ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΚΗΣ «ΑΦΗΣ» ΤΟΥ «ΑΓΙΟΥ ΦΩΤΟΣ».
Από τον Αριστείδη Πανώτη.
Η αξιοπιστία της συγκλονιστικής ιεροτελεστίας που συμβαίνει κατ' έτος στα Ιεροσόλυμα, απασχολεί όχι μόνον τους πιστούς και τους δύσπιστους, σάν τον Απόστολο Θωμά, αλλά και όσους επιχειρούν να κλονίσουν τις πεποιθήσεις αιώνων των Ορθοδόξων λαών της Ανατολής. Γι 'αυτό είναι χρήσιμο να αναφερθούμε σε μερικά γεγονότα από την αρχαιότατη Ϊστορία αυτής της μυσταγωγικής αφής του «Αγίου Φωτός».
Η αξιοπιστία της συγκλονιστικής ιεροτελεστίας που συμβαίνει κατ' έτος στα Ιεροσόλυμα, απασχολεί όχι μόνον τους πιστούς και τους δύσπιστους, σάν τον Απόστολο Θωμά, αλλά και όσους επιχειρούν να κλονίσουν τις πεποιθήσεις αιώνων των Ορθοδόξων λαών της Ανατολής. Γι 'αυτό είναι χρήσιμο να αναφερθούμε σε μερικά γεγονότα από την αρχαιότατη Ϊστορία αυτής της μυσταγωγικής αφής του «Αγίου Φωτός».
Το αγιασμένο έλαιο του Μυστηρίου του Ευχελαίου της Μεγάλης Τετάρτης που περίσσευε, ριχνόταν στην ακοίμητη κανδήλα του ναού και ανανέωναν και το φως της με το ευλογημένο φως του Ευχέλαιο το οποίο κρατούσαν άσβηστο μέχρι τα μεσάνυκτα του Μεγάλου Σαββάτου. Κατά την έναρξη της Ακολουθίας του Όρθρου της Κυριακής του Πάσχα τοποθετούσαν την ακοίμητη κανδήλα με το φως του Αγίου Ευχελαίου επί της Αγίας Τραπέζης του ναού και από εκεί ο ιερέας άναβε τη πασχαλινή λαμπάδα του με το Σταυρό και τα πασχαλινά άνθη για να δώσει το «Φως Χριστού» στους πιστούς.
Ως φοιτητής είχα στενή φιλία με το μακαριστό συνάδελφός μου Γιάννη Φουντούλη, όταν ζούσε στο μετόχι του Βύρωνα, καθώς και με το εκεί Σιμωνοπετρίτη παπά Φώτιο. Μία από τις συζητήσεις μας περιστράφηκε γύρω από τούς διαμορφωθέντες με ελευθερία λειτουργικούς τύπους μέχρι τον Η΄ αιώνα. Με αφορμή το ενδιαφέρον μου αυτό μελέτησα το σημαντικό αρχαίο «Όδοιπορικό» της προσκυνήτριας Αιθερίας που επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους μεταξύ των ετών 381-384. Το ενδιαφέρον μου επικεντρώθηκε στο θέμα του Παναγίου Τάφου και ειδικά για να διακριβώσω τη τελετουργία κατά την ημέρα του Αγίου Πάσχα στο ναό της Αναστάσεως, στα Ιεροσόλυμα.
Όταν το 1956-1958 σπούδαζα στο Παρίσι κοντά στο Α. Grabar, επιδἰωξα να ασχοληθώ με τα Βυζαντινά μνημεία της Τζιάς που είχα εντοπίσει τὸ 1952. Σε δύο ναούς της Κέας υπήρχαν δύο αξιόλογες «Αναλήψεις» ΙΒ΄ και ΙΔ΄ αιώνα και επιδίωξα να τις ερευνήσω. Ο μακαριστός μεγάλος βυζαντινολόγος τότε μου υπέδειξε τις έκτυπες παραστάσεις με το θέμα των φιαλίδιων του «Αγίου Ελαίου» που διασώθηκαν στο καθεδρικό ναό της Monza της Ιταλίας, που είχε εκείνος πρώτος δημοσιεύσει. Από αυτή τη προσπάθειά μου μπόρεσα να δημοσιεύσω στην ΘΗΕ, που ήμουν ο αρχισυντάκτης της, μόνον μία έρευνά μου, περί της προελεύσεως της εικόνος της Αναλήψεως ( τ. Β΄. στ. 509-514). Σ' αυτά τα φιαλίδια μεταξύ των άλλων απεικονίζονταν και η αρχική μορφή του Παναγίου Τάφου που περικλειόταν «σε κιγκλίδωμα» και εξ αυτού άρχισα και πάλι αργότερα να ασχολούμαι με το «Οδοιπορικό» της Αιθερίας.
Σ΄ αυτό πρόσεξα ότι κατά την αγρυπνία του Αγίου Πάσχα γίνονταν οι «προς το Φώτισμα» βαπτίσεις των κατηχούμενων, κάτι που συνέβαινε και στη Ρώμη και στη Κων/πολη. Ο επίσκοπος της Αγίας Πόλεως μετά τη βάπτιση και την ένδυση των νεοφώτιστων «τους οδηγούσε κατ' αρχή στη Ροτόντα της Αναστάσεως» καιπήγαινε «πίσω από το κιγκλίδωμα»στα ενδότερα του Πανάγιου Τάφου. Τη στιγμή αυτή «ενώ κάνει εκεί προσευχήγι' αυτούς που βάπτισε αυτοί ψάλλουν ύμνους. Η μοναχική είσοδος του επισκόπου στο στενό χώρο του Παναγίου Τάφου γινόταν εκεί γιατί επί του Παναγίου Τάφουφυλάσσονταν τα δύο αγιαστικά μέσα που τελειοποιούσαν το Μυστήριο του Βαπτίσματος και είχαν αποκτήσει τη χάρη της ιερότητας του χώρου. Αυτά είναι το «Μυστικόν Έλαιο» της λυχνίας για τη χρήση των βαπτισθέντων,κατά τονκατηχητή Ιεροσολύμων Κύριλλο (348-387) (MINGE P.G. τ.33 στ.1092. ΒΕΠ. τ.39 σ.254) και εξ αυτής της λυχνίας γινόταν η αφή του «Φωτός του Χριστού» που «φαίνει πάσι». Η λυχνία αυτή βρισκόταν στον εσώτερο χώρο του Ζωοποιού μνήματος, όπως άλλοτε στα Άγια του ναού του Σολομώντα υπήρχε η Επτάφωτη Λυχνία για να φωτίζει ο χώρος ήταν αδύνατο να φωτιστεί άλλοθεν Η θέση της λυχνίας μάλλον προσδιορίζεται από μία αρχαία απεικόνιση του Παναγίου Τάφου και του τρούλλου της Ροτόντας του 6ου αιώνα που βρίσκεται στο Museo Sacro tου Βατικανού και μελέτησε ο Grabar.
Η περάτωση του τελέσματος του βαπτίσματος συντελείται όταν οι βαπτισθέντες φέροντες πλέον λευκούς χιτώνες προσέρχονται στον Πανάγιο Τάφο για να σφραγιστούν από τον επίσκοπο α) δια του «Μυστικόν Έλαιο» και β) για να ανάψουν με το ακοίμητο «Φως του Χριστού» τη λαμπάδα τους. Μετά ταύτα οι βαπτισθέντες ως τέλειοι πιστοί λιτανευτικά εισοδεύθηκαν στη Βασιλική του Μαρτυρίου από τον επίσκοπο για τη πρώτη συμμετοχή τους στα εκεί δρώμενα και τέλος στη Θ. Ευχαριστία και στη Μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων.
Η σφράγιση με το «Μυστικό Έλαιο» γινόταν με το δάκτυλο του δείκτη στο μέτωπο των βαπτισθέντων και στη λαμπάδα μεταδιδόταν το «Φως» της «Πασχάλιας χαράς» για τη νέα εν Χρισώ ζωής τους. Αυτή η τελετουργία του ανάμματος της λαμπάδας είναι μάλλον η αφετηρία της τελετής του «Αγίου Φωτός» και επειδήδεν ήταν τότε δυνατό να μεταφερθεί το Άγιο Φως στις μακρινές πατρίδες των προσκυνητών και μεταφερόταν μόνον το «Μυστικό Έλαιο» που εθεωρείτο φυλακτήριο για τις οικογένειές τους και τελικά τα φιαλιδία προσφέροταν για την ιερότητα τους στο σκευοφυλάκιο της τοπικής επισκοπής του Monza,
Το «Καινό Μνημείο», που ο ακριβής τόπος του ήταν «δεδηλωμένος» από μακρού όπως μαρτυρεί ο πρώτος ιστορικός της Εκκλησίας Ευσέβιος που έζησε από το 269-339 και έγραψε τα της ευρέσεως το 326 (Βίος Κωνσταντίνου 3,26) «του σωτήριου άνδρου» του Παναγίου Τάφου καὶ κρατήθηκε αυτό ακέραιο μετά τον εκβραχισμό για να κτιστεί η Ροτόντα της Αναστάσεως και η Βασιλική του Μαρτυρίου του Γολγοθά. Ο «δεδηλομένος χώρος» εξ αρχής περιβλήθηκε με κιγκλίδωμα που διατηρήθηκε περίπου γιά τρεῖς αιῶνες μέχρι που καταστράφηκε για πρώτη φορά το 614 από τους Πέρσες. Όμως αναστηλώθηκε και από το 638 παρέμεινε σεβαστός τόπος τιμής του Ιησού με τη Συνθήκη του Ιεροσολύμων Σωφρονίου και του Χαλίφη Ομάρ. Όμως μετά τέσσερις αιώνες περίπου, παρά τις επιδρομές, σεισμούς και την πυρκαϊά του 938 που υπέστη, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1009 δέχθηκε νέα καταστροφή με τη βάρβαρη διαταγή του παράφρονα νεαρού Χαλίφη Χακήμ εκ των Φατιμιδών της Αιγύπτου ο οποίος σχεδόν ισοπέδωσε τον Πανάγιο Τάφο. Αυτό προκάλεσε την μεγάλη αγανάκτηση του χριστιανικού κόσμου και γέννησε την απαρχή τις αντιδράσεώς του κατά τις επιθετικότητας των Αράβων που εξώθησε στην αντιπαλότητα προς το Ισλάμ και προκάλεσε το θρησκευτικό κίνητρο των Σταυροφοριών. Τελικά η αδελφή του φανατικού Χαλίφη, Σάλεκ Μελούκ το 1021 για να σταμάτησε τη καταστροφική μανία του τον δηλητηρίασε.. Από τότε άρχισαν οι φιλικές σχέσεις των Αράβων με τούς Έλληνες τον Ρωμανό Γ΄ τον Αργυρώ (1026--1034) και με τον Κωσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο (1042-1055) και τελείωσε το 1048 η ανακαίνιση του ναού της Αναστάσεως
Από ο πανίερος τόπος που απέμεινε εκ του Ζωοποιού Τάφου διαδοχικά «επενδύθηκε» με κελύφη επιμαρμαρώσεων, κάτι που συνεχίστηκε και στους μετά ταύτα αιώνες μέχρι τη πυρκαϊά του 1808 που αμέσως το Γένος μας ανάλαβε το 1810 και πάλι την αποκατάστασή του με το Μυτιληνιό «κάλφα» Κομνηνό. Ήδη από τις αρχές του ΙΒ΄ αιώνα διάφοροι χρονικογράφοι μαρτυρούν σαφέστερα την τελετουργική αφή του Αγίου Φωτός και μάλιστα το 1107 τη παρηκολούθησε και ο Ρώσος ηγούμενος Δανιήλ. Επηκολούθησε η περίοδος των Σταυροφόρων (1099-1149), που άλλαξε τη μορφή του ναού και μετά ήλθαν οι Μαμελούκοι (1333-1517) και οι Οθωμανοί μέχρι το 1917 και μετά από το 1968 οι Ισραηλινοί.
Το Πάσχα του 1984 ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Διόδωρος ο Καρίβαλης με κάλεσε να ζήσω κοντά του τις Άγιες Ημέρες. Συνδεόμεθα φιλικά από το 1952 που ήλθε στη Θεολογική Σχολή των Αθηνών. Ήταν μία έκτακτη χρονιά συνεορτασμού του Αγίου Πάσχα από όλους τους εκεί χριστιανούς και προσφερόταν για την εκ του πλησίον σπουδή εκείνου που πριν 150 χρόνια έγραψε ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμος «ὀτι όλοι τέλος πάντων συμπροσεύονται στον Ίδιο Χριστό, χωρίς τις δεσμευτικές διατάξεις του μερισμού». Έτσι θέλησα να ζήσω το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου τη άτυπη αυτή συμπροσευχή γύρω από τον Π. Τάφο των πιστών όλως των Εκκλησιών της Ανατολής κατα την αφή του «Αγίου Φωτός». Ήταν μια αφορμή για να διαπιστώσω πόσο τραγικά ανόητοι είναι όσοι οχυρώνονται πίσω από κάποιους κανόνες άλλων εποχών, που παρερμηνεύονται γιατί αγνοείται η αφορμή της θεσπίσεώς τους. Ζήτησε από το Πατριάρχη να είμαι πολύ κοντά του και έμαθα κάποιες διαδικασίες για να σβήσιμο τα κεριά με τη παλάμημου που με κλόνισαν. Όμως κατά παράκληση φίλων είχα προμηθευθεί πέντε δεσμίδες με 33 κεριά εκάστη για να τις ανάψω. Ξέρω πώς όταν και μία σταγόνα ζεματιστού κεριού όταν τρέξει στο χέρι προκαλεί τρομερό πόνο και αναλογιζόμουν τη περιπέτεια.
Τη κρίσιμη στιγμή στεκόμουν εμπρός στη πόρτα του Αγίου Κουβουκλίου που κατασκευάστηκε επί πατριαρχίας Πολυκάρπου, «δι' ελέους των Ορθοδόξων Ρωμαίων» περιβαλλόμενος από συνωθούμενων πλήθος. Όντως οι στιγμές ήταν συγκλονιστικές. Περιεργαζόμουν τη πρόσοψη του Κουβουκλίου με σβηστά τα κανδήλια μέχρι τα γύρω υπερώα και ήμουνα έτοιμος να φωτογραφίσω τη στιγμή της εμφανίσεως του Πατριάρχη με τις δάδες. Κάποιος άγνωστου που στεκόταν υψηλότερα πίσω μου με αποθανάτισε. Σε λίγο βλέπω μία περιέργη λάμψη χιλιάδων φλάσ που λάμπρυνε το τόπο. Σε λίγο βγαίνει ο Αρμένιος κληρικός με την αναμμένη δάδα και ακολουθεί ο Πατριάρχης με υψωμένα χέρια που κρατούσαν τούς δύο αναμμένους πυρσούς. Κρεμώ στο λαιμό τη μηχανή και σπεύδω να ανάψω τη πρώτη δεσμίδα μου. Ο Πατριάρχης προστατευόμενος από κληρικούς και αστυνομικούς πηγαίνει προς το Καθολικό της Αναστάσεως. Εγώ βαδίζω αντίθετα και εισέρχομαι στο προθάλαμο του Π. Τάφου, εκεί υπάρχει σε μικρή στήλη φυλαγμένο μικρό τεμάχιο του Αγίου Λίθου του Τάφου (0,29x Ο, 29). Με τη μηχανή στο λαιμό και στο αριστερό χέρι τη σακούλα με τις τέσσερις δέσμες κεριών, ενώ κρατούσα στη δεξιά την αναμμένη δέσμη με το Άγιο Φως. Στάθηκα στην αριστερή πλευρά του τετράγωνου αυτού προθάλαμου και άρχισα τη διαδικασία διαδοχικής αφής των άλλων τεσσάρων δεσμίδων. Όταν από τη πρώτη άναψα τη δεύτερη και έπρεπε να σβήσω τη πρώτη με τρόμαξε το μέγεθος της φλόγας και δειλίασα! Τότε τόλμησα! Είπα καθ' εαυτόν:: «Ας παλαμίσω τα κεριά και ας καώ»! Και το έπραξα! Όταν διαπίστωσα πώς η τεράστια φλόγα με τα αναμμένα φυτίλια και το καυτό κερί έσβησαν στη παράμη μου χωρίς να με καύσουν κυριολεκτικά συγκλονίστικα για την ακαΐα της παλάμης μου. Αμέσως άρχισα να ανάβω και να σβήνω τις λοιπές δεσμίδες και προχώρησα προς τον Πανάγιο Τάφο. Γονάτησα καιτον προσκύνησα και ἐπεσα πρηνής στο έδαφος του δοξάζοντας το Θεό γι' αυτή την εμπειρία μου. Φέροντας στη δεξιά την πέμπτη δέσμη αναμμένη και υπό μάλης τη σακούλα με τις σβησμένες τέσσερις δεσμίδες των κεριών βγήκα από το Άγιο Κουβούκλιο και μηχανικά έστρεψα το βλέμμα μου στις κανδήλες που εξωτερικά το κοσμούν και τις βλέπω αναμμένες! Ένδακρυς πλέον ευχαριστούσα το Κύριο για το γεγονός που έζησα και βάδισα προς το Καθολικό της Αναστάσεως για να συναντήσω τον Πατριάρχη .
Αυτή τη προσωπική εμπειρία μου δεν μπόρεσα ποτέ να κρύψω και να τη διηγούμαι σε όσους με γνωρίζουν. Αναλογιζόμουν ότι αυτό το θαύμα πίστεως το συμμεριζόμουν με Ορθόδοξους, Αρμένιους, Κόπτες, Αιθίοπες και Σύρορθόδοξοι και διερωτόμουνα όλοι εμείς «αυταπατώμεθαι» από μιά «αιώνια παράκρουση»; Όμως ξέρω ότι οι παρακρούσεις σύντομα διαλύονται και δεν παραμένουν ως αιώνια κατάσταση. Αντέχουν στο χρόνο όσα βρίσκονται πέρα από τη λογική ως «ου βλεπόμενα» πράγματα από τον κόσμο τούτο και δοξάζω τον Αναστάντα Κυρίου γιατί μέσα από τη παλάμη μου, σάν ἀλλο «τύπο των ήλων» ακούσω τη φωνή που κάποτε άκουσε ο Απόστολος Θωμάς όταν από «δύσπιστος έγινε πιστός».
Από την αφή αυτή βέβαια απουσιάζουν οι Ρωμαιοκαθολικοί της Αγίας Γης. Όμως αυτή δεν οφείλεται σε δυσπιστία για το «τέλεσμα» στο Π.Τάφο ή σε άλλο λόγο που εφευρίσκουν οι άσπονδοι επικριτές τους. Εκ παλαιοὐ είναι αυστηρά προσηλωμένοι στην εκκλησιαστική τάξη τους. Κατά την έναρξη του Εσπερινού του Πάσχα, δηλαδή το Μεσονύκτιο του Μεγάλου Σαββάτου, κατόπιν Ιερής Ακολουθίας ανάπτεται με κάρβουνα έξω από τους ναούς τους «ανθρακιά» και από εκεί με τελετουργικό τρόπο αποσπούν τη πλέον δυνατή φλόγα από την οποία ανάβουν τη μεγάλη «Πασχάλια λαμπάδα» τους.
Αυτή τιμητικά τοποθετείται στα δεξιά του θυσιαστηρίου τους και αποτελεί σύμβολο φωτισμού κλήρου και λαού ως φέρουσα το «Φως του Χριστού» στο κόσμοεπί 40 ημέρες μέχρι της Αναλήψεως γι' αυτό και περικοσμείται με σύμβολα και αριθμούς. Το κέντρο σφραγίζεται με το Τίμιο Σταυρό και το Α και Ω. και εκατέρωθέν του γράφεται η χρονολογία του Πάσχα και διάφορα άλλα σύμβολα που δεν υφίστανται σε μας.
Το φως της Αναστάσεως είναι ανέσπερο και για αυτό πάντα φωτίζει το δρόμο της αγάπης, της καταλλαγής για να χαρίζει στην Εκκλησία ειρήνη, στην ανθρωπότητα ευλογία και στο Γένος μας προστασία. Η δε Ανάσταση του Χριστού συνοψίζει όλες τις άλλες μνήμες του «Δωδεκάορτου» που περιλαμβάνονται στον εορταστικό κύκλο του Ενιαυτού της Κυρίου. Η Ανάσταση επιβεβαιώνει τη πέραν του τάφου ζωή και για αυτό αποτελεί και τη μοναδικά αληθινή προσαγόρευση μας:
«Το Χριστός Ανέστη» που φέρνει στα χείλη μας «Το Αληθώς Ανέστη ».-
Α.Π