Ο Κερκύρας και Παξών Αθηναγόρας
(1922-1930)
1922:
Η ΓΕΦΥΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΙΚΗΣ «ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑΣ»
ΚΑΙ Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ
Του Αριστείδη Πανώτη
Η μαθητεία μου κατά τη τελευταία δεκαετία της ζωής του κοντά σε ένα σύγχρονο Γαμαλιήλ, τον Πατριάρχη Αθηναγόρα και μάλιστα σε δύσκολες ημέρες αλλά και σε μεγαλειώδεις στιγμές, μου επιβάλλει το χρέος να καταγράψω από τα συμβάντα των πρώτων ημερών της Επαναστάσεως του 1922 ακόμη δε περισσότερα για την απαρχή της οκταετούς προσφοράς του στην Ιερά Μητρόπολη Κερκύρας και Παξών (1922-1930), με βάση τις διηγήσεις του και τις αρχειακές έρευνές μου. Η θεώρηση του βίου και της πολιτείας αυτού του πολυτάλαντου εκκλησιαστικού ανδρός επιβάλλει πληρέστερη προσέγγιση όλων των πλευρών της επίγειας διαδρομής του για να εξαχθούν συμπεράσματα παραδειγματίζοντα ό,σους θέλουν πιστά να ακολουθούν τη κλήση τους και υπεύθυνα να την διακονήσουν. Είναι τραγικό ολίσθημα η παρατηρούμενη διεστραμμένη κακοήθεια να μιλούν περί Αθηναγόρα κακεντρεχείς και ανιστόρητοι ρασοφόροι και λαϊκοί χωρίς να τον έχουν ζήσει και μελετήσει όπως η ταπεινότητά μου. Η δαιμονική αυτή κακετρέχεια ελλαδικής κοπής φορτώνει παν ψεύδος που φαντάζεται για να δυσφημίσει την ορθόδοξη μαρτυρία της τίμιας ζωής του και προς τούτο καταθέτω περί αυτού πάσαν την αλήθεια.
Το νησί της Κέρκυρας είναι η ελληνική μας Ευρώπης, γιατί στην ιστορική πορεία του παρ’ ότι γνώρισε πολλούς κυρίαρχους δυτικούς λαούς την τελευταία χιλιετία, απέφυγε τη θρησκευτική και φυλετική αλλοτρίωση και ιδίως το κίνδυνο υποταγής τον αλλόθρησκο σκληρὸ κατακτητή. Εξ αυτού και η Κέρκυρα κατά τους μετά την Άλωση χρόνους χρησίμευσε ασφαλές καταφύγιο ιερών σεβασμάτων της ορθοδόξου ευσεβείας, αλλά μεταφυτεύσεως αρχοντικών οικογενειών μεταξύ των οποίων ήταν και οι Θεοτόκηδες. Ο Κερκυραίος ιερέας Γεώργιος Καλοχαιρέτης μεταφέρει στη πατρίδα του το 1456 δύο πάνσεπτα σκηνώματα: του Αγίου Σπυρίδωνος και της Αυγούστας Θεοδώρας ενώ οι άρχοντες που ρίζωσαν στο νησί μετάγγισαν το ζωντανό πνεύμα της μακραίωνης μορφωτικής και πολιτιστικής ευγένεια του Γένους μας. Ιδιαίτερα απλώθηκε η χάρη του Αγίου στην αντίπερα γη της Ηπείρου. Οι ευσεβείς χριστιανοί του Πωγωνίου και της Κόνιτσας φαίνεται πως ζούσαν εκχεώμενη την ευλογία του Αγίου ακούγοντας υπεραισθητα κατά τον Εσπερινό της μνήμης του τις μακρινές κωδωνοκρουσίες από τη Κέρκυρα για να συμμετέχουν στο πανηγυρισμό της τιμής του Κύπριου Αγίου! Η «μέθεξη» αυτή ακροαμάτων αναζωογονούσε τη πίστη των σκλαβωμένων πιστών που τότε αδυνατούσαν από κοντά να τον επισκεφθούν στο νησίτου. Το περίεργο είναι πως το ιδεατό αυτό προσκύνημα το ζούσε από τη παιδική του ηλικία στο Τσαραπλανά, το σύγχρονο «Βασιλικό» της Ηπείρου ένας γόνος της παλαιάς οικογενείας των «Κόκκινων» από το ζεύγους του ιατρού Ματθαίου Σπύρου και της Ελένης Μοκόρου εκ της Κόνιστας ο μικρός Ἀριστοκλής Σπύρου γιατί με αυτό γαλουχήθηκε από την ευσεβή μητέρα του και η υπερευαισθησία αυτή της λαϊκής ευσεβείας καταστάθηκε βίωμα ζωής στη καρδιά του Αριστοκλή μέχρι που πάτησε το πόδι του στη Κέρκυρα ως ο μητροπολίτης πλέον Αθηναγόρας λίγο πριν κλείσει τα 36 χρόνια του!
Στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας εκ παλαιού οι διαφορετικές αντιλήψεις έφθειραν το Γένος, ώστε να θεωρείται πραγματική κατάρα σε ένα λαό ο «Εθνικός Διχασμός» . Η διχοστασία αν και κλήρος ανθρώπινος, όπως έλεγε ο μεγάλος κερκυραίος Ιωάννης Καποδίστριας, κατασκάπτει την υπόσταση του λαού και ξεριζώνει έθνη όταν το ρήγμα βαθαίνει και πλήττει τις βαθύτερες πνευματικές ευαισθησίες, όπως είναι το θρησκευτικό ένστικτο του ανθρώπου. Το Γένος μας υπέστη διπλή Εθνική δοκιμασία κατά την εξέλιξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου από τη διαφωνία που εξελίχθηκε σε σφοδρή συγκρούση του πολιτειακού παράγοντα, του βασιλέως Κωνσταντίνου και του εκφραστή της πολιτικής θελήσεως του λαού, πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Μόλις ἡ χώρα είχε πετύχει την απελευθέρωση των βόρειων περιοχών της και ζούσε τις ημέρες της εθνικής ανασυγκροτήσεως του 1914 εμφιλοχώρησε η διστακτικότητα στη διεθνή πορεία της Ελλάδος μήπως ήταν επωφελέστερη η «ουδετερότητα» από τη «συμμετοχή» στη Συμμαχία με τους δυτικούς συμμάχους. Ο τότε Άνακτας έμαθε από το Βερολίνο, με το οποίο συγγένευε, πως ο τσάρος μετά τη νίκη με μυστική συμφωνία για να συμμετάσχει τη δυτική Συμμαχία ικανοποιούσε το παλαιό «καταθύμιο» της δυναστείας του που ήταν να κατακτήσει τη Θράκη και τη Κων/πολη, δηλαδή αυτό που απέτυχε το 1878 με την ανατραπείσα «Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου». Ὁ Βενιζέλος όμως στένα δεμένος με τη πολιτική των Βρεταννών γνώριζε το αντίθετο ως λύση του «Ανατολικού ζητήματος. Η αντιπαλότητα δημιούργησε την μεγάλη κρίση ιδίως μάλιστα όταν τα τσαρικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Τραπεζούντα και ετοιμάζονταν να προχωρήσουν προς τη Πόλη. Τότε οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης δυνάμωσαν, ιδίως για το μέλλον του προς βορρά Ελληνισμού. Οι τρόφιμοι του τσαρικού εθνοφυλετισμού Βούλγαροι προσπαθούσαν από τότε να οικειοποιηθούν όλη τη περιοχή της Πελαγονίας με το Μοναστήρι και τα Σκόπια με τους λεγόμενους Εξαρχικούς, τη περιοχή που είναι επίμαχη μέχρι σήμερα λόγω της πολυφυλετικής της συνθέσεως. Όμως ο πόλεμος στο δυτικό μέτωπο μεταξύ των Συμμάχων της «Συνενοήσεως» (Αγγλογάλλων) και των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανών) εξελίχθηκε σε ανθρωποβόρα σφαγή και οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να ανοίξουν στο υπογάστριο της Γερμανίας νέο μέτωπο στη Μακεδονία μας, όπου καιροφυλακτούσαν οι Βούλγαροι και Τούρκοι για να στηρίξουν το Βερολίνο. Ο Αγγλογαλλικός στόλος για να εκβιάσει την «ανακτορική ουδετερότητα» αποκλείει την Αθήνα και αποβιβάζει δυνάμεις και μάλιστα βάλλει κατά των δισταζόντων Ανακτόρων. Τότε οι πολιτικοί που διέβλεψαν οφέλη υπέρ της Ελλάδος δημιουργούν την κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη και συντάσσονται μετά του στρατού στη δυτική Συμμαχία. Οι Ανακτορικοί κύκλοι τότε επιζητούν τη συμπαράσταση της ελλαδικής Εκκλησίας και ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος και μερικοί άφρονες αρχιερείς χωρίς αίσθηση της ευθύνης τους για τη ρήξη της ενότητος του ελληνικού λαού, σοφίζονται από κανονοπληξία την εκτροπή του «Αφορισμού» κατά του ηγέτη των διαφωνούντων με τον βασιλέα. Όμως αυτή η πράξη εξοβελισμού που με «κανονική» ελαφράδα θεατρικά σκηνοθετήθηκε εδίχασε το εκκλησιαστικό σώμα και κατέστησε όσους πρωτοστάτησαν στην εκτροπή αυτή ενόχους για κομματισμό της ελλαδικής εκκλησιαστικής ζωής. Γι’ αυτό εξ ονόματος του λαού όταν η κυβέρνηση επανήλθε στην Αθήνα το 1917 θέλησε να κριθεί η διχαστική εκτροπή των εκκλησιαστικών. Συνεστήθη η «Υπερτελής Σύνοδος» από περίπτυστους μητροπολίτες της ελληνικής επικράτειας, πέντε (5) εκ της «Αυτοκέφαλης Διοικήσεως» και οκτώ (8) εκ του κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και καταδίκασε με καθαιρέσεις και εκπτώσεις αυτούς που κλόνισαν την ενότητα της συνειδήσεως της Εκκλησίας. * Συνοδικόν. τ. Β σσ. 422-426. Όμως όταν επανήλθε στην εξουσία ο Παλαιοκομματισμός του 1909, μετά τις Νοεμβριανές εκλογές του 1920, με μία κανονικά ανίσχυρη «απόφαση από τη «δεδικασμένη» πενταμελή «Σύνοδο» των Αθηνών, περιφρόνησαν οι αποφάσεις της «Υπερτελούς Συνόδου» και οι κριθέντες ένοχοι αποκαταστάθηκαν στις Μητροπόλεις! Αυτό έμπρακτα συνέστησε την «ακοινωνησία» τους με τον θεσμό συστάσεως της ελλαδικής διοικητικής ανεξαρτησίας που είναι ο Οικουμενικός Θρόνος. Επειδή συμμετείχαν και Νεοχωρίτες ομογενείς μητροπολίτες στο Ανώτατο αυτό Εκκλησιαστικό Δικαστήριο και δίκασαν το «κατεγνωσμένο» ολίσθημα των ελλαδικών αρχιερέων οι δικασμένοι θεώρησαν τη παρέμβαση αυτή ως «Εισπήδηση» μέσα στην ίδια τη δικαιοδοσία της Μητρός Εκκλησίας! Αυτή η εκκλησιολογική πλάνη θεμελιώθηκε στο Νεοελληνικό κράτος το 1833 και συνεχίστηκε με την φαλκιδεύσασα το Τόμο του 1850 νομοθεσία του 1852 και διέκοψε η Σύνοδος των Αθηνών τις κανονικές σχέσεις με τη «Πηγή της Ευσεβείας» του Γένους μας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο μας! Ο πατριάρχης Άνθιμος Στ΄ διαπίστωσε τη παρασπονδία αυτή και με την αλληλογραφία του αποσαφήνισε στους τότε επαΐοντες τον χαρακτήρα της χωρηγηθείσης τότε διοικητικής ανεξαρτησίας και απείλησε με την ανάκληση του «απολυτικού» Τόμο του 1850. Όμως κατά παράκληση του τσάρου τότε υποχώρησε για να μην ανατραπεί στο νεοσύστατο κράτος η βασιλεία. * Συνοδικόν τ.Β σσ. 108-112.
Η επείγουσα ανάγκη αντιμετωπίσεως της δεινότερης δοκιμασίας του Γένους μας μετά την Ἀλωση με τη Μικρασιατική Καταστροφή, εξέθρεψε τη δυναμική εξέγερση της Επαναστάσεως του 1922 κατά των υπεύθυνων της τότε εξουσίας. Πρώτο ζήτημα που προκρίθηκε να τακτοποιηθεί ήταν ἡ «ἀκοινωνησία» της ελλαδικής εκκλησιαστικής διοικήσεως με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η κυβέρνηση Γονατά με Β.Δ. στις 3 Δεκεμβρίου 1922 ακύρωσε το βασιλικό διάταγμα τις 16ης Νοεμβρίου 1920 * Εφημ. Κυβερνήσεως αριθμ. 256. 16-11-1917. ποὺ αναιρούσε τις καταδικαστικές αποφάσεις της «Υπερτελούς Συνόδου». Το διάταγμα εκείνο καταργήθηκε «ως αντικείμενο εις τας διατάξεις του Συντάγματος και εις τους Ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας». * Θεοκλ. Στράγκας, ο.π. τ. Β , σσ. 1077-1078. Ακόμη δε και σύμφωνα με το νόμο 2832 καταργήθηκε και το άρθρο της § 4 του νόμου 2676, κατά το οποίο δεν επιτρεπόταν με κυβερνητική απόφαση η παράταση πέραν του έτους η συνοδική θητεία και διαλύθηκε η αντικανονική «Σύνοδος» υπό τον καθηρεμένο πρώην Αθηνών Θεόκλητο * Συνοδικόν, τ. Β΄, σσ. 607. Εξ αυτών των κυβερνητικών αποφάσεων επανήλθε και η διάταξη του Σ και ΣΑ΄ νόμου του 1852 κατά την οποία οι ιεράρχες μετά την κατ’ έτος λήξη της θητείας τους επανέρχονται στις επαρχίες τους, καθ’ όσον η κυβέρνηση δεν μπορούσε να διατηρεί επί πλέον τινάς εξ αυτών. * Ἐκκλ. Ἀλήθεια, ο.π., σσ. 427. Με αυτό τον νόμιμο τρόπο καταρτίστηκε η Στ΄ «Αριστίνδην» Σύνοδος από τους πλέον «αδιάφθορους» από τον εκκλησιαστικό διχασμό αρχιερεῖς. Πρόεδρος τῆς Συνόδου αναδείχθηκε ο μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος Ευθύμιος *(+16-8-1934) και συνοδικά μέλη της: ο Σύρου Αθανάσιος, ο Δημητριάδος Γερμανός, ο Ναυπακτίας Αμβρόσιος και ο Τρίκκης Πολύκαρπος. Αυτοί εξουσιοδοτήθηκαν με το υπ. αρθμ. 1212/1922 έγγραφο του Υπουργείου Εκκλησιαστικών να προβούν στις εκλογές των νέων ιεραρχών στις χηρεύουσες τότε οκτώ Μητροπόλεις. Βέβαια και η Σύνοδος αυτή ήταν μία ακόμη «ευκαιριακή» Αριστίνδην Σύνοδος και συγκροτήθηκε κατά παράβαση του σχετικού όρου του Τόμου του 1850 που ρύθμισε την κανονική τάξη της ανεξάρτητης διοικήσεως. Μάλιστα έχει παρατηρηθεί πως όταν ο όρος αυτός καταπατείται με διάταγμα της Πολιτείας πάντα προκύπτουν δεινά στην αυτοκέφαλη διοίκηση. Για να τύχει και η αταξία αυτή κάποιας έμμεσης ευλογίας λόγω των έκτακτων λόγων του «Πρώτου» και Οικουμενικού Πατριάρχη της Εκκλησίας μας η συσταθείσα με το σχετικό Διάταγμα Σύνοδος των Αθηνών τηλεγραφεί στις 16 Δεκεμβρίου, ως η μόνη υπεύθυνη εν Ελλάδι πλέον εκκλησιαστική Αρχή, προς τον «Παναγιώτατον Οικουμενικὸν Πατριάρχην Κύριον Μελέτιον: Επὶ τη αναλήψει καθηκόντων αυτής η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απευθύνει Υμετέρα Παναγιότητι αδελφικόν ασπασμόν ευχομένη ενίσχυσιν εν σκληροτάτῳ αγώνι υπέρ υποστάσεως γεραροὐ Οικουμενικού Θρόνου και απαραγράπτων εθνικών δικαίων» και ο πατριάρχης Μελέτιος ευχαριστών τους νέους συνοδικούς αντεύχεται: « Όπως η αδελφή εν Ελλάδι Εκκλησία επανευρούσα τον δρόμον των Ιερών Κανόνων βαδίζει τούτον απροσκόπτως εις δόξαν Χριστού».
Τότε ο πατριάρχης Μελέτιος αναθέτει στον πρόσφατα διασωθέντα ἀπό την Ιωνία μητροπολίτη Εφέσου Χρυσόστομο να επισκεφθεί πάντα αρμόδιο κρατικό παράγοντα, καθώς και τους νέους συνοδικούς για να τους δηλώσει ότι: «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως αποστολικός θεσμός δεν εγκατέλειψε το προσφυγηθέν ποίμνιό του στην ελληνική επικράτεια και μετά τή πλήρη κανονική διευθέτηση της υφιστάμενης «ακοινωνησίας» ο Πατριάρχης και η Ιερά του Σύνοδος θα επιληφθούν του βασικού αυτού εκκλησιολογικού ζητήματος». Και το έπραξαν αυτό όπως αποδέχθηκε πλήρως εκ της αποφάνσεως της Δ΄ Συντακτικής Συνελεύσεως των ¨Ελλήνων του 1924 που ώρισε κατά τη κανονική βούληση της Μητρός Εκκλησίας σύσταση Ειδικής Επιτροπής Θεματικής οργανώσεως των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών, όπως εκείνων της Κρήτης, μόνον εκ Νεοχωριτών μητροπολιτών για τη σύνταξη των σχετικών Νομοσχεδίων και επιψήφισή τους ως κωδίκων άνευ οιαδήτοτε ἐξωθεν παρεμβάσεως. Ὀμως ελλαδικοί ιεράρχες αυθαίρετα και από ιδιοτέλεια ματαίωσαν την επιψήφισή τους μέσω καταχθόνιας συναλλαγής.
Η νέα Ιερά Σύνοδος εξουσιοδοτήθηκε από τον εκ Τήνου αρμόδιο υπουργό επί των Εκκλησιαστικών Ἰωάννη Σιώτη με έγγραφο της 12/12/1922 να προβεί στις εκλογές ιεραρχών για τις χηρεύουσες τότε οκτώ Μητροπόλεις. Συνήθως εκ μέρους της Πολιτείας προκρινόταν από τον εκάστοτε αρμόδιο υπουργό ο πρώτος του «τριπροσώπου». Τότε οι κληρικοί της «Παγκληρικής Ἐνώσεως Ἑλλάδος» εξέλεξαν το προεδρείο του Συλλόγου τους ώστε να τους εκπροσωπεί στο πλευρό της Επαναστατικής κυβερνήσεως στη διευθέτηση των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Το θέμα πληρώσεως της Μητροπόλεως Κερκύρας ήταν έβδομο και το σχηματισθέν «τριπρόσωπο» περιλάμβανε ως υποψηφίους για αρχερατεία τους αρχιμανδρίτες: «Θεολόγο Παρασκευαΐδη, Ιγνάτιο Γιαννακόπουλο και τον διάκονο Αθηναγόρα Σπύρου». Τον έσχατο του «τριπροσώπου» τον έβλεπαν πολλοί παράξενα όχι μόνον για τις γνώσεις και την εμπειρία του αλλά γιατί τόσο ο Μελέτιος που τον έφερε στην Αθήνα, όσο και ο Θεόκλητος τον θεώρησαν αναντικατάστατο στέλεχος στα δύσκολα χρόνια της διακονίας του στη Μητρόπολή Αθηνών. Την απάντηση την έδωσε στον εκ Τήνου θείο του υπουργό Εκκλησιαστικών ο ανεψιός του Γρηγόριος Πλειαθός, ο εκλεγείς νεότατος και τότε μητροπολίτης Χαλκίδος, όπως ο ίδιος προ 60ετίας μου είπε! Ο Γρηγόριος τον ενημέρωσε για τη πολλαπλή δράση του Αθηναγόρα στη Μητρόπολη Μοναστηρίου και για την αφοσιωμένη διακονίας του κοντά στον Αθηνών Μελέτιο. Αυτό αποτελούσε εγγύηση για τον υπουργό που διετέλεσε στη Πόλη εκ των δραστήριων «Αμυνητών» για τη στήριξη της εκλογής του Μελετίου στον Πατριαρχικό Θρόνο το 1921. Έτσι ο Αθηναγόρας από τρίτος της έβδομης εκλογής για τη Κέρκυρα, εξελέγη πρώτος και λόγω της χειροτονίας του σε διάκονο το 1910 από τον Ελασσόνος Πολύκαρπο Βαρβάκη καταστάθηκε πέμπτος ιεράρχης κατά το «Δίκαιον της προγενεσίας», τα λεγόμενα κοινά «πρεσβεία» * Βλ. ερμηνεία του πς΄ κανόνα της Καρθαγένης από τον Βαλσαμώνα και Περ. «Ιερός Σύνδεσμος», 20-12-1922 έως 1-1-1923, σσ. 499. μέσα στους οκτώ αναδειχθέντες στις εκλογές της 20ης Δεκεμβρίου του 1922. Ήταν τότε 36 ετών και πλήρης ωριμότητας και κληρικού ήθους, εκκλησιαστικής και θύραθεν μορφώσεως και γλωσσομάθειας, χαρίσματα που τον ανέδειξαν σε πολύτιμο στέλεχος της Εκκλησίας μέσα στον 20ον αιώνα. Οι χειροτονίες του διεξήχθηκαν στον μεν δεύτερον βαθμό του πρεσβύτερου στις 21 Δεκεμβρίου 1922 από τον Ταλαντίου Ιερόθεο Μπόκολα και η τρίτη σε επίσκοπο και μητροπολίτη Κέρκυρας στις 22 Δεκεμβρίου 1922 στο Καθεδρικό ναό των Αθηνών από τους μητροπολίτες: Δημητριάδος Γερμανό Μαυρομμάτη, Ναυπακτίας Ἀμβρόσιο Νικολαΐδη και Τρίκκης Πολύκαρπο Θωμά. Οι αναδείξεις των νέων ιεραρχών σχολιάστηκαν γενικά από τον Τύπο «ως αξιέπαινος προσπάθεια εμβολισμού νέου σφριγηλού αίματος στο σώμα της Ιεραρχίας». Μετά τη διενέργεια αυτών των χειροτονιών πάλι με Ν.Δ. της 26ης Δεκεμβρίου συγκλήθηκε για τις 30 Δεκεμβρίου η νέα «Μείζων Αριστίνδην Σύνοδος» στην οποία συμμετείχαν τα μέλη της πενταμελούς τότε Ιεράς Συνόδου και οι δεκατρίς κανονικοί μητροπολίτες που απείχαν από τα συμβάντα του «Αναθέματος» καθώς και οι οκτώ νεοχειροτόνητοι ιεράρχες της Ανεξάρτητης ελλαδικής Διοικήσεως. Οι δεκαοκτώ (18) αυτοί αρχιερείς συνεδρίασαν υπό τη προεδρία του Θεσσαλιώτιδος Ευθυμίου από τις 30 Δεκεμβρίου 1922 μέχρι την 11η Ἰανουαρίου 1923. * Απουσίασαν για λόγους ασθενείας οι Ζακύνθου Διονύσιος και Αργολίδος Αθανάσιος. Το Διάταγμα αυτό προσδιορίζεται σαφώς σε πέντε άρθρα ο αναθεωρητικός χαρακτήρας αυτής της Συνόδου σε σχέση με τις αποφάσεις του Εἰδικού Συνοδικού Δικαστηρίου δι' αρχιερείς, δηλαδή της «Υπερτελούς Συνόδου» ποὺ συγκλήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὸν Αύγουστο μέχρι τον Νοέμβριο του 1917. Συνοδικὸν, τ. Β΄ .422-426. Στη πρώτη συνεδρίαση της 30ης Δεκεμβρίου καθορίστηκαν οι εισηγητές των δικογραφιών των τιμωρηθέντων ιεραρχών και από την επόμενη άρχισαν να κατατίθενται οι προτάσεις τους. Βασική αρχή της διαδικασίας ήταν πως το τρίχρονο χρονικό διάστημα της εκπτώσεως από το θρόνο και η ισόχρονη αργία ήταν αρκετές για τη συνειδητοποίηση του σφάλματος της αναμείξεως του κάθε κατηγορούμενου αρχιερέα στην κομματική αντιπαλότητα των ημερών. Ο Κερκύρας Αθηναγόρας τότε εισηγήθηκε να επικρατήσει στις περιπτώσεις εκφράσεως της μεταμέλειας από τούς καταδικασθέντες αρχιερείς η αρχή της «επιείκειας» για όλους επειδή κατά τον ε΄ κανόνα της Συνόδου της Άγκυρας « τους δε επισκόπους εξουσίαν έχειν τον τρόπον της επιστροφής δοκιάσαντει φιλανθρωπεύεσθαι». Αυτή η κανονική πρόταση του Κερκύρας Αθηναγόρα ήταν η «γέφυρα επανακοινωνίας» των ελλαδικών αρχιερέων με τη θεσμική «Πηγή της Ευσεβείας» τους διότι «αποκαταστάθηκαν οι εννέα (9) μητροπολίτες στις επαρχίες τους». Κατά τη 4η συνεδρίαση της 10ης Ιανουαρίου συζητήθηκε το θέμα του πρώην Αθηνών Θεόκλητου και εξ (6) από τους συνέδρους αρχιερείς ζήτησαν την εξαίρεσή τους, μεταξύ των οποίων και ο Κερκύρας Αθηναγόρας, που διατέλεσε αρχιδιάκονος του Μελετίου και του Θεόκλητου, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε. Τότε ο Κορίνθου Δαμασκηνός πρότεινε «να αποκατασταθεί ο Θεόκλητος στο αρχιερατικό αξίωμα, ουχί όμως και στον μητροπολιτικό θρόνο των Αθηνών» και η εισήγηση αυτή εγκρίθηκε «παμψηφεί». * Ἐκκλ. Ἀλήθεια, Κπ. 1923, σς.63 καὶ Θεόκλ. Στράγκα, ο. π. τ. Β΄. σσ. 1095-1096. Με το πέρας αυτής της «Μείζονος Συνόδου» εκδόθηκαν και τα Διατάγματα αναγνωρίσεως των νέων μητροπολιτών από το κράτος, που ανακοινώθηκαν στην Ιερά Σύνοδο στις 16 Ιανουαρίου 1923 εν όψει των Ενθρονίσεών τους. * Συνοδικαὶ Ἐγκύκλιοι...ο.π. σσ. 377-383 τὰ ἔγγραφα ἀριθμ 1353,1383 - 1387, 1389.
Όταν ο πατριάρχης Μελέτιος πληροφορήθηκε τα περί της ομαλής περατώσεως της ελλαδικής κανονικής ακαταστασίας ως ο ταγός του ύπατου αξιώματος του «Πρώτου» της Δικαιοδοσίας χρησιμοποιεί το εκ των Ιερών Κανόνων προνομίου του και συγχωρεί: α) την επαναστατική συγκρότηση της άτακτης πενταμελούς «Στ΄ Αριστίνδην Συνόδου» και αναγνωρίζει β) την κανονική διεξαγωγή της εκλογής των νέων ιεραρχών και συμφωνεί γ) για την επιδειχθείσα οικονομία στους εννέα αρχιερείς και επιτρέπει πλέον στον μητροπολίτη Εφέσου Χρυσόστομο: «να επικοινωνήσει «απροκριμάτιστα» μετα των εκλεγέντων νέων αρχιερέων, ως απόλυτα κανονικών ιεραρχών της Αυτοκεφάλου Διοικήσεως». * ’Απόφαση 1030/6-3-1923. και δ) προς περιφρούρηση πλέον της ενότητος της Μίας Εκκλησίας του αυτού Γένους και κατά το κανονικό προνόμιό του συνέστησε με «Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο την Διαρκή και Μόνιμο Αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα και διορίζει πρώτο Αποκρισάριό του τον μητροπολίτη Εφέσου Χρυσόστομο Χατζησταύρου» * Βλ. αριθμ. Πρωτ.382 και έγγραφο της 8/3/1923 προς το Υπουργείο Εκκλησιαστικών. Η σύσταση αυτή «Απεσταλμένου» στη πρωτεύουσα της Νεοελληνικής Πολιτείας έγινε αποδεκτή από το κράτος γιατί είχε συμβεί και σε άλλες αδελφές Εκκλησίες σε κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, που βρίσκονται μέσα στη Δικαιοδοσία της Μητρός Εκκλησίας. Για να προληφθεί μελλοντικά πάσα δυσαρμονία στις σχέσεις τους από την κατά το δοκούν αυθαίρετη ερμηνεία των κανονικών όρων και διατάξεων που τέθηκαν ως βάσεις κατά την ανάθεση της «αυτοδιοικήσεως» (αυτοκεφαλίας) με τον εκασταχού χορηγηθέντα Πατριαρχικό και Συνοδική Τόμο και προς πρόληψη πάσης παρεμβάσεως στα εκκλησιαστικά πράγματα της επιχωριάζουσας κατά τόπους κρατικής νομοθεσίας και για να παραμένει πάντα αγαστή και συνεχής η συνεργασίας μετά των κατά τόπου Εκκλησιών. Με την ανασύσταση της διαρκούς εκπροσωπήσεώς του ο Πρωτόθρονος αποστολικός θεσμός της Εκκλησίας στις θυγατέρες του επιδίωξε να παραμένει πάντοτε απόλυτα συντεταγμένο το ένα Σώμα του Ιησού Χριστού η Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία μας.
Η Ενθρόνηση του μητροπολίτη Αθηναγόρα στη Κέρκυρα καθυστέρησε περίπου δυόμιση μήνες μέχρι τις 2 Μαρτίου 1923 γιατί υπήρχε μεγάλη αντίδραση στο νησί για την αποδοχή των Διαταγμάτων της Επαναστάσεως. Οι βασιλόφρονες οπαδοί του κομματάρχη του νησιού και υπουργού Στρατιωτικών Νικόλαου Θεοτόκη, από τον τυφεκισμό του μετά «των Έξη» στο Γουδί είχε αναστατώσει τη Κερκυραϊκή κοινωνία που έπνεε μένεα κατά κάθε απεσταλμένου του κράτους που τον θεωρούσαν «Πλαστηρογένητο» και αντίθετο προς το πληγωμένο φρόνημα των γηγενών. Αυτά συνέβαιναν μέχρι που τον γνώρισαν καλά όλοι και γι’ αυτό δεν ξεχάστηκε μέχρι σήμερα και η εκεί παρουσία του. Από τα χρόνια της ετερόδοξης Ενετοκρατίας είχε παγιωθεί ὁ προεστώς και υπόλογος για την εκκλησιαστική ζωή στο νησί πως ήταν ο Κερκυραίος «Πρωτόπαπας» και έτσι πάντα εκλεγόταν μητροπολίτης Κερκυραίος, όπως ήταν και ο αποβιώσας πρώτος μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών Σεβαστιανός Νικοκάβουρας (15-7-1920). Οι αρχοντικές οικογένειες ως βασιλόφρονες αντιδρούσαν στην εγκατάσταση του νέου ποιμενάρχη, ενώ αυξανόταν η πίεση για τη περίθαλψη των προσφύγων από τις Μικρασιατικές πατρίδες τους. Ο επίσης πρόσφυγας μητροπολίτης Δαρδανελίων Ιωακείμ αδυνατούσε μόνος να αντιμετωπίσει τα πολλά προβλήματα στεγάσεως και διατροφής των προσφύγων χωρίς το πρόσωπο του υπεύθυνου ποιμενάρχη και παρεκάλεσε τη κυβέρνηση να βοηθήσει στην έλευσή του. Όταν τελικά ενθρονίστηκε ο Αθηναγόρας μετέβηκε να προσκυνήσει το σκήνωμα του Αγίου και στη συνέχεια επήγε στο παραλιακό επισκοπείο της Μητροπόλεώς του. Εκεί στράφηκε προς τη θάλασσα και αντίκρυσε απέναντι τα βουνά της Ηπείρου και διαπίστωσε τη τεράστια απόσταση μεταξύ της Κέρκυρας και της Πωγωνιανής. Τότε μου είπε αναλογίστηκε την ευσέβεια της μακαρίτισσας της μητέρας του που συνόψιζε στο ελάχιστο δυνατό όριο τις αποστάσεις, αφού η δύναμη της πίστεως και «όρη μεθιστάνει» (Α΄. Κορ. ιγ΄. 2).- Α.Π.
Το video της ομιλίας βρίσκεται στο www.panotis.gr
Βλέπε περί του Πατριάρχου ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ κειμενά μου και στο «Οἱ Εἰρηνοπιοί» Ἀθήνα 1947.σ.43-47, καὶ htips //www panotis . gr τὰ ἂρθρα: «Τὸ «Μακεδονικὸ ζήτημα» καὶ ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἀθηναγόρας Σπύρου». (1910-1917) καὶ «Ἡ διακονία τοῦ Ἀρχιδιακόνου Ἀθηναγόρα Σπύρου στὴν Ἀθήνα» (1918-1922) καὶ «Ὁ Ἀρχιδιάκονος Άθηναγόρας μητροπολίτης Κερκύρας» (1922-1930).