Οι πρωταγωνιστές του αγώνα εξεγέρσεως του λαού κατά της Οθωμανικής τυραννίας κατά την «Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων» στην Τροιζήνα στις 2 Απριλίου του 1827   αναζήτησαν πρόσωπο Έλληνα που ήταν καταξιωμένος στον ευρωπαϊκό στίβο για να επωμιστεί την ευθύνη διοργανώσεως του νέου ελληνικού κράτους. Ως το κατάλληλο πρόσωπο που επισημάνθηκε ήταν ο Κερκυραίος Ιωάννης Καποδίστριας, πρώην υπουργός του τσάρου που μόλις είχε αποχωρήσει από την ενεργό συμβολή στην τσαρική πολιτική  μετά το «Συνέδριο στη Βιέννη» (1815). Τότε πλέον διεπίστωσε ότι τα «περί του ξανθού γένους που θα ελευθερώσει τους Έλληνες» ήταν μία απατηλή «προφητεία» του, ενώ η βασική γραμμή του τσαρισμού ήταν η αποδοχή του τρίτου πειρασμού του Σατανά για την «κατάκτηση του κόσμου» που απέρριψε ο Ιησούς. Όμως οι Ρώσοι θέλησαν να πετύχουν την  μεγέθυνση του κρατικού Γολιάθ τους ανατρέποντας την κανονική Τάξη με πολεμικές επιχειρήσεις και οικονομικές χορηγίες να υποτάξουν τις πτωχές Εκκλησίες και τις διεφθαρμένες πολιτικές ηγεσίες τους, να συγχωνεύσουν τα χριστιανικά έθνη της ανατολικής Ευρώπης στην επικράτειά τους καταλύοντας την ελευθερία τους. Αυτό δεν συμβιβαζόταν με το ορθόδοξο φρόνημα των λαών.

           Ο εκλεγείς πριν 195 χρόνια κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας (1828-1831) ήταν σημαντική προσωπικότητα της εποχής του, πιστός και φωτισμένος χριστιανός με πατριωτισμό και συναίσθηση ευθύνης.1 Από τη νεότητά του (1807) ήλθε σε αντίθεση με τα γαλλικά συμφέροντα στα Επτάνησα και αναγκάστηκε να εκπατριστεί τη Ρωσία, όπου αν και γιατρός διέπρεψε στο διπλωματικό της σώμα και έφθασε μέχρι το αξίωμα του Υπουργού των Εξωτερικών του τσάρου Αλεξάνδρου Α’. Από τη θέση αυτή μετέτρεψε την αρχική εχθρική στάση της τσαρικής Κυβερνήσεως σε κάθε ανατρεπτική κίνηση στην Ευρώπη  σε ευνοϊκή ουδετερότητα για την επανάσταση του 1821. Έτρεφε βαθύτατο σεβασμό στην ορθόδοξη παράδοση, όπως φαίνεται από τις επιστολές του. Όταν αποβιβαζόταν στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο 1828 έφθανε σε μια απελπιστικά πολιορκημένη και ερειπωμένη χώρα. Τη Στερεά την εξουσίαζε ο Κιουταχής, πολιορκώντας ακόμη και την Αθήνα και το Μοριά τον κατέστρεφε ο Ιμπραήμ, ενώ συνέχιζε την εσωτερική διάβρωση ο εθνικός διχασμός! Η εξουσία του Κυβερνήτη απλωνόταν κυρίως στον Αργοσαρωνικό και σε λίγα Κυκλαδονήσια.

          Εξ αρχής για τη λειτουργία του νέου κράτους θεωρούσε απαραίτητη  τη  συγκέντρωση της  εξουσίας. Στις σχέσεις της Πολιτείας με την Εκκλησία πίστευε στη  συνάλληλη συνεργασία της βυζαντινής παραδόσεως. Το ενδιαφέρον του για το εκκλησιαστικό περιλαμβανόταν μέσα στις πρώτες του εθνικές προτεραιότητες. Οι περιπέτειες του επταετούς πολέμου είχαν  αποδιοργανώσει τη τοπική Εκκλησία που συνέπασχε με το λαό,  χωρίς να μπορούν να αναπληρωθούν και θεραπευθούν οι ελλείψεις από το Πατριαρχείο. Στον ελευθερωθέντα ελλαδικό χώρο είχαν συρρεύσει πολλοί πρόσφυγες επίσκοποι, κληρικοί, μοναχοί, για να ξεφύγουν τη καταδίωξη των τουρκικών αρχών. Η παρουσία τους όμως στο μέσω του αγωνιζομένου λαού  προκαλούσε διαταραχή στη κανονική τάξη και αδυναμία συνεννοήσεως και επιβολής πειθαρχίας στα του κλήρου. 

          Ο Καποδίστριας λίγο μετά την έλευσή του στην Ελλάδα συναντήθηκε με τους αρχιερείς και με το Διάταγμά του της 7ης Οκτωβρίου 1828, κατάρτισε πενταμελή «Εκκλ. Επιτροπή» από τους αρχιερείς: Αιγίνης Γεράσιμο, Τριπόλεως Δανιήλ, Ταλαντίου Νεόφυτο, Ανδρούσης Ιωσήφ και Δαμαλών Ιωνά,  για τη καταγραφή των προβλημάτων της Εκκλησίας, καθώς και τα περί της καταστάσεων  των ναών και των μονών, ακόμη και τα των περιουσιών τους για να σχηματίσει ακριβή αντίληψη για την εκκλησιαστική κατάσταση στην Ελλάδα 2. Η Έκθεση  συντάκτηκε  και μελετήθηκε και ο κυβερνήτης  προχώρησε στα αναγκαία μέτρα κατά τη διάρκεια της Δ’  Ἐθνοσυνελεύσεως του Άργους τον Ιούλιο του 1829. Κατήργησε την «Εκκλ. Επιτροπή» και ίδρυσε την «Γραμματεία των Εκκλησιαστικών και της δημοσίας Παιδείας», συνδέοντας την Εκκλησία και τη Παιδεία σ’ ένα φορέα μέχρι σήμερα, με υπουργό του ενιαίου πλέον Υπουργείου, αρχικά τον Νικόλαο Χρυσόγελο. Η Συνέλευση αυτή, η οποία συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στο πρόσωπο του κυβερνήτη, δεν παρέλειψε να θεσπίσει στο ΙΑ’ ψήφισμά της ως βασική επιδίωξη της «Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος»: «την δια της ιεράς ημών θρησκείας και της ορθής παιδείας ηθικήν των πολιτών διαμόρφωσιν»

         Πρώτο μέλημά του ήταν να κατευθύνει ηγεμονικά τις εξελίξεις ελέγχοντας τα πολιτικά πράγματα, κάτι που προκάλεσε τις αντιδράσεις των «συνταγματικών» πολιτικών και των καπετανέων της Ύδρας και των Μανιατών, ενώ το «κυβερνητικό» πολιτικό σχηματισμό πλαισίωναν οι Μοραΐτες στρατιωτικοί του Κολοκοτρώνη. Επάλληλα αντιπολιτευτικά κινήματα σημειώθηκαν επί ενάμιση χρόνο (1830-1831), που άνοιξαν πολλές πληγές στη Μάνη, στην Ανατολική Στερεά, στο Πόρο και έφεραν το νεογέννητο κράτος στο χείλος της αυτοδιαλύσεως. Όμως ο Καποδίστριας επίστευε ότι: «Δια θαυμάτων έσωσεν ο Θεός το Έθνος τούτο επί τέσσαρας αιώνας. Και εν τω μέλλοντι θα σώσει αυτό» και αναζητούσε τρόπους εξόδου από την εσωτερική κρίση.

          Μέσα στην εμφυλιακή αυτή αναταραχή επεδίωκε και μετριοπαθή λύση του εκκλησιαστικού προβλήματος κατά τους ιερούς κανόνες. Ήθελε οι σχέσεις με το εθναρχικό κέντρο του νεωτέρου Ελληνισμού, το Πατριαρχείο, να εξελιχθούν μέσα στα πλαίσια της ορθοδόξου κανονικής Παραδόσεως και χωρίς να διαταραχθεί η ενότητα του ψυχικού ομοουσίου του Γένους. Με εγκύκλιο της 8ης Οκτωβρίου 1827: «προς τους ιερωτάτους Μητροπολίτες και Θεοφιλεστάτους Επισκόπους» ζητούσε την πλήρη εφαρμογή των «ιερών κανόνων εν πάσι», αλλά και την ευταξία στη διοίκηση, τη διασφάλιση των αρχείων τους, τη φροντίδα για τη κατήχηση του έθνους και την ορθόδοξη διαπαιδαγώγηση της νέας γενεάς, καθώς και το ενδιαφέρον τους για τη μόρφωση του Κλήρου. Με Διάταγμα (353/ 16-1-1830) καθόρισε τις θρησκευτικές αργίες στην εκπαίδευση και σύνδεσε τη Παιδεία με τη λειτουργική ζωή.

            Ήθελε εθνικό σύστημα παιδείας προφυλαγμένο από τις προπαγάνδες των ξένων που υπονόμευαν τη πίστη της νεότητας στην Ορθοδοξία. Διατηρούσε από τη Ρωσία στενή φιλία και συνεργασία με τον περίφημο Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων και του ζήτησε ένα σχέδιο διοργανώσεως Θεολογικής Ακαδημίας, όπως εκείνες που λειτουργούσαν τότε στη Ρωσία. Ο Καποδίστριας ήθελε «κληρικούς άξιους της αποστολής τους δάσκαλους της αρετής μετά λόγου και εισηγητές  των καλών πράξεων με πρακτικό παράδειγμα» όπως έγραφε στην Εγκύκλιό του της 18 Δεκεμβρίου 1829. Μάλιστα ο ίδιος συνέταξε τον ειδικό κανονισμό του εσωτερικού βίου της Σχολής «ένα κείμενο βαθύτατα πνευματικό που μόνον ένας πνευματικός άνθρωπος μπορούσε να γράψει», όπως σχολίασε η Ελένη Κούκου.  Επάνω σ’ αυτές τις αρχές Ιδρύθηκε η πρώτη Ιερατική Σχολή στη Μονη Ζωοδόχου Πηγής του Πόρου, που εγκαινιάστηκε από το κυβερνήτη στις 9 Νοεμβρίου 1830 με ιεροσπουδαστές υποτρόφους της Κυβερνήσεως. Η Σχολή αυτή δυστυχώς διαλύθηκε, χωρίς να ολοκληρωθεί η εξέλιξή της,  μετά το πρόωρο θάνατο του ιδρυτή της και έγινε το πρώτο σοβαρό πλήγμα στην  εκπαίδευση των κληρικών.

           Το θέμα της λύσεως του ελληνικού προβλήματος συμφωνήθηκε έμμεσα από τις μεγάλες Δυνάμεις, της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Γαλλίας, για διαφορετικούς για κάθε μια λόγους με τη Συνθήκη του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου 1827. Η Συνθήκη δημοσιεύθηκε στους Times στις 12 Ιουλίου και είχε φανερούς και κρυφούς όρους και απαιτούσε την ανακωχή από τους αντιμαχωμένους. Η ευρωπαϊκή συμμαχία θέλησε να περατώσει για τα συμφέροντά της την επικίνδυνη για το εμπόριό τους επαναστατική αναταραχή στην Ελλάδα και στο Αιγαίο. Όμως ο Καποδίστριας την χαρακτήρισε ως πράξη «εις την οποίαν εκάστη των τριών Δυνάμεων απέβλεψε προς το ίδιον αυτής συμφέρον, ουδεμία δε εις το της Ελλάδος», γιατί δεν απέβλεπε στην πλήρη ανεξαρτησία της ελευθερωμένης Ελλάδος αλλά μόνον της Πελοποννήσου και μερικών νησιών. Η Συνθήκη ήταν επιτυχία των Άγγλων, γιατί η Ρωσία παραιτείτο πάσης προστασίας των ορθοδόξων χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάτι που πάντα ενοχλούσε τους δυτικούς λόγω ασκήσεως ρωσικής επιρροής στο Πατριαρχείο. Όμως η  δέσμευση αυτή της Ρωσίας κράτησε από το 1827 μέχρι το 1833.

           Ο Καποδίστριας  το 1827 είχε προτείνει ως κεφαλή του ελληνικού κράτους το Πατριαρχείο για τη διατήρηση του εθναρχικού θεσμού της Ορθοδοξίας στην ελεύθερη Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Επίστευε πως η διακοπή σχέσεων με το Πατριαρχείο θα συντελούσε εις το: «να κινδυνεύση να διαμελισθή ο εν τη πίστει ενσεσαρκωμένος και απ’ αυτής αχώριστος Ελληνισμός». Αλλά και το 1828 πάλι πρότεινε στο τσάρο Αλέξανδρο Α’ τη δημιουργία πέντε ημιαυτονόμων κρατιδίων στους ορθόδοξους λαούς, της Ελλάδος, Ηπείρου, Μακεδονίας, Σερβίας και Δακίας, δηλαδή την ανασύσταση του αρχαίου Ιλλυρικού, που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε ενιαίο κράτος και σε μια ισχυρή δύναμη.

         Ο σουλτάνος για να προλάβει τις εξελίξεις αυτές άρχισε τις δελεαστικές προτάσεις του  για  δήθεν νέες εγγυήσεις προνομίων. Με απειλές αξίωσε από τον πολύγλωσσο και μορφωμένο πατριάρχη Αγαθάγγελο να στείλει, παρά τη θέλησή του, τον Μάϊο του 1827 Συνοδική επιστολή ειρηνεύσεως και συμβιβασμού! Όμως τα γεγονότα που ακολούθησαν με τη Συνθήκη, άλλαξαν τα πράγματα. Η πρωτοβουλία των τριών Δυνάμεων για να σταματήσει ο Ιμπραήμ τις σφαγές στη Πελοπόννησο προσέκρουσε στην αδιαλλαξία του σουλτάνου και του ίδιου του Ιμπραήμ και δόθηκε το έναυσμα της καταστροφής στο Ναυαρίνο, στις 20 Οκτωβρίου 1827, μέσα σε τέσσερεις ώρες, λόγω της υπεροχής  πυρός, του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου! Το γεγονός είχε τεράστια σημασία για τις εξελίξεις του ελληνικού προβλήματος. Αλλά και τότε η Πύλη  προσπάθησε πάλι να παγιδεύσει τους Έλληνες με νέα διαβήματα μέσω επιστολής του Πατριαρχείου  προς τον αφιχθέντα στις 18 Ιανουαρίου 1828 στο Ναύπλιο κυβερνήτη. Ο Καποδίστριας  εγνώριζε το σκοπό της και εν όψει των εξελίξεων έμεινε και αυτή αναπάντητη.

         Τέλος η Πύλη και πάλι επέμενε να είναι βέβαιη η επίδοση του γράμματος στα χέρια του κυβερνήτη διέταξε να μεταφέρουν το αντίγραφό του τέσσερεις συνοδικοί απεσταλμένοι: ο Νικαίας Ιωσήφ, ο Χαλκηδόνος Ζαχαρίας, ο Λαρίσης Μελέτιος και ο Ιωαννίνων Βενιαμίν και ο Μ. Πρωτοσύγκελλος. Αυτοί αποβιβάστηκαν το Φεβρουάριο του 1828 στο Ναυαρίνο, που κατείχε ακόμη ο Ιμπραήμ και με τη προστασία του διέσχισαν τη Πελοπόννησο και πήγαν αρχικά στο Ναύπλιο και τελικά στο Πόρο. Εκεί τους δέχτηκε  επίσημα ο Καποδίστριας στις 22 Μαΐου με τη παρουσία των εκπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν πλέον αναλάβει πλησίον του προξενικό ρόλο.  Οι συνοδικοί αρχιερείς του επέδωσαν το γράμμα. Ο κυβερνήτης με σοβαρότητα και παρρησία απέρριψε το περιεχόμενό του στηριζόμενος πλέον στην εγγύηση της ασφαλείας που πρόσφερε η υλοποίηση της Συνθήκη του Λονδίνου. 

             Στις 28 Μαΐου 1828 ο Καποδίστριας απάντησε στον πατριάρχη Αγαθάγγελο με μακροσκελή επιστολή. Στην επιστολή αυτή με διπλωματική ευγένεια και σεβασμό σχολιάζεται ο πραγματικός στόχος της διασποράς της επιστολής ανά την Ευρώπη, πριν να φθάσει στον προορισμό της, για να δειχθεί η σουλτανική μεγαλοψυχία και για να αναστραφεί το φιλελληνικό ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων. Επομένως, απέρριψε  εντελώς τις προτάσεις του Πατριάρχη ως άκαιρες, μετά τη συμμαχική επέμβαση στο Ναυαρίνο και την αναμονή των διπλωματικώς εξελίξεων για την εθνική ανεξαρτησία. . Εξέφραζε τη πίστη του λαού, πως η εθνική Ανεξαρτησία είναι θέλημα Θεού και πως τα δεινά έφθασαν στο τέλος τους!  Τέλος εύχεται: «το Πατριαρχείο να γένη  εις ημάς πρόξενος των αγαθών, τα οποία οφείλει ως κεφαλή της αγίας Εκκλησίας εις όλα τα τέκνα της». Σε επίμετρο η επιστολή απαλλάσσει από κάθε ευθύνη τους αρχιερείς για το ναυάγιο της Αποστολής τους για να μη  πέσουν και αυτοί στη δυσμένεια της Υψηλής Πύλης. Παρ’ όλη αυτή τη δήλωση υπήρχαν συνέπειες  για τον ίδιο τον πατριάρχη Αγαθάγγελο που εκθρονίστηκε (5 Ιουλίου 1830) και εξορίστηκε, όπως οι προηγούμενοι, αρχικά και αυτός στη Καισάρεια και μετά δύο χρόνια στην Αδριανούπολη, όπου και απεβίωσε!         

Με το Πρωτόκολλον του Λονδίνου τις 3ης Φεβρουαρίου 1830, αναγνωρίσθηκε επίσημα η Ανεξαρτησία ενός μικρού πυρήνα εκ της αρχαίας Ελλάδος. Μετά 377 χρόνια αφάνεια ελληνικής κρατικής οντότητος στον ιστορικό χώρο των μεγάλων επιτευγμάτων ενός λαμπρού πολιτισμού συστήθηκε η Νεοελληνική Πολιτεία και προσφέρθηκε στον Καποδίστρια η τιμή να την οργανώσει «ευρωπαϊκά», όπως είχε πράξη νωρίτερα στην Ελβετία, αλλά βρέθηκε κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες και μέσα σε τόσους άτακτους ανταγωνισμούς και τόσο  τραγικά εξαθλιωμένο λαό.        

        Ο σοφός πατριάρχης Κωνστάντιος Α’, ο από Σιναίου, ο οποίος διαδέχθηκε τον Αγαθάγγελο στις 6 Ιουλίου 1830, έγραψε πρώτος στον Καποδίστρια για να τον συγχαρεί για την Ανακήρυξη ως αυτόνομου και ελεύθερου κράτους της Ελλάδος και υπέδειξε την ανάγκη επανασυνδέσεως των ελλαδικών εκκλησιαστικών επαρχιών με το Πατριαρχείο. Ο πατριάρχης Κωνστάντιος λέγεται ότι ευνοούσε τη διεύρυνση της ρωσικής πολιτικής στην Ανατολή για να αντιμετωπιστούν και οι ξένες προπαγάνδες που άρχισαν να προκαλούν πολλά ζητήματα στις επαρχίες του. Ο κυβερνήτης απέστειλε θαυμάσια απάντηση στην οποία εκφράζει τη  χαρά του  για την επικοινωνία και την επιθυμία του όπως, η διοργάνωση της τοπικής Εκκλησίας τεθεί υπό την σκέπη του Πατριάρχη!

       Η θέση του Καποδίστρια στο εκκλησιαστικό πρόβλημα του νέου κράτους  είναι σαφής και αυτή θα ακολουθούσε στις συνομιλίες του με το Φανάρι: «την Ορθόδοξον Εκκλησίαν του νέου κράτους…μη χωρίζειν δηλονότι δια του εθνικού ονόματος την εν τω νέω κράτει της Ελλάδος από της εν τη οθωμανική εξουσία κειμένης μητρός, αλλά μίαν μεν και την αυτήν ομολογείν πανταχού την Ορθόδοξον Εκκλησίαν…εν δε πάλιν και αχώριστον το των Ελλήνων Ορθόδοξον Έθνος»3. Η ορθόδοξη αυτή θέση  του για την ενότητα της Εκκλησίας του Γένους, δεν ανταποκρινόταν στις αγγλογαλλικές προϋποθέσεις τους για τη δημιουργία ενός ανταγωνιστικό πυρήνα προς το θεωρούμενο «φιλορωσικό» θεσμικό κέντρο του Πατριαρχείου και έπρεπε να διαρραγεί. Αυτό που αποκλειόταν από τις θέσεις του θεωρούμενου ως «φιλορώσου» ορθοδόξου Καποδίστρια, πραγματοποιήθηκε από την ετερόδοξη Αντιβασιλεία.  Ο κυβερνήτης ζητά από τον Πατριάρχη πνευματική επικοινωνία  με το κλήρο και στο λαό της Ελλάδος, με την αποστολή παραινετικών Εγκυκλίων για την αντιμετώπιση των πρώτων κρουσμάτων επεμβάσεων των ξένων προπαγανδών. Δεν επέτρεψε να προσβάλλονται η να υπονομεύονται οι θρησκευτικές και εθνικές πεποιθήσεις των Ελλήνων  την Εκκλησία και το Έθνους τους.

          Μετά την εγκάρδια αυτή αλληλογραφία ο Καποδίστριας διάλεξε τον Αύγουστο 1831 τον λογιότερο των αρχιερέων τον Ρέοντος και Πραστού (1812-1833) και μετά Κυνουρίας Διονύσιο Α’  τον  Παρδαλό, για να επισκεφθεί το Φανάρι, επειδή ως παλαιός πρωτοσύγκελλος του πατριάρχου Καλλινίκου του Ε’, εγνώριζε τη τακτική και τη δεοντολογία για συνομιλίες  στο Πατριαρχείο. 

         Ο μητροπολίτης Διονύσιος πριν ξεκινήσει την αποστολή του  θέλησε να συμβουλευτεί για το θέμα τους υπόλοιπους κανονικούς ιεράρχες. Όμως οι συζητήσεις παρατάθηκαν επί μακρόν, λόγω των σοβαρών εμφυλίων περιπετειών στο νεογέννητο κράτος,  που έφθασαν μέχρι στις 13 Αυγούστου του 1831  την αυτοπυρπόληση του ελληνικού στόλου στο Πόρο. Το τραγικό για την Ελλάδα γεγονός της δολοφονίας στο Ναύπλιο στις 27 Οκτωβρίου 1831 του Καποδίστρια διέκοψε και την εξέλιξη της κανονικής  λύσεως του εν Ελλάδι εκκλησιαστικού προβλήματος.4      

Ο Ιω. Καποδίστριας ήταν πολιτικός άνδρας διεθνούς αναστήματος με βαθύτατο ελληνορθόδοξο βίωμα. Εθεωρούσε την Εκκλησία το βασικό πνευματικό θεσμό για την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας. Προσήγγισε το εκκλησιαστικό ζήτημα με ευλάβεια και με προσοχή για να μη διαρραγεί η «Μία» Εκκλησία του Γένους. Είχε τη πεποίθηση ότι οι επαρχίες του Οικουμενικού  Θρόνου έπρεπε να λειτουργούν στο ανεξάρτητο κράτος αυτοδιοικούμενες, χωρίς να διαρραγούν οι σχέσεις και να αποσταστούν από τη Μητέρα τους Εκκλησία και για γεωπολιτικούς λόγους. Ο Καποδίστριας γαλουχημένος στη Κέρκυρα και στο αυτοκρατορικό περιβάλλον της Αγίας Ρωσίας θεωρούσε το Πατριαρχείο τον μόνο ισχυρό θεσμό για να αναγεννήσει το οικουμενικό ιδεώδες του Γένους και να βοηθήσει στη συναγωγή του υπόδουλου λαού σε μια νέα μεγάλη ενότητα. Ο πολύς φίλος του κυβερνήτη πρωθιερέας Κωνστ. Οικονόμος του είχε προσφέρει τις γνώσεις του για την επίλυση του ζητήματος. Συνέταξε μάλιστα και ένα «Ψήφισμα Συνοδικόν» με δέκα (10) όρους για να προστατευθεί  η  ενότητα των εν Ελλάδι εκκλησιαστικών αρχών  με το από αιώνων ιερό κέντρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. 5  Το πολίτευμα που εισηγείτο στηριζόταν στη βάση της Εκκλησίας Κων)πόλεως και αυτό συνέπιπτε με τις πεποιθήσεις του  Καποδίστρια.  

            Ο κυβερνήτης ήθελε η Εκκλησία και η Παιδεία  να λειτουργήσουν μέσα στα καθιερωμένα πλαίσια διαδρομής της Ιστορίας  του Γένους μας. Γι’ αυτό και ανέθεσε την οργάνωση της Παιδείας στο Φαναριώτη Αλέξανδρο  Στούρζα το 1829 και  εισήγαγε τους Πατέρες και τη λειτουργική ζωή στα σχολεία και καθόρισε τις θρησκευτικές αργίες με το Διάταγμα 353 στις 16-1-1830. Ο Καποδίστριας δεν ανεχόταν την προσβολή του ορθοδόξου φρονήματος του λαού μας από ξένες προπαγάνδες και ανέθεσε τη παρακολούθηση των διαφόρων ιεραποστόλων στον Ανδρέα Μουστοξύδη. Ο πρώτος πολιτειακός άρχοντας της Ελλάδος σεβάστηκε τους εκκλησιολογικούς και ιστορικούς δεσμούς της Ιεραρχίας του ελληνικού Λαού με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και επεδίωκε μόνον την αυτονομία της τοπικής Εκκλησίας υπό την εποπτεία του Πατριαρχείου, όπως εκείνη που εδόθηκε με το «Τόμο Συνοδικό» στους Σέρβους τον Αύγουστο του 1831, κάτι που την ίδια εποχή εσχεδίαζε και η Αγγλική Αρμοστεία για τα Επτάνησα.

            Ο Καποδίστριας επίστευε, όπως μαρτυρεί σε επιστολή του ο Κωνστ. Οικονόμος προς τον πρεσβευτή της Ρωσίας στη Πόλη Τιτώφ ( στις 16-2-1850): «εάν η υπόθεση αυτή εμπέσει εις Φράγκων χείρας, τότε εχάθημεν».6 Αυτή ήταν και η πεποίθηση και των αγωνιστών αρχιερέων και αυτή επικράτησε κατά τη πρώτη μετακαποδιστριακή περίοδο. Αποτέλεσμα αυτής της στάσεως ήταν ότι υπήρχαν μέχρι το 1833 μόνον οκτώ κανονικοί ιεράρχες σε Μητροπόλεις και Επισκοπές, ενώ οι λοιπές χηρεύουσες έδρες εδιοικούντο από τοποτηρητές και λόγω της διακοπής των σχέσεων με το Φανάρι  εστερούντο προοδευτικά όλες οι εκεί επισκοπές του Μυστηρίου Αγίου Μύρου, που ήταν απαραίτητο για την ολοκλήρωση  του Μυστηρίου του Βαπτίσματος και για τον εγκαινισμόν νέων θυσιαστηρίων και εχορηγείτο δια τους Έλληνες Ορθοδόξους τότε υπό του Οικουμενικού Πατριαρείου.7 Οι ιεράρχες ήθελαν να διοικήσουν τον Λαό του Θεού με την αρχαία συνοδική αυτονομία και όχι με την πλήρη ανεξαρτησία της αυτοκεφαλία κηδεμονευόμενη από το οργανωμένο κράτος.  Ζητούσαν ελευθερία από τις εχθρικές οθωμανικές παρεμβάσεις, αλλά και από τη νομοκρατική προστασία  του Διαφωτισμού, που δεχόταν πως «επικράτεια και Εκκλησία είναι ένα και το αυτό» και με αντιεκκλησιαστικές παρεμβάσεις επενέβαινε η κοσμική  εξουσία στις Εκκλησίες της  Ευρώπης. Οι αγωνιστές αρχιερείς του αγώνα και οι ευσεβείς πιστοί ήθελαν την  ασφάλεια της πίστεως και της κανονικής τάξεως να πηγάζει από τη Μητέρα Εκκλησία του Γένους και από τον εκεί «Πρώτο» της, τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ο  Κωνσταντίνος  Οικονόμος και πάλι επιβεβαιώνει αυτό το εκκλησιαστικό φρόνημα, ότι: «εν ουδεμιά εθνική συνελεύσει ουδαμού ουδέποτε φαίνεται ούτε ψηφίσαντες, ούτε βουλευσάμενοι τον από της Μεγάλης Εκκλησίας αυτογνώμονα και βίαιον χωρισμόν»8 

             Η θέση  αυτή από τότε επανέρχεται, οσάκις η κρατική εξουσία περισφίγγει την ελευθερία της εν Ελλάδι Εκκλησίας με μέτρα που της αφαιρούν την αυτονομία  και τα δικαιώματά της να ρυθμίζει τα του οίκου της. Τότε η έσχατη πίεση προς τη Πολιτεία είναι: η κατάργηση του Αυτοκεφάλου και η επιστροφή της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπου ισχύουν μόνον οι ιεροί κανόνες και τα ανά τους αιώνες πατριαρχικά και συνοδικά θεσπίσματα.

Παραπομπές

   1. Η Αικατερίνη Β’  προπαγάνδισε για τους λόγους της ότι  το «ξανθό γένος» των Ρώσων θα έσωζε τους Έλληνες από την τουρκική τυραννία.  Αυτές τις ψεύτικες «προφητείες» τις περιελαβε στο βιβλίο του «Προφητείες του Αγαθάγγελου ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Πολυείδης που εκδόθηκε  στη  Λειψία το 1751 για  να  «προετοιμάσουν» τους Έλληνες. Ο ρωσσικός Στόλος  κατέλαβε κατά τα «Ορλωφικά» του 1770 τις Κυκλάδες με κέντρο την Πάρο. Τότε απεξάρτησε τις εκεί εκκλησιαστικές επαρχίες των νήσων  εκ του Οικουμενικού  Θρόνου  δένοντάς τις  με την Σύνοδο της Πετρουπόλεως! Όταν όμως υπογράφηκε η σχετική Συνθήκη  υπέρ της τσαρίνας, οι κυκλαδίτες που συνεργάστηκαν με τον Ρώσο ναυάρχο Σπυριδόνωφ εφυγαν για ασφάλεια μαζί του και μετανάστευσαν στη νότια Ουκρανία  (Στη Σεβαστούπολη, Μαριούπολη κ.α). Στα νησιά επέστρεψαν πάλι οι Τούρκοι και ο καπουδάν πασάς εκρέμασε στο κατάρτη της ναυαρχίδος του στην Κορρησία τον αρχιεπίσκοπο Τζίας και Θερμίων Γρηγόριο Μιγαδά,  γιατί  δήθεν συνεργάστηκε με τους Ρώσους που λεηλάτησαν την Καρθαία! 

   2. Χρυσ. Παπαδοπούλου. Η Εκκλησία Κ)πόλεως και η Μεγάλη Επανάσταση του   1821. Αθήναι   1950 και Εμμ.Κωνσταντινίδη. Η εν Ελλάδι Εκκλησία κ.τ.λ.(1821-1833) Αθήνα. 1970. Του ιδίου. «Ιωάννης Καποδίστριας και η εκκλ.πολιτική». Αθήνα 1977 και Βασ.Καραγιώργου. «Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως(1821)». Άθήνα 1998 και Τ. Γριτσόπουλου. Καποδίστριας στην Θ.Η.Ε. τ. 7. στ. 326—335.

  3.Τάσου Γριτσόπουλου, «Η υπό του Καποδιστρίου διορισθείσα πενταμελής Εκκλ. Επιτροπή και το έργο της», περ.«Εκκλησία» τομ. Λ-ΛΑ 1953-54 τ.30. σελ.202-205, 241-243, 276-281, 299-300, 331-332, 335-360,τ.31 σ.13-14.

  4. Κωνστ. όσοι κυκλαδίτες υπέκυψαν στις ρωσικές απειλές.Οικονόμου. Τα Σωζόμενα..τομ. Β’ σελ.92.

  5. Κωνστ. Οικονόμου. «Τα Σωζόμενα…». τομ.Β’,γ .

  6. Τόμος «Φιλία». Γ.Μεταλληνού, Περί του Ελλαδικού Αυτοκεφάλου. Θεσσ.1989, σελ.357)

  7. Υπάρχουν επιστολές μνείας της ελλείψεως του Αγίου Μύρου στα Επτάνησα από την εποχή του Καποδίστρια μέχρι την αυθαίρετη ελλαδική απόσχιση από το Πατριαρχείο   στο «Βιβλίον Γραμμάτων…» από της Αρχιερατείας Διονυσίου Δελάζαρη (9) έως το έτος 1842 της Αρχιερατείας Νικολάου Κοκκίνη (10), το οποίο φυλάσσεται στο Αρχείο της Ιεράς Μητροπόλεως Ζακύνθου.

Loading