα της διεστραμμένης αντιλήψεως του «Εθνοφυλετισμού» το οποίο θέλει να επιβάλει στην κατ’ Ανατολάς Εκκλησία το μύθευμα ότι ο δυτικός Χριστιανισμός μάχεται τον «Ορθόδοξον Ρωσικόν πολιτισμόν». Αυτόν τον ύφαναν ευρωπαίοι καλλιτέχνες στους οποίους μαθήτευσαν Ρώσοι, όπως και ο Μ. Πέτρος.
γ) Αυτό το δήθεν «Πανορθόδοξο Συνέδριο» που στην πραγματικότητα συγκάλεσε το 1948 το καθεστώς του Κρεμλίνο απεκάλυψε την αιρετική «Εκκλησιολογία» τωνΜαρξιστών που ανέλαβαν την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας στη Ρωσία μετά το 1943.
Οι σκοπεύσεις αυτές των σοβιετικών αθεϊστών κατά της Εκκλησίας έχουν και βιβλιογραφία. Την απέκτησα όταν μετεκπαιδευόμουν στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου των Παρισίων ( 1956-1958). Τότε κυκλοφόρεσαν γαλιστί και τα πλαστά πρακτικά του δήθεν Πανορθοδόξου Συνεδρίου της Μόσχας στο Παρίσι που μόλις τα διάβασαν οι Ευρωπαίοι κατάλαβαν την επιθετικότητά των σοβιετικών και στα των Εκκλησιών και γι’αυτό διέκοψαν κάθε επικοινωνία μαζί τους και δεν εδέχοντο αντιπροσώπους του Πατριαρχείου Μόσχας ακόμη και ουτε στο Π.Σ.Εκκλησιών στη Γενεύη και σε άλλες διεθνείς Οργανώσεις και ξέρω καλά ότι μετά χρόνια επενεβη ο πατριάρχης Αθηναγόρας και με πολύ προσοχή τους δέχθηκαν. Ο Θυατείρων Γερμανός που συμμετείχε ως εκπρόσωπος του Φαναρίου προ πολλών ετων μου εδώρησε το εκδοθέν φωτογραφικό λεύκωμα εκείνης της δόλιας «Συνάξεως της Μόσχας» και ξέρω και εξ «αυτοψίας»σχεδόν τα γεγονότα της κομμουνιστικής αυτής πρωτοβουλίας. Μετα το ψευτοσυνέδριο αυτό ο ελευθερος κόσμος της Δύσεως κατάλαβε τη ήταν στην πραγματικότητα ο «συμβιβασμόν» Κράτους και Εκκλησίας στο σοβιετικό σατραπισμό. Αυτός έφθασε το 1985 στα πρόθυρα της αυτοκαταστροφής μετά μία εξηκονταετία εφαρμογής του (1924-1985) και για να αποφευχθεί η κατάρρευσή του επιβλήθηκε η Περεστρόϊκα η Ανασυγκρότηση την δεκαετία του 1990 μήπως τερματιστεί η οικονομική στασιμότητα και καχεξία του του λεγόμενου «Υπαρκτού Σοσιαλισμού». Όμως και αυτή απέτυχε και εμφανίστηκαν και πάλι οι παλαιοί πολέμαρχοι που έστησαν ένα νέο τυχοδιωκτικό καθεστώς στο Ρωσικό λαό. Αυτό διεκδικεί όλα τα εδάφη των γειτονικων λαών που κάποτε ζήτησαν την προστασία του Τσάρου. Το σημερινό ολοκληρωτικό καθεστώς της Ρωσίας κατασκεύασε το ευαλτήριο ερέθισμα που προκάλεσε διέγερση της κατακτητής μανίας της κάποτε ορδής των Σλάβων και με πρόφαση τον κίνδυνο απειλής «της ρωσικής Ιστορίας και παραδόσεως»διεξάγει ολοκληρωτικό και εξοντωτικό πολεμο καταστροφής με τις ευλογίες του Βλαδίμηρου Γκουντιάγιεφ, νυν «πατριάρχη» Μόσχας Κυρίλλου. Ως ο ελάχιστος Θεολόγος διερωτώμαι, αφού κατά το πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής την Γένεση (δ΄. 10-16.) «η φωνή αίματος του αδελφού βοά εκ της γης προς Κύριον τον Θεόν ότι κάθε αδελφοκτόνος εξήλθεν από προσώπου του Θεού και είναι επικατάρατος, όπως ο Μόσχας Κύριλλος. Αυτός ο θρασής και ματαιόδοξος πυρομανής είναι ο τρελλός Ηρόδοτος της σύγχρονης Εκκλησιαστικής Ιστορίας που καταστρέφει την Πανορθόδοξη ενότητα. Πιστεύω ότι ποτέ δεν θα βρεθεί ορθόδοξος αρχιερεύς να τον δεχθεί ως «πατριάρχη» και να λειτουργήσει μαζύ του, αφού είναι επικατάρατος από τον Θεό, ό,σα χρήματα και αν έλαβε από το ταμείο του Κρεμλίνου για τις εκδουλέψεις προς αυτόν ; Κατά τον ρητόν λόγον του Αποστόλου Παύλου: «εἰ τις οὐ φιλεί τον Κύριον ήτω ανάθεμα. μαράν αθά» ( Α. Κορ.ιστ΄22-23) Α.Π.
Μία από τις οδυνηρότερες δοκιμασίες του 20ου αιώνα πληρώθηκε, κατά την δεύτερη δεκαετία του, ακριβά από τους λαούς της Ευρώπης και ήταν ο τραγικός Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Σε αυτόν μπλέχτηκαν οι λεγόμενες κεντρικές Δυνάμεις της Ευρώπης μαζί με την Τουρκία καθώς και οι δυτικές Αγγλοσαξωνικές Δυνάμεις σε εξοντωτικές συρράξεις που κατέληξαν το 1918 στην σύναψη στη νήσο Λήμνο της Ανακωχής του Μούδρου που έφερε και το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με αναρίθμητα θύματα πολέμου και γενοκτονιών από τις ευρεσιτεχνίες των εξοντώσεων αλλήλων. Τότε οι διαχειριστές των τυχών των εθνών και πάλιν αναλογίσθηκαν πως οι πόλεμοι αφήνουν όχι μόνον αθεράπευτες πληγές στους διαπλεκόμενους, αλλά για χρόνια, όπως οι σεισμοί και οι κατακλυσμοί σκεπάζουν με δυστυχίες και τις γειτονικές χώρες και πρέπει να αντιμετωπίζονται συλλογικά από το σύνολον της ανθρωπότητος.
Τότε έδιδε την ευκαιρία η συνεργασία των εκπροσώπων των εθνών στο Παρίσι, για την σύνταξη της «Συνθήκης των Βερσαλλιών» και με την αμερικανική πρωτοβουλία το 1920 συγκροτήθηκε ένας νέος σύνδεσμος κρατών που κλήθηκε «Κοινωνία των Εθνών» (αγγλικά η «League of Nations»). Αυτή ήταν η πρώτη προσπάθεια διακρατικής συνεννοήσεως του κόσμου πάνω στα προβλήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα, όπως ήταν τότε η πρόληψη του πολέμου, ο αφοπλισμός, η διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των χωρών μέσω των διαπραγματεύσεων και της διπλωματίας καθώς και η βελτίωση της ποιότητας της ζωής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στα πλαίσια αυτών και η «Επαναστατική Επιτροπή» που ανέλαβε την διακυβέρνηση του «Ελληνικού Έθνους», συγκατατέθηκε να συνέλθει και η ειρηνική διάσκεψη προς διευθέτηση των ζητημάτων της Μικρασιατικής συρράξεως του τέλους Αυγούστου του 1922 και των προκληθέντων ζητημάτων των συνόρων και της προκληθείσης «Μετοικεσίας» του Ορθόδοξου Μικρασιατικού πλήθους προς στις δυτικές περιοχές του ελληνικού κράτους από τον Έβρου μέχρι την Γαύδο.
Με την αρχική συμμετοχή των άμεσα εμπλεκόμενων οκτώ κρατών στον τραγικό Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αργότερα εξ όσων κρατών υπέστησαν τις συνέπειες αυτού του πολέμου, συνήλθε από τις 20 Νοεμβρίου 1922 μέχρι τις 24 Ιουλίου 1923 στην ιστορική αίθουσα του Πανεπιστημίου της Λωζάννης της Ελβετίας η «Ειρηνευτική Διάσκεψη». Αυτή αποτελείτο εκ των εκπροσώπων των εμπόλεμων κρατών υπό την προεδρία του λόρδου Γεωργίου Curzon υπουργού Εξωτερικών της Μεγάλης Βρεττανίας και έμπειρου διπλωμάτη ενώ την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος που είχε άλλοτε υπογράψει την «Συνθήκη των Σεβρών» που μας έδιδε την ευρωπαϊκή Τουρκία της Ανατολικής Θράκης και τα νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου. Εκπρόσωποι της Τουρκίας ήταν ο Ισμέτ πασάς και ο Τουρκολαζός Ριζά Νούρ, άσπονδοι και ανιστόρητοι Νεότουρκοι κατά του Ελληνισμού. Οι εργασίες της διεξήχθησαν απ’ αρχής με πολλές δυσκολίες σε δύο φάσεις και κράτησαν επί οκτάμηνον, προς επίλυση προβλημάτων και την σύνταξη των σχετικών συμβάσεων από τις τρεις επιτροπές της που εργάσθηκαν φιλότιμα κατά τα διεθνώς κρατούντα. Την μακρότερη συζήτηση προκάλεσε η προσπάθεια των Νεότουρκων αντιπροσώπων να εμπλέξουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην «Ανταλλαγή των εκατέρωθεν πληθυσμών». Όμως η δολοπλοκία αυτή συνάντησε την καθολική αντίδραση των κρατικών αντιπροσωπειών. Οι Τούρκοι επεδίωκαν τον ξεριζωμό της Μητέρας Εκκλησίας της Ανατολικής Ευρώπης από την κοιτίδας της που ιδρύθηκε προ 17 αιώνων! Τότε παρενέβη ο λόρδος Κώρζον και μίλησε για την Ιστορία του Πατριαρχείου της Νέας Ρώμης, κατά τα τελευταία πεντακόσια χρόνια και είπε: ότι είναι ένα των σεβασμιώτερων θρησκευτικών θεσμών της γής και ηθικά στηρίζεται από όλη την ανθρωπότητος και δεν μεταφέρεται, ούτε και καταργείται με αποφάσεις κάποιας πρόσκαιρης εξουσίας, όπως διδάσκει η Ιστορία.
Η «Συνθήκη της Λωζάννης» παγίωσε τα σύνορα της Ελλάδος και κατοχύρωσε την προστασία των θρησκευτικών δικαιωμάτων των Μειονοτήτων που παρέμειναν εντός του γειτονικού κράτους ειδικά μετά την ανταλλαγήν των πληθυσμών μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδος Η διατήρηση των Μειονοτήτων αυτών παρέμεινε ως γέφυρα φιλίας για συνεργασία και όχι ως «αιτία πολέμου» μεταξύ των κατοίκων του κοινού πλανήτη της γής όπως προκαλεί ο ξέφρενος εθνικισμός.
Η Άγκυρα από το 1923 επανειλημμένα με διάφορους δόλιους τρόπους παρασπόνδησε καταπατώντας τις ρητές συμφωνίες που υπέγραψε Έτσι η πληθυσμιακή Μειονότητα των Ελληνορθοδόξων που το 1925 ανερχόταν σε 160.000 κατήντησε μέσα σε ένα αιώνα μόνο σε δύο εκατοντάδες χριστιανών ενώ πολλαπλασιάστηκαν οι μουσουλμάνοι στην Ροδόπη. Με ιταμό προκλητικό τρόπο η Άγκυρα επανειλημμένα παραβίασε τα άρθρα 37-40 της «Συνθήκης της Λωζάννης» με σωρεία διοικητικών αποφάσεων. Παράδειγμα οι καταργήσεις το 1927 της αυτονομίας της τοπικής αυτοδιοικήσεως και της μειονοτικής εκπαιδεύσεως και η πατρογονική ιδιοκτησία στα νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου προς σταδιακή εξόντωση του ομογενούς στοιχείου που έπρεπε τότε η Άγκυρα να καταγγελθεί στην «Κοινωνία των Εθνών». Ο Κεμάλ τότε κατάλαβε την συμβολή του Μειονοτικού εμπορικού κόσμου στην οικονομική ανάπτυξη της νέας Τουρκίας και ζητά από τον Βενιζέλο την υπογραφή συμφώνου ελληνοτουρκικής φιλίας. Τότε η Ελλάδα επίσημα ζητά από την Άγκυρα δήλωση: «αν τελείωσαν οι τουρκικές διεκδικήσεις από την χώρα μας».
Τότε η Άγκυρα διαβεβαιώνει γραπτά την Αθήνα «ότι δεν υφίσταται πλέον καμμιά άλλη διεκδίκηση της Τουρκίας από την Ελλάδα» και τότε προχώρησε ο Βενιζέλος στην υπογραφή στις 10 Ιουνίου 1930 του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου φιλίας στην Άγκυρα που άνοιξε η νέα περίοδο καλών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Στις 20 Ιουλίου 1936 υπογράφεται η «Συνθήκη του Μοντρέ» που ρυθμίζει το καθεστώς των «Στενών του Ελλησπόντου» και παράλληλα εξοπλίζονται εκατέρωθεν τόσον η τουρκική πλευρά όσο και η ελληνική πλευρά τα νησιά της Σαμοθράκης και της Θάσου. Έτσι ισομερώς ελέγχεται πλήρως η όλη περιοχή από την Τουρκία και την Ελλάδα. Φυσικό ήταν όταν οι Τούρκοι συνέστησαν την «Στρατειά του Αιγαίου» στην δυτική πλευρά των Μικρασιατικών ακτών και οι Έλληνες κατά την «Συνθήκη του Μοντρέ» νόμιμα να εξοπλίσουν τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου και όταν οι Τούρκοι απέκτησαν αποβατικά σκάφη, τότε παύουν τα επιχειρήματα των πολεμοχαρών Νεότουρκων γιατί απέδειξαν τους λογισμούς τους με την επέμβαση το 1974 στη Κύπρο προς κατάληψη ξένων εδαφών!
Δυστυχώς στις 10 Νοεμβρίου 1938 κατέρρευσε σε ηλικία 57 ετών από κίρρωση του ύπατος ο Μουσταφάς Κεμάλ που θέλησε να εκσυγχρονίσει την χώρα του. Όμως τον διαδέχθηκε ο Ισμέτ Ινονού που ήταν δέσμιος των φυλετικών του προκαταλήψεων κατά της Ρωμιοσύνης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου και κατέστρεψε κάθε συνεργασία Τουρκίας και Ελλάδος. Αυτός πίστευε στην πλήρη ανατροπή της «Συνθήκης της Λωζάννης» από τον Χίτλερ.
Εκμεταλλευόμενος ο Ισμέτ πασάς την κατοχή της Ελλάδος από τους Ναζί τον Απρίλιο του 1941 άρχισε κακουργίες κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της εκεί Ελληνικής Μειονότητος. Στις 8 Μαΐου 1941 με το πρόσχημα της εθνικής ασφάλειας στράτευσε 30 ηλικίες 25-45 ετών στα τάγματα εργασίας «Amele Taburu» και τα έστειλε στην Ανατολία για να τις εξαφανίσει παραβιάζοντας το 37 άρθρο της Συνθήκης της Λωζάννης. Επειδή όλα τα μετέχοντα μέλη των κρατών στην Λωζάννη κράτη απέρριψαν την εμπλοκή του θεσμικού κέντρου των Ορθοδόξων με την «Ανταλλαγή των πληθυσμών», ο εκδικητικός αυτός κυβερνήτης βαρύνεται για την τρομερή πυρκαϊά του Σεπτεμβρίου του 1941 στο Φανάρι. Τότε έκαυσε το κεντρικό ξύλινο κτήριο των Πατριαρχείων κάτι που δεν διευκρινίστηκε ποτέ η αιτία του επί μισό αιώνα! Το Πατριαρχείο επιβίωσε ως ιερός θεσμός στεγαζόμενο μόνον στα πέτρινα οικήματα μέχρι το 1989 που ανεγέρθηκε το νέο Πατριαρχείο από την οικογένεια Αγγελόπουλου. Το 1942 εξορίζουν τον Χαλκηδόνος Μάξιμο στην Προύσα μήπως κάμψουν κάθε αντίσταση του Κλήρου για τά μέτρα κατά της εκεί Ομογένειας και τον Νοέμβριο της επιβάλλεται το αισχρότατο οικονομικό νόμο της εφάπαξ φορολογίας της περιουσίας γνωστό ως «Narlik Vargisi».
Στο τέλος όμως του πολέμου σταμάτησε τον διωγμό της Μειονότητος και θρασύτατα εμφανίστηκε ο συνεργάτης του Γερμανού πρεσβευτή Φόν Πάπεν ως «σύμμαχος» των νικητών του πολέμου, επιβεβαιώνοντας την ιστορική αλήθεια πως λαός προερχόμενος από «μαζική ορδή» δύσκολα ξεχνά την καταγωγή του και επιβιώνει με αρπαγές εδαφών και λεηλασίες και ποτέ δεν σέβεται τις γραπτές συμφωνίες και την διεθνή έννομη τάξη και πάντα καιροσκοπεί ως στυγερός άρπαγας και μίσθαρνος κατακτητής, πάντα δε ως ξένος στον ανθρωπισμόν και τα ευρωπαϊκἀ ιδεώδη. Ως λαός με πολυφυλετικές ρίζες γίνεται συνήθως παίγνιο αδίστακτων και ανεγκέφαλων εξουσιαστών και συνεχίζει τον χλευασμό της ανθρωπότητος!
Στις 14 Μαΐου 1950 το νεοσύστατο πολιτικό κόμμα των «Δημοκρατικών» συγκέντρωσε την μέγιστη πλειονοψηφία της «Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας στα χέρια του Τζ. Μπαγιάρ και του Α. Μεντερές. Αυτό επετεύχθηκε με την συμπαράσταση της Ρωμαίϊκης Μειονότητος και επανήλθε το «Σύμφωνο Ελληνοτουρκικής Φιλίας» του 1930.
Αντηλλάγησαν επίσημες επισκέψεις των Βασιλέων και του Τούρκου Προέδρου και πάλι δραστηριοποιήθηκε η Ελληνοτουρκική συνεργασίας. Πρόσφατα έγραψα σχετικά άρθρα οι συνεχείς επανεκλογές των Δημοκρατικών ενόχλησαν το παλαιό κατεστημένο που εκμεταλλεύθηκε λάθη του πρωθυπουργού Μεντερές και το σκοτεινό παρασκήνιο οργάνωσε τους «Λαϊκούς», τους «Γκρίζους λύκους», τους «στρατοκράτες» και λοιπούς διεκδικητές της εξουσίας και οργάνωσαν επιτήδεια τα γεγονότα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 που υπηρέτησαν, όπως φάνηκε τον ίδιο αρνητικό ρόλο Ισμέτ Ινονού εναντίον της «Συνθήκης της Λωζάννης» με ραδιουργίες και την σύμπραξη της ΜΙΤ. Τότε βρήκαν τον τραγικό θάνατο 16 Έλληνες μειονοτικοί και ένας 90χρονος ιερέας που κάηκε ζωντανός και άλλοι 32 τραυματίστηκαν ενώ 200 Ελληνίδες εβιάστηκαν καθώς και μικρά κοριτσάκια! Τότε 4348 καταστήματα καταστράφηκαν και 1.300 σπίτια λεηλατήθηκαν, 21 εργοστάσια αφανίστηκαν. Το βαρύτατο πλήγμα δέχθηκαν 73 εκκλησίες και βυζαντινά μνημεία και 8 Κοιμητήρια βεβηλώθηκαν και έκλεισαν τον Ομογενή Τύπο. Τότε μάλιστα απηγόρευσαν και πάσα επισκευή σε εκκλησία και ευαγή πατριωτικό οίκο και σχολείο κ.ά. Εν τούτοις όμως το Πατριαρχείο βρήκε τους τρόπους να θεραπεύσει τις καταστροφές που προκλήθηκαν από τους κατευθυνόμενους και αδίστακτους κακοποιούς. Τότε σε επισκευές αναλώθηκαν τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί στην Αμερική από τον τότε αρχιεπίσκοπο Αθηναγόρα για να ανεγερθεί πάλι το πυρποληθέν Πατριαρχείο στο Φανάρι!
Τα επί εκατονταετία άθλια πεπραγμένα της Άγκυρας προς απραξία της «Συνθήκης της Λωζάννης», αν εξεταστούν είναι θλιβερά για την ανθρωπότητα. Το Βρεττανικό στέμμα την αρχή του 20ου αιώνα ίσως καλώς σχεδίασε ότι οι τουρκικοί πληθυσμοί πρέπει να υποστούν την τύχη των λαών των Βαλκανίων και να μοιραστούν για να ομονοήσουν, προκόψουν και ειρηνεύσουν.
Τότε πρότειναν η Άγκυρα ως πρωτεύουσα να κρατήσει τα τέσσερα βιλαέτια και η Ευρωπαϊκή γή της Θράκης να μείνει ελεύθερη και ο Πόντος να γίνει η χώρα των Τραπεζούντιων, των Λαζών και των Ρυσίων, ενώ η Ανατολία να αποδοθεί στις εκεί γύρω φυλές που επί χρόνια μάχονται για την ελευθερία τους. Ίσως τότε τέλος σταματήσουν οι «Παντουραννικές» ψευδολογίες που καταδολιεύουν τον αρχαιότατον Μικρασιατικόν Πολιτισμόν.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΙΚΡΟΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ
Στην ηρωϊκή Βόρεια Ήπειρο και κοντά στους «Άγιους Σαράντα»στο χωριό της Δρόβιανης γεννήθηκε το 1903 ο Αναστάσιος Γραικός. Παιδιόθεν ανατράφηκε από τους γονείς του με δύο στόχους «με την παιδεία και τη νουθεσία του Κυρίου»και με την αφοσίωσή του στην προγονική του ελληνικότητα. Μεγάλωσε σε μία περιοχή με δεκάδες ελληνοχώρια που ποτέ δεν έπαυσαν να θρησκεύουνορθόδοξα και να μιλούν ελληνικά, όπως ποτέ δεν σκέφτηκαν ότι κάποτε θα επιχειρηθεί να αποξενωθούν από αλλοεθνή εξουσία! Όταν περάτωσε την στοιχειώδη μαθητεία θέλησε να συνεχίσειτις γυμνασιακές σπουδές του κοντά σε συγγενείς τουσε Σχολαρχείοτου «Κλεινού Άστεως» των Αθηνών. Και πραγματικά μαθήτευσε κοντά σε κράτιστους φιλολόγους καθηγητές με άριστες επιδόσεις που του άνοιξαν το δρόμο για πλατύτερο άνοιγμα στο πέλαγος της Ελληνομάθειας. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1916 η Βόρεια Ηπειρος είχε αναμφισβήτητη την ελληνικότηταμάλιστα στηριζόμενη από την «Συμμαχία της Antant» τουλάχιστον μέχρι την ειρήνευση του 1918. Όμως απότις Νοεμβριανές εκλογές του1920θριάμβευσαν στην Ελλάδα οι αντίπαλοι της «Συμμαχίας Antant»και οι Δυτικοευρωπαίοι αναθεώρησαν την συμμαχική στάση τους κai αγκάλιασαν το Σερβικό έθνος και το βοήθηκαν να καταλάβει στην περιοχή της λεγόμενης «Άνω Μακεδονίας» και να αυξηθεί προς νότο στις παραλίμνιες περιοχής των Πρεσπών όπου στο παρελθόν υφίστατο η αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Αλλά βοήθησαν και το νεοσύστατο Αλβανικό κράτος να σταθεί στα πόδια του και αντί να αυξηθεί προς βορρά όπου αφθονούσε ο Σερβικός πληθυσμός να στραφεί προς νότο και να προσαρτήσει την ελληνικότατη περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Έτσι πληρώθηκε από τους νικητές του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου «Εθνικός Διχασμός» των Ελλήνων! Όμως η «Μικρασιατική Καταστροφή» του 1922 έδωσε την ευκαιρία στην Ιταλία να στηρίξει το Αλβανικό κρατίδιο και στην Βόρεια Ήπειρο, και η πατρίδα του Αναστασίου Γραίκα υποδουλώθηκε στα Τύραννα και εκείνος αναζήτησε ως άλλο τόπο καταφυγής την εν Χριστώ ελευθερία του και προτίμησε εκεί που ζούν οι βιαστές της «Βασιλείας των Ουρανών»και «υπάρχει το Πνεύμα του Κυρίου και καθιδρύει και η ελευθερία» (Β΄.Κορ.γ΄. 17), και ο Τάσος Γκραίκας κρυφά από τους δικούς του το 1924 προτιμά ως δικλίδα ασφαλείας της «Ελευθερίας» του και πορεύεται στην Αθωνική Πολιτεία. Όμως στην Πολιτεία αυτή συνυπάρχουν δύο μορφές αναχωρητικού βίου, ο ένας είναι ο πολυάνθρωπος κοινωνικός μοναχισμός των ιερών μονών, είτε υπό την κοινοβιακή ή την ιδιόρρυθμη μορφή καθώς και η μονήρης εγκαταβίωση των «ελαχίστων» σε μικρή καλύβι μέσα στα όρια της κυριαρχίας της περιοχής της μονής.
Πέραν των ορίων της Λαυριώτικης Σκήτης της Αγίας Άννης αριστερόθεν του ακρωτηρίου του Νυμφαίου, στις σημερινές «Πίννες» υπάρχει μικρό άνυδρο πλάτωμα κορυφής όπου υφίστατο «μία ωραία καλύβηυψούμενη ως μία σκοπιά». Στην «Αθωνίτικη αυτή Άκρα» διαβίωσαν προς μείζωνα τελείωση ο περίφημος «Πνευματικός» παπά-Γρηγόρης καθώς και πολλοί άλλοι διακριτικοί πατέρες στις γύρω καλύβες, όπως ήταν ο παπά-Σάββας, ο παπά-Κοσμάς και άλλοι που ήρχοντο εκεί και εξωμολογούντο Αγιορείτες μοναχοί και Προηγούμενοι και «μεταξύ αυτών και ο ησυχαστής πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄», όταν ως «καλογέρευε» στον Μυλοπόταμοστα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς και λαϊκοί προσκυνητές «προς ιλασμόν αμαρτιών, συγχώρηση ανομιών και ίαση ασθενημάτων». Ο τόπος όμως αυτός είναι κατ’ εξοχήν αγιασμένος από πλειάδα έξοχων αγίων αναστημάτων, όπως ήταν «Αγάπιος Λάνδος» ο Κρητικός που έγραψε την «Αμαρτωλών Σωτηρία» τον 17οναιώνα και οδοδεικτεί την αρχή της «Μικραγιαννάνας» και στο βάθος την έρημο των «Κατουνακίων», που τα τέλη του 19ου αιώνα εγκαταστάθηκε Δανιήλο Σμυρναίος (+1929) και από το 2003 είναι ο Όσιος γεννήτορας των σημερινών Αγιορειτων «Δανιηλαίων». Ο Εορτασμός της χιλιετηρίδος από της συστάσεως της Μεγίστης Λαύρας στον Άθωνα το 1967 ήταν η δεύτερη ευκαιρία μεταβάσεως στο Άγιο Όρος αυτή τη φορά με όμιλο Κυκλαδιτων φίλων και εκεί ήλθε να με συναντήσει ο π. Γεράσιμος με τον εκ Κέας συγγενή μου π. Διονύσιο για την συνεργασία μας στην Θ.Η. Εγκυκλοπαιδεία. Και έκτοτε συνεδέθηκα στενά μαζί του.
Εξ αυτής της γνωριμίας μας πορεύθηκα το 1964 στην περιοχή της Μικράς Αγίας Άννας ανακαλώντας τις εφηβικές αναμνήσεις μου από τις διηγήσεις του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη «Με του βορηά τα κύματα» και τότε εκεί συνήντησα δύο μόνον Λαυριώτικες καλύβες. Η πρώτη καλύβη ήταν το καταφύγιον του Μικρασιάτη ιερομόναχου Μελετίου και τιμούσε τον «Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη», πρωτοστάτη της ερημικής ασκήσεως. Σε αυτόν προσήλθε σε ηλικία 19 ετών και έβαλε «μετάνοια» γενόμενος υποτακτικός ο βορειοηπειρώτης Αναστάσιος-Αθανάσιος Γραικός. και εντάχθηκε ως υποτακτικός του Μελετίου για να γίνει μοναχός. Όμως ο Μελέτιος ήταν κρυφός «ζηλωτής» και οπαδός της κινήσεως των πολεμίων της «Ημερολογιακής Μεταρρυθμίσεως» του 1923 και επέσπευσε την μοναχικήν «κουράν» του προσελθόντος μέχρι την 20ην Οκτώβριο 1924 και τον ονόμασε Γεράσιμον μοναχόν. Οι εξ Αθηνών Παλαιοημερολογίτες τον πλάνεψαν και έγινε «ιερέας» τους. ***Μεταπολεμικά μάλιστα είδα παρόμοια περίπτωση Αγιορείτη περιφερόμενου με το δισάκι των «ιερών» του στον ώμοαπό εξωκκλήσιο σε εξωκκλήσιοστα περιβόλια του Μοσχάτου, πάντα πανέτοιμο να «λειτουργήσει» αντί πινακίου φακής! Έτσι η καλύβη του «Τιμίου Προδρόμου»με την ευλογία της Μεγίστης Λαύρας περιήλθεστην κυριότητα του μοναχού Γεράσιμου που μόνος πλέον προσευχόμενος εργαζόταν εκεί προς επιβίωση αρχικά μεν την ξυλογλυφία σφραγίδων των προσφόρων, όμως ως εγγράμματος μοναχός προσελήφθει και ο αρχειοφύλαξ και βιβλιοφύλαξ στην Σκήτη της Αγίας Άννης, δεδομένης μάλιστα της ευφυΐας και φιλομάθειας του ασχολήθηκε όχι μόνον με μελέτη και σπουδή της Αγιολογίας και Υμνολογίας αλλά κατέχοντας και το ποιητικό τάλαντο ασκήθηκε κατά τον Μεσοπόλεμον και κατά την εποχήν της Κατοχής και μελετούσε το γραφέν υπό του Γρηγόριο Νύσσης ότι η μελέτη «επί τοις υπάρχουσιν ημίν αγαθοίς ανατιθεμένη τω Θεώ ευφημία αποτελείκαι το εντρίφηματης ιερής «ευφημίας» των ύμνων της Εκκλησίας μας. Ο π. Γεράσιμος κυριολεκτικά είχε πλήρη γνώση του υμνολογικού πλούτου των βιβλιοθηκών των αθωνικών μονών, άλλά με το προσωπικό του ποιητικό τάλαντο ευφήμισε και σύγχρονα ιστορικά συμβάντα με ισάξιο τρόπο, όπως έπραξαν και οι πρό αυτού υμνογράφοι. Έτσι καλλώπισε και συνεπλήρωσε τις παλαιότερες ακολουθίες με 37.000 σελίδες νέων ύμνων το υμνολόγιον της Εκκλησίας μας. Ο αείμνηστος «χειραγωγός» μου εκ παιδός στην Θεολογία καθηγητής Γρηγόριος Παπαμιχαήλ το 1953 δημόσια στην Ακαδημία Αθηνών τόνισε πως ο π. Γεράσιμος Μικρογιαννανίτης: «αποτελεί μία σπάνια Αγιορειτική προσωπικότητα, όχι μόνον για την σπάνια ελληνομάθειάς του, αλλά και για την καταπληκτική ποιητική του ευχέρεια στη σύνθεση των τροπαρίων και στην δαψίλεια των νοημάτων τους και στην καλλιέπεια της γλώσσης τους, ακόμη δε και στο ρέον ύφος τους και την αρμονίας όσων συγγράφων φιλοτεχνεί». Πραγματικά αυτά τα σπάνια προσωπικά χαρίσματα τα διαπίστωσα και ο ίδιος όταν τον γνώρισα το 1963 στην Μεγίστη Λαύρα κατά την «κατά Χιλιετηρίδα του Αγίου ΄Ορους». Όταν εγνώρισα τον ίδιο τότε παρακαλέσα τον φίλο π. Ιωάννη Ράμφο να γράψει το βιογραφικό του σημείωμα και το έδωσα στη Θ.Η.Ε. προς δημοσίευση ως ο αρμόδιος. *** Βλ.στον Δ΄ τόμο της Θ.Η.Ε. του 1964 κι στις σελίδες 350-351.
Στην «Μικραγιάννα» γειτονική καλύβη προς εκείνη του «Προδρόμου» ήταν της Μεγάλης Κυρίας του Άθωνα αφιερωμένη στην «Κοίμησή της Θεοτόκου». Εκεί επί μακρόν εγκαταβίωσε ο πολύφατος Γέροντας π. Αβιμέλεχ Μπονάκης (1873-1965)*** Αντ. Στιβακτάκη. Γέροντας Αβιμέλεχ. ΙεράποληΚρήτης 2011.ο οποίος λόγο γήρατος επέστρεψε στην πατρίδα του την Κρήτη και την καλύβη του κατά σύσταση μάλλον του π. Γερασίμου η Μεγίστη Λαύρα την ανέθεσε στον πατριώτη μου π. Διονύσιον Ξέστερνο εκ Κέας τότε χειροτονηθέντα υπό του ζώντος στη Σκήτη της Αγίας Άννης Μιλητουπόλεως Ιερόθεου ο οποίος και τον κατέστησε «Πνευματικόν» για να παιδαγωγεί εις Χριστόν φερέλπιδες νέους, μερικοί των οποίων ανήλθαν και στο αρχιερατικό αξίωμα. Ο π. Γεράσιμος εργαζόμενος το αρχείο της Σκήτης συνάντησε την ιστορία των δύο συνασκητώνπου μετέφεραντον 16ου αιώνα την μοναστικήν παράδοση των Στουδιτών της Κωνσταντινουπόλεως στον Άθωνα. Αυτοί ήταν ο Διονύσιος ο Ρήτορας και ο εκ Στρατονίκης υποτατακτικός του Μητροφάνης που τα ασκητικά παλαίσματα τους φαίνεται πως άφησαν εποχή στην «Μικραγιάννα» και το1946 αποφασίζουν εκτός της κοινής προσευχής του π. Διονυσίου ως ιερέυς και του π. Γερασίμου ως ιεροψάλτου και ο μεν πρώτος να είναι ο οικονόμος για την βιωτική μεριμνά τους ο δε δεύτερος να συνεχίσει αμέριμνος και πλήρως την υμνογραφική προσφοράν του στην «ευφημία» του Θεού. Όταν άρχισε να γνωστοποιείται η συνθετική ικανότητα νέων ύμνων του π. Γερασίμου τον πλησίασαν πολλοί ευλαβείς νέοι με μοναχική κλήση και θέλησαν να ενταχθούν στην συνοδεία του όπως ήταν ο ευλαβέστατος π. Μητροφάνης, ο καλλικελαϊδος π. Σπυρίδων, ο φιλαιδήμων σχολάρχης π. Νικηφόρος που εκλέχτηκε Ιεράρχης των Αλεξανδρέων και ο φίλεργος Ναθαναήλ γενόμενος Ιεράρχης στην Αλβανία και ο φέρελπις τότε νέος π. Νεκτάριος. Έτσι άρχισε να συγκροτείται άτυπα περι τον Γέροντα π. Γεράσιμος η οικογένεια των «Γερασιμαίων» και άτυπα να συγκροτείται το 1956 σε σπηλαιώδη βράχο που ήταν ταπεινόν προσευχητήριον, μοναστηριακή «λιτή» που έλαβε την μορφήν εκκλησιδίου το οποίον αφιερώθηκε στους προσφιλείς τους «Οσίους πατέρες Διονύσιον τον Ρήτορα και τον μαθητήν του Μητροφάνη τον Πνευματικόν» και τους τιμούσαν εκεί την 9ηνΙουλίου με κατανυκτική Αγιορειτική «Αγρυπνία» που από το ψαλτήρι της περνούσαν οι δοκιμώτεροι μοναχοί ιεροψάλτες και την ακρίβεια της τάξεως επιστατούσε το «άγρυπνον όμμα» του Γέροντα Γεράσιμου ως μόνιμου «τυπικάρη». Μετά την «Απόλυση» οι εκκλησιαζόμενοι στην «Τράπεζα», αφού άκουγαν το επιτραπέζιο πατερικό ανάγνωσμα ξεκινούσε η συνεσθίαση των συνδαιτημόνων και μετά η ανταλλαγή των βιωθεισών σκέψεων επί των τελεσμάτων κατά την εόρτιον αυτήν σύναξη όπως στα αρχαία «Συμπόσια». Ο Γέροντας ήταν ανεξάντλητος σε απαντήσεις για αγιολογικά και υμνολογικά ερωτήματα και μας εβεβαίωνε ότι τα ψαλτήρια του Άθωνα δοξολογούν τον Τριαδικόν Θεόν επί μία τουλάχιστον χιλιετία καλλιεργώντας όλα τα είδη της υμνολογίας που προέρχονται από κληρονομία του Βυζαντινού παρελθόντος μας. Από τα συναξαριστικά κείμενα του παρελθόντος αντλούνται οι πλέον αυθαιντικές πληροφορίες της ύλης για την σύνθεση των ύμνων κάθε Ακολουθίας. Ο «υμνογραφικός» ζήλος του π. Γερασίμου μας οδήγησε στην βαθύτερη γνώση του παραδοθέντος υμνογραφικού πλούτου. συνετέλεσε να ερευνηθούν τα μυστικά του νοήματος, των ριζών και των ρυθμών που έφθασε μέχρι τον τονισμό και στην έμμετρη μορφή των ύμνων. Έτσι μέσα στην έρημον της «Μικραγιανάννας» με προσεκτική επιλογή των λέξεων και ανάκρισή τους, βοηθήθηκε να συντάξει και το σχετικό γλωσσάριο «Ευφημίας» του θείου με πολύ κόπον και χωρίς βιβλιογραφικά βοηθήματα, που συνήθως χρησημοποιούνοι λειτουργιολόγοι επιστήμονες για να εντοπίζουν τα μυστικά στοιχεία των θείων ύμνων, όπως ήσαν π.χ. οι Petit,Pitra.Bouvy. Cabrelκ.ά.
Ο π. Γεράσιμος από τα εφηβικά του χρόνια ποθούσε τον απράγμονα και μονήρη βίο και κουρευθείς μοναχός το 1923 παρέμεινε αφιερωμένος στην κλήση του μέχρι το τέλος της ευσεβούς βιωτής του το 1991 που διήρκεσε επί 88 χρόνια. Όχι μόνον η Αγιορειτική κοινωνία, αλλά και όλος ο θρησκευόμενος λαός που τον εγνώρισε από την υμνολογική προσφορά του στη θεία λατρεία, ακόμη και ζώντα όπου εμφανιζόταν τον ετίμησε για την εξαίρετη και διαφορετική αρετή της αγιοσύνης του. Ο βίος του ποτέ δεν σκιάστηκε από ματαιόδοξα πάθη και αδιακρισία αξιωμάτων αφού η πολιτεία του σφαγιζόταναπό το χάρισμα της αγίας ταπεινοφροσύνης και της σεμνής πατρικής ωριμότητος. Ο Ὀσιος Γεράσιμος ποτέ δεν θέλησε να γίνει ετερόφωτος από τίτλους και μάταιες επιδιώξεις τηρώντας την χρυσή ευκαιρία της κατά πνεύμα σιωπής και υπομονής. Αυτού η τιμή καθιερώθηκε να τιμάτε υπό της Μητρός Εκκλησίας μας την 10ην Ιανουαρίου 2023 με την απόφανση του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαιου και της περί Αυτόν Ιεράς Συνόδου του.
Ευχαριστώ θερμότατα όσους μαθητές και αναγνώστες διαβάζουν τα άρθρα μου κατά την πρόσφατη ασθένεια μου που πέρασε τώρα. Α.Π.
Του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη
Πολιού Μ. Άρχοντα της Μ. Εκκλησίας
Δύο ημέρες πρίν πραγματοποιηθεί η επίσημη επίσκεψη των βασιλέων της Ελλάδος στην Τουρκία μεταβαίνει στις 11 π. μ. της 6 Ιουνίου 1952 στο Φανάρι ο πρωθυπουργός της Τουρκικής κυβερνήσεως κ. Αντάν Μενδερές προς επίσκεψη στην Α.Θ.Π. τον πατριάρχη Αθηναγόρα. Είναι η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός του τουρκικού κράτους «καταδέχεται» να περάσει την «Κλειστήν Πύλη» του Φαναρίου. Ο προκάτοχός του Ισμέτ Ινονού συστηματικά περιφρονούσε τους Προκαθήμενους της Ορθοδοξίας και τούτο διότι οι Αντιπρόσωποι των Εθνών που συμμετείχαν στην σύνταξη της «Συνθήκης της Λωζάνης» « ρητά απέρριψαν να εμπλέξουν τις αμαθείς και κακεντρεχείς προτάσεις του» που εισηγούντο την βίαιη μετακίνηση της Καθέδρας του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως στην Ελλάδα εκ Τουρκίας, αγνοόντας την από εκεί οικουμενική διακονία των Ορθοδόξων τουτάχιστον επί 15 αιώνες! Όμως οι θρησκευτικοί θεσμοί, όπως είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι εντελώς αλλότριας μεταφυσικής φύσεως ιστορικός θεσμός και εξ αυτού βρίσκεται πολύ πέραν πάσης εγκόσμιας ρυθμίσεως με ίδια οργάνωση και μάλιστα κεκυρωμένη από πράξεις Οικουμενικών Συνόδων και από διεθνών διακρατικών συμφωνιών αιώνων! 1
Επειδή κατά την τότε επίσκεψη του πατριάρχου Αθηναγόρα στην Άγκυρα δεν είχε πραγματοποιηθεί συνάντηση μετά του πρωθυπουργού λόγω της ασθενείας του θέλησε ο κ. Αντάντ Μενδερές προσωπικά να επισκεφθεί τον Πατριάρχη στο Φανάρι πρό της ελεύσεως του βασιλικού ζεύγους στην Τουρκία. Έτσι το Πατριαρχείο ειδοποιήθηκε για αυτήν την ελεύση του προέδρου κ. Μενδερές προκειμένου να τύχει της δεούσης προπαρασκευής. Αυτό γνωστοποιήθηκε και στην Ομογένεια και στην πύλη των Πατριαρχείων είχαν συγκεντρωθεί πολλοί κληρικοί και τα προεδρία των Εφοριακών Επιτροπών και των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων της Ρωμαίϊκης Μειονότητος, καθώς και οι μαθητές των μειονοτικών σχολείων του περιοχής Φαναρίου.
Ο πρωθυπουργός Μεντερές προσήλθε περιχαρής στο Φανάρι ακολουθούμενος από τον Υφυπουργόν προεδρίας και το επιτελείο του και στην Πύλη τους υποδέχθηκε ο Μ. Πρωτοσύγγελος και ο Αρχιγραμματέας φέροντες επανωκαλύμαυχον κατά την τιμητική έλευση επισήμου προσωπικότος ενώ στο αίθριο προ του πατριαρικού ναού του Αγίου Γεωργίου ίσταντο οι αρχιμανδρίτες της πατριαρχικής αυλής και είχε συγκεντρωθεί εκεί πλήθος ενοριτών των ορθοδόξων ενοριών της Πόλεως με επίκεφαλής τον βουλευτήν του «Δημοκρατικού» κόμματος κ. Αχιλλέας Μόσχον του κόμματος του κ. Μενδερές που χειροκροτούσε τον πρωθυπουργό που κοντοστάθηκε και φαίνεται περιργαζόταν για πρώτη φορά τον από δεκαετίας πυρίκαυστο χώρο του παλαιού κεντρικου κτηρίου του Πατριαρχείου που για να μετριαστεί η θλιβερή και ανεξιχνίστη ακόμη πυρπόληση καλύφθηκε με αναρριχητικά φυτά περιπλοκάδων για σκεπάσουν την μαυρίδα των τοίχων αριστερά του Κωνσταντίνειου κλιμακοστάσιου, που οδηγούσε στο πέντρινο Ευγενίδειο κτίριο, όπου τα «πατριαρχικά κελλία» και μεταξύ των οποίων και το «πατριαρχικόν γραφείον», όπου ο εκάστοτε Οικουμενικός Πατριάρχης από το 1941 δεχόταν τους επισήμους επισκέπτας του. Εκεί έφθασε και ο Τούρκος Πρωθυπουργός και τον υποδέχεται όρθιος με το ολύμπιο ανάστημά του ο πατριάρχης Αθηναγόρας και κατά την συνήθειά του εγκάρδια τον αγκαλιάζει και σε λίγο τον προσφωνεί:
«Εξοχώτατε κ. Πρόεδρε, η επίσκεψή Σας αυτή είναι ιστορική για την στοργήν και το ενδιαφέρον Σας που επιδείξατε για το Πατριαρχείον μαςπου είναι το μακροβιώτερο πνευματικό καθίδρυμα που υπηρετεί αιώνες στην χώρα μαςκαι πάντα πρόθυμο στην διακονία του λαού του Θεού. Σας συνεχαίρωγια τον μνημειώδη λόγο Σας στο Συνέδριο του «Δημοκρατικού κόμματος» της Τουρκίας, όπως υποστηρίξατε και στηνΘεσσαλονίκη πως η πρώτη και θεμελιώδης αρχή που απορρέει εκ της Ελευθέρας της Συνειδήσεως είναι ο σεβασμός στην Ανεξιθρησκεία,η οποία ενώνει τους λαούς, γιατί τους αποτρέπει απότους θρησκευτικούς πολέμους.
Στην σύντομη αυτή προσφώνηση ο πρωθυπουργός Μενδερές ευχαριστών απήντησε: Σφίγγω εγκάρδια το χέρι του Πατριάρχη και δι’Αυτού σε όλη την Ρωμαίϊκη Ομογένεια γιατί διαπίστωσα την απόλυτη συμψυχία των δύο λαών μας. Η συνάντηση αυτή αποτελεί απαρχή προς μεγαλύτερη συναδέλφωση. Όσοι ασπάζονται το χέρι του Πατριάρχη να ξέρουν ότι επάξια κατέχει την υψηλήν αυτήν θέση, χάρη της προσωπικής του ικανότητος». Τέλος, ευχαρίστησε τον Πατριάρχη για την υποδοχή που του επιφύλαξε και άρχισαν οι συστάσεις των συνοδικών Ιεραρχών στον πρωθυπουργόν από τον Πατριάρχη και μετά άρχισε η δεξίωση με την προσφορά κατά την πατριαρχική συνήθεια του «άσπρου» γλυκού και του «τριαντάφυλλου» και του καφέ. Μετά ξεκίνησε σπουδαιότατη συζήτηση επί ζητημάτων του Πατριαρχείου και ο ίδιος ο Μενδερές επειδή διαπίστωσε την τραγική συρρικνώση των πατριαρχικών υπηρεσιών στο διόροφο Ευγενίδειο κτήριο και ερώτησε περί των σκέψεων αναστηλώσεως των πυρόπληκτων κτισμάτων των Πατριαρχείων. και ερώτησε τον Πατριάρχη περί της στεγάσεως του Πατριαρχείου μέχρι της Αλώσεως του 1453. Τότε κλήθηκε ο μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γεννάδειος ως ιστορικός να απαντήσει και λέγει ότι κατά τις γενόμενες πρώτες ανασκαφές το πρώτο επισκοπείο του Βυζαντίου βρισκόταν επί της Ακροπόλεώς του, καθώς και ο πρώτος ναός της Αγίας Ειρήνης και τα κτήρια των συναφών ιδρυμάτων της Εκκλησίας, όταν συνεστήθηκαν οι πρώτες βασιλικές της του Θεού Σοφίαν και ιδίως στην τελευταία ήταν προς νότον συνδεδεμένα μαζί της βλέποντα προς στην πλατεία του Αυγουσταίου. Οι πρώτες ανασκαφές διεξήχθησαν με εντολή του Ατατούρκ οποίος οριστικά την κατέστησε διαχρονικό μνημείον πολιτισμού της ανθρωπότητος, αφου υπάρχει κοντά το τέμενος του Σουλτάν Αχμέτ. Η υπάρχουσα σήμερα Ιουστινιάνεια βασιλική της Αγίας Ειρήνης ποτέ δεν έγινε τέμενος παρά μόνο άλλοτε ήταν σουλτανική οπλοθήκη και τώρα είναι κενή και φθείρεται. Τότε ο Αντάν Μενδερές ως γνήσιος Αϊδωνέας απήντησε: «Έχετε υπομονή γιατί πολλά μπορεί να γίνει καλλιεργώντας το σύμφωνον φιλίας του Ατατούρκ του 1930 και μακρυά από τούς εθνικιστικους παρωξυσμούς». Αυτή τη φράση του Μενδερές μου την επιβεβαίωσε ο ίδιος ο πατριάρχη Αθηναγόρας στον εξώστη του πύργου του Αγίου Ιωάννου στο Βατικανό μετά την συγχοροστασία Πάπα και Πατριάρχη στον ναό του Αγίου Πέτρου επί του τάφου του Πέτρου. 2
Ενδεικτική είναι η γηθοσύνη του αποχαιρετισμού του Αντάν Μενδερές στο «Κωνσταντιανό κλιμακοστάσιο» με τον Πατριάρχη και τους Συνοδικούς Ιεράρχες. Η τότε επίσκεψη του Μενδερές στο Πατριαρχείο αξιόλογήθηκε ως σπουδαίο ιστορικό γεγονός, παρα τα μετα ταύτα οικτρά γεγονότα του 1955 και την άναδρη θανάτωσή του από τους αντιπάλους του το 1960. Η Αγία Ειρήνη παραχωρήθηκε στον Δήμο της Πόλεως, όπως ήταν και στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Τουρκίας, λόγω των εκεί συνεχιζόμενων ανασκαφών και άνοιξε αργότερα για πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις στην Πόλη και μεταξύ αυτών παρηκολούθησα εκεί συναυλίες Εκκλησιαστικής βυζαντινής Μουσικής, και δεν στάθηκε η ακρόαση μου εκεί «ξένον αλλά οικείον άκουσμα», έστω και υπό τον Εικονομαχικό Σταυρό της αψίδος!
Είναι αλησμόνητες οι ώρες που πέρασα κοντά του στον Πατριἀρχη γιατί έμενα κοντά του στον ημιόροφο του ίδιου πύργου για να συγκεντρώσω την ύλη συγγραφής του τόμου των «Ειρηνοποιών» μου. Μάλιστα τότε ο Πατριάρχης μου απηύθυνε το ερώτημα: «Και τώρα τι γίνεται;» και τότε έγραψα στην εφημερίδα «Έθνος» τον Νοέμβριο του 1967 άρθρο με τον ίδιο τίτλο. Όταν κυκλοφόρησε η γαλλική έκδοση του τόμου των «Pacificateurs» το 1974 ο πάπας Παύλος Στ΄ με κάλεσεστις το Σάββατο 25 Μαΐου του 1974 στο Βατικανό και μου απένειμε την ανώτατη διάκριση του Αγίου Γρηγορίου του Μεγάλου, η οποία μάλιστα ως Έλληνα δημόσιο λειτουργό την αναγνώρισε με Διάταγμά του και το ελληνικό κράτος. (Βλέπε Εφημερίδα «Καθολική» αριθμ 1869/ 18-6-1974.) Α.Π.
Επέτειος της πρώτης πεντηκονταετίας από την εκδημίας του πατριάρχη Αθηναγόρα.
« Υἱός δίκαιος γεννᾶται εἰς ζωήν, διωγμός δὲ ἀσεβούς εἰς θάνατον»
Παροιμιών. ιή 19.
Του καθηγητού Αριστείδη Πανώτη
Ο πατριάρχης Αθηναγόρας από την εποχή της αναγορεύσεώς του σε ιεράρχη στην Κέρκυρα και στην Αμερική έδωσε προτεραιότητα στην εκκλησιαστική μορφωτική υποδομή των συνεργατών του και όταν εγκαταστάθηκε στο «πυρήκαυστο» τότε Φανάρι πρώτιστο μέλημά του ειναι η τακτοποίηση της εκπαιδευτικής μορφώσεως της νεότητας στην Μειονότητα. Τότε στην απομονωμένη κοινωνίας των Ιμβρίων οι κρατούντες Τούρκοι παρακώλυαν την συνέχεια της πατροπαραδότου μορφώσεως μήπως Τουρκεύψουν την νεότητα. Εξ αυτού και η εκλογή νέου ποιμενάρχη στην Μητρόπολη Ίμβρου χρειάζοταν ικανές προϋποθέσεις αγωνιστικού σθένους και πολιτικής επιτηδιότητας για τον εκλογικό στίβο ευέλπιδος ιεράρχη. Εξ αυτού και ο Πατριάρχης επιστράτευσε τον τότε πρωτοσύγκελο του Μελίτωνα Χατζή για να προστατεύσει την ελληνοπρεπή μόρφωση της νεότητος της νησιώτικης επαρχίας του δεδομένου ότι είχε τίτλους μαχητικού κληρικού από τον πόλεμο στο Ελ-Ᾱλαμέϊν κατά του Ρόμελ. Ως ποιμενάρχης των νήσων και ευρεθείς εμπρός σε εκλογική αναμέτρηση τον Μάϊο του 1952 πρόσεξε το πρόγραμμα των «Δημοκρατικών» καιτων «Λαϊκών» που επιδίωκαν να μεταλλάξουν και τις θρησκευτικές ακόμη μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ, που παρεμπόδιζαν την πρόοδο των ισλαμιστών. ΄Ηλθε σε επαφή με τον Δημοκράτη πολιτευτή Ιχσάν Τσαγλαγιακίηλ και του πρόσφερε ομόθυμη συμπαράσταση των Ορθοδόξων της επαρχίας του άν το κόμμα του νομιμοποιούσε όσα καθώρισε το Γ΄ Τμήμα στη «Συνθήκης της Λωζάνης» για τα δύο νησιά και ειδικά τα ἀρθρα 37,38,42 περί του καθεστώτος αυτοδιοικήσεως των Ιμβρίων. Και πραγματικά όταν προέκυψε η μεγάλη νίκη των «Δημοκρατικών» την 14ην Μαΐου 1950, που τότε η μέγιστη πλειονοψηφία τους στην «Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας» νομιμοποίησε αυτά τα άρθρα και έτσι επανήλθε η ευαγής μόρφωση του Ομήρου και του Ηροδότου στο Αιγαίο νησί και οι γενεές του τις καλλιέργησαν και εξ αυτής της παραδόσεως προήλθε και ο σήμερα Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και οι λοιποί επιστήμονες από την Ίμβρο και την Τένεδο.
Η απόφανση αυτή της «Συνθήκης της Λωζάννης» συνετέλεσε και στην πρόοδο της μελετώμενης από το 1947 ανύψωση του επιπέδου της θεολογικής μορφώσεως των αποφοίτων της Σχολής της Χάλκης κατά τα πρότυπα των αντίστοιχων καθιδρυμάτων της Ευρώπης. Και στις 25 Σεπτεμβρίου του 1951 υπογράφηκε «ο νέοςΚανονισμός για την Θεολογική Σχολή της Χάλκης» υπό του αρμόδιο Υπουργείου Παιδείας της Τουρκίαςγια το θεολογικό φυτώριο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως που μέχρι τότε είχε μορφή Εκκλησιαστικής Ακαδημίας, όπως τότε περίπου ἠταν οι Ανώτατες ιερατικές Σχολές στην ομόδοξη Ρωσία. Δεν είναι δυνατόν ποτέ να αγνοηθεί ότι πλησίον όλων των αρχαίων εκκλησιαστικών κέντρων των παλαίφατων Πατριαρχείων λειτουργούσαν παρόμοιες Σχολές ως ανωτάτου επιπέδου εκκλησιαστικά φυτώρια όπου διέπρεψαν μέγιστες φιλοσοφικές και θεολογικές προσωπικότητες προς διαιώνιση της Αποστολικής παραδόσεως των «αυθεντικών στυλοβατών της πίστεως». Εξ αφορμής πλέον αυτής της ολοκληρώσεως των σπουδών στην Χάλκη ξεκίνησε και η Δ΄ περίοδος της λειτουργία της γιατί στο τριτάξιο Λυκειακό τμήμα της προστέθηκε και το τετρατάξιο ακαδημαϊκό Θεολογικό τμήμα που της προσέδωσε ισόκυρο και ισοστάσιο το ακαδημαϊκό κύρος των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. «Κύκλωθεν νήσων υπολάμπουσαν τη θέσει του τόπου» της νήσου Χάλκης κατά πολιά παράδοση των «Μεταεικονομαχικών» χρόνων του 9ου αιώνα πλησίον κάποιου ορθόδοξου μονίδρυουάρχισε να διαμορφώνεται ο πυρήνας της σεβάσμιας μονής της Αγίας Τριάδος και εκεί το 1844 ο πατριάρχης Γερμανός Δ΄ εγκατέστησε την Θεολογική Σχολή της Μεγάλης Εκκλησίας που επί 127 χρόνια διατηρείτο και εξεφράζετο η Ορθοδόξη ευσέβεια της Χριστιανοσύνης αλλά και διδάσκετο εκτός της ορθής δόξας της ορθοδόξου πίστεως και η διαμόρφωση του Κανονικού Δικαίου της καθώς και η λειτουργική τάξη της Εκκλησίας αλλά και το φιλάνθρωπο φρόνημα για την Ειρήνη και Συνεργασία μεταξύ των εθνών. Εκ της Χαλκίτιδος Θεολογικής Σχολής αποφοίτησαν 930 και εξ αυτών εξελέγησαν οι 343 αρχιερείς και εξ τούτων οι 12 διετέλεσαν και Οικουμενικοί Πατριάρχες και 2 Πατριάρχες Αλεξανδρείας, και 2 Αντιοχείας και 4 Αρχιεπίσκοποι Αθηνών, ακόμη δε και 1 Αρχιεπίσκοπο Τιράνων το 1937 ο Χριστοφόρος Κίσσης. Στο θυσιαστήριο υπηρέτησαν εκ της Χάλκης 318 Πρεσβύτεροι και διάκονοι οι δε λοιποί παρέμειναν λαϊκοί θεολόγοι - καθηγητές στην Μέση Εκπαίδευση διδάξαντες την ορθόδοξη πίστη σε μυριάδες Νεοελλήνων μαθητών. Στην Σχολή αυτή μαθήτευσε από το 1903-1910 σε διδασκάλους ολκής και ο πατριάρχης Αθηναγόρας Σπύρου πλησίον του σπουδαίου Σχολάρχου μετά Θυατείρων Γερμανού Στρηνόπουλου (1907-1922). Από την αρχή της διακονίας του στο Φανάρι ο πατριάρχης Αθηναγόρας εξετίμησε την πολύτικη αξία αυτού του μορφωτικού ιδρύματος τόσον στην στελέχωση της καθέδρας του Θρόνου με τους πλέον κατάλληλους και φιλομαθέστερους αποφοίτους της Σχολής τις Υπηρεσίες της Πατριαρχικής Αυλής του, όσον και για την ποιμαντορία των σημαντικών Μητροπόλεων της Ορθοδόξου Διασποράς. Μεταξύ αυτών πολύ εξετίμησε τα υπέροχα πνευματικά χαρίσματα του Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου Ιακώβου Στεφανίδη και τον ανέδειξε αρχικά μητροπολίτη Ικονίου και όταν διεπίστωσε το ήθος του τον ανέδειξε από του Οκτωβρίου του 1951 μέχρι το 1955 και Σχολάρχη της Χάλκης που άφησε εποχή διευθύνσεως. Κατά τον τουρκικόν νόμον ανέλαβε την καθίδρυση και ανακαίνιση της γεραράς Σχολής ασκήσας υποδειγματικά διοικητικά και διδακτικά καθήκοντα. Όμως προσβήθηκε από νεφροπάθεια και παραιτήθηκε και αφού ταλαιπωρήθηκε στην Πόλη επί δεκαετία στις αρχές Απριλίου 1965 τον μεταφέραμε μαζί με τον αδελφό του Τζώρτζη προς αιμοκάθαρση στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών, όπου δυστυχώς απεβίωσε στις 16 Απριλίου του 1965 βυθίσας όλη την Εκκλησία σε βαθειά θλίψη. Ο Ικονίου Ιάκωβος ήταν πρώτυπο πνευματικού πατέρα και κατ’ εξοχήν φιλάνθρωπος, αλλά και σε κάθε ασχολούμενο με τα θεολογικά γράμματα.1
Ο τερματισμός στην Ελλάδα του «Εμφυλίου Πολέμου» στις 29 Αυγούστου του 1949 επέφερε ειρήνευση και γαλήνη στη Χώρα μας και εθεωρήθη κατάλληλη εποχή για να επαναλειτουργήσει πάλι το «Σύμφωνο φιλίας» που υπογράφηκε το 1930 στη Άγκυρα από τον Μουσταφά Κεμάλ και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Δυστυχώς όμως, μετά τον θάνατον του Μ. Κεμάλ το 1938 η διάδοχος πολιτική κατάσταση στην Τουρκία έπεσε στα χέρια του πρωθυπουργού Ισμέτ Ινονού που δεν βράδυνε να επιδείξει, όπως έπραξε στην «Λωζάνη», το αντιχριστιανικό μένος του κατά της παραμονής του Πατριαρχείου μας στην κοιτίδα που ιδρύθηκε. Μόλις η Ελλάδα υποδουλώθηκε στους Ναζί το Μάϊο του 1941 κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εθεώρησε κατάλληλη στιγμή από την εμπάθεια του να «πυρπολύσει» τα ξημερώματα ης 21ης Σεπτεμβρίου του 1941 με τρόπο ανεξερεύνητο μέχρι σήμερα του ξύλινου κεντρικού κτιρίου των Πατριαρχείων, όπου στεγάζοντο όλα τα γραφεία των υπηρεσιών του επί δύο τουλάχιστον αιώνες με όλο το θησαύρισμα των ιερών εικόνων, των χρησιμοποιούμενων κωδίκων και εγγράφων, αλλά και την σπουδαίαν Πινακοθήκην των διατελεσάντων μέχρι τότε Πατριαρχών και τα αναρίθμητα πολύτιμα δώρα των εστεμμένων Ορθόδοξων της Ευρώπης. Η άνευ αιτίας αυτή θρησκευτική και πολιτιστική αυτή καταστροφή ήταν ταγικό «Εγκλημα Πολέμου», που βεβαιωμένο από τά μετά ταύτα πληγμάτα. 2 Σε αυτά προστεθηκε και μετά την «Συνθήκη της Λωζάνης» η πανπόνηρη παρασιώπηση των σχετικών άρθρων για την Αυτοδιοίκηση και την Ελληνορθόδοξη Εκπαίδευση των κατοίκων της νήσου του Αιγαίου Πελάγους που προστέθηκε στην τουρκική κυριαρχία, μήπως επανέλθη το καλό πνεύμα μεταξύ Τούρκων και Ρωμιών. Αυτό που οραματίστηκαν και υπέγραψαν στην Άγκυρα το 1930 ο Μουσταφάς Κεμάλ και ο Ελευθέριος Βενιζέλος μπορεί η Δημοκρατική πλειονοψηφία και πάλι να το ζωντανεύψει μετά 22 χρόνια στους γειτονικούς λαούς. Φωτισμένοι διπλωμάτες των υπουργών επί των Εξωτερικών της Τουρκίας Φουάτ Κιοπρολού και της Ελλάδος Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα ανάλαβαν να επεξεργαστούν το πρόγραμμα της επισήμου συναντήσεως του Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας κ. Celal Bayar και των βασιλέων της Ελλάδος Παύλου και Φρειδερίτης στην νέα Τουρκία αφού προέκυψε από τις εκλογές της 14ης Μαΐου 1950 η κατάλληλη περίοδος ανταλλαγής εκατέρωθεν επισήμων επισκέψεων το 1952 η των Ανάκτων της Ελλάδος στην Άγκυρα και την Πόλη στις αρχές Ιουνίου και η δεύτερη του Τούρκου Προέδρου στην Αθήνα και την Κομοτινή το τέλος Νοεμβρἰου με Δεκέμβριο του ιδίου έτους για να αποδοθούν οι προσοίκουσες ύψιστες τιμές στα δύο κράτη κατά τα διεθνώς κρατούντα. Λόγω της συνταγματικής συνδέσεως των Ελλήνων Βασιλέων με την κρατούσα Θρησκεία, συνδέεται και η επίσκεψη τους στο λίγνον της Ορθοδοξίας προς έκφραση των ευλαβών αισθημάτων του ελληνικού λαού προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην διότι επί Άνθιμου Δ΄ του Βυζαντίου δια της Μεγάλης Πατριαρχικής Ιεράς Συνόδου συνεστήθει κανονικά το 1850 η τοπική Ανεξάρτητη Εκκλησία εν Ελλάδι. 2
Η επίσημη επίσκεψη των Ελλήνων Ανάκτων στη Τουρκία άρχισε πρό του Ακρωτηρίου της «Στενών» της «Έλλης» στις 7 Ιουνίου 1952. Το εύδρομον αντιτορπιλικόν «΄Ελλη», που καταστάθηκε ιστορικό για τις ένδοξες αποστολές του, εισοδεύει στην Προποντίδα και αμέσως μοίρα του τουρκικού Στόλου το πλαισιώνει τιμητικά και το κατευθύνουν στην προκυμαία του Βοσπόρου, όπου είναι τα παλαιά ανάκτορα του «Δολμά-Βαχτσέ» όπουεφιλοξενούντο οι ξένοι ΄Ανακτες και κατοικούσε στο Βοσπόρειο Θρακικό άκρο της Ευρώπης και ο «Ατα-τούρκ» που συνέστησε την νέα Τουρκία. Πρίν αποβιβάστούν οι Βασιλείς ο κυβερνήτης της «Έλλης» κατήλθε με άγημα ναυτών παρατάχθηκε στην προκυμαία και εκεί τους υποδέχθηκαν οι τοπικές Αρχές με επικεφαλής τον Νομάρχη-Δήμαρχο της Πόλεως δρ. Φαχρενδίν Γιοκάϊ με τον πρεσβευτή Αλεξ. Κουντουμά και ο Γεν. πρόξενος Γ. Χριστόπουλο της Ελλάδος. Μετά σχηματίστηκε πομπή που ανήλθε στην πλατεία «Ταξίμ» και κατέθεσε στέφανον εκ μέρους της χώρας τους στο «Μνημείον της Ανεξαρτησίας». Σε λίγο οι εστεμμένοι διεκπεραιώθηκαν δια της προεδρικής ακάτου «Ατζάρ» στην απέναντι Ασιατική ακτή, ὀπου ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός του Χαϊδάρ πασά και με την προεδρική αμαξοστοιχία οι Βασιλείς ανεχώρησαν στην Άγκυρα. Μόλις έφθασαν τους υποδέχθηκαν η Α.Ε. ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας κ. Celal Bayar και ο πρωθυπουργός κ. Αντάντ Μεντερές με μέλη της κυβερνήσεως και πλήθος. Η υποδοχή αυτή ήταν τότε πρωτοφανής δεδομένου ότι δεν υφίστατο Μειονότητα της Ρωμιωσύνη στην νέα πρωτεύουσα αυτής της Χώρας και αμέσως αρχισε το πρόγραμμα που άρχισε με κατάθεση στεφάνου στον τάφο του Μουσταφά Κεμάλ. Συνεχίστηκε με δεξίωση στο «Κυβερνείο του Τσανκάγια» και με σειρά επισκέψων σε Μουσεία, σε αθλητικές επιδείξεις και με την καθιερωμένη στρατιωτική παρέλαση και συνεχίστηκε με επισκέψεις σε αξιοθέατα και σε εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά καθιδρύματα της πόλεως και σε πολλές εκδομές στην ύπαιθρο χώρα αλλά και με πολλές δεξιώσεις επί πενθήμερον. Όλα ήσαν επιμελώς οργανωμένα και ενδεικτικά για να εντυπωσιάζουν μέσα σε λίγα χρόνια μεταρρυθμίσεων της γενόμενης «άριστης προσαρμογής της Τουρκίας στα ιδεώδη των ευνομούμενων κρατών της πολιτισμένης ανθρωπότητος». Μετά το πέρας της ενθουσιώδους αυτής φιλοξενείας στην Άγκυρα δια της ιδίας οδού επέστρεψε οι Άνακτες στον σταθμό του Χαϊδάρ-πασά όπου πλέον τους υποδέχθηκε εκ μέρους τηα Α.Θ.Π. του πατριάρχου Αθηναγόρα η τριμελής συνοδική Επιτροπή από τους Χαλκηδόνος Θωμά, Θεοδώρουπόλεως Λεόντιου και Ειρηνουπόλεως Κωνσταντίνου, που τους «προσαγόρευσε καταλλήλως» και διεπεραιώθηκαν πάλι στο «Δολμά-Βαχτσέ» όπου εφιλοξενούντο. Την επομένη ημέραν έφθασε στην Πόλη και ο Πρόεδρος κ. Celal Bayar. που μαζί με τους εστεμμένους πορεύθηκαν από το ανάκτορο του «Δολμά-Βαχτσέ» με πομπή στο Πέραν και μάλιστα διερχόμενοι δια μέσου της «Μέσης Οδού» του Ρωμαίϊκου πλήθους και των Τούρκων και επεσκεύθηκαν πολλές κεντρικές συνοικίες της μεγαλουπόλεως, όπου ήταν διασκορπισμένοι τότε περί τούς 124.000 ομογενείς της Μειονότητος που εξεδήλωναν με επευφημίες τον ενθουσιασμό τους για την επαναλειτουργία της «καλής γειτονίας» με την «Τουρκοελληνική Συνθήκη φιλίας» του 1930.
Το απόγευμα της Παρασκευής της 13ης Ιουνίου 1952 οι Άνακτες έφθασαν στην αποβάθρα του Φαναρίου προς επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριαρχείου των Ορθοδόξων με την προεδρικήν άκατον και εκεί τους υποδέχθηκαν οι τουρκικές Αρχές και ο επιχώριος πληθυσμός του Φαναρίου με επευφημίες και ζητοκραυγές ενώ τους πλαισίωναν μαθητές των Μειονοτικών σχολείων της ομογένειας κρατούσα ανθοδέσμες και η Αστυνομία κρατούσε την
όλην τάξη και το βασιλικόν ζεύγος πορεύεται πεζό προς την κεντρικήν Πύλη των Πατριαρχείων, όπου τους αναμένει ιστάμενος ο πατριάρχης Αθηναγόρας μετά της ακολουθίας του για να του υποδεχθή περιβελημμένος μανδύαν και ομοφόριον και κρατών ποιμαντικήν ράβδον, ενω ο Αρχιδιάκονός του φέρει το Ευαγγέλιο και συνοδεύεται από τέσσαρες ιεροφορούντες διάκονοι της πατριαρχικής Αυλής. Η στιγμή ήταν άκρως ιστορική και συγκλονιστική διότι ο βασιλεύς των «Ρωμιών»του ελευθέρουελληνικού κράτους ασπάζεται το Ευαγγέλιο και την σεπτήν χείρα του αρχιεπισκόπου της Κωσταντινουπόλεως μέσα σην βασιλίδα των Πόλεων μετά το 1453 και συνπορεύονται προηγουμένων του Πατριαρχικού Χορού, ψάλλοντος βασιλικούς στίχους του Ψαλτηρίου και του ιερού Κλήρου και εισοδεύει στον κατάμεστο από πλήθος πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου. Στα συνοδικά στασίδια ίσταντο οι ιεράρχες του Θρόνου και κάτωθι στα καθίσματα οι αρχοντες του Θρόνου και οι πρεσβευτές των ομοδόξων κρατών, καθώς και πολλοί προσκεκλημένοι φιλορθόδοξοι Τούρκοι. Στην «Ωραίας Πύλης» ίσταται κατά τάξη χοροστατών ο Πατριάρχης. Η Ακολουθία αρχίζει με την «Μεγάλη Δοξολογία» συντεθείσα εξ επιλογών των ψαλμικών στίχων (21, 44, 67,102, και 144) σε πατριαρχικό Βυζαντινό μουσικό ύφος υπό του άρχοντος πρωτοψάλτη Κωνσταντίνου Πρίγγου προς τιμήν του Βασιλικού ζεύγους, ισταμένου επι δύο θρόνων στην σολέα κατά το εν Αθήναις έθος. Όταν ο αρχαιοπρεπής δοξολογικός ύμνος περατώθηκε ο Αρχιδιάκονος απευθύνει τις σχετικές δεήσεις για τους βασιλείς και επηκολούθησαν οι εκατέρωθεν προσφωνήσεις.
Ο βασιλεύς Παύλος πρώτος εξέφρασε: «την ευγνωμοσύνη του εν Ελλάδι Ορθοδόξου Γένους προς το λίκνον της Ορθοδοξίας την Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως η οποία δωρεοδότησε το 1850 τις Μητροπόλεις της προς συγκρότηση της «Ανεξάρτητης» Εκκλησίας της Ελλάδος και μέσα στον 19ον αιώνα την ενίσχυσε με νέες εκκλησιαστικές επαρχίες με την Επτάνησο το 1863 και με την Θεσσαλία το 1882. Όμως και τον 20ον αιώνα εμποδίστηκε να εκφράσει το ελεύθερο Γἐνος προς την Μητέρα Εκκλησία για την παραχώριση μεγάλων μοναστηριακών εκτάσεων προς εγκατάσταση εν Ελλάδι του εξ Ανατολής ελθόντος προσφυγικού πληθυσμού ». Ευθύς αμέσως ο Βασιλεύς Παύλος παρέδωσε το ανώτατο παράσημο της Ελλάδος του Μεγαλόσταυρου του Σωτήρος Χριστού στον Πατριάρχη Αθηναγόρα.
Σε αυτά απήντησε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ότι : «Απέναντι στα χαρμόσυνα αυτά γεγονότα της ειρηνεύσεως των δύο λαών η Εκκλησία, απαύστως δεομένη υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, ως Μήτηρ Εκκλησία ανοίγει τας αγκάλας εις τα Ορθόδοξα Εστεμμένα Τέκνα Αυτής, τους ευσεβέστατους Βασιλείς της Ελλάδος, και δοξάζει τον Ουράνιον Δομήτορα της Εκκλησίας, ότι επί των ημερών τούτων συμβαίνουν τοιαύτα γεγονότα ευρισκόμενα στο σταυροδρόμη των πολιτισμών όπου θεσμικά θεραπεύεται όχι μόνον την ιεράν ευσέβειαν της πίστεως των Ορθοδόξων, αλλά και η ειρηνευτικήν υπόθεσιν του πεπολιτισμένου κόσμου μεταξύ των λαών». Επηκολούθησαν υπό του πατριαρχικού χορού οι δύο «Πολυχρονισμοί» του Βασιλικού ζεύγους και της Α.Θ.Π. και στο τέλος ο Πατριάρχης πρόσφερε από μέρους της Μητρός Εκκλησίας στον Βασιλέα χρυσόδετον αρχαίον ιερόν Ευαγγέλιον λέγων: προσφέρω Υμίν, Μεγαλειότατε, το ιερόν τούτο Ευαγγέλιον, που αποτελεί για τους Ορθοδόξους τον «Σωματικόν Ιησού Χριστόν», γιατί περιέχει το μήνυμα της ειρήνης, το οποίον εκόμισε εκ της Χώρας ταύτης ο ομώνυμός Υμών Απόστολος Παύλος προς την Χώρας Υμών και την Οικουμένην προς Σωτηρίαν της». Ο Βασιλέυς Παύλος ευχαρίστησε τον Πατριάρχη και περατώθηκε η όλη Ακολουθία. Οι «Υψηλοί Εστεμμένοι» μετά του Πατριάρχου εξήλθαν στο προάυλιον του ναού υπό τα χειροκροτήματα των εκκλησιασθέντων και πορεύθηκαν προς τα διασωθέντα δύο πέτρινα δυτικά το «Κωνσταντιανό» και το «Ευγενίδειο» τον Σεπτέμβριοτου 1941 που στεγάζονται όλα τα πατριαρχικά γραφεία και ανήλθαν δια του κλιμακοστάσιο των Κωνσταντιανών στην είσοδον που οδηγεί προς το επίσημο Πατριαρχικό γραφείο. Εκεί ο Πατριάρχης εδεξιώθη τους βασιλείς και είχε εγκάρδια συνομιλία μεταξύ της Α.Θ.Π. του Βασιλέως Παύλου προς τους οποίους προσεφέρθησαν «κατά την τάξιν, γλυκό και καφές» και μετά ο Πατριάρχης συνέστησε στους Βασιλείς τους αρχιερείς του Θρόνου καθώς και τους εκεί άρχοντες του Γένους και η ιστορική αυτή ευχαριστήριος συνάντηση περατώθηκε. Οι εστεμμένοι προσκήνησαν στο παρακείμενο Πατριαρχικό παρεκκλήσιο του Αγίου Ευσταθίου και συνοδευόμενοι υπό του πατριάρχου Αθηναγόρα απεχώρησαν προς την έξοδον ενώ οι αρχιερείς παρατάχθηκαν εκατέρωθεν του κλιμακοστασίου και δια μέσω του λαού και της Αστυνομίας πορεύθηκαν προς την « Κλειστήν Πύλης». Εκεί αντηλλάγησαν οι ευλαβείς αποχαιρετισμοί και συνοδευόμενοι από τη Επιτροπήν των Συνοδικών αρχιερέων οι Εστεμμένοι κατήλθαν στην προκυμαία του Φαναρίου, όπου είχε πλεύσει η προεδρική άκατος «Ατζάρ»και διά του Κερατίου έπλευσαν προς το ανάκτορο του «Δολμά- Βαχτσέ» όπου και εφιλοξενούντο.
Την επαύριον Σάββατον 14 Ιουνίου 1952 και ώρα 4.30 μ.μ. η Α.Θ.Π. ο Πατριάρχης μετά των παρεπηδημούντων 14 Σεβ. Αγίων Μητροπολιτών του Οικουμενικού Θρόνου και μετά των λοιπών κληρικών επικεφαλής της Αυλής μετέβησαν στο ανάκτορο του «Δολμά Βαχτσέ» δι’ αυτοκινήτων σε αντεπίσκεψη των Βασιλέων γενόμενοι δεκτοί από τους Άνακτες μεθ’ όλων των υπό του επίσημου Πρωτοκόλλου προβλεπόμενων τιμών μετά πολλής εγκαρδιότητος. «Η υποδοχή εγένετο στην μεγαλοπρεπή αίθουσα του Θρόνου ένθα προσεφέρθη γλυκό και καφές και επηκολούθησε εγκάρδια συνομιλία επί ημίσειαν ώραν, ενώ κατά την αναχώρηση του Πατριάρχη και των Ιεραρχών προεμφθηκαν μετά των αυτών τιμών». Το εσπέρας στον ίδιον τιμητικό χώρο εδώθη επί την αναχωρήσει την αύριον μεγάλη «δεξίωση» όπου παρέστησαν η Α.Ε. ο Πρόεδρος Celal Bayar και μέλη της κυβερνήσεως και το πρεσβευτικό σώμα, καθώς και από προσωπικότητες του επιχειρηματικού κόσμου των Τούρκων και Ομογενών και των δημοσιογράφων των δύο λαών.
Την Κυριακήν το πρωί 15 Ιουνίου 1952 ο Πρόεδρος Bayar παρέλαβε τούς Άνακτές στην προεδρική θελαμηγόν του και έπλευσε δια του Βοσπόρου για να τους ξεναγήσει μέχρι του στομίου του Εύξεινου Πόντου μέχρι το απόγευμα τις 5.μμ. όταν επέστρεψαν στο παλαιό σουλτανικό ανάκτορο εκεί τους ανέμεναν οι εκπρόσωποι του Πατριάρχου και της Ιεράς Συνόδου μητροπολίτες Χαλκηδόνος Θωμάς και Ειρηνουπόλεως Κωνσταντίνος για να τους ευχηθούν τα δέοντα επί τη αναχωρήσει των Βασιλέων στην Ελλάδα. Τότε ο μακαριστός πρόεδρος Bayar τους παρέλαβε στην προεδρικήν άκατόν του «Ατζάρ» και τους επιβίβασε στο εύδρομο «Ελλη», ευχηθείς «καλήν αντάμωση» στην Αθήνα.
Η μακρότατατη εμπειρία του Φαναρίου για τα εκεί πολιτικά δρώμενα στην κοινή γνώμη την μεσημβρία της Δευτέρας 16ης Ιουνίου ο Πατριάρχης παρέθεσε στο Πατριαρχείο Γεύμα προς τιμήν των Τούρκων Δημοσιογράφων προκειμένου να εξηγήση την εκκλησιαστική παρένθεση στο πρόσφατο επίσημο ταξίδι των εστεμμένων Ελλήνων στην Τουρκία, ώστε αυτό να μην παρερμηνεύεται από υπερβολές που προκαλούν θρησκευτικές και πολιτικές αντιδράσεις στην Κυβέρνηση. Παρέστησαν ό Χαλκηδόνος Θωμάς και ο Αίνου Γερμανός και ο αντιπρόεδρος της Ενώσεως Hayri Taylan, Cemal Cahit Cem, Rakim Calapalan.
Στίς 2 Δεκεμβρίου 1952 έγινε επί τριήμερο με τον ίδιο εγκάρδιο πρωτόκολλο και ενθουσιασμό η επίσημη επίσκεψη της Α.Ε. του προέδρου Τζελάλ Μπαγιάρ στην Αθήνα και στην αρχαία Κόρινθο και η παρά τον Ισθμό επιθεώρηση του Ελληνικού Στόλου. Με την συνοδεία των Ανάκτων μετέβησαν στην πολυφυλετική «Μουσουλμανική Μειονότητα» της Κομοτινής για τον εγκαινισμό του νέου ανώτερου του Μεντρεσέ εκπαιδευτικού καθιδρύματος, του Γυμνασίου του «Πρόεδρου Τζελάλ Μπαγιάρ», που ανοιξε τους ακαδημαϊκούς ορίζοντες της Μειονότητος στη Δυτική Θράκη.3
Όμως ελάχιστοι διάδοχοι του Μουσταφά Κεμάλ πίστευψαν στην σπουδαία υποθήκη του για την «Ελληνοτουρκική Φιλία» του 1930. Δυστυχώς όμως τώρα για να δραιώνουν την εκλογική επιτυχία τους βαυκαλίζουν το μέλλον της Τουρκίας με φαντασμένες ονειρώξεις που απομακρύνουν κάθε ασιατική ορδή από το πολιτικό μέλλον στην κοινωνία των λαών της Ευρώπης.- 4
Πολλές φορές η «Ιστορία», έγραφε ο γνωστός Βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν, «έχει συσκοτισθεί από εχθρότητα, προκατάληψη και αμάθεια». Στις ημέρες μας επιδιώκεται κάτι το δαιμονικό και φρικτότερο: να διαψευστεί ο λόγος του Κυρίου προς τον εκπρόσωπο του Καίσαρα Πιλάτο ότι: «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου… ουκ έστιν εντεύθεν… αλλά ίνα μαρτυρήσω την αλήθεια» (Ιω.ιθ΄36).
Στον ιερό θεσμό της Εκκλησίας η ευαγγελική αλήθεια απετέλεσε την πλέον τιμαλφή διαχρονική παρακαταθήκη. Η ευθύνη για τη στήριξη και διάδοση της αληθείας της πίστεως ανατέθηκε από τον Ιησού Χριστό στους μαθητές Του οι οποίοι και ενδεικτικά αναφέρονται από τον Απόστολο των Εθνών ως «στύλοι της πίστεως» της πρώτης χριστιανικής γενεά, δηλαδή ως οι αυθεντικοί υποστηρικτές και εκφραστές της εν Χριστώ Αποκαλύψεως. Αυτοί ήταν ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Μετά το πρώιμο μαρτύριο Ιακώβου του Ζεβεδαίου (43-44 μ.Χ,) για τη θέση του ακριβούς γνώστη της ευαγγελικής αληθείας κλήθηκε στα Ιεροσόλυμα να καλύψει ο έτερος Ιάκωβος, ο λεγόμενος «Αδελφόθεος» ο οποίος ήταν ο πρεσβύτερος γιός της οικογενείας του μνήστορα Ιωσήφ. Η εγκυρότητα της μαρτυρίας αυτών των αυτοπτών και αυτήκοων Μαθητών του Ιησού στήριξε την γενεά των πιστών και μετά την Πεντηκοστή και στερέωσε στην οικοδομή της Εκκλησίας της Αγίας Σιών. Οι ιεροί αυτοί άνδρες κλήθηκαν με το ουσιαστικό «Στύλοι» ως οι πλέον γνήσιοι εκφραστές του βίου, της διδαχής, του μαρτυρίου και της Αναστάσεως Κυρίου και ως οι αρμοδιότεροι είναι και οι πλέον κατάλληλοι για να βεβαιώσουν όλην την αλήθεια περί του Μυστηρίου Ιησού του Ναζωραίου. Ο ίδιος Απόστολος Παύλος όλο το διάστημα της παραμονής του στην Αγία Πόλη μαθήτευσε παρά την ευλογημένη «τριανδρία» του Πέτρου, του Ιωάννη και του «Αδελφόθεου» Ιακώβου και αυτοί ἠταν οι «Στύλοι» του πυρήνα που συμφώνησε και αναγνώρισε την χάρη και το κύρος της αποστολικότητός του πρώην Σαύλου και ήδη Παύλου που με την αποστολική αυθεντία έγραψε στους «Γαλάτες», που τότε ζούσαν περί τη σημερινή Άγκυρα της Ανατολίας, τα περί των «δοκούντωνείναι Στύλους» ( Γαλ. β΄ 9). Σε άλλη πάλι επιστολή του προς τον μαθητή του Τιμόθεο ο Παυλος αποκαλύπτει την αξίας και χρησιμότητα του λειτουργήματός του μέσα στην Εκκλησία πως είναι «η εδραίωση της αλήθειας» περί του Ιησού Χριστού (Α΄Τιμ. γ΄ 15). Αλλά και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επιβεβαιώνει στην αυτήν «Αποκάλυψη» του ότι αυτός που αναγορεύεται σε «στύλο» είναι στην πραγματικότητα «εκείνος που κρατεί αυτό που κατέχει»( Αποκ.γ΄.12) Εξ αυτών των ολίγων γραπτών μαρτυριών του «κλητού» Αποστόλου αποδεικνύεται ότι ως «στύλος» εμβληματικά αναγνωρίζεται ο ακλόνητα κατέχων πραγματικά την αποκάλυψη περί του Κυρίου και αποτελεί το ζωντανό και «γενναίο υπόδειγμα» πίστεως σφραγισμένης ως κληρονομίας διαβιβαζόμενης με την διαδοχή του λειτουργήματός του μετά τον θάνατόν του στους καθιερωμένους διαδόχους τους. Αυτό μας το βεβαιώνει στα τέλη του πρώτου αιώνα με την Α΄ Επιστολή προς τους Κορινθίους ο αποστολικός άνδρας και επίσκοπος Ρώμης Κλήμης (V.1-5), ότι δια της δυάδος του Πέτρου και του Παύλου συνεχίζεται η ἐξ αυτών προερχόμενη έγκυρη αποστολική μαρτυρία της διδαχής των κλητών να κυβερνήσουν στη Ρώμη την εκεί τοπική Εκκλησία της πολυάνθρωπης πρωτευούσης πόλεως της αυτοκρατορίας. Η κανονική αποστολική διαδοχή τους και η τιμή που διαχρονικά περιβάλλει την κατοχή της ταφής και των λειψάνων τους απορρέει από την μνημειακή συνεχή ανάδειξη του παραδείγματός τους μέσα στην καθ’ όλου του Χριστού Εκκλησίας. Έτσι περί το 200, δηλαδή μόλις λίγες γενεές χριστιανών μετά το μαρτύριό τους, ο Ρωμαίος πρεσβύτερος Γάϊος για να αποδείξει την ακρίβεια και την ορθοδοξία της πίστεως του στον αιρετικό Πρόκλο τον βεβαιώνει ότι εκείνος έχει την ζωντανή παρουσία των Πρωτοκορυφαίων στην Εκκλησία του από τον τόπο της ταφής και παραμονής των λειψάνων τους, του μεν Πέτρου στο λόφο του Βατικανού, του δε Παύλου Εκτός των Τειχών στην αρχή της οδού προς την Όστια, ενώ οι δοξασίες του Πρόκλου δεν έχουν αντίκρισμα ιερά πρόσωπα, ἀλλά μόνο τις κακοδοξίες της δοκησισοφίας του. Και αυτό το παράδειγμα δείχνει πόσο ζωντανή και διαρκώς πηγαία είναι η κανονική αποστολική διαδοχή και γι’ αυτό συντελεί στη στήριξη των πιστών των λοιπών Εκκλησιών δια μέσου του έγκυρα χειροτονημένου επισκόπου και με την συγκατάθεσή του προς «τέλεση» του ύπατου Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, κέντρου της νέας θείας λατρείας.
Το ίδιο ακριβώς συνέβη με την μακρά παραμονή του Αποστόλου Παύλου στη τότε μεγαλούπολη της Εφέσου της Μικράς Ασίας . Εκεί στα τέλη του α΄ αιώνα και μέχρι τις αρχές του β΄ αιώνα παραμένει ο τελευταίος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης ο του Ζεβεδαίου διδάσκων και μεταδίδων δια των χειρών του το χάρισμα της ιεροσύνης και την τιμήν της Αποστολικότητος. Την κληρονομία του βεβαιώνει η διαδοχή και η συνεχής φροντίδα του για την ανάδειξη του τάφου του μέχρι που το αποστολικό κύρος του απλώθηκε σε όλη την Ασιανή και Θρακική Εκκλησία και τελικά εγκαταστάθηκε από την Έφεσο στην Πόλη του Κωνσταντίνου και καταστάθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους η ζωοδόχος πηγή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Ο καθορισμός της ακριβειας της αποστολικής πίστεως αρχίζει οριστικά μετά τους διωγμούς των τριών αιώνων με την συγκρότιση στη Νίκαια της Βιθυνίας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325) και το πρώτο θέμα που την απασχόλησε τους επισκόπους της Εκκλησίας ήταν η διατύπωση της πίστεως στὸν ένα Θεόν Πατέρα και σχέση της θεότητος του Ιησού Χριστού με Αυτόν. Το επόμενο σοβαρότατο θέμα για την ενότητα της Εκκλησίας Του ήταν η οργάνωση των διαφόρων δικαιοδοσιών της Εκκλησίας σύμφωνα με «τα αρχαία ήθη κρατείτω» που είχαν οι Εκκλησίες των μεγαλουπόλεων της Ρώμης και της Αλεξανδρείς με τον 6ον κανόνα και με τον 7ον κανόνα απλώνεται η τιμή στον Ιεροσολύμων και με την Β΄ Οικουμενική Σύνοδος μνημονεύεται η τιμή των πρεσβείων στην Αντιοχέων Εκκλησία ενώ με τον 2ον κανόνα και με τον 3ον κανόνα τιμάται με την «Αρχή της Προγενέσεως», που αλλιώς λέγεται «πρεσβεία», ο αρχιεπίσκοπος της Κων/πόλεως μετά τον επίσκοπο της «Πρεσβυτέρας» Ρώμης. Έτσι καθωρίζονται στην οικουμενική Εκκλησία οι πέντε «Δικαιοδοσίες», που καλούνται και «Κλίματα» και υφίστανται μέχρι σήμερα. Οι αρχιεπίσκοποι των αποστολικών αυτών κέντρων είναι ως πρωτόκλητοι οι φέροντες τις διευρυμένες αποστολικές αρμοδιότητες των «Στύλοι» και ως πρωτοκάθεδροι έχουν επωμισθεί την ευθύνην του «πρωτείου» τους να υπερασπίζονται «εκείνο που κρατούν και κατέχουν»( Αποκ.γ΄.12). Για να επισημανθούν αυτές οι αποστολικές προσωπικότητες εργάστηκε ιδιαίτερα ο Επίσκοπος Ρώμης Δάμασος (366-384) κατά το τεράστιο έργο του της αναστηλώσεως των κατακομβών και της συμωνίας του για την σύγκληση στην Κων/πολη το 381 της Συνόδου , που αργότερα αναγνωρίστηκε για την συμπλήρωση του ογδόου (8) άρθρου της Πίστεως περί του Αγίου Πνευματος κατά των Πνευματοχών και το άρθρα (9) ομολογεί την Καθολικότητα της Εκκλησίας ,(10) την μία βάπτιση για την άφεση των αμαρτιών, (11) την Ανάσταση της σαρκός και (12) όλα αυτά επισφραγίζονται με την κατάφαση του το Αμην. Και το μόνο συμπλήρωμα είναι η ανάθεση των « δευτερίων» τιμής του Πρώτου επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης μόνο στον αρχιεπίσκοπο της Νέας Ρώμης που αναγνωρίστηκε στην συνέχεια και ως Οικουμενικός Πατριάρχης από την Ιστορά της Εκκλησίας.
Ο Θεοδόσιος ευφυέστατος το 380 δημοσίευσε Διάταγμα με το οποίο καθιέρωσε την προσωπική του πίστη στην Αγία Τριάδα με εκείνη που δεχόταν και ο συμπατριώτης Ίβηρας επίσκοπος Ρώμης Δάμασος και η οποία και σίγουρα την εγγυόνταν η δυάδα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου που επί Νέρωνος το 64-67 μαρτύρησαν για την χριστιανική πίστη και η διδαχή τους σφραγίστηκε με το αίμα τους στη Ρώμη. Λόγω της σπουδαιότητος του μαρτυρίου τους κατά την περίοδο των διωγμών τα ιερά λείψανά τους ανακομίστηκαν και απεκρύβησαν στις νεκροπόλεις των Κατακόμβων μέχρι την αποκάλυψή τους και πιστοποίησή τους και την απόθεσή τους στις 29 Ιουνίου στη Ρώμη στους τόπους αρχικής ταφής τους που αναγέρθηκαν οι μνημειακές μεγάλες βασιλικές του Πέτρου παρα το στάδιον του Νέρωνα στο «Βατικανό» και του Παύλου «Έξω των Τειχών» στο ιδιωτικό κτήμα.
Τα κοσμούντα το αρχαίο αποστολικό αξίωμα του «Στύλου», όπως του κρίνειν, του ελέγχειν, του τιμωρείν, του απαιτείν ὑπακοήν εις τον ποιμένα, αλλά και της διαχειρήσεως της κατά Χριστόν «οικονομία» προς Σωτηρίαν των ψυχών και για περιφρούρηση της ενότητος μέσα στην εν Χριστό αδελφότητα.1 Αυτά τα προνόμια εφαρμόζοντο ως υποχρεώσεις των «Πρώτων» των πέντε Δικαιοδοσιών όταν επικράτησε στην ζωή της Εκκλησίας το σύστημα της συνοδικής «Πενταρχίας» από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδου το 451, περί το μέσο του 5ου αιώνα. Από τότε το βασικό καθήκον των πέντε Πατριαρχών-Στύλων είναι «το μην τρέχειν εις τι καινόν» γιατί η αταξία προκαλεί διαιρέσεις στην Εκκλησία.
Μόλις τον 16ον αιώνα τον 16ον αιώνα απειλείτο από τον εξισλαμισμό της Ρωμιοσύνης και το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραμένει άστεγο στην έδρα του και τότε ζήτησε την βοήθεια του μόνου τότε υπάρχοντος ορθόδοξου κράτους και εκείνο για να βοηθήσει αξίωσε «στανικά» πατριαρχία για την Μητρόπολη Μόσχας. Αυτή αναγκαστηκά δόθηκε όμως με «ενόρια» χωροθέτηση της δικαιοδοσίας της και από τότε την απέκτησε αναγόρευσε ως μόνη φιλοδοξία της την ψευδοδοξία της ότι είναι η «Τρίτης Ρώμης» και αρχισε με τα πεπραγμένα της τον σφετερισμό των κανονικών προνομίων του Οικουμενικού Θρόνου, ξεχνώντας ότι η πατριαρχία της και εκείνες που ακολουθησαν είναι υπό την εκκρεμότητα της εγκρίσεως της «Πενταρχίας», όταν αυτή πλήρως αποκατασταθεί! Όμως τα δίκαιά της διακονίας της Μητρός Εκκλησίας στηρίζονται επί των Ιερών Κανόνων και δεν παραγράφονται από τις πανουργίες της προπαγάνδας, ούτε με δωροδοκίες και εκβιασμούς του κοσμικού κράτους των. Η Εκκλησία Κων/πόλεως είναι η μόνη που κατέχει εκ των πατριαρχικών θρόνων της Οικουμένης «υπερόρια δικαιοδοσία» να επιμελείται τα εκκλησιαστικά θέματα των «εν τοις βαρβαρικοίς», λαών, όπως είναι οι σλαβογενείς πληθυσμοί δια του 28ον κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου! Και ενώ ο Λόγος Κυρίου παρμένει αψευδής και επαναλαμβάνει πως η επίγεια βασιλεία της Εκκλησίας Του «ουκ έστιν ενταύτα…» η Εκκλησία στην Ρωσία και σήμερα αλώθηκε από ανθρώπους προερχόμενους από τον αφιλόχριστο καίσαρα του βαθέως κράτους και αυτοί επιδιώκουν να την μεταβάλουν σε εγκόσμια Σατραπεία «αυτομανίας πεπληρωμένη», κατά τους Πατέρες, που εκτοξεύει ορμαθό ύβρεων και ψευδολογιών κατά του πάνσεπτου ιερού κέντρου των Ελληνορθοδόξων, γιατί ο Οικουμενικός Θρόνος παραμένει ακλόνητος στις ασεβής προσβολές και δεν υποχωρεί ρωσικά εθνοφυλετικά θελήματα που επιδιώκουν να ανατρέπουν την Παύλειας αποστολική αρχή πάντα «κατά τάξιν γινέσθω»( Α΄ Κορ. ιδ΄. 40). Οι σημερινοί επιβάτες της ρωσικής πατριαρχίας επιδιώκουν να καταβροχθήσουν πάσα προγενέστερή Εκκλησία στην αχανή επικράτειά τους, συνεχώς απλώνοντας τα όριά της και ανατρέποντας την αποστολοπαράδοτη κρατούσα Τάξη της Ορθοδοξίας. Με τη χρήση του βρώμικου υβριδιτικού πόλεμο επιδιώκει να μεταβάλει με την ψευδοδοξία της την εκεί τοπική Εκκλησία σε παρασυναγωγή. Οι πολυχρόνια συνωμοτούντες υπερβόρειοι ψευδαδελφοὶ τώρα κλαίουν ότι αποχωρίζονται μόνοι τους από την ελληνική παράδοση της Ορθοδοξίας και κοντά τους οι ημέτεροι αδιάβαστοι της αντορθόδοξης Ιστορίας του Πανσλαβισμού και ό,σοι καταστάθηκαν αργυρόγνωμοι με τις λιτανείες στο βορρά ιερών λειψανων, ας διαβάσουν αυτό που προσυπέγραψε και ο ιερός Φώτιος και μάλιστα εκεινοι των οποίων επιμελήθηκε τον κατά Χριστόν φωτισμό των προγόνων τους, την γνωστή «Επαναγωγή» για την εξουσία του σημερινού Πρώτου «Στύλου» της καθ’ ημάς Ανατολής :
«Ο Πατριάρχης εστίν εικὼν ζώσα Χριστού και έμψυχος δι’ έργων και λόγων εν αυτώ ζωγραφών την αλήθειαν… υπέρ δε της αληθείας και της εκδικήσεως των δογμάτων και της συντηρήσεως του δικαίου και της ευσεβείας λαλείν εναντίον βασιλέων και μη αισχύνεσθαι»2. Α.Π.
1. Πρβ. Α΄.Κορ.ε΄,3 εξ. θ΄,19 και ια΄34. ιδ΄37 και Β΄Κορ.ι, 13-16. Β΄Θεσ. γ΄, 4. Ρωμ.ιε΄, 18, και Α.Τιμ.α΄, 20 κ.τ.λ.
2. Ράλλη-Ποτλὴ Σύνταγμα κτλ. τόμ. 6 σ. 428-429.