Ο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΣΜΟΣ» ΕΝ ΕΤΕΡΑ ΠΟΝΗΡΗ ΜΟΡΦΗ
Περί τη «Μακεδονική Εκκλησία»
Ο Απόστολος των Εθνών Παύλος θεωρεί κάθε τι που χτυπά κατά πρόσωπο το έργο του Χριστού «σκόλοπα», δηλαδή «αγκάθι» δαιμονικής ενέργειας που παρεμβάλλεται τη σωστική λειτουργία της Εκκλησίας για να παρακωλύσει το έργο της ( Β΄Κορ. ιβ΄ 7). Ο «Αντίδικος» αυτός έχει χαρακτήρα σατανικού πειρασμού και ταυτοποιείται ως «Άγγελος Σατάν» και δοκιμάζειι τον Ίδιο τον Ιησού Χριστό από το Σαραντάριο όρος μέχρι τον ελαιώνα της Γεσθημανής. Στην πορεία της Εκκλησίας μέσα στο κόσμο «εμφανίζεται ως άγγελος φωτός!» (Β΄Κορ. 11:14) με διάφορα προσωπεία και συνεχώς αλλάζει μεταμφιέσεις για να αποκρύπτει τα ίχνη των πανουργιών του και να «εισενέγκη» στους ανθρώπους σε πειρασμούς υποσκάπτοντας την εσωτερική ενότητα εθνών και θεσμών.
Τον 19ο αιώνα εξ αφορμής της ανασυντάξεως των λαών της ανατολικής Ευρώπης σε έθνη στα άλλοτε εδάφη της παρηκμασμένης πλέον Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αρχίζει με τις λεγόμενες «αυτοκέφαλες» διοικήσεις και η «φυγοκέντριση» τοπικών Εκκλησιών από τη Μητέρα Εκκλησία της Κων/πόλεως. Παράδειγμα η αυθαίρετη εκκλησιαστική ανεξαρτοποίηση της Παλαιάς Ελλάδος στην οποία πρωτοστάτησε τότε η ετερόδοξη Βαυαρική βασιλεία της. Τότε επικρατούσε στη Ευρώπη το πολιτειοκρατικό δόγμα πως: «Σε όποιον ανήκει η βασιλεία ανήκει και η θρησκεία» ( Cuius region, eius religio) και για να τεθεί η Εκκλησία των ελευθεροθέντων πριοχών υπό τον απόλυτο έλεγχο του νέου κράτους χαρκεύθηκε επαναστατική ρήξη των τοπικών Μητροπόλεων και Επισκοπών με το θεσμικό κέντρο τους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ανενόχλητοι οι ελέγχοντες την εξουσία για να αποδυναμώσει την ισχύ του κλήρου δήμευσαν την από αιώνων εκκλησιαστική περιουσία. Αυτή η μέθοδος είχε εφαρμοστεί και στην ομόδοξη Εκκλησία στη Ρωσία από τον Μεγάλο Πέτρο όταν θέλησε να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις στην επικράτειά του. Γνώρισε τη μεγάλη επιρροή στον θρησκευόμενο ρωσικό λαό του πατριαρχικού θεσμού και γι' αυτό όταν απεβίωσε ο 10ος Πατριάρχης Μόσχας Αδριανός ( 1690-1700) δεν επέτρεψε την εκλογή διαδόχου του, αλλά διόρισε ο ίδιος Διοικούσα Μικρά Σύνοδο απόλυτα ελεγχόμενη από λαϊκό Επίτροπό του εδρεύουσα στην Αγία Πετρούπολη. Το ίδιο έπρατταν και οι διάδοχοί του τσάροι, γιατί πίστευαν πως ήταν οι μόνοι κληρονόμοι της ορθόδοξης βασιλείας της Μεσαιωνικής Ρωμιοσύνης και με αυτή την ιδεοληψία εμβολίασαν και τη τσαρική διπλωματία που με εργαλείο τον «Εθνοφυλετισμό» υπηρέτησαν τους στόχους τους μέσα στις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες διαδίδοντας έντεχνα τον Πανσλαβισμό τους.
Πρώτοι προσήλυτοι στην ιδεοληψία αυτή ήταν βουλγαρογενείς αρχιερείς που παρ' ότι μαθήτευσαν στην ελληνική παιδεία αναδείχθηκαν από το Φανάρι κατάλληλοι να ποιμάνουν τα πληρώματα των Μητροπόλεων τους χωρίς φυλετικές διακρίσεις. Δυστυχώς όμως τους παρέλαβε ο βουλγαρικός εθνικισμός ο οποίος άντλησε επιχειρήματα από τον «Αντιτόμο» που εξέδωσε το 1852 ο πολύς Φαρμακίδης και τους εφοδίασε με τη διαιρετική «Εκκλησιολογία» για να πολεμηθεί ο αποστολικός θεσμός της Εκκλησίας Κωνστ/πόλεως. Και αυτός μεν όταν έμαθε επίσημα ότι είναι ο θεωρητικός του Βουλγαρικού Σχίσματος έπεσε εμβρόντητος και απεβίωσε (Βλέπε Α.Π. «Συνοδικόν» τόμος Β΄. σ. 98), αλλά πρόσφερε σοβαρή εκδούλευση και στη «Εθνοφυλετική» πλάνη που καταδικάστηκε μεν Συνοδικά το 1872 αλλά και ενέπνευσε και την εκάστοτε Μοσχοβίτικη εκκλησιαστική τακτική μέχρι σήμερα με εσωτερικές «διαγνώμες» των ιεραρχών της έμπρακτα να καταδαφίζει την κανονική αποστολή και τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριαρχείου μέσα στην Ορθοδοξία γιατί διακονούνται από το Γένος μας. Έτσι σήμερα βλέπουμε ότι όχι μόνον το Πατριαρχείο Μόσχας κινείται προς την κατεύθυνση αμφισβητήσεως των δικαίων του Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και ο αραβόφωνος εκκλησιαστικός παράγοντας και τώρα στις αμφισβητήσεις προς τη Μητρότητα της Μεγάλης Εκκλησίας εισέρχεται και ο βουλγαρικός εκκλησιαστικός παράγοντας.
Πολυδιήγητη είναι η διαχρονική Ιστορία των σχέσεων των Βουλγάρων με τους Σέρβους στο χώρο των Βαλκανίων. Η Εθναρχούσα Σερβική Εκκλησία κατόρθωσε να συνάξει τις σκόρπιες σερβικές οικογένειες σε εθνική ενότητα και η «Συνθήκη του Βερολίνου» το 1878 αναγνώρισε την ομοιογένειά της και συστήθηκε πάλι η νέα κρατική οντότητα των Σέρβων. Αυτή η διεθνής αναγνώριση σχεδόν αμέσως τιμήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και με την εκκλησιαστική αυτονομία, που είχε η Μητρόπολη Καρλοβακίων όσο βρισκόταν μέσα στα ευρωπαϊκά όρια της Αυστροουγγαρίας. Η περιοχή του οθωμανικού νομού Καβάδαρ, που αντιστοιχούσε με εκείνη του Βαρδαρίου, ήταν πολυεθνικής συνθέσεως σε πληθυσμό γιατί στρατιωτικά και εμπορικά ήταν κομβικής σημασίας για τον έλεγχο της νότιας Σερβίας. Εκεί υπήρχαν Σερβογενείς και Βουλγαρογενείς ορθοδόξοι καθώς και περί τους 60.000 Ελληνορθόδοξους στις πατριαρχικές επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις οποίες εκ παραδόσεως εκλέγονταν και ελληνικής καταγωγής αρχιερείς. Κατά την τάξη του Συνταγματίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον 19ο αιώνα υπήρχαν εκεί τρις Μητροπόλεις: Η Πρεσπών και Αχριδών μέ έδρα το Κρούσοβο, η της Πελαγονίας με έδρα το Μοναστήρι (Μπίτολα) και η των Σκοπίων, όπου ο Μητροπολίτης φημιζόταν ως «Υπέρτιμος και Έξαρχος Άνω Μακεδονίας». Οι Ορθόδοξοι της περιοχής αποτελούσαν το 89% του πληθυσμού, όμως λόγω του Βουλγαρικού σχίσματος χωρίζονταν σε Έλληνες και Σέρβους «Πατριαρχικούς», ενώ οι Βούλγαροι αποτελούσαν τους «Εξαρχικούς». Στις πατριαρχικές επαρχίες το Φανάρι έστελνε πάντοτε φερέλπιδες και άλκιμους ιεράρχες άριστα καταρτισμένους θεολογικά και γλωσσικά και με εκκλησιαστικό φρόνημα για να ασκήσουν τα ποιμαντικά καθήκοντά τους. Το 1895, εξελέγη μητροπολίτης Πρεσπών και Αχριδών ο χιακής καταγωγής επίσκοπος Κλαυδιουπόλεως Αμβρόσιος Σταυρινός. Το φθινόπωρο του 1896, μετά το μυστηριώδη θάνατο του Σέρβου μητροπολίτου Σκοπίων Μεθοδίου δημιουργήθηκε εκεί τεταμένη κατάσταση και στάλθηκε από το Πατριαρχείο ως έξαρχος στα Σκόπια ο Αχρίδος για να ειρηνεύσει η περιοχή από τις οχλήσεις των Εξαρχικών της Σόφιας ως «ο καταλληλότερος παντός άλλου επί τόπου ευρισκόμενος ιεράρχης για να διερευνήσει την υπόθεση» Η κατάσταση εκεί είχε εκτραχηλιστεί σε σοβαρή αντιδικία Σέρβων και Εξαρχικών και το Φανάρι ως Μητέρα Εκκλησία υπέδειξε μέση κατάσταση και το Νοέμβριο του 1896 κατέστησε τον από Αχρίδος Αμβρόσιο σε μητροπολίτης Σκοπίων. Όμως η εκλογή αυτή ήταν ανεπιθύμητη στους Σέρβους της περιοχής γιατί ήθελαν ιεράρχη από τη Σερβική Ιεραρχία διάδοχο του Μεθοδίου και ζήτησαν από την Υψηλή Πύλη να αναγνωρίσει η εκεί σερβική εθνότητας ως μειονότητα για να τοποθετηθεί στη Μητρὀπολη Σκοπίων Σέρβος ιεράρχης που θα ήταν αποδεκτός από τον επιτόπιο σερβικό παράγοντα. Μάλιστα υπέδειξαν ως κατάλληλο και το πρόσωπο του κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Βελιγραδίου, αρχιμανδρίτη Φιρμιλιανού, ο οποίος μετά από πολλές περιπέτειες εξελέγη τον Οκτώβριο του 1899 μητροπολίτης Σκοπίων. Τότε ο Αμβρόσιος καταστάθηκε στη Μητρόπολη Πελαγονίας με έδρα το Μοναστήρι και συνεργάστηκε με το ελληνικό τοπικό στοιχείο και τις ελληνικές προξενικές αρχές για τη προώθηση στην εκεί ομογένεια της ελληνικής παιδείας για να αντιμετωπιστεί η βουλγαρική προπαγάνδα που διεκδικούσε μαχητικά την όλη περιοχή. Οι ελληνογενείς πληθυσμοί της περιοχής με τούς ιεράρχες τους πρόβαλαν μεγάλη αντίσταση στις ένοπλες διεκδικήσεις των Εξαρχικών μετά τη γνωστή Εξέγερση του Ίλιντεν 1903 και έγραψαν τις λαμπρές σελίδες πατριωτισμού με το Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908). Δυστυχώς όμως και μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1913 δεν μετριάστηκε ο λυτρωτικός παροξυσμός των Εξαρχικών. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προσχώρησαν στις λεγόμενες «Κεντρικές Δυνάμεις» ( Γερμανία και Αυστρία) και ο γερμανός στρατηγού φον Γκάλβιτς πολέμησε τους Σέρβους και κατέλαβε το 1915 Μοναστήρι προς ικανοποίηση των βουλγαρόφωνων. Όμως το 1916 ο γάλλος στρατηγός Σαράιγ εκδιώκει τους Εξαρχικούς από εκεί και ανακτάται η περιοχή από τους Σέρβους που τελικά αναγνωρίστηκε ως σερβικό έδαφος το 1919 με τη Συνθήκη του Νεϊγύ. Αυτά τα συμβάντα τα έζησε ο τότε αρχιδιάκονος Αθηναγόρας Σπύρου του Πελαγονίας Χρυσόστομο Καβουρίδη και έχω γράψει σχετικά. Εμείς οι Έλληνες μόνον μέσα στον 20ο αιώνα δεχθήκαμε τρις φορές (1912-13, το 1916-18 και το 1941-44) τις βουλγαρικές βαρβαρότητες της «εθνοφυλετικής» κακοδοξίας τους.
Στο διάστημα του Μεσοπολέμου, το 1934 η Γ΄ Κομμουνιστική Διεθνής, γνωστή ως Κόμιντερ, διαμόρφωσε «Μακεδονισμό» κατά τις βουλγαρικές επιδιώξεις προς καθοδήγηση των πρακτόρων της στην Ελλάδα και στη Σερβία. Το 1941 οι Βούλγαροι εθνικιστές συμμάχησαν με το Ναζιστικό κράτος και πέτυχαν ως αντάλλαγμα την αμαχητί κατάληψη ελληνικών και σερβικών εδαφών το 1941-1944, όπου με πρωτοφανή σκληρότητα επιδόθηκαν σε γενοκτονίες και σε ληστείες μονών για να επιβάλουν τη κυριαρχία τους. Όμως ο Κροάτης αντάρτης Ιωσήφ Μπρόζ, γνωστός ως Τίτο, αντελήφθηκε ότι ο πόλεμος έκλεινε υπέρ των Συμμάχων και το 1943 άρχισε να οργανώνει σε λαϊκό ομόσπονδο κράτος τη Γιουγκοσλαβία σύμφωνα με τις υποδείξεις της Γ΄ Κόμιντερ. Στη νέα κρατική οντότητα για τη νότια χώρα του στηρίχθηκε πλησιέστερα προς το βουλγαρικό λυτρωτισμό παρά στους Σέρβους. Όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία των Σέρβων στάθηκε προστάτης της πατροπαράδοτης ευσεβείας του λαού της και ζήτησε την επιστροφή στην προπολεμική «Συναλληλία» των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας και στο νέο λαϊκό Γιουγκοσλαβικό κράτος με τη στήριξη του κληρου και του λαού κάτι που ενόχλησε το «στρατάρχης» και αποφάσισε να τους διχάσει εκκλησιαστικά. Το ίδιο σχέδιο εφήρμοσε στην αρχή και ο Λένιν στη Ρωσία. Για να το πετύχει το νέο καθεστώς αγκάλιασε τους δήθεν «προοδευτικούς» και με λαοσυνάξεις αμφίβολης συνθέσεως και με παρτιζάνους, που αυτοκλήθηκαν «Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις», επιχείρησε το 1945-1946 να κλονίσει την εκκλησιαστική σταθερότητα και ενότητα των ὀρθοδόξων χριστιανών της προς νότο Σερβικής Εκκλησίας με το πλαστογράφημα του «Μακεδονισμού» της Κόμιντερ ρωσικής κατασκευής. Έτσι το 1958 εφευρέθηκε ο «σκόλοπας» της σχισματικής «Μακεδονικής Εκκλησίας» που επί 60 χρόνια παραμένει «ακοινώνητος» για την Οικουμενική Ορθοδοξία. Και τούτο διότι η πραγματική «Εκκλησιολογική» της υπόσταση ειναι «εθνοφυλετική» και εμπνέεται από τις Σαμουήλειες χιμαιρικές ελπίδες για τη «μεγάλη Βουλγαρία». Στη πραγκατικότητα ο «σκόλοπας» αυτός όσο διαπράττει ακάνονη εισπήδηση παραμένει αντιεκκλησιαστικό εκτόπλασμα μέσα στο κανονικό έδαφος της αδελφής Εκκλησίας της Σερβίας.
Τώρα που αρχίζει να ξεκαθαρίζει ο ορίζοντας στο κράτος των Σκοπίων οι Βουλγαρογενείς «Μακεδόνες» αιφνίδια απέκτησαν στέρηση του μητρικού θηλασμού τους και ζητούν από τους εν Σόφια «σιτευτούς» της Μόσχας να αγνοηθούν οι Ιεροί Κανόνες και η Εκκλησιαστική Ιστορία! Μήπως φαντάστηκαν πώς μπορεί να επιβεβαιωθεί εκείνο που είπε ο Λακεδαιμόνιος στρατηγός Λύσανδρος: Μήπως «Ότι δεν κατορθώνει η δορά του λέοντος, το επιτυγχάνει η δορά της αλεπούς»; Όμως τη κανονική τάξη την περιφρουρεί υπεύθυνα η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία και ο λαός της εκ παλαιού γνωρίζει : πως «η Ιστορία είναι καθρέπτης ενός λαού» και ότι το «βλέμμα το χαμηλό είναι συνήθως και βλέμμα πονηρό»! Α.Π.