Ο ΑΘΗΝΩΝ ΜΙΧΑΗΛ ΧΩΝΙΑΤΗΣ ΚΑΙ Η ΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 13ον ΑΙΩΝΑ.
Παρά την ευάρεστη και ευγενή πρόσκληση του Πατριάρχου Μαξίμου Ε΄ να σπουδάσω προ 75 χρόνων στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης χωρίς κανένα διακρατικό λόγο και μόνον επειδή εκδηλώθηκε δι’ εμέ το ενδιαφέρον του Φαναρίου για τον νεαρό εξ Αθηνών υποψήφιο σπουδαστή η Άγκυρα απέρριψε τέσσερις φορές την χορήγηση «vizas» στο έδαφός της. Ο μακαρίτης μητροπολίτης Περγάμου Αδαμάντιος, που ο πατριάρχης είχε αναθέσει την καθοδήγησή μου με συνέστησε στον Διευθυντή του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών ακαδημαϊκό καθηγητή Γεώργιο Σωτηρίου με τον οποίον είχε συνεργαστεί το 1936 ως Μ. Πρωτοσύγκελλος για την σύνταξη του τόμου: «Τα Κειμήλια του Οικουμενικού Πατριαρχείου». Εν Αθήναις 1937. Τότε συνδέθηκα με το ζεύγος Γεωργίου και της Μαρίκας Σωτηρίου, που με παρότρυναν να ασχοληθώ ιδιαίτερα με ην επιστήμη τους και φοιτητής από το 1950 της Θεολογικής Σχολής των Αθηνών άρχισα την μελέτην της Χριστιανικής Αρχαιολογία και το θέρος του 1953 άρχισα την έρευνα για την χριστιανική περίοδο στο νησί της Κέας, που ήταν τόπος καταγωγής της μητέρας μου. Η έρευνά μου αρχισε με το να συγκεντρώσω πληροφορίες από το τότε ιερατείο της νήσου το οποίο και γνώριζε την ύπαρξη των εκκλησίες γιατί λειτουργούσε σε αυτές καθώς και την κατάστασή τους και τα πρώτα μου ευρήματα τα δημοσίευσα στο τοπικό περιοδικό μας «Το Νησάκι μας η Κέα». 1 Για να συγκεντρώσω το σχετικό υλικό περιηγήθηκα «αποστολικά» τις εξοχές του νησιού και απέκτησα πλήθος φωτογραφιών και σημειώσεων, ώστε να ασχοληθώ επιστημονικά με αυτά. Μέχρι τότε κανείς δεν είχε ποτέ ασχοληθεί με τα χριστιανικά μνημεία του νησιού και οι έρευνές μου απέδωσαν πλούσιο υλικό. Μεταξύ των περιοχών που ηρεύνησα ήταν μετά τα λεγόμενα Ελληνικά στο κέντρο του νησιού ήταν το άλλοτε Σταυροπηγιακό Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα που τα κτήματά του είχαν παραχωρηθεί στην Μονή Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου για να φοιτούν στην «Πατριάδα Σχολή»νέοι απὀ την Τζιά. Τότε ενοικιαστής των κτημάτων της Μονής ήταν ο αγρότης Ποθητός Βαρθολομαίος και εκείνος με συντρόφευσε στην έρευνά μου να κατέβω στο λεγόμενο «νερό», την αρχαία πηγή υδρεύσεως της Μονής όπου στο περιβόλι της όπου υπήρχαν τα ερείπια ναϊδρίου με μια μεγάλη τοιχογραφία. Όταν έφθασα στο ερείπιο έμεινα ενεός από την έκπληξη για τα εικονιζόμενα πρόσωπα των Ιεραρχών. Αμέσως δε με προβλημάτισε η παρουσία μεταξύ τους του Διονυσίου Αεροπαγίτης και του Πολυκάρπου Σμύρνης, που συνήθως δεν περιλαμβάνονται σε απεικονίσεις λειτουργών ιεραρχών της κόγχης του Ιερού.
Αυτό έφερε στη μνήμη μου το πρόσωπο του διάσημου μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη. Ο Μιχαήλ Ακομινάτος ήταν γόνος ευκατάστατης οικογενείας από τις «Κολοσσαίς» και τις βυζαντινές «Χώνες» της Φρυγίας της Μικράς Ασίας. Εκεί γεννήθηκε το 1132 και στάλθηκε έφηβος στην βασιλεύουσα για να μαθητεύσει κοντά στον τότε διάσημο φιλόλογο των ελληνικών Γραμμάτων δάσκαλο «Ευστάθιο», τον μετά σπουδαίο ιεράρχη Θεσσαλονίκης. Στην Πόλη συνδέθηκε ως γραμματέας του πατριάρχου Θεοδοσίου Α΄ με τους πατριαρχικούς κύκλους και ο πατριάρχης διέγνωσε το ήθος του και τα χαρίσματα του Μιχαήλ και τον χειροτόνησε το 1182 μητροπολίτη Αθηνών της 28ης τότε Μητροπόλεως του Οικουμενικού Θρόνου. Όμως το άλλοτε ένδοξο Άστυ τα χρόνια εκείνα είχε πάθει μεγάλη καταστροφή από την μάστιγα των Σαρακηνών. ΄Εφθασε στην Μητρόπολή του εν μέσω λαού λοιμοκτονούντος και μάλιστα απειλούμενου από τον δυνάστη του Ναυπλίου Λέοντα τον Σγουρό. Ο πεπαιδευμένος αυτός ιεράρχης κατοίκησε στα προπυλαίων της Ακροπόλεως, όπου και στέγασε την πολύτιμη εκ κωδίκων βιβλιοθήκη του και υπερασπίστηκε με σθένος το ποίμνιό του αντιτάσσοντας αποτελεσματικά την άμυνά του στους εκ Δύσεως επιδρομείς. Όμως φαίνεται πως τα αποθέματα των δυνάμεών του είχαν εξαντληθεί και έτσι η Αθήνα έγινε εύκολη λεία στους Φράγκους που επέβαλαν την εξουσία τους εκεί το 1204. Οι συνοδεύοντες τους «ιππότες» λατίνοι κληρικοί ζήτησαν την παράδοση της βυζαντινής βασιλικής της Θεοτόκου που είχε κτισθεί στο «Εκατόμπεδο» του Παρθενώνα και στα δώματα των προπυλαίων εγκαταστάθηκε ο λατίνος επίσκοπος. Ο Αθηνών Μιχαήλ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και αφού περιπλανήθηκε για κάποιο διάστημα στη Θεσσαλονίκη και στην Εύβοια κατέφυγε τελικά στην δεύτερη επισκοπή του στην Κέα έναντι του Σουνίου και μάλιστα στον όρμος της αρχαίας πόλεως των Ποιησσών. Εκει ο εξόριστος μητροπολίτης αποβιβάζεται και ακολούθησε την κοίτη του ρέματος των Πισσών και πορεύεται προς τις υπόρειες που τότε ήταν δασώδες από δρυάδες και πηγαία νερά. Ανέρχεται στην κορυφή του του υψηλού όρους του Ικμαίου Διός, (547 μ.ύψος), όπου στα χρόνια των Κομνηνών (1081-1185) συνεστήθη η Βασιλική Μονή του Τιμίου Προδρόμου με πύργον φρυκτωρίας που κατόπτευε το πέρασμα από την νήσο του San Giorgio μέχρι τον Καφηρέα της Εύβοιας που ήταν η αρχαιότατη γραμμή πλεύσεως εκ Δύσεως προς την βασιλεύουσσα.
Σε μικρή απόσταση από την Μονή διατηρείτο ο μοναστηριακός κήπος με την αρχαία πηγή και στη βόρεια άκρη του κτήματος υπήρχε το «χωστό» και ερειπωμένο «Μονύδριο». Από το αρχικό κτίσμα σωζόταν μόνον η κεντρική κόγχη του Ιερού και κάτω από τα ίχνη «πεποικιλμένης» Πλατυτέρας μία σπουδαία απεικόνιση της ιερής χορείας των συλλειτουργούντων έξη (6) Αγίων ιεράρχων της Εκκλησίας, με πρώτον εξ αριστερών τον Αλεξανδείας Αθανάσιον (μισοκατεστραμένον) και δίπλα τον Αθηνών Διονύσιον Αρεοπαγίτη, τον Καισαρείας Βασίλειον, τον Κων/πόλεως Γρηγόριο και τον επίσης Κων/πόλεως Ιωάννη Χρυσόστον και τέλος τον Σμύρνης Πολύκαρπον. Ο Αθηνών και ο Σμύρνης δείχνουν την ταυτότητα του κτήτορα του Μονυδρίου επομένως ευρέθηκε ότι είναι ο μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης. Στο μέσο των ιεραρχών η Αγία Τράπεζα φέρει στην όψη της περίτεχνο κάλυμμα με το αρχαίο σύμβολο της καθαγιάσεώς της που είναι ο Τίμιος Σταυρού στο μέσο των τεσσάρων «γωνιδίων», κατι που γίνεται και σήμερα όταν καθαγιάζεται κάθε νέα Αγία Τράπεζα και επάνω της φέρει το «ειλητό» του «αντιμηνσίου» ἐπί του οποίου τοποθετούνται τα «Κυριακά Σκεύη», δηλαδή το ποτήριο με το καθαγιασμένο «Αίμα Χριστού» και το βαθύ ξυλόγλυπτο δισκάριο με το «Σώμα Χριστού», μάλλον μετά το «Τέλεσμα» του Μυστηρίου μετά την «επίκληση» και πρό της Θείας Κοινωνίας τους. Οι ολόσωμες έξι μορφές των Ιεραρχών είναι γνωστές από την παραδοσιακή εικονογραφία. Οι τρίς ανυψώθηκαν στην ύπατη τιμή του Πατριάρχη, ο Αθανάσιος, ο Γρηγόριος και ο Ιωάννης. Ο Βασίλειος, αναδείχθηκε αρχιεπίσκοπος και οι δύο εξ αυτών ιεράρχες, ο Πολύκαρπος και ο Διονύσιος, σε επισκόπους ξακουστών πόλεων, ο πρωτος της Σμύρνης και ο δεύτερος των Αθηνών. Αυτή η δυάδα ταυτόχρονα έδειξε και την ταυτότητα του ιδρυτή του Μονυδρίου, που καταγόταν από τις βυζαντινές Χώναις, τις αρχαίες «Κολοσσές» της Μικράς Ασίας που τιμούσαν ως ιερομάρτυρά τους τον Πολύκαρπο Σμύρνης και τον διάδοχο του Αθηναίου Αρεοπαγίτη Διονυσίου και δεν είναι κάποιος άλλος από τον Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη! 3.
Η μελέτη συνθέσεως αυτής της τοιχογραφίας με απησχόλησε γιατί η εξιστόρηση της δείχνει ότι εκτελείται με την καθοδηγηση του αφιερωτή που είναι γνώστης της «κατ’ ενώπιον» αποστολικής συλλειτουργίας και της ειδικής αμφιέσεως των «Πρώτων» εκάστης Δικαιοδοσίας με αρχαϊκό «πολυσταύριο» που δείχνει ότι αποτελούν την γνήσια ύπατη πηγή του ηγέτη «Βασιλείου Ιερατευματος» στην κάθε τοπικής Εκκλησίας, δεδομένο ότι κατά την διδαχή της Εκκλησία: «Ο Πατριάρχης εστίν εικών ζώσα Χριστού και έμψυχος, δι’ έργων και λόγων εν αυτώ ζωγραφών την αλήθειαν. Κάθε τι που κρατούν στην αριστερά τους ιεράρχες ως «Ευαγγέλιον» είναι «Ευαγγελιστάριον» η ένας «κώδικας» βιβλιοθήκης που με«στάχωση» του υπενθυμίζει τις συγγραφές του φέροντος ιεράρχη που πρόσφερε στην Εκκλησία του Χριστου; Ακόμη και η αρχαϊκή μορφή του λευκού μάλινου ωμοφορίου, μόνον με τους σταύρους των παθημάτων του Εσταυρωμένου η και η δίριχτη του οραρίου περί τον τράχηλον του πρεσβυτέρου, το γνωστό «πετραχήλι» ή ακόμη και τα μαλακά «εγχείρια» των «επιγονατίων» και οι τρόποι των «ευλογιών» τους αν είναι έκφραση «ειρηνεύσεως» η ευλαβούς «σταυρώματος» η και τα λοιπά άλλα που επιμαρτυρούν την ασφαλή χρήση των χειρών, όπως τα «επιμάνικα» που επικρατούσαν και στις τρίς βαθμίδες της Ιερωσύνης στην Εκκλησία. Ο Μιχαήλ Ακομινάτος ειχε εμπειρίες από την πατριαρχία του λόγιου και ασκητικού Θεοδοσίου Α΄ (1178-1183), του γνωστού και ως Βορραδιώτη πουτο 1183 ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Α΄ τον απομάκρυνε από το Θρόνο, γιατί αντέδρασε σε αθέμιτο γάμο του, όπως και παλαιότεροι πατριαρχες και έζησε την υπόλοιπη ζωή του στη νήσο Τερέβινθο ασχολούμενος με τη συγγραφή της βιογραφίας του Ιεροσολύμων Λεόντιου, που εκδόθηκαν με τις ομιλίες του Μακαρίου Χρυσοκέφαλου το 1793 στη Βιέννη.
Την πρώτη παρουσίαση το επιστημονικό χώρο του ευρήματος του Μονυδρίου από τον Αριστείδη Πανώτη έπραξε η Βυζαντινολόγος κυρία Μαρίκα Σωτηρίου με την μελέτη της στο «Δελτίο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας»2 και συνεχισε την μελέτη η ταπεινότητά μου όταν επήγα ως Θεολόγος στο Παρίσι το 1957 για μετ’ εκπαίδευση στο «Ινστιτούτο του Αγιου Σεργίου», όπου μαθήτευσαστην Ιστορία της Εκκλησίας στη Ρωσία στον καθηγητή Αντώνιο Καρτασώφ, τελευταίο Υπουργό Παιδείας της Τσαρικής Κυβερνήσεως του Κερένσκυ και ταυτόχρονα παρακολουθούσα στην Σορβόννη τις Βυζαντινολογικές παραδόσεις του σπουδαίου καθηγητού Ανδρέα Γραμπάρ στο ανορθόδοξο ίδρυμα του «College de France» και εκείνος αφού είδε τα πρώτα στοιχεία των ερευνὠν μου με προέτρεψε να ασχοληθώ με την ανάλυση της τοιχογραφία του Μονυδρίου του Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη, γιατί παρέχονται πολλές πληροφορίες για την ιστορία της ορθοδόξου λατρείας του 13ου αιώνα, κάτι που δεν μπόρεσα λόγω της τιετούς στρατεύσεως μου και της μετά ταύτα απασχολήσεως μου ως αρχισυντάκτη της Θ.Η.Ε.- Α. Π.
- Βλ. Α. Πανώτη. Μνημεία Βυζαντινής τέχνης στην Κέα. περιοδικό «Το Νησάκι μας η Κέα». Σεπτ.1954.
- Δ.Χ.Α.Ε. 4, (1964/1965) Αθήνα 1966 την σχετική μελέτη: Η πρώϊμη παλαιολόγειος
αναγέννηση εις ταςχώρας και τας νήσους της Ελλάδος κατάτον 13ον αιώνα.
- Η εμφανιζόμενη ως προσωπογραφία του Αθηνων Μιχαήλ σε ναϊδιο των Μεσογείων
είναι μία φανταστική συλληψη της ευλάβειας των αφοσιωμένων τέκνων του
δεδομένου ότι ο ίδιος εγνώριζε ότι μόνον τα φελόνια των Πατριαρχών φέρουν
μόνον αρχαϊκους Σταυρούς μάλλον εξ επιδράσεως αποφάσεως της πατριαρχικής
αξίας του ορισμου του αυτοκράτορα Βασιλίου Β΄ ενώ μόνον εξ οιήσεως η της
αγνοίας μεταπήδησε στα φελόνια των επισκόπων ὴ των πρεσβυτέρων .-