Ἡ «ἂφρων θυγάτηρ λυπεῖ καὶ μυκτηρίζει τὴν Μητέρα ἐαυτῆς».
(Παροιμ. ιδ΄15 καὶ ιζ΄21).
Τοῦ Ἀριστείδη Πανώτη
Στὰ μέσα τοῦ 20ου αἰώνα κατὰ τὴν πατριαρχία τοῦ Κων/πόλεως Ἀθηναγόρου (1949-1972) τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἂνοιξε τὸν δρόμο τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων. Μία ἐλπίδα τῶν νέων Θεολόγων ἀναπτερώθηκε καὶ θελήσαμε νὰ στηρίξαμε αὐτὴ τὴ Θεοκίνητη πρωτοβουλία. Τότε χρειάστηκε ἓνα βῆμα καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ περιοδικὸ «Ὀρθόδοξη Παρουσία» (1964-1966) ποὺ δημοσιεύθηκαν περισπούδαστα κείμενα καὶ ἂρθρα γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἀδελφότητος πρὸς στήριξη τοῦ ἐνιαίου σώματος τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὡς ἓνας ἐκ τῶν συνεργατῶν τῆς ἀνακαινιστικῆς αὐτῆς τάσεως καὶ ἀρχισυντάκτης τῆς «Θρησκευτικῆς καὶ Ἠθικῆς Ἐγκυκλοπαιδείας» κλήθηκα καὶ παρηκολούθησα ἐκ τοῦ πλησίον τὶς πρῶτες «Πανορθόδοξες Διασκέψεις» (1961-1964). Μάλιστα τότε τὸ 1965 ἒγραψα τὸ «Χρονικὸν τῆς Γ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως» Ρόδος 1-15 Νοεμβρίου 1964. * (Βλ. περιοδικὸ «Ὀρθόδοξος Παρουσία» τεύχη 3-4, 1964. σ. 196-240 καὶ σὲ ἀνάτυπό). Μὲ τὸ δημοσίευμά μου αὐτὸ κατέγραψα τὸ χρονικὸ αὐτῆς τῆς Διασκέψεως καὶ κατᾶ σύσταση τοῦ προέδρου τῆς Διασκέψεως μητροπολίτη Ἡλιουπόλεως Μελίτωνα Χατζῆ παρασιώπησα συμβάν άπὸ τὸ παρασκήνιό της πρὸς ἀποφυγὴ περιπετειῶν στὸν ἐπίσης πολὺ γνωστό μου ἀπὸ τὸ 1961 τότε ἐπίσκοπο Γιαροσλάβ καὶ τώρα μητροπολίτη τοῦ Λένινγκραντ Νικόδημο Ρότωφ. Ἡ τετραμελὴς ἀντιπροσωπεία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στὴ Διάσκεψη εἶχε καὶ τὸ 1964 βασικό της σύμβουλο τὸν ἀρχιεπίσκοπο Βρυξελλῶν Βασίλειο Κριβοσέϊν, πρώην Ἁγιορείτης μὲ ἱστορίες στὴν Ἱερὰ Κοινότητα καῖ μὲ τὸ ἑλληνικὸ κράτος.* Βλ.. Θ.Η.Ε. τόμ. 7. στ. 1032-36. Αὐτὸς μὲ τὶς παρεμβάσεις του στὶς συνεδριάσεις συνεχῶς ἀμφισβητοῦσε τὰ ἀπὸ αἰώνων προνόμια καὶ τὸ κῦρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ αὐτὴ ἡ στάση του τροχοπεδοῦσε τὶς ἐργασίες τῆς Δασκέψεως, προβλημάτιζε καὶ δυσαρεστοῦσε καὶ τὸν μητροπολίτη Μελίτωνα.
Περὶ τὸ τέλος τῶν συνεδριάσεων ἓνα βραδυνὸ στὸ παρὰ τὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ «Εύαγγελισμοῦ» γραφεῖο τοῦ ¨Ηλιουπόλεως τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ πρόεδρος τῆς ὀργανωτικῆς ὲπιτροπῆς Ρόδου Σπυρίδων Συνοδινὸς μαζί μου γιὰ νὰ ἀκούσουμε τὶς ἐντυπώσεις του γιὰ τὰ γενόμενα τῆς ἡμέρας.
Ἦταν περὶ τὴν 9η μ.μ. καὶ κτυπᾶ ἡ πόρτα. Ἐμφανίζεται άναστατωμένος ὁ Λένινγράντ Νικόδημος καὶ ἑμεῖς ἀποχωροῦμε στὸ διπλανὸ γραφεῖο. Ἀκούγαμε ὃμως τὸν κοπετό τοῦ ρώσου άντιπρόσωπου καὶ ἀπορρούσαμε! Ὃταν ὁ νυκτερινὸς ἐπισκέπτης ἒφυγε μας κάλεσε ὁ πρόεδρος καὶ μᾶς εἶπε: « Ἧλθε ἀναστατωμένος καὶ παρακάλεσε νὰ άποσοβηθεῖ ἡ δραπέτευση στὴν Ἀμερική τοῦ ἀντιπροσώπου τῆς Τσεχίας ἐπισκόπου Μιχαήλοβιτς Μεθοδίου γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχα εὐθύνη ἀπὸ τὴ Μόσχα καὶ κυρίως γιὰ νὰ ζητήσει συγνώμη γιὰ τη στάση τοῦ Κριβοσέϊν. Εἶναι ὁξύτατος καῖ πάντα πνεῦμα ἀντιλογίας καὶ ἒδειξε εὐπείθεια στὴ γραμμὴ τοῦ Πατριαρχείου μας.
Ὃμως εἶσθε ἡ Μητέρα Ἐκκλησία μας καὶ γνωρίζεται ὃτι γιὰ νὰ κινούμεθα ἀκολουθοῦμε τὶ ὑποδείξεις τῆς ἑκάστοτε κρατικῆς ἐξουσίας». Καὶ ὁ μητροπολίτης Μελίτων συνέχισε: Ὁ Νικόδημος ἦλθε γιὰ νὰ μοῦ «ἐκμυστηρευθεῖ» τὸ αὐτονὀητο, πώς ἡ πήγη τῆς τακτικῆς κατὰ τοῦ Φαναρίου εἶναι τὸ Κρεμλῖνο γιατὶ πιστεύει ἀπὸ τὸν 16ον αἰώνα στὸ δὀγμα τοῦ τετραπέρατου τότε «Ἀντιτσάρου» Μπόρη Γκουτούνωφ ὃτι: «Τὸ κράτος πρέπει συνεχῶς νὰ ἐπεκτείνεται διὰ τῆς Ἐκκλησίας του»! Αὐτὸ συνεπάγεται τὴ διάβρωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κατὰ στάδια γιὰ νὰ ὑποκλαποῦν οἱ εὐθῦνες του «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς» καὶ ἀκυρωθεῖ ὁ 28ος κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ κακοδοξία αὐτὴ συνεχίστηκε ἀκόμη καὶ μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μὲ θύματα τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ποὺ αὐθαίρετα ἐγκλείστηκαν ἀπὸ τὸν Στάλιν μέσα στὸ ἀπαίσιας μνήμης «Σιδηροῦν Παραπέτασμα». Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τοῦ πολύπειρου ἱεράρχη μᾶς δίδαξε ὃτι στὸν ἐκκλησιαστικὸ περίβολο τῆς Ρωσίας «ἀνθοῦν» πάλιν ἀδίστακτες τάσεις προτεσταντικῆς προελεύσεως, ὃπως ἐκεῖνες τοῦ Θεοφάνη Προκόποβιτς ποὺ ἐπέδρασαν στὴν ἐκκλησιαστικὴ τακτικὴ τοῦ Μεγάλου Πέτρου καὶ ὑποδούλωσαν τὴν Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας στὴν ἑκάστοτε κρατικὴ πολιτικὴ. Ὃμως αὐτὴ ἡ πλάνη διαστρέφει τὴν καθορισμένη ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους «Ἀποστολικὴ Ἐκκλησιολογία» μας μὲ τὴν εὐθύνη τῶν ἰσχυόντων σήμερα μεταρρυθμιστῶν.
Τὸ Οὐκρανικὸ κράτος ἀνασυνεστήθηκε τὸ 1991 μετὰ τὴ διάλυση τῆς Σοβιετικῆς Ἐνώσεως καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς περιόδου τῆς περιόδου τῆς «Ἀναδομήσεως- Ἀνασυγκροτήσεως» (Περεστρόϊκας). Οἱ ὀρθόδοξοι Οὐκρανοὶ ἰερᾶρχες ἐπιθυμοῦν τὴν ἀνεξαρτησία τους ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας. Ὃμως ἡ Μόσχα ἀπορρίπτει τὸ αἲτημα γιατὶ με τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀνεξαρτησία ματαιώνεται τὸ ἀπὸ τὸν 16ον αἰώνα σχέδιό νὰ άποδειχθεῖ ἡ Μόσχα «Τρίτη Ρώμη»! Ἀκολουθεῖ ἡ διχοστασία Μόσχας καὶ Κιέβου καὶ καθαιρεῖται ὡς ἀποστάτης ἀπὸ τοὺς Μοσχοβῖτες ὁ ἐπὶ ἒτη μητροπολίτης Κιέβου Φιλάρετος ποὺ μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ Λένιγκραντ Νικόδήμου ἀντιπροσώπευε καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας στὶς Πανορθόδοξες Διασκέψεις. Στὴ συνέχεια τὸ Κρεμλῖνο γίνεται ἐπιθετικὸ κατὰ τῶν Οὐκρανῶν μὲ πολεμικὲς συρράξεις, καταλήψεις ἐδαφῶν καὶ μυριᾶδες θύματα! Οἱ Οὐκρανοὶ ἀντιστέκονται καὶ διὰ τῆς Βουλῆς τους ἐπιζητοὺν θρησκευτικὴ ἀνεξαρτησία ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τους, τὴν Ἐκκλησία Κων/πόλεως.
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ὡς «Πρῶτος» καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδό του πρὸς πρόληψη μείζονης συμφορᾶς μελετοῦν κατὰ τὴν κανονικὴ τάξη τὸ ζήτημα ποὺ προέκυψε μέσα στὴν ἀπ’ αἰώνων Δικαιοδοσία του Θρόνου τῆς Κων/πόλεως. Ἐπὶ μῆνες διεξάγεται μελέτη τῆς κανονικῆς διαδικασίας χορηγήσεως τῆς ἀνεξάρτητης ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως (Αὐτοκεφαλίας), παρὰ τὶς διάφορες βίαιες παρεμβολὲς αἰτιάσεων καὶ ἐκβιασμῶν ἀπο τὴ Μόσχα. Τὸ Φανάρι διαπιστώνει τὴν παραπλανητικὴ ἑρμηνεία τῆς ἐπιστολῆς τοῦ πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ (1686) καὶ τὴν ἀναιρεῖ διότι οὐδέποτε ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος παραιτήθηκε τοῦ δικαίου νὰ χορηγεῖ ἢ καὶ νὰ καταργεῖ ἀνεξαρτησίες καὶ πατριαρχικὲς ἀξίες μέσα στὴν ἀπό αἰώνων καθωρισθεῖσα ὑπὸ Οἰκουμενικῶν Συνόδων δικαιοδοσία του. Ὃλες οἱ ἀπὸ τον 16ον αἰώνα χορηγηθεῖσες πράξεις ἀνεξαρτησίας καὶ τιμὲς προῆλθαν μόνον ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Κων/πόλεως. Ἐξ αὐτοῦ καὶ τώρα ἡ Μητέρα Ἐκκλησία ἀκολούθησε στὸ Οὐκρανικὸ θέμα τὴν ἀρχαία συνεπὴ κανονική ἀρχὴ καὶ κάλεσε ὃλους τοὺς Οὐκρανοὺς ἱεράρχες σὲ τοπικὴ Σύνοδο. Ὃσοι ὐπήκουσαν προσῆλθαν καὶ ὃσοι ἐκβιαζόμενοι δὲν παρέστησαν ἐπωμίσθησαν τὴν ἲδια τους εὐθύνη, ὃπως ὁ συμπαθεὶς κατὰ τὰ ἂλλα Ονούφριος! Οἱ μετέχοντες ἐξέλεξαν τὸν «Πρῶτον» τους καὶ ὁ Μακαριώτατος Επιφάνιος τὰ Ἃγια Θεοφάνια 6 Ἰανουαρίου 2019 συλλειτουργεῖ μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου καὶ παραλαμβάνει τὸν κανονικὸν Τόμο τῆς Αὐτοδιοικήσεως (αὐτοκεφαλίας) καὶ ἐνθρονίζεται στὶς 3 Φεβρουαρίου 2019 στὸν Καθεδρικό του ναὸ «τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας» τοῦ Κιέβου μὲ τὴ παρουσία μόνον τῆς πατριαρχικῆς Ἀντιπροσωπείας. Οὒτε στὴ Μόσχα κατὰ τὴν αὐτοκεφαλὶα καὶ πατριαρχία τὸ 1589 παρέστησαν πλὴν τοῦ πατριάρχου Ἱερεμία Β΄ ἀντιπρόσωποι, γιατὶ δὲν ὑπῆρχαν τότε στὴν Ἱστορία. Τὸ γνωμικὸ ὃτι «κακῆς ἀρχῆς γενομένης μύρια κακὰ ἓπονται» δὲν ἐκτιμήθηκε δεόντος καὶ τώρα βλέπουμε πόσο διασπᾶ τὴν ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη καὶ κατὰ στὴ δευτέρωση τοῦ αὐτοῦ σφάλματος τὸ 1850 μὲ τὴν «Ἑλλαδικὴ Αὐτοκεφαλία» δὲν παρέστη κάποια Ἀντιπροσωπεία παλαίφατου Πατριαρχείου γιὰ νὰ «ἐπιβεβαιώσει τὴν συγκατάθεσή του». Τὸ ἲδιο ἀκριβῶς συνέβη καὶ κατὰ τὴν δωρηθεῖσα ἀνεξαρτησία στοὺς Σέρβους, στοὺς Ρουμάνους, στοὺς Βουλγάρους, στοὺς Ἀλβανοὺς καὶ στοὺς Γεωργιανοὺς ἀπὸ τὴ Μητέρα Ἐκκλησία. Αὐτὲς οἱ «σκηνοθεσίες» εἶναι εὐρήματα Μοσχόβιας κατασκευῆς γιὰ νὰ ἐντυπωσιάζουν καὶ νὰ δημιουργοῦν παραισθήσεις κοσμικῆς «ἑταιρείας».
Τὸ Οὐκρανικὸ ζήτημα ἒδωκε τὴν εὐκαιρία νὰ μελετηθοῦν καὶ ἐξιχνιαστοῦν πλεῖστα ὃ,σα ἱστορικὰ καὶ κανονικὰ θἐματα καὶ νὰ συγκεντρωθεῖ περὶ αὐτῶν σημαντικὴ βιβλιογραφία. Ἀποκαλύφθηκαν δολοπλοκίες καῖ παρερμηνεῖες ἐγγράφων καὶ πλεῖστες ὃσες ἐφάμαρτες δοσοληψίες, προσωπικοὶ ἐκβιασμοὶ καὶ φατρίες, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐμπάθειες τῶν ἀντιπατριαρχικῶν κύκλων κ. ἂ. Δυστυχῶς αὐτὰ περιλαμβάνουν καὶ περίεργες σχέσεις Ἱεραρχῶν στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴ Κύπρο καὶ μὲ ρωσικοὺς παράγοντες καὶ παραθρησκευτικὲς ὀργανώσεις συνδεδεμένες μὲ τὸ βαθὺ κράτος τοῦ Κρεμλίνου. Ἀκόμη δὲν πρέπει νὰ διαφεύγουν οἱ προσπάθειες πρὸς διόγκωση στὸ Ἃγιον Ὀρος τῶν ἐκ Ρωσίας μοναχῶν ποὺ ἀνάγκασαν τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση σὲ ἀπελάσεις ρώσων διπλωματῶν. Ἓνα ὁρατὸ θέαμα ρωσικῆς ἐπιρροῆς εἶναι οἱ «βολβόσχημοι» τρούλλοι ἐκεῖ ποὺ ἀνθεῖ ἠ πολύκλειτη βυζαντινὴ ναοδομία. Ἂλλο ἂθλιο ἀποτέλεσμα ὑποχθόνιας συναλλαγῆς εἶναι οἱ φωνασκίες τῶν ἐνταῦθα ὠνητῶν ἰστότοπων πρὸς κατασυκοφάντηση τῶν ἀποφάνσεων τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Κρήτης ἐπειδὴ ἀπήχαν ἐσκεμμένως οἱ Μοσχοβῖτες καὶ οἱ γνωστοὶ ἀπὸ μακροῦ δορυφόροι τους. Αὐτοὶ στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τῶν νεότερων χρόνων ἒχουν καταγραφεῖ ὡς οἱ πλέον πείσμονες ἐκτελεστὲς τοῦ σχεδίου μεταβολῆς τῆς Ἐκκλησίας τους σὲ θρησκευτικὸ μόρφωμα τῆς ἑκάστοτε πολιτικῆς τοῦ ρωσικοῦ κράτους τους. Ἐξ αὐτοῦ ὁ ἒξοχος καὶ ἐμβριθὴς θεολόγος Ἱεροσολύμων Δοσίθεος Β΄ ὁ Νοταρᾶς (1669-1707) εἶναι ὁ μόνος ἀψευδής μάρτυρας τοῦ δόλιου θελήματος τῆς ὑπαγωγῆς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου στὴ Μόσχα μὲ τὴν ὑποκλοπὴ τοῦ δικαίου τῆς ἐκλογῆς καὶ χειροτονίας καὶ τῆς ἀποκοπῆς τῆς μνημονεύσεως τοῦ κυρίαρχου τῆς δικαιοδοσίας Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη! Τότε ὁ πατριάρχης Δοσίθεος Β΄ διερωτόμενος ἒγραψε στὸν Μόσχας Ἰωακείμ: «Μήπως θέλεις νὰ σοῦ πλένουμε καὶ τὰ πόδια;» Μὲ τὴν εἰρωνία αὐτὴ ὁ σοφὸς Πατριάρχης ἐπισήμανε τὴν ἀκόρεστη ἀδηφαγία τοῦ Μόσχας γιὰ τὴν ἀρπαγὴ τῆς Μητροπόλεως Κιέβου!
Ὃμως στὰ μεταγενέστερα χρόνια αὐτὴ ἡ λαιμαργία κακοφόρμησε καὶ ἒλαβε τὴν μορφὴ τοῦ «Ἐθνοφυλετισμοῦ» ποὺ παρέσυρε τοὺς Βούλγαρους τὸ 1870 σὲ σχίσμα 73 χρόνων, καθὼς καὶ τὸ 1899 τοὺς ἀραβόφωνους Ρωμιοὺς Ἀντιοχεῖς σὲ σχίσμα 18 χρόνων μέχρι τὸ 1917, ποὺ ἒπεσε ὁ Τσαρισμὸς! Φαίνεται πὼς οἱ Μοσχοβῖτες ὡς ὂργανα τῆς ἐξουσίας τοῦ κοσμικοῦ κράτους τους «ἀθλοῦνται» στὰ σχίσματα. Τώρα μὲ τὶς παράφωνες δοξαριὲς ἀδέξιου μαέστρου βρίσκεται στὴν πατριαρχία τῆς Μόσχας τὸ ἀνάστημα τοῦ Νικόδημου Ρότωφ καὶ ἰδιαίτερος γραμματέας του Κύριλλος Γκουντιάγιεφ, κατὰ τὸ «Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας» διατελῶν ἢδη ὑπὸ «Ἀναθεματισμοὺς» διὰ τὴν καταπάτηση ρητῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πατριάρχης αὐτὸς κατὰ τὸν Cécile Vaissié, καθηγητή Πανεπιστημίων τῆς Ρωσίας καὶ τῆς Σοβιετικῆς Ἒνωσης, ἐκ τῆς ραγδαίας ἱεραρχικῆς καριέρας φανερώνει στενοὺς δεσμούς μὲ τὴν KGB καὶ μὲ τὸν Βλαντιμίρ Πούτιν. Ὁ μακαριστὸς διδάσκαλός μου ἐπὶσκοπος Κατάνης Κασσιανὸς Μπεζομπράζοφ, ὃταν τὸν ἐρωτοῦσα μὲ ποιὸ τρόπο θὰ πέσει τὸ Σοβιετικὸ καθεστὼς στὴ Ρωσία μοῦ ἀπαντοῦσε ἐνδακρυς: «Δι’ εὐχῶν τῶν ¨Αγίων Πατέρων ἠμῶν τῶν καταφυγόντων εἰς τὰ δάση καὶ είς τὰς ἐρήμους» ! Οἱ ἁγιασμένοι πατριαρχες τοῦ Βυζαντίου εἶναι περὶ τοὺς ἐνενήντα καὶ στάθηκαν φρουροὶ τῶν προνομίων τους μέσα στὰ ὃρια τῆς δικαιοδοσία τους. Τὸ ἓνα στόμα τους διὰ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου μας διδάσκει πὼς:«Δύο γὰρ εἰσι διαιρέσεις ἀπὸ τοῦ σώματος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ, μίαν μὲν, ὃταν ψύξωμεν τὴν ἀγάπην, δευτέραν δὲ, ὃταν ἀνάξια τολμήσωμεν τελεῖν εἰς ἐκεῖνον τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» Αὐτοὶ κατέστησαν τὴν Ἐκκλησίας μας κατὰ ἀποστολικὴ ἐντολἠ «ζωντανὴ θεσμικὴ πηγὴ τῆς Ὀρθοδοξίας» ὣστε «Πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω» (Α´ Κορ. ιδ´ 40).
Ὁ ποιητής Μένανδρος (342-252) λέγει ὃτι ὁ πατέρας τῆς ἀληθείας εἶναι ὁ χρόνος καὶ ἡ ἀλήθεια ἒρχεται στὸ φῶς ἐνιοτ’ οὐ ζητούμενη». Ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀποφάσισα τώρα νὰ δημοσιεύσω αὐτὸ τὸ γεγονός για νὰ ἐπαληθεύσω τὸν ἱστορικὸ νόμο ὃτι «τὸ ψεύδος οὐδέποτε ζεῖ γιὰ νὰ γηράσει» καὶ μάλιστα ὃταν συνεχίζει ἡ «ἂφρων θυγάτηρ νὰ λυπεῖ καὶ νὰ μυκτηρίζει τὴν Μητέρα ἐαυτῆς» (Παροιμ. ιδ΄15 καὶ ιζ΄21). Ἡ Μητέρα βέβαια πικραίνεται γιατὶ ἡ θυγατέρας της ἀπὸ ἒλλειψη πεπνυμένης φρονήσεως περιφρονεῖ τὴν εὐθύνη τῆς μητρότητός της. Εὓχομαι οἱ Μοσχοβῖτες σύντομα νὰ καταλάβουν τὸ ὁλίσθημά τους και νὰ εἰρηνεύσουν διότι οἱ ἀστήρικτες αἰτιάσεις τους ἁπλὰ πλούτησαν τὴν εἰς βάρους τους βιβλιογραφία. Α.Π.
Από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδος του 326 μεχρι τον 6ον αιώνα ὃλες οι ἀρχαίες ἱεραποστολικές πόλεις τῆς Εκκλησίας αναγνωρίστηκαν Ἀποστολικοί Θρόνοι καὶ τοὺς ἀπέδωσε τὰ «πρεσβεῖα τιμής», ἀναγνωρίζοντας τὴν μέχρι τότε πνευματική τους ἀκτινοβολία ὡς αὐθεντικῶν φορέων τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Παύλου ἢδη ἀπό τὸν 3ον αἰώνα. Ἡ πρώτη Αποστολική Καθέδρα εἶναι της Πρεσβυτέρας Ρώμης και η δεύτερη από το 381 μ.Χ. η νέα πρωτεύουσα στην Ανατολή της Νέας Ρώμης. Αυτό συνέβη μετά τὴν τελευταία δοκιμασία τῆς Ἐκκλησίας επί Ιουλιανού που ἐπιχείρησε να παλινδρομίσει στην παγανιστική λατρείας χάρη στὴν ζωροαστρική ιδέα της διαρχίας καλού και κακού. Τότε ἡ Ἐκκλησία ἀμύνθηκε αντλοῦσα από την εγκυημένη αρχαϊκή αποστολική παράδοση τῶν Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στην οποία ἀκέραια διασώθηκε η γνησιότητά της στην Συνείδηση της μιᾶς Εκκλησίας.
Η νέα Βασιλεύουσα Πόλη του Κωνσταντίνου ἒχει ήδη ἀποκτήσει πλέον εκ της Μικράς Ασιας τὶς ἀναγκαίες ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις γιὰ νὰ νὰ καταστεῖ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ως ἡ κατ’ Ἀνατολὰς θεσμικὴ πηγὴ τῆς ἀποστολικῆς εὐθύνης γιὰ ἱστορικοὺς καὶ γεωπολιτικοὺς λόγους. Όταν ἀπὸ τὸ 379-474 ἡ Αὐτοκρατορία ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἀρχαιολατρεία τῶν παγανιστῶν ὁριστικά στηρίζει τὴν Τριαδικὴ πίστη στὸν Ἕνα Θεό καὶ στρέφεται κατὰ πάσης μορφῆς Ἀρειανισμοῦ. Ἀποφασιστική είναι ἡ πράξη τῆς Πολιτείας να σιγήσουν οἱ ἱερείς και οἱ μάντεις καὶ οἱ λατρευτικές μυστηριακές ἐκδηλώσεις και τὰ αγωνιστικά ἒθιμα τοῦ παρελθόντος καὶ νὰ προσαρμοστοῦν οἱ νομοταγεῖς πολίτες πρὸς τὰ πιστεύματα της Α΄ Οἰκουμενικής Σύνοδος του 325 Ἒτσι μετά 56 χρόνια συνέρχεται τὸ 381 ἡ Β΄ Γενική Σύνοδος τῶν ἐπισκόπων τῆς Ανατολῆς επί του ἐπισκόπου τῆς «Πρεσβυτέρας» Ρώμης Δάμασου ( 366-384) καὶ μὲ τὴν συμμετοχή ἐπροσώπων του. Σὲ αυτήν επιδιώχθηκε να ἀποσαφηνισοῦν τὰ περί τῆς θεότητος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος και δια τοῦ 3ου κανόνας της αποδίδεται η ὐψιστη τιμή της κληρονομίας των αποστολικών Πρεσβείων Πέτρου και Παύλου τοῦ επισκόπου της «Πρεσβυτέρας» Ρώμης στον ἑκάστοτε πρωθιεράρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Τα «Πρεσβεία» αυτά ἐμπεριέχουν τὴν βεβαιωμένην αποστολικήν παράδοσιν που παραδόθηκε μέν προφορικά αλλά και καταγράφηκε πιστά καὶ εὐσυνείδητα δια τῆς κανονικῆς «ἀλύσεως» τῆς διαδοχικῆς τῶν επισκόπων. Το κύρος του «Πρώτου» της Εκκλησίας που παρέλαβε ἡ «Πρεσβυτέρα» Ρώμη διά του μαρτυρίου των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου επί Νέρωνος, φαίνεται ὁτι ἧταν πολύ πλέον το βαρυσήμαντο γεγονός για την Μία Εκκλησία του Χριστού διότι αντιλαμβανόμεθα οἱ ἀποστολικοί θρόνοι Πρεσβυτέρας και Νέας Ρώμης έχουν ιδιάζουσα σημασία για τὸ μέλλον της Εκκλησίας στὴν Ἀνατολή και αυτό το επιβεβαίωσε η Ἱστορία. Ὃμως φαίνεται ἡ διακονία του «Πρώτου» της Ανατολής θὰ προσελάμβανε ιδιαίτερη σημασία ιδίως για τους «εν τοις βαρβαρικοις»λαούς, για να στερεωθεί τὸ περιεχόμενο τῆς γνησίας πίστεως τους και τῆς προσηλώσεώς τους ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας Περὶ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀρχίζει νὰ συγκροτεῖται ἡ σύναξη τῆς ἱεραρχίας τῆς Θράκης καὶ τῆς Βυθινίας καὶ νὰ προάγεται ὁ εὐαγγελισμὸς τοῦ πλήθους τῶν φυλῶν στὴν αὐτοκρατορία, ποὺ παρέμεναν ἀκατήχητοι καὶ ἀβάπτιστοι στὶς στέπες καὶ στὰ δάση «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς». Τότε ἀρχίζει νὰ οἰκοδομεῖται περί τὴν κεντρικήν Ἐκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως τὸ ἀπόθεμα της «Ἀποστολικῆς εὐθύνης» ποὺ φρόντιζε μέχρι τότε ο Θρόνος τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμηςστην δυτικά Αυτοκρατορία. Ὁ πάπας Δάμασος στὴν λέξη «πρεσβεία» συνόψισε ὃ,τι παραδώθηκε στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου. Ίσως εξ αυτού και έγινε ὁ βασικὸς ἀναστηλωτὴς τῶν τάφων τῶν πρώτων ἐπισκόπων τῆς Ρώμης, που μάλλον δείχνει το βάθος της διδαχής των «πρεσβείων» τοῦ πάπα Δαμάσου που πιθανόν γνώριζε και ὁ ἐξ Ἲβηρίας Θεοδόσιος Α΄ καὶ οι 150 ἐπίσκοποι ποὺ συνήλθαν στὴν πόλη τοῦ Κωνσταντίνου τὸ 381 καὶ «ἐπιμέρισαν τα πρεσβεία του Πρώτου της Εκκλησίας μὲ τὸν 3ον κανόνα» ὡς ἲδια εὐθύνη και του ἀρχιεπισκοπο τῆς Νέας Ρώμης. Τὴν ἒγκυρη ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ κανόνα ἒδωσε μὲ τὰ πεπραγμένα τῆς περιοδείας του στὴ Μικράν Ἀσίας πρῶτος ὁ Ἃγιος Ίωάννης ὁ Χρυσόστομος!
Η ἐν Τρούλλῳ ΣΤ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος διατύπωσε μὲ τὸν λστ´ (36) Κανόνα της που διαλλούν τα «Δίπτυχα της Εκκλησίας», που άρχισαν να συγκροτούνται συνοδικά και κανονικά από το 325, δηλαδή τον 4ον αιώνα, και ολοκληρώθηκαν τον 767 δηλαδή τον 8ον αιώνα και ἐξ αυτών των κανονικών δεδομένων προέκυψε η «Πενταρχία» που στέφει όλην την πρώτη χιλιετία την Εκκλησία μας.
Α.Π.
Το 1964 ο Πατριάρχης Αθηναγόρας με ρώτησε γιατί δεν τιμώ την μνήμη του Απολογητή Αριστείδη του Αθηναίου και του είπα γιατί τον τιμά, όπως ξέρω, μόνον το Εορτολόγιο της Λατινικής Εκκλησίας.
Τότε ξαφνιάστηκε και μου είπε εμείς να προσθέσουμε τις 13 ημέρες εκ του Ιουλιανού Ημερολογίου και από τώρα να τον γιορτάζουμε στις 13 Σεπτεμβρίου, γιατί τον Β΄αιώνα πρόσφερε μεγάλη διακονία στην Εκκλησία. Αυτό από το 1965 εφαρμόστηκε γενικά και μάλιστα μου υπέδειξε την εικόνα του που έφτιαξε πρώτα ο προσωπικός φίλος μου κυρ Φώτης Κόντογλους στον Άγιο Νικόλαο στα Κάτω Πατήσια.
Έκτοτε αυτήν την ημέρα πάντα μου ευχόταν και άρχισε το ενδιαφέρον για την ανέγερση ναών στη Θήρα και αλλαχού. Ο μακαριστός κυρ Φώτης είχε ασκηθεί στην εικονογράφηση των αρχαίων προσωπικοτήτων στο Δημαρχείο των Αθηνών επί Κοτζιά, πριν τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτά τα λίγα σήμερα καταθέτει έγκυρα ο γέροντας Αριστείδης Πανώτης που οι πολλοί ευεργετηθέντες τον νομίζουν εκδημήσαντα.
Η Ιστορία μας διέσωσε το όνομα του πλέον ματαιόδοξου εμπρηστή των αιώνων που λεγόταν Ηρόστρατος! Αυτός ο ψυχοπαθής πυρομανής για να πετύχει την «αθανασία» του ονόματός του, πυρπόλησε την νύκτα του 356 π.Χ., ένα των επτά θαυμάτων του αρχαίου κόσμου, τον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο! Γιὰ την χείριστη αυτή εγκληματική πράξη και ενέργεια του τον τιμώρησαν όχι μόνον οι συμπατριώτες του με την εσχάτην των ποινών, αλλά και του απαγόρευσαν την κάθε μνεία του ονόματός του από τους μεταγενέστερους ιστορικούς και εσεβάστηκαν αυτή την απόφαση με μοναδική εξαίρεση το μαθητή της ρητορικής Σχολής του Ισοκράτη και περίφημο Αλεξανδρινό ιστοριογράφο Θεόπομπο τον εκ Χίου. Αυτός μόνος χάρη της Ιστορίας κατ’ εξαίρεση διέσωσε το γεγονός για να φρονηματίζει ανά τους αιώνες τις συνέπειες της ασύδοτης δοξομανίας και τον σύνδεσμό του με τον κακουργότερο των εγκληματών που αφάνισε το περικαλές αριστούργημα θεωρούμενον ενός των επτά θαυμάτων της ανθρωπότητος! Λέγεται μάλιστα από μερικούς ότι αυτή την τραγική νύκτα που συνέβηκε αυτή η αισχρή και ματαιόδοξη ύβρις του παράφρονα εγκληματία Ηρόστρατου ήταν η αρχή της καταστροφής του Ιωνικού πολιτισμού.
Κατά στην Ρωσική Επανάσταση του 1917 ο Λένιν και οι στρατεθέντες οπαδοί Μπολσεβίκοι θεώρησαν και την κρατούσα τότε Αυτοκρατορική Εκκλησία ένοχη της κοινωνικής κακοδαιμονίας που βασάνιζε τον ρωσικό λαό στη Ρωσία και εφήρμοσαν απηνή διωγμό της Εκκλησίας από το 1918 μέχρι το 1930. Πάντα η Ιστορία της Ανθρωπότητος είναι γεμάτη από φαντασμένους οιηματίες πυρομανείς που άφησαν το στίγμα του καταστροφέα λαών και πολιτισμών και βύθισαν σε ατερμάτιστη θλίψη τους λαούς. Ενας από αυτούς ασφαλώς υπήρξε και στα χρόνια μας, ο Χίτλρερ, που νόμιζε πως θα επιβάλει στα ελεύθερα έθνη τον φυλετικό «Ναζισμό» του, όπως έπραξαν το ίδιο και οι μηδενιστές του «Μαρξισμού», σε εκατομμύρια θύματα της μοχθηρής εξοντώσεως κληρικών και λαικών ορθοδόξων πιστών. Αυτοί κατάλαβαν γύρο από το 1930 ότι ο διωγμός και το μαρτυρικό αίμα ποτίζει καλύτερα τις ριζες της θρησκευτικότητας και το 1934 ο Στάλιν με τον Μολότωφ βρίσκουν τρόπο επικοινωνίας με τρείς Ρώσους ιεράρχες για κάποιο ιστορικό συμβιβασμό ΄του κρατούντος την εξουσία καθεστώτος και της διωκόμενης εν Ρωσία Εκκλησίας που επικεφαλή τότε ήταν ο ελληνομαθής Μόσχας Σέργιος, άλλοτε προϊστάμενος της ρωσικής ενορίας των Αθηνών και δύο ακόμη μητροπολίτες. Στην πραγματικότητα αυτή η «συμφωνία καταλλαγής μεταξύ των άθεων εξουσιαστών με την τριανδρία των Ιεραρχών» ήταν πραγματικός αντιεκκλησιαστικόν εμπαιγμόν για να υπάρξει ο Μόσχας Σέργιος νέος πατριάρχης μετά τον Τύχωνα με την ρητή προϋπόθεση της παραδόσεως τη εσωτερικής ζωής της Εκκλησίας για να δρά το Αθεϊστικό Κράτος ποιό αποτελεσματικά σε αυτήν την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας. Από τότε η Εκκλησία στην Ρωσία έπεσε στο χέρια των εχθρών της αφού πολλές Μητροπόλεις της δευθύνονται έκτοτε από πρόσωπα υποδιώμενα τους ιερωμένους ως «ηθοποιοί», πλην ελαχίστων εξαιρέσεως, προς εμπέδωση των αθείστικών θέσεων του σοβιετικού κράτους. Παράδειγμα από την τελευταία «Πανορθόδοξη Διάσκεψη»στη Ρόδοσε μια κρίση συνειδήσεως ο Λένινγκραν Νικόδημος με κλαθμούς και δάκρυα απεκάλυψε στον πρόεδρο της Διασκέψεως Χαλκηδόνος Μελίτωνα τις κομματικές πιέσεις του σύντροφου Γεώργιου Καρπώφ για τις παρεμβάσεις των αθεϊστών του Κρεμλίνου στα της Εκκλησίας. Αυτά τα Αυτά τα ακούσαμε με κάθε ακρίβεια από το στόμα του γέροντα ο Ρόδου Σπυρίδωνα και η ταπεινότητά μου. Φαίνεται ότι τον Σεπτέμβριο του 1978 όταν επεσκεφθηκε επίσημα στο Βατικανό τον νέον πάπα Ιωάννη-Παύλο Α΄ παρόμοια του είπε και ευθής κατέρρευσε δραματικά ενώπιόν του συμπαρασύροντάς τον μάλιστα μετά 33 ημέρες!
Το περιλάλητο Μαρξιστικό «Συνέδριο της Μόσχας» το 1948 ειχε σκοπεύσει πώς θα καταστρέψει την Πανορθόδοξο ενότητα οι Ρώσοι:
α) Να αποδείξουν ότι έχουν «αυτοκεφαλιά» ήδη από το 1448 και πρό της Αλώσεωςπου είναι ιστορικό ψεύδος μη επιβεβαιωμένο από καμμιά σχετική πηγή επιστημονικά αλλά ως σύγχρονη απάτη διεστραμμένων εγκεφάλων μήπως τονώσουν την ανεξαρτησία τους από την Κων/πολη.
β) Είναι απαύγασμα της διεστραμμένης αντιλήψεως του «Εθνοφυλετισμού» το οποίο θέλει να επιβάλει στην κατ’ Ανατολάς Εκκλησία το μύθευμα ότι ο δυτικός Χριστιανισμός μάχεται τον «Ορθόδοξον Ρωσικόν πολιτισμόν». Αυτόν τον ύφαναν ευρωπαίοι καλλιτέχνες στους οποίους μαθήτευσαν Ρώσοι, όπως και ο Μ. Πέτρος.
γ) Αυτό το δήθεν «Πανορθόδοξο Συνέδριο» που στην πραγματικότητα συγκάλεσε το 1948 το καθεστώς του Κρεμλίνο απεκάλυψε την αιρετική «Εκκλησιολογία» τωνΜαρξιστών που ανέλαβαν την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας στη Ρωσία μετά το 1943.
Οι σκοπεύσεις αυτές των σοβιετικών αθεϊστών κατά της Εκκλησίας έχουν και βιβλιογραφία. Την απέκτησα όταν μετεκπαιδευόμουν στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου των Παρισίων ( 1956-1958). Τότε κυκλοφόρεσαν γαλιστί και τα πλαστά πρακτικά του δήθεν Πανορθοδόξου Συνεδρίου της Μόσχας στο Παρίσι που μόλις τα διάβασαν οι Ευρωπαίοι κατάλαβαν την επιθετικότητά των σοβιετικών και στα των Εκκλησιών και γι’αυτό διέκοψαν κάθε επικοινωνία μαζί τους και δεν εδέχοντο αντιπροσώπους του Πατριαρχείου Μόσχας ακόμη και ουτε στο Π.Σ.Εκκλησιών στη Γενεύη και σε άλλες διεθνείς Οργανώσεις και ξέρω καλά ότι μετά χρόνια επενεβη ο πατριάρχης Αθηναγόρας και με πολύ προσοχή τους δέχθηκαν. Ο Θυατείρων Γερμανός που συμμετείχε ως εκπρόσωπος του Φαναρίου προ πολλών ετων μου εδώρησε το εκδοθέν φωτογραφικό λεύκωμα εκείνης της δόλιας «Συνάξεως της Μόσχας» και ξέρω και εξ «αυτοψίας»σχεδόν τα γεγονότα της κομμουνιστικής αυτής πρωτοβουλίας. Μετα το ψευτοσυνέδριο αυτό ο ελευθερος κόσμος της Δύσεως κατάλαβε τη ήταν στην πραγματικότητα ο «συμβιβασμόν» Κράτους και Εκκλησίας στο σοβιετικό σατραπισμό. Αυτός έφθασε το 1985 στα πρόθυρα της αυτοκαταστροφής μετά μία εξηκονταετία εφαρμογής του (1924-1985) και για να αποφευχθεί η κατάρρευσή του επιβλήθηκε η Περεστρόϊκα η Ανασυγκρότηση την δεκαετία του 1990 μήπως τερματιστεί η οικονομική στασιμότητα και καχεξία του του λεγόμενου «Υπαρκτού Σοσιαλισμού». Όμως και αυτή απέτυχε και εμφανίστηκαν και πάλι οι παλαιοί πολέμαρχοι που έστησαν ένα νέο τυχοδιωκτικό καθεστώς στο Ρωσικό λαό. Αυτό διεκδικεί όλα τα εδάφη των γειτονικων λαών που κάποτε ζήτησαν την προστασία του Τσάρου. Το σημερινό ολοκληρωτικό καθεστώς της Ρωσίας κατασκεύασε το ευαλτήριο ερέθισμα που προκάλεσε διέγερση της κατακτητής μανίας της κάποτε ορδής των Σλάβων και με πρόφαση τον κίνδυνο απειλής «της ρωσικής Ιστορίας και παραδόσεως»διεξάγει ολοκληρωτικό και εξοντωτικό πολεμο καταστροφής με τις ευλογίες του Βλαδίμηρου Γκουντιάγιεφ, νυν «πατριάρχη» Μόσχας Κυρίλλου. Ως ο ελάχιστος Θεολόγος διερωτώμαι, αφού κατά το πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής την Γένεση (δ΄. 10-16.) «η φωνή αίματος του αδελφού βοά εκ της γης προς Κύριον τον Θεόν ότι κάθε αδελφοκτόνος εξήλθεν από προσώπου του Θεού και είναι επικατάρατος, όπως ο Μόσχας Κύριλλος. Αυτός ο θρασής και ματαιόδοξος πυρομανής είναι ο τρελλός Ηρόδοτος της σύγχρονης Εκκλησιαστικής Ιστορίας που καταστρέφει την Πανορθόδοξη ενότητα. Πιστεύω ότι ποτέ δεν θα βρεθεί ορθόδοξος αρχιερεύς να τον δεχθεί ως «πατριάρχη» και να λειτουργήσει μαζύ του, αφού είναι επικατάρατος από τον Θεό, ό,σα χρήματα και αν έλαβε από το ταμείο του Κρεμλίνου για τις εκδουλέψεις προς αυτόν ; Κατά τον ρητόν λόγον του Αποστόλου Παύλου: «εἰ τις οὐ φιλεί τον Κύριον ήτω ανάθεμα. μαράν αθά» ( Α. Κορ.ιστ΄22-23) Α.Π.
Μία από τις οδυνηρότερες δοκιμασίες του 20ου αιώνα πληρώθηκε, κατά την δεύτερη δεκαετία του, ακριβά από τους λαούς της Ευρώπης και ήταν ο τραγικός Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Σε αυτόν μπλέχτηκαν οι λεγόμενες κεντρικές Δυνάμεις της Ευρώπης μαζί με την Τουρκία καθώς και οι δυτικές Αγγλοσαξωνικές Δυνάμεις σε εξοντωτικές συρράξεις που κατέληξαν το 1918 στην σύναψη στη νήσο Λήμνο της Ανακωχής του Μούδρου που έφερε και το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με αναρίθμητα θύματα πολέμου και γενοκτονιών από τις ευρεσιτεχνίες των εξοντώσεων αλλήλων. Τότε οι διαχειριστές των τυχών των εθνών και πάλιν αναλογίσθηκαν πως οι πόλεμοι αφήνουν όχι μόνον αθεράπευτες πληγές στους διαπλεκόμενους, αλλά για χρόνια, όπως οι σεισμοί και οι κατακλυσμοί σκεπάζουν με δυστυχίες και τις γειτονικές χώρες και πρέπει να αντιμετωπίζονται συλλογικά από το σύνολον της ανθρωπότητος.
Τότε έδιδε την ευκαιρία η συνεργασία των εκπροσώπων των εθνών στο Παρίσι, για την σύνταξη της «Συνθήκης των Βερσαλλιών» και με την αμερικανική πρωτοβουλία το 1920 συγκροτήθηκε ένας νέος σύνδεσμος κρατών που κλήθηκε «Κοινωνία των Εθνών» (αγγλικά η «League of Nations»). Αυτή ήταν η πρώτη προσπάθεια διακρατικής συνεννοήσεως του κόσμου πάνω στα προβλήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα, όπως ήταν τότε η πρόληψη του πολέμου, ο αφοπλισμός, η διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των χωρών μέσω των διαπραγματεύσεων και της διπλωματίας καθώς και η βελτίωση της ποιότητας της ζωής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στα πλαίσια αυτών και η «Επαναστατική Επιτροπή» που ανέλαβε την διακυβέρνηση του «Ελληνικού Έθνους», συγκατατέθηκε να συνέλθει και η ειρηνική διάσκεψη προς διευθέτηση των ζητημάτων της Μικρασιατικής συρράξεως του τέλους Αυγούστου του 1922 και των προκληθέντων ζητημάτων των συνόρων και της προκληθείσης «Μετοικεσίας» του Ορθόδοξου Μικρασιατικού πλήθους προς στις δυτικές περιοχές του ελληνικού κράτους από τον Έβρου μέχρι την Γαύδο.
Με την αρχική συμμετοχή των άμεσα εμπλεκόμενων οκτώ κρατών στον τραγικό Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αργότερα εξ όσων κρατών υπέστησαν τις συνέπειες αυτού του πολέμου, συνήλθε από τις 20 Νοεμβρίου 1922 μέχρι τις 24 Ιουλίου 1923 στην ιστορική αίθουσα του Πανεπιστημίου της Λωζάννης της Ελβετίας η «Ειρηνευτική Διάσκεψη». Αυτή αποτελείτο εκ των εκπροσώπων των εμπόλεμων κρατών υπό την προεδρία του λόρδου Γεωργίου Curzon υπουργού Εξωτερικών της Μεγάλης Βρεττανίας και έμπειρου διπλωμάτη ενώ την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος που είχε άλλοτε υπογράψει την «Συνθήκη των Σεβρών» που μας έδιδε την ευρωπαϊκή Τουρκία της Ανατολικής Θράκης και τα νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου. Εκπρόσωποι της Τουρκίας ήταν ο Ισμέτ πασάς και ο Τουρκολαζός Ριζά Νούρ, άσπονδοι και ανιστόρητοι Νεότουρκοι κατά του Ελληνισμού. Οι εργασίες της διεξήχθησαν απ’ αρχής με πολλές δυσκολίες σε δύο φάσεις και κράτησαν επί οκτάμηνον, προς επίλυση προβλημάτων και την σύνταξη των σχετικών συμβάσεων από τις τρεις επιτροπές της που εργάσθηκαν φιλότιμα κατά τα διεθνώς κρατούντα. Την μακρότερη συζήτηση προκάλεσε η προσπάθεια των Νεότουρκων αντιπροσώπων να εμπλέξουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην «Ανταλλαγή των εκατέρωθεν πληθυσμών». Όμως η δολοπλοκία αυτή συνάντησε την καθολική αντίδραση των κρατικών αντιπροσωπειών. Οι Τούρκοι επεδίωκαν τον ξεριζωμό της Μητέρας Εκκλησίας της Ανατολικής Ευρώπης από την κοιτίδας της που ιδρύθηκε προ 17 αιώνων! Τότε παρενέβη ο λόρδος Κώρζον και μίλησε για την Ιστορία του Πατριαρχείου της Νέας Ρώμης, κατά τα τελευταία πεντακόσια χρόνια και είπε: ότι είναι ένα των σεβασμιώτερων θρησκευτικών θεσμών της γής και ηθικά στηρίζεται από όλη την ανθρωπότητος και δεν μεταφέρεται, ούτε και καταργείται με αποφάσεις κάποιας πρόσκαιρης εξουσίας, όπως διδάσκει η Ιστορία.
Η «Συνθήκη της Λωζάννης» παγίωσε τα σύνορα της Ελλάδος και κατοχύρωσε την προστασία των θρησκευτικών δικαιωμάτων των Μειονοτήτων που παρέμειναν εντός του γειτονικού κράτους ειδικά μετά την ανταλλαγήν των πληθυσμών μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδος Η διατήρηση των Μειονοτήτων αυτών παρέμεινε ως γέφυρα φιλίας για συνεργασία και όχι ως «αιτία πολέμου» μεταξύ των κατοίκων του κοινού πλανήτη της γής όπως προκαλεί ο ξέφρενος εθνικισμός.
Η Άγκυρα από το 1923 επανειλημμένα με διάφορους δόλιους τρόπους παρασπόνδησε καταπατώντας τις ρητές συμφωνίες που υπέγραψε Έτσι η πληθυσμιακή Μειονότητα των Ελληνορθοδόξων που το 1925 ανερχόταν σε 160.000 κατήντησε μέσα σε ένα αιώνα μόνο σε δύο εκατοντάδες χριστιανών ενώ πολλαπλασιάστηκαν οι μουσουλμάνοι στην Ροδόπη. Με ιταμό προκλητικό τρόπο η Άγκυρα επανειλημμένα παραβίασε τα άρθρα 37-40 της «Συνθήκης της Λωζάννης» με σωρεία διοικητικών αποφάσεων. Παράδειγμα οι καταργήσεις το 1927 της αυτονομίας της τοπικής αυτοδιοικήσεως και της μειονοτικής εκπαιδεύσεως και η πατρογονική ιδιοκτησία στα νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου προς σταδιακή εξόντωση του ομογενούς στοιχείου που έπρεπε τότε η Άγκυρα να καταγγελθεί στην «Κοινωνία των Εθνών». Ο Κεμάλ τότε κατάλαβε την συμβολή του Μειονοτικού εμπορικού κόσμου στην οικονομική ανάπτυξη της νέας Τουρκίας και ζητά από τον Βενιζέλο την υπογραφή συμφώνου ελληνοτουρκικής φιλίας. Τότε η Ελλάδα επίσημα ζητά από την Άγκυρα δήλωση: «αν τελείωσαν οι τουρκικές διεκδικήσεις από την χώρα μας».
Τότε η Άγκυρα διαβεβαιώνει γραπτά την Αθήνα «ότι δεν υφίσταται πλέον καμμιά άλλη διεκδίκηση της Τουρκίας από την Ελλάδα» και τότε προχώρησε ο Βενιζέλος στην υπογραφή στις 10 Ιουνίου 1930 του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου φιλίας στην Άγκυρα που άνοιξε η νέα περίοδο καλών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Στις 20 Ιουλίου 1936 υπογράφεται η «Συνθήκη του Μοντρέ» που ρυθμίζει το καθεστώς των «Στενών του Ελλησπόντου» και παράλληλα εξοπλίζονται εκατέρωθεν τόσον η τουρκική πλευρά όσο και η ελληνική πλευρά τα νησιά της Σαμοθράκης και της Θάσου. Έτσι ισομερώς ελέγχεται πλήρως η όλη περιοχή από την Τουρκία και την Ελλάδα. Φυσικό ήταν όταν οι Τούρκοι συνέστησαν την «Στρατειά του Αιγαίου» στην δυτική πλευρά των Μικρασιατικών ακτών και οι Έλληνες κατά την «Συνθήκη του Μοντρέ» νόμιμα να εξοπλίσουν τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου και όταν οι Τούρκοι απέκτησαν αποβατικά σκάφη, τότε παύουν τα επιχειρήματα των πολεμοχαρών Νεότουρκων γιατί απέδειξαν τους λογισμούς τους με την επέμβαση το 1974 στη Κύπρο προς κατάληψη ξένων εδαφών!
Δυστυχώς στις 10 Νοεμβρίου 1938 κατέρρευσε σε ηλικία 57 ετών από κίρρωση του ύπατος ο Μουσταφάς Κεμάλ που θέλησε να εκσυγχρονίσει την χώρα του. Όμως τον διαδέχθηκε ο Ισμέτ Ινονού που ήταν δέσμιος των φυλετικών του προκαταλήψεων κατά της Ρωμιοσύνης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου και κατέστρεψε κάθε συνεργασία Τουρκίας και Ελλάδος. Αυτός πίστευε στην πλήρη ανατροπή της «Συνθήκης της Λωζάννης» από τον Χίτλερ.
Εκμεταλλευόμενος ο Ισμέτ πασάς την κατοχή της Ελλάδος από τους Ναζί τον Απρίλιο του 1941 άρχισε κακουργίες κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της εκεί Ελληνικής Μειονότητος. Στις 8 Μαΐου 1941 με το πρόσχημα της εθνικής ασφάλειας στράτευσε 30 ηλικίες 25-45 ετών στα τάγματα εργασίας «Amele Taburu» και τα έστειλε στην Ανατολία για να τις εξαφανίσει παραβιάζοντας το 37 άρθρο της Συνθήκης της Λωζάννης. Επειδή όλα τα μετέχοντα μέλη των κρατών στην Λωζάννη κράτη απέρριψαν την εμπλοκή του θεσμικού κέντρου των Ορθοδόξων με την «Ανταλλαγή των πληθυσμών», ο εκδικητικός αυτός κυβερνήτης βαρύνεται για την τρομερή πυρκαϊά του Σεπτεμβρίου του 1941 στο Φανάρι. Τότε έκαυσε το κεντρικό ξύλινο κτήριο των Πατριαρχείων κάτι που δεν διευκρινίστηκε ποτέ η αιτία του επί μισό αιώνα! Το Πατριαρχείο επιβίωσε ως ιερός θεσμός στεγαζόμενο μόνον στα πέτρινα οικήματα μέχρι το 1989 που ανεγέρθηκε το νέο Πατριαρχείο από την οικογένεια Αγγελόπουλου. Το 1942 εξορίζουν τον Χαλκηδόνος Μάξιμο στην Προύσα μήπως κάμψουν κάθε αντίσταση του Κλήρου για τά μέτρα κατά της εκεί Ομογένειας και τον Νοέμβριο της επιβάλλεται το αισχρότατο οικονομικό νόμο της εφάπαξ φορολογίας της περιουσίας γνωστό ως «Narlik Vargisi».
Στο τέλος όμως του πολέμου σταμάτησε τον διωγμό της Μειονότητος και θρασύτατα εμφανίστηκε ο συνεργάτης του Γερμανού πρεσβευτή Φόν Πάπεν ως «σύμμαχος» των νικητών του πολέμου, επιβεβαιώνοντας την ιστορική αλήθεια πως λαός προερχόμενος από «μαζική ορδή» δύσκολα ξεχνά την καταγωγή του και επιβιώνει με αρπαγές εδαφών και λεηλασίες και ποτέ δεν σέβεται τις γραπτές συμφωνίες και την διεθνή έννομη τάξη και πάντα καιροσκοπεί ως στυγερός άρπαγας και μίσθαρνος κατακτητής, πάντα δε ως ξένος στον ανθρωπισμόν και τα ευρωπαϊκἀ ιδεώδη. Ως λαός με πολυφυλετικές ρίζες γίνεται συνήθως παίγνιο αδίστακτων και ανεγκέφαλων εξουσιαστών και συνεχίζει τον χλευασμό της ανθρωπότητος!
Στις 14 Μαΐου 1950 το νεοσύστατο πολιτικό κόμμα των «Δημοκρατικών» συγκέντρωσε την μέγιστη πλειονοψηφία της «Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας στα χέρια του Τζ. Μπαγιάρ και του Α. Μεντερές. Αυτό επετεύχθηκε με την συμπαράσταση της Ρωμαίϊκης Μειονότητος και επανήλθε το «Σύμφωνο Ελληνοτουρκικής Φιλίας» του 1930.
Αντηλλάγησαν επίσημες επισκέψεις των Βασιλέων και του Τούρκου Προέδρου και πάλι δραστηριοποιήθηκε η Ελληνοτουρκική συνεργασίας. Πρόσφατα έγραψα σχετικά άρθρα οι συνεχείς επανεκλογές των Δημοκρατικών ενόχλησαν το παλαιό κατεστημένο που εκμεταλλεύθηκε λάθη του πρωθυπουργού Μεντερές και το σκοτεινό παρασκήνιο οργάνωσε τους «Λαϊκούς», τους «Γκρίζους λύκους», τους «στρατοκράτες» και λοιπούς διεκδικητές της εξουσίας και οργάνωσαν επιτήδεια τα γεγονότα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 που υπηρέτησαν, όπως φάνηκε τον ίδιο αρνητικό ρόλο Ισμέτ Ινονού εναντίον της «Συνθήκης της Λωζάννης» με ραδιουργίες και την σύμπραξη της ΜΙΤ. Τότε βρήκαν τον τραγικό θάνατο 16 Έλληνες μειονοτικοί και ένας 90χρονος ιερέας που κάηκε ζωντανός και άλλοι 32 τραυματίστηκαν ενώ 200 Ελληνίδες εβιάστηκαν καθώς και μικρά κοριτσάκια! Τότε 4348 καταστήματα καταστράφηκαν και 1.300 σπίτια λεηλατήθηκαν, 21 εργοστάσια αφανίστηκαν. Το βαρύτατο πλήγμα δέχθηκαν 73 εκκλησίες και βυζαντινά μνημεία και 8 Κοιμητήρια βεβηλώθηκαν και έκλεισαν τον Ομογενή Τύπο. Τότε μάλιστα απηγόρευσαν και πάσα επισκευή σε εκκλησία και ευαγή πατριωτικό οίκο και σχολείο κ.ά. Εν τούτοις όμως το Πατριαρχείο βρήκε τους τρόπους να θεραπεύσει τις καταστροφές που προκλήθηκαν από τους κατευθυνόμενους και αδίστακτους κακοποιούς. Τότε σε επισκευές αναλώθηκαν τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί στην Αμερική από τον τότε αρχιεπίσκοπο Αθηναγόρα για να ανεγερθεί πάλι το πυρποληθέν Πατριαρχείο στο Φανάρι!
Τα επί εκατονταετία άθλια πεπραγμένα της Άγκυρας προς απραξία της «Συνθήκης της Λωζάννης», αν εξεταστούν είναι θλιβερά για την ανθρωπότητα. Το Βρεττανικό στέμμα την αρχή του 20ου αιώνα ίσως καλώς σχεδίασε ότι οι τουρκικοί πληθυσμοί πρέπει να υποστούν την τύχη των λαών των Βαλκανίων και να μοιραστούν για να ομονοήσουν, προκόψουν και ειρηνεύσουν.
Τότε πρότειναν η Άγκυρα ως πρωτεύουσα να κρατήσει τα τέσσερα βιλαέτια και η Ευρωπαϊκή γή της Θράκης να μείνει ελεύθερη και ο Πόντος να γίνει η χώρα των Τραπεζούντιων, των Λαζών και των Ρυσίων, ενώ η Ανατολία να αποδοθεί στις εκεί γύρω φυλές που επί χρόνια μάχονται για την ελευθερία τους. Ίσως τότε τέλος σταματήσουν οι «Παντουραννικές» ψευδολογίες που καταδολιεύουν τον αρχαιότατον Μικρασιατικόν Πολιτισμόν.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΙΚΡΟΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ
Στην ηρωϊκή Βόρεια Ήπειρο και κοντά στους «Άγιους Σαράντα»στο χωριό της Δρόβιανης γεννήθηκε το 1903 ο Αναστάσιος Γραικός. Παιδιόθεν ανατράφηκε από τους γονείς του με δύο στόχους «με την παιδεία και τη νουθεσία του Κυρίου»και με την αφοσίωσή του στην προγονική του ελληνικότητα. Μεγάλωσε σε μία περιοχή με δεκάδες ελληνοχώρια που ποτέ δεν έπαυσαν να θρησκεύουνορθόδοξα και να μιλούν ελληνικά, όπως ποτέ δεν σκέφτηκαν ότι κάποτε θα επιχειρηθεί να αποξενωθούν από αλλοεθνή εξουσία! Όταν περάτωσε την στοιχειώδη μαθητεία θέλησε να συνεχίσειτις γυμνασιακές σπουδές του κοντά σε συγγενείς τουσε Σχολαρχείοτου «Κλεινού Άστεως» των Αθηνών. Και πραγματικά μαθήτευσε κοντά σε κράτιστους φιλολόγους καθηγητές με άριστες επιδόσεις που του άνοιξαν το δρόμο για πλατύτερο άνοιγμα στο πέλαγος της Ελληνομάθειας. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1916 η Βόρεια Ηπειρος είχε αναμφισβήτητη την ελληνικότηταμάλιστα στηριζόμενη από την «Συμμαχία της Antant» τουλάχιστον μέχρι την ειρήνευση του 1918. Όμως απότις Νοεμβριανές εκλογές του1920θριάμβευσαν στην Ελλάδα οι αντίπαλοι της «Συμμαχίας Antant»και οι Δυτικοευρωπαίοι αναθεώρησαν την συμμαχική στάση τους κai αγκάλιασαν το Σερβικό έθνος και το βοήθηκαν να καταλάβει στην περιοχή της λεγόμενης «Άνω Μακεδονίας» και να αυξηθεί προς νότο στις παραλίμνιες περιοχής των Πρεσπών όπου στο παρελθόν υφίστατο η αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Αλλά βοήθησαν και το νεοσύστατο Αλβανικό κράτος να σταθεί στα πόδια του και αντί να αυξηθεί προς βορρά όπου αφθονούσε ο Σερβικός πληθυσμός να στραφεί προς νότο και να προσαρτήσει την ελληνικότατη περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Έτσι πληρώθηκε από τους νικητές του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου «Εθνικός Διχασμός» των Ελλήνων! Όμως η «Μικρασιατική Καταστροφή» του 1922 έδωσε την ευκαιρία στην Ιταλία να στηρίξει το Αλβανικό κρατίδιο και στην Βόρεια Ήπειρο, και η πατρίδα του Αναστασίου Γραίκα υποδουλώθηκε στα Τύραννα και εκείνος αναζήτησε ως άλλο τόπο καταφυγής την εν Χριστώ ελευθερία του και προτίμησε εκεί που ζούν οι βιαστές της «Βασιλείας των Ουρανών»και «υπάρχει το Πνεύμα του Κυρίου και καθιδρύει και η ελευθερία» (Β΄.Κορ.γ΄. 17), και ο Τάσος Γκραίκας κρυφά από τους δικούς του το 1924 προτιμά ως δικλίδα ασφαλείας της «Ελευθερίας» του και πορεύεται στην Αθωνική Πολιτεία. Όμως στην Πολιτεία αυτή συνυπάρχουν δύο μορφές αναχωρητικού βίου, ο ένας είναι ο πολυάνθρωπος κοινωνικός μοναχισμός των ιερών μονών, είτε υπό την κοινοβιακή ή την ιδιόρρυθμη μορφή καθώς και η μονήρης εγκαταβίωση των «ελαχίστων» σε μικρή καλύβι μέσα στα όρια της κυριαρχίας της περιοχής της μονής.
Πέραν των ορίων της Λαυριώτικης Σκήτης της Αγίας Άννης αριστερόθεν του ακρωτηρίου του Νυμφαίου, στις σημερινές «Πίννες» υπάρχει μικρό άνυδρο πλάτωμα κορυφής όπου υφίστατο «μία ωραία καλύβηυψούμενη ως μία σκοπιά». Στην «Αθωνίτικη αυτή Άκρα» διαβίωσαν προς μείζωνα τελείωση ο περίφημος «Πνευματικός» παπά-Γρηγόρης καθώς και πολλοί άλλοι διακριτικοί πατέρες στις γύρω καλύβες, όπως ήταν ο παπά-Σάββας, ο παπά-Κοσμάς και άλλοι που ήρχοντο εκεί και εξωμολογούντο Αγιορείτες μοναχοί και Προηγούμενοι και «μεταξύ αυτών και ο ησυχαστής πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄», όταν ως «καλογέρευε» στον Μυλοπόταμοστα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς και λαϊκοί προσκυνητές «προς ιλασμόν αμαρτιών, συγχώρηση ανομιών και ίαση ασθενημάτων». Ο τόπος όμως αυτός είναι κατ’ εξοχήν αγιασμένος από πλειάδα έξοχων αγίων αναστημάτων, όπως ήταν «Αγάπιος Λάνδος» ο Κρητικός που έγραψε την «Αμαρτωλών Σωτηρία» τον 17οναιώνα και οδοδεικτεί την αρχή της «Μικραγιαννάνας» και στο βάθος την έρημο των «Κατουνακίων», που τα τέλη του 19ου αιώνα εγκαταστάθηκε Δανιήλο Σμυρναίος (+1929) και από το 2003 είναι ο Όσιος γεννήτορας των σημερινών Αγιορειτων «Δανιηλαίων». Ο Εορτασμός της χιλιετηρίδος από της συστάσεως της Μεγίστης Λαύρας στον Άθωνα το 1967 ήταν η δεύτερη ευκαιρία μεταβάσεως στο Άγιο Όρος αυτή τη φορά με όμιλο Κυκλαδιτων φίλων και εκεί ήλθε να με συναντήσει ο π. Γεράσιμος με τον εκ Κέας συγγενή μου π. Διονύσιο για την συνεργασία μας στην Θ.Η. Εγκυκλοπαιδεία. Και έκτοτε συνεδέθηκα στενά μαζί του.
Εξ αυτής της γνωριμίας μας πορεύθηκα το 1964 στην περιοχή της Μικράς Αγίας Άννας ανακαλώντας τις εφηβικές αναμνήσεις μου από τις διηγήσεις του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη «Με του βορηά τα κύματα» και τότε εκεί συνήντησα δύο μόνον Λαυριώτικες καλύβες. Η πρώτη καλύβη ήταν το καταφύγιον του Μικρασιάτη ιερομόναχου Μελετίου και τιμούσε τον «Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη», πρωτοστάτη της ερημικής ασκήσεως. Σε αυτόν προσήλθε σε ηλικία 19 ετών και έβαλε «μετάνοια» γενόμενος υποτακτικός ο βορειοηπειρώτης Αναστάσιος-Αθανάσιος Γραικός. και εντάχθηκε ως υποτακτικός του Μελετίου για να γίνει μοναχός. Όμως ο Μελέτιος ήταν κρυφός «ζηλωτής» και οπαδός της κινήσεως των πολεμίων της «Ημερολογιακής Μεταρρυθμίσεως» του 1923 και επέσπευσε την μοναχικήν «κουράν» του προσελθόντος μέχρι την 20ην Οκτώβριο 1924 και τον ονόμασε Γεράσιμον μοναχόν. Οι εξ Αθηνών Παλαιοημερολογίτες τον πλάνεψαν και έγινε «ιερέας» τους. ***Μεταπολεμικά μάλιστα είδα παρόμοια περίπτωση Αγιορείτη περιφερόμενου με το δισάκι των «ιερών» του στον ώμοαπό εξωκκλήσιο σε εξωκκλήσιοστα περιβόλια του Μοσχάτου, πάντα πανέτοιμο να «λειτουργήσει» αντί πινακίου φακής! Έτσι η καλύβη του «Τιμίου Προδρόμου»με την ευλογία της Μεγίστης Λαύρας περιήλθεστην κυριότητα του μοναχού Γεράσιμου που μόνος πλέον προσευχόμενος εργαζόταν εκεί προς επιβίωση αρχικά μεν την ξυλογλυφία σφραγίδων των προσφόρων, όμως ως εγγράμματος μοναχός προσελήφθει και ο αρχειοφύλαξ και βιβλιοφύλαξ στην Σκήτη της Αγίας Άννης, δεδομένης μάλιστα της ευφυΐας και φιλομάθειας του ασχολήθηκε όχι μόνον με μελέτη και σπουδή της Αγιολογίας και Υμνολογίας αλλά κατέχοντας και το ποιητικό τάλαντο ασκήθηκε κατά τον Μεσοπόλεμον και κατά την εποχήν της Κατοχής και μελετούσε το γραφέν υπό του Γρηγόριο Νύσσης ότι η μελέτη «επί τοις υπάρχουσιν ημίν αγαθοίς ανατιθεμένη τω Θεώ ευφημία αποτελείκαι το εντρίφηματης ιερής «ευφημίας» των ύμνων της Εκκλησίας μας. Ο π. Γεράσιμος κυριολεκτικά είχε πλήρη γνώση του υμνολογικού πλούτου των βιβλιοθηκών των αθωνικών μονών, άλλά με το προσωπικό του ποιητικό τάλαντο ευφήμισε και σύγχρονα ιστορικά συμβάντα με ισάξιο τρόπο, όπως έπραξαν και οι πρό αυτού υμνογράφοι. Έτσι καλλώπισε και συνεπλήρωσε τις παλαιότερες ακολουθίες με 37.000 σελίδες νέων ύμνων το υμνολόγιον της Εκκλησίας μας. Ο αείμνηστος «χειραγωγός» μου εκ παιδός στην Θεολογία καθηγητής Γρηγόριος Παπαμιχαήλ το 1953 δημόσια στην Ακαδημία Αθηνών τόνισε πως ο π. Γεράσιμος Μικρογιαννανίτης: «αποτελεί μία σπάνια Αγιορειτική προσωπικότητα, όχι μόνον για την σπάνια ελληνομάθειάς του, αλλά και για την καταπληκτική ποιητική του ευχέρεια στη σύνθεση των τροπαρίων και στην δαψίλεια των νοημάτων τους και στην καλλιέπεια της γλώσσης τους, ακόμη δε και στο ρέον ύφος τους και την αρμονίας όσων συγγράφων φιλοτεχνεί». Πραγματικά αυτά τα σπάνια προσωπικά χαρίσματα τα διαπίστωσα και ο ίδιος όταν τον γνώρισα το 1963 στην Μεγίστη Λαύρα κατά την «κατά Χιλιετηρίδα του Αγίου ΄Ορους». Όταν εγνώρισα τον ίδιο τότε παρακαλέσα τον φίλο π. Ιωάννη Ράμφο να γράψει το βιογραφικό του σημείωμα και το έδωσα στη Θ.Η.Ε. προς δημοσίευση ως ο αρμόδιος. *** Βλ.στον Δ΄ τόμο της Θ.Η.Ε. του 1964 κι στις σελίδες 350-351.
Στην «Μικραγιάννα» γειτονική καλύβη προς εκείνη του «Προδρόμου» ήταν της Μεγάλης Κυρίας του Άθωνα αφιερωμένη στην «Κοίμησή της Θεοτόκου». Εκεί επί μακρόν εγκαταβίωσε ο πολύφατος Γέροντας π. Αβιμέλεχ Μπονάκης (1873-1965)*** Αντ. Στιβακτάκη. Γέροντας Αβιμέλεχ. ΙεράποληΚρήτης 2011.ο οποίος λόγο γήρατος επέστρεψε στην πατρίδα του την Κρήτη και την καλύβη του κατά σύσταση μάλλον του π. Γερασίμου η Μεγίστη Λαύρα την ανέθεσε στον πατριώτη μου π. Διονύσιον Ξέστερνο εκ Κέας τότε χειροτονηθέντα υπό του ζώντος στη Σκήτη της Αγίας Άννης Μιλητουπόλεως Ιερόθεου ο οποίος και τον κατέστησε «Πνευματικόν» για να παιδαγωγεί εις Χριστόν φερέλπιδες νέους, μερικοί των οποίων ανήλθαν και στο αρχιερατικό αξίωμα. Ο π. Γεράσιμος εργαζόμενος το αρχείο της Σκήτης συνάντησε την ιστορία των δύο συνασκητώνπου μετέφεραντον 16ου αιώνα την μοναστικήν παράδοση των Στουδιτών της Κωνσταντινουπόλεως στον Άθωνα. Αυτοί ήταν ο Διονύσιος ο Ρήτορας και ο εκ Στρατονίκης υποτατακτικός του Μητροφάνης που τα ασκητικά παλαίσματα τους φαίνεται πως άφησαν εποχή στην «Μικραγιάννα» και το1946 αποφασίζουν εκτός της κοινής προσευχής του π. Διονυσίου ως ιερέυς και του π. Γερασίμου ως ιεροψάλτου και ο μεν πρώτος να είναι ο οικονόμος για την βιωτική μεριμνά τους ο δε δεύτερος να συνεχίσει αμέριμνος και πλήρως την υμνογραφική προσφοράν του στην «ευφημία» του Θεού. Όταν άρχισε να γνωστοποιείται η συνθετική ικανότητα νέων ύμνων του π. Γερασίμου τον πλησίασαν πολλοί ευλαβείς νέοι με μοναχική κλήση και θέλησαν να ενταχθούν στην συνοδεία του όπως ήταν ο ευλαβέστατος π. Μητροφάνης, ο καλλικελαϊδος π. Σπυρίδων, ο φιλαιδήμων σχολάρχης π. Νικηφόρος που εκλέχτηκε Ιεράρχης των Αλεξανδρέων και ο φίλεργος Ναθαναήλ γενόμενος Ιεράρχης στην Αλβανία και ο φέρελπις τότε νέος π. Νεκτάριος. Έτσι άρχισε να συγκροτείται άτυπα περι τον Γέροντα π. Γεράσιμος η οικογένεια των «Γερασιμαίων» και άτυπα να συγκροτείται το 1956 σε σπηλαιώδη βράχο που ήταν ταπεινόν προσευχητήριον, μοναστηριακή «λιτή» που έλαβε την μορφήν εκκλησιδίου το οποίον αφιερώθηκε στους προσφιλείς τους «Οσίους πατέρες Διονύσιον τον Ρήτορα και τον μαθητήν του Μητροφάνη τον Πνευματικόν» και τους τιμούσαν εκεί την 9ηνΙουλίου με κατανυκτική Αγιορειτική «Αγρυπνία» που από το ψαλτήρι της περνούσαν οι δοκιμώτεροι μοναχοί ιεροψάλτες και την ακρίβεια της τάξεως επιστατούσε το «άγρυπνον όμμα» του Γέροντα Γεράσιμου ως μόνιμου «τυπικάρη». Μετά την «Απόλυση» οι εκκλησιαζόμενοι στην «Τράπεζα», αφού άκουγαν το επιτραπέζιο πατερικό ανάγνωσμα ξεκινούσε η συνεσθίαση των συνδαιτημόνων και μετά η ανταλλαγή των βιωθεισών σκέψεων επί των τελεσμάτων κατά την εόρτιον αυτήν σύναξη όπως στα αρχαία «Συμπόσια». Ο Γέροντας ήταν ανεξάντλητος σε απαντήσεις για αγιολογικά και υμνολογικά ερωτήματα και μας εβεβαίωνε ότι τα ψαλτήρια του Άθωνα δοξολογούν τον Τριαδικόν Θεόν επί μία τουλάχιστον χιλιετία καλλιεργώντας όλα τα είδη της υμνολογίας που προέρχονται από κληρονομία του Βυζαντινού παρελθόντος μας. Από τα συναξαριστικά κείμενα του παρελθόντος αντλούνται οι πλέον αυθαιντικές πληροφορίες της ύλης για την σύνθεση των ύμνων κάθε Ακολουθίας. Ο «υμνογραφικός» ζήλος του π. Γερασίμου μας οδήγησε στην βαθύτερη γνώση του παραδοθέντος υμνογραφικού πλούτου. συνετέλεσε να ερευνηθούν τα μυστικά του νοήματος, των ριζών και των ρυθμών που έφθασε μέχρι τον τονισμό και στην έμμετρη μορφή των ύμνων. Έτσι μέσα στην έρημον της «Μικραγιανάννας» με προσεκτική επιλογή των λέξεων και ανάκρισή τους, βοηθήθηκε να συντάξει και το σχετικό γλωσσάριο «Ευφημίας» του θείου με πολύ κόπον και χωρίς βιβλιογραφικά βοηθήματα, που συνήθως χρησημοποιούνοι λειτουργιολόγοι επιστήμονες για να εντοπίζουν τα μυστικά στοιχεία των θείων ύμνων, όπως ήσαν π.χ. οι Petit,Pitra.Bouvy. Cabrelκ.ά.
Ο π. Γεράσιμος από τα εφηβικά του χρόνια ποθούσε τον απράγμονα και μονήρη βίο και κουρευθείς μοναχός το 1923 παρέμεινε αφιερωμένος στην κλήση του μέχρι το τέλος της ευσεβούς βιωτής του το 1991 που διήρκεσε επί 88 χρόνια. Όχι μόνον η Αγιορειτική κοινωνία, αλλά και όλος ο θρησκευόμενος λαός που τον εγνώρισε από την υμνολογική προσφορά του στη θεία λατρεία, ακόμη και ζώντα όπου εμφανιζόταν τον ετίμησε για την εξαίρετη και διαφορετική αρετή της αγιοσύνης του. Ο βίος του ποτέ δεν σκιάστηκε από ματαιόδοξα πάθη και αδιακρισία αξιωμάτων αφού η πολιτεία του σφαγιζόταναπό το χάρισμα της αγίας ταπεινοφροσύνης και της σεμνής πατρικής ωριμότητος. Ο Ὀσιος Γεράσιμος ποτέ δεν θέλησε να γίνει ετερόφωτος από τίτλους και μάταιες επιδιώξεις τηρώντας την χρυσή ευκαιρία της κατά πνεύμα σιωπής και υπομονής. Αυτού η τιμή καθιερώθηκε να τιμάτε υπό της Μητρός Εκκλησίας μας την 10ην Ιανουαρίου 2023 με την απόφανση του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαιου και της περί Αυτόν Ιεράς Συνόδου του.
Ευχαριστώ θερμότατα όσους μαθητές και αναγνώστες διαβάζουν τα άρθρα μου κατά την πρόσφατη ασθένεια μου που πέρασε τώρα. Α.Π.
Του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη
Πολιού Μ. Άρχοντα της Μ. Εκκλησίας
Δύο ημέρες πρίν πραγματοποιηθεί η επίσημη επίσκεψη των βασιλέων της Ελλάδος στην Τουρκία μεταβαίνει στις 11 π. μ. της 6 Ιουνίου 1952 στο Φανάρι ο πρωθυπουργός της Τουρκικής κυβερνήσεως κ. Αντάν Μενδερές προς επίσκεψη στην Α.Θ.Π. τον πατριάρχη Αθηναγόρα. Είναι η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός του τουρκικού κράτους «καταδέχεται» να περάσει την «Κλειστήν Πύλη» του Φαναρίου. Ο προκάτοχός του Ισμέτ Ινονού συστηματικά περιφρονούσε τους Προκαθήμενους της Ορθοδοξίας και τούτο διότι οι Αντιπρόσωποι των Εθνών που συμμετείχαν στην σύνταξη της «Συνθήκης της Λωζάνης» « ρητά απέρριψαν να εμπλέξουν τις αμαθείς και κακεντρεχείς προτάσεις του» που εισηγούντο την βίαιη μετακίνηση της Καθέδρας του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως στην Ελλάδα εκ Τουρκίας, αγνοόντας την από εκεί οικουμενική διακονία των Ορθοδόξων τουτάχιστον επί 15 αιώνες! Όμως οι θρησκευτικοί θεσμοί, όπως είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι εντελώς αλλότριας μεταφυσικής φύσεως ιστορικός θεσμός και εξ αυτού βρίσκεται πολύ πέραν πάσης εγκόσμιας ρυθμίσεως με ίδια οργάνωση και μάλιστα κεκυρωμένη από πράξεις Οικουμενικών Συνόδων και από διεθνών διακρατικών συμφωνιών αιώνων! 1
Επειδή κατά την τότε επίσκεψη του πατριάρχου Αθηναγόρα στην Άγκυρα δεν είχε πραγματοποιηθεί συνάντηση μετά του πρωθυπουργού λόγω της ασθενείας του θέλησε ο κ. Αντάντ Μενδερές προσωπικά να επισκεφθεί τον Πατριάρχη στο Φανάρι πρό της ελεύσεως του βασιλικού ζεύγους στην Τουρκία. Έτσι το Πατριαρχείο ειδοποιήθηκε για αυτήν την ελεύση του προέδρου κ. Μενδερές προκειμένου να τύχει της δεούσης προπαρασκευής. Αυτό γνωστοποιήθηκε και στην Ομογένεια και στην πύλη των Πατριαρχείων είχαν συγκεντρωθεί πολλοί κληρικοί και τα προεδρία των Εφοριακών Επιτροπών και των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων της Ρωμαίϊκης Μειονότητος, καθώς και οι μαθητές των μειονοτικών σχολείων του περιοχής Φαναρίου.
Ο πρωθυπουργός Μεντερές προσήλθε περιχαρής στο Φανάρι ακολουθούμενος από τον Υφυπουργόν προεδρίας και το επιτελείο του και στην Πύλη τους υποδέχθηκε ο Μ. Πρωτοσύγγελος και ο Αρχιγραμματέας φέροντες επανωκαλύμαυχον κατά την τιμητική έλευση επισήμου προσωπικότος ενώ στο αίθριο προ του πατριαρικού ναού του Αγίου Γεωργίου ίσταντο οι αρχιμανδρίτες της πατριαρχικής αυλής και είχε συγκεντρωθεί εκεί πλήθος ενοριτών των ορθοδόξων ενοριών της Πόλεως με επίκεφαλής τον βουλευτήν του «Δημοκρατικού» κόμματος κ. Αχιλλέας Μόσχον του κόμματος του κ. Μενδερές που χειροκροτούσε τον πρωθυπουργό που κοντοστάθηκε και φαίνεται περιργαζόταν για πρώτη φορά τον από δεκαετίας πυρίκαυστο χώρο του παλαιού κεντρικου κτηρίου του Πατριαρχείου που για να μετριαστεί η θλιβερή και ανεξιχνίστη ακόμη πυρπόληση καλύφθηκε με αναρριχητικά φυτά περιπλοκάδων για σκεπάσουν την μαυρίδα των τοίχων αριστερά του Κωνσταντίνειου κλιμακοστάσιου, που οδηγούσε στο πέντρινο Ευγενίδειο κτίριο, όπου τα «πατριαρχικά κελλία» και μεταξύ των οποίων και το «πατριαρχικόν γραφείον», όπου ο εκάστοτε Οικουμενικός Πατριάρχης από το 1941 δεχόταν τους επισήμους επισκέπτας του. Εκεί έφθασε και ο Τούρκος Πρωθυπουργός και τον υποδέχεται όρθιος με το ολύμπιο ανάστημά του ο πατριάρχης Αθηναγόρας και κατά την συνήθειά του εγκάρδια τον αγκαλιάζει και σε λίγο τον προσφωνεί:
«Εξοχώτατε κ. Πρόεδρε, η επίσκεψή Σας αυτή είναι ιστορική για την στοργήν και το ενδιαφέρον Σας που επιδείξατε για το Πατριαρχείον μαςπου είναι το μακροβιώτερο πνευματικό καθίδρυμα που υπηρετεί αιώνες στην χώρα μαςκαι πάντα πρόθυμο στην διακονία του λαού του Θεού. Σας συνεχαίρωγια τον μνημειώδη λόγο Σας στο Συνέδριο του «Δημοκρατικού κόμματος» της Τουρκίας, όπως υποστηρίξατε και στηνΘεσσαλονίκη πως η πρώτη και θεμελιώδης αρχή που απορρέει εκ της Ελευθέρας της Συνειδήσεως είναι ο σεβασμός στην Ανεξιθρησκεία,η οποία ενώνει τους λαούς, γιατί τους αποτρέπει απότους θρησκευτικούς πολέμους.
Στην σύντομη αυτή προσφώνηση ο πρωθυπουργός Μενδερές ευχαριστών απήντησε: Σφίγγω εγκάρδια το χέρι του Πατριάρχη και δι’Αυτού σε όλη την Ρωμαίϊκη Ομογένεια γιατί διαπίστωσα την απόλυτη συμψυχία των δύο λαών μας. Η συνάντηση αυτή αποτελεί απαρχή προς μεγαλύτερη συναδέλφωση. Όσοι ασπάζονται το χέρι του Πατριάρχη να ξέρουν ότι επάξια κατέχει την υψηλήν αυτήν θέση, χάρη της προσωπικής του ικανότητος». Τέλος, ευχαρίστησε τον Πατριάρχη για την υποδοχή που του επιφύλαξε και άρχισαν οι συστάσεις των συνοδικών Ιεραρχών στον πρωθυπουργόν από τον Πατριάρχη και μετά άρχισε η δεξίωση με την προσφορά κατά την πατριαρχική συνήθεια του «άσπρου» γλυκού και του «τριαντάφυλλου» και του καφέ. Μετά ξεκίνησε σπουδαιότατη συζήτηση επί ζητημάτων του Πατριαρχείου και ο ίδιος ο Μενδερές επειδή διαπίστωσε την τραγική συρρικνώση των πατριαρχικών υπηρεσιών στο διόροφο Ευγενίδειο κτήριο και ερώτησε περί των σκέψεων αναστηλώσεως των πυρόπληκτων κτισμάτων των Πατριαρχείων. και ερώτησε τον Πατριάρχη περί της στεγάσεως του Πατριαρχείου μέχρι της Αλώσεως του 1453. Τότε κλήθηκε ο μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γεννάδειος ως ιστορικός να απαντήσει και λέγει ότι κατά τις γενόμενες πρώτες ανασκαφές το πρώτο επισκοπείο του Βυζαντίου βρισκόταν επί της Ακροπόλεώς του, καθώς και ο πρώτος ναός της Αγίας Ειρήνης και τα κτήρια των συναφών ιδρυμάτων της Εκκλησίας, όταν συνεστήθηκαν οι πρώτες βασιλικές της του Θεού Σοφίαν και ιδίως στην τελευταία ήταν προς νότον συνδεδεμένα μαζί της βλέποντα προς στην πλατεία του Αυγουσταίου. Οι πρώτες ανασκαφές διεξήχθησαν με εντολή του Ατατούρκ οποίος οριστικά την κατέστησε διαχρονικό μνημείον πολιτισμού της ανθρωπότητος, αφου υπάρχει κοντά το τέμενος του Σουλτάν Αχμέτ. Η υπάρχουσα σήμερα Ιουστινιάνεια βασιλική της Αγίας Ειρήνης ποτέ δεν έγινε τέμενος παρά μόνο άλλοτε ήταν σουλτανική οπλοθήκη και τώρα είναι κενή και φθείρεται. Τότε ο Αντάν Μενδερές ως γνήσιος Αϊδωνέας απήντησε: «Έχετε υπομονή γιατί πολλά μπορεί να γίνει καλλιεργώντας το σύμφωνον φιλίας του Ατατούρκ του 1930 και μακρυά από τούς εθνικιστικους παρωξυσμούς». Αυτή τη φράση του Μενδερές μου την επιβεβαίωσε ο ίδιος ο πατριάρχη Αθηναγόρας στον εξώστη του πύργου του Αγίου Ιωάννου στο Βατικανό μετά την συγχοροστασία Πάπα και Πατριάρχη στον ναό του Αγίου Πέτρου επί του τάφου του Πέτρου. 2
Ενδεικτική είναι η γηθοσύνη του αποχαιρετισμού του Αντάν Μενδερές στο «Κωνσταντιανό κλιμακοστάσιο» με τον Πατριάρχη και τους Συνοδικούς Ιεράρχες. Η τότε επίσκεψη του Μενδερές στο Πατριαρχείο αξιόλογήθηκε ως σπουδαίο ιστορικό γεγονός, παρα τα μετα ταύτα οικτρά γεγονότα του 1955 και την άναδρη θανάτωσή του από τους αντιπάλους του το 1960. Η Αγία Ειρήνη παραχωρήθηκε στον Δήμο της Πόλεως, όπως ήταν και στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Τουρκίας, λόγω των εκεί συνεχιζόμενων ανασκαφών και άνοιξε αργότερα για πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις στην Πόλη και μεταξύ αυτών παρηκολούθησα εκεί συναυλίες Εκκλησιαστικής βυζαντινής Μουσικής, και δεν στάθηκε η ακρόαση μου εκεί «ξένον αλλά οικείον άκουσμα», έστω και υπό τον Εικονομαχικό Σταυρό της αψίδος!
Είναι αλησμόνητες οι ώρες που πέρασα κοντά του στον Πατριἀρχη γιατί έμενα κοντά του στον ημιόροφο του ίδιου πύργου για να συγκεντρώσω την ύλη συγγραφής του τόμου των «Ειρηνοποιών» μου. Μάλιστα τότε ο Πατριάρχης μου απηύθυνε το ερώτημα: «Και τώρα τι γίνεται;» και τότε έγραψα στην εφημερίδα «Έθνος» τον Νοέμβριο του 1967 άρθρο με τον ίδιο τίτλο. Όταν κυκλοφόρησε η γαλλική έκδοση του τόμου των «Pacificateurs» το 1974 ο πάπας Παύλος Στ΄ με κάλεσεστις το Σάββατο 25 Μαΐου του 1974 στο Βατικανό και μου απένειμε την ανώτατη διάκριση του Αγίου Γρηγορίου του Μεγάλου, η οποία μάλιστα ως Έλληνα δημόσιο λειτουργό την αναγνώρισε με Διάταγμά του και το ελληνικό κράτος. (Βλέπε Εφημερίδα «Καθολική» αριθμ 1869/ 18-6-1974.) Α.Π.
Επέτειος της πρώτης πεντηκονταετίας από την εκδημίας του πατριάρχη Αθηναγόρα.
« Υἱός δίκαιος γεννᾶται εἰς ζωήν, διωγμός δὲ ἀσεβούς εἰς θάνατον»
Παροιμιών. ιή 19.
Του καθηγητού Αριστείδη Πανώτη
Ο πατριάρχης Αθηναγόρας από την εποχή της αναγορεύσεώς του σε ιεράρχη στην Κέρκυρα και στην Αμερική έδωσε προτεραιότητα στην εκκλησιαστική μορφωτική υποδομή των συνεργατών του και όταν εγκαταστάθηκε στο «πυρήκαυστο» τότε Φανάρι πρώτιστο μέλημά του ειναι η τακτοποίηση της εκπαιδευτικής μορφώσεως της νεότητας στην Μειονότητα. Τότε στην απομονωμένη κοινωνίας των Ιμβρίων οι κρατούντες Τούρκοι παρακώλυαν την συνέχεια της πατροπαραδότου μορφώσεως μήπως Τουρκεύψουν την νεότητα. Εξ αυτού και η εκλογή νέου ποιμενάρχη στην Μητρόπολη Ίμβρου χρειάζοταν ικανές προϋποθέσεις αγωνιστικού σθένους και πολιτικής επιτηδιότητας για τον εκλογικό στίβο ευέλπιδος ιεράρχη. Εξ αυτού και ο Πατριάρχης επιστράτευσε τον τότε πρωτοσύγκελο του Μελίτωνα Χατζή για να προστατεύσει την ελληνοπρεπή μόρφωση της νεότητος της νησιώτικης επαρχίας του δεδομένου ότι είχε τίτλους μαχητικού κληρικού από τον πόλεμο στο Ελ-Ᾱλαμέϊν κατά του Ρόμελ. Ως ποιμενάρχης των νήσων και ευρεθείς εμπρός σε εκλογική αναμέτρηση τον Μάϊο του 1952 πρόσεξε το πρόγραμμα των «Δημοκρατικών» καιτων «Λαϊκών» που επιδίωκαν να μεταλλάξουν και τις θρησκευτικές ακόμη μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ, που παρεμπόδιζαν την πρόοδο των ισλαμιστών. ΄Ηλθε σε επαφή με τον Δημοκράτη πολιτευτή Ιχσάν Τσαγλαγιακίηλ και του πρόσφερε ομόθυμη συμπαράσταση των Ορθοδόξων της επαρχίας του άν το κόμμα του νομιμοποιούσε όσα καθώρισε το Γ΄ Τμήμα στη «Συνθήκης της Λωζάνης» για τα δύο νησιά και ειδικά τα ἀρθρα 37,38,42 περί του καθεστώτος αυτοδιοικήσεως των Ιμβρίων. Και πραγματικά όταν προέκυψε η μεγάλη νίκη των «Δημοκρατικών» την 14ην Μαΐου 1950, που τότε η μέγιστη πλειονοψηφία τους στην «Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας» νομιμοποίησε αυτά τα άρθρα και έτσι επανήλθε η ευαγής μόρφωση του Ομήρου και του Ηροδότου στο Αιγαίο νησί και οι γενεές του τις καλλιέργησαν και εξ αυτής της παραδόσεως προήλθε και ο σήμερα Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και οι λοιποί επιστήμονες από την Ίμβρο και την Τένεδο.
Η απόφανση αυτή της «Συνθήκης της Λωζάννης» συνετέλεσε και στην πρόοδο της μελετώμενης από το 1947 ανύψωση του επιπέδου της θεολογικής μορφώσεως των αποφοίτων της Σχολής της Χάλκης κατά τα πρότυπα των αντίστοιχων καθιδρυμάτων της Ευρώπης. Και στις 25 Σεπτεμβρίου του 1951 υπογράφηκε «ο νέοςΚανονισμός για την Θεολογική Σχολή της Χάλκης» υπό του αρμόδιο Υπουργείου Παιδείας της Τουρκίαςγια το θεολογικό φυτώριο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως που μέχρι τότε είχε μορφή Εκκλησιαστικής Ακαδημίας, όπως τότε περίπου ἠταν οι Ανώτατες ιερατικές Σχολές στην ομόδοξη Ρωσία. Δεν είναι δυνατόν ποτέ να αγνοηθεί ότι πλησίον όλων των αρχαίων εκκλησιαστικών κέντρων των παλαίφατων Πατριαρχείων λειτουργούσαν παρόμοιες Σχολές ως ανωτάτου επιπέδου εκκλησιαστικά φυτώρια όπου διέπρεψαν μέγιστες φιλοσοφικές και θεολογικές προσωπικότητες προς διαιώνιση της Αποστολικής παραδόσεως των «αυθεντικών στυλοβατών της πίστεως». Εξ αφορμής πλέον αυτής της ολοκληρώσεως των σπουδών στην Χάλκη ξεκίνησε και η Δ΄ περίοδος της λειτουργία της γιατί στο τριτάξιο Λυκειακό τμήμα της προστέθηκε και το τετρατάξιο ακαδημαϊκό Θεολογικό τμήμα που της προσέδωσε ισόκυρο και ισοστάσιο το ακαδημαϊκό κύρος των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. «Κύκλωθεν νήσων υπολάμπουσαν τη θέσει του τόπου» της νήσου Χάλκης κατά πολιά παράδοση των «Μεταεικονομαχικών» χρόνων του 9ου αιώνα πλησίον κάποιου ορθόδοξου μονίδρυουάρχισε να διαμορφώνεται ο πυρήνας της σεβάσμιας μονής της Αγίας Τριάδος και εκεί το 1844 ο πατριάρχης Γερμανός Δ΄ εγκατέστησε την Θεολογική Σχολή της Μεγάλης Εκκλησίας που επί 127 χρόνια διατηρείτο και εξεφράζετο η Ορθοδόξη ευσέβεια της Χριστιανοσύνης αλλά και διδάσκετο εκτός της ορθής δόξας της ορθοδόξου πίστεως και η διαμόρφωση του Κανονικού Δικαίου της καθώς και η λειτουργική τάξη της Εκκλησίας αλλά και το φιλάνθρωπο φρόνημα για την Ειρήνη και Συνεργασία μεταξύ των εθνών. Εκ της Χαλκίτιδος Θεολογικής Σχολής αποφοίτησαν 930 και εξ αυτών εξελέγησαν οι 343 αρχιερείς και εξ τούτων οι 12 διετέλεσαν και Οικουμενικοί Πατριάρχες και 2 Πατριάρχες Αλεξανδρείας, και 2 Αντιοχείας και 4 Αρχιεπίσκοποι Αθηνών, ακόμη δε και 1 Αρχιεπίσκοπο Τιράνων το 1937 ο Χριστοφόρος Κίσσης. Στο θυσιαστήριο υπηρέτησαν εκ της Χάλκης 318 Πρεσβύτεροι και διάκονοι οι δε λοιποί παρέμειναν λαϊκοί θεολόγοι - καθηγητές στην Μέση Εκπαίδευση διδάξαντες την ορθόδοξη πίστη σε μυριάδες Νεοελλήνων μαθητών. Στην Σχολή αυτή μαθήτευσε από το 1903-1910 σε διδασκάλους ολκής και ο πατριάρχης Αθηναγόρας Σπύρου πλησίον του σπουδαίου Σχολάρχου μετά Θυατείρων Γερμανού Στρηνόπουλου (1907-1922). Από την αρχή της διακονίας του στο Φανάρι ο πατριάρχης Αθηναγόρας εξετίμησε την πολύτικη αξία αυτού του μορφωτικού ιδρύματος τόσον στην στελέχωση της καθέδρας του Θρόνου με τους πλέον κατάλληλους και φιλομαθέστερους αποφοίτους της Σχολής τις Υπηρεσίες της Πατριαρχικής Αυλής του, όσον και για την ποιμαντορία των σημαντικών Μητροπόλεων της Ορθοδόξου Διασποράς. Μεταξύ αυτών πολύ εξετίμησε τα υπέροχα πνευματικά χαρίσματα του Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου Ιακώβου Στεφανίδη και τον ανέδειξε αρχικά μητροπολίτη Ικονίου και όταν διεπίστωσε το ήθος του τον ανέδειξε από του Οκτωβρίου του 1951 μέχρι το 1955 και Σχολάρχη της Χάλκης που άφησε εποχή διευθύνσεως. Κατά τον τουρκικόν νόμον ανέλαβε την καθίδρυση και ανακαίνιση της γεραράς Σχολής ασκήσας υποδειγματικά διοικητικά και διδακτικά καθήκοντα. Όμως προσβήθηκε από νεφροπάθεια και παραιτήθηκε και αφού ταλαιπωρήθηκε στην Πόλη επί δεκαετία στις αρχές Απριλίου 1965 τον μεταφέραμε μαζί με τον αδελφό του Τζώρτζη προς αιμοκάθαρση στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών, όπου δυστυχώς απεβίωσε στις 16 Απριλίου του 1965 βυθίσας όλη την Εκκλησία σε βαθειά θλίψη. Ο Ικονίου Ιάκωβος ήταν πρώτυπο πνευματικού πατέρα και κατ’ εξοχήν φιλάνθρωπος, αλλά και σε κάθε ασχολούμενο με τα θεολογικά γράμματα.1
Ο τερματισμός στην Ελλάδα του «Εμφυλίου Πολέμου» στις 29 Αυγούστου του 1949 επέφερε ειρήνευση και γαλήνη στη Χώρα μας και εθεωρήθη κατάλληλη εποχή για να επαναλειτουργήσει πάλι το «Σύμφωνο φιλίας» που υπογράφηκε το 1930 στη Άγκυρα από τον Μουσταφά Κεμάλ και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Δυστυχώς όμως, μετά τον θάνατον του Μ. Κεμάλ το 1938 η διάδοχος πολιτική κατάσταση στην Τουρκία έπεσε στα χέρια του πρωθυπουργού Ισμέτ Ινονού που δεν βράδυνε να επιδείξει, όπως έπραξε στην «Λωζάνη», το αντιχριστιανικό μένος του κατά της παραμονής του Πατριαρχείου μας στην κοιτίδα που ιδρύθηκε. Μόλις η Ελλάδα υποδουλώθηκε στους Ναζί το Μάϊο του 1941 κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εθεώρησε κατάλληλη στιγμή από την εμπάθεια του να «πυρπολύσει» τα ξημερώματα ης 21ης Σεπτεμβρίου του 1941 με τρόπο ανεξερεύνητο μέχρι σήμερα του ξύλινου κεντρικού κτιρίου των Πατριαρχείων, όπου στεγάζοντο όλα τα γραφεία των υπηρεσιών του επί δύο τουλάχιστον αιώνες με όλο το θησαύρισμα των ιερών εικόνων, των χρησιμοποιούμενων κωδίκων και εγγράφων, αλλά και την σπουδαίαν Πινακοθήκην των διατελεσάντων μέχρι τότε Πατριαρχών και τα αναρίθμητα πολύτιμα δώρα των εστεμμένων Ορθόδοξων της Ευρώπης. Η άνευ αιτίας αυτή θρησκευτική και πολιτιστική αυτή καταστροφή ήταν ταγικό «Εγκλημα Πολέμου», που βεβαιωμένο από τά μετά ταύτα πληγμάτα. 2 Σε αυτά προστεθηκε και μετά την «Συνθήκη της Λωζάνης» η πανπόνηρη παρασιώπηση των σχετικών άρθρων για την Αυτοδιοίκηση και την Ελληνορθόδοξη Εκπαίδευση των κατοίκων της νήσου του Αιγαίου Πελάγους που προστέθηκε στην τουρκική κυριαρχία, μήπως επανέλθη το καλό πνεύμα μεταξύ Τούρκων και Ρωμιών. Αυτό που οραματίστηκαν και υπέγραψαν στην Άγκυρα το 1930 ο Μουσταφάς Κεμάλ και ο Ελευθέριος Βενιζέλος μπορεί η Δημοκρατική πλειονοψηφία και πάλι να το ζωντανεύψει μετά 22 χρόνια στους γειτονικούς λαούς. Φωτισμένοι διπλωμάτες των υπουργών επί των Εξωτερικών της Τουρκίας Φουάτ Κιοπρολού και της Ελλάδος Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα ανάλαβαν να επεξεργαστούν το πρόγραμμα της επισήμου συναντήσεως του Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας κ. Celal Bayar και των βασιλέων της Ελλάδος Παύλου και Φρειδερίτης στην νέα Τουρκία αφού προέκυψε από τις εκλογές της 14ης Μαΐου 1950 η κατάλληλη περίοδος ανταλλαγής εκατέρωθεν επισήμων επισκέψεων το 1952 η των Ανάκτων της Ελλάδος στην Άγκυρα και την Πόλη στις αρχές Ιουνίου και η δεύτερη του Τούρκου Προέδρου στην Αθήνα και την Κομοτινή το τέλος Νοεμβρἰου με Δεκέμβριο του ιδίου έτους για να αποδοθούν οι προσοίκουσες ύψιστες τιμές στα δύο κράτη κατά τα διεθνώς κρατούντα. Λόγω της συνταγματικής συνδέσεως των Ελλήνων Βασιλέων με την κρατούσα Θρησκεία, συνδέεται και η επίσκεψη τους στο λίγνον της Ορθοδοξίας προς έκφραση των ευλαβών αισθημάτων του ελληνικού λαού προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην διότι επί Άνθιμου Δ΄ του Βυζαντίου δια της Μεγάλης Πατριαρχικής Ιεράς Συνόδου συνεστήθει κανονικά το 1850 η τοπική Ανεξάρτητη Εκκλησία εν Ελλάδι. 2
Η επίσημη επίσκεψη των Ελλήνων Ανάκτων στη Τουρκία άρχισε πρό του Ακρωτηρίου της «Στενών» της «Έλλης» στις 7 Ιουνίου 1952. Το εύδρομον αντιτορπιλικόν «΄Ελλη», που καταστάθηκε ιστορικό για τις ένδοξες αποστολές του, εισοδεύει στην Προποντίδα και αμέσως μοίρα του τουρκικού Στόλου το πλαισιώνει τιμητικά και το κατευθύνουν στην προκυμαία του Βοσπόρου, όπου είναι τα παλαιά ανάκτορα του «Δολμά-Βαχτσέ» όπουεφιλοξενούντο οι ξένοι ΄Ανακτες και κατοικούσε στο Βοσπόρειο Θρακικό άκρο της Ευρώπης και ο «Ατα-τούρκ» που συνέστησε την νέα Τουρκία. Πρίν αποβιβάστούν οι Βασιλείς ο κυβερνήτης της «Έλλης» κατήλθε με άγημα ναυτών παρατάχθηκε στην προκυμαία και εκεί τους υποδέχθηκαν οι τοπικές Αρχές με επικεφαλής τον Νομάρχη-Δήμαρχο της Πόλεως δρ. Φαχρενδίν Γιοκάϊ με τον πρεσβευτή Αλεξ. Κουντουμά και ο Γεν. πρόξενος Γ. Χριστόπουλο της Ελλάδος. Μετά σχηματίστηκε πομπή που ανήλθε στην πλατεία «Ταξίμ» και κατέθεσε στέφανον εκ μέρους της χώρας τους στο «Μνημείον της Ανεξαρτησίας». Σε λίγο οι εστεμμένοι διεκπεραιώθηκαν δια της προεδρικής ακάτου «Ατζάρ» στην απέναντι Ασιατική ακτή, ὀπου ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός του Χαϊδάρ πασά και με την προεδρική αμαξοστοιχία οι Βασιλείς ανεχώρησαν στην Άγκυρα. Μόλις έφθασαν τους υποδέχθηκαν η Α.Ε. ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας κ. Celal Bayar και ο πρωθυπουργός κ. Αντάντ Μεντερές με μέλη της κυβερνήσεως και πλήθος. Η υποδοχή αυτή ήταν τότε πρωτοφανής δεδομένου ότι δεν υφίστατο Μειονότητα της Ρωμιωσύνη στην νέα πρωτεύουσα αυτής της Χώρας και αμέσως αρχισε το πρόγραμμα που άρχισε με κατάθεση στεφάνου στον τάφο του Μουσταφά Κεμάλ. Συνεχίστηκε με δεξίωση στο «Κυβερνείο του Τσανκάγια» και με σειρά επισκέψων σε Μουσεία, σε αθλητικές επιδείξεις και με την καθιερωμένη στρατιωτική παρέλαση και συνεχίστηκε με επισκέψεις σε αξιοθέατα και σε εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά καθιδρύματα της πόλεως και σε πολλές εκδομές στην ύπαιθρο χώρα αλλά και με πολλές δεξιώσεις επί πενθήμερον. Όλα ήσαν επιμελώς οργανωμένα και ενδεικτικά για να εντυπωσιάζουν μέσα σε λίγα χρόνια μεταρρυθμίσεων της γενόμενης «άριστης προσαρμογής της Τουρκίας στα ιδεώδη των ευνομούμενων κρατών της πολιτισμένης ανθρωπότητος». Μετά το πέρας της ενθουσιώδους αυτής φιλοξενείας στην Άγκυρα δια της ιδίας οδού επέστρεψε οι Άνακτες στον σταθμό του Χαϊδάρ-πασά όπου πλέον τους υποδέχθηκε εκ μέρους τηα Α.Θ.Π. του πατριάρχου Αθηναγόρα η τριμελής συνοδική Επιτροπή από τους Χαλκηδόνος Θωμά, Θεοδώρουπόλεως Λεόντιου και Ειρηνουπόλεως Κωνσταντίνου, που τους «προσαγόρευσε καταλλήλως» και διεπεραιώθηκαν πάλι στο «Δολμά-Βαχτσέ» όπου εφιλοξενούντο. Την επομένη ημέραν έφθασε στην Πόλη και ο Πρόεδρος κ. Celal Bayar. που μαζί με τους εστεμμένους πορεύθηκαν από το ανάκτορο του «Δολμά-Βαχτσέ» με πομπή στο Πέραν και μάλιστα διερχόμενοι δια μέσου της «Μέσης Οδού» του Ρωμαίϊκου πλήθους και των Τούρκων και επεσκεύθηκαν πολλές κεντρικές συνοικίες της μεγαλουπόλεως, όπου ήταν διασκορπισμένοι τότε περί τούς 124.000 ομογενείς της Μειονότητος που εξεδήλωναν με επευφημίες τον ενθουσιασμό τους για την επαναλειτουργία της «καλής γειτονίας» με την «Τουρκοελληνική Συνθήκη φιλίας» του 1930.
Το απόγευμα της Παρασκευής της 13ης Ιουνίου 1952 οι Άνακτες έφθασαν στην αποβάθρα του Φαναρίου προς επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριαρχείου των Ορθοδόξων με την προεδρικήν άκατον και εκεί τους υποδέχθηκαν οι τουρκικές Αρχές και ο επιχώριος πληθυσμός του Φαναρίου με επευφημίες και ζητοκραυγές ενώ τους πλαισίωναν μαθητές των Μειονοτικών σχολείων της ομογένειας κρατούσα ανθοδέσμες και η Αστυνομία κρατούσε την
όλην τάξη και το βασιλικόν ζεύγος πορεύεται πεζό προς την κεντρικήν Πύλη των Πατριαρχείων, όπου τους αναμένει ιστάμενος ο πατριάρχης Αθηναγόρας μετά της ακολουθίας του για να του υποδεχθή περιβελημμένος μανδύαν και ομοφόριον και κρατών ποιμαντικήν ράβδον, ενω ο Αρχιδιάκονός του φέρει το Ευαγγέλιο και συνοδεύεται από τέσσαρες ιεροφορούντες διάκονοι της πατριαρχικής Αυλής. Η στιγμή ήταν άκρως ιστορική και συγκλονιστική διότι ο βασιλεύς των «Ρωμιών»του ελευθέρουελληνικού κράτους ασπάζεται το Ευαγγέλιο και την σεπτήν χείρα του αρχιεπισκόπου της Κωσταντινουπόλεως μέσα σην βασιλίδα των Πόλεων μετά το 1453 και συνπορεύονται προηγουμένων του Πατριαρχικού Χορού, ψάλλοντος βασιλικούς στίχους του Ψαλτηρίου και του ιερού Κλήρου και εισοδεύει στον κατάμεστο από πλήθος πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου. Στα συνοδικά στασίδια ίσταντο οι ιεράρχες του Θρόνου και κάτωθι στα καθίσματα οι αρχοντες του Θρόνου και οι πρεσβευτές των ομοδόξων κρατών, καθώς και πολλοί προσκεκλημένοι φιλορθόδοξοι Τούρκοι. Στην «Ωραίας Πύλης» ίσταται κατά τάξη χοροστατών ο Πατριάρχης. Η Ακολουθία αρχίζει με την «Μεγάλη Δοξολογία» συντεθείσα εξ επιλογών των ψαλμικών στίχων (21, 44, 67,102, και 144) σε πατριαρχικό Βυζαντινό μουσικό ύφος υπό του άρχοντος πρωτοψάλτη Κωνσταντίνου Πρίγγου προς τιμήν του Βασιλικού ζεύγους, ισταμένου επι δύο θρόνων στην σολέα κατά το εν Αθήναις έθος. Όταν ο αρχαιοπρεπής δοξολογικός ύμνος περατώθηκε ο Αρχιδιάκονος απευθύνει τις σχετικές δεήσεις για τους βασιλείς και επηκολούθησαν οι εκατέρωθεν προσφωνήσεις.
Ο βασιλεύς Παύλος πρώτος εξέφρασε: «την ευγνωμοσύνη του εν Ελλάδι Ορθοδόξου Γένους προς το λίκνον της Ορθοδοξίας την Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως η οποία δωρεοδότησε το 1850 τις Μητροπόλεις της προς συγκρότηση της «Ανεξάρτητης» Εκκλησίας της Ελλάδος και μέσα στον 19ον αιώνα την ενίσχυσε με νέες εκκλησιαστικές επαρχίες με την Επτάνησο το 1863 και με την Θεσσαλία το 1882. Όμως και τον 20ον αιώνα εμποδίστηκε να εκφράσει το ελεύθερο Γἐνος προς την Μητέρα Εκκλησία για την παραχώριση μεγάλων μοναστηριακών εκτάσεων προς εγκατάσταση εν Ελλάδι του εξ Ανατολής ελθόντος προσφυγικού πληθυσμού ». Ευθύς αμέσως ο Βασιλεύς Παύλος παρέδωσε το ανώτατο παράσημο της Ελλάδος του Μεγαλόσταυρου του Σωτήρος Χριστού στον Πατριάρχη Αθηναγόρα.
Σε αυτά απήντησε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ότι : «Απέναντι στα χαρμόσυνα αυτά γεγονότα της ειρηνεύσεως των δύο λαών η Εκκλησία, απαύστως δεομένη υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, ως Μήτηρ Εκκλησία ανοίγει τας αγκάλας εις τα Ορθόδοξα Εστεμμένα Τέκνα Αυτής, τους ευσεβέστατους Βασιλείς της Ελλάδος, και δοξάζει τον Ουράνιον Δομήτορα της Εκκλησίας, ότι επί των ημερών τούτων συμβαίνουν τοιαύτα γεγονότα ευρισκόμενα στο σταυροδρόμη των πολιτισμών όπου θεσμικά θεραπεύεται όχι μόνον την ιεράν ευσέβειαν της πίστεως των Ορθοδόξων, αλλά και η ειρηνευτικήν υπόθεσιν του πεπολιτισμένου κόσμου μεταξύ των λαών». Επηκολούθησαν υπό του πατριαρχικού χορού οι δύο «Πολυχρονισμοί» του Βασιλικού ζεύγους και της Α.Θ.Π. και στο τέλος ο Πατριάρχης πρόσφερε από μέρους της Μητρός Εκκλησίας στον Βασιλέα χρυσόδετον αρχαίον ιερόν Ευαγγέλιον λέγων: προσφέρω Υμίν, Μεγαλειότατε, το ιερόν τούτο Ευαγγέλιον, που αποτελεί για τους Ορθοδόξους τον «Σωματικόν Ιησού Χριστόν», γιατί περιέχει το μήνυμα της ειρήνης, το οποίον εκόμισε εκ της Χώρας ταύτης ο ομώνυμός Υμών Απόστολος Παύλος προς την Χώρας Υμών και την Οικουμένην προς Σωτηρίαν της». Ο Βασιλέυς Παύλος ευχαρίστησε τον Πατριάρχη και περατώθηκε η όλη Ακολουθία. Οι «Υψηλοί Εστεμμένοι» μετά του Πατριάρχου εξήλθαν στο προάυλιον του ναού υπό τα χειροκροτήματα των εκκλησιασθέντων και πορεύθηκαν προς τα διασωθέντα δύο πέτρινα δυτικά το «Κωνσταντιανό» και το «Ευγενίδειο» τον Σεπτέμβριοτου 1941 που στεγάζονται όλα τα πατριαρχικά γραφεία και ανήλθαν δια του κλιμακοστάσιο των Κωνσταντιανών στην είσοδον που οδηγεί προς το επίσημο Πατριαρχικό γραφείο. Εκεί ο Πατριάρχης εδεξιώθη τους βασιλείς και είχε εγκάρδια συνομιλία μεταξύ της Α.Θ.Π. του Βασιλέως Παύλου προς τους οποίους προσεφέρθησαν «κατά την τάξιν, γλυκό και καφές» και μετά ο Πατριάρχης συνέστησε στους Βασιλείς τους αρχιερείς του Θρόνου καθώς και τους εκεί άρχοντες του Γένους και η ιστορική αυτή ευχαριστήριος συνάντηση περατώθηκε. Οι εστεμμένοι προσκήνησαν στο παρακείμενο Πατριαρχικό παρεκκλήσιο του Αγίου Ευσταθίου και συνοδευόμενοι υπό του πατριάρχου Αθηναγόρα απεχώρησαν προς την έξοδον ενώ οι αρχιερείς παρατάχθηκαν εκατέρωθεν του κλιμακοστασίου και δια μέσω του λαού και της Αστυνομίας πορεύθηκαν προς την « Κλειστήν Πύλης». Εκεί αντηλλάγησαν οι ευλαβείς αποχαιρετισμοί και συνοδευόμενοι από τη Επιτροπήν των Συνοδικών αρχιερέων οι Εστεμμένοι κατήλθαν στην προκυμαία του Φαναρίου, όπου είχε πλεύσει η προεδρική άκατος «Ατζάρ»και διά του Κερατίου έπλευσαν προς το ανάκτορο του «Δολμά- Βαχτσέ» όπου και εφιλοξενούντο.
Την επαύριον Σάββατον 14 Ιουνίου 1952 και ώρα 4.30 μ.μ. η Α.Θ.Π. ο Πατριάρχης μετά των παρεπηδημούντων 14 Σεβ. Αγίων Μητροπολιτών του Οικουμενικού Θρόνου και μετά των λοιπών κληρικών επικεφαλής της Αυλής μετέβησαν στο ανάκτορο του «Δολμά Βαχτσέ» δι’ αυτοκινήτων σε αντεπίσκεψη των Βασιλέων γενόμενοι δεκτοί από τους Άνακτες μεθ’ όλων των υπό του επίσημου Πρωτοκόλλου προβλεπόμενων τιμών μετά πολλής εγκαρδιότητος. «Η υποδοχή εγένετο στην μεγαλοπρεπή αίθουσα του Θρόνου ένθα προσεφέρθη γλυκό και καφές και επηκολούθησε εγκάρδια συνομιλία επί ημίσειαν ώραν, ενώ κατά την αναχώρηση του Πατριάρχη και των Ιεραρχών προεμφθηκαν μετά των αυτών τιμών». Το εσπέρας στον ίδιον τιμητικό χώρο εδώθη επί την αναχωρήσει την αύριον μεγάλη «δεξίωση» όπου παρέστησαν η Α.Ε. ο Πρόεδρος Celal Bayar και μέλη της κυβερνήσεως και το πρεσβευτικό σώμα, καθώς και από προσωπικότητες του επιχειρηματικού κόσμου των Τούρκων και Ομογενών και των δημοσιογράφων των δύο λαών.
Την Κυριακήν το πρωί 15 Ιουνίου 1952 ο Πρόεδρος Bayar παρέλαβε τούς Άνακτές στην προεδρική θελαμηγόν του και έπλευσε δια του Βοσπόρου για να τους ξεναγήσει μέχρι του στομίου του Εύξεινου Πόντου μέχρι το απόγευμα τις 5.μμ. όταν επέστρεψαν στο παλαιό σουλτανικό ανάκτορο εκεί τους ανέμεναν οι εκπρόσωποι του Πατριάρχου και της Ιεράς Συνόδου μητροπολίτες Χαλκηδόνος Θωμάς και Ειρηνουπόλεως Κωνσταντίνος για να τους ευχηθούν τα δέοντα επί τη αναχωρήσει των Βασιλέων στην Ελλάδα. Τότε ο μακαριστός πρόεδρος Bayar τους παρέλαβε στην προεδρικήν άκατόν του «Ατζάρ» και τους επιβίβασε στο εύδρομο «Ελλη», ευχηθείς «καλήν αντάμωση» στην Αθήνα.
Η μακρότατατη εμπειρία του Φαναρίου για τα εκεί πολιτικά δρώμενα στην κοινή γνώμη την μεσημβρία της Δευτέρας 16ης Ιουνίου ο Πατριάρχης παρέθεσε στο Πατριαρχείο Γεύμα προς τιμήν των Τούρκων Δημοσιογράφων προκειμένου να εξηγήση την εκκλησιαστική παρένθεση στο πρόσφατο επίσημο ταξίδι των εστεμμένων Ελλήνων στην Τουρκία, ώστε αυτό να μην παρερμηνεύεται από υπερβολές που προκαλούν θρησκευτικές και πολιτικές αντιδράσεις στην Κυβέρνηση. Παρέστησαν ό Χαλκηδόνος Θωμάς και ο Αίνου Γερμανός και ο αντιπρόεδρος της Ενώσεως Hayri Taylan, Cemal Cahit Cem, Rakim Calapalan.
Στίς 2 Δεκεμβρίου 1952 έγινε επί τριήμερο με τον ίδιο εγκάρδιο πρωτόκολλο και ενθουσιασμό η επίσημη επίσκεψη της Α.Ε. του προέδρου Τζελάλ Μπαγιάρ στην Αθήνα και στην αρχαία Κόρινθο και η παρά τον Ισθμό επιθεώρηση του Ελληνικού Στόλου. Με την συνοδεία των Ανάκτων μετέβησαν στην πολυφυλετική «Μουσουλμανική Μειονότητα» της Κομοτινής για τον εγκαινισμό του νέου ανώτερου του Μεντρεσέ εκπαιδευτικού καθιδρύματος, του Γυμνασίου του «Πρόεδρου Τζελάλ Μπαγιάρ», που ανοιξε τους ακαδημαϊκούς ορίζοντες της Μειονότητος στη Δυτική Θράκη.3
Όμως ελάχιστοι διάδοχοι του Μουσταφά Κεμάλ πίστευψαν στην σπουδαία υποθήκη του για την «Ελληνοτουρκική Φιλία» του 1930. Δυστυχώς όμως τώρα για να δραιώνουν την εκλογική επιτυχία τους βαυκαλίζουν το μέλλον της Τουρκίας με φαντασμένες ονειρώξεις που απομακρύνουν κάθε ασιατική ορδή από το πολιτικό μέλλον στην κοινωνία των λαών της Ευρώπης.- 4
Πολλές φορές η «Ιστορία», έγραφε ο γνωστός Βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν, «έχει συσκοτισθεί από εχθρότητα, προκατάληψη και αμάθεια». Στις ημέρες μας επιδιώκεται κάτι το δαιμονικό και φρικτότερο: να διαψευστεί ο λόγος του Κυρίου προς τον εκπρόσωπο του Καίσαρα Πιλάτο ότι: «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου… ουκ έστιν εντεύθεν… αλλά ίνα μαρτυρήσω την αλήθεια» (Ιω.ιθ΄36).
Στον ιερό θεσμό της Εκκλησίας η ευαγγελική αλήθεια απετέλεσε την πλέον τιμαλφή διαχρονική παρακαταθήκη. Η ευθύνη για τη στήριξη και διάδοση της αληθείας της πίστεως ανατέθηκε από τον Ιησού Χριστό στους μαθητές Του οι οποίοι και ενδεικτικά αναφέρονται από τον Απόστολο των Εθνών ως «στύλοι της πίστεως» της πρώτης χριστιανικής γενεά, δηλαδή ως οι αυθεντικοί υποστηρικτές και εκφραστές της εν Χριστώ Αποκαλύψεως. Αυτοί ήταν ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Μετά το πρώιμο μαρτύριο Ιακώβου του Ζεβεδαίου (43-44 μ.Χ,) για τη θέση του ακριβούς γνώστη της ευαγγελικής αληθείας κλήθηκε στα Ιεροσόλυμα να καλύψει ο έτερος Ιάκωβος, ο λεγόμενος «Αδελφόθεος» ο οποίος ήταν ο πρεσβύτερος γιός της οικογενείας του μνήστορα Ιωσήφ. Η εγκυρότητα της μαρτυρίας αυτών των αυτοπτών και αυτήκοων Μαθητών του Ιησού στήριξε την γενεά των πιστών και μετά την Πεντηκοστή και στερέωσε στην οικοδομή της Εκκλησίας της Αγίας Σιών. Οι ιεροί αυτοί άνδρες κλήθηκαν με το ουσιαστικό «Στύλοι» ως οι πλέον γνήσιοι εκφραστές του βίου, της διδαχής, του μαρτυρίου και της Αναστάσεως Κυρίου και ως οι αρμοδιότεροι είναι και οι πλέον κατάλληλοι για να βεβαιώσουν όλην την αλήθεια περί του Μυστηρίου Ιησού του Ναζωραίου. Ο ίδιος Απόστολος Παύλος όλο το διάστημα της παραμονής του στην Αγία Πόλη μαθήτευσε παρά την ευλογημένη «τριανδρία» του Πέτρου, του Ιωάννη και του «Αδελφόθεου» Ιακώβου και αυτοί ἠταν οι «Στύλοι» του πυρήνα που συμφώνησε και αναγνώρισε την χάρη και το κύρος της αποστολικότητός του πρώην Σαύλου και ήδη Παύλου που με την αποστολική αυθεντία έγραψε στους «Γαλάτες», που τότε ζούσαν περί τη σημερινή Άγκυρα της Ανατολίας, τα περί των «δοκούντωνείναι Στύλους» ( Γαλ. β΄ 9). Σε άλλη πάλι επιστολή του προς τον μαθητή του Τιμόθεο ο Παυλος αποκαλύπτει την αξίας και χρησιμότητα του λειτουργήματός του μέσα στην Εκκλησία πως είναι «η εδραίωση της αλήθειας» περί του Ιησού Χριστού (Α΄Τιμ. γ΄ 15). Αλλά και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επιβεβαιώνει στην αυτήν «Αποκάλυψη» του ότι αυτός που αναγορεύεται σε «στύλο» είναι στην πραγματικότητα «εκείνος που κρατεί αυτό που κατέχει»( Αποκ.γ΄.12) Εξ αυτών των ολίγων γραπτών μαρτυριών του «κλητού» Αποστόλου αποδεικνύεται ότι ως «στύλος» εμβληματικά αναγνωρίζεται ο ακλόνητα κατέχων πραγματικά την αποκάλυψη περί του Κυρίου και αποτελεί το ζωντανό και «γενναίο υπόδειγμα» πίστεως σφραγισμένης ως κληρονομίας διαβιβαζόμενης με την διαδοχή του λειτουργήματός του μετά τον θάνατόν του στους καθιερωμένους διαδόχους τους. Αυτό μας το βεβαιώνει στα τέλη του πρώτου αιώνα με την Α΄ Επιστολή προς τους Κορινθίους ο αποστολικός άνδρας και επίσκοπος Ρώμης Κλήμης (V.1-5), ότι δια της δυάδος του Πέτρου και του Παύλου συνεχίζεται η ἐξ αυτών προερχόμενη έγκυρη αποστολική μαρτυρία της διδαχής των κλητών να κυβερνήσουν στη Ρώμη την εκεί τοπική Εκκλησία της πολυάνθρωπης πρωτευούσης πόλεως της αυτοκρατορίας. Η κανονική αποστολική διαδοχή τους και η τιμή που διαχρονικά περιβάλλει την κατοχή της ταφής και των λειψάνων τους απορρέει από την μνημειακή συνεχή ανάδειξη του παραδείγματός τους μέσα στην καθ’ όλου του Χριστού Εκκλησίας. Έτσι περί το 200, δηλαδή μόλις λίγες γενεές χριστιανών μετά το μαρτύριό τους, ο Ρωμαίος πρεσβύτερος Γάϊος για να αποδείξει την ακρίβεια και την ορθοδοξία της πίστεως του στον αιρετικό Πρόκλο τον βεβαιώνει ότι εκείνος έχει την ζωντανή παρουσία των Πρωτοκορυφαίων στην Εκκλησία του από τον τόπο της ταφής και παραμονής των λειψάνων τους, του μεν Πέτρου στο λόφο του Βατικανού, του δε Παύλου Εκτός των Τειχών στην αρχή της οδού προς την Όστια, ενώ οι δοξασίες του Πρόκλου δεν έχουν αντίκρισμα ιερά πρόσωπα, ἀλλά μόνο τις κακοδοξίες της δοκησισοφίας του. Και αυτό το παράδειγμα δείχνει πόσο ζωντανή και διαρκώς πηγαία είναι η κανονική αποστολική διαδοχή και γι’ αυτό συντελεί στη στήριξη των πιστών των λοιπών Εκκλησιών δια μέσου του έγκυρα χειροτονημένου επισκόπου και με την συγκατάθεσή του προς «τέλεση» του ύπατου Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, κέντρου της νέας θείας λατρείας.
Το ίδιο ακριβώς συνέβη με την μακρά παραμονή του Αποστόλου Παύλου στη τότε μεγαλούπολη της Εφέσου της Μικράς Ασίας . Εκεί στα τέλη του α΄ αιώνα και μέχρι τις αρχές του β΄ αιώνα παραμένει ο τελευταίος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης ο του Ζεβεδαίου διδάσκων και μεταδίδων δια των χειρών του το χάρισμα της ιεροσύνης και την τιμήν της Αποστολικότητος. Την κληρονομία του βεβαιώνει η διαδοχή και η συνεχής φροντίδα του για την ανάδειξη του τάφου του μέχρι που το αποστολικό κύρος του απλώθηκε σε όλη την Ασιανή και Θρακική Εκκλησία και τελικά εγκαταστάθηκε από την Έφεσο στην Πόλη του Κωνσταντίνου και καταστάθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους η ζωοδόχος πηγή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Ο καθορισμός της ακριβειας της αποστολικής πίστεως αρχίζει οριστικά μετά τους διωγμούς των τριών αιώνων με την συγκρότιση στη Νίκαια της Βιθυνίας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325) και το πρώτο θέμα που την απασχόλησε τους επισκόπους της Εκκλησίας ήταν η διατύπωση της πίστεως στὸν ένα Θεόν Πατέρα και σχέση της θεότητος του Ιησού Χριστού με Αυτόν. Το επόμενο σοβαρότατο θέμα για την ενότητα της Εκκλησίας Του ήταν η οργάνωση των διαφόρων δικαιοδοσιών της Εκκλησίας σύμφωνα με «τα αρχαία ήθη κρατείτω» που είχαν οι Εκκλησίες των μεγαλουπόλεων της Ρώμης και της Αλεξανδρείς με τον 6ον κανόνα και με τον 7ον κανόνα απλώνεται η τιμή στον Ιεροσολύμων και με την Β΄ Οικουμενική Σύνοδος μνημονεύεται η τιμή των πρεσβείων στην Αντιοχέων Εκκλησία ενώ με τον 2ον κανόνα και με τον 3ον κανόνα τιμάται με την «Αρχή της Προγενέσεως», που αλλιώς λέγεται «πρεσβεία», ο αρχιεπίσκοπος της Κων/πόλεως μετά τον επίσκοπο της «Πρεσβυτέρας» Ρώμης. Έτσι καθωρίζονται στην οικουμενική Εκκλησία οι πέντε «Δικαιοδοσίες», που καλούνται και «Κλίματα» και υφίστανται μέχρι σήμερα. Οι αρχιεπίσκοποι των αποστολικών αυτών κέντρων είναι ως πρωτόκλητοι οι φέροντες τις διευρυμένες αποστολικές αρμοδιότητες των «Στύλοι» και ως πρωτοκάθεδροι έχουν επωμισθεί την ευθύνην του «πρωτείου» τους να υπερασπίζονται «εκείνο που κρατούν και κατέχουν»( Αποκ.γ΄.12). Για να επισημανθούν αυτές οι αποστολικές προσωπικότητες εργάστηκε ιδιαίτερα ο Επίσκοπος Ρώμης Δάμασος (366-384) κατά το τεράστιο έργο του της αναστηλώσεως των κατακομβών και της συμωνίας του για την σύγκληση στην Κων/πολη το 381 της Συνόδου , που αργότερα αναγνωρίστηκε για την συμπλήρωση του ογδόου (8) άρθρου της Πίστεως περί του Αγίου Πνευματος κατά των Πνευματοχών και το άρθρα (9) ομολογεί την Καθολικότητα της Εκκλησίας ,(10) την μία βάπτιση για την άφεση των αμαρτιών, (11) την Ανάσταση της σαρκός και (12) όλα αυτά επισφραγίζονται με την κατάφαση του το Αμην. Και το μόνο συμπλήρωμα είναι η ανάθεση των « δευτερίων» τιμής του Πρώτου επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης μόνο στον αρχιεπίσκοπο της Νέας Ρώμης που αναγνωρίστηκε στην συνέχεια και ως Οικουμενικός Πατριάρχης από την Ιστορά της Εκκλησίας.
Ο Θεοδόσιος ευφυέστατος το 380 δημοσίευσε Διάταγμα με το οποίο καθιέρωσε την προσωπική του πίστη στην Αγία Τριάδα με εκείνη που δεχόταν και ο συμπατριώτης Ίβηρας επίσκοπος Ρώμης Δάμασος και η οποία και σίγουρα την εγγυόνταν η δυάδα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου που επί Νέρωνος το 64-67 μαρτύρησαν για την χριστιανική πίστη και η διδαχή τους σφραγίστηκε με το αίμα τους στη Ρώμη. Λόγω της σπουδαιότητος του μαρτυρίου τους κατά την περίοδο των διωγμών τα ιερά λείψανά τους ανακομίστηκαν και απεκρύβησαν στις νεκροπόλεις των Κατακόμβων μέχρι την αποκάλυψή τους και πιστοποίησή τους και την απόθεσή τους στις 29 Ιουνίου στη Ρώμη στους τόπους αρχικής ταφής τους που αναγέρθηκαν οι μνημειακές μεγάλες βασιλικές του Πέτρου παρα το στάδιον του Νέρωνα στο «Βατικανό» και του Παύλου «Έξω των Τειχών» στο ιδιωτικό κτήμα.
Τα κοσμούντα το αρχαίο αποστολικό αξίωμα του «Στύλου», όπως του κρίνειν, του ελέγχειν, του τιμωρείν, του απαιτείν ὑπακοήν εις τον ποιμένα, αλλά και της διαχειρήσεως της κατά Χριστόν «οικονομία» προς Σωτηρίαν των ψυχών και για περιφρούρηση της ενότητος μέσα στην εν Χριστό αδελφότητα.1 Αυτά τα προνόμια εφαρμόζοντο ως υποχρεώσεις των «Πρώτων» των πέντε Δικαιοδοσιών όταν επικράτησε στην ζωή της Εκκλησίας το σύστημα της συνοδικής «Πενταρχίας» από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδου το 451, περί το μέσο του 5ου αιώνα. Από τότε το βασικό καθήκον των πέντε Πατριαρχών-Στύλων είναι «το μην τρέχειν εις τι καινόν» γιατί η αταξία προκαλεί διαιρέσεις στην Εκκλησία.
Μόλις τον 16ον αιώνα τον 16ον αιώνα απειλείτο από τον εξισλαμισμό της Ρωμιοσύνης και το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραμένει άστεγο στην έδρα του και τότε ζήτησε την βοήθεια του μόνου τότε υπάρχοντος ορθόδοξου κράτους και εκείνο για να βοηθήσει αξίωσε «στανικά» πατριαρχία για την Μητρόπολη Μόσχας. Αυτή αναγκαστηκά δόθηκε όμως με «ενόρια» χωροθέτηση της δικαιοδοσίας της και από τότε την απέκτησε αναγόρευσε ως μόνη φιλοδοξία της την ψευδοδοξία της ότι είναι η «Τρίτης Ρώμης» και αρχισε με τα πεπραγμένα της τον σφετερισμό των κανονικών προνομίων του Οικουμενικού Θρόνου, ξεχνώντας ότι η πατριαρχία της και εκείνες που ακολουθησαν είναι υπό την εκκρεμότητα της εγκρίσεως της «Πενταρχίας», όταν αυτή πλήρως αποκατασταθεί! Όμως τα δίκαιά της διακονίας της Μητρός Εκκλησίας στηρίζονται επί των Ιερών Κανόνων και δεν παραγράφονται από τις πανουργίες της προπαγάνδας, ούτε με δωροδοκίες και εκβιασμούς του κοσμικού κράτους των. Η Εκκλησία Κων/πόλεως είναι η μόνη που κατέχει εκ των πατριαρχικών θρόνων της Οικουμένης «υπερόρια δικαιοδοσία» να επιμελείται τα εκκλησιαστικά θέματα των «εν τοις βαρβαρικοίς», λαών, όπως είναι οι σλαβογενείς πληθυσμοί δια του 28ον κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου! Και ενώ ο Λόγος Κυρίου παρμένει αψευδής και επαναλαμβάνει πως η επίγεια βασιλεία της Εκκλησίας Του «ουκ έστιν ενταύτα…» η Εκκλησία στην Ρωσία και σήμερα αλώθηκε από ανθρώπους προερχόμενους από τον αφιλόχριστο καίσαρα του βαθέως κράτους και αυτοί επιδιώκουν να την μεταβάλουν σε εγκόσμια Σατραπεία «αυτομανίας πεπληρωμένη», κατά τους Πατέρες, που εκτοξεύει ορμαθό ύβρεων και ψευδολογιών κατά του πάνσεπτου ιερού κέντρου των Ελληνορθοδόξων, γιατί ο Οικουμενικός Θρόνος παραμένει ακλόνητος στις ασεβής προσβολές και δεν υποχωρεί ρωσικά εθνοφυλετικά θελήματα που επιδιώκουν να ανατρέπουν την Παύλειας αποστολική αρχή πάντα «κατά τάξιν γινέσθω»( Α΄ Κορ. ιδ΄. 40). Οι σημερινοί επιβάτες της ρωσικής πατριαρχίας επιδιώκουν να καταβροχθήσουν πάσα προγενέστερή Εκκλησία στην αχανή επικράτειά τους, συνεχώς απλώνοντας τα όριά της και ανατρέποντας την αποστολοπαράδοτη κρατούσα Τάξη της Ορθοδοξίας. Με τη χρήση του βρώμικου υβριδιτικού πόλεμο επιδιώκει να μεταβάλει με την ψευδοδοξία της την εκεί τοπική Εκκλησία σε παρασυναγωγή. Οι πολυχρόνια συνωμοτούντες υπερβόρειοι ψευδαδελφοὶ τώρα κλαίουν ότι αποχωρίζονται μόνοι τους από την ελληνική παράδοση της Ορθοδοξίας και κοντά τους οι ημέτεροι αδιάβαστοι της αντορθόδοξης Ιστορίας του Πανσλαβισμού και ό,σοι καταστάθηκαν αργυρόγνωμοι με τις λιτανείες στο βορρά ιερών λειψανων, ας διαβάσουν αυτό που προσυπέγραψε και ο ιερός Φώτιος και μάλιστα εκεινοι των οποίων επιμελήθηκε τον κατά Χριστόν φωτισμό των προγόνων τους, την γνωστή «Επαναγωγή» για την εξουσία του σημερινού Πρώτου «Στύλου» της καθ’ ημάς Ανατολής :
«Ο Πατριάρχης εστίν εικὼν ζώσα Χριστού και έμψυχος δι’ έργων και λόγων εν αυτώ ζωγραφών την αλήθειαν… υπέρ δε της αληθείας και της εκδικήσεως των δογμάτων και της συντηρήσεως του δικαίου και της ευσεβείας λαλείν εναντίον βασιλέων και μη αισχύνεσθαι»2. Α.Π.
1. Πρβ. Α΄.Κορ.ε΄,3 εξ. θ΄,19 και ια΄34. ιδ΄37 και Β΄Κορ.ι, 13-16. Β΄Θεσ. γ΄, 4. Ρωμ.ιε΄, 18, και Α.Τιμ.α΄, 20 κ.τ.λ.
2. Ράλλη-Ποτλὴ Σύνταγμα κτλ. τόμ. 6 σ. 428-429.
Επέτειος της πρώτης πεντηκονταετίας από την εκδημίας του.
Ε΄α
Μετά τα τραγικά γεγονότα του 1922 και την «Συνθήκη της Λωζάννης» του
1923 σπάνια ο Ελληνισμός κατά την μακραίωνα ιστορία του δοκιμάστηκε για να
περισυλλέξει τα ναυάγια του Ελληνορθοδόξου προσφυγικού κόσμου εν μέσω
κινημάτων και πολιτικής αστάθειας. Οι διαφορές που προέκυψαν, όχι μόνον μεταξύ
Ελλάδος και Τουρκίας. αλλά και οι σχέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων με την Τουρκία
πρώτα αναθέρμαναν τις σχέσεις με το Λονδίνο και το Παρίσι και μετά ρυθμίστηκαν
το 1923 με την «Συνθήκη της Λωζάννης» και τούτο αφού καταργήθηκε το θέμα των
«Διομολογήσεων» και τακτοποιήθηκε αργότερα και το ζήτημα του οθωμανικού
χρέους. Το 1925 έχει πλέον εδραιωθεί το κύρος του εθνικού «Γαζή» του Mustafa
Kemal, δηλαδή «ήρωα» και «πατέρα» στην νέα Τουρκία. Τον Σεπτέμβριο του 1926
έρχεται ο Κεμάλ από την Άγκυρα στην Πόλη και τον υποδέχεται ο Νομάρχης Χαϊδάρ
μπέη μαζί με τον διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου Αζίζ Ογκάν και θέλει να
επισκεφθεί την «Ayasófya» που επέδρασε στην οθωμανική περίοδο στο κτίσιμο των
μεγάλων τεμενών του Ισλάμ στην Πόλη. Περιηγείται το μνημείο και ο Ογκάν του
επισημάνει την διεθνή αξία του ως του μόνου σήμερα υπαρκτού και ακεραίου
κτιρίου της βυζαντινής αρχιτεκτονικής που θαυμάζεται από την ανθρωπότητα καιότι στην πραγματικότητα αυτό αισθητοποιεί τον «Οίκον της Σοφίας του Θεού» της
Χριστιανοσύνης. Ο Κεμάλ διαλογίζεται την τεράστια σημασία και αξία του για την
ανύψωση της σύγχρονης Τουρκίας στον πολιτισμό και παίρνει τα κλειδιά του από
το χότζα και τα παραδίδει στον Αζίζ Ογκάν για να αποσπάσει τον ναό από το
κτηματολόγιο των «βακουφίων» και να το εντάξει στην αρχαιολογική υπηρεσία του
κράτους να τον φυλάξει με τους υπαλλήλους της. Έτσι από το 1926 η φωνή του
μουεζίνη ακουγόταν μόνον από τα γειτνιάζοντα τεμένη και ο Ιουστινιάνειος
καθεδρικός ναός της Εκκλησίας προσφέρθηκε στον παγκόσμιο θαυμασμό μετά την
αποκάλυψη και της μεταεικονομαχικής ψηφιδογραφίας.1 Με αυτή την
πρωτοβουλία του ο Κεμάλ θέλησε να εγκαινιάσει την στροφή της νέας Τουρκίας
προς τον πολιτισμό των προηγμένων λαών, κάτι που υπεστήριζε και ο Ελευθέριος
Βενιζέλος όταν υιοθετούσε την πεφωτισμένη προσέγγιση της αμοιβαίας
αναγνωρίσεως των αρχών του Διεθνούς Δικαίου την τελευταίας χιλιετίας στα
πλαίσια της κοινής γειτονίας και απευχόταν τις πολεμοχαρείς αναμετρήσεις στα
πεδία των μαχών που τόση συμφορά απέδιδε στους αντιμαχόμενους λαούς. Αυτή η
επαναπροσέγγιση των λαών στηρίχθηκε στην βασική αρχή του «Διεθνούς Δικαίου:
«Redus sic standibus», δηλαδή στην «Συμφωνία της αμοιβαιότητος σχέσεων και
συμπεριφοράς». 2.
Ο Βενιζέλος παρακολουθούσε όλες τις άριστες κινήσεις του Κεμάλ για να
εκσυγχρονίσει τους θεσμούς του νεοτουρκικού κράτους του και προσεκτικά
ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις του με την Άγκυρα με επιστολή του προς τον τότε
πρωθυπουργό Ισμέτ πασά (Ινονού) και του ζήτησε την έγγραφη και ρητή δέσμευση
ότι η συγχρονισμένη πλέον Τουρκία «δεν είχε εδαφικές διεκδικήσεις απέναντι την
χώρας του» και όταν μάλιστα ήλθε από την Άγκυρα γραπτά θετική απάντηση: «ότι
δεν υπάρχουν πλέον εδαφικές βλέψεις κατά της Ελλάδος», τότε μόνον δόθηκε και
το έναυσμα για τις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις και άρχισαν αυτές από την
αμοιβαία συμπεριφορά των δύο πλευρών προς τις εκατέρωθεν μειονότητες, κάτι
που καλύπτει πλήρως τον απόλυτον σεβασμόν στην θρησκευτική πίστη των δύο
λαών, αλλά και στην εκ παραδόσεως αιώνων ελληνορθόδοξη μορφωτική παιδεία
τους. Με αυτές ακριβώς τις προϋποθέσεις πραγματοποιήθηκε και η κύρωση «της
Συμφωνίας της Τουρκοελληνικής φιλίας», που υπογράφηκε στην Άγκυρα τις 29
Οκτωβρίου 1930. Αυτή η «συναλληλία» παρέμεινε βασικά επί ένα αιώνα περίπου
ως αμετάβλητη σχέση μεταξύ των δύο λαών αν και δεν αναφέρεται περί του ιερού
θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στα πρακτικά της «Διασκέψεως στη
Λωζάννη» ρητά καταδικάστηκε υπό των μετεχόντων Αντιπροσωπειών πάσα
εμπλοκή του Πατριαρχείου αυτού, ιδίως με το πρωτόκολλο «περί της Ανταλλαγής
των Πληθυσμών» ως θέματος εντελώς αλλοτρίας φύσεως σε διπλωματικές
διαπραγματεύσεις απτόμενον δε της ιστορίας και των μεταφυσικών πεποιθήσεων
των λαών. 3 Αυτήν «την διαφορά του σεβασμού και της υπολήψεως του ήθους
υπέδειξε» ο Ελευθέριος Βενιζέλος όταν μετά την υπογραφή του «Συμφώνου
Φιλίας» στην Άγκυρα επισκέφθηκε αμέσως το Φανάρι για να ευλογηθεί η
προσπάθειά του υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Φωτίου Β ́. Η επίσκεψη αυτή
πραγματοποιείται στην «αίθουσα της Παναγίας», όπου ήταν η πινακοθήκη με τους
πίνακες των Πατριαρχών που πυρπολήθηκαν το 1941.4 Οι αιωνόβιοι ιεροί θεσμοί
επί της γής δεν περικλείονται μέσα στα διακρατικά σύνορα των κρατών, ούτε και
ελέγχονται από συμφωνίες επίκαιρων πολεμικών συμβάντων, αφού συνοψίζουν
αιώνιες αξίες που καταστάθηκαν διαχρονικά πανσέβαστες στην ανθρωπότητα.
Το 1936 συνάπτεται η «Συνθήκη του Μοντρέ», η οποία ρυθμίζει το
καθεστώς των Στενών των Δαρδανελίων και επιτρέπει τον επαναεξοπλισμό τους
και δι’ αυτό κατά το Διεθνές Δίκαιο ως αντίβαρο αμοιβαιότητος επιτρέπεται εξ ίσου
το ίδιο και στα δύο ελληνικά νησιά του Αιγαίου, τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη.5 Από
το 1937 αρχίζει να επιβαρύνεται από χρόνια εξάρτηση από το αλκοόλ η υγεία του
Μουσταφά Κεμάλ και την εξουσία αναλαμβάνει ως πρωθυπουργός ο Αλί Φετί
Οκιάρ, γνωστός πλέον μας ως ο «Ισμέτ πασάς Ινονού». Αυτός αρχίζει τις άμεσες
παρεμβάσεις για τον εκτουρκισμό των Ομογενειακών σχολείων και των αθλητικών
σωματείων και σε ό,τι συνδέεται με την κοινωνική ζωή των μη ανταλλαγέντων
Ρωμιών. Στις 10 Νοεμβρίου 1938 συμβαίνει η εκδημία του Μουσταφά Κεμάλ σε
ηλικία 57 ετών και από τότε επιταχύνθηκε η ανθελληνική στάση του Ινονού, που
έλαβε απειλητικές διαστάσεις κατά τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Ελλάδα
βρισκόταν υπό την μπότα της τριπλής σκληρής κατοχής των «ναζί» του Χίτλερ, των
«φασιστών» του Μουσολίνι και των απογόνων των Βουλγάρων «Κομιτατζήδων»
από το 1941-1944 διαπράττοντες ανθελληνικά εγκλήματα.
Τα ξημερώματα της 21ης Σεπτεμβρίου 1941 πυρπολούνται οι κεντρικές
πτέρυγες των Πατριαρχείων στο Φανάρι. «Τα αίτια της πυρκαϊάς, παρά τις
συστηματικές έρευνες και τις ανακρίσεις των αρμοδίων αρχών το αίτιο δεν
κατορθώθηκε ποτέ να καθορισθεί και ούτε να αποδειχθεί ότι επρόκειτο για
ηλεκτρικό βραχυκύκλωμα, όπως το υπέθεσαν στην αρχή». 6 Αν κρίνουμε μόνον
από τα παρεμβληθέντα επί μισό περίπου αιώνα νομικά και πολεοδομικά εμπόδια,
αποκαλύπτεται ποιός ευθύνεται για την σκοπιμότητα αυτού του σύγχρονου
«ολοκαυτώματος» των Πατριαρχείων! Το δεύτερο μεγάλο πλήγμα της Ομογένειας
δόθηκε όταν η τουρκική κυβέρνηση με το πρόσχημα της ασφάλειάς της στρατολογεί
30 ηλικίες 25-45 χρόνων μη μουσουλμάνων στις 8 Μαΐου 1941. Τότε υπηρετούσε
στο Πατριαρχείο από το 1938 ως υπογραμματέας ο διάκονος Μελίτων, ο κατά
κόσμον Σωτήριος Χατζής, γόνος της Φαναριώτισσας Ευδοξίας Μπακαλοπούλου και
του Ευρυτάνα Νικόλαου Χατζή από το Κερασοχώρι των Αγράφων ελληνικής
υπηκοότητος. Ο ένας γιός τους ως Ελλήνων στρατεύθηκε με την έναρξη του
Ελληνοϊταλικού πολέμου στο μέτωπο της Αλβανίας, όμως χάθηκαν τα ίχνη του κατά
την Γερμανική εισβολή. Ο διάκονος Μελίτων υπηρετούσε ως υπογραμματέας της
Ιεράς Συνόδου των Πατριαρχείων και ήταν τότε 29 ετών. Για να το αποφύγει την
σύλληψή του από την τουρκική στρατονομία με εντολή του πατριάρχου Βενιαμίν
εσπευσμένα χειροτονείται από τον «εσωκατάκοιλον» στο Φανάρι μητροπολίτη
Χριστουπόλεως Μελέτιο και αποστέλλεται στην Αίγυπτο για να ενημερώσει την εκείεξόριστη ελληνική κυβέρνηση για τα εξοντωτικά μέτρα της Άγκυρας κατά της
Ρωμιοσύνης, που συνεχώς επαυξάνοντο όσο προχωρούσαν οι Γερμανοί στα
ενδότερα της σοβιετικής Ρωσίας. Στις 11 Νοεμβρίου του 1942 εκδίδεται ο νόμος
«για την εφάπαξ φορολογία της περιουσίας της μειονότητας», που αποτελεί την
αισχρότερη επιβολή «κεφαλικού φόρου» προς υφαρμαγή του κόπου μυριάδων
τίμια εργαζόμενων μη Μουσουλμάνων, Αυτό είναι το άλλως λεγόμενο και "Βαρλίκ
Βεργκισί", που επέφερε την οικονομική εξαθλίωση Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων.
Όσοι αδυνατούσαν να πληρώσουν οδηγούντο στα «Τάγματα Εργασίας» της
Ανατολίας που αποτελούσαν βέβαιο θάνατο. Αυτό επεκτάθηκε και στην κατάσχεση
της εκκλησιαστικής περιουσίας των μονών και των ναών και να μην αντιδράσουν οι
αρχιερείς και οι ομογενείς στην εξορίζονται στη Προύσσα ο Ίμβρου Ιάκωβος και ο
Χαλκηδόνος Μάξιμος, όπου και δεινοπαθούν «για να συνετιστεί το Φανάρι». Τότε
ο πατριάρχης Βενιαμίν καλεί τον υπογραμματέα Μελίτωνα που ως Έλληνας
υπήκοος ήταν στο μάτι της τουρκικής Αστυνομίας και δίδει εντολή στον
μητροπολίτη Χριστουπόλεως Μελέτιο που κατοικούσε στο Φανάρι να χειροτονήσει
σε μία Λειτουργία στον πατριαρχικό ναό σε πρεσβύτερο για να τον αποστείλει στην
εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση στην Αίγυπτο για τα εξοντωτικά μέτρα που έλαβε η
Άγκυρα κατά της Ρωμιοσύνης στην Τουρκία που συνεχώς επαυξάνονται όσο
εισχωρούν οι στρατιές του Χίτλερ στη Ρωσία. Στην Αίγυπτο τότε κατέφευγαν
εκατοντάδες αντιστασιακών εξ Ελλάδος και αυτοί εντάσσονταν σε στρατιωτικές
μονάδες από τους Άγγλους. Ο αρχιμανδρίτης Μελίτων κατατάχτηκε ως
στρατιωτικός ιερέας στη 1η Ταξιαρχία του «Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος της
Μέσης Ανατολής» υπό τον συνταγματάρχη Παυσανία Κατσώτα, η οποία μαχόταν
στο διάστημα 23 Οκτωβρίου-3 Νοεμβρίου 1942 κατά του Ρόμελ στο Ελ Αλαμέιν.
Εκεί υπήρξαν και πολλά θύματα ορθοδόξων μαχητών εξ Ελλάδος και ο πατριαρχικός
αρχιμανδρίτης ο π. Μελίτων μαζί με άλλους διαφυγόντες από την Κρήτη ιερείς
κήδευε και διάβαζε «Τρισάγια» στους πεσόντες 1942-1943
Όταν άρχισε πλέον να γίνεται εμφανής η πολεμική κάμψη των ναζιστικών
Στρατιών μεταξύ των ετών 1942-1943 πρώτα στην Αφρική και μετά στο Στάλιγκραντ
φαινόταν ότι ο Φύρερ δεν θα ήταν εκείνος που θα κέρδιζε τον Β ́ Παγκόσμιο
Πόλεμο για να ανατρέψει την «Συνθήκη της Λωζάννης». Τότε οι καιροσκόποι της
Άγκυρας αναλογίζονται πλέον τις ευθύνες τους για τα διαπραχθέντα εγκλήματα καιαρχίζουν τις απολύσεις από τα «Τάγματα εργασίας» και την τελευταία στιγμή
κήρυξαν και τον πόλεμο κατά του Φύρερ!
Περί το τέλος του Πολέμου ο βασιλεύς Γεώργιος Β ́ επιθυμεί να μεταβεί στους
Αγίους Τόπους για να προσκυνήσει τα πανάγια προσκυνήματα που διαφυλάσσει η
Αγιοταφιτική Αδελφότητα και με την συνοδεία του στρατιωτικού ιερέα Μελίτωνα
Χατζή μεταβαίνει στα Ιεροσόλυμα. Τον υποδέχεται ο Σαμιώτης πατριάρχης
Τιμόθεος Β ́ ο Θέμελης που είναι και άριστος γνώστης των δικαίων της Εκκλησίας
του στην Αγία Γή. Όταν ο βασιλέας επέστρεψε στο Λονδίνο συνιστά τον π. Μελίτων
στον Θυατείρων Γερμανό οποίος είχε κενή από το 1940 την αρχαιότατη εν Αγγλία
κοινότητα της Μαγχεστρίας στην οποία ιεράτευσε επί 35 χρόνια η σημαντική και
πολύπλευρη θεολογική προσωπικότητα του Μεγάλου Οικονόμου και διαπρεπούς
συγγραφέως Κωνσταντίνου Καλλίνικου. Εκεί αποστέλλει τον αρχιμ. Μελίτωνα
προΐσταται επί τετραετία σε όλη την περιοχή και πραγματοποιεί σπουδές στο
Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, αλλά κυρίως τελειοποιεί την «οξφορδιανήν»
αγγλομάθειά του.
Το 1946 που εξελέγη πατριάρχης ο Μάξιμος ο Ε ́ (1946-1948) και το 1947 τον
άλλοτε αρχιδιάκονό του στην Χαλκηδόνα τον ενέταξε στην Πατριαρχική Αυλή ως
Μέγας Πρωτοσύγκελλο (1947 - 1950). Τότε κλήθηκε και η ταπεινότητά μου
προσωπικά από τον Πατριάρχη Μάξιμο Ε ́ να σπουδάσω Θεολογία στην Σχολή της
Χάλκης. Η Άγκυρα τότε ήθελε να συρρικνώσει τους σπουδάζοντες εκ του εξωτερικού
και επί διετία δεν μου χορηγούσε viza εισόδου στην Τουρκία και το 1949 στράφηκα
πλέον για σπουδές στην Θεολογική Σχολή των Αθηνών. 7 Όμως διατήρησα τον
στενόν δεσμόν μου μετά εκεί Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας επί τρία τέταρτα
αιώνος μέχρι σήμερα!
Ο πατριάρχης Αθηναγόρας μετά την ενθρόνισή του στο Φανάρι επιχειρεί
μαζί με κληρικούς της Αυλής του και τους διαπρεπείς λαϊκούς της Ρωμαΐϊκης
κοινωνίας να μεταβεί σιδηροδρομικά στην Άγκυρα, τόσον για να ευχαριστήσει την
τουρκική κυβέρνηση για την υποδοχή του αν και «Αμερικανού» πολίτη, όσον και
για πρώτη προσωπική γνωριμία με τους κυβερνώντες το κράτος της Τουρκίας.
Όταν επέστρεψε στη Φανάρι άρχισε την συνεργασία με τους δύο επί κεφαλής της
Αυλής του κληρικούς, τον Αρχιγραμματέα Ιάκωβο Στεφανίδη και τον Μ.
Πρωτοσύγκελλο Μελίτωνα Χατζή. Ο πρώτος διαχειριζόταν κυρίως τις διορθόδοξη
αλληλογραφία και είχε την στήριξη του συγγενούς του νέου μητροπολίτη Δέρκων
Ιακώβου Παπαϊσίου. Ο Μελίτων όμως όμως ήταν συνδεδεμένος με τους έξι
λευκοψηφίσαντες συνοδικούς αρχιερείς στην εκλογή Αθηναγόρου το 1949. Ο
πατριάρχης Αθηναγόρας εμφορείτο από ανακαινιστικό πνεύμα στην εκκλησιαστική
ζωή. Όμως ο Πρωτοσύγκελλός του υπεύθυνος στην λατρευτική ζωή της
Αρχιεπισκοπής ήταν επιφυλακτικός στις παρεμβάσεις επί της κρατούσης Τάξεως στο
Πατριαρχείο. Τότε ο συνοδικός ιεράρχης Περγάμου Αδαμάντιος διελθών από την
εποχή των πατριαρχών Φωτίου Β ́ και Βενιαμίν ως ανώτατος Αυλικός υπενθύμισε
στον πατριάρχη Αθηναγόρα ότι κατά την κρατούσα τάξη στο Φανάρι, ότι «οι
διατελέσαντες στην κορυφή της Πατριαρχικής Αυλής, λόγω της διοικητικής
εμπειρίας που αποκτούσαν, γίνονται «εν ενεργεία» μητροπολίτες»!
Εξ αυτού μετά τετράμηνον διαβουλεύσεων εξελέγη στις 23 Νοεμβρίου 1950
ως ο νέος μητροπολίτης Ίμβρου και Τενέδου Μελίτων Χατζής (1950-1963) και η
λυχνία της νήσου Ίμβρου του Θρακικού πελάγους κοσμήθηκε με την κατάλληλη
προσωπικότητα ικανού ιεράρχη να περισώσει τους νέους Ιμβρίους από την πνιγηρήπερίσφιγξη των κρατούντων που από το 1924 πονηρά επιδίωκαν να αφελληνίσουν
και αποχριστιανίσουν τον από αιώνων γηγενή νησιωτικό πληθυσμό μήπως
αποσιωπήσουν τα υπογραφέντα «στη Λωζάννη» άρθρα 37,38,42, περί του
εκπαιδευτικού καθεστώτος στην Ίμβρο που ήδη επιδίωξαν να ξεχαστούν από το
1936-1937 μήπως εντέχνως ξεχαστεί ο φωτισμός της ανθρωπιστικής ελληνικής
Παιδείας που κρατούσαν αναμμένη οι Ίμβριοι από την εποχή του Ομήρου και του
Ηροδότου! Αυτή η σιωπηρή παρασπονδία των κρατούντων επισημάνθηκε από τον
νέον θερμουργόν ιεράρχη της Ίμβρου Μελίτωνα γιατί θα ήταν καταστροφική για τον
χριστεπώνυμο πληθυσμό η αμάθεια της ζώσας γλώσσας της πίστεως στο Χριστό.
Σκεπτόταν λοιπόν, πως θα αμυνθεί και αντιλήφθηκε την μέθοδο της εκλογικής
πιέσεως του τότε ευρισκόμενου σε προεκλογική περίοδο τουρκικού κράτους. 8 Το
Δημοκρατικό κόμμα ήταν υπέρ των αρχικών αποφάσεων του Κεμάλ για την
συνεργασία των δύο εθνών που συμβίωσαν επί αιώνες. Οι Ίμβριοι τότε διέθεταν
περί τους 8.600 ψήφους, που ενίσχυαν το εκλογικό κέντρο του Ελλησπόντου
(Τσανάκαλε) που διέθετε και τους περισσότερους βουλευτές. Τότε ο Δημοκρατικός
βουλευτής Σμύρνης Ιχσάν σαμπρί Τσαγλαγιαγκίλ εκτίμησε σωστά την σημασία
αυτών των ψήφων για την εκλογική νίκη του κόμματός του και υποσχέθηκε στους
Ιμβρίους ψηφοφόρους την νομική κατοχύρωση του δικαίου της ανθρωπιστικής
ελληνικής παιδείας στην Ιμβρο κάτι που μετά την νίκη των Δημοκρατικών ψήφισε
«με ειδικό νόμο η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας»! Έτσι πλέον
διασφαλίσθηκε η μορφωτική κατάρτιση της νεότητος των Ιμβρίων, σύμφωνα με το
εκπαιδευτικό ιδεώδες το οποίο επανειλημμένα στήριξε στο νησί ο σπουδαίος
Ίμβριος ιερομόναχος Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός (1775-1851). ο κατά κόσμον
«Βασίλειος Στέκας» του οποίου την εμμονή εγκολπώθηκε ο αρχιερεύς της ηρωϊκής
νήσου Ίμβρου Μελίτων Χατζής και σιωπηρά πέτυχε να διανοίξει την λεωφόρο του
πολιτισμού, της έρευνας και της σπουδής περί της νήσου, καταστήσας την ζωηφόρο
δεξαμενή προς άντληση υψηλόβαθμων κληρικών και επιστημόνων με πλήθος
ευλογημένων μελετών για το νησί.9 Σε διηνεκή μνεία του ονόματος του
Βαρθολομαίου (του Γιού του Θολομαίου), ο Ίμβρου Μελίτων Χατζής παρέδωσε το τίμιο
όνομα που «βιωματικού Θεολόγου της Ορθοδόξου λατρείας» μετά περίπου
εκατονταετία από της κοιμήσεώς του την 13η Αυγούστου 1961 στον κατά κόσμον
Δημήτριο Αρχοντώνη, που σήμερα λαμπρύνει Οικουμενικά το ιερό σύνθρονό της
Καθολικής Ορθοδοξίας, ως ο Παναγιότατος Πατριάρχης Βαρθολομαίος, με πράξεις
αγαθές και με την ορθότητα των κανονικών αποφάνσεων και φρονημάτων του.-
Α.Π.
1. Μετά την περάτωση των εργασιών συντηρήσεως των ψηφιδωτών στις 24 Οκτωβρίου 1934 με εντολή του
Κεμάλ εξέδωσαν Διάταγμα στις 4 Νοεμβρίου 1934, * Υπ’αρίθμ 24/1589. με το οποίο μετατρέπεται στο μέλλον η
«Ayasófya» σε Μουσείο που ανοίγουν οι πύλες την 1ην Φεβρουαρίου 1934 για το κοινό και τότε το
επισκέπτεται επίσημα ο Μουσταφά Κεμάλ ως πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας και θαυμάζει το
αναδειχθέν με την πρωτοβουλία σε τόπο μεγάλου Πολιτισμού.
2. Λίγα χρόνια μετά το 1928 υπογράφηκε και το ελληνοιταλικό σύμφωνο φιλίας, μετά τον ιταμότατο
βομβαρδισμό της Κέρκυρας στις 31η Αυγούστου του 1923, στον οποίο τότε αντιστάθηκε με σθένος ο τότε εκεί
μητροπολίτης Αθηναγόρας που τώρα είναι Οικουμενικός Πατριάρχης. Βλέπε και σχετικόν άρθρρν στον ιστοτοπό
μου.
3. Ο ιερός θεσμός του Οικουμενικού Πατριαρχείου τυγχάνει πανανθρώπινου σεβασμού, όπως και εκείνος της
«Πρεσβυτέρας Ρώμης», διότι οι συζητήσεις περί Αυτού πρέπει να καλύπτονται από υψηλότατης πνευματικής
στάθμης και μεταφυσικού ήθους αλλά και σωστής συμπεριφοράς και αγωγής κάθε εμπλεκομένου μετ’
αυτού».
4. Το 1964 βρήκα στο αρχείο του παλαιού φωτογράφου της Πόλης Αχιλλέα Σαματζή τα αρνητικά των πινάκων
αυτών και τα δημοσίευσα στην Θ.Η.Ε. το 1966. Σε ένθετο τεύχος στον 9ο τόμος στηλ. 832-833, κάτι που
ευχαρίστησε πολύ τον πατριάρχη Αθηναγόρα και γι’ αυτό ο διάδοχός του πατριάρχης Δημήτριος μου ανέθεσενα ασχοληθώ με την νέα εικονογράφηση των Πατριαρχείων με πολλούς Έλληνες καλλιτέχνες, όπως ήταν ο
ψηφιδογράφος Σωτήρης Βάρβογλης και ο αγιογράφος Χρήστος Λιόντας κ.ά..
5. Αυτό είχε ως συνέπεια όταν συνεστήθη από τους Τούρκους στην Ιωνία «η Στρατιά του Αιγαίου» και
ναυπηγήθηκαν και αποβατικά σκάφη προς διάπλευση στο Αιγαίο. Αυτό μετά το Κυπριακό του 1973 επεκταθεί
και στα λοιπά ελληνικά νησιά του Αιγαίου επειδή τα μόνα τουρκικά νησιά είναι έναντι των Μικρασιατικών
ακτών η Ίμβρος και η Τένεδος που επικοινωνούν με το Τσανάκαλε.
6. Αριστείδου Πασαδαίου. Ο Πατριαρχικός οίκος του Οικουμενικού Θρόνου. τόμος Β ́. σ. 16. Αθήνα 1995.
7. Το 1947 ήλθε εκ Φαναρίου στην Αθήνα ο Περγάμου Αδαμάντιος και τότε αφίχθηκε εδώ από το Λονδίνο και
ο π. Μελίτων Χατζής. Ο εντεταλμένος από τον πατριάρχη Μάξιμο δι’ εμέ μητροπολίτης Αδαμάντιος μου
ανέθεσε να φροντίσω την όλη του κληρικήν εμφάνιση του Μελίτωνα, από την φωτογραφία του στον
«Ευαγγελίδη» μέχρι το ιεροραφείο του «Θεοδωρόπουλου». Όμως μετά τον θάνατο του Αδαμαντίου το 1958 η
γνωριμία αυτή εξελίχθηκε εν Αθήναις σε στενή φιλία επί τεσσαρακονταετία ως στενού συμβούλου και
ιδιαίτερου συνεργάτη του σε διάφορες εκκλησιαστικές αποστολές έως τον 1989 που ο Μελίτων εκοιμήθη.
8 . Από το 1938 μέχρι το 1950 κυβερνούσε την Τουρκία δικτατορικά ο Ινονού που συμπεριφερόταν άδικα στην
ορθόδοξη μειονότητα της χώρας
9. Δημητρίου Στάθη. «Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός». Διατριβή. Θεσσαλονίκη 1999.
Μία μορφή που δεν χάνει τίποτα από την ακτινοβολία της και μετά την ανάπαυσή της, αλλ’ αντίθετα και απ’ αυτούς τους φυσικούς νόμους, όσο απομακρύνεται στην αιωνιότητα και στην Ιστορία, τόσο και μεγεθύνεται, αντιλαμβάνεστε πόσο είναι δύσκολο να σκιαγραφηθούν οι πνευματικές διαστάσεις της και μάλιστα από ένα υπηρέτη της Θεολογίας που σε κρίσημες εκκλησιαστικές στιγμές τον διάλεξε ο ίδιος ως τον «εξ απορρήτων συνεργάτη του». Γι’ αυτό και δεν θα επιχειρήσω συστηματική ανάλυση της πνευματικότητος του Γέροντα της Ορθοδοξίας, παρά την πρώτη μνημόνευση μερικών από τα στοιχεία που την συνθέτουν.
Στην μορφή του εκλεγέντος Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα συνυπάρχουν το βιβλικό, το ευαγγελικό και το εκκλησιαστικό φρόνημα ως στοιχεία που την συνθέτουν. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του δοκιμάζεται από την τραγωδία του θανάτου της μητέρας του και τον αγκαλιάζει η στοργή της εκ μητρός προμάμμης του από την Κόνιτσα. Αυτή φαίνεται πως έριψε τον σπόρο της ευσεβείας της πως κάθε ορφανό παιδί υιοθετείται από την Παναγία Μητέρα του Χριστού μας. Έτσι από τα 12 χρόνια αρχίζει να συνειδοποιεί ότι ανήκει στην Εκκλησία, αν και δεν είχε καμμιά ιερατική κληρονομία, σε όποια και αν κάθησε θρανία για να μαθητεύσει. Όμως η θεία Πρόνοια αφύπνισε το ενδιαφέρον του μητροπολίτη Βελλάς και Κονίστης Κωνσταντίνου Καρατζόπουλου και τον στήριξε τις σπουδές του Αριστοκλή Σπύρου στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης.1 Ο εύελπις νέος περάτωσε τις εκεί θεολογικές του σπουδές επί της σχολαρχίας του περιφήμου θρακιώτη Θεολόγου Γερμανού Στρινόπουλου και κατατάχθηκε στους αποφοίτους της Σχολής το 1910 με το θέμα: «Περί της εκλογής πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως από του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι της Ἁλώσεως». Τότε συνέβη και η δολοφονία του πατέρα του από εξτρεμιστές που πολεμούσαν την ελληνικότητα της Βορείου Ηπείρου και αποφάσισε να ιερωθεί. Το αίτημά του διαβιβάστηκε στον Μ. Πρωτοσύγκελλο Αθηναγόρα Ελευθερίου και η χειροτονία του πραγματοποιήθηκε με εντολή του σπουδαίου Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄, στο ναΐδριο της Σχολής τον Μάρτιον του 1910 από τον μητροπολίτη Ελασσώνος Πολύκαρπο Βαρβάκη, τότε πρόεδρο της Εφορίας της Σχολής.
Τότε ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ επιδιώκει να περισώσει τις εκκλησιαστικές επαρχίες του στην νότια πλευρά των Βαλκανίων όπου η τσαρική διπλωματία επιδιώκει να ενισχύσει τις εθνικιστικές επιδιώξεις των υφισταμένων εκεί λαών μετά την διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Ανατολική Ευρώπη. Επιδιώκεται το φούντωμα του εθνικισμού για να επιβληθεί ως εκκλησιολογικό δόγμα ο σλαβικός «Εθνοφυλετισμός» που κατεδίκασε ως αίρεση η Μεγάλη Σύνοδος των παλαίφατων Πατριαρχείων στο Φανάρι το 1872. Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως ανέθεσε στην Μητρόπολη Πελαγονίας την εξαρχία όλης της Ανω Μακεδονίας και εκεί εκ παλαιού απεστέλλοντο δόκιμοι αρχιερείς και στον 20ον αιώνα εστάλησαν το 1910 ο Στέφανος Δανιηλίδης και από το 1912 ο Χρυσόστομος Καβουρίδης (1912-1918) με έδρα την πολυφυλετική πόλη του «Μοναστηρίου», όπου η ελληνική κοινότητα ήκμαζε με τα 18.000 μέλη της. Προς στήριξη της Μητροπόλεως αυτής στάλθηκε από το Φανάρι ως άλκιμο στέλεχος και γραμματέας της Μητροπόλεως ο διάκονος Αθηναγόρας ως έχων έγκυρη γνώση στην περιοχή των δικαίων του Οικουμενικού Θρόνου και υπεύθυνος της εκεί εκπαιδεύσεως λόγο της γλωσσομάθειά του στήν γαλλική, την αρβανίτικη και στην τουρκική γλώσσα. Εκεί επί οκταετία έδρασε ως αρχιδιάκονος ο Αθηναγόρας με το ύψιπετές ηπειρωτικό του ανάστημα και το διαμπερές όμμα που καθήλωνε τους επισκέπτες του γραφείου του και όταν τους ρωτούσα «σε τί μπορεί να τους φανεί χρήσιμος;» Εκείνοι του απαντούσαν: «ήλθαμε για να κοιταχθούμε» ! Ετσι ως διάκονος όχι μόνον με την βαθυφωνία του στις ακολουθίες, αλλά και από ειλικρινές και έντιμο κοίταγμά του έγινε αξιαγάπητος στην κοινωνία του Μοναστηρίου μέχρι που έφθασε η ημέρα υπηρεσιακά να συνοδεύσει τον Μητροπολίτη του Χρυσόστομο στη Θεσσαλονίτη, όπου οι συμμαχικές άρχες γνώριζαν τα βασιλικά φρονήματα του μητροπολίτη του και αμφοτέρους τους συνέβαλαν και τους κακοπάθησαν Σενεγαλλέζει στις φυλακές μέχρι που παρέβη ο Μητροπολίτης Γεννάδειος και εκτοπίστηκαν στο Άγιον Όρος απ’ όπου κλήθηκε ο αρχιδιάκονος Αθηναγόρας στην Αθήνα ως κληρικός «δακτυλογράφος σε μηχανή» από μητροπολίτη Αθηνών Μελετίου Μεταξάκη!
Τετραετής ήταν η συνεργασία του Αθηναγόρα ως γραμματέας της Μητροπόλεως κοντά στον Αθηνών Μελέτιο. Αυτή ήταν συνεχώς εποικοδομητική και κατά την λειτουργία της Μητροπόλεως και κατά τις περιοδείες του άριστα πεπαιδευμένος ιεράρχης επί των εκκλησιαστικών πραγμάτων και στην επίλυση των κανονικών προβλημάτων. Ως ο Κιτίου Μακάριος καταστάθηκε οργανωτής της Εκκλησιολογικής συγκροτήσεως της Κυπριακής Εκκλησίας και ο «Καταστατικός του Χάρτης» ίσχυσε μέχρι πρότινων ετών Η μαθητεία του Αθηναγόρα πλησίον του ἠταν πραγματική μετάγγιση του σωστού εκκλησιαστικού φρονήματος και της ποιμαντικής φροντίδος που τον διαπαιδαγώγησε. ¨Όλα αυτά ήταν πραγματική θεία περίνοια ώστε να σταθεί επάξια να ποιμάνει στην Μητρόπολη Κερκύρα με την έντονη σχέση με το βασιλικό στέμμα και μάλιστα απειλούμενη από φασιστικό γειτονικό καθεστώς. Εκεί αναδεικνύεται «ο ποιμήν ο καλός» του κερκυραϊκού κλήρου και λαου που όχι μόνον περιθάλπτει και το προσφυγικό στοιχείο δημιουργεί μια νέα εκκλησιαστική και ποιμαντική πραγματικότητα στην νησο, που άρχισε με την επιστροφή του ιερού λειψάνου του Αγίου Σπυρίδωνα στην Εκκλησία μέχρι την σύσταση το 1924 της Ιερατικής Σχολής των Επτανήσων και άλλων ευαγών ιδρυμάτων όπως για την νεότητα λογω της αποστολής του από την Εκκλησία της Ελλάδος ως γλωσσομαθούς στο Εξωτερικό σε και συγκροτεί το 1924 την πεντατάξια Ιερατική Σχολή, με διευθύνοντα τον Αρχιμ. Παρθένιο Πολάκη προς τελειότερη μόρφωση τοῦ ιερού Κλήρου της Επτανήσου. Εκπροσώπει την Εκκλησία της Ελλάδος λόγω της γλωσσομαθείας στη Χ.Α.Ν. και ειδικά στην «Διορθοδόξου Επιτροπής για τά θέματα της Προσυνόδου» στο Άγιον Όρος ως άριστου γνώστη των συγχρόνων εκκλησιαστικών θεμάτων της Έκκλησίας. Τότε γνωρίστηκε εκεί με τον Αποκρισιάριο του Πατριαρχείου Τραπεζούντος Χρύσανθο και συνεζήτησαν την εκκλησιαστική κατάσταση της ομογένειας στην Αμερική και στερεώθηκε η φιλία τους για το Φανάρι. Το 1928 Ελλήνική Κυβέρνηση αποφασίζει να γεφυρώσει τα διεστώτα στην ομογένεια της Αμερικής. Η πατρίδα της κορινθιακής σταφίδας που τότε ήταν χρυσάφη για το πτωχό ταμείο της Ελλάδος καταστράφηκε από τον τρομερό σεισμό της Κορίνθου που ισοπέδωσε την πόλη και την επαρχία της. Για να ακουστεί η φωνή της ενότητος του Γένους και να ζητηθεί η πανελληνια ερανική συνδρομή έπρεπε να σταματίσει η φθορά της εθνικής διχοστασίας και στην Αμερική. Και αυτό το αναλαμβάνει ο Κορίνθου Δαμασκηνός που στη Έκθεση που συνέταξε γνωμοδότησε ότι το ζήτημα θα θεραπευθεί μόνον εάν η εκεί ιεράρχες επιστρέψουν στην Ελλάδα. Με τον Κορίνθου Δαμασκηνό συμφώνησε και η Ελληνική Κυβέρνηση και το διεμήνυσε στον πατριάρχη Βασίλειον Γ΄ που απέλυσε τον αρχιεπίσκοπον Αλέξανδρον και τον κατέστησε κατά το προνόμιό του ως πρώην Αμερικής. Τότε ο Χρύσανθος υπέδειξε ως ενοποιό αρχιεπίσκοπο τον αγγλομαθή μητροπολίτη Αθηναγόρα ο οποίος εξελέγη στις 12 Αυγούστου 1930 και αποδείχθηκε ο επιδέξιος αναδιοργανωτής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Αμερικανική Ήπειρο.
Η περίοδος του Μεσοπολέμου είναι μία κατ’ εξοχήν εποχή επιλύσεως τριών σπουδαίων ζητημάτων για το δοκιμασθέν από την Καταστροφή του 1922 Γένος μας. Πρώτον ήταν η ανάδειξη ως ποιμενάρχη του Αθηναγόρα για να την τεταραγμένη ομογένεια της Αμερικής και η προετοιμασία του έξη μήνες στην Αθήνα για να έλθει σε επαφή με τους δυναμένους να τον βοηθήσουν στην Ελληνοαμερικανική αποστολή του και η Ιερά Σύνοδο των Αθηνών να τακτοποιήσει σε Μητροπόλεις τον Νοέμβριον του 1930 τους εξ Αμερικής αρχιερείς τον Αλέξανδρο στην Κέρκυρα και τους άλλους δύο σε χηρεύουσες επαρχίες της Ελλάδος. Δεύτερον ήταν διπλωματική προσέγγιση της ηγεσίας των δύο ειρηνευσάντων γειτονικών λαών της Τουρκίας και της Ελλάδος μετά την «Συνθήκη της Λωζάννης», του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Μουσταφά Κεμάλ που να θεμελιώσουν στην Αγκυρα της 30 Οκτώβριου 1930 τις τρείς συμφωνίες ώστε να μην μετάσχουν α) σε οποιαδήποτε πολιτική ή οικονομική συνεννόηση που θα στρεφόταν εναντίον της μιας εξ αυτών και (β) να μην προβούν σε παραγγελίες ή κατασκευές πολεμικών πλοίων χωρίς προηγούμενη συνεννόηση μεταξύ τους και (γ) να τονωθούν οι εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες με εμπορική και προξενική σύμβαση. Οι σχέσεις αυτές αναπτύχθηκαν ακόμα περισσότερο στις 14 Σεπτεμβρίου 1933 όταν υπέγραψαν στην Αγκυρα το σύμφωνο ότι αναλάμβαναν την εγγύηση των κοινών τους συνόρων και έκτοτε «αυτή η τότε χάραξη των συνόρων αποτέλεσε μόνιμο σημείο αναφοράς πέραν του αιώνος και το ορόσημο τους». Το σύμφωνο της Αγκυρας θεμελίωσε την Ελληνοτουρκική προσέγγιση και όντως ωφείλεται στην συναντίληψη των δύο τότε πουδαίων ηγετών τους για το κοινόν συμφέρον των γειτονικών λαών. Δυστυχώς ο επισυμβάς στις 10 Νοεμβρίου 1938 θάνατος του Μουσταφά Κεμάλ σε ηλικία των 57 ετών διέκοψε την καλλιέργεια αυτών των σχέσεων με την διαδοχή του από τον Ισμέμ πασά Ιννονού. 2 Όταν καταλήφθηκε το 1941 η Ελλάδα από τους Ναζί ο Ισμέτ έδειξε το αντιχριστιανικό μένος του. Την 21η Σεπτεμβρίου 1941 μεγάλη πυρκαἱα κατέστρεψε στην τρίτη ομάδα των κεντρικών κτηρίων που αποτελείτο από τα τέσσερα ξύλινα κτήρια το Πατριαρχείο του Φαναρίου καταστρέφοντας το πλήθος των κειμηλίων, των κωδίκων, των χειρογράφων και των πολυτελών επίπλων. Όλα αυτά έγιναν «παρανάλωμα πυρός» από δήθεν βραχυκύκλωμα, που ουδέποτε ανακριτικά επιβεβαιώθηκε. Η ανακατασκευή του κτηρίου επετράπη μετά μηνό αιώνα γιατί διεθνώς έγινε αντιληπτός ο ηθελημένος εμπαιγμός της Άγκυρας που βεβαιώθηκαν από τους εξοντωτικούς διωγμούς της ελληνικής μειονότητος όσο νικούσαν οι Ναζί στο Ρωσικό μέτωπο.
Το τρίτο σοβαρό ζήτημα που προέκυψε κατά τον Μεσοπόλεμο ήταν πονηρή επιθετικότητα του σοβιετικού καθεστώτος κατά των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Ανατολική Ευρώπη. Η αναπτυχθείσα φιλία του Στάλιν με τον μητροπολιτη Λένινγκραντ Αλέξιον Σιμάνσκη κατά την πολιορκία της άλλοτε πρωτευούσης της Τσαρικής αυτοκρατορίας, διευκόλυνε τον Σεπτέμβριο του 1943 τον «ιστορικό συμβιβασμό» του Σοβιετισμού με την Εκκλησία. Τότε δόθηκε η άδεια εκλογής ως Πατριάρχη του Μόσχας του Σεργίου Στραγκορόνσκη που απεβίωσε το 1944 και τον διαδέχθηκε 1945 ο Αλέξιος Α΄. Αυτός εντέλλεται από το Κρεμλίνο να συνεχίσει το σχέδιο των τσάρων για να μεγαλώσει το κράτος της Ρωσίας με την κατάληψη όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Ανατολική Ευρώπη που ελευθερώνοντο από τον Σοβιετικό Στρατό. Έτσι άρχιζε ο λεγόμενος «Ψυχρός Πόλεμος» που απειλούσε τον ελεύθερο κόσμο. Εκδιώκονται όλοι οι κανονικοί επικεφαλείς των Ορθοδόξων Εκκλησιών ο Εσθονίας Αλέξανδρος, ο Πολωνίας Διονύσιος, ο Ρουμανίας Νικόδημος, ο Τσεχίας Σαββάτιος, ο Σερβίας Γαβριήλ Ε΄ και ο Αλβανίας Χριστοφόρος που απεβίωσε στην φυλακή και διοικούντο πλέον από φιλοσοβιετικούς πράκτορες που ήταν υποχείρια αντρείκελα της Μόσχας. Το Κρεμλίνο ως η ηγέτιδα δύναμη του κομμουνισμού θέλησε να ελένχει όλη την Ορθοδοξίας μέσω του Μόσχας Αλεξίου Α΄. Τότε ανακάλεσε ανιστόρητες φαντασίες περι δήθεν «αυτοκεφαλίας» της Ρωσικής Εκκλησίας προ της Αλώσεως το 1448. Με αυτό δήθεν το πρόσχημα ο Αλέξιος Α΄ αυθαίρετα συγκάλεσε το 1948 μία «Πανορθόδοξη Διάσκεψη», γεγονός που απέτυχε παταγωδώς! *** Βλ. άρθρο μου «Η πονηρευόμενη συνεχώς πατριαρχία της Μόσχας» στον ημέτερον ιστότοπον. Αριστείδης Πανώτη . gr. Τον σκοπό της αυτής της «πρωτοβουλίας» απέδειξαν τα «κατασκευασμένα πεπραγμένα» που δημοσιεύθηκαν γαλλικά και: Ήταν η πρώτη διακήρυξη της εχθρότητος του Κρεμλίνου στον Δυτικόν πολιτισμόν. Εξ του εχθρικού «στίγματος» αυτού ο πατριάρχης Μάξιμος Ε΄ αντελήφθηκε ότι ο πραγματικός αντίπαλος της πατριαρχίας του ήταν ο «Πανρωσισμός της Ορθοδοξίας» που έλαβε και «εκμαυλιστικό χαρακτήρα» των Ορθοδόξων Εκκλησιών με χορηγίες ποσών και αυτό έπρεπε «μηδοπωστιούν». Δηλαδή με «οποιονδήποτε τρόπον» να αποτραπεί. Τότε εντάθηκε η «κατάθλιψή» του που προκλήθηκε από την εξορίας του στην Προύσσα το 1943 και παραιτήθηκε! Έξ αυτού η Μ. Εκκλησία στερήθηκε του «οικείου προστάτη» της και χρειάστηκε νέον στεναρόν ηγέτη που είχε αγωνιστικό σθένος.
Το 1948 στην «Κληριλολαϊκήν της Βοστώνης» ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής Αθηναγόρας δήλωσε:. «ότι το ολέθριο πνεύμα της καταστροφής απειλεί να πνίξει την ελευθερία της συνειδήσεώς μας, τα ανθρώπινα ιδανικά μας και τα ιερά του χριστιανικού πολιτισμού θεμέλια (...). Η Ελλάς από το ένα μέρος διεξάγει ήδη σκληρόν αγώνα δια να διατηρήσει την ελευθερίαν και την εδαφικήν της ακεραιότητα. απεδείχθη εν τη πράξει ως εις εκ των αποτελεσματικοτέρων παραγόντων εις τον αγώνα προς απόκρουσιν της επιθέσεως αυτής». Προς διεξαγωγή της ιερωτέρης αντιστάσεως δια την υπεράσπισιν των ιδανικών της χριστιανοσύνης εξ όσων εδόθησαν ποτέ επισημάνθηκε τότε ο Αμερικής Αθηναγόρας και η Ενδημούσα Σύνοδος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, έχουσα την πληρεξουσιότητα από την εκτός Τουρκία Ιερουρχία του θρόνου, συνήλθε κατά την κρατούσα τάξη εκ των Ιερών Κανόνων και κατήρτησε δια μυστικής ψηφοφρίας το τακτικόν δελτίον του «τριπροσώπου» εκ των: Αμερικής Αθηναγόρα, Μηθύμνης Διονυσίου και Κώου Εμμανούλ και οι 17 αρχιερείς της κατήλθαν στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου και «ανέπεμψαν εν κατανύξει ψυχής επίκληση του Αγίου Πνεύματος και πάλι με μυστικήν ψηφοφορίαν: «επέλεξαν κατά πλειοψηφίαν τον υπό του Θεού υποδεχθέντα και προβληθέντα ως αρχιεπίσκοπον Αμερικής τον μητροπολίτην Αθηναγόρα». «Αυτόν δε ως Παναγιότατον ημών Δεσπότην και Οικουμενικόν Πατριάρχην αναγνωρίζομεν και ανακηρύττομεν, εν ώραις αισίαις και ελπίσι χρησταίς ημών τε και πάσης της Εκκλησίας». Οι τελευταίοι αρχιερείς που υπέγραψαν τον ιερό κώδικα ήσαν οι πέντε «λευκοψηφίσαντες»:Ο Περγάμου Αδαμάντιος, Ο Νεοκαισαρείας Χρυσόστομος, ο Χαλδίας Κύριλλος, ο Λαοδκείας Μάξιμος και ο Σάρδεων Μάξιμος. 3
Πρίν ξεκινήσει ο νέος πατριάρχης Αθηναγορας για την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως επιχείρησε μια μεγάλη περιοδεία σε όλες σχεδόν τις ορθόδοξες κοινότητες της Αμερικής καλώντας όλους σε μια σταυροφορία κατά του οργανωμένου από το κράτος αθεϊσμού με αεροσκάφος που είχε παραχωρηθεί από τον τότε Πρόεδρο των Η.Π.Α. Χάρρυ Τρούμαν ο νεοεκλεγής Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας έφτασε εκ Παρισίων στο αεροδρόμιο του Γεσίλκοϊ (Αγίου Στεφάνου) της Κωνσταντινουπόλεως την Κυριακή 23 Ιανουαρίου 1949. 4
Στο αεροπλάνο ανήλθε και τον χαιρέτησε τον νέον Πατριάρχη των Ορθοδόξων ο Νομάρχης τοη Πόλεως επιδίδοντάς του πλέον τουρκικό διαβατήριο ο οποίος εξερχόμενος εντυπωσίασε όλους μιλώντας εκτός των ελληνικών και στα τουρκικά, εκφράζοντας την εκτίμησή του στις αρχές και το πλήθος χριστιανών αλλά και των μουσουλμάνων που τον υποδεχόταν. Μάλιστα σχηματίστηκε μια τεράστια πομπή που κατευθύνθηκε στη κεντρική πλατεία Ταξίμ της Πόλης, όπου ο Αθηναγόρας κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο του Κεμάλ Ατατούρκ και μεταταύτα μετέβη στο Φανάρι που τον υποδέχθηκε ο Τοποτηρητής και η Ιεραρχία και πλήθος πιστών. Επί τριήμερο ενημερώθηκε εκεί επί των ζητημάτων της αρχιεπισκοπής του και ιδίως πως τώρα λειτουργεί από το 1941 ο «Οίκος των του Χριστού πενήτων» μόνον στην δυτική πέτρινη πλευρά των «Κωνσταντινιανών» και του «Ευγενίδειου» κτηρίων. Ο Πατριάρχης εγκαταστάθηκε στον β΄ όροφο του «Ευγενίδειου» κτηρίου, όπου υπάρχει το παρεκκλήσιο του Αγίου Ευσταθίου και το πατριαρχικόν κελλίον, καθώς και το επίσημο γραφείον του. Η ζημιά από την μεγάλη πυρκαϊά της 21ης Σεπτεμβρίου διότι από την έκταση των 4891 τ.μ. μόνον τα μισά 2354 τ.μ. παρέμειναν προς χρήση υπό του Πατριαρχείου. κάτι που το ταλαιπώρησε τον επί μισό αιώνα μέχρι το 1989. Η ιεροτελεστία της «Ενθρονήσεως» διεξήχθη κατά την αρχαίαν τάξη την Πέμπτη 27 Ιανουαρίου1949 και την προσφώνηση του εξ ονόματος της Ιεραρχίας ανέλαβε ο λόγιος μητροπολίτης Αίνου Γερμανός με εμπεριεκτική ομιλία του στηριζόμενη στην φράση εκ του βιβλίου του Βαρούχ (ε΄5-6) «Ανάστηθι και στήθι επί του υψηλού και περιβλέψε προς ανατολάς και ίδε συνηγμένα τα τέκνα σου» εκφράζοντας την ομόθυμονπροσδοκίαν κλήρου και λαού δια την ανάληψη από αυτήν την ώραν της υπάτης στην Εκκλησία διακονίας υπό πεφωτισμένου ανδρός περιωπής. Στην συνέχεια επεξηγεί τις «πολλές δεινές περιστάσεις που διέρχεται η Εκκλησία που απαιτούν έκτακτον άνδρα με νούν διορατικόν, βούληση ισχυράν και ηθικήν, καρδίαν αγαθήν και χείραν στιβαρά και ευρείαν διάνοιαν για να θέσει αρραγείς τις βάσεις της αναδημιοργίας».
Ο Πατριάρχης άρχισε τον ενθρονιστήριο λόγο του από το Πέτρειον αποστολικό κάλεσμα : «Αναστάς, πορεύου συν αυτοίς, μηδέν διακρινόμενος» (Πραξ. ι΄ 20) που αποτελεί θεία παρότρυνση προς μετάδοση στην Οικουμένη του ευαγγελικού μηνύματος προς Σωτηρία διά Ιησού Χριστού. Και δηλώνει ότι ήλθε εδώ με την ευμένειά της Ιεραρχίας για να συμπορευθώ μαζί της προς αποτροπήν κάθε δυσπιστίας προς την παραδοθείσα αλήθεια περι του Ιησού Χριστού και των αξιών που το Ευαγγέλιό του πρόσφερε στην ανθρωπότητα του Πλανήτη μας. Είπε: Ήλθα για να συμπορευθώ μαζί σας με προσευχή στον μεγάλο αγώνα με βαθειά πίστη για να κατακάτσει κοντά μας όπως στους προγόνους μας Άπτερη η νίκη όχι καθ’ υπερβολήν λόγου και σοφίας κατ’ άνθρωπον, άλλά ως δούλος και οικονομός των μυστηρίων του Χριστού, βλέποντας όλους κατάμματα ως αδελφούς του αυτού του αμπελόνος και ευχαριστώντας όλους για την υποδοχή και συγχαίρων τους πάντες για την εδώ ανθηρότητα αυτού του αμπελώνος.«Μονον δια της Θρησκείας οι άνθρωποι θα ειρηνεύσουν με εαυτούς και αλλήλους αφού η γενική ευτυχία προέρχεται μόνον με την συμφιλίωση, την συνδιαλλαγή και την συνεργασία. Είμεθα δυό λαοί που συζούμε μαζί επί αιώνες αρκεί να αντιλαμβανόμεθα ότι είμαθε το πλήρωμα πλανήτη της γής με κοινές ευθύνες και προς τούτο δεν υπάρχει πολυτικότερη ευλογία από την Ειρήνη Πάσι». 5 Το επισφραγισμα αυτό του ενθρονιστήριου λόγου του Πατριάρχη αναδείχθηκε και το «οικόσημο της πατριαρχίας του και ήλθε στην Άγκυρά να το καταθέσει για να δείξει στο κατεστημένο στη Αγκυρα, ότι ο εκ του εξωτερικού αφιχθείς νέος Ρωμιός Προκαθήμενος εκτιμά βαθύτατα την «εκ της Ιστορίας παρατεταμένη συμβίωση των δύο λαών στα εδάφη της Μικράς Ασίας ως κοινής πατρίδας» και ότι συνεχής αντιπαλότητα στοίχισε αφάνταστα στην ευημερία στους λαούς με το κοινό πεπρωμένο από τον Δημιουργό Θεό και που μάλιστα έχουν και πολλές κοινές πολιτιστικές αξίες αιώνων. Στην Άγκυρα μετέβη με πολυμελή κληρικολαϊκή Αντιπροσωπεία της ανθούσης ακόμη Ρωμαϊκής μειονότητας για να εκφράσει ο πατριάρχης Αθηναγόρας στον τότε πρωθυπουργό Ισμέτ πασά Ιννονού τις ευχαριστίες του, τόσον για την απονομή της τουρκικής υπηκοότητος, όσο και για του δείξει την νομιμοφροσύνη προς την εκάστοτε κυβέρνηση της χώρας του σεπτού ιερού κέντρου της Ορθόδοξης Οικουμένης.-
1. Πρόκειται για τον εκδιωχθέντα από την Άγκυρα στην Ελλάδα από το Φανάρι πατριάρχη Κωνσταντίνον Στ΄ τον Ιανουάριο του 1924 ως δήθεν «ανταλλάξιμον»!
2. Ο θάνατος αυτός έφερε στην εξουσία τον Ισμέτ πασά Ιννονού ο οποίος από την εποχή των συνομιλιών στη Λωζάννη βαραινόταν από αντιπατριαρχικό μένος που δεν πέτυχε να συμπεριλάβει στο πρωτόκολλο περι της «Ανταλλαγής των πληθυσμών» και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Άγκυρα πρεσβευτής του Χίτλερ ήταν ο διαβόητος φίλος του Φον Πάπεν που του είχε δηλώσει ότι όταν νικήσει ο Χίτλερ θα καταργούσε για την Τουρκία ότι προερχόταν από την «Συνθήκη της Λωζάννης»!
3. Κώδιξ Α΄β΄ 2 σ. σ. 168171 .ημερ. 1 Νοεβρ. 1948
4. Διερχόμενου της Ρώμης του αεροσκάφους ο Πατριάρχης παρεκάλεσε τον πιλότο να κάνει ένα κύκλο από επάνω της για να δεί το Κολοσσαίο και τον Αγιο Πέτρο, αφού ποτέ δεν είχε επισκεφθεί την πόλη αυτή στο παρελθόν, αυτό ήταν προμύνημα των θέσεών του για την καταλλαγή των διεκκλησιατιχ΄ων θέσεών του μήπως δόσει το ερέθισμα στον τότε αυστηρό πάπα Πίο ΙΒ τον Πατσέλλι΄(+1958) να ανταποδόσει την διάθεση προς καταλλαγή. Όταν διερχόταν από τον ελληνικό εναέριο χώρο, ανταλλάχθηκαν χαιρετισμοί μεταξύ Βασιλέως Παύλου και Πατριάρχη.
5. Και των δύο λόγων βλέπε πλήρη κείμενα στο περιοδικό «ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ» τ.24. (1959) σ.35-41.