Η προϊστορία της συγκλήσεως της «Πανορθοδόξου Συνόδου»
Στο «Συνέδριο της Κωνσταντινουπόλεως», από την 10η Μαΐου έως την 6η Ιουνίου 1923, άρχισε
να συζητείται το θεματολόγιο της μέλλουσας Πανορθoδόξου Συνόδου
του Αριστείδη Πανώτη,
Μ. Ιερομνήμονατης Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ιστορικού
Tο Οικουμενικό Πατριαρχείο από τις αρχές του 20ου αιώνα ασκεί και πάλι το κανονικό του προνόμιο που ρητά μαρτυρείται στον γ΄ κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου σε συνάφεια βέβαια με τον 28 κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Τα απονεμόμενα στον επίσκοπο του νέου κέντρου της Αυτοκρατορίας «ίσα πρεσβεία» με τον επίσκοπο της Παλαιάς Ρώμης, δεν αφορούν μόνον «τιμή» προκαθεδρίας για να «μεγαλύνεται» ως «Πρώτος» μέσα στην κατ' Ανατολάς «δικαιοδοσία» του, αλλά και για να επιστατεί την ενότητά της, αφού μέσα σε αυτήν με κανονικές πράξεις του, συνεστήθηκαν εκκλησιολογικά οι τοπικές κατά έθνη Εκκλησίες, όπως ο Παλαιάς Ρώμης έπραξε στη Δύση (* Σάρδεων Μαξίμου. Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία. Θεσσαλονίκη.1972 σελ.102 και 222). Η παράδοξη εσωτερική κανονική σχέση των δύο αυτών κανόνων επιβεβαιώθηκε από τη διαχρονική Ιστορία της Εκκλησίας της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως η οποία και συνέστησε με κανονικές αποφάσεις τις «εντός των ορίων του κλίματος της δικαιοδοσίας» της, τις κατά τόπους και κατά έθνη Εκκλησίες. Τα όρια αυτά παραμένουν ευρύτατα και αμετακίνητα με τη «συμφωνία» των Πατέρων για να μη διαταράσσεται η ειρήνη της Εκκλησίας, ενώ τα σύνορα των κρατών συνεχώς μεταβάλλονται μέσα στην Ιστορία. Έτσι το «Πρωτείο τιμής» ποὺ έχει σχέση με την προκαθεδρίας εξελίχθηκε σε «πρωτείο Δικαίου του Πρώτου» μέσα στη «δικαιοδοσία» του, όπως επιβεβαιώνει η χρήση του προνομίου της «Εκκλήτου» στη πράξη της κατ' Ανατολάς Εκκλησίας (* Βλ. Κ. Ράλλη και Γ. Ποτλή. Σύνταγμα θείων και ιερών Κανόνων. τομ. Β . Αθήνησι. 1852. σελ.173 και Αντώνιου Καρτασώφ. Περ. ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, ΚΠόλεως. τομ. ΚΓ΄. Οκτ. 1948, σσ 279-298, βλ. και ανάτυπό του. Αθήνα 2010, καθώς και τις σπουδαίες μελέτες των: Α.-Μ. Ritter, Fr. Dvornik, C.Hefele, S. Vailhé, A. Pavlov κ.α.).
Ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ στις αρχές του 20ου αιώνα ασκεί και πάλι την ευθύνη του να συναγάγει σε πρώτη φάση μέσω της αλληλογραφίας την διαγνώμη για την επίλυση των ζωτικών ζητημάτων που από μακρού απασχολούσαν όλες τις ορθόδοξες Εκκλησίες. Οι καταιγισμοί των νέων ρευμάτων επέφεραν αλλαγή των συνθηκών της ζωής στα μέλη της Εκκλησίας και επιβαλλόταν η συλλογική παρέμβαση για τη λύση των σοβούντων προβλημάτων. Έκτοτε άρχισε στον ορθόδοξο χώρο ζωηρότατο ενδιαφέρον. Αξιόλογες μελέτες επισήμαναν τα διάφορα προς επίλυση θέματα. Η βιβλιογραφία τους βοήθησε στο σχηματισμό του καταλόγου των προτάσεων για να εξεταστούν. Όμως η δεύτερη δεκαετία του αιώνα ήταν βαρειά από πολεμικά και επαναστατικά γεγονότα και η αναβλητικότητα καθυστερούσε κάθε κοινή σύναξη των Ορθοδόξων για τη συζήτηση και την κανονική επίλυσή τους. Ετσι άρχισε η μονομερής και αυθαίρετη επίλυσή τους, είτε από το κράτος, όπως ήταν π.χ. το ζήτημα της διορθώσεως του Ιουλιανού Ημερολογίου, ειτε από τους Σέρβους εν χηρεία ιερείς που προέβησαν μόνοι στην υιοθέτηση της τέλεσης δεύτερου γάμου. Οι συντηρητικές δυνάμεις της διοικούσης αρχής τροχοπεδούσαν κάθε εξέλιξη μήπως διαταραχθεί η συνείδηση των πιστών και γι' αυτό οι ανακαινιστικές τάσεις για να εκδηλωθούν ζητούσαν το κατάλληλο κλίμα. Αυτή η δυνατότητα δόθηκε με την Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Τότε, μεταξύ των άλλων, ανατράπηκε και το «Πανσλαβιστικό» ιδεολόγημα των Ρωμανώφ για την λεγόμενη «Τρίτη Ρώμη», κατά το οποίο όπου έστηναν τη σημαία τους οι τσάροι, επέβαλαν «ακάνονα» τὴν κυριαρχία τους πολύ πέραν των ιδίων κρατικών ορίων τους, με Εξαρχίες και Αποστολές της «Αυτοκρατορικής Εκκλησίας» τους! Η «Αγία Ρωσία» με τη κρατική ισχύ της εισπηδησε δια της Αλάσκας στον Νέο Κόσμο της Αμερικής αμφισβητώντας από τη Νέα Ρώμη, μετά της «Πρεσβυτέρας Ρώμης», την «ιερή διαχείριση» των «βαρβαρικών». τόπων, δηλαδή εκείνων που ποτέ κανονικά δεν οργανώθηκε μια τοπική Εκκλησία. (28ος καν. Δ Οικ.Συνόδου)
Έτσι ο αρχιεπίσκοπος των Αλεουτίων νήσων Τύχων Μπελλάβιν (1898-1905) μεταπήδησε από την Καλλιφόρνια στη Νέα Υόρκη των Η.Π.Α. και αργότερα μετατέθηκε στη Ρωσία (1907) και στη Λιθουανία (1913) και τέλος το 1917 εκλέχτηκε στη μητρόπολη της Μόσχας. Κατά την παλινώρθωση της πατριαρχικής αξίας στη Ρωσία το 1917 ο Τύχων εκλέχθηκε και Πατριάρχης «πασών των Ρωσιών» (29/11/1917). Στο Φανάρι ήταν γνωστά τα προβλήματα που προκάλεσε στην Αμερική και ιδίως η Αποστολή του στη Νέα Υόρκη επί Πατριαρχίας Ιωακείμ Γ΄. Αυτά ανάγκασαν το Πατριαρχείο να παραχωρίσει, το 1908, όλη τη «Διασπορά» στην Ελλαδική Εκκλησία για ν' αποφευχθούν οι πολλές πιέσεις προς το Φανάρι από την προστάτιδα Δύναμη (Ρωσίας) των χριστιανών στην οθωμανική Τουρκία. Ο γηραιός πατριάρχης Γερμανός Ε΄ μόλις έμαθε την εκλογή του Τύχωνα αμέσως τον αναγνώρισε «ως τον κανονικό Πατριάρχη των Ρώσων», για να εμποδίσει πλέον τους αντιπάλους του να τον αμφισβητίσουν. Με την ειρηνική αυτή απόφανση καλύφθηκε η όλη πατριαρχία του Τύχωνα κατά τις δεινές «καθαρτήριες» ημέρες της οργής των αθεϊστών και των αδίστακτων συνεργατών τους.
Και εδώ συμβαίνει ένα ακόμη ιστορικά παράδοξο μυστήριο! Ενώ η τσαρική «Σύνοδος της Πετρουπόλεως» είχε «προγράψει» τον πατριάρχη Γερμανό Ε΄ για να τον «στείλει στην Αθήνα» εάν νικούσαν οι Δυτικοί Σύμμαχοι και κατά τη μυστική Συμφωνία του Λονδίνου, τα ρωσικά στρατεύματα κατελάμβαναν τη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη! Αν αυτό συνέβαινε θα εκπληρωνόταν το «πανσλαβιστικό καταθύμιο της Ιεράς Συνόδου της Αγίας Πετρουπόλεως» για τον ιεροτατο Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως! Όμως ο τσαρισμός κατέρρευσε το 1917 και οι Αγγλογάλλοι βρέθηκαν αντιμέτωποι πλέον με τους μπολσεβίκους, που απειλούσαν τα συμφέροντά τους στη Μέση Ανατολή και παρέδωσαν την Πόλη πάλι στους Τούρκους! Έτσι, «άλλαι αι βουλαί των ανθρώπων και άλλα ο Θεός κελεύει» και ο «προγεγραμμένος» από τους Ρώσους αρχιερείς, Πατριάρχης Γερμανός ο Ε΄, ως Πρώτος της κατ' Ανατολάς Εκκλησίας στηρίζει με το πανορθόδοξο κύρος του τον νέο πατριάρχη των Ρώσων για να αντέξει τον σφοδρό πόλεμο και των εσωτερικών φατριών που «τριχοτομούν» τη τοπική του Εκκλησία με το πρόσχημα της επιλύσεως των προβλημάτων που από χρόνια καταπίεζε η εμμονή στη διατήρηση της καθεστηκυΐας τάξεως. Έτσι, οι διάφοροι μεταρρυθμιστές επωφελούμενοι από τον επαναστατικό κυκεώνα των ημερών, μόνοι τους θέλησαν να επιλύσουν τα διάφορα σοβούντα εκκλησιαστικά προβλήματα προτεσταντίζοντες!
Η φρίκη των συμβάντων κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως στην Ευρώπη ωρίμασε την ανάγκη της συνεργασίας των κρατών για τη διεθέτηση των διακρατικών προβλημάτων. Έτσι, προέκυψε η ανάγκη συστάσεως στον διακρατικό και στον διπλωματικό χώρο της «Κοινωνίας των Εθνών». Παρόμοιο θεσμό υπέδειξε να συσταθεί ο Οικουμενικός Θρόνος για να επικρατήσει το πνεύμα της «καταλλαγής» και στον χριστιανικό κόσμο. Γι' αυτό το Φανάρι πρότεινε τη σύσταση ενός μόνιμου συντονιστικού θεσμού ο οποίος με βάση τις αρχές του Ευαγγελίου θα καλλιεργήσει τον αλληλοσεβασμό και την συνεργασίας μεταξύ τω χριστιανών, μακρυά από την αλαζονεία του προσηλυτισμού και από κάθε ματαιοδοξία του εκκλησιαστικού ιμπεριαλισμού. Με το σκεπτικό αυτό εισηγήθηκε την «Συνοδική Εγκύκλιο του 1920», η οποία αποτελεί τον ρηξικέλευθο Συνταγματικό Χάρτη της Ορθοδοξίας για την Οικουμενική Κίνηση μέσα στον 20ο αιώνα.
Στην Εκκλησία της Ρωσίας προέκυψαν τρεις φατρίες που διεκδικούσαν από τον πατριάρχη Τύχωνα τη διοίκηση των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Αυτές ήταν: α) Της «Ζώσης Εκκλησίας» του πρωθιερέως Βλαδίμηρου Κρασνίσκιϊ, β) Η «Εκκλησιαστική Αναγέννηση» του νέου μητροπολίτη Μόσχας Αντωνίνου, παλαιού εφημερίου της «Ρωσικής» έκκλησίας των Αθηνών και γ) Η «Συμμαχική εκκλ. αρχή» στην οποία προσχώρησε και ο τελευταίος μαζί με έναν όμιλο πρεσβυτεριανών μεταρρυθμιστικών τάσεων.
Την Άνοιξη του 1922 η αντικανονική αυτή «διοίκηση» θέλησε να επικοινωνήσει με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πριν πραγματοποιήσει οποιοδήποτε συνέδριο της. (* Εκκλ.Αλήθεια 1922. αριθμ.52). Όμως το Φανάρι ευπρεπώς «εσιώπησε», γιατί δεν ήταν δυνατόν να ακούσει εκείνους που ανέτρεπαν την κανονική ευταξία αγνοούντες τον «Πρώτον» τους, δηλαδή τον Πατριάρχη Τύχωνα, που ήδη από πενταετίας ανεγνώρισαν όλα τα λοιπά παλαίφατα Πατριαρχεία και οι Ορθόδοξες Εκκλησίες. Τότε η σοβιετική αρχή παρεμβαίνει στις 13 Φεβρουαρίου και δίδει αδεια συγκλήσεως «Πανρωσικού Συνεδρίου» από τις 29 Απριλίου μέχρι τις 9 Μαΐου 1923!
Στο μεταξύ ο προδευτικός ρωσικός ζήλος μεταφυτεύθηκε τον Φεβρουάριο του 1923 και στο Βουκουρέστι της Ρουμανία. Εκεί συγκαλείται από τον οικείο μητροπολίτη Μύρωνα ένα Συνέδριο 150 κληρικών και θεολόγων για να μελετηθούν θέματα που απασχολούν τη χώρα και γενικά όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία και αυτά ήταν:
1.Η Εκκλησία και το Κράτος έναντι των άλλων Ομολογιών. 2. Το Αυτοδιοίκητο της εκκλ.περιουσίας. 3. Η υποχρεωτική τέλεση του μυστηρίου του Γάμου για τους ορθοδόξους πιστούς. 4. Η ίδρυση και στη Ρουμανία «Παγκληρικής Ενώσεως» προς επίλυση των ζητημάτων του κλήρου και προς διεκδίκηση του β΄ Γάμου των κληρικών.
Το «Πανρωσικό Συνέδριο» πραγματοποιήθηκε στο ναό του Σωτήρος της Μόσχας, που αργότερα τον κατεδάφησαν, παρουσία 54 ιεραρχών και 350 κληρικών και λαϊκών εκπροσώπων. Αυτοί στις 3 Μαΐου «καθήρεσαν δια βοής» τον πατριάρχη Τύχωνα. Όμως την «καθαίρεση» αυτή υπέγραψαν μόνον 17 αρχιερείς και επεφυλάχθηκαν και αλλοι 6, επομένως ούτε οι μισοί από τους παρόντες 54 αρχιερείς! Μετά συνέστησαν δύο επιτροπές, μια τακτική και μία επίτιμη, και προχώρησαν στην εξέταση των ακόλουθων θεμάτων που ήδη είχαν το διορθοδόξο ενδιαφέρον. Διεξήχθησαν συζητήσεις:
1. Για την διόρθωση του Ιουλιανού Ημερολογίου. 2. Για την περιστολή του πλούτου της Εκκλησίας. 3. Για την αναδιοργάνωση της μοναστικής ζωής. 4. Για τη ρευστοποίση της περιουσίας των μονών. 5. Για το χωρισμό της Ιεροσύνης από τον Γάμο και την εξεύρεση λύσης στο ζήτημα β' Γάμου των κληρικών. 6. Για τη περιστολή χρήσεως ιερών λειψάνων προς εμπορεία τους.
Το θεσμικό κέντρο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, θέλησε όσο κρατούσε ακόμη η διεθνής προστασία στην Πόλη, να προσκαλέσει ελεύθερα σε σύσκεψη εκπροσώπους των Πατριαρχείων και των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών για να προλάβει τις εξελίξεις που τυχόν θα έπαιρναν οι μεμονομένες κινήσεις αυτών των «Συνεδρίων» και στις λοιπές Ορθόδοξες Εκκλησίες της Βαλκανικής. Γι' αυτό τον Μάϊο του 1923 συγκάλεσε Διάσκεψη στο Φανάρι για να εξεταστούν θέματα που από μακρού απασχολούσαν τον ορθόδοξο εκκλησιαστικό βίο. Αυτή η πρόσκληση χαρακτηρίστηκε από το επίσημο περιοδικό της Ρουμανικής Εκκλησίας: «Μέγα βήμα προς την αλληλεγγύη στην Ορθοδοξία» και πραγματική «ευλογία Θεού» και γι' αυτό έστειλε δύο διαπρεπείς εκπροσώπους.των θέσεών της. Λόγω του εμπερίστατου της Εκκλησίας στη Ρωσία ήλθε στη Πόλη ο διάδοχος του Τύχωνα στην Αμερική, αρχιεπίσκοπος Αλεουτίων νήσων Αλέξανδρος, (* Συνοδικόν, τ.Β , σσ. 347-351, 440-441, 458-459, 568) και παλαιός εκφραστής της τσαρικής «εκκλησιολογίας» για να εκπροσωπήσει τον δέσμιο προκάτοχό του και «δια βοής» καταδιωκόμενο από τους «συνέδρους» της Μόσχας! Η πρώτη αυτή Διορθόδοξη σύναξη στον 20ο αιώνα με απόφασή της κλήθηκε «Πανορθόδοξο Συνέδριο της Κωνσταντινουπόλεως» και έδωσε την ευκαιρία να επιβεβαιωθεί και πάλι η κανονική θέση της Νέας Ρώμης, ως ύπατου αποστολικού Θεσμού της Εκκλησίας μας και ότι αποτελεί την «πηγή της εύσεβείας» των εθνικών τοπικών Εκκλησιών στα νεοπαγή κράτη. Σ’ αυτά, δυνάμει των «δικαιωμάτων» της επί της δικαιοδοσίας της, καταστάθηκαν αύτοδιοίκητες γιά «τη διασφάλιση της ειρήνης στην Εκκλησία και της διακονία τους, με τον απαράβατο όρο να μην εξέρχονται των συνόρων του κράτους χάριν του οποίου αναγνωρίστηκε η αυτοκεφαλία τους».
Τα πορίσματα όλων αυτών των διαβουλεύσεων έδειξαν πως η Ορθοδοξία ως ζωντανή κοινωνία πιστών έχει συνείδηση της αποστολής της και προχωρεῑ χωρίς αναβολές στην εξέταση των προβλημάτων της με την «απόλυτη συμφωνία όλων των κατά τόπους Εκκλησιών», Στη συνέχεια ζητήθηκε η άδεια του πατριάρχου Μελετίου Δ να απαριθμηθούν τα επισημανθέντα ζητήματα για να προπαρασκευαστούν οι εισηγήσεις για να λυθούν από την μέλλουσα να συνέλθει «Πανορθόδοξο Σύνοδο» και αυτά είναι:
1. Η σύνταξη κοινής «Ομολογίας Πίστεως» γιατί η υπάρχουσες είναι «ιδιωτικές» και ανεπαρκείς. 2. Οι αποφάνσεις επί γεγονότων και ζητημάτων Πανορθοδόξου χαρακτήρα να είναι δι ’ όλους δεσμευτικές. 3. Να καθοριστεί η θέση και τα δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου απέναντι στις θυγατέρες του Εκκλησίες για να αποβεί κέντρο συμπάσης της Ορθοδοξίας. 4. Να εγκριθεί η σύσταση αυτοκεφάλων Εκκλησιών κατ’ έθνος. 5. Να μελετηθεί και να αποφασιστεί ο ομοιόμορφος εσωτερικός βίος και ο διοικητικός οργανισμός των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, καθώς και οι μεταξύ τους σχέσεις. 6. Να αποφανθεί επί ζητημάτων που φέρουν εσωτερικό χαρακτήρα σε εκάστη αυτοκέφαλη Εκκλησία, αλλά ενδιαφέρουν όλους τους Ορθοδόξους και δημιουργούν τις ανώμαλες σχέσεις μεταξύ τους.7. Να αποφανθεί επί της κανονικής θέσεως των ιεραρχών που λόγο των πολιτικών μεταβολών απομακρύνθηκαν από τις εκκλ. επαρχίες τους. 8, Να μελετηθεί ο τρόπος μεταβιβασμού μιας επισκοπής σε αυτοκέφαλη Εκκλησία άλλου κράτους κατά την διαρρύθμιση των συνόρων. 9. Να καθοριστεί ομοιόμορφο σύστημα διοικήσεως σε όλες τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες για να μην υπάρχει διαφορά μεταξύ πατριαρχικής και μητροπολιτικής αξίας στη μνημόνευση στα Δίπτυχα. 8. Να καθοριστεί η θέση της Εκκλησίας και της Ιεραρχίας της έναντι του κράτους για την εμπρέπουσα τιμή της στα ορθόδοξα κράτη, για να παύσει η ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας στις αρχιερατικές εκλογές. 9. Να καθοριστούν τα όρια και ο κύκλος της δράσεως της Εκκλησίας στο εκασταχού κράτος και η σχέση της προς αυτό. 10. Να αποφανθεί η Σύνοδος περί του κανονικού τρόπου εκλογής των ιεραρχών της και ποιά η θέση πλησίον τους των βοηθών επισκόπων. 11. Συνοδικά να καθοριστεί η τύχη των Ορθοδόξων της Διασποράς εν μέσω ομοδόξων αλλοεθνών η ετεροδόξων και αλλοεθνών. Επί τούτο να μετεληθεί το κύρος του 28ου κανόνα της Δ Οικουμενικής Συνόδου που παρέχει το εξαρχικό δικαίωμα μόνον στην Εκκλησία Κων/πόλεως σε χώρους εκτός της καθορισμένης υπ’ αυτού αυτοκεφαλίας των τοπικών Εκκλησιών. Θέμα που ενδιαφέρει όλη την Ορθοδοξία. 12. Να αποφανθεί επί του β γάμου των εν χηρεία κληρικών και γενικά επί του γάμου ολοκλήρου του ιερατείου της Ορθοδοξίας, αφού είναι γνωστό ότι οι κανονικές αποφάσεις που αφορούν την οικογενειακή κατάσταση των κληρικών πρέπει να αξιολογούνται σε συνάφεια με τις αιτίες και τις ιστορικές συνθήκες που κάποτε τις προκάλεσαν και δεν εκφράζουν σήμερα την συνείδηση της Εκκλησίας, δεδομένου ότι ο γάμος παραμένει πάντοτε «τίμιος» στον έγγαμον βίον. 13. Να καθοριστεί η σχέση των εκκλησιαστικών νόμων περί γάμου και διαζυγίου προς εκείνους τους νόμους της Πολιτείας. 14. Να αποφανθεί επί της καταστάσεως της εν γένει λατρείας και των τελετών που υφίστανται σήμερα στην Εκκλησία μας. 15. Να αποφανθεί επί του Ημερολογίου καθ' ότι το ζήτημα πιέζει πολύ ολόκληρη την Ορθοδοξία έναντί της Πολιτείας για να τηρείται ακριβώς η ομοιομορφία τιμής των ακινήτων και των κινητών εορτών της. 16. Να μελετηθεί και να αποφανθεί επί των τηρουμένων σήμερον νηστειών. 17. Να αποφανθεί επί της ομοιοφόρφου διαδικασίας και εμφανίσεως του ορθοδόξου κλήρου και τέλος 18. Να καθοριστεί ομοιόμορφος τρόπος τελέσεως των ιερών ακολουθιών και να γίνει με βάση τη Γραφή και την Παράδοση μας ανασύνταξη και ο εμπλουτισμός του κοινού Ευχολογίου. Μάλιστα, ο διαπρεπής καθηγητής της θεολογίας Δημητρέσκου κατακλείοντας την παράθεση του Καταλόγου θεμάτων δήλωσε πως τα ζητήματα αυτά τέθηκαν κατά τις συζητήσεις στις έδρες των αυτοκεφάλων Εκκλησιών για να μελετηθούν από την διδάσκουσα Εκκλησία και για να προκύψουν οι εισηγήσεις προς την μέλλουσα Πανορθόδοξη Σύνοδο στην οποία ανήκει το «δεσμείν και λύειν».
Λόγω της επικρατούσης τότε στην Κωνσταντινούπολη ρευστότητος των πολιτικών πραγμάτων το Συνέδριο περιωρίστηκε να εξετάσσει μόνον τα επείγοντα ζητήματα, όπως ήταν αυτό της διορθώσεως του Ημερολογίου και το του β Γάμου των εν χηρεία κληρικών και μερικά άλλα που απασχολούν άμμεσα τον κλήρο και τον λαό. Τα λοιπά τεθέντα ζητήματα παρέμειναν σε εκκρεμότητα και απετελέσαν μέρος του θεματολόγιου της συνελθούσης μετά οκταετία «Προκαταρκτικής Διορθοδόξου Επιτροπής το 1930» στην μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους. Τέλος, αποφασίστηκε η σύναξη αυτή ομόφωνα να αποκαλείται πλέον «Πανορθόδοξο Συνέδριο».
Η σύντομη πατριαρχία του Μελετίου Δ΄ του Μεταξάκη πέτυχε πρώτη φορά να διασπάσει το φράγμα των εθνικών «αυτοκεφαλισμών» μέσα στη Μία Εκκλησία μας και να επαναφέρει την αρχή «της συλλογικότητας» στην Ορθοδοξία η οποία είχε ατονίσει λόγω των φυλετικών και εθνικιστικών αντιλήψεων που μέριζαν τα ορθόδοξα έθνη. Τα πορίσματα αυτά κοινοποιήθηκαν στις κατά τόπους Ιερές Συνόδους και αυτές πάλι θέλησαν να επιλύσουν το πλέον επείγοντα, όπως ήταν τότε η ημερολογιακή διόρθωση που είχαν επιβάλει στα όρθόδοξα κράτη οι κυβερνήσεις τους. Ομως οι ραγδαίες διακρατικές εξελίξεις προκάλεσαν την παραίτηση του πατριάρχου Μελετίου Δ.΄ Τότε στην Αλεξάνδρεια ήταν πατριάρχης ο Φώτιος που κατέκρινε τις αποφάσεις περί του Ημερολογιακού και του Πολιτειακού ζητήματος και στα Ιεροσόλυμα ο Δαμιανός - που κάθε ημερολογιακή μεταβολή θα ανέτρεπε το «Προσκυνηματικό Καθεστώς» της Αγίας Γης - και ως αποτέλεσμα δεν υιοθετήθηκαν τα πορίσματα του Συνεδρίου. Στην Ρωσία, συνεχιζόταν ο ανηλεής διωγμός κληρικών και θρησκευόμενων και στη Σερβία, η ανάμειξη στα εκεί εκκλησιαστικά δρώμενά των προσφύγων Ρώσων αρχιερέων προκάλεσε απειλή εσωτερικού διχασμού. Μόνον η Εκκλησία στη Ρουμανία που πρωτοστάτησε δυναμικά στη Λωζάννη υπέρ των δικαίων του Οικουμενικού Θρόνου, στη συνέχεια πρόσφερε φωτισμένη συμπαράσταση στις αποφάσεις του «Συνεδρίου της Κωνσταντινουπόλεως» και διατήρησε ενεργό το ενδιαφέρον της για την επίλυση των Διορθοδόξων ζητημάτων. Με την Εκκλησία της Βουλγαρίας το σχίσμα ακόμη παρατεινόταν. Στην Ελλάδα, η Ιερά Σύνοδος αναζητούσε τον ευρυθμότερο τρόπο διοικήσεώς της εν μέσω κυβερνητικής ακαταστασίας. Στην Αλβανία οι τυχοδιωκτισμοί ενίων κληρικών υπέθαλπταν τους μερισμούς των ορθοδόξων. Εξ άλλου παρέμενε πολύ ζωφερή και η κατάσταση στη ζωή του Οικουμενικού Πατριάρχείου και της Ρωμαίϊκης Ομογένειας μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης. Τα μέτρα που εφήρμοζαν οι κυβερνώντες εθνικιστές εμπόδισαν κάθε κίνηση του Πατριαρχείου γιατί όλοι οι αρχιερείς του διατελούσαν υπό την «Δαμόκλεια σπάθη» των εκδικητικών απελάσεων!
Ο πατριάρχης Βασίλειος Γ΄ πραγματοποίησε τελικά «εν στενώ κύκλω» τον εορτασμό των 1700 χρόνων από τη σύγκληση στη Νίκαια της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου για να αποδείξει στην διεθνή κοινή γνώμη ότι το Φανάρι, παρά την δυσμενή μεταχείρησή του παραμένει ο μείζονος σημασία ιστορικός υπέρσυνοριακός θρησκευτικός θεσμός για την Οικουμενική Ορθοδοξία, όπως ανεγνώρισαν Διεθνείς Συνθήκες των παρελθόντων αιώνων! Εξ αυτού και επανέφερε στο προσκήνιο την γενική επιθυμία για την σοβαρή προπαρασκευή της συγκλήσεως «Πανορθοδόξου Συνόδου», κατά το κανονικο του προνόμιο ως η «Πηγή της ευσεβείας των Ορθοδόξων» και η «συνισταμένη» της κατ' Ανατολάς Εκκλησίας. Αυτό αποκλείει τους αυτοσχεδιάσμούς των επί μέρους τοπικών Εκκλησιών εν αγνοία του θεσμικού κέντρου τους και χωρίς την «συμφωνία» των άλλων παλαίφατων τριών Πατριαρχείων της Ορθοδοξίας. Μόνο δια της πρωτοβουλίας αυτής θα υπερβεί η Ορθοδοξία τον μεγάλο πειρασμό του «Φυλετισμού» και του «Εθνικισμού» που υποθάλπτουν τον «μερισμό» της Εκκλησίας και επ' ωφελεία του κράτους - έθνους «ομοσπονδοποιούν» την Μία Εκκλησία του Χριστού. Η εκτροπή αυτή της «αυτοκεφαλίας» φυγοκέντρισε τις τοπικές Εκκλησίες από την «Πηγή της ευσεβείας τους».
Την περίοδο 1923-1928 η Εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη δέχεται μαζί με τη τουρκική εκδικητικότητα και τις κακεντρεχείς επιθέσεις από τους ελληνικούς ζηλωτικούς κύκλους. Διάφοροι αδέσποτοι Αγιορείτες και κάποιοι τύποι εκ του κόσμου εκμεταλλεύονται την σύγχυση που επικρατούσε στα εκκλησιαστικά και πολιτειακά πράγματα και διαδίδουν φαντασιώσεις και ψεύδη για να συνασπίσουν ομοϊδεάτες μέσα σε παρασυναγωγές νόθης «ορθόδοξης γνησιότητας». Δαιμονικά στρέφονται κατά των Πατριαρχών και του αρχιεπισκόπου Αθηνών για τη διόρθωση του Ημερολογίου μυθολογούντες προς πορισμό της «ευσεβείας» τους!
Παρ' όλα αυτά υφίσταται κίνηση στους αθηναϊκούς και ρουμανικούς πανεπιστημιακούς κύκλους για την δημοσίευση μελετών για θέματα που θα συζητηθούν στην μέλλουσα να συνέλθει «Πανορθοδόξη Προσύνοδο». Τότε ακριβώς στη Ρουμανία παρουσιάζεται ένα χαρισματούχο πρόσωπο που συγκλονίζει με την δραστηριότητά του τον ρουμανικό λαό. Είναι ο Μύρων Κριστέα, που έχει ενστερνιστεί τις φωτεινές θέσεις του πατριάρχη Ιωακείμ Γ και το 1908 εκλέγεται επίσκοπος Καρανσεμπές και παμψηφεί στις 31 Δεκεμβρίου 1919 μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας και πριμάτος πάσης Ρουμανίας. Πρώτο επίτευγμά του είναι η αυτονομία της «κυρίαρχης» ποίμνης του 87% των Ορθοδόξων που του επέτρεψε ελεύθερα από το κράτος να επιμεληθεί της καλής οργανώσεως της Εκκλησίας του και τη φωτισμένη συμβολή της στην επίλυση των Διορθοδόξων ζητημάτων.
Ο πατριάρχης Βασίλειος Γ΄ διέγνωσε το κύρος της προσωπικότητάς του και το 1925 τον ανύψωσε τον «επέχοντα τον τόπον του Καισαρείας της Καππαδοκίας» στην αξία του έβδομου Πατριάρχη κατά τα Δίπτυχα της Ορθοδοξίας με τη «συμφωνία» των παλαίφατων Πατριαρχών. Στο Βουκουρέστι μετέβησαν οι: Χαλκηδόνος Ιωακείμ, Δέρκων Φωτίου και Σάρδεων Γερμανός και επέδωσαν παρουσία του βασιλέως της Ρουμανίας Καρόλου Α΄ τον σχετικό Τόμο σε επίσημη τελετή και είχαν συνομιλίες για τα διάφορα Διορθόδοξα ζητήματα. Ο πατριάρχης Μύρων τότε εξέφρασε την επιθυμία μεταβάσεως στο Φανάρι για να ευχαριστήσει για την αξία που του προσφέρθηκε και να εκδηλώσει την ένθερμη συνηγορία του για την διορθόδοξη συνεργασία προς σύγκληση της μελετώμενης Συνόδου.
Αυτή η επίσκεψη στην Κωνσταντινούπολη πραγματοποιείται την Δευτέρα 23 Μαΐου 1928. Μετά την επίσημη υποδοχή στο ναό ο γηραιός και σοφός Πατριάρχης Βασίλειος Γ΄ τον υποδέχεται στο Μεγάλο Συνοδικό με την Ιεραρχία του. Εκεί ο Πατριάρχης Μύρων εξέφρασε τον παιδιόθεν πόθον του να φθάσει στο κέντρο της Μητρός Εκκλησίας και την ευγνωμοσύνη του ιδίου και των 16.000.000 Ρουμάνων για την απονομή της πατριαρχικής αξίας και πρόσθεσε: «Τα γεγονότα που συνετάραξαν πρόσφατα την ζωή της Ευρώπης επιτακτικά επιβάλλουν τον απόλυτα στενότερον δεσμόν, την στενότερη συνεννόηση και συνεργασία πασών των ορθοδόξων Εκκλησιών μετά του Κέντρου τούτου προς επίλυση δια κοινής ενεργείας των μεγάλων ζητημάτων, των επειγόντων προβλημάτων που απασχολούν ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο των οποίων η διευθέτηση παρίσταται επείγουσα όσο πανταχόθεν τα αντίξοα ρεύματα απειλούν να βυθίσουν το σκάφος της Εκκλησίας». Ο Πατριάρχης Βασίλειος Γ΄ ανταπαντών μεταξύ των άλλων αναφέρθηκε στην εξαιρετική εντύπωση περί της ακμής και της ευπραγίας της Εκκλησίας στη Ρουμανία, που απεκόμησαν οι αποσταλέντες αντιπρόσωποι «στην πεφιλημένη θυγατέρα». Στο τέλος ο Πατριάρχης Μύρων ασπάσθηκε την χείρα του Πατριάρχου Βασιλείου, ο οποίος αντήλλαξε μετ' αυτού τον αδελφικόν ασπασμό. Στη συνέχεια έγινε κοινή σύσκεψη των Ελλήνων και των Ρουμάνων συνοδικών ιεραρχών με την παρουσία των Πατριαρχών επί των διαφόρων εκκλησιαστικών ζητημάτων που πρέπει να επιλυθούν και κατέληξαν ότι προς τούτο «απαιτείται σύγκλιση της προπαρασκευαστικής επιτροπής» για την μελλουσα Σύνοδο. Τέλος ο Πατριάρχης Μύρων πρότεινε στις διεργασίες αυτές να μην αγνοηθεί η Εκκλησία της Βουλγαρίας και να αρθεί το σχίσμα της. Την επομένη 24 Μαΐου μετέβη στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης γενόμενος τιμητικά δεκτός. Μίλησε στους τότε 52 ιεροσπουδαστές και τους προέτρεψε να εμπνέονται από το παρελθόν της Σχολής και της Μεγάλης Εκκλησίας που ανέδειξαν υπερμάχους της πίστεως και σοφούς ιερομύστες από των οποίων τα παραδείγματα πρέπει να εμπνέονται για να αναδειχθούν άξιοι διδάσκαλοι και ιερείς. Το απόγευμα επέστρεψε με τιμητική συνοδεία στο Γαλατά και επιβιβάστηκε στο ατμόλποιο «Δακία» και ανεχώρησε για τον Πειραιά. Στην Αθήνα τον υποδέχθηκε ο Αθηνών Χρυσόστομος, η Ιερά Σύνοδος, ο κλήρος, οι Ριζαρείτες και πλήθος κόσμου και τελέσθηκε δοξολογία όπου ο Αθηνών τόνισε «ως επιτακτική την ανάγκη αμέσου και συνεχούς επικοινωνίας μεταξύ των Ορθοδόξων για την εξέταση και επίλυση των έκκλησιαστικών ζητημάτων υπό πάσης της Εκκλησίας, παρά τας δυσμενέστατες περιπτάσεις που διέρχεται η πνευματική κορυφή της Μητρός Εκκλησίας». Σε αυτά απήντησε ο Πατριάρχης Μύρων και τόνισε πως: «Οι κατά τόπους Εκκλησιες πρέπει να συνασπισθούν περί το Οικουμενικόν Πατριαρχείον που όλοι οι Ορθόδοξοι να τον θεωρούμε ηγετικόν θεσμόν» και πρόσθεσε: «Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να συγκληθεί πάλι ένα πανορθόδοξο συνέδριο, το οποίον χωρίς βεβαίως να θίξει τα εσωτερικά ζητήματα των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, να μελετήσει τους όρους και τις συνθήκες τας οποίας καλείται να δράσει πλέον η Εκκλησία μας». Ο Πατριάρχης ανεχώρησε με «αυτοκρατορικές τιμές από τους Έλληνες» για την Αλεξάνδρεια.
Ο Αλεξανδρείας Μελέτιος Μεταξάκης τον υποδέχθηκε με μεγάλη εγκαρδιότητα και στο λόγο του αναφέρθηκε στους κάποτε στενούς δεσμούς των παλαίφατων Πατριαρχείων μετά των Ηγεμονιών των παραδουναβίων χωρών και ευχήθηκε κραταίωση σ' αυτές της πατριαρχίας του. Σε αυτά ο πατριάρχης Μύρων απήντησε: «Ήθελε από χρόνια να γνωρίσω τον πατριάρχη Μελέτιο που έχει φήμη μεγάλου Πατριάρχη, πλήρους ενεργητικότητας, αι οποίαι έχουν υπερέβη τα όρια της πατρίδος του και του οποίου τας αρχάς ασπάζομαι. Επιθυμία μου είναι οι ορθόδοξες Εκκλησίες που ευρίσκονται απομονωμένες να συνασπιστούν και πάλιν καθιστάμεναι μία, ενιαία δύναμη στην ανθρωπότητα Ας συγκεντρωθώμεν λοιπόν το ταχύτερον για να συνεννοηθώμεν αφού η Εκκλησία είναι Μία». Σε συνέΝτευξή του μάλιστα πρότεινε την ενίσχυση του Οικουμενικού Θρόνου με την συγκρότηση και μιας αντιπροσωπευτικής Πανορθοδόξου Συνόδου για τα γενικώτερα ζητήματα της Ορθοδοξίας και προς έμπνευση νέας ζωής και δυνάμεως σ' αυτόν. Για το ζήτημα του Ημερολογίου είπε «πως για την Ρουμανία δεν υφίσταται ζήτημα, αφού η διόρθωση προσεγγίζει καλύτερα την εφαρμογή των αποφάσεων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου».
Στη συνέχεια μετέβη στις 30 Μαΐου στην ιερά πόλη των Ιεροσολύμων γενόμενος επίσημα δεκτός στο μέσο μεγάλης «Παρρησίας» και ωδηγήθηκε προ του Παναγίου Τάφου όπου αντιλλάγησαν προσφωνήσεις με τον πατριάρχη Δαμιανό. Ο πατριάρχης Μύρων ανέγνωσε το Ευαγγέλιο του Μ. Σαββάτου και εκφώνησε το «Δόξα τη Αγία» και έψαλε το «Χριστός Ανέστη», Μετά επεσκέφθηκε τη Βασιλική της Βηθλεέμ και τα λοιπά προσκυνήματα μέχρι τις 4 Ιουνίου επέστρεψε στο Κάιρο προς συνάντηση με τον Σιναίου Πορφύριου Παυλίνου, και επανέκαμψε στα ίδια την Κυριακή 12 Ιουνίου. (* Αρχιμ. Τιμόθεος Ευαγγελινίδης. Ο Πατριάρχης και Αντιβασιλεύς Ρουμανίας Δόκτωρ Μύρων Κριστέα και το ταξίδιον αυτού εις τους Αγίους Τόπους. Εκ Βουκουρεστίου 1928).
Ο Πατριάρχης Μύρων κατά τις επαφές του μετάγγισε το φωτεινό πνεύμα του στις κατά τόπους Εκκλησίες και διαπίστωσε την γενική αποδοχή των θεμάτων που τέθηκαν το 1923 στο Συνέδριο της Κωνσταντινουπόλεως για να επιβεβαιώθεί η πνευματική αλκή των ορθοδόξων Εκκλησιών προκειμένου να δοθεί πιστική μαρτυρία της εκκλησιολογικής της ενότητός σε όσους την αμφισβητούν. Μετά τριετία συνεκλήθη στην μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους η προκαταρκτική Διάσκεψη για την προετοιμασία της Πανορθοδόξου Συνόδου.-
Υ.Γ. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Εκκλησία της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως επιχειρεί να συνάξει «επί το αυτό» (* Ψαλμός 132) τους Ορθοδόξους κατά το «κανονικό προνόμιο των πρεσβείων της». Αυτό πόρρω απέχει από οίονδήποτε «Παπισμό» ανατολικού τύπου, όπως διαβάλλεται η «Πηγή της Ευσεβείας» μας από χιμαιρικές ιδιοτελείς και υστερόβολες αποφάσεις «συνοδικών» κειμένων που παρερμηνεύουν την πραγματική έκταση «των Πρεσβείων Δικαίου» στην μη ισχανθείσα εκ της δοθείσης με Τόμους ανεξαρτησίας σε θυγατρικές Εκκλησίες. Όσοι νομίζουν ότι με τον όγκο τους, την κοσμική ισχύ, τον πλούτο τους ότι θα ισοπεδώσουν τα κανονικά προνόμια της Μητέρας τους Εκκλησίας αθετούν τον αρχιερατικό όρκο του μητροπολίτη Μόσχας Ιώβ για να λάβει την πατριαρχική αξία από τον Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Β το 1589 ! Η νεκρανάσταση της τσαρικής τακτικής των παρεμβάσεων, η ανάσυρση από το παρελθόν του ειδώλου του πανσλαβισμού ή τωρα του πανρωσισμού χρεοκόπησε ήδη στην Ουκρανία! Αύριο πού; Οι εκκλησιαστικοί της Μόσχας πρέπει να ξεχάσουν την μυθολογία του Φιλοθέου περί της «Τρίτης Ρώμης» που τους φόρτωσε οδύνες στην Ιστορία και ας αναλογισθούν πως δεν έπαυσε να λειτουργεί στην Εκκλησία ο πνευματικός νόμος