ΤΟ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ»
ΚΑΙ Ο ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ ΣΠΥΡΟΥ (1910-1917)
Του Αριστείδη Πανώτη
Η πρόσφατη δήλωση του διαπρεπούς καθηγητή της Ιστορίας από την Οξφόρδη Ρόμπιν Λέιν Φόξ περί της ελληνικότητας του Μακεδονικού βασιλείου της Βόρειας Ελλάδας, έφερε στη μνήμη μου όσα προ πολλών ετών μου εμπιστεύθηκε ο μακαριστός πατριάρχης Αθηναγόρας περί του «Μακεδονικού Ζητήματος» τα οποία και διασταύρωσα με προσωπικές έρευνές μου στα αρχεία του ΥΠΕΞ.
Αυτά τα καταγράφω όχι μόνον γιατί πάντα έχουν επικαιρότητα, αλλά γιατί είναι διδακτικά από εκκλησιαστικής και εθνικής πλευράς για τις νεότερες γενεές. Σε μια περίοδο που βάλλεται η μνήμη του πρωτεύοντος αυτού ιεράρχη της Εκκλησίας με ανόσιες και αισχρές φαντασίες και ψεύδη κάποιου τυμβορύχου ρασοφόρου, που άγευστος της τεράστιας προσφοράς του Ἀθηναγόρα στην Εκκλησία και στο Γένος μας, επιχειρεί και πάλι να εκμαυλίσει αναγνώστες στον διεστραμμένο φανατισμό του. Ο κακετρεχής αυτός τύπος ας διαβάσει παλαιό άρθρο του ταπεινού δασκάλου που ευλογήθηκε να γνωρίσει όσο ελάχιστοι το ορθόδοξο και πατριωτικό φρόνημα του μακαριστού Πατριάρχη. Και μάλιστα καταστάθηκε μάρτυρας ιστορικῶν στιγμών μαζύ του στο Φανάρι καθὼς και της καλογερικής και συνεπέστατης βιωτής του, αλλά και της φωτεινής διακονίας όπου η Θεία Πρόνοια τον έταξε. Η γνώσεις του για το ποιός ήταν στην πραγματικότητα ο πατριάρχης Αθηναγόρας δεν προήλθε βέβαια από το «αντιπατριαρχικό πεζοδρόμιο» των μόνιμων υβριστών του, αλλά από τις πολυετείς αρχειακές μελέτες της εκκλησιαστικής ζωής τοῦ 20ο αιώνα, τις οποίες διασταύρωσε με τις διηγήσεις του σπουδαίου αυτού Ηπειρώτη Πατριάρχη καὶ οι οποίες έχουν μαγνητογραφηθεί και βρίσκονται στο αρχείο του συγγραφέα.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και όχι η ελλαδική «αυτοκέφαλη» διοίκηση, πάλεψε από τα μέσα του 19ου αιώνα με την πανίσχυρη τσαρική διπλωματία για να ματαιώσει τον «εκσλαβισμό» της ελληνικής Μακεδονίας. Ο σοφός πατριάρχης Γρηγόριος Στ΄ (1868) χρώμενος το κανονικό του δικαίωμα μέσα στην δικαιοδοσία του να διαρρυθμίζει τα όρια των μητροπόλεών του, διασφάλισε την ελληνικότητα των επαρχιών στη Θράκη και στη Μακεδονία, ξεχωρίζοντας τους Ελληνορθοδόξους από τους σλαβόφωνους που είχαν προσχωρήσει στο «Βουλγαρικό σχίσμα». Η σοφή αυτή πατριαρχική πράξη ήταν θεμελιώδης για την αυτοτέλεια των Μητροπόλεων αυτών από κάθε σλαβόφιλη εισβολή από τον βορρά. * Βλέπε Συνοδικό τ.Β΄ σσ.176-177.
Όταν στις αρχές του 20ου αιώνα άρχισε η νέα φάση διεκδικήσεως των περιοχών αυτών απο τον βουλγαρικό κομιτάτο ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ ανασύνταξε το δυναμικό της Εκκλησίας και προώθησε τα κατάλληλα στελέχη του στις μητροπόλεις και στα σχολεία τους. Αυτά τα στελέχη δεν αγρεύτηκαν από κύκλο «μνηστήρων» της αρχιερωσύνης, αλλά από την Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Εκεί, επιλεγμένοι ευέλπιδες νέοι μορφώνονταν πραγματικά εκκλησιαστικά και θεολογικά και προ πάντων εκεί τους διαμορφώναν φρόνημα και συνείδηση εκκλησιαστική, κάτι που απουσίαζε από τους απόφοιτους της Θεολογικής Σχολής των Αθηνών με τα γνωστά αποτελέσματα που κακοφόρμισαν στη ζωή της ελλαδικής Εκκλησίας και χρήζουν κάποτε ειδικής αναλύσεως. Όποιος ιεράρχης του Θρόνου ήθελε να αποκτήσει ικανούς συνεργάτες επισκεπτόταν την Χάλκη για να τους «στρατολογήσει». Από τον σχολάρχη μάθαινε τα της πρόοδου και των χαρισμάτων του κάθε νέου και όταν τον επισήμαινε τότε ανελάμβανε τα έξοδα των σπουδών του μέχρι την χειροτονία του. Όσοι δεν είχαν αποκτήσει «Γέροντα» βρίσκονταν στην διάθεση του Πατριαρχείου και εκεί ρυθμιστικό ρόλο έπαιζαν οι επίλεκτοι κληρικοί του, όπως έπαιξε ρόλο για τον Αριστοκλή Σπύρου ο Μέγας Πρωτοσύγκελλος Αθηναγόρας Ελευθερίου, που φρόντισε για τη χειροτονία του Αριστοκλή και του έδωσε και το όνομά του.
Ως ιεροσπουδαστής στη Χάλκη ο Αθηναγόρας συνδέθηκε φιλικά με τον πρεσβύτερο κατά τρεις τάξεις Ίμβριο Παναγιώτη Δημητριάδη. Ο ιεροσπουδαστής αυτός στάθηκε δυο φορές πραγματικός φίλος του. Η πρώτη ήταν να τον συστήσει στον Πελαγωνείας Στέφανο και η δεύτερη να φύγει από το Άγιον Όρος και να «μεταπεμφθεί» στην Αθήνα, επειδή εγνώριζε «γραφομηχανή», ως γραμματέας του νέου μητροπολίτη Αθηνών Μελετίου. Ο Δημητριάδης, τότε ως ιεροδιάκονος Πολύκαρπος, είχε εργασθεί «λίαν ευδόκιμα» στη Μακεδονία από το 1907 κοντά στον μητροπολίτη Εδέσσης Στέφανο Δανιηλίδη, ως αρχιερατικός επίτροπος και ως επιθεωρητής των σχολείων στη Νάουσα, στη Γευγελή, στη Θεσσαλονίκη κ.α.. Όμως, όταν το Πατριαρχείο μετέθεσε τὸν Στέφανο το 1910 στην ευπαθή πολυεθνική μητρόπολη Πελαγωνείας δεν θέλησε να τον ακολουθήσει. Τότε ο Δημητριάδης συνέστησε στον «γέροντά» του τον τελειόφοιτο διάκονο Αθηναγόρα Σπύρου ως το κατάλληλο πρόσωπο γιά να αναλάβει πλησίον του τη γραμματεία της Μητροπόλεως και την επιστασία των σχολείων της. Έτσι, όταν έφθασε στο Φανάρι για το Μέγα Μήνυμά του ενώπιον του πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, ο νέος Πελαγωνείας, μετέβη και στη Χάλκη για να γνωρίσει τον Αθηναγόρα και εκεί συμφώνησαν να τον ακολουθήσει στη νέα του επαρχία.
Η Μητρόπολη Πελαγώνειας μέχρι το 1917 ήταν 14η στην τάξη του «Συνταγματίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου» και ο μητροπολίτης της είχε τον τίτλο του «Υπερτίμου και Εξάρχου άνω Μακεδονίας», όπως και η 50η Μητρόπολη των Σκοπίων! Την εποχή εκείνη συνεχιζόταν η διεκδίκηση του μακεδονικού χώρου όχι μόνον από τους Βουλγάρους κομιτατζήδες, αλλά και από τους Σέρβους και από τους Αλβανούς. Ταυτόχρονα είχε ξυπνίσει θηριώδης ο απειλούμενος Νεοτουρκικός εθνικισμός που επιδίωκε με κάθε μέσο να κρατήσει στην κατοχή του όλες τις ευρωπαϊκές επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας και μηχανευόταν δόλια μέτρα για να καταστείλει κάθε αντίσταση των λαών της Βαλκανικής. Αυτά όμως είχαν αντίθετα αποτελέσματα και προκάλεσαν την τριεθνή συμμαχία Ελλήνων, Σέρβων και Βουλγάρων, που συνέπραξαν στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο 1912-1913.
Η έδρα της Μητροπόλεως Πελαγωνείας βρισκόταν στο Μοναστήρι, τα σημερινά Βιτώλια των Σκοπίων, που ήταν τότε και η πρωτεύουσα του τουρκικού νομού Καβαδάρ, στον οποίο κατοικούσαν περί τις 60.000 Ελληνορθόδοξοι! Επειδή είχε κομβική σπουδαιότητα το οδικό του δίκτυο για όλη τη Μακεδονία, ήδρευε εκεί και το Τουρκικό Επιτελείο, για να ελέγχει στρατιωτικά την μείζονα περιοχή, αλλά υπήρχε εκεί και το Ελληνικό Προξενείο, για να προστατεύει την εκεί πολυπληθή ομογένεια. Όταν ο Αθηναγόρας φθάνει στο Μοναστήρι εγκαθίσταται σε ένα κοινοτικό δωμάτιο του περιβόλου της Μητροπόλεως και συνεργαζεται άριστα με τον μητροπολίτη Στέφανο, την κρίσιμη διετία 1910-1912, και με τον πρόξενο της Ελλάδος Νικόλαο Στεφανάκο, τον δάσκαλο και επιθεωρητή των σχολείων της πόλεως του Μοναστηρίου Ιωαννίδη και τους εκεί παράγοντες της ομογένειας. Το ενδιαφέρον του Αθηναγόρα είχε στραφεί στη στήριξη των Ελλήνων που κατοικούσαν σε σλαβόφωνες βουλγαρικές γειτονιές, για να μην αφομοιωθούν από την συστηματική προπαγάνδα και τις πιέσεις της σχισματικής Μητροπόλεως της βουλγαρικής Εξαρχίας που επίσης ήδρευε εκεί. Ταυτόχρονα είχε και το βάρος της λειτουργίας των γραφείων της Μητροπόλεως και την ευθύνη της εκπαιδεύσεως στα ελληνικά σχολεία της υπαίθρου όπου ζούσαν στα χωριά πολλοί Έλληνες. Λόγω του εχθρικού κλίματος με τους Τούρκους και τους σλαβόφωνους οι μετακινήσεις Αθηναγόρας στην ύπαιθρο ήταν υψηλού κινδύνου γιατἰ συγκέντρωνε και στήριζε τους Ελληνορθόδοξους χωρικούς και διευκόλυνε τις δουλιές τους στο Μοναστήρι. Όταν αυτοί έρχονταν στην πρωτεύουσα τον επισκέπτονταν και πολλές φορές έφερναν και τους φίλους τους που συγχνά ήταν αρβανιτόφωνοι και σλαβόφωνοι για να λύσουν προβλήματά τους. Εκείνος με τη γλωσσομάθεια και με το χάρισμα της επικοινωνίας που είχε τούς αγκάλιαζε ως αδελφούς και έτσι προέκυψε το περιστατικό που αλλού έγραψα πως του έλεγαν : «Δεν ήλθαμε να ζητήσουμε κάτι. Απλά ήλθαμε για να κοιταχθούμε στα μάτια» ! Αυτό έγινε και κανόνας του βίου του!
Για να συγκρατήσει τα παιδιά κοντά στην Εκκλησία ίδρυσε πέντε νέα νηπιαγωγεία, τρία στην περιοχή Πελαγωνείας και δύο στην περιοχή τῶν Μογλενών που τότε υπαγόνταν στο Μοναστήρι. Η συντήρησή τους γινόταν με επίδομα της Ελληνικής Κυβερνήσεως και ήταν 8 τουρκικές λίρες, που δεν έφθαναν ποτέ έγκαιρά και πολλές φορές οι εργαζόμενοι ήταν σε δεινή οικονομική κατάσταση και αναγκάζονταν για να επιβιώσουν να δανείζονται από το ταμείο του Προξενείου, Ο Αθηναγόρας ελάμβανε κάθε χρόνο 60 τουρκικές λίρες και ο μητροπολίτης του 200, ενώ άλλοι οικονομικοί πόροι δεν υπήρχαν γιατί η Εκκλησία τότε έδινε και δεν έπαιρνε χρήματα από τους πιστούς και η Ελληνική Κυβέρνηση είχε αναλάβει την συντήρηση των κληρικών και των δασκάλων.
Οι αναμενόμενες εξελίξεις συγκρούσεων στην Μακεδονία ανάγκασε το Πατριαρχείο να ανακατατάξει την ηγεσία των Μητροπόλεων του με πρόσωπα ικανά να προστατεύσουν τα ποίμνιά του. Πρίν αρχίσει ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος τον Οκτώβριο, αιφνήδια απεβίωσε ο Θεσσαλονίκης Ιωακείμ Δ΄ και τον Ιούνιο του 1912 να μετατεθεί εκεί ἀπό τη Λήμνο ο Γεννάδιος Αλεξιάδης. Στην χηρεύσασα Μητρόπολη Λήμνου, μετατέθηκε ο Πελαγωνείας Στέφανος που ήταν και πατρίδα του (1912-1948). Στη Μητρόπολη Πελαγωνείας μετατέθηκε στις 16 Ιουνίου 1912 ο από Ίμβρου (1908-1912) μητροπολίτης Χρυσόστομος Καβουρίδης, ο οποίος είχε αποδείξει άριστες ικανότητες στην διαποίμανση του νησιού. Ο Χρυσόστομος όταν έφθασε στο Μοναστήρι βρήκε στο πρόσωπο του Αθηναγόρα τον ταπεινό και ειλικρινή συνεργάτη, αλλά και τον γνώστη προσώπων και πραγμάτων της επαρχίας του. ¨Ομως σε λίγο άρχισαν οι επιχειρήσεις του πολέμου και τεράστιες ήταν οι δυσκολίες τοῦ ελληνικού στοιχείου. Συλλαμβάνονται από τους Τούρκους 3.000 πρόκριτοι Έλληνες Μοναστηριώτες και κλείνονται στις στρατιωτικές φυλακές των Βιτωλίων. Άγγελοι παρηγορητές τους είναι ο Δεσπότης τους και ο αρχιδιάκονος του, οι μόνοι που μετακινούνταν πιό ελεύθεροι. Τότε, η συνετή πολιτεία τους και η διπλωματικότητά τους έσωσε το ποίμνιό τους από επαπειλούμενη σφαγή! Τελικά οι Τούρκοι νικήθηκαν και έφυγαν και τους διαδέχονται οι Σύμμαχοι και οι Σέρβοι.
Τα συμφέροντα των Ελληνορθοδόξων απαιτούσαν άψογη στάση της Μητροπόλεως για να κρατηθούν άθικτα τα δίκαια του Πατριαρχείου και του Γένους. Οι Σέρβοι αποβλέποντες στην κατάκτηση της περιοχής ζητούν από τον μητροπολίτη και τον αρχιδιάκονό του να δεχθούν να παραμείνουν στο Μοναστήρι εντασσόμενοι όμως στην Σερβική Εκκλησία! Αυτή η «πρόσκληση» απορρίφθηκε χωρίς περιστροφές και από τους δύο. Τότε η σερβική πλευρά άρχισε να εξυφαίνει διάφορα σχέδια για να αναγκαστούν και οι δύο να εγκαταλείψουν στα χέρια των Σέρβων την Μητρόπολη Πελαγωνείας. Τελικά, ο Χρυσόστομος ζήτησε τη παρέμβαση του Φαναρίου και άρχισαν το 1913 διαπραγματεύσεις που διακόπηκαν όταν οι δυνάμεις του Γερμανοβουλγαρικού στρατού κατέλαβαν το Μοναστήρι. Τότε νέος τρόμος και φρίκη απλώθηκε στις στον ελληνικὸ πληθυσμὸ γιατί γνώριζαν την σκληρότητα της βουλγαρικής κατοχής στη Μακεδονία! Πρώτο δυσμενές προανάκρουσμα ήταν η ἐπιστροφή στο Μοναστήρι του σχισματικού Βούλγαρου μητροπολιτη κυριαρχικά πλέον που απειλούσε τους πάντες! Ο Αθηναγόρας βρίσκεται στο στόχαστρο της βουλγαρικής εκδικήσεως για την στήριξη που έκανε στη ύπαιθρο της πατριαρχικής γραμμής έναντι του βουλγαρικού φυλετισμού. Όμως, κατά την έκβαση του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου οι Γερμανοβούλγαροι αποσύρονται στα υψώματα του Τυρνόβου και του Μεγαρόβου και από εκεί με τα τηλεβόλα χτυπούν με καταιγισμό οβίδων και με αεροπορικές επιδρομές τον άμαχο πληθυσμό του Μοναστηρίου. Επί ένα χρόνο καθημερινά θρηνούσαν θύματα οι κάτοικοι και το ελληνικό στοιχείο άρχισε να διαρρέει στην ελληνική επικράτεια. Στις επάλξεις της Μητροπόλεως παρέμεναν όρθιοι ο ποιμενάρχης και ο αρχιδιάκονός του για να λειτουργούν τις εκκλησίες, μαζί με λίγους τολμηρούς και πτωχούς χριστιανούς ποὺ ζούσαν στα υπόγεια των σπιτιών τους. Ο Αθηναγόρας με αντιασφυξιογόνο μάσκα-γιατί οι Γερμανοί έρριπταν τότε κι ασφυξιογόνα,-γύριζε από σπίτι σε σπίτι, για να εμψυχώνει τον πληθυσμό και να κρατηθεί στις προαιώνιες εστίες του. Τότε με τη βοήθεια των Γάλλων επανέρχονται στο Μοναστήρι οι Σέρβοι και αρχίζουν την δεύτερη κατοχή της πόλεως και απροκάλυπτα πλέον επιχειρούν την αλλοίωση του εκκλησιαστικού καθεστώτος της επαρχίας Πελαγωνείας! Μεταξύ του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου του 1915 εμφανίζεται στο Μοναστήρι ως απεσταλμένος του Σέρβου μητροπολίτη Σκοπίων ο επίσκοπος Δίβρης και Βελισσού Βαρνάβας, που έγινε μετά και Πατριάρχης των Σέρβων. Στην αρχή σεβόμενος την κανονική τάξη ζήτησε την άδεια ἀπο τον μητροπολίτη Χρυσόστομο να εξυπηρετήσει τους στρατευμένους Σέρβους, γιατί στη έδρα του είχαν συσσωρευθεί πολλοί τραυματίες πολέμου και ασθενείς. Η άδεια δόθηκε και ο Βαρνάβας εγκαταστάθηκε στην εγκαταλειμμένη βουλγαρική Μητρόπολη των σχισματικών. Αφού μελέτησε την εκεί κατάσταση σε λίγο επήγε στη Νύσσα και ανέφερε με τα μελανώτερα χρώματα την δράση του αρχιδιακόνου Αθηναγόρα στην επαρχία Πελαγωνείας κατά τῆς «σλαβοποιήσεως τῆς Μακεδονίας». Αυτά τα γνωρίζουμε γιατί ο υπουργός των Εξωτερικών της Σερβίας Μπάλουχτιτς τα είπε στον πρεσβευτή της Ελλάδος στο Βελιγράδι Κουντουριώτη και εκείνος τα ανέφερε στην έκθεσή του προς το ΥΠΕΞ ! Έτσι ο Βαρνάβας επέστρεψε στο Μοναστήρι με σαφείς εντολές της κυβερνήσεώς του για τον εκσερβισμό της τοπικής εκεί ελληνικής Μακεδονικής Εκκλησίας!
Αρχικά ο Βαρνάβας εξαπέλυσε τρεις εγκυκλίους προς όλους τους κληρικούς Ελληνες και Σέρβους και Βουλγαρόφωνους, ζητώντας τους, με την πρώτη στις 27 Φεβρουαρίου 1915 να αναφέρονται πλέον για τις υποθέσεις τους στο πνευματικό δικαστήριό του. Με την δεύτερη στις 3 Μαρτίου 1915 ζητούσε να καταγραφεί η εκκλησιαστική περιουσία και να του σταλούν οι τίτλοι και με την τρίτη ότι όλες οι εκκλησιαστικές υποθέσεις τους να διεκπαιρεώνονται πλέον από την Σερβική Μητρόπολη, «πλην εκείνων αίτινες δέον να υποβάλλωνται άλλη τινί προϋφισταμένη εκκλησιαστική αρχή»! Έτσι, περιόρισε την δικαιοδοσία της ελληνικής Μητροπόλεως στην πόλη του Μοναστηρίου και μόνον στους Έλληνες, ενώ ασκούσε εξουσία σε ελληνόφωνα και σλαβόφωνα χωριά της υπαίθρου με τη δύναμη των όπλων, για να αναγκάσει τον μητροπολίτη Χρυσόστομο να πάρει τον αρχιδιάκονό του και να φύγουν. Οι ενέργειες αυτές του Βαρνάβα στην επαρχία της Πελαγωνείας προκάλεσαν τον Ιουνιο του 1915 τις αντιδράσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ η εκκλησιαστική συνείδηση και το θάρρος του μητροπολίτη Χρυσοστόμου και του αρχιδιακόνου του Αθηναγόρα επαινέθηκαν από την Εκκλησία και από την Ελληνική Κυβέρνηση.
Όμως ό,τι δεν μπόρεσε να κάνει ο σερβικός σωβινισμός το πέτυχε η μωρία του Εθνικού Διχασμού των Ελλήνων. Οι Γάλλοι που διοικούσαν την περιοχή δεν μπορούσαν να εξηγήσουν την παραμονή στο Μοναστήρι του Χρυσοστόμου και του Αθηναγόρα μέσα σε τόσο δυσμενείς συνθήκες και υποψι
αζόμενοι ότι υπήρχαν πολιτικά ελατήρια και άρχισαν να τους κατασκοπεύουν. Είχαν υπ'όψη τους την υποδοχή που έγινε παλαιότερα από την Μητρόπολη Πελαγωνείας στον βασιλέα Κωνσταντίνο κατά την επίσκεψή του στο Μοναστήρι και ζητούσαν ευκαιρία για να κατηγορήσουν τον μητροπολίτη για άνθρωπο των ανακτόρων και επομένως και φίλο των Γερμανών! Την ευκαιρία την έδωσαν Έλληνες Βενιζελικοί αξιωματικοί που ήλθαν από τη Φλώρινα και φιλοξενήθηκαν στη Μητρόπολη. Κατά το γεύμα μίλησαν ελεύθερα με τον μητροπολίτη Χρυσόστομο και εκείνος ειλικρινής και άτεγκτος όπως ήταν έρριξε τις ευθύνες κυρίως του Διχασμού στον Βενιζέλο. Ο Χρυσόστομος δεν γνώριζε τον πραγματικό λόγο της διαφωνίας του βασιλέα με τον Βενιζέλο που δεν ήταν ο φιλογερμανισμός του αλλά η συναφθείσα από τους Συμμάχους μυστική συμφωνία στο Λονδίνο με τον τσάρο ότι σε περίπτωση νίκης των Δυτικών Συμμάχων κατά των Κεντρικών Δυνάμεων θα του παραδιδόταν η Κων/πολη και επομένως και το Πατριαρχείο. Δεν γνώριζε επίσης, ότι ο Βενιζέλος πίστευε στο παλαιό αγγλικό σχέδιο για περιορισμό των Τούρκων περί την Άγκυρα και ταυτόχρονα επιδίωκε να ματαιώσει την απειλή των Γάλλων στον βασιλέα, πώς θα παραδόσουν τη Θεσσαλονίκη στους Σέρβους!
Το περιεχόμενο της συζητήσεως αυτής κοινολογήθηκε στούς Γάλλους που έλαβαν την απόφαση με πρώτη ευκαιρία να διώξουν τους δύο κληρικούς του Πατριαρχείου ως «βασιλόφρονες» από το Μοναστήρι. Όταν αυτοὶ ανύποπτοι μετέβησαν στη Θεσσαλονίκη για ζητήματα της επαρχίας τους, με απάνθρωπο τρόπο οι Γάλλοι τους συνέλαβαν και τους επιβίβασαν σε στρατιωτικό καμιόνι με συνοδεία Σενεγαλέζων στρατιωτών. Τους μετέφεραν στις γαλλικές φυλακές της Θεσσαλονίκης και τους έρριξαν σε κελλιά με κοινούς καταδίκους όπου οι δεσμοφύλακες τους υπέβαλαν σε μύριους εξευτελισμούς, μέχρι που έμαθε την σύλληψή τους ο Θεσσαλονίκης Γεννάδιος και διαμαρτυρόμενος παρενέβη στον αυταρχικό στρατηγό Σαράιγ με αποτέλεσμα να ελευθερωθούν από τις φυλακές με την προϋπόθεση ότι θα περιοριστούν στο άγιο Όρος. Τότε ο Δίβρης Βαρνάβας κατέλαβε την Μητρόπολη Πελαγωνείας και άρχισε με την προστασία της Κυβερνήσεώς του και των Γάλλων τον αφελληνισμό της Άνω Μακεδονίας για να κατασκευαστεί μελλοντικά το υπόβαθρο νιάς κρατικής οντότητας περί την Μητρόπολη Σκοπίων!
Αυτά τα γράφω με την ελπίδα οι σημερινοί αρχιερείς των επαρχιών της Βορείου Ελλάδος να μάθουν να ευγνωμονούν τους κοπιάσαντες προκατόχους τους αρχιερείς και κληρικούς του Φαναρίου που διέσωσαν τον Λαό του Θεού στις Πατριαρχικές Μητροπόλεις τους, αυτούς που λειτούργησαν μέσα σε μύριους κινδύνους τα θυσιαστήρια των εκκλησιών τους και δίδαξαν τα ελληνικά γράμματα στα σχολεία τους. Σελίδες της Ιστορίας της Μητροπόλεως Πελαγωνείας έχουν γραφεί στη μνήμη κάθε Μητροπόλεως των Νέων Χωρών και αυτές δεν ξεχνιούνται όσο και άν προέκυψαν σ΄ αυτές αγνώμονες κληρικοί στα νεότερα χρόνια. Ισως η ιστορική αυτή παρακαταθήκη να επιβάλει στον αποστολικό Θεσμό του Πατριαρχείου μας να περιφρουρεί την Πανορθόδοξη Ενότητα από κάθε αυθαδιασμό αδίαβαστων που αφρόνως επικαλούνται την δωρηθείσα σ'αυτούς αυτοκεφαλία ενώ για να σωθούν, όταν τους περισφίγγει η μέγκενη λαϊκού κράτους, πρόθυμα την αποποιούνται και απειλούν πώς είναι έτοιμοι να προωθήσουν αίτημα προς το Πατριαρχείο για την άρση της! Αυτά σήμερα προς εκείνους που δεν αντιλαμβάνονται τα σημεία των καιρών. που δυστυχώς πολύ γρήγορα φοβάμε πως θα επαληθευθούν!
Α.Π.