«Ἀφιέρωμα στὴν 23η ἐπέτειο ἀπὸ τῆς ἐκλογῆς τοῦ Πατριάρχου μας»

       

 

Μια «αλληλογραφία»   που επιβεβαίωσε   αλήθειες.

 

                                                                         Τοῦ Ἀριστείδη Πανώτη

 

2

                                                        

                                                    

         Ἡ «ἡμερολογιακὴ προσθήκη» τοῦ 1924 ἒγινε στὴν Ἑλλάδα, ὃπως καὶ στὰ περισσότερα ὀρθόδοξα κράτη τῶν Βαλκανίων, μὲ τὴ συμφωνία τῆς Πολιτείας καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.

Κατὰ τὴ περίοδο τῆς ἐπιψηφίσεως τοῦ νέου Δημοκρατικοῦ Συντάγματος τὸ 1927 οἱ διαφωνοῦντες γιὰ τὴ διόρθωση τοῦ Ἡμερολογίου συνεργάστηκαν μὲ τοὺς βασιλόφρονες ποὺ ἐνδιαφέρονταν γιὰ τὸ «Πολιτειακὸ» γιὰ νὰ πολεμήσουν τὸ κύρος τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἐπαναστάσεως τοῡ 1922 γιὰ τὰ δύο αὐτὰ ζητήματα. Ἢδη ἀπὸ τὶς ἐκλογὲς τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ 1926 ἡ διόρθωση τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου ἒγινε ἀντικείμενο ἐκλογικῆς ἐκμεταλλεύσεως καὶ γι' αὐτὸ προσμετρήθηκε σὲ ψήφους ἀπὸ τὰ κόμματα! Ὁ θρησκευτικὸς φανατισμὸς τῶν διαφωνούντων μὲ τῆ προσθήκη τῶν 13 ἡμερῶν στὸ Ἑορτολόγιο ἀνέδειξε τὸ ζήτημα αὐτὸ σὲ ὓψιστη «θρησκευτικὴ ἀξία» προκειμένου νὰ ἐνισχυθεῖ στὴ συνείδηση τῶν ἀπλοϊκὰ θρησκευόμενων ἠ στάση ἀνυπακοῆς καὶ ἀνταρσίας. * Τὸ ἲδιο περίπου συμβαίνει καὶ σήμερα. Οἱ μόνιμα διϊστάμενοι μὲ τὴ γραμμὴ τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐπειδὴ θεθώριασε τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ ἀλάστου μνήμης «Ἡμερολογιακὸ» πρὸς πορισμὸ τῆς «εὐσεβείας» τους, ἐπισήμαναν ὡς ἐπικερδέστερον τὸν ἀντιοικουμενισμόν!

       Ἡ πολιτικὴ ρευστότητα τῶν ἡμερῶν ἐμπόδισε τὴ κυβέρνηση νὰ προστατεύει τὴν ἐπίσημη Ἐκκλησία ἀπὸ φαντασιώσεις, ψευδεῖς διαδόσεις καὶ κακοήθεις ὓβρεις κατὰ ὀρθοδόξων ἱεραρχῶν ὡς δῆθεν «ὀργάνων τῆς Μασονίας» τὶς ὁποῖες ἐξακόντιζαν οἱ διάφοροι τότε «Ἀποτειχισμένοι» γιὰ νὰ φθείρουν τὸ κύρος τῆς διοικούσης Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἀγρεύσουν ὀπαδούς. Ἡ διοικοῦσα Ἱερὰ Σύνοδος τῶν Ἀθηνῶν προσπάθησε νὰ διαφωτίσει τὸν λαὸ καὶ ἐξέδωσε ἐγκύκλιό της μὲ τὴν ὁποίαν ἀνατρέπει τὴ πλάνη ὁτι δῆθεν πραγματοποιήθηκε ἀποδοχὴ τοῦ «παπικοῦ ἡμερολογίου» πρὸς νοθεία τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑορτολογίου. Στὴν ἐγκύκλιο αὐτὴ ὑπεύθυνα διευκρινίζεται ὃτι ἡ Ἐκκλησία στὴν πραγματκότητα : « προέβη εἰς ἁπλουστάτην διόρθωσιν τῶν 13 ἡμερῶν τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου της καὶ ὃτι τὸ Ἑορτολόγιομὲ τὴν προσθήκη αὐτὴ συνεχίζει κανονικὰ τὴ ροή του κατὰ τὴν ἀπὸ αἰώνων ἀκολουθοῦσα τάξιν. Καὶ πρόσθεσε ὃτι τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερον νὰ κανονίζει τὸν προσδιορισμὸ τοῦ Ἁγίου Πάσχα τῶν Ὀρθοδόξων, χωρὶς νὰ μεταβάλει ἐορτὰς καὶ χωρὶς νὰ θίξει τὰ δόγματα καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».* Περ. «Ἐκκλησία» τ. Ἐ΄ (1927), σσ. 319.Γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς διασπορᾶς τῆς συκοφαντίας ὃτι: ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία «Φράγκεψε τὸ Ἡμερολόγιο», ἡ Πολιτεία διέταξε τὴν ἀστυνομία νὰ μὴν ἐπιτρέπει συνάξεις «Παλαιοημερολογητῶν», ἀκόμη καὶ νὰ συλλαμβάνει τοὺς ἀντιδρῶντες στὰ μέτρα της δημοσίας τάξεως καὶ πρὸ πάντων ἐκείνους ποὺ ἐπιχειροῦν αὐθαίρετα νὰ ἰδιοποιηθοῦν ἐξωκκλήσια ἀνήκοντα σὲ ἐνορίες τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ ἐγκαταστήσουν ἐκεῖ «αὐτοδέσποτους παπάδες» γιὰ νὰ «λειτουργοῦν» κατὰ τὸ λεγόμενον «Πάτριον Ἑορτολόγιον»! Ὃμως τὸ πολιτικὸ κόστος γιὰ τὶς προσεχεῖς ἐκλογὲς ἀνάγκασε τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας νὰ σεβαστεῖ ἀπὸλυτα τὴν ἐλευθερία ἀσκήσεως τῆς λατρείας ποὺ προστατεύει τὸ Σύνταγμα καὶ αὐτὸ ἒμμεσα δυστυχῶς ἐνίσχυσε τὴν «ἀντιποίηση» καὶ ἀντικανονικὴ χρήση τῆς θείας λατρείας τῆς ἐπισήμου καὶ νομίμου Ἐκκλησίας!Δυστυχῶς τότε ἒγιναν πολλὲς συγκρούσεις μὲ τοὺς διαφόρους πείσμονες σφετεριστὲς ναϊδρίων τοὺς ὁποίους ἐνίσχυαν καὶ προστάτευαν συνήθως προσκείμενοι στὸν ἒκπτωτο βασιλικὸ οἶκο. Ὃμως αὐτὰ τὰ μέτρα δημοσίας τάξεως ἐπιδείνωσαν τὴν ἒξαλλη ζηλωτικὴ κατάσταση νὰ φθάσει μέχρι τὴ διάπραξη βιαιοτήτων γιὰ νὰ δεχθεῖ τὴν αὐστηρότητα τῶν νόμων καὶ ἐπενδυθεῖ τὸ «μαρτύριο τῆς συνειδήσεως»!   Ὑπεύθυνο τῶν ἐναντίον τους «καταδιώξεων» ἐθεώρησαν τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρυσόστομο, ὡς πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ πρὸς αὐτὸν θέλησαν νὰ ἐκτονώσουν τὴν ἀποδοκιμασία τους.

    

 34

 Οἱ δύο ἀνταλλάξαντες τὴν ἱστορικὴ «Ἀλληλογραφία» τοῦ 1927. Ὁ Μακαριώτατος ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Ἀκαδημαϊκὸς    Χρυσόστομος Παπαδόπουλος καὶ ὁ Σεβασμιώτατος ἐπίσκοπος  Θεοδωρουπόλεως Γεώργιος Χαλαβαζῆς.

 

             Κάποιοι ζηλωτές γιὰ νὰ φανατίσουν ἀπλοϊκοὺς χριστιανοὺς μὲ τὰ ψεύδη τους, ἐπιδίωξαν νὰ εἰσπηδήσουν σὲ μία ἀκραία τότε φτωχογειτονιά τοῦ Πειραιά. Ἦταν ἡ ἐνορία τῆς «Ἁγιά-Σωτήρας» τῆς Παλαιᾶς Κοκκινιάς. Ἐκμαύλισαν κάποιους ἀφελεῖς θρησκευόμενους καῖ συνέστησαν μία παρασυναγωγή ποὺ τὴν ἀποκάλεσαν ἀρχικὰ ὁ «Άγιος Παῦλος». Μέσα σ' αὐτὴν ἀκούονταν πύρινα κηρύγματα κατὰ τοῦ σεπτὸ πρόσωπο τοῦ ἀρχιεπισκόπου. Τὸν κατηγοροῦσαν ὃτι : «εἶναι ὂργανο τῶν μασόνων καὶ αἱρετικός καὶ ὃτι πρέπει ἒμπρακτακαὶ δημόσιανὰ ἀποδοκιμαστεῑ»! Ὁ τότε ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ἦταν προσωπικότητα ἀκαδημαϊκού κύρους ὡς καθηγητής τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀλλὰ καὶ γνωστὸς στὴν Ἀθηναϊκὴ κοινωνία ἀπό τήν ἐν γένει πνευματικὴ παρουσία του καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν ἐποχή ποὺ διατελοῦσε σχολάρχης τῆς Ριζαρείου Σχολῆς, διαδεχθείς τὸν Ἃγιο Πενταπόλεως Νεκτάριο! Οἱ ἀνίερες φαντασιώσεις «περὶ προδοσίας τῆς Ὀρθοδοξίας» τῶν ἐξτρεμιστῶν ἀφιόνησαν ἓνα Κοκκινιώτη κουρέα τὸν Κώστα Καραγιαννίδη ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε, μαζί μὲ κάποια ἂβουλα θρησκόληπτα γραῒδρια, νὰ ἐκτελέσει τὴν ἀποδοκιμασία τοῦ ἱεράρχη.

             Τὸ πρωΐ τῆς 21ης Μαΐου 1927, ἡμέρα τῆς πανηγύρεως τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἐλένης στὸ κέντρο τοῦ Πειραιᾶ, ὁ ἀρχιεπίσκοπος μετέβει γιὰ νὰ λειτουργήσει. Μετὰ τὴν ὑποδοχή του ἀπὸ τὸν κλῆρο βρισκόταν στὸ πρόναο γιὰ νὰ περιβληθεῖ τὸ μανδύα του. Τότε κάποιος ποὺ προσποιήθηκε τὸν εὐλαβή σκύβει γιά νὰ ἀσπασθεῖ τὴ δεξιά του, ἐνῶ ὁ ἱεράρχης ἦταν συγκεντρωμένος γιὰ νὰ περιβληθεῖ τὸν μανδύα του. Ἀμέσως τὸν ἂρπαξε ἀπὸ τὰ γένια του γιὰ νὰ τὸν καθηλώσει καὶ βγάζει ἀπό τὴ τσέπη του ἓνα μεγάλο ψαλίδι καὶ ἐπιχειρεῖ νὰ τοῦ κόψει τὴ γενειάδα, ἐνῶ ἒξαλλος κραυγάζει: «μὲτὸ νέο ἡμερολόγιο θέλεις γιὰ νὰ μᾶς ἀλλαξοπιστίσεις, ἒ, νὰ λοιπὸν ; »! Στὴ προσπάθεια νὰ πετύχει τὴν ἀποτρόπαια πράξη του ἒκοψε μέρος τῆς γενειάδας μωλωπίζοντας τὶς παρειές τοῦ ἒκπληκτου ἱεράρχη! Τὴν ἲδια στιγμὴ τὰ γραΐδρια ποὺ τὸν συνόδευαν ἂρχισαν νὰ ξεφωνίζουν: «ἀνάξιος»! «ἀνάξιος»! Οἱ παριστάμενοι ἱερείς καὶ ἐπίτροποι καὶ πιστοί ἀμέσως ἐπενέβησαν γιὰ νὰ προστατεύσουν τὸν τραυματισθέντα ἀρχιεπίσκοπο καὶ ἂλλοι ἒσπευδαν νὰ συλλάβουν τὸν ἱερόσυλο καὶ νὰ τὸν παραδώσουν στὴν Ἀστυνομία ποὺ κατεύφθασε. Κατά τὶς εἰσαγγελικές ἀνακρίσεις διαπιστώθηκε ὃτι ὀ ἐπιτεθείς ἦταν ηλικίας 41 ετών καὶ ἀπό καιρό παρακολουθούσε τὸν ἀρχιεπίσκοπο καὶ σχεδίαζε νὰ βιαιοπραγήσει ἐναντίον του. * Βλέπε στὰ Πρακτικὰ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου 23-5-27. Ἐπειδή ἡ ἀνίερη πράξη του ἦταν ἐκ προμελέτης δημόσια ἀπόπειρα ἐγκλήματος ὁ συλληφθεὶς ἀμέσως παραπέμφηκε σὲ εἰσαγγελέα τοῦ Κακουργοδικείου Ἀθηνῶν καὶ φυλακίσθηκε μέχρι τὴ διεξαγωγὴ τῆς δίκης του. Ὃμως ὃταν ἒμαθε ὁ ἀρχιεπίσκοπος πώς ἦταν ἓνα ἂβουλο ὂργανο τῶν ἒξαλλων ζηλωτικῶν καθοδηγητῶν τὸν συγχώρησε καὶ ὁ ὑπόδικος κουρέας κατὰ τὴ δίκη του ἀποδείχθηκε ἂτομο «μειομένης αντιλήψεως» καὶ τελικά ἀπηλλάγη μὲ τὴ συμπαράσταση ὁμοϊδεατῶν του καὶ μερικῶν «βασιλοφρόνων» βουλευτῶν.

                  Ἡ βιαιοπραγία αὐτὴ συγκίνησε τὴν Κοινή Γνώμη καὶ τὸν Τύπο στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικό καὶ σχολιάσθηκε μὲ δριμύτητα γιὰ τὶς συνέπειες τῆς βλακείας στὸν θρησκευτικὸ φανατισμὸ, δεδομένου ὃτι αὐτὸς δὲν τιθασεύεται μὲ τίποτα ὃταν εἰσχωρήσει σὲ νοσηρῆς νοοτροπίας ψυχοσυνθέσεις ποὺ πολὺ εὒκολα παρασύρονται σὲ ἒριδες καὶ ὀξύτητες!   Πολλοὶ ἒσπευσαν νὰ ἐκφράσουν τὴ συμπαράστασή τους στὸν ἀρχιεπίσκοπο γιὰ ταχεία ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας του καὶ ἐπάνοδό του στὸ λειτούργημα καὶ στὴ συγγραφική του προσφορά. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Ρωμαιοκαθολικὸς ἐπίσκοπος Θεοδωρουπόλεως Γεώργιος Χαλαβαζῆς, ποὺ ἒσπευσε νὰ ἐκφράσει «Πρὸς τὴν Αὐτοῦ Μακαριότητα» μὲ ἐπιστολή τουτὴν βαθεία του λύπη γιὰ τὴν ἀπόπειρα ἐναντίον του καἰ ὁ Ἀθηνῶν τοῦ ἀνταπήντησε εὐγενικὰ εὐχαστώντάς τον γιὰ τὴ συμπαράσταση καὶ ἡ ἐπικοινωνία αὐτὴ εἶχε συνέπεια νὰ ἀκολουθήσει μιά «Ἀλληλογραφία» πέντε ἐπιστολῶν ἀπὸ τὴ 1η Ἰουνίου μέχρι τὴν 25 Σεπτεμβρίου 1927 ποὺ δημοσιεύθηκε. Οἱ ἐπιστολὲς τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν παρουσιάστηκαν ἀρχικὰ στὸ θρησκευτικὸ περιοδικὸ «Ἡ Ἀνάπλασις», καὶ μετὰ ὡς αὐτοτελής ἒκδοση μὲ τὸν τίτλο: «Φύσις καὶ χαρακτήρ τῆς Οὐνίας ἐν Ἑλλάδι. Ἀθῆναι 1928». Ὃμως ὁλα τὰ άνταλλαγέντα κείμενα τῶν ἐπιστολῶν ἐκτυπώθηκαν καὶ κυκλοφόρησαν μὲ τὸν τίτλο «Ἀλληλογραφίαδιαμειφθεῖσα μὲ τὸν Μακαριώτατον Ἀθηνῶν Χρυσόστομον». τεύχος 1. ἐν Ἀθήναις 1928, σσ. 80.

         Οἱ ἐπιστολὲς αὐτὲς ἀποτελοῦν κατὰ ἓνα τρόπο τὸν πρῶτον ἂτυπο ἐνδοελλαδικὸ Διάλογο μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν μετὰ τὴν νέα θρησκευτικὴ κατάσταση στὰ τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἑλλάδα ποὺ ἐδημιούργησε ἡ πρόσφατη Μικρασιατικὴ Καταστροφήτοῦ 1922. Δυστυχῶς, τὰ συμβάντα κατὰ τὴ Κατοχὴ ὑπὸ τῶν Συμμάχων στὴ Κων/πολη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1918-1922 καὶ τὰ τραγικὰ ἐπακόλουθα τῆς παρασπονδίας τῶν Συμμάχων ἂφησαν ἀπροστάτευτους τοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς τῆς Ἀνατολῆς στὰ χέρια τῶν Τούρκων ἐθνικιστῶν καὶ αὐτὸ ἀνανέωσε τὴν καχυποψία τῶν Ὀρθοδόξων πρὸς τὴν Ἁγἰα Ἓδρα καὶ πρὸς τὴ Χριστιανικὴ Δύση. Τότε ἐτρώθηκαν ἀκόμη καὶ οἱ καλὲς σχέσεις ποὺ ὑπῆρχαν στὴν Ἑλλάδα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν γηγενῶν Ἑλλήνων Ρωμαιοκαθολικῶν. Ὃμως τὸ ὑγειὲς χριστιανικὸ φρόνημα ὑπέφωσκε στὶς συνειδήσεις ὃσων διατηροῦσαν ἱστορικὲς μνῆμες τῆς ἀδελφότητος ἐν Χριστῷ ἀπὸ τὴ πρώτη χιλιετία τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας καὶ ἂρχισαν νὰ ἐκφράζονται ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Μεσοπολέμου καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς τὰ πρώτα σκιρτήματα ἀναζητήσεως διεκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας τουλάχιστον ἀπὸ τὴ παραδοσιακὴ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία. Ὃλοι πλέον ἀντιλαμβάνονται πόσον ἐπιτακτικὴ εἶναι ¨η ἐντολὴ τοῦ θείου Ἱδρυτὴ τῆς Ἐκκλησίας «ἳνα πάντες ἓν ὦσι»! Αὐτὲς οἱ «προδρομικὲς θέσεις» δίνουν καὶ σήμερα τὸ ἔναυσμα μετὰ 88 χρόνια καὶ πάλι αὐτὲς νὰ μελετηθοῦν ὑπὸ τὸ φῶς βέβαια τῶν νεότερων ἐξελίξεων μετὰ τὸ 1980, ποὺ ἂρχισε ὁ ἐπίσημος Θεολογικὸς Διάλογος μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν.

      Ἡ «Ἀλληλογραφία» ἀρχίζει μὲ ἀπόλυτο σεβασμὸ τοῦ ἀποστολέα τῆς ἐπιστολῆς πρὸς τὸν ἀποδέκτη κατὰ τὴν ἀπὸ αἰώνων ἐπικρατοῦσα ἐκκλησιαστικἦ Δεοντολογία. Δι' αὐτῆςἀναγνωρίζεται ἡ ἐντεταλμένη διακονία καὶ ἰδιότητα τοῦ ἀποδέκτη ποὺ τοῦ ἀπονέμει ἡ Ἐκκλησία του. Ὁ σεβασμὸς στοὺς κανόνες ποὺ ρυθμίζουν τὶς ἐκκλησιαστικὲς σχέσεις, δηλαδὴ ἡ Δεοντολογία, ἀναγνωρίζει ὃτι ἀμφότεροι:«κέκτηνται τὴν ἀνώτατη καὶ ἀνεξάλειπτη ἀρχιερατικὴ ἀξία» ἑκατέρας τῶν Ἐκκλησιῶν τους. Ἡ ἀξία αὐτὴ διὰ τῆς χειροτονίας παρέχει τὴν είδικὴ Χάρη ποὺ ἒπεται μὲν τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος, ἀλλὰ προηγεῖται γιὰ τὴ τέλεση τῆς Εὐχαριστίας καὶ πάσης ἂλλης μυστηριακῆς πράξεως μέσα στὸ Σῶμα τῆς ἐπίγειας Ἐκκλησίας. Ἡ χειροτονία παρέχει τὴν ἐπισκοπικὴ ίδιότητα καὶ στοὺς δύο ἱεράρχες νὰ διακονοῦν τὸ ἀνατεθέν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τους ποίμνιο σὲ τοπικὴ καὶ περιφερειακὴ διοίκηση. Ἐκάτεροι οἱ ἀρχιερεῖς, ὁ ὀρθόδοξος ἀρχιεπίσκοπος καὶ ὁ Ρωμαιοκαθολικὸς ἐπίσκοπος ἐκφράζονται ὡς πιστότατα μέλη τῆς Ἐκκλησίας τους καὶ δὲν ἀμφισβητοῦν τὶς ἰδιότητές τους ποὺ καλύπτονται διαχρονικὰ μὲ τὴ σφραγίδα τῆς ὁμοφροσύνης στὴν κατ' Ἀνατολὰς καὶ στὴν κατὰ τὴ Δύση Ἐκκλησία. Ἀμφότερες οἱ Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ δέχονταιὃτι τὸ ἀξίωμα τοῦ ἱεράρχη ἀποτελεῖ τὴν κατ' ἐξοχὴν ἒκφραση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὃτι ἡ κανονικότητα ἑνὸς ἐπισκόπου πηγάζει μόνον ἀπὸ τὴ κατὰ τὴν τάξη κανονικὴ ἐκλογή του πρὸς ἀδιάλειπτη χορήγηση τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς γιὰ νὰ διατελεῖ «ἐν κοινωνία» καὶ «ἑνότητι» μετὰ τῶν ἐκλεκτόρων συνεπισκόπους του. Στὰ μέσα τοῦ β΄ αἰώνα ὁ Ἡγήσιππος σ' αὐτὴν τὴ κανονικὴ τάξη ἀναζήτησε τὸν γνήσιο θυσαυροφύλακα τῆς ἀληθινῆς πίστεως καὶ παραδόσεως τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας.

                 Μέσα στὴ πρώτη χιλιετία, παρὰ τὴ διακοπή τῆς «κοινωνίας» μεταξὺ Παλαιᾶς καὶ Νέας Ρώμης 217 χρόνια, ποτὲ δὲν τέθηκε θέμα κανονικότητας τῆς ἐκατέρωθεν ἀρχιερωσύνης μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἐκτὸς ἐλάχιστων περιπτώσεων γιὰ «κατεγνωσμένη» αἳρεση κάποιου ἱεράρχη.  Τὸν ΙΑ΄ αἰώνα, ὃταν ἀρχίζει ὁ ὀξύτατος ἀνταγωνισμὸς μεταξὺ τῶν δύο θρόνων τῆς μιᾶς Ρώμης, δὲν παρηκολούθησαν τὰ λοιπὰ τρία Πατριαρχεῖα τῆς Μέσης Ἀνατολῆς τὴν μεταξύ τους «ἀκοινωνησία» ἐπὶ δύο αἰῶνες! Μόνον ὃταν διαπιστώθηκε μὲ τὴν Δ΄ Σταυροφορία ἡ ὑπόκρυψη πολιτικῶν ὑστεροβουλιῶν σκιάστηκε ὁ ὁρίζοντα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τοῦτο διότι ἡ τότε κοσμικὴ ἐξουσία ἐγκαθίδρυσε βίαια στὴν Ἀνατολή αὐτὸ πού θυμίζει μεταγενέστερο ἀποικιακὸ καθεστῶτος. Μεταξὺ τοῦ 1098-1438 γίνονται μεταξὺ τῶν δύο πλευρῶν της Ἐκκλησίας περὶ τὶς δέκαπροσπάθειες γιὰ τὴν ἃρση αύτῆς τῆς «ἀκοινωνησίας» καὶ ποτὲ δὲν τέθηκε ἀμφισβήτηση τῆς κανονικότητος τῆς ἐπισκοπικῆς ἰδιότητος τῶν ὀρθοδόξων καὶ τῶν λατίνων ἀρχιερέων. Κατὰ τὴ συγκληθεῖσα Σύνοδο στὴ Φερράρα-Φλωρεντία, ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου Ἀντοχείας Ἃγιος Μᾶρκος Εὐγενικὸς προσφωνεῖ τὸν πάπα τῆς Ρώμης Εὐγένιο Δ΄ ὡς τὸν κατὰ «πάντα κανονικὸν» Ὓπατον ἀρχιερέα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, παρὰ τὴν ὑφιστάμενη καὶ τότε «ἀκοινωνησία»!Μάλιστα σὲ περιπτώσεις θεολογικῶν συσκέψεων μετὰ τῶν λατίνων ἀρχιερέων «συμπροσεύχεται μαζί τους» χωρίς ποτὲ νὰ ἀπαξιώσει τὴν ἀρχιερατικὴ ἰδιότητα τῆς ἂλλης πλευρᾶς! Διερωτῶμαι μήπως ὁ Ἃγιος Μᾶρκος ἀγνοοῦσε τοὺς παλαιοὺς κανόνες «περὶ συμπροσευχῆς»; Ὃμως ἡ Σύνοδος αὐτὴ, ἐπειδὴ οἱ ἀποφάσεις της δὲν καλύφθηκαν μὲ «συμφωνία» καὶ ἀπορρίφθηκε. Μία Σύνοδος ποὺ οἱ ἀποφάσεις της δὲν σφραγίζεται μὲ «συμφωνία» τῶν δύο πλευρῶν τῆς Ἐκκλησίας δὲν θεωρεῖται «Οἰκουμενικὴ». Τοπικὲς Σύνοδοι ποὺ ἐγκρίθηκαν οἱ κανόνες της ἀπὸ μιὰ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τότε ἀποκτοῦν οἰκουμενικὸ κύρος. Τοπικὲς Σύνοδοι, ὃπως ἐκεῖνες τοῦ 879-880 καὶ τοῦ 1351, ποὺ διατύπωσαν «θεολογούμενεςδιαγνῶμες»χωρὶς«συμφωνία»δὲν τὶς ἀποδέχθηκαν γενεές ὀρθοδόξων ἐπισκόπων καθὼς καὶ ἡ Ἱστορία ὡς αὐτοδίκαια «Οίκουμενικὲς».   Κάποιοι ποὺ δὲν κατάλαβαν ἀκόμη γιατὶ δὲν δικαιοῦνται μόνοι τους νὰ καινοτομοῦν προβάλλουν διάφορα «νεορθόδοξα» σοφίσματα ἀσεβῶς ὑβρίζουν τὸ πρὸ αὐτῶν ὀρθοδόξο φρόνημα γενεῶν ἱεραρχῶν καὶ θεολόγων!  

5 6
   Οἱ δύο ἀνταλλάξαντες ἀλληλογραφία τὸ 1583 μεταξύ Ρώμης καὶ Κων/πόλεως Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄καὶ Πατριάρχης Ἱερεμίας Β΄

                                                                         

 

Παρὰ τὴ συνεχὴ διαφωνία τῆς Ἀνατολῆς μὲ τὰ πεπραγμένα τῆς Φλωρεντίας τὸ τέλος τοῦ ΙΣΤ΄αίωνα ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἱερεμίας ὁ Β΄ ὁ Τρανός (1572-1594), σὲ διασωθεῖσα ἰδιόχειρη ἐπιστολὴ του γιὰ τὸ ζήτημα τῆς «Ἡμερολογιακῆς προσαρμογῆς» προσφωνεῖ τὸν πάπα Ρώμης Γρηγορίου ΙΓ΄ : «Τῷ μακαριωτάτῳ πατρὶ καὶ δεσπότη τῷ Πάπα, κυρίῳ Γρηγορίῳ δέκατῳ τρίτῳ, ἂκρῳ ἀρχιερεῖ ἀξιωτάτῳ»! Καὶ ὁ πάπας ἀνταπαντᾶ: στὸν πατριάρχη Ἱερεμία: «AlvenerabilefratelloGeremiaPatriarcadiConstantinopoli». Βλέπε τὶς φωτοτυπίες τῶν ἐπιστολῶν στὴ μελέτη τοῦ VitorioPeri. Duedateun' unicaPasqua. Milano 1967. Καὶ αὐτὰ παρὰ τὴν διαφωνία τῆς προτάσεως τοῦ Πάπα ἐπὶ τοῦ γνωστοῦ Ἡμερολογίου του, γιατὶ αὐτὸ δὲν προέκυψε μετὰ ἀπὸ «συμφωνία» τῆς Πετραρχίας τῶν Πατριαρχῶν.

           Αὐτὴν τὴ πάγια ἐκκλησιαστικὴ δεοντολογία ἐφαρμόζουν μέχρι σήμερα ὃλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἡ ἱστορικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὴ συνείδηση ἀποδέχεται στὶς δύο Ἐκκλησίες ὃτι εἶναι «Ἀδελφὲς». Καὶαὐτὸ γιατὶ ταυτόχρονα βλάστησαν καὶ μεγαλούργησαν ἀπὸ τὴν αὐτὴν καλλιέλαια ρίζα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, χωρὶςνὰεἶναικλαδία της.Ὁ ἈθηνῶνΧρυσόστομος, γράφει πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Γεώργιο στὴν ἐπιστολὴ του τῆς 1ης Ἱουνίου 1927 : «Ἡμεῖς σεβόμεθα τὴν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν ταύτην (τῆς Ρώμης), ἣτις ἐπὶ αἰώνας ἦτο Ἡνωμένη μετὰ τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας, διότι , παρὰ τινὰς καινοτομίας περὶ τὴν πίστην, τὴν λατρείαν καὶ τὴν διοίκησιν, διασώζει κοινὰ μετ'αὐτῆς Δόγματα, κοινὰς παραδόσεις τῆς ἀρχαίας καὶ ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, κοινᾶ Μυστήρια καῖ ἐν πολλοῖς τὰς αὐτὰς βάσεις τῆς θείας λατρείας». Αὐτὲς οἱ θέσεις δὲν εἶναι προσωπικές τοῦ Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου ἀλλὰ συνεπικουροῦνται ἀπὸ ὃλη τὴν ἀκαδημαϊκὴ διαγνώμη τῶν συγχρόνων συναδέλφων του στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ, ὃπως ἦταν οἱ διαπρεπεῖς καθηγητές: Χρῆστος Ἀνδροῦτσος, Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, Ἁμίλκας Ἀλιβιζᾶτος, Δημήτριος Μπαλᾶνος, Βασίλειος Στεφανίδης, Γεώργιος Σωτηρίου, Νικόλαος Λούβαρης καὶ ὁ Παναγιώτης Μπρατσιώτης, ποὺ πολλὲς φορὲς τὸν ἂκουσα προσωπικὰ ἀπὸ ἓδρας νὰ χαρακτηρίζει τὴ Παλαιὰ Ρώμη ὡς «σεβάσμια Ἐκκλησία». Σὲ αὐτὲς τὶς θέσεις τοῦ Ἀθηνῶν ἀπήντησε ὁ Θεοδωρουπόλεως Γεώργιος δηλώνοντας «ἀπερίφραστα» τὴν ὁμοφωνία του ὃτι: «Καὶ ἡμεῖς ἐμφορούμεθα τοιούτων αἰσθημάτων πρὸς τὴν ἒνδοξον ἀδελφὴν 'Ορθόδοξον Ἐκκλησίαν» καὶ συνεχίζει: «αἱ μεταξύ ἡμῶν διαφοραὶ ἀντιλήψεων καὶ αἱ ἐκ τούτων ἐκδηλωθεῖσαι παραξηγήσεις δὲν δύνανται νὰ ὑπερισχύσουν τῶν χριστιανικῶν αἰσθημάτων ἡμῶν» (22/5/1927). Πιστεύω ὃτι: «μὲ τὸν ἀδελφικὸν τρόπον ἐκθέσεως τῶν ἀντιλήψεων καὶ τῶν πεποιθήσεων ἡμῶν...θέλουν διασκεδασθεῖ προλήψεις καὶ παρεξηγήσεις... καὶ θέλει προκύψη βαθυτέρα ἐξέτασις τῶν ζητημάτων καὶ τῶν διαφορῶν ἐκ τῆς λύσεως τῶν ὁποίων θὰ προκύψει στενωτέρα μεταξὺ τῶν δύο ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν σχέσις» (7/6/1927).Καὶ προσθέτει ὃτι: «Αί βάσεις τοῦ Διαλόγου τῆς Ὀρθοδοξίας μεθ' ἡμῶν εἶναι κοιναὶ» καὶ ὃτι ...«ὁ Πάπας δὲν δύναται νὰ διεκδικήσει τι διάφορον τὸ ὁποῖον κατεῖχε πρὸ τοῦ ἀξιοθρήνητου σχίσματος....αὐτὴν τὴν ὁποίαν εἶχε κατὰ τὴν συνύπαρξη τῶν πέντε Πατριαρχείων».

     Οἱ θέσεις ποὺ κατατίθενται ἀπὸ τοὺς δὺο ἐτερόδοξους ἀρχιερεῖς δείχνουν πὼς εἶναι ἀπόλυτα πεπεισμένοι ὃτι ἀνήκουν στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία, αὐτὴ ποὺ ἒχει τὴν πληρότητα καὶ τὴν ἀγνότητα τῆς ἀληθείας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Οἱ «ἐκτροπὲς διαμαρτυρίας » τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τὸν ΙΣΤ¨ αἰώνα καὶ αὐτὲς ὀφείλουν νὰ ἐκτιμήσουν ὀρθὰ τὴν διασωθεῖσα ὑπ' αὐτῶν ἀρχαῖα κληρονομία γιὰ νὰ οἰκειοποιηθοῦν τὸ ἐνδότερο πνεῦμα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ θὰ συντελεσθεῖ μὲ τὴν ἐπαναπροσέγγιση τῆς «πρωτογενοῦς» Μιᾶς Ἐκκλησίας μας ποὺ ἒχει: « ἐν πολλοῖς κοινὰ δόγματα καὶ παραδόσεις, κοινὰ μυστήρια καὶ κοινὲς βάσεις τῆς θείας λατρείας». Ἡ ξεχωριστὴ πορεία τῶν δύο πρεσβυγενῶν Ἐκκλησιῶν τὴν δεύτερη χιλιετία δὲν ἐπιτρέπεται νὰ συνεχιστεῖ καὶ στὸ μέλλον.        

         Ὁ «Διάλογος» αὐτὸς δὲν παραλείπει νὰ ἐπικρίνει ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς καὶ τὴν «ἐμπλοκὴ» τοῦ «Ρωμαϊκοῦ Ἐνωτισμοῦ» γιὰ νὰ ἐμφυτευθεῖ ἡ ἀνάδελφη «Οὐνιτικὴ λύση». Αὐτὴ κατέστησε στὸν ὀρθόδοξο λαὸ ὓποπτο καὶ ἀντιπαθὲς τὸ ζήτημα τῆς ἑκατέρωθεν ἐπαναπροσεγγίσεως. Τὰ αἲτια καὶ τὰ αἰτιατά τῆς παρεμβολῆς αὐτῆς δὲν εἶναι τόσο ἐκκλησιαστικὰ, ὃσον κυρίως πολιτικὰ στὴ Μέση Ἀνατολὴ καὶ στὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη. Οἱ ἀπόψεις ποὺ κατατίθενται στὴ «Ἀλληλογραφία» αὐτή, παρὰ τὸ ψυχρὸ κλῖμα ποὺ τότε ἐπικρατοῦσε στὴν Ἑλλάδα ἐξ αἰτίας τῶν ὃσων προαναφέραμε, κυοφορεῖ μιὰ ἀλλαγὴ νοοτροπίας καὶ σκέψεων ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ποὺ ἀργότερα καρποφόρησαν.

1 2
Οἱ δύο ἐκδόσεις τοῦ 1928 τῆς ἀνταλλαγήσας «Ἀλληλογραφίας». 

      

 

     Προδημοσιεύω αὐτὸ τὸ κείμενο ἀπὸ ἂρθρο μου ἐκ τοῦ 40οῦ κεφαλαίου τοῦ Γ΄ Τόμου τοῦ «Συνοδικοῦ» μου, ποὺ θὰ ἐκδοθεῖ προσεχῶς, μήπως οἱ ἀσχημονοῦντες μὲ «θνητὲς φλυαρίες», ἀντιληφθοῦν ὃτι ἡ ἐπαναπροσέγγιση τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Νέας Ρώμης δὲν εἶναι μιὰ σύγχρονη διπλωματικὴ κίνηση ποὺ παρασύρθηκε ὁ πανίερος θεσμὸς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ οἰ σεπτοὶ Προκαθήμενοί του! Ἀποτελεῖ τὴ διαχρονικὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τῆς μακρότατης ἀλύσεως ἒγκριτων ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ποὺ πάντα τὴν ὑπηρετοῦν ἀνοήτως λοιδορούμενη. Αὐτὴ ἡ φωτεινὴ   πορεία συνεχίζεται ἀπὸ τὸν σεπτὸν Πατριάρχη μας Παναγιώτατον Βαρθολομαῖον, ποὺ συμπληρώνει κατ' αὐτὰς 23 χρόνων ἒνδοξης πατριαρχίας καὶ τοῦ εύχόμεθα νὰ τὸν κρατύνει ὁ Παράκλητος εἰς «πολλὰ ἒτη» μὲ ὑγεἰα καὶ ἀντοχὴ δυνάμεων γιὰ νὰ όρθοτομεῖ τὴ γραμμἦ τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας.-                

             Βιβλιογραφία: Ἡ ἀλληλογραφίαδιαμειφθεῖσα μὲ τὸν Μακαριώτατο ἈθηνῶνΧρυσόστομο. Τεύχος 1ον. Ἀθῆναι 1928 σσ. 80. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου. Φύσις καὶ χαρακτήρ τῆς Ούνίας ἐν Ἑλλάδι. Ἀθῆναι 1928. Δημητρίου Σαλάχα. Θεολογικὸς Διάλογος πρὶν ἀπὸ τὴν Βατικανὴ Σύνοδο. Ἀθήνα.2005.σσ.62. Θεοδοσία Ρούσσου. Γεώργιος Χαλαβαζῆς. ἓνας πρόδρομος τῶν καιρῶν μας. Ἀθήνα 2009σσ.205.

                                                                                                                     Α.Π.

 


                       

       

        

         

Loading